Friday, 1 February 2013

Η Υπαπαντή του Κυρίου -Λεοντίου Επισκόπου Νεαπόλεως (Λεμεσού) της Κύπρου


Λόγος Α΄. Εις τον Συμεών όταν δέχτηκε στην αγκαλιά του τον Κύριο.

«Στα Ιεροσόλυμα βρισκόταν ένας άνθρωπος, που τον έλεγαν Συμεών. Αυτός ήταν πιστός και ευλαβής».
Φτάνουν τα λόγια του Ευαγγελιστή, για να αποδείξουν την αγιότητα του Συμεών. «Περίμενε αυτός τη σωτηρία του Ισραήλ», αυτό νομίζω σημαίνει πως επρόκειτο ο Θεός να δείξει τη φιλανθρωπία του στον Ισραήλ. Ή μ’ άλλα λόγια, επειδή η λέξη Ισραήλ ερμηνεύεται «νους που βλέπει τον Θεό», κάθε παρατηρητικός νους πενθούσε νοερά για την επικράτηση στους ανθρώπους της πλάνης και της αγνωσίας, ήταν φυσικό λοιπόν ο Συμεών που ήταν πιστός και είχε προφητικό χάρισμα να περιμένει με τον ερχομό του Σωτήρα την αναμενόμενη παρηγοριά του νοητού Ισραήλ. «Και τον καθοδηγούσε το άγιο Πνεύμα». Είσαι μακάριος, γέροντα, αφού αξιώθηκες να γίνεις κατοικία του αγίου Πνεύματος.

«Του είχε φανερώσει λοιπόν το άγιο Πνεύμα, ότι δεν θα πεθάνει προτού να δει τον Μεσσία».
Δεν είπα παραπάνω ότι με προφητική παρόρμηση περίμενε ο γέροντας να δει την παρηγοριά από τον Σωτήρα; Να η ξεκάθαρη απόδειξη μ’ αυτά που ειπώθηκαν πριν απ’ αυτόν. Αποκαλύφθηκε λοιπόν στον προφήτη, λέει η Γραφή, πως δεν επρόκειτο να φθάσει στο τέλος της ζωής του πριν δει τον Χριστό του Κυρίου. Πέτυχες στ’ αλήθεια Συμεών πράγματα, τα οποία κανείς από τους παλαιούς προφήτες δεν μπόρεσε να πετύχει. Είσαι πραγματικά μακάριος, που σε διατήρησε ζωντανό ο Θεός ως αυτήν την χρονική στιγμή…

Ο Συμεών «πήρε στην αγκαλιά του το παιδί».
Πάλι σε μακαρίζω Συμεών. Γιατί είσαι πραγματικά άξιος μακαρισμού, αφού δέχτηκες στην αγκαλιά σου αυτόν που τον μεταφέρουν τα Χερουβίμ. Να που τον αόρατο στα Σεραφίμ με τα γέρικα μάτια σου τον αντικρύζεις και χαίρεσαι γι’ αυτό. Να που τώρα αγκαλιάζεις σαν βρέφος αυτόν που είδε ο προφήτης Ιεζεκιήλ πάνω σε τετράμορφο θρόνο. Πώς λοιπόν δεν είσαι μακάριος, αφού αξιώθηκες να δεις και να αγγίσεις τέτοια και τόσα μεγάλα αγαθά;

«Και δόξασε τον Θεό και είπε· “Τώρα Κύριε μπορείς ν’ αφήσεις τον δούλο σου να πεθάνει ειρηνικά όπως του υποσχέθηκες”.
Κουράστηκα, Δέσποτα, να κατοικώ στη φυλακή του παρόντος αιώνος. Έμεινα πολύ χρόνο στην πρόσκαιρη διαμονή και τώρα επιθυμώ την μετανάστευση, εκεί όπου “ευφραίνονται όλοι όσοι έχουν την κατοικία τους σε σένα”. Άφησέ με να φύγω, Δέσποτα, γιατί βιάζομαι να απαλλαγώ απ’ όλα τα ορατά. Να τώρα πλησιάζει η εκπλήρωση της προφητείας. Τώρα η σωτηρία βρίσκεται μπροστά μου. “Γιατί τα μάτια μου είδαν τον Σωτήρα”, για τον οποίον ο Ησαΐας βροντοφωνούσε· “Να η πόλη Σιών, η σωτηρία μας”. Σιών είναι η Εκκλησία, στην οποία υπάρχει η σωτηρία, δηλαδή ο Χριστός. Και πάλι λέει· «Η σωτηρία που προσφέρω εγώ θα ανάψει, θα καίει και θα φωτίσει σαν λαμπάδα», αφού ο Σωτήρας φανερώθηκε σαν λαμπάδα και φώτισε τα πέρατα της οικουμένης.

«Τον Σωτήρα, που ετοίμασες για όλους τους λαούς».
Δεν είναι Σωτήρας για έναν λαό, του αχάριστου -εννοώ βέβαια τον Ισραήλ-, αλλά όλων των λαών σύμφωνα με τον ιερό ψαλμωδό που λέει· «Δοξολογείστε τον Κύριο όλα τα έθνη της γης, επαινέστε τον όλοι οι λαοί». Επίσης και ο Δανιήλ λέγει· «Όλοι οι λαοί, οι φυλές κι οι γλώσσες υπακούουν σ’αυτόν».
«Φως που θα φωτίσει τα έθνη» και το οποίο θα δουν και θα φωτιστούν απ’ αυτό όσοι κάθονται στη χώρα που επικρατεί η σκιά ου θανάτου, «και θα δοξάσει τον λαό σου τον Ισραήλ». Αν και δεν πίστεψαν όλοι οι Ισραηλίτες, όμως ένα μέρος απ’ αυτούς σώθηκε. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν οι μακάριοι Απόστολοι του Χριστού και μερικοί άλλοι που πίστεψαν. Κι όχι μόνον αυτό, αλλά και ο ίδιος ο Κύριος μας ήλθε από τη φυλή του Ιούδα. Γιατί ο ίδιος ο Σωτήρας μιλώντας για τον εαυτό του έλεγε· «Ότι η σωτηρία έρχεται στον κόσμο από τους Ιουδαίους». Και εξαιτίας αυτού έλεγε· «Φως που θα δοξάσει τον λαό σου τον Ισραήλ».

« Ο πατέρας του και η μητέρα του θαύμαζαν για όσα λέγονταν γι’ αυτόν».
Γιατί αν και ήσαν μυημένοι και η Μαρία και ο Ιωσήφ για το μυστήριο του βρέφους-η Μαρία από τον Γαβριήλ, αλλά και από το Άγιο Πνεύμα είχε πληροφορηθεί για την θεότητα αυτού που θα γεννούσε, και ο Ιωσήφ από τον αρχάγγελο που του είπε· «Μή διστάσεις να πάρεις στο σπίτι σου την Μαριάμ, τη γυναίκα σου, γιατί το παιδί που περιμένει προέρχεται από το άγιο Πνεύμα»-, όμως αν και αυτοί ήταν και οι δυο ενημερωμένοι, απορούσαν και θαύμαζαν «για όσα λέγονταν γι’ αυτό»…
Για ποιόν λόγο ο Συμεών απηύθυνε τα προφητικά λόγια όχι στον θεωρούμενο πατέρα, αλλά στη Μαριάμ; Επειδή γνώριζε φωτισμένος από το άγιο Πνεύμα πως πραγματική μητέρα του βρέφους ήταν η Μαρία, ενώ ο Ιωσήφ μόνον κατ’ όνομα θεωρούνταν πατέρας, εφόσον η κύηση της απειρόγαμης και αγίας Παρθένου δεν έγινε από σπέρμα άνδρα, αλλά από το άγιο Πνεύμα. Εξαιτίας αυτού ο Συμεών παραλείπει τον θεωρούμενο και κατ’ όνομα πατέρα και απευθύνει το λόγο του προς την πραγματική μητέρα λέγοντας· «Αυτός θα γίνει αιτία να καταστραφούν ή να σωθούν πολλοί Ισραηλίτες και θα είναι σημείο αντιλεγόμενο», σε καταστροφή των απίστων, σε ανάσταση των πιστών. Χωρίς να λέμε βέβαια πως το βρέφος έγινε αιτία πολλοί να καταστραφούν κι άλλοι να αναστηθούν, αλλά αυτό έγινε από την προαίρεση του καθενός…
Βλέπεις, ότι πολλοί εκούσια καταστρέφονται από την απιστία τους και άλλοι εκούσια ανασταίνονται από την πίστη τους; Όμως και με διαφορετικό τρόπο εκπληρώθηκε η προφητεία του Συμεών. Γιατί η ενανθρώπηση του Σωτήρα σύμφωνα με τη θεία οικονομία έγινε αιτία πτώσης του Διαβόλου και των ακαθάρτων δαιμόνων, και ανάσταση όλων όσοι είχαν νικηθεί απ’ αυτόν και είχαν υπαχθεί στην τυραννία του θανάτου. Βλέπεις πως λέμε ότι το βρέφος έγινε αιτία για καταστροφή πολλών, αλλά και για ανάσταση και επίσης ότι θα είναι «σημείο αντιλεγόμενο»; …

Λέγει ο Συμεών· « Όσο για σένα ο πόνος για το παιδί σου θα διαπεράσει την καρδιά σου σαν δίκοπο μαχαίρι».
Όταν λέει δίκοπο μαχαίρι νομίζω πως εννοεί τη λύπη της αγίας Παρθένου, που προήλθε από τη δοκιμασία της για τη σταύρωση του Κυρίου. Την διαπέρασε πρόσκαιρα χωρίς να την βλάψει, χωρίς να την πλήξει. «Για να φανερωθούν οι πραγματικές διαθέσεις πολλών». Γιατί το σωτήριο πάθος του Κυρίου δοκιμάζοντας τους αποκάλυψε τους λογισμούς όλων των ανθρώπων. Όσοι ήταν γερά στερεωμένοι στην πίστη, παρόλο που σαν άνθρωποι κλονίστηκαν, δεν απελπίστηκαν όμως τελείως, γιατί περίμεναν την ανάσταση του Σωτήρα…Αυτοί που έχουν πλανεμένη πίστη μοιάζουν με το σπόρο που έπεσε σε πετρώδες έδαφος, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να υποφέρουν τον καύσωνα των πειρασμών και όποιο μικρό απομεινάρι πίστης είχαν το έχασαν εξαιτίας της μικροψυχίας τους.


(Δημ. Γ. Τσάμη, Θεομητορικόν, τ. Γ΄, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 224-247 αποσπάσματα).

On Inattention During the Divine Services


One of the things that folks often mention when they’re making their confession is inattention during the divine services. So, I thought I would use this month’s column to talk about that important subject.
If we want to be focused during the services, one thing we can do is prepare adequately. And even if we can’t do all the prayers that the Church encourages us to do leading up to the Divine Liturgy, we can at least avoid over-stimulation from media. For example, if we stay up late Saturday night to watch an exciting movie and then read the paper or check out our favorite web-sites before we leave for Church—and then listen to music or text our friends right up to the very moment that we get out of the car and walk into the nave, then we’ll probably spend most of the Liturgy processing all those experiences and all that information instead of attending to what the Father, Son, and Holy Spirit are trying to say to us. Another thing we can do is spend more time in the Divine Services. In fact, one of the main reasons why our services are so long is because the Church understands that it takes most of us a good while just to relax and calm down before we can ever get around to actually praying. A good rule of thumb that works for most people is one hour in the Divine Services equals about two minutes of genuine interaction with the Most Holy Trinity. Of course, that two minutes can be lifechanging and world-changing. However, if we never actually spend a full hour in the Divine Services, then we’ll never experience that two minutes of authentic prayer. So, the more time we invest in the services, the more focused we will be.
But what if you have an infant or a small child, and you’re constantly in and out during the Divine Liturgy? What if you are an usher or a chanter or you sing in the choir? Does that mean that you’re never going to be able to really communicate with the Father, Son, and Holy Spirit? Of course not, because there is a special grace that accompanies each of those roles. Folks who are raising young children or helping with the service are performing important tasks, and the Most Holy Trinity is going to make sure that they get what they need while they are doing their jobs. But we’re not going to receive any special grace if we just wander in and out of the nave because we’re bored or because we don’t like to be still.


Still another thing we can do to stay focused during the services is to be honest about who we are. For example, if we are concerned about our health or stressed about our job or anxious about a family situation, it’s not going to do any good at all to pretend like we’re not thinking about those issues. But rather than just obsess over those things, we should turn them into prayers. And there are lots of ways to do that: we can light a candle for each of those problems when we first go into the nave; we can make the sign of the cross or make a metania every time one of those subjects pops up in our mind; we can touch the priest’s vestments during the Great Entrance and attach all those topics to his intercessions; we can raise all of those issues up to the Most Holy Trinity when the deacon elevates the Holy Gifts over the altar. It may take quite a while and a lot of effort, but, eventually, we will clear all that stuff out of our hearts, and then we will be able to hear what the Father, Son, and Holy Spirit are saying to us.
Worship is hard work—there’s no doubt about it. But it is the most important work that we do all week long, because it’s how we are getting closer to the Most Holy Trinity, it’s how the people we love are going to get closer to the Most Holy Trinity, and it’s how this world is being transformed through the love of the Most Holy Trinity. And the more attentive we are during at that work, the more those incredibly important goals will be realized.

Source: The Voice in the Wilderness: The Parish Newsletter of St. John the Forerunner Antiochian Orthodox Christian Church

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος - Τι είναι η ανθρώπινη απάθεια;

Ερώτηση. Τι είναι ή ανθρωπινή απάθεια; Απόκριση. Απάθεια είναι, όχι το να μη αισθάνονται οί αγωνιστές τα πάθη, αλλά το να μη τα δέχονται. Λόγω των πολλών και ποικίλων αρετών πού απέκτησαν, φανερών και κρυφών, ασθένησαν τα πάθη μέσα τους και δεν μπορούν να επαναστατήσουν εύκολα κατά της ψυχής. Και ή διάνοια δεν χρειάζεται πάντοτε να προσεχή σ' αυτά διότι είναι πάντοτε γεμάτη από αισθήματα πού προέρχονται από την μελέτη και την κοινωνία των αρίστων σκέψεων οί όποιες κινούνται με σύνεση στον νου. Και όταν τα πάθη αρχίσουν να κινούνται, ξαφνικά ή διάνοια αρπάζεται από κάποια σκέψη πού συλλαμβάνεται από τον νου και φεύγει από κοντά τους έτσι τα πάθη μένουν αργά.
Όπως είπε ο μακάριος Μάρκος ο νους που με την χάρη του Θεού επιτελεί πράξεις ενάρετες και πλησιάζει στην γνώση, λίγη αίσθηση λαμβάνει από το άλογο μέρος της ψυχής διότι ή γνώσις του ανθρώπου αρπάζεται στα ύψη και τον αποξενώνει από όλα τα πράγματα του κόσμου, λόγω της αγνείας, της λεπτότητας, της ελαφρότητας και της οξύτητας του νου της. Και λόγω της ασκήσεως των, καθαρίζεται ο νους των και γίνεται διαυγής, επειδή ή σάρκα τους ξηραίνεται από την επίδοση στην ησυχία και την εμμονή σ' αυτήν. Έτσι εύκολα και γρήγορα επέρχεται στον καθένα τους ή θεωρία και τους οδηγεί στην έκσταση. Από τότε γίνονται γεμάτοι θεωρία, ή διάνοια τους δεν στερείται σύνεση ποτέ, αντιθέτως μάλιστα έχουν όλα εκείνα πού τους φέρει ο καρπός του Πνεύματος.

Με την πολυχρόνια συνήθεια εξαλείφονται οι αναμνήσεις της καρδίας των, πού ανακινούν στην ψυχή τα πάθη και ή δύναμις της εξουσίας του Διαβόλου. Πράγματι, όταν ή ψυχή δεν επικοινωνεί με τα πάθη, μελετώντας τα, διότι ασχολείται διαρκώς με άλλη φροντίδα, τότε ή δύναμις των ονύχων των παθών δεν μπορεί να κυριάρχηση στις πνευματικές της αισθήσεις.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.


Το όνομα
 
Τα ονόματα ανέκαθεν είχαν σπουδαία σημασία για την ανθρώπινη επικοινωνία και κατανόηση, δεδομένου ότι έπαιζαν το ρόλο των στοιχείων εκείνων με τα οποία γινόταν γνωστή η δήλωση προσώπων, ζώων και αντικειμένων. Το όνομα γρήγορα εξελίχθηκε σε μέσο με το οποίο δηλώνεται κάποιο πρόσωπο ή πράγμα. Αν αυτό έχει σημασία για το φυτικό και ζωϊκό κόσμο, πόσο μάλλον για τον άνθρωπο, στον οποίο είναι εντονότερος ο προσωπικός χαρακτήρας, τα δε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εμφανίζονται σε διαφορετικούς ανθρώπους με τρόπο διάφορο και ανεπανάληπτο. Το όνομα και η ονοματοδοσία δεν εξελίχθηκαν άσχετα προς τον ιστορικό βίο και τις περιπέτειες των λαών. Μέσω των ονομάτων μπορεί να παρακολουθήσουμε την ιστορική πορεία ενός ολόκληρου έθνους. Συχνά τα ονόματα ασκούν επάνω μας γοητεία και δύναμη, ενώ άλλα αποστροφή. Αυτό συμβαίνει επειδή τα φέροντα τα ονόματα αυτά πρόσωπα συνδέονται με καλές αναμνήσεις του παρελθόντος στην πρώτη περίπτωση και με αρνητικές εμπειρίες και καταστάσεις στη δεύτερη. Συχνά τα ονόματα είναι διακριτικά του θρησκεύματος του φέροντος προσώπου και συνδέονται με τις φιλοσοφικές ή κοινωνικές πεποιθήσεις των ανθρώπων. 
Το όνομα στους Εθνικούς(ειδολωλάτρες)
Οι Έλληνες διακρίθηκαν περισσότερο από κάθε άλλο λαό για τον πλούτο των προσωπικών ονομάτων. Η χαρά και η υπερηφάνεια των Ελλήνων ήταν το προσωπικό τους όνομα, ποτέ το επάγγελμα ή ο τίτλος. Η έλλειψη ονομάτων και ονοματοδοσίας από κάποιο λαό θεωρούνταν ανέκαθεν έλλειψη πολιτισμού. Αντίθετα μ” αυτό που συνέβαινε στους πρωτόγονους λαούς, στους πολιτισμένους οι άνθρωποι φέρουν προσωπικά ονόματα, τα οποία και λαμβάνουν με πράξη ονοματοδοσίας . Στους Αρχαίους Έλληνες το όνομα δινόταν στο βρέφος ή κατά τη γέννησή του ή κατά την όγδοη ημέρα από τη γέννηση. 
Το όνομα στην Παλαιά Διαθήκη
Στην Παλαιά Διαθήκη βλέπουμε πως ο άνθρωπος, ως το τελειότερο των δημιουργημάτων, από την πρώτη στιγμή φέρει ιδιαίτερο όνομα, δηλωτικό της ατομικότητας και μοναδικότητάς του, και μ” αυτό διακρίνεται από τα άλλα πρόσωποα που βρόσκονται μαζί του. Ο Δημιουργός καλεί τον πρωτόπλαστο ΑΔΑΜ με το όνομά του, ενώ εκείνος δίνει ονόματα στα ζώα και στη γυναίκα του.
Οι Ιουδαίοι έδιναν το όνομα στο βρέφος αμέσως με τη γέννησή του, ενώ αργότερα κατά την όγδοη ημέρα από τη γέννηση. Μάλιστα η κατά την όγδοη ημέρα ονοματοδοσία συνδέθηκε με την περιτομή. Η πράξη αυτή ήταν σε χρήση την αρχαιότητα στους Αιγύπτιους και Αιθίοπες . Απ” αυτούς την παρέλαβαν οι Εβραίοι. Η περιτομή είναι θρησκευτική πράξη που διατάχθηκε από τον ίδιο το Θεό, για ν” αποτελεί εμφανές σημείο καθενός που ανήκει στο Θεό, καθώς και της διαθήκης που συνήψε ο Θεός με τον Αβραάμ. Η σύνδεση της ιουδαϊκής περιτομής με την ονοματοδοσία φανερώνει ίσως τη μεγάλη σπουδαιότητα που και οι Ιουδαίοι προσέδιδαν στο όνομα και τη σημασία του για τη ζωή του ανθρώπου. 
Το όνομα στη χριστιανική διδασκαλία
Τη σημασία του ανθρωπίνου ονόματος παρέλαβε και ο Χριστιανισμός, ο οποίος την ανέδειξε και την προήγαγε, καθώς την απεγκλώβησε από τα ασφυκτικά χωροχρονικά δεσμά του παρόντος κόσμου τοποθετώντας την στην εσχατολογική διάσταση.
Πότε δίνεται το όνομα;
Το όνομα, κατά την τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δίνεται την όγδοη ημέρα από την γέννηση του βρέφους. Γιατί; Στην βιβλική αποκάλυψη ο αριθμός «επτά» είναι το σύμβολο του κόσμου που δημιούργησε ο Θεός « καόν λίαν», του κόσμου που είχε φθαρεί από την αμαρτία και παραδόθηκε στο θάνατο. Η εβδόμη είναι η ημέρα κατά την οποία ο Δημιουργός αναπαύθηκε και την ευλόγησε, είναι η ημέρα που εκφράζει τη χαρά και ευφροσύνη του ανθρώπου για τη δημιουργία ως κοινωνίας με το Θεό. Όμως η ημέρα αυτή είναι μια διακοπή εργασίας, όχι το πραγματικό τέλος της. Είναι η ημέρα της προσδοκίας, της ελπίδας του κόσμου και του ανθρώπου για λύτρωση, για την ημέρα που είναι πέρα από το «επτά», πέρα από τη διαρκή επανάληψη του χρόνου. Το αδιέξοδο αυτό ήλθε να καταβάλει η καινούργια ημέρα, που εγκαινίασε ο Χριστός με την Ανάστασή Του. Από «τη μια Σαββάτων» άρχισε ένας καινούργιος χρόνος, ο οποίος αν και εξωτερικά παραμένει μέσα στον παλαιό χρόνο αυτού του κόσμου και μετριέται σε σχέση με τον αριθμό «επτά», ο πιστός νιώθει πως είναι καινούργιος. Το «οκτώ» γίνεται πλέον σύμβολο του νέου αυτού χρόνου. 
Γιατί δίνεται το όνομα κατά την όγδοη ημέρα;
Η Εκκλησία τοποθετώντας την ονοματοδοσία κατά την όγδοη ημέρα θέλει να καταστήσει το αρτιγέννητο παιδί μέτοχο και κοινωνό αυτής της νέας πραγματικότητας και να καταδείξει σ’  αυτό τη δυναμική πορεία της καταξιωμένης ανθρώπινης ζωής, κατάληξη της οποίας είναι η Βασιλεία των Ουρανών. Βλέπουμε εδώ ότι η Εκκλησία θεωρεί το βρέφος που μόλις γεννήθηκε ως ολοκληρωμένο ήδη άνθρωπο, το αντιμετωπίζει με την ίδια πρόνοια που αντιμετωπίζει τον κάθε άνθρωπο. Το όνομα του ανθρώπου του δίνει ταυτότητα ως πρόσωπο και διαβεβαιώνει τη μοναδικότητά του. Γι’  αυτό και φροντίζει πλέον να του δώσει όνομα. Δεν θεωρεί το βρέφος απλά άνθρωπο, γενικά και αόριστα, ούτε σαν φορέα μιάς αφηρημένης κι απρόσωπης φύσης.Είναι πράγματι συγκλονιστικό το γεγονός ότι πολύ πρίν αναγνωρισθούν στα παιδιά τα ανθρώπινα δικαιώματα, πρίν ακόμη ιδρυθούν οι παγκόσμιες οργανώσεις για την προστασία των παιδιών, η Εκκλησία εφαρμόζοντας εδώ κι αιώνες τη φιλάνθρωπη , όσο κι αγνοημένη, πρακτική της προς όλους τους ανθρώπους με την ευχή της ονοματοδοσίας ομολογεί τη μοναδικότητα του συγκεκριμένου παιδιού κι αναγνωρίζει το θεϊκό δώρο της προσωπικότητάς του. 
Η ευχή της ονοματοδοσίας
Η Ευχή ονομάζεται έτσι επειδή με την ευλογία που παρέχει στο παιδί η Εκκλησία, οκτώ ημέρες μετά τη γέννησή του, το προσφωνεί για πρώτη φορά με το δικό του προσωπικό όνομα. Αυτό συμβαίνει όχι επειδή είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία το ευλογεί και του εύχεται- ήδη κάτι τέτοιο συνέβη την πρώτη ημέρα-, αλλά επειδή οι ευχές της πρώτης ημέρας απευθύνονται κυρίως στη μητέρα και δευτερευόντως στο παιδί. Αυτό το όνομα θα φέρει σ” όλη του τη ζωή και μ” αυτό το όνομα θα εισέλθει τελικά στην αναμενόμενη Βασιλεία του Θεού, προτύπωση της οποίας είναι η ημέρα αυτή της λήψεώς του.
Εκείνο που κάνει η ευχή είναι να καταδείξει το σκοπό του ανθρώπου, που είναι η ένωσή του με το Θεό. Γι” αυτό και δεν παραλείπει να εκφράσει το αίτημα της συνάψεώς του στην Εκκλησία και της τελειώσεώς του με τα άγια Μυστήρια του Χριστού. Μόνο, ως μέλος της Εκκλησίας, που θα γίνει με το Βάπτισμα, το παιδί θα ξεπεράσει τη διάσπαση της αμαρτίας. Έτσι γίνεται φανερό ότι η ευχή της ονοματοδοσίας στοχεύει στα Μυστήρια του Βαπτίσματος και του Χρίσματος και τη συμμετοχή του ανθρώπου στη Θεία Ευχαριστία. 
Η Ακολουθία της ονοματοδοσίας
Η ευχή εντάσσεται μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της Ακολουθίας της ονοματοδοσίας , που τελείται στο ναό ή στο σπίτι. Το παιδί υποδέχεται ο ιερέας όχι μέσα στο Ναό, αλλά σον πρόναο. Εκεί τελεί και την Ακολουθία. Η καταβολή της διάταξης αυτής είναι δυνατό να αναζητηθεί στην πράξη της Αρχαίας Εκκλησίας, κατά την οποία οι προβαπτισματικές τελετές γίνονταν όχι στον κυρίως Ναό αλλά στο προαύλιο του βαπτιστηρίου . Μετά την ανάγνωση της ευχής της ονοματοδοσίας που εξετάσαμε ο ιερέας ευλογεί το στόμα, το μέτωπο και την καρδιά του παιδιού. Αυτό γίνεται όχι απλά και μόνο γιά να ευλογηθούν τα συγκεκριμένα μέρη του σώματος, αλλά κυρίως οι αντίστοιχες λειτουργίες τους: η λογική (στόμα), η νοητική(μέτωπο) και η ζωοποιητική ( καρδία ). Έτσι το παιδί, ως σύνολο ψυχοσωματικής οντότητας, παραδίδεται στην κυριολεξία στο Χριστό. Αυτός είναι ο λόγος που στη συνέχεια ψάλλεται και το απολυτίκιο της εορτής της Υπαπαντής « Χαίρε Κεχαριτωμένη , Θεοτόκε Παρθένε…».
Σήμερα, πολλές φορές, από διάφορους λόγους, όπως η άγνοια, η μη έγκαιρη απόφαση των γονέων για το όνομα που πρόκειται να δοθεί στο παιδί, και άλλες πρακτικά αίτια, η ονοματοδοσία συνδέθηκε με την Ακολουθία του Βαπτίσματος.
Γιατί γιορτάζουμε;
Ο άνθρωπος πλασμένος κατ” εικόνα Θεού είναι από τη φύση του προωρισμένος να γιορτάζει, να θυμάται το Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος λέγει χαρακτηριστικά « κεφάλαιον εορτής μνήμη Θεού». Έτσι η χριστιανική γιορτή δεν είναι μια θεωρητική, αφηρημένη και ανεύθυνη κατάσταση. Απεναντίας συνιστά την κοπιώδη πράγματι πορεία του ανθρώπου να επιστρέψει στο Θεό, στο άκτιστο Αρχέτυπό του από το οποίο και κατάγεται. Γι” αυτό η χριστιανική γιορτή, ως βίωμα χαράς και ευφροσύνης, δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί έξω από τη δοξολογία των έργων του Θεού και την εμπειρία της θείας δόξας, έξω από τη νέα πραγματικότητα που δημιούργησαν στον κόσμο τα γεγονότα της θείας Οικονομίας, της Σάρκωσης του Λόγου, του Σταυρού, του Πάθους και της Ανάστασης του Χριστού. Γεγονότα που έδωσαν νέο νόημα στο χρόνο, το χώρο, στον άνθρωπο, στον κόσμο, στην ίδια τη ζωή.
Το περιεχόμενο της χριστιανικής εορτής μέσα στην Εκκλησία.
Ο άνθρωπος γιορτάζει γιατί γιορτάζει και ο Χριστός. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι « Ημίν ο Χριστός τας εορτάς εκτετέλεκεν ». Το περιεχόμενο της εορτής είναι η χαρά του ανθρώπου. Η χαρά της σωτηρίας. Μια εμπειρία που βιώνεται μέσα στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, η οποία από τους Πατέρες χαρακτηρίζεται ως «Εκκλησία εορταζόντων αξίως του Πνεύματος». Μια εμπειρία που αποκτά αιώνιες διαστάσεις, γίνεται «τύπος της άνω χαράς», αφού Χριστός, Εκκλησία και έσχατα, Βασιλεία δηλαδή του Θεού, δεν χωρίζονται. Ο Θεός πιά δεν τιμάται σε ορισμένα μεγάλα γεγονότα, αλλά είναι σημείο αναφοράς και μνήμης του ανθρώπου σε κάθε στιγμή, σε κάθε ώρα, σε κάθε ημέρα, σε κάθε εορτή. Ο χρόνος στην εκκλησιαστική ζωή είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η αποκάλυψη, πραγματώνεται η σωτηρία του ανθρώπου και παίρνει αξία με το μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού. Μπορεί πιά ο άνθρωπος να ξεπεράσει το εμπόδιο του χρόνου και να ζήσει το αιώνιο και το αληθινό. Μπορούμε όλοι μας να κάνουμε τη ζωή μας ένα διαρκές Πάσχα. Οι διάσπαρτες μέσα στο εκκλησιαστικό έτος εορτές αποτελούν ακριβώς κέντρα που οργανώνουν σε μια καινούργια διάσταση το χρόνο. Το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, το Δεκαπενταύγουστο, η εορτή των Αγίων Αποστόλων, οι καθημερινές μνήμες Μαρτύρων και Αγίων, ο εβδομαδιαίος και ημερήσιος κύκλος των Ακολουθιών, οι υπόλοιπες εορτές, με τις νηστείες και τις Ακολουθίες τους, δίνουν στο χρόνο νέα κατεύθυνση και διάσταση. Η εορτή, λοιπόν, είναι αυτή η ύπαρξη της Εκκλησίας, όπου η Ανάσταση συνεχίζει να ενεργείται ως ιστορική πραγματικότητα και τοποθετεί τον πιστό μυστηριακά στον κόσμο της θείας ζωής. Είναι η οντολογική αίσθηση της όγδοης ημέρας, το κατ” εξοχήν καθολικό γεγονός της Εκκλησίας.
Η ευχαριστιακή διάσταση της εορτής.
Η Μεταμόρφωση του χρόνου, η ανακαίνιση του κόσμου, η χαρά που δίνει ο Χριστός στον άνθρωπο, αλλά και η μίμηση της ζωής του Χριστού, η καινούργια ζωή που απαιτεί η χριστιανική εορτή, βιώνονται μέσα στην Εκκλησία, την Ευχαριστία και την μυστηριακή της ζωή. Η Εκκλησία, λέγει ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας , «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις », ζεί δηλαδή μέσα στα Μυστήρια. Αυτό σημαίνει πώς οι εορτές και οι τελετές της Εκκλησίας πηγάζουν από το ένα και μοναδικό μυστήριο του Χριστού.
Στη Θεία Ευχαριστία, μέσα στη Θεία Λειτουργία, την κατ” εξοχήν εορτή, είναι παρούσα όλη η Εκκλησία. Ο Χριστός είναι παρών αποκαλύπτοντας στον άνθρωπο την αλήθεια του Θεού. Οι άγιοι είναι και αυτοί παρόντες στη Θεία Ευχαριστία. Η Θεία Λειτουργία προσφέρεται και «υπέρ των εν πίστει αναπαυσαμένων , προπατόρων, πατέρων, πατριαρχών, προφητών, αποστόλων,…μαρτύρων, ομολογητών…εξαιρέτως της Παναγίας αχράντου, υπερευλογημένης ». Όχι όμως ως ικεσία από μας στο Θεό για τους Αγίους αλλα ως ευχαρισία . Η Θεία Ευχαριστία δεν προσφέρεται ως ευγνωμοσύνη του αγίου για το θρίαμβο που επιτέλεσε, αλλά προσφέρεται γιατί οι πιστοί χαίρονται και ελπίζουν στην μεσιτεία του κατά το χρόνο της εορτής του. Γι” αυτό όταν γιορτάζουμε πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Γιορτάζω σημαίνει πηγαίνω στην Εκκλησία, συμμετέχω στη θεία λατρεία, κοινωνώ του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, κοινωνώ με το Θεό. Γιορτάζω σημαίνει δεν είμαι μόνος, αλλά με το Θεό και τους αδελφούς μου. 
Γιατί τιμάμε τους Αγίους;
Τιμάμε τους Αγίους όχι ως θρησκευτικούς ήρωες , γιατί αυτό θα ήταν ειδωλολατρία, αλλά ως ζωντανά παραδείγματα βιώσεως της εν Χριστώ ανακαίνισης του ανθρώπου, ως «φώτα θεουργικά», ως φίλους αληθινούς του Θεού, ως κοινωνούς των παθημάτων και της δόξας του Χριστού, αλλά και ως οδηγούς των πιστών «εις πάσαν την αλήθειαν εν Πνεύματι Αγίω ». 
Οι εικόνες των Αγίων μας
Η τιμητική προσκύνηση των Αγίων πηγάζει από το γεγονός, ότι τιμήθηκαν και οι ίδιοι από το Θεό. Οι εικόνες των Αγίων μαρτυρούν αυτή την τιμή, η οποία τους απονεμήθηκε από το Θεό, κι έτσι παρακινούν κι εμάς προς μίμηση και παρόμοια πίστη. Ο Μέγας Βασίλειος λέγει ότι «η της εικόνς τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Η τιμή, την οποία αποδίδουμε στην εικόνα, μεταβαίνει στο εικονιζόμενο πρόσωπο και σε τελική ανάλυση αναφέρεται στο Θεό. 
«Ακολουθούντες τη θεηγόρο διδασκαλία των Αγίων Πατέρων μας και την παράδοση της Καθολικής Εκκλησίας, διότι την αναγνωρίζουμε ως διδασκαλία του εν αυτή ενοικούντος Αγίου Πνεύματος, ορίζουμε με κάθε ακρίβεια και ομοφωνία να τοποθετούνται δίπλα στον άγιο και ζωοποιό Σταυρό επίσης και οι σεβαστές και άγιες εικόνες, οι οποίες κατασκευάζονται από χρώματα και ψηφιδωτές πέτρες ή από άλλο κατάλληλο υλικό, στους ιερούς ναούς του Θεού, στα ιερά σκεύη και άμφια, στους τοίχους και στα ξύλινα πλαίσια, στα σπίτια και στους δρόμους, δηλαδή οι εικόνες του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, της αχράντου Κυρίας μας, της Αγίας θεοτόκου , των τιμίων Αγγέλων και όλων των Αγίων και ευσεβών ανδρών».
( Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος)

Βιβλιογραφία
Γεωργίου Χ. Χρυσοστόμου, Ονοματοδοσία , εκδ . Πουρναρά , Θεσσαλονίκη 1991.
Σ. Δεμοίρου , Ονοματοθεσία του ανθρώπου των αρχαίων Ελλήνων και των Ελλήνων χριστιανών, Αθήναι 1976.
Κ. Μαντζουράνη , Τα κυριώτερα ονόματα των ελλήνων και ελληνίδων με σύντομον ιστορίαν των και την ετυμολογικήν και συμβολικήν σημασία των, Αθήναι 1951. 

πηγή:Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος

St Peter of Damascus on Love


To speak of love is to dare to speak of God, for, according to St John the Theologian, ‘God is love, and he who dwells in love dwells in God’ [1 Jn 4.16]. And the astonishing thing is that this chief of all the virtues is a natural virtue. Thus, in the Law, it is given pride of place: ‘You shall love the Lord your God with all your heart, and with all your soul, and with all your might’ [Deut 6.5]. When I heard the words ‘with all your soul’ I was astounded, and no longer needed to hear the rest. For ‘with all your soul’ means with the intelligent, incensive and desiring powers of the soul, because it is of those three powers that the soul is composed. Thus the intellect should think at all times about divine matters, while desire should long constantly and entirely, as the Law says, for God alone and never for anything else; and the incensive power should actively oppose only what obstructs this longing, and nothing else. St John, consequently, was right in saying that God is love.

If God sees that, as He commanded, these three powers of the soul aspire to Him alone, then, since He is good, He will necessarily not only love that soul, but through the inspiration of the Spirit will dwell and move within it [cf 2Cor 6.16; Lev 26.12]; and the body, though reluctant and unwilling–for it lacks intelligence–will end by submitting to the intelligence, while the flesh will no longer rise in protest against the Spirit, as St Paul puts it [cf Gal 5.17].
Just as the sun and moon, at the command of God, travel through the heavens in order to light the world, even though they are soul-less, so the body, at the behest of the soul, will perform works of light. As the sun journeys each day from east to west, thus making one day, while when it disappears night comes, so each virtue that a man practices illumines the soul, and when it disappears passion and darkness come until he again acquires that virtue, and light in this way returns to him. As the sun rises in the furthest east and slowly shifts its rays until it reaches the other extreme, thus forming time, so a man slowly grows from the moment he first begins to practice the virtues until he attains the state of dispassion. And just as the moon waxes and wanes every month, so with respect to each particular virtue a man waxes and wanes daily, until this virtue becomes established in him. At times, in accordance with God’s will, he is afflicted, at times he rejoices and gives thanks to God, unworthy as he is to acquire the virtues; and sometimes he is illumined, sometimes filled with darkness, until his course is finished.
All this happens to him by God’s providence: some things are sent to keep him from self-elation, and others to keep him from despair. Just as in this present age the sun creates the solstices and the moon waxes and wanes, whereas in the age to come there will always be light for the righteous and darkness for those who, like me, alas, are sinners, so, before the attainment of perfect love and of vision in God, the soul in the present world has its solstices, and the intellect experiences darkness as well as virtue and spiritual knowledge, and this continues until, through the acquisition of that perfect love to which all our effort is directed, we are found worthy of performing the works that pertain to the world to be. For it is for love’s sake that he who is in a state of obedience obeys what is commanded; and it is for love’s sake that he who is rich and free sheds his possessions and becomes a servant, surrendering both what he has and himself to whoever wishes to possess them.

He who fasts likewise does so for love’s sake, so that others may eat what he would otherwise have eaten. In short, every work rightly done is done out of love for God or for one’s neighbor. The things we have spoken of, and others like them, are done out of love for one’s neighbor, while vigils, psalmody and the like are done out of love for God. To Him be glory, honour and dominion through all the ages. Amen.

St Peter of Damaskos (eleventh or twelfth century), Discourse XV
Philokalia, Volume III