Tuesday, 1 January 2013

ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΟ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟΝ ΣΟΥ»



1. Ο Θεός που μας έπλασε μας έδωσε την χρήσιν τού λόγου, δια να φανερώνωμεν ο ένας εις τον άλλον τας σκέψεις των καρδιών και να μεταδίδωμεν ο καθένας εις τον πλη­σίον, λόγω της κοινωνικότητός της φύσεως, ωσάν από κά­ποια ταμεία, προσφέροντες τας σκέψεις από τα κρυπτά της καρδίας. Διότι εάν εζούσαμεν με γυμνήν από το σώμα την ψυχήν, αμέσως θα επεκοινωνούσαμεν μεταξύ μας δια των σκέψεων. Επειδή όμως η ψυχή μας διανοείται καλυπτό­μενη από το παραπέτασμα της σαρκός, έχει ανάγκη από λόγια και ονόματα δια να ανακοινώνη αυτά που κείνται εις το βάθος της. Όταν λοιπόν η σκέψις εκφρασθή δια φωνής, αυτή μεταβαίνει από τον ομιλητήν προς αυτόν που τον ακούει, αφού διασχίση τον αέρα, φερομένη δια τού λόγου, ωσάν δια πορθμείου. Και εάν μεν εύρη άκραν γαλήνην και ησυχίαν, ωσάν εις γαλήνια και αχείμαστα λιμάνια, ο λόγος αγκυροβολεί εις τας ακοάς των ακροατών. Εάν όμως, ωσάν κάποια σφοδρά θύελλα, ο θόρυβος των ακουόντων πνεύση αντίθετα, τότε ο λόγος ναυαγεί, διαλυόμενος εις τον αέρα. Δια της σιωπής λοιπόν κάμετε ησυχίαν χάριν τού λόγου. Διότι ίσως κάτι από αυτά που φέρει σας φανή χρήσιμον και ωφέλιμον. Ο λόγος της αληθείας είναι δύσκολον θήραμα, διότι εύκολα ημπορεί να ξεφύγη αυτούς που δεν προσέχουν, αφού έτσι το Πνεύμα οικονόμησε να είναι σύντομος και βρα­χύς, ώστε να δηλώνη πολλά εις ολίγα και με την συντομίαν να είναι εύκολον να διατηρηθή εις την μνήμην. Άλλωστε η φυσική αρετή τού λόγου είναι μήτε να κρύπτη με την ασάφειαν τα εκφραζόμενα μήτε να πλημμυρίζη από λέξεις περιττάς και πράγματα μάταια. Τέτοιος λοιπόν είναι και ο λόγος αυτός που τώρα έχει αναγνωσθή από τα βιβλία τού Μωϋσέως. Όσοι βέβαια είσθε φιλομαθείς να ενθυμήσθε αυτόν, εκτός αν κάπου διέφυγε την ακοήν σας, λόγω της βραχύτητος. Ο λόγος κάπως έτσι έχει˙ «πρόσεχε σεαυτώ μη ποτέ γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα». Η­μείς οι άνθρωποι είμεθα εύκολοι εις τας αμαρτωλάς σκέψεις. Δια τούτο ακριβώς αυτός που κατ' ιδίαν έπλασε τας καρ­δίας μας2, επειδή εγνώριζε πολύ καλά ότι το μεγαλύτερον μέρος της αμαρτίας συντελείται εις την κατά διάθεσιν ορμήν, μας ώρισεν ως πρωταρχικήν καθαρότητα αυτήν της δια­νοίας. Διότι αυτό με το οποίον πολύ πιο εύκολα διαπράττομεν την αμαρτίαν, δι' αυτό ηξίωσε περισσοτέραν προφύλαξιν και επιμέλειαν. Όπως δηλαδή οι προνοητικοί από τους ιατρούς ασφαλίζουν τα ασθενέστερα σώματα με τας προληπτικάς συνταγάς, έτσι και αυτός που είναι προστάτης όλων και αληθινός ιατρός των ψυχών, με ισχυροτέρας προ­φυλάξεις εξησφάλισεν αυτό που εγνώριζεν ότι είναι εις ημάς περισσότερον ολισθηρόν προς την αμαρτίαν. Διότι αι πρά­ξεις που γίνονται με το σώμα χρειάζονται και χρόνον και ευκαιρίαν και κόπους και συνεργάτας και άλλην βοήθειαν. Αι κινήσεις όμως της διανοίας ενεργούνται αχρόνως, επι­τελούνται χωρίς κόπον, σχηματίζονται εύκολα και έχουν όλον τον καιρόν κατάλληλον. Μάλιστα κάποτε κάποιος από τους σπουδαίους και από αυτούς που υπερηφανεύον­ται δια σεμνότητα, περιβαλλόμενος εξωτερικά ομοίωμα σωφροσύνης και καθήμενος ανάμεσα εις αυτούς που συχνά τον μακαρίζουν δια την αρετήν του, τρέχει γρήγορα με την σκέψιν προς τον τόπον της αμαρτίας, με την αφανή ενέργειαν της καρδίας. Είδε με την φαντασίαν τα μελετώμενα, εφαντάσθη κάποιαν απρεπή συναναστροφήν και γε­νικώς εις το κρυφόν εργαστήριον της καρδίας με το να ζωγραφήση μέσα του καθαράν την ηδονήν, διέπραξε εσωτερικά την αμαρτίαν που δεν αποδεικνύεται και που θα μείνη άγνω­στος εις όλους ως τότε που θα έλθη αυτός που αποκαλύπτει τα κρυπτά τού σκότους και φανερώνει τας σκέψεις των καρ­διών3. «Φυλάξου λοιπόν μη τυχόν κάποτε σκέψις κρυφή εις την καρδίαν σου γίνη αμαρτία». Διότι «αυτός που κυττάζει γυναίκα με πονηράν επιθυμίαν είναι σαν να εμοίχευσε κιόλας εις την καρδίαν του» 4. Διότι αι πράξεις τού σώματος δια­κόπτονται από πολλούς, αυτός όμως που αμαρτάνει με την σκέψιν, με την ταχύτητα των διανοημάτων έχει ολοκληρώσει την αμαρτίαν. Όπου λοιπόν το παράπτωμα είναι ταχύ, ταχεία μας εδόθη και η φρούρησις. Δηλαδή διακηρύσσεται εντόνως· «μη ποτέ γένηται ρήμα κρυπτόν εν τη καρδία σου ανόμημα». Καλύτερα όμως να ανατρέξωμεν εις αυτήν την αρχήν του λόγου.

2. «Πρόσεχε, λέγει, τον εαυτόν σου». Καθένα από τα ζώα έχει εκ φύσεως από τον Θεόν που εδημιούργησε τα πάντα, τας αφορμάς δια την προστασίαν της υπάρξεώς του. Και θα εύρης εάν επιμελώς παρατήρησης ότι τα πιο πολλά από τα άλογα ζώα δεν έχουν διδαχθή την προφύλαξιν προς αυτό που βλάπτει, και ότι με κάποιαν πάλιν φυσικήν έλξιν σπεύδουν προς την απόλαυσιν των ωφελί­μων. Δια τούτο και εις ημάς ο Θεός που μας παιδαγωγεί έδωκε το μεγάλο τούτο παράγγελμα, δια να προστεθή και εις ημάς με την βοήθειαν της λογικής αυτό το οποίον εκ φύσεως έχουν εκείνα. Και αυτό που εις τα ζώα κατορθώνεται χωρίς καμμίαν επιστασίαν, αυτό εις ημάς να επιτελήται δια της προσοχής και της συνεχούς επιβλέψεως των λογισμών. Και να είμεθα πιστοί φύλακες των εντολών που μας έχουν δοθή από τον Θεόν με το να αποφεύγωμεν την αμαρτίαν, όπως τα ζώα αποφεύγουν τα δηλητήρια από τας τροφάς και να επιδιώκωμεν την δικαιοσύνην, όπως εκείνα επιζητούν το φαγώσιμον από την χλόην. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ», δια να γίνης ικανός να διακρίνης το βλαβερόν από το σωτήριον. Επειδή όμως το να προσεχή κανείς σημαίνει δύο πρά­γματα, αφ’ ενός μεν το να προσηλώνη τα σωματικά μάτια εις τα ορατά, αφ’ ετέρου δε το να επιβάλλη με την νοεράν δύναμιν της ψυχής την θεωρίαν των ασωμάτων, εάν μεν είπωμεν ότι το παράγγελμα αναφέρεται εις την ενέργειαν των οφθαλμών, τότε αμέσως θα ελέγξωμεν το ανεφάρμοστον αυτού. Διότι πως θα ημπορούσε κανείς με τον οφθαλμόν να ιδή ολόκληρον τον εαυτόν του; Μάλιστα ούτε ο ίδιος ο οφθαλμός χρησιμοποιεί την όρασιν δια τον εαυτόν του. Δεν επαρκεί δια την κορυφήν, δεν γνωρίζει τα νώτα, ούτε τα πρόσωπα, ούτε την διάθεσιν που είναι εις το βάθος των σπλάγχνων. Άρα είναι ασέβεια να λέγωμεν ότι δεν ισχύουν τα παραγγέλματα του αγίου Πνεύματος. Υπολείπεται λοιπόν να κατανοούμεν την προσταγήν εις την ενέργειαν τού νου.

«Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή από παντού να παρατηρής προσεκτικά τον εαυτόν σου. Να έχης άγρυπνον το όμμα της ψυχής σου δια την προστασίαν τού εαυ­τού σου. Κρυφαί παγίδες έχουν στηθή παντού από τον εχθρόν. Προσεκτικά να παρατηρής το κάθε τι λοιπόν, «δια να γλυτώνης σαν το ζαρκάδι από τα δόκανα και σαν πτηνόν από την παγίδα»5. Διότι το μεν ζαρκάδι λόγω της οξυ­τάτης οράσεως δεν συλλαμβάνεται εις τα δόκανα, δια τούτο φέρει και την επωνυμίαν δορκάς δια την οξυδέρκειαν του, το δε πτηνόν με τα ελαφρά πτερά του πέτα υψηλότερα από τον κίνδυνον των κυνηγών, όταν προσεχή. Κύττα λοιπόν μη φανής κατώτερος από τα άλογα ζώα εις την προστασίαν του εαυτού σου, δια να μη κάποτε, αφού συλληφθής εις τας παγίδας, γίνης θήραμα τού διαβόλου, αιχμάλωτος απ’ αυ­τόν εις το να κάμης το θέλημα του6.

3. «Πρόσεχε, λοιπόν, σεαυτώ». Δηλαδή, ούτε τα δικά σου, ούτε τα γύρω από έσέ, αλλά πρόσεξε μόνον τον εαυτόν σου. Διότι άλλο πράγμα είμεθα ημείς οι ίδιοι και άλλο πράγμα τα δικά μας και άλλο τα γύρω από μας. Ημείς εί­μεθα η ψυχή και ο νους, διότι έχομεν πλασθή σύμφωνα με την εικόνα του κτιστού μας7. Ιδικόν μας είναι το σώμα και αι αισθήσεις του. Γύρω δε από μας υπάρχουν χρήματα, τέχναι και όλη η υπόλοιπος πραμάτεια του βίου. Τι λοιπόν λέγει ο λόγος της Γραφής; Μη δίδης σημασίαν εις την σάρκα, ούτε να επιζητής με κάθε τρόπον ό,τι είναι αγαθόν εις αυ­τήν, δηλαδή υγείαν, ομορφιάν και απολαύσεις ηδονικάς και μακροζωίαν, ούτε να θαυμάζης χρήματα και δόξαν και εξουσίαν.Αλλά πρόσεχε τον εαυτόν σου, δηλαδή την ψυχήν σου. Αυτήν στόλιζε και αυτήν φρόντιζε, ώστε δια της προσοχής να κατορθώνης να την απαλλάσσης από ολόκληρον τον ρύπον που επικάθεται εις αυτήν από την πονηρίαν, να αποκαθαίρεται κάθε αίσχος κακίας και να την κοσμής και να την φαιδρύνης με όλον το κάλλος της αρετής. Εξέ­τασε τον εαυτόν σου˙ ποίος είσαι; γνώρισε την φύσιν σου, ότι το μεν σώμα σου είναι θνητόν η δε ψυχή σου αθάνατος και ότι η ζωή μας είναι διπλή. Η μεν προσιδιάζει εις την σάρκα και περνά γρήγορα, η δε άλλη συγγενεύει με την ψυχήν και δεν επιδέχεται περιγραφήν. Πρόσεχε, λοιπόν, τον εαυτόν σου και μη προσκολληθής εις τα θνητά ωσάν σε αιώνια, μήτε να περιφρόνησης τα αιώνια ωσάν περαστικά. Να περιφρονής την σάρκα, διότι παρέρχεται. Να επιμελήσαι την ψυχήν, διότι είναι πράγμα αθάνατον. Με κάθε προσοχήν να επιβλέπης τον εαυτόν σου, δια να γνωρίζης να απονέμης εις τον καθένα το ωφέλιμον εις μεν την σάρκα τας διατροφάς και τα σκεπάσματα εις δε την ψυχήν τα δόγματα της ευσέ­βειας, δηλαδή λεπτήν αγωγήν, άσκησιν της αρετής, διόρθωσιν των παθών. Μήτε να παραπαχαίνης το σώμα, μήτε να φροντίζης δια τας σαρκικάς οχλήσεις. Αφού λοιπόν «επιθυμεί η σαρξ κατά τού πνεύματος, το δε πνεύμα κατά της σαρκός, ταύτα δε αλλήλοις αντίκειται»8, πρόσεχε μήπως με το να υπερπαχύνης την σάρκα προσφέρης πολλήν εξουσίαν εις το κατώτερον. Διότι όπως εις τας κλίσεις των ζυγών, εάν μεν παραφόρτωσες την μίαν πλάστιγγα, εξάπαντος θα κάμης ελαφροτέραν την απέναντι της, έτσι και εις το σώμα και την ψυχήν, ο πλεονασμός του ενός κατ’ ανάγκην επι­φέρει την ελάττωσιν τού άλλου. Διότι, όταν το σώμα ευεργετήται και βαρύνεται με την πολυσαρκίαν, κατ' ανάγκην ο νους γίνεται αδρανής και άτονος κατά τας ενεργείας του. Όταν όμως η ψυχή είναι υγιής και εξυψώνεται προς το ύψος που της αρμόζει με την μελέτην των αγαθών, είναι επόμενον να μαραίνεται η σωματική έξις.

4. Το ίδιον αυτό παράγγελμα και δια τους ασθενείς είναι χρήσιμον και δια τους γερούς πολύ κατάλληλον. Κα­τά τας ασθενείας οι ιατροί παραγγέλλουν εις τους αρρώστους να προσέχουν οι ίδιοι τους εαυτούς των και να μη παραμελούν τίποτε από αυτά που συντελούν εις την θερα­πείαν. Ομοίως και ο λόγος, ο Ιατρός των ψυχών μας, με το μικρόν τούτο βοήθημα θεραπεύει την ψυχήν που έχει ταλαιπωρηθή από την αμαρτίαν. Πρόσεχε, λοιπόν, τον εαυτόν σου, δια να λάβης ανάλογον προς το παράπτωμα και την βοήθειαν από την θεραπείαν. Είναι μεγάλο και βαρύ το αμάρτημα; Σου χρειάζεται πολλή εξομολόγησις, πικρά δάκρυα, συνεχής αγρυπνία και διαρκής νηστεία. Είναι ελαφρόν το αμάρτημα και υποφερτόν; Να εξισωθή και η μετά­νοια. Μόνον να προσεχής τον εαυτόν σου, δια να γνωρίζης την υγείαν και την αρρώστιαν της ψυχής. Διότι πολλοί που νοσούν από μεγάλην και ανίατον ασθένειαν λόγω της μεγάλης απροσεξίας, δεν γνωρίζουν ούτε αυτό το ίδιον, ότι δηλαδή νοσούν. Επίσης μεγάλο είναι το κέρδος από το παράγγελμα και εις τους υγιείς ως προς τας πράξεις, ώστε το ίδιον και τους αρρώστους θεραπεύει και τους υγιείς τε­λειοποιεί. Διότι ο καθένας από μας που μαθητεύομεν εις τον λόγον γίνεται υπηρέτης κάποιας πράξεως από αυτάς που σύμφωνα με το Ευαγγέλιον μας έχουν διαταχθή. Δηλαδή εις την μεγάλην οικίαν, την Εκκλησίαν αυτήν, δεν υπάρχουν μόνον διάφορα σκεύη, χρυσά, αργυρά, ξύλινα και πήλινα9 αλλά και διάφορα επαγγέλματα. Έχει δηλαδή ο οίκος του Θεού, «που είναι η Εκκλησία του ζώντος Θεού»10, κυνηγούς, πεζοπόρους, αρχιτέκτονας, οικοδόμους, γεωργούς, βοσκούς, αθλητάς, στρατιώτας. Εις όλους ο μικρός αυτός λόγος θα εύρη εφαρμογήν και θα εμβάλη εις τον καθένα και ορθοπραξίαν και επιμέλειαν της προαιρέσεως. Έχεις αποσταλή κυνη­γός από τον Κύριον, που είπε˙ «Να εγώ αποστέλλω πολλούς κυνηγούς και θα θηρεύσουν αυτούς επάνω εις όλα τα βουνά»11. Να προσεχής λοιπόν με επιμέλειαν, μη σε διαφύγη από που­θενά το θήραμα, δια να οδήγησης εις τον σωτήρα αυτούς που έχουν εξαγριωθή από την κακίαν, αφού τους συλλάβης με τον λόγον της αληθείας. Είσαι πεζοπόρος παρομοίως με εκείνον που εύχεται˙«τα διαβήματά μου κατεύθυνον»12· πρόσεξε μη παραστρατήσης, να μη κλίνης προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά. Βάδιζε την βασιλικήν οδόν. Ο αρχι­τέκτων με ασφάλειαν να καταθέση τον θεμέλιον της πίστεως, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Ο κτίστης να βλέπη πως κτί­ζει· «μη ξύλα, μη χόρτον, μη καλάμην, αλλά χρυσίον, αρ­γύριον, λίθους τίμιους»13. Ο ποιμήν να προσεχή μη διαφυγή κάτι από αυτά που επιβάλλονται εις την τέχνην της ποιμαν­τικής. Και ποία είναι αυτά; Να επιστρέφη το πλανημένον, να επιδένη το πληγωμένον, να θεραπεύη το άρρωστον. Ο γεωργός να σκάβη γύρω από την άκαρπον συκιάν και να εφαρμόζη αυτά που βοηθούν εις την καρποφορίαν14. Ο στρα­τιώτης15 να «συγκακοπαθήση δια το ευαγγέλιον»,16 να εκστρατεύη την καλήν εκστρατείαν17 εναντίον των πνευμάτων της πονηρίας18, εναντίον των σαρκικών παθών, να φορέση όλην την πανοπλίαν τού Θεού19. Μη εμπλέκεσαι εις τας βιοτικάς υποθέσεις, δια να αρέσης εις αυτόν που σε επεστράτευσεν 20. Ο αθλητής ας προσεχή τον εαυτόν του, μη τυχόν παραβή τους αθλητικούς κανονισμούς. Διότι «κανείς δεν στεφανώνεται εάν δεν αθλήση νομίμως» 21. Να μιμήσαι τον Παύλον που και έτρεχε και επάλαιε και επυγμαχούσε 22. Και ο ίδιος σαν καλός πυγμάχος να έχης ασάλευτον το βλέμ­μα της ψυχής. Προφύλαγε τα ευαίσθητα όργανα του σώ­ματος με την πρόταξιν των χεριών. Το βλέμμα σου να ατενίζη τον άντίπαλον. Να προπορεύεσαι εϊς τους αγώνας δρόμου 23. Έτσι να τρέχης, δια να προλάβης 24. Εις την πάλην να ανταγωνίζεσαι εναντίον των αοράτων. Ο λόγος του Θεού τέτοιον σε θέλει να είσαι˙ όχι τεμπέλην και κοιμισμένον, αλλά νηφάλιο και άγρυπνο προϊστάμενον τού εαυτού σου.

5. Δεν θα μου επαρκέση η ημέρα να διηγούμαι και τα κατορθώματα των συνεργών εις το ευαγγέλιον τού Χρι­στού και την δύναμιν του προστάγματος, πόσον καλά αρ­μόζει εις όλους. «Πρόσεχε σεαυτώ». Να είσαι νηφάλιος, σκε­πτικός, φύλαξ των παρόντων και προνοητικός δια τα μέλλοντα. Μη αφήνης να σου διαφυγή το παρόν εξ αιτίας της οκνηρίας και μη λαμβάνης σαν δεδομένην την απόλαυσιν αυτών που μήτε υπάρχουν και που τυχόν δεν θα υπάρξουν, ωσάν, να τα έχης εις τα χέρια σου. Ή μήπως δεν υπάρχει εκ φύσεως η αρρώστια αυτή εις τους νέους, δηλαδή το να νομίζουν με την ελαφρότητα της γνώμης, ότι κατέχουν κιό­λας αυτά που ελπίζουν; Διότι όταν κάποτε ηρεμήσουν ή κατά την νυκτερινήν ησυχίαν, πλάθουν με την φαντασίαν ανύπαρκτα πράγματα μεταφερόμενοι εις όλα με την ευκολίαν της σκέψεως, με το να φαντάζωνται βίον περίοπτον, λαμπρούς γάμους, ευτεκνίαν, βαθειά γεράματα, τιμάς από ό­λους. Έπειτα, επειδή δεν ημπορούν να σταματήσουν που­θενά τας ελπίδας, αλαζονεύονται δι’ αυτά που θεωρούνται μεγάλα μεταξύ των ανθρώπων. Αποκτούν καλά και με­γάλα σπίτια. Αφού τα γεμίσουν με διάφορα κειμήλια, πε-ριφράττουν τόσην γην, όσην εις αυτούς η ματαιότης των λογισμών έχει αποκόψει από ολόκληρον την κτίσιν. Πάλιν τα πλούσια εισοδήματα από αυτήν τα αποθηκεύουν εις τας αποθήκας της ματαιοδοξίας. Κοντά εις αυτά προσθέ­τουν ζώα, απειράριθμον πλήθος δούλων, πολιτικός εξου­σίας, ηγεμονίας εθνών, αξίωμα στρατηγού, πολέμους, νίκας και αυτήν ακόμη την βασιλείαν. Όλα αυτά αφού τα διέτρεξαν με τας κούφιας φαντασίας της διανοίας, νομίζουν, λόγω της άκρας μωρίας, ότι απολαμβάνουν, ωσάν να είναι κιόλας παρόντα και κείμενα εμπρός εις τα πόδια των, αυτά που έχουν ελπισθή. Το να βλέπη όνειρα κανείς ενώ το σώμα είναι άγρυπνον, τούτο είναι αρρώστια ακαμάτου και οκνηράς ψυχής. Ο λόγος της Γραφής δια να καταπιέζη λοιπόν αυτήν την αποχαύνωσιν του νού και τον πυρετόν των λο­γισμών και δια να αναχαιτίζη, ωσάν με κάποιον χαλινόν, την αστάθειαν της διανοίας, παραγγέλλει το μεγάλο και σοφόν τούτο παράγγελμα· «σεαυτώ, λέγει, πρόσεχε». Να μη φαντάζεσαι τα ανύπαρκτα, αλλά να οικονομής τα παρόντα προς το συμφέρον. Νομίζω δε ότι ο νομοθέτης δια να αποβάλη και εκείνο το πάθος από την συνήθειαν εχρησιμοποίησε την ιδίαν παραίνεσιν. Επειδή είναι εύκολον πράγμα εις τον καθένα από μας να περιεργάζεται τα ξένα παρά να σκέ­πτεται τα ιδικά του, δια να μη παθαίνωμεν αυτό, σταμάτησε, λέγει, να περιεργάζεσαι τα κακά τού τάδε, μη δίδης αργοσχολίαν εις τους λογισμούς να εξετάζουν την ξένην ασθένειαν, αλλά «σαυτώ πρόσεχε». Δηλαδή να στρέφης το όμμα της ψυχής σου εις την έρευναν τού εαυτού σου. Διότι πολλοί, σύμφωνα με τον λόγον τού Κυρίου, «το μεν κάρφος το εν τω οφθαλμώ τού αδελφού κατανοούσι, την δε εν τω οικείωοφθαλμώ δοκόν ουκ εμβλέπουσι»25. Μη παύσης λοιπόν να διερευνάς τον εαυτόν σου, αν η ζωή σου προχωρή σύμφωνα με την εντολήν. Να μη εξετάζης όμως τα εξωτερικά, μη τυ­χόν ημπόρεσης να ανακάλυψης ψεγάδι κάποιου, όπως εκεί­νος ο ακατάδεκτος και αλαζονικός φαρισαίος, που εδικαίωνε τον εαυτόν του και εξευτέλιζε τον τελώνην 26. Αλλά μη παραλίπης να αυτοανακρίνεσαι, μη τυχόν διέπραξες κάποιο αμάρτημα κατά τους στοχασμούς, μη η γλώσσα έσφαλεν εις κάτι τι με το να προτρέξη της διανοίας, μη εις τα έργα των χεριών σου έχει πραχθή κάτι από τα ακούσια. Και εάν εις την ζωήν σου ευρής να είναι πολλά τα αμαρτήματα (και εξάπαντος θα ευρής αφού είσαι άνθρωπος), λέγε τα λόγια τού τελώνου˙ «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» 27.

Πρόσεχε, λοιπόν, τον εαυτόν σου. Αυτός ο λόγος θα σου χρησιμεύση σαν κάποιος καλός σύμβουλος που υπενθυμίζει τα ανθρώπινα και όταν λαμπρά ευημερής και όταν ολόκληρος η ζωή κυλά κατά την φυσικήν φοράν των πραγμάτων. Αλλ' όμως και όταν πιέζεσαι κάτω από δύσκολους περιστάσεις, ευκαιριακώς θα ήταν δυνατόν να επαναλαμβάνεται εις την καρδίαν, ώστε μήτε λόγω επάρσεως να επαρθής εις υπερβολικήν αλαζονείαν, μήτε από απελπισίαν να καταρρεύσης εις χυδαίαν μελαγχολίαν. Υπερηφανεύεσαι δια τον πλούτον, και καυχάσαι δια τους προγόνους, και χαίρεσαι δια την πατρίδα και το σωματικόν κάλλος και δια τας τιμάς που δέχεσαι από όλους; «Πρόσεχε σεαυτώ», διότι είσαι θνη­τός˙ «χώμα είσαι και εις το χώμα θα πας»28. Κύτταξε τρι­γύρω αυτούς που πριν από εσέ έχουν δοκιμασθή εις τας όμοιας καυχήσεις. Που είναι αυτοί που είχαν περιβληθή τας πολιτικάς εξουσίας; Που είναι οι ακαταμάχητοι ρήτορες; Που είναι οι οργανωταί των πανηγύρεων; Οι λαμπροί ιπποκόμοι, οι στρατηγοί, οι σατράπαι, οι τύραννοι; Δεν έγιναν όλοι σκόνη; Δεν είναι όλοι ένα παραμύθι; Δεν δια­τηρείται η ανάμνησις της ζωής των εις τα ολίγα κόκκαλα; Σκύψε εις τους τάφους μήπως ημπόρεσης και διακρίνης ποί­ος είναι ο δούλος και ποίος ο κύριος, ποίος ο πτωχός και ποίος ο πλούσιος29; Ξεχώρισε, εάν ημπορής, τον αιχμάλωτον από τον βασιλέα, τον ισχυρόν από τον αδύνατον, τον όμορφον από τον άσχημον. Εφόσον λοιπόν ενθυμήσαι την φύ­σιν σου δεν θα αλαζονευθής ποτέ. Θα ενθυμήσαι όμως τον εαυτόν σου, όταν προσεχής τον εαυτόν σου.

6. Έχεις πάλιν κακήν καταγωγήν και είσαι άσημος, πτωχός από πτωχούς, χωρίς εστίαν, χωρίς πατρίδα, αδύ­νατος, στερείσαι τα καθημερινά, τρέμεις αυτούς που κατέχουν την εξουσίαν, φοβάσαι και εντρέπεσαι όλους εξ αίτιας της ταπεινότητος τού βίου σου; Αλλ’ ο «πτωχός, λέγει, δεν απειλείται»30. Μη λοιπόν απελπισθής· μη απόρριψης κάθε καλήν ελπίδα, διότι τίποτε αξιοζήλευτον δεν έχεις εις το παρόν, αλλ' οδήγησε την ψυχήν σου υψηλά, και προς τα αγαθά, που έχει κιόλας δημιουργήσει δια σε ο Θεός και προς αυτά, που σύμφωνα με την υπόσχεσίν του απόκεινται εις το μέλλον. Και πρώτα – πρώτα είσαι λοιπόν άνθρωπος· το μόνον θεόπλαστον από τα ζώα31. Δεν αρκεί λοιπόν αυ­τό, εφόσον στοχάζεσαι σωστά, το ότι έχεις διαπλασθή προς την ουράνιον γαλήνην από τα ίδια τα χέρια του Θεού που εδημιούργησεν όλα; Έπειτα ότι, και επειδή έγινες σύμ­φωνα με την εικόνα του κτίστου σου, ημπορεί με ενάρετον ζωήν να κατευθυνθής προς την αγγελικήν ομοτιμίαν; Έλαβες ψυχήν νοεράν με την οποίαν στοχάζεσαι τον Θεόν, με τον λογισμόν κατανοείς την φύσιν των όντων, δρέπεις τον γλυκύτατον καρπόν της σοφίας. Όλα τα χερσαία ζώα και ήμερα και άγρια, όλα όσα ζουν και τρέφονται εις τα νερά και όσα πετούν εις αυτόν τον αέρα, είναι δούλα και υποχεί­ριά σου. Συ δεν εφεύρες τέχνας, δεν ίδρυσες πόλεις και δεν επενόησες όλα όσα είναι αναγκαία και όσα προορίζονται δια τρυφηλήν ζωήν; Δεν σου είναι βατά τα πελάγη εξ αι­τίας της λογικής; Η ξηρά και η θάλασσα δεν υπηρετούν την ζωήν σου; Ο αέρας και ο ουρανός και τα συστήματα των αστέρων δεν σου επιδεικνύουν την τάξιν των; Διατί λοιπόν είσαι μικρόψυχος; Διότι το άλογόν σου δεν έχει αρ­γυρά χαλινάρια; Αλλ' έχεις τον ήλιον που αδιακόπως καθ’ όλην την ημέραν προς χάριν σου κράτα την λαμπάδα. Δεν έχεις τας ακτινοβολίας τού αργύρου και τού χρυσού, αλλ' έχεις την σελήνην που σε περιλάμπει με το άπλετον φως της. Δεν έχεις επιβή σε χρυσοκέντητα αμάξια, αλλ' έχεις τα πόδια ιδικόν σου όχημα και σύμφυτον με σε. Διατί λοι­πόν μακαρίζεις αυτούς που κατέχουν πλούσιον βαλάντιον και που χρειάζονται ξένα πόδια δια να μεταβούν κάπου; Δεν κοιμάσαι εις κρεββάτι ελεφάντινον, αλλ' έχεις την γην που είναι τιμιωτέρα από πολλά φίλντισι και έχεις γλυκείαν την ανάπαυσιν επάνω εις αυτήν, γρήγορον τον ύπνον και από κάθε φροντίδα απηλλαγμένον. Δεν κατακλίνεσαι κάτω από χρυσήν οροφήν, έχεις όμως τον ουρανόν που ακτινο­βολεί τριγύρω με τα απερίγραπτα κάλλη των άστρων. Και αυτά βέβαια είναι τα ανθρώπινα. Τα άλλα όμως είναι ακόμη πιο ανώτερα. Δια σε ο Θεός μεταξύ των ανθρώπων, δια σε η χορηγία του αγίου Πνεύματος, η κατάλυσις του θανάτου, η ελπίς της αναστάσεως, τα θεία προστάγματα που σου τελειοποιούν την ζωήν, η πορεία προς τον Θεόν δια των εντολών, η όμορφη βασιλεία των ουρανών, τα έ­τοιμα στεφάνια της δικαιοσύνης, εφ’ όσον δεν αποφυγής τους κόπους της αρετής.

7. Εάν προσεχής τον εαυτόν σου, αυτά και πολύ πε­ρισσότερα θα εύρης γύρω σου. Και τα μεν παρόντα θα απο­λαύσης, δεν θα στενοχωρηθής δε δι' αυτό που λείπει. Παντού όπου και αν ευρίσκεσαι το παράγγελμα αυτό θα σου προσφέρη μεγάλην βοήθειαν. Παραδείγματος χάριν η οργή σου εκυριάρχησεν εις τα λογικά και οδηγείσαι από τον θυμόν εις λόγια άσχημα και εις πράξεις δυσάρεστους και θη­ριώδεις; Εάν προσεχής τον εαυτόν σου, θα καταστείλης τον θυμόν, ωσάν κάποιο δύστροπον και δυσκολοχαλίνωτον πουλάρι, προσβαλλόμενος, σαν με μαστίγιον, με το πλήγμα του λόγου. Θα κρατάς και την γλώσσαν και δεν θα χειροδικής εναντίον αυτού που σε εξώργισεν. Επίσης επιθυμίαι που κάμνουν μανιώδη την ψυχήν την ρίχνουν εις βιαίας ορμάς και ακόλαστους. Εάν λοιπόν προσεχής τον εαυτόν σου και ενθυμηθής ότι το ευχάριστον τούτο παρόν δια σε θα κατάληξη εις τέλος πικρόν και ο γαργαλισμός που προκαλεί­ται τώρα εις το σώμα από την ηδονήν, αυτός θα γέννηση το φαρμακερό σκουλήκι που θα σε τιμωρή αιώνια εις την κόλασιν και η φλόγωσις της σαρκός θα γίνη μητέρα του αιωνίου πυρός, ευθύς αμέσως θα φυγαδευθούν αι ηδοναί και κάποια θαυμαστή εσωτερικά γαλήνη από την ψυχήν και ησυχία θα επικρατήση, όπως με την παρουσίαν κάποιας σώφρονος κυρίας κατασιγάζει ο θόρυβος των ακολάστων υπηρετριών.

Πρόσεχε λοιπόν τον εαυτόν σου. Και γνώριζε ότι το μεν λογικόν είναι και νοερόν μέρος της ψυχής, το δε παθη­τικόν είναι και άλογον. Και εις το μεν λογικόν υπάρχει εκ φύσεως η εγκράτεια, εις δε το παθητικόν και άλογον η υπακοή και η πειθώ γίνεται δια του λόγου. Μη λοιπόν αφήσης, αν ποτέ ο νους υποδουλωθή, να γίνη δούλος των πα­θών. Μήτε πάλιν να επιτρέψης εις τα πάθη να ξεσηκωθούν εναντίον του λογικού και να διατήρησης την κυριαρχίαν της ψυχής επάνω εις αυτά. Και γενικώς η σωστή κατανόησις τού εαυτού σου θα προσφέρη αρκετήν χειραγωγίαν δια να εννοήσης τον Θεόν. Εάν δηλαδή προσεχής τον εαυτόν σου δεν θα σου λείψη τίποτε δια να εξιχνίασης από την δημιουργίαν των όλων τον δημιουργόν, αλλ' εις τον εαυτόν σου, ωσάν εις μικρόν διάκοσμον, θα ιδής την μεγάλην σοφίαν του κτίστου. Να αντιλαμβάνεσαι τον Θεόν ασώματον από την ασώματον ψυχήν που υπάρχει μέσα σου, και ως κάτι που δεν περιορίζεται τοπικώς. Αφού και ο νους σου δεν έχει προηγουμένην διαμονήν εις τόπον, αλλά προσδιορίζε­ται τοπικώς δια της συνδέσεως του με το σώμα. Να πιστεύης ότι ο Θεός είναι αόρατος, αφού εννοήσης την φύσιν της ψυχής σου, διότι και αυτή δεν γίνεται αντιληπτή με τα σω­ματικά μάτια. Διότι ούτε έχει χρωματισθή, ούτε έχει σχηματισθή ούτε έχει περιληφθή σε κάποιο σωματικόν σχήμα, αλλά γίνεται γνωστή μόνον από τας ενεργείας. Ώστε να μη επιδίωξης εις την περίπτωσιν τού Θεού να τον ιδής με τα μάτια, αλλά αφού επιτρέψης εις την διάνοιαν την πίστιν να έχης νοητήν αντίληψιν περί αυτού. Να θαυμάζης τον τεχνίτην, πως συνέδεσε την δύναμιν της ψυχής με το σώμα, ώστε, ενώ φθάνει μέχρι τα πέρατα του, να οδηγή εις σύμ­πνοιαν και κοινωνίαν τα μέλη που απέχουν πάρα πολύ με­ταξύ των. Σκέψου ποία είναι η δύναμις της ψυχής που χο­ρηγείται εις το σώμα, ποία είναι η συμπάθεια που από το σώμα επανέρχεται εις την ψυχήν, πως δέχεται μεν από την ψυχήν το σώμα την ζωήν και πως δέχεται από το σώμα πάλιν η ψυχή τους πόνους32. Ποίας αποθήκας διαθέτει δια τας γνώσεις, διατί η προσθήκη των νέων γνώσεων δεν καλύπτει την γνώσιν των προηγουμενών, αλλά διαφυλάσ­σονται ασύγχυτοι και ξεκάθαροι αι εντυπώσεις, χαραγμέ­νοι ωσάν εις χαλκίνην στήλην εις το λογικόν μέρος της ψυ­χής. Πως χάνει το κάλλος της με το να γλυστρά εις τα σαρ­κικά πάθη και πως πάλιν όταν αποκαθάρη το αίσχος που προέρχεται από την κακίαν, βαδίζει δια της αρετής την πορείαν της ομοιώσεώς της προς τον κτίστην.

8. Πρόσεξε, εάν θέλης, μετά την θεώρησιν της ψυχής, και εις την κατασκευήν τού σώματος και θαύμασε πως ο α­ριστοτέχνης εδημιούργησεν αυτό κατάλυμα που πρέπει εις λογικήν ψυχήν. Απ’ όλα τα ζώα μόνον τον άνθρωπον έπλασεν όρθιον, δια να γνωρίζης από το σχήμα αυτό ότι η ζωή σου προέρχεται από την ουράνιον συγγένειαν. Διότι τα μεν τετράποδα όλα προς την γην βλέπουν, και προς το μέρος της κοιλίας σκύβουν εις τον άνθρωπον όμως η ανάβλεψις προς τον ουρανόν είναι έτοιμη, ώστε να μη ασχολήται με την κοιλίαν, μήτε με τα υποκοίλια πάθη, αλλά να έχη ολόκληρον την ορμήν προς την ανοδικήν πορείαν. Έπειτα με το να θέση την κεφαλήν εις την κορυφήν τού σώματος μέσα εις αυτήν ετοποθέτησε τας πιο αξιολογωτέρας από τας αισθήσεις. Εκεί η όρασις και η ακοή και η γεύσις και η όσφρησις, όλαι η μία δίπλα εις την άλλην κατοικούν. Και ενώ είναι συγκεντρωμένοι εις τόσον μικρόν χώρον, κατά τί­ποτε δεν εμποδίζει η μία εις την ενέργειαν της γειτονικής. Βέβαια τα μάτια έχουν καταλάβει την πιο υψηλήν σκοπιάν, ώστε κανένα από τα σωματικά μόρια να μη εμβαίνη μπρο­στά εις αυτά, αλλά καθήμενα κάτω από κάποιαν μικράν προ­εξοχήν των φρυδιών, βλέπουν κατ' ευθείαν εμπρός εξ αιτίας της προεξοχής που υπάρχει επάνω. Η ακοή πάλιν δεν έχει απ’ ευθείας άνοιγμα, αλλά με τον κυκλοειδή πόρον αντιλαμ­βάνεται τους εις τον αέρα θορύβους. Και αυτό είναι έργον της ουρανίου σοφίας, ώστε η μεν φωνή ανεμπόδιστα να διέρ­χεται η στρεφόμενη δεξιά και αριστερά εις τας κυρτότητας να ενηχή περισσότερον, ώστε τίποτε να μη ημπορή να γίνη εμπόδιον εις την αίσθησιν από αυτά που εξωτερικά παρεμ­βάλλονται. Γνώρισε καλά και την φύσιν της γλώσσης, πως είναι και απαλή και ευλύγιστος και επαρκεί εις κάθε ανάγκην του λόγου με την ποικιλίαν της κινήσεως. Τα δόντια, που είναι συγχρόνως όργανα της φωνής με το να παρέχουν αντιστήριγμα εις την γλώσσαν, είναι συγχρόνως και υπηρέται της τροφής. Άλλα μεν με το να την κόπτουν και άλλα δε με το να την αλέθουν. Και έτσι επιθεωρών το κάθε τι με τον πρέποντα λογισμόν και πληροφορούμενος την έλξιν του αέρος δια του πνεύματος, την διατήρησιν της θερμότητος εις την καρδίαν, τα όργανα της πέψεως, τους φορείς του αί­ματος, απ’ όλα αυτά θα κατανόησης την ανεξερεύνητον σοφίαν τού ποιητού σου, ώστε και συ ο ίδιος να ειπής μαζί με τον προφήτην «δι' εμέ τέτοια γνώσις είναι υπερθαυμαστός» 34. «Πρόσεχε, λοιπόν, παντού», δια να προσεχής τον Θεόν, εις τον οποίον ανήκει η δόξα και η δύναμις εις όλους τους αιώνας.

Αμήν

Πηγή:Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον

No comments:

Post a Comment