Thursday, 20 December 2012

Η γενεαλογία του Κυρίου..

 
Στις ακολουθίες περί την εορτή των Χριστουγέννων αναγιγνώσκεται επανειλημμένως η περικοπή της γενεαλογίας του Κυρίου από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο. Στον ακροατή και πολύ περισσότερο στον αναγνώστη της περικοπής αυτής γεννώνται ορισμένα εύλογα ερωτήματα:
(α) Γιατί ο ευαγγελιστής Ματθαίος αρχίζει το βιβλίο του με τη γενεαλογία του Κυρίου;
(β) Γιατί γενεαλογείται ο Ιωσήφ, ο οποίος δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πατέρας του Κυρίου, ενώ δεν γενεαλογείται η μητέρα του, η οποία τον συνέλαβε ασπόρως;
(γ) Ποιά έννοια έχει ο αριθμός των δεκατεσσάρων γενεών, οι οποίες μεσολαβούν από τον Αβραάμ μέχρι τον Δαβίδ, από τον Δαβίδ μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία και από το γεγονός αυτό μέχρι τη γέννηση του Χριστού;
(δ) Γιατί στην τρίτη περίοδο, από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία μέχρι τον Χριστό, αναφέρονται δεκατρείς και όχι δεκατέσσερις γενεές;
(ε) Γιατί διαφοροποιείται σε αρκετά σημεία ο ευαγγελιστής Ματθαίος από τη γενεαλογία που παραδίδει ο ευαγγελιστής Λουκάς;
(στ) Τέλος, γιατί αναφέρονται μόνο τέσσερις γυναίκες και γιατί επιλέγονται συγκεκριμένα οι: Θάμαρ, Ραχάβ, Ρουθ και Βηρσαβεέ;
Ασχολούμενοι με το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο πρέπει να έχουμε υπ’όψη μας ότι ο συγγραφέας του προόριζε το έργο του κυρίως για Χριστιανούς εξ Ιουδαίων και γι’ αυτό, σύμφωνα με αρχαιότατη εκκλησιαστική παράδοση, το κείμενο του ευαγγελίου συνεγράφη αρχικά στα αραμαϊκά, δηλαδή στη γλώσσα που μιλούσαν οι Εβραίοι της Παλαιστίνης κατά την εποχή της Καινής Διαθήκης. Ήταν επόμενο λοιπόν να θέλει ο ευαγγελιστής Ματθαίος ήδη από την αρχή του βιβλίου του να καταδείξει ότι ο Κύριος Ιησούς ήταν, ως απόγονος του Αβραάμ και των λοιπών Πατριαρχών του Ισραηλιτικού λαού, γνήσιος Εβραίος και να στηρίξει επί πλέον τη μεσσιανικότητα του Κυρίου στην καταγωγή του από τον Δαβίδ. Αυτό, διότι σύμφωνα με τη διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης ο μεσσιανικός βασιλεύς και λυτρωτής του Ισραήλ επρόκειτο να είναι απόγονος του Δαβίδ. Για το λόγο αυτό επιγράφει ο Ματθαίος το ευαγγέλιο του ως έξης: «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού, υιού Δαβίδ, υιού Αβραάμ» και συνεχίζει αμέσως με τη γενεαλογία του Ιησού Χρίστου, προκειμένου να αποδείξει το αληθές της φράσεως αυτής.
Η επιλογή του Ματθαίου να γενεαλογήσει τον Ιωσήφ και όχι την Παναγία εξηγείται με βάση τα ισχύοντα στην κοινωνία της εποχής. Για τους Εβραίους σημασία είχε στις γενεαλογίες πάντοτε ο άνδρας και σε ελάχιστες περιπτώσεις εθεωρείτο αξιομνημόνευτη μια γυναίκα, όπως π.χ. στις περιπτώσεις της Σάρας, της Ρεβέκκας, της Λείας και της Ραχήλ, που αναφέρονται συχνά σε ιουδαϊκές γενεαλογίες.
Η ένσταση που μπορεί να προβληθεί είναι ότι δια της γενεαλογήσεως του Ιωσήφ δεν αποδεικνύεται η κατά το ανθρώπινο καταγωγή του Ιησού από τον Δαβίδ, αφού ο Ιωσήφ δεν υπήρξε πραγματικός πατέρας του Ιησού. Σύμφωνα όμως με το νομικό καθεστώς της εποχής η αναγνώριση ενός τέκνου ως νομίμου, ανεξαρτήτως καταγωγής, του προσέδιδε όλα τα κληρονομικά και γενεαλογικά προνόμια ενός φυσικού τέκνου, ενώ αντιστρόφως η αποποίηση ενός φυσικού τέκνου το στερούσε από αυτά.
Επομένως, για τα ιουδαϊκά δεδομένα η δαβιδική καταγωγή του Ιησού θεμελιώνεται κάλλιστα στη γενεαλόγηση του δαβιδίδη Ιωσήφ, ο οποίος τον αναγνώρισε ως νόμιμο τέκνο του, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρξε φυσικός του πατέρας. Η κατά το ανθρώπινο δαβιδική καταγωγή του Κυρίου μάλιστα δεν τίθεται εν αμφιβόλω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Παναγία δεν είχε η ίδια δαβιδική καταγωγή – πράγμα το οποίο δεν διασαφηνίζεται στα ευαγγέλια -, διότι, όπως ήδη αναφέραμε, στη γενεαλογία έχουν σημασία κατά κανόνα μόνο οι άνδρες πρόγονοι.
Ο αριθμός των δεκατεσσάρων γενεών βοηθά τον ευαγγελιστή Ματθαίο να χωρίσει την ισραηλιτική ιστορία σε τρεις ισόχρονες περιόδους και να τη θεωρήσει υπό το πρίσμα του σχεδίου του Θεού. Κύριος στόχος του ευαγγελιστή είναι η απόρριψη του τυχαίου στην ερμηνεία της πορείας και της καταλήξεως της ιστορίας του περιούσιου λαού. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι ως σταθμούς στην ιστορική πορεία του Ισραήλ επισημαίνει ο ευαγγελιστής τη βασιλεία του Δαβίδ, που αποτελεί την κορύφωση της ισχύος και της δόξας του λαού του Θεού, και τη βαβυλώνια αιχμαλωσία, που αποτελεί τη χειρότερη ιστορική του στιγμή.
Η νέα περίοδος που αρχίζει με τη γέννηση του Χριστού είναι ωστόσο η πιο σημαντική. Εδώ σταματά πλέον να μονοπωλεί το ενδιαφέρον η ισραηλιτική ιστορία. Ο Μεσσίας, όπως γράφει στο τέλος του ευαγγελίου του ο Ματθαίος, είναι σωτήρας και λυτρωτής των εθνών και η εμφάνισή του έχει καθοριστική σημασία για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας («πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά έθνη βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν»).
Όσον αφορά στο πρόβλημα της αναφοράς από τον ευαγγελιστή δεκατριών και όχι δεκατεσσάρων γενεών στην τελευταία ιστορική περίοδο, η πιθανότερη εξήγηση που έχει δοθεί είναι ότι ως ιδιαίτερη γενεά πρέπει να θεωρηθεί και η περίοδος της βαβυλωνίου αιχμαλωσίας.
Ως προς τη διαφοροποίηση σε αρκετά σημεία της γενεαλογίας του Ματθαίου από εκείνη του Λουκά αναφέρουμε τα εξής: Ο ευαγγελιστής Ματθαίος, που γράφει το ευαγγέλιο του κυρίως για Χριστιανούς εξ Ιουδαίων, είναι φυσικό, όπως σημειώσαμε και προηγουμένως, να τονίζει ιδιαίτερα την καταγωγή του Κυρίου από τον Αβραάμ και τον Δαβίδ. Αντίθετα ο Λουκάς, που απευθύνει το ευαγγέλιο του κυρίως σε Χριστιανούς εξ εθνών, ενδιαφέρεται να παρουσιάσει την καταγωγή του Χριστού μέχρι και τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, για να καταδείξει τη συγγένειά του με ολόκληρο το ανθρώπινο γένος.
Σχετικά με τις επί μέρους διαφορές στα ονόματα των δύο γενεαλογιών μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν. Σύμφωνα με μια άποψη ο ευαγγελιστής Ματθαίος χρησιμοποίησε δημόσιους καταλόγους, οι οποίοι όμως, λόγω της προηγηθείσης καταστροφής τους από τον Ηρώδη τον Μέγα και της ανασυντάξεώς τους από διάφορες πηγές, είχαν πολλές ελλείψεις. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που ο Ματθαίος χρησιμοποιεί μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τα ονόματα που αναγράφονται στο Α’ Βιβλίο των Παραλειπομένων. Αντίθετα ο Λουκάς ενδέχεται να χρησιμοποίησε ιδιωτικούς καταλόγους και γι’ αυτό άλλωστε η γενεαλογία του τρίτου ευαγγελίου περιλαμβάνει 77 ονόματα, πολύ περισσότερα από τα 42 που παραδίδει ο Ματθαίος. Κατά την άποψη του Ευσεβίου Καισαρείας ο Ματθαίος, αντίθετα από ό,τι ο Λουκάς, «ου διαδοχάς, αλλά γενεάς αριθμήσαι προύθετο», δηλ. ότι ο Λουκάς είχε πρόθεση να καταγράψει γενεές και όχι διαδοχές γενεών.
Τέλος, κατά μια άλλη άποψη, σε ορισμένες περιπτώσεις ο ένας ευαγγελιστής χρησιμοποιεί το όνομα του φυσικού πατέρα, ενώ ο άλλος το όνομα του νομικού πατέρα. Πάντως η διαφοροποίηση αυτή των δύο ευαγγελιστών ως προς τη γενεαλόγηση του Κυρίου δεν μπορεί ασφαλώς να αποτελέσει λόγο αμφισβητήσεως της θεοπνευστίας της Καινής Διαθήκης. Σημειώνει σχετικά ο Ιερός Χρυσόστομος ότι οι διαφορές μεταξύ των ευαγγελίων επί δευτερευόντων ζητημάτων, όπως αυτό της γενεαλογίας του Κυρίου, δεν αποτελούν αντιφάσεις, αλλά διαφορετικά και αλληλοσυμπληρούμενα μέρη του όλου, διότι, εάν επρόκειτο όντως περί αντιφάσεων, θα είχε καταρρεύσει η αλήθεια του ευαγγελίου.
Οι τέσσερις γυναίκες που αναφέρονται στη γενεαλογία του Κυρίου παρουσιάζουν όλες τους συμπεριφορά ηθικώς επιλήψιμη. Η Θάμαρ γέννησε τους γιους του πατριάρχη και πεθερού της Ιούδα· η Ραχάβ, πριν από τη μεταστροφή της στην πίστη του Ισραήλ, υπήρξε πόρνη· η Ρούθ ήταν Μωαβίτισσα και παντρεύτηκε τον Βοόζ με ηθικά επιλήψιμο τρόπο, ενώ η Βηρσαβεέ, που γέννησε στον Δαβίδ τον Σολομώντα, ήταν σύζυγος του Ουρία. Φαίνεται ότι εδώ ο ευαγγελιστής Ματθαίος θέλει να υπογραμμίσει την άκρα συγκατάβαση του αγίου Θεού, ο οποίος γίνεται άνθρωπος τοποθετώντας τον εαυτό του στο τέλος μιας γενεαλογικής αλυσίδας, από την οποία δεν απουσιάζει η αμαρτία. Όπως πολύ σοφά σημειώνει ο Ιερός Χρυσόστομος, «τω γαρ υψηλώ δόξα πολλή, το δυνηθήναι ταπεινωθήναι σφόδρα» ( διότι θεωρείται μεγάλη δόξα για έναν που υπερέχει, το να μπορέσει να ταπεινωθεί υπερβολικά). Και συμπληρώνει ο ιερός πατήρ: «Διά γαρ τούτο ήλθεν, ουχ ίνα φύγη τα ονείδη τα ημέτερα, αλλ’ ίνα αυτά ανέλη».( Γι’ αυτό ήλθε στο κόσμο όχι για να αποφύγει τις δικές μας αμαρτίες, αλλά για να τις καθαρίσει).
(Χρήστου Κ. Καρακόλη, «Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις». Εκδ. Αποστολική Διακονία. Αθήνα 2002)
 
 Πηγή: vatopaidi.wordpress.com

No comments:

Post a Comment