Χριστούγεννα η Αποκάλυψη της μονδικής Αλήθειας


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΔΙΚΗΣ, 
 ΠΡΟΣΩΠΟΙΗΜΕΝΗΣ, ΤΕΛΕΙΑΣ, ΣΩΤΗΡΙΩΔΟΥΣ, ΘΕÏΚΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΑΝΔΡΙΚΟΝ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΤΟΥ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΑΝΤΟΣ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Πρωτ. Άγγελος Αγγελακόπουλος

Πρό της ελεύσεως του Χριστού ήμασταν αμαρτωλοί. Καί ως αμαρτωλοί ήμασταν καταδικασμένοι. Η θέση μας μετά τόν θάνατο ήταν στήν κόλαση, τήν κατάσταση της αιωνίου αμεθεξίας του Θεού. Καί συνεπώς είχαμε ανάγκη σωτηρίας. Καί ποιός θά μπορούσε νά μας σώσει; Μόνο ο Θεός, στόν Οποίο έχουν αναφορά οι αμαρτίες μας. Ο Υιός καί Λόγος του Θεού Πατρός, τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός, όταν ήλθε τό «πλήρωμα του χρόνου»[1], δηλ. όταν η ανθρώπινη φύση, αφού εκπλήρωσε κάθε είδος κακίας, χρειαζόταν ιατρεία[2], «έκλινεν ουρανούς καί κατέβη», ενηνθρώπησε, έγινε καί τέλειος άνθρωπος, προσέλαβε ολόκληρη τήν ανθρώπινη φύση, εκτός της αμαρτίας, τήν ένωσε στό Θεανδρικό πρόσωπό Του καί ήλθε στόν κόσμο όχι μόνο γιά νά μας σώσει, αλλά καί γιά νά μας θεώσει. Σύμφωνα μέ τόν Μ. Αθανάσιο «Αυτός γάρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν»[3]. Ο Θεός γίνεται άνθρωπος, γιά γίνει ο άνθρωπος Θεός κατά Χάριν. Αυτό τό γεγονός εορτάζουμε κατά τήν εορτή των Χριστουγέννων.

Πώς ήλθε ο Χριστός, αγαπητοί μου; Τόν καλέσαμε; Αλλά, εμείς οι εθνικοί πώς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, τήν στιγμή πού Τόν αγνοούσαμε; Ο εγωισμός καί η αμαρτία μάς είχαν σκοτίσει˙ είχαμε καταντήσει μωροί, ανόητοι˙ θεοποιήσαμε καί λατρεύσαμε τά κτίσματα καί τά πάθη μας, αντί γιά τόν Κτίστη. Πώς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, αφού θεωρούσαμε τήν αμαρτία απλώς σάν μιά αστοχία, σάν ένα μαθηματικό λάθος, καί όχι ως τήν οντολογική ρήξη μέ τόν Ίδιο τόν Θεό, καί συνεπώς δέν αισθανόμασταν τήν ανάγκη μετανοίας; Καί πάλι πώς θά μπορούσαμε νά Τόν καλέσουμε, αφού πολλοί δέν πιστεύαμε στήν ύπαρξη της ψυχής, σέ αιώνια ζωή καί σέ ανταπόδοση κατά τά έργα μας;
Ο Χριστός ήλθε στόν κόσμο χωρίς κλήση από τούς ανθρώπους, αλλά από δική Του πρωτοβουλία, αυτεπαγγέλτως. Δέν καλέσαμε εμείς τόν Θεό νά έλθει σ’εμάς, αλλά ο Θεός ήλθε καί μας κάλεσε νά πάμε πρός Αυτόν, όπως ωραιότατα λέει ο 18ος οίκος του Ακαθίστου Ύμνου˙ «Σώσαι θέλων τόν κόσμον ο των όλων κοσμήτωρ πρός τούτον αυτεπάγγελτος ήλθε˙ καί Ποιμήν υπάρχων ως Θεός, δι’ημάς εφάνη καθ’ημάς άνθρωπος˙ ομοίω γάρ τό όμοιον καλέσας, ως Θεός ακούει˙ Αλληλούια».
Ο Χριστός ήλθε όχι μόνο αυτεπαγγέλτως, αλλά καί αυτοπροσώπως. Αυτοπροσώπως μας δημιούργησε καί αυτοπροσώπως ήλθε καί μας αναδημιούργησε. Ο Θεός Πατήρ δέν έστειλε αγγέλους, γιά νά τούς καταστήσει σωτήρες του κόσμου, αλλά έστειλε ένα απόγονο του Αβραάμ, τόν Χριστό. Ο Χριστός, όμως, δέν είναι απλώς άνθρωπος, αλλά ο Σωτήρ, ο Μεσσίας, ο Κύριος, στόν οποίο κατοικεί όλη η θεότητα, ο όλος Θεός. Ο Υιός της Παρθένου δέν είναι απλώς άνθρωπος, αλλά Θεάνθρωπος.
Ο Θεός ανέλαβε αυτό τό έργο της αναδημιουργίας του φθαρτού κόσμου, διότι έχει πολλή, ανιδιοτελή, υπερβάλλουσα, τελεία αγάπη. «Ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν Υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ’έχη ζωήν αιώνιον»[4], λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος. Ο Θεός μάς δημιούργησε από αγάπη καί πάλι από αγάπη αυτεπαγγέλτως καί αυτοπροσώπως ήλθε νά μάς σώσει, διότι είχαμε διαφθαρεί καί βαδίζαμε στήν απώλεια, εξαιτίας του εγωισμού, της ανυπακοής καί της εχθρότητας πρός τόν Θεό. Ο Θεός αγάπησε ανθρώπους, πού δέν Τόν αγαπούσαν, αλλά Τόν εχθρεύονταν. Ο Θεός αγάπησε εχθρούς, πού ήξερε, ότι θά Τόν ανέβαζαν στόν Σταυρό καί θά Τόν πότιζαν όξος καί χολή. Ο Θεός αγάπησε καθάρματα! Κατά τόν ιερό Χρυσόστομο «ο Θεός επεθύμησε πόρνη. Πόρνη επεθύμησε ο Θεός; Ναί, πόρνη», εννοώντας τήν δική μας λερωμένη καί αμαυρωμένη ανθρώπινη φύση[5]. Όντως ακατάληπτη σέ μας τούς μικρόψυχους καί ιδιοτελείς η αγάπη του Θεού[6].
Γιά ποιόν άλλο λόγο ήλθε ο Χριστός στόν κόσμο; Γιά νά γνωρίσουμε τήν αλήθεια καί νά ελευθερωθούμε από τήν πλάνη. «Γνώσεσθε τήν αλήθεια καί η αλήθεια ελευθερώσει υμάς»[7], μας λέει ο Ίδιος. Βέβαια, η αλήθεια δέν είναι μιά αφηρημένη καί απρόσωπη έννοια, αλλά βρίσκει τό τέλειο περιεχόμενό της στό θείο πρόσωπο του Χριστού. Η αλήθεια είναι ο Χριστός, όπως μάς απεκάλυψε ο Ίδιος˙ «Εγώ ειμί η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή»[8]. Η μοναδική αλήθεια, προσωπική μάλιστα, όχι αλήθεια ως έννοια, αλλά αλήθεια προσωποποιημένη, σέ πρόσωπο, είναι η χριστιανική αλήθεια, είναι ο Θεός των Χριστιανών, είναι η Αγία Τριάς, ο Πατήρ, ο Υιός καί τό Άγιον Πνεύμα. Ένα από τά πρόσωπα τό γνωρίσαμε στό πρόσωπο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Στό πρόσωπο του Χριστού μας φανερώθηκε ποιά είναι η πραγματική αλήθεια.
Αυτές τίς ημέρες ακούμε πολύ συχνά να πολύ όμορφο χριστουγεννιάτικο ύμνο˙ «Βηθλεέμ ετοιμάζου, ευτρεπιζέσθω η φάτνη, τό σπήλαιον δεχέσθω, η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε»[9]. Ετοιμάζου Βηθλεέμ˙ κι εσύ φάτνη˙ η αλήθεια ήλθε. Γεννιέται ο Χριστός, κατεβαίνει στή γη τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, γιά νά μάς παρουσιάσει προσωπικά τήν αλήθεια˙ «εγώ ειμί η αλήθεια». Ελάτε νά βιώσετε κοντά   σ’ Εμένα τήν αλήθεια καί ν’αναπαυθείτε. «Η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμε».
Ο άγιος και ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος αρχίζει τό Ευαγγέλιό του ως εξής : «Εν αρχή ην ο Λόγος καί ο Λόγος ην πρός τόν Θεόν καί Θεός ην ο Λόγος», «καί ο Λόγος σάρξ εγένετο»[10]. Νά, λοιπόν! Ο Λόγος του Θεού έγινε σάρκα στό πρόσωπο του Χριστού. Προσωπική πραγματικότητα.
Ο Χριστός, όταν ήλθε καί κήρυξε τό Ευαγγέλιο, δέν κήρυξε μία αλήθεια μερική, δέν είπε ότι «εγώ είμαι ένας από αυτούς, πού λένε τήν αλήθεια». Είπε˙ «Εγώ είμαι η οδός καί η αλήθεια καί η ζωή»[11], αποκλειστικά. Ο Χριστός είναι τό πλήρωμα της αληθείας καί η Εκκλησία είναι τό πλήρωμα, ο στύλος της αληθείας, συνεχίζοντας τόν Χριστό.
Τήν περίοδο αυτή του ιερού Δωδεκαημέρου αναγινώσκουμε αυτή τή φοβερή περικοπή από τό Ευαγγέλιο, πού, όταν ο Χριστός άρχισε νά διδάσκει εκεί στήν Ιουδαία, λέει˙ «γη Ζαβουλών καί γη Νεφθαλείμ, ο λαός ο καθήμενος εν σκότει είδε φως μέγα καί τοις καθημένοις εν χώρα καί σκιά θανάτου φως ανέτειλεν αυτοίς»[12]. «Εγώ είμαι τό φως του κόσμου»[13], είπε. Δέν υπάρχουν άλλα φώτα. Καί δέν τά λέει αυτά ένας δάσκαλος, άνθρωπος. Δέν τά λέει ο Μωάμεθ, ο Αλλάχ, ο Βούδδας, ο Κομφούκιος, ο Πάπας. Τά λέει ο ίδιος ο Θεός στό πρόσωπο του Χριστού. Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, τό δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, τολμούμε νά αμφισβητήσουμε ότι αυτό πού λέει ο Χριστός «Εγώ είμαι η αλήθεια καί η οδός καί η ζωή»; Αποκλειστικά εγώ καί κανένας άλλος. Αυτό τό λέμε καί στό απολυτίκιο της Γεννήσεως˙ «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω τό φως τό της γνώσεως. Εν αυτή γάρ οι τοις άστροις λατρεύοντες υπό αστέρος εδιδάσκοντο σέ προσκυνείν τόν ήλιον της δικαιοσύνης». Η Γέννησή σου, Χριστέ, ανέτειλε στόν κόσμο τό φως. Δέν υπήρχε φως. «Η αλήθεια ήλθεν, η σκιά παρέδραμεν». Πάει τό σκοτάδι. Ήλθε η αλήθεια. Γι’αυτό σέ κάθε Θεία Λειτουργία ψάλουμε : «Είδομεν τό φως τό αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον˙ εύρομεν πίστιν αληθή». Αλήθεια. «Αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες».
Οι ιεροί υμνογράφοι της εορτής των Χριστουγέννων, όσιος Κοσμάς ο ποιητής επίσκοπος Μαϊουμά καί όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, αρκετά τροπάρια τά έγραψαν σέ χρόνο ενεστώτα καί χρησιμοποιούν συχνά τό χρονικό επίρρημα «σήμερον», όπως «Χριστός γεννάται, δοξάσατε...», «Η Παρθένος σήμερον τόν υπερούσιον τίκτει...», «Σήμερον γεννάται εκ Παρθένου ο δρακί τήν πάσαν έχων κτίσιν», «Σήμερον τίκτει η Παρθένος τόν Ποιητήν του παντός...», «Σήμερον δέχεται η Βηθλεέμ τόν καθήμενον διά παντός σύν Πατρί. Σήμερον Άγγελοι τό Βρέφος τό τεχθέν θεοπρεπώς δοξολογούσι...» κ.ά. Δικαιολογημένα θά ρωτούσε κάποιος γιά ποιόν λόγο τό έκαναν αυτό, αφού τό ιστορικό γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού πραγματοποιήθηκε μία φορά πρίν από 2012 χρόνια καί κανονικά θά έπρεπε νά χρησιμοποιήσουν παρελθοντικό χρόνο. Τήν απάντηση μάς τή δίδει ο Όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τονίζοντας ότι οι ρήτορες συνηθίζουν νά προφέρουν τά περασμένα πράγματα σέ χρόνο ενεστώτα, γιά νά τά δείξουν ως παρόντα στά μάτια των ακροατών καί ακολούθως νά τούς κάνουν περισσότερο θεατές παρά ακροατές[14]. Ο χρόνος μέσα στήν Εκκλησία σχετικοποιείται, καταργείται καί όλα τά παρελθόντα γίνονται παρόντα, γιά νά μπορούν οι πιστοί νά τά βιώνουν, σά νά πραγματοποιούνται ακριβώς αυτή τή στιγμή. Τό χρονικό γίνεται άχρονο, αιώνιο καί αΐδιο. Καί όχι μόνο τά παρελθόντα γίνονται παρόντα, αλλά καί τά μέλλοντα. Παράξενο αυτό! Πώς γίνεται ένα μελλοντικό γεγονός, πού δέν τό γνωρίζουμε καί δέν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη, νά είναι παρόν; Είναι αυτή η κατάργηση καί σχετικοποίηση του χρόνου, πού αναφέραμε πιό πάνω. Στήν ευχή της Αναφοράς της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργών ιερεύς λέγει : «Μεμνημένοι τοίνυν της σωτηρίου ταύτης εντολής καί πάντων των υπέρ ημών γεγενημένων, του σταυρού, του τάφου, της τριημέρου αναστάσεως, της εις ουρανούς αναβάσεως, της εκ δεξιών καθέδρας, της δευτέρας καί ενδόξου πάλιν παρουσίας». Θυμόμαστε, λέει, περασμένα γεγονότα, πού έχουν γίνει. Τήν Σταύρωση, τήν Ταφή, τήν Ανάσταση, τήν Ανάληψη. Μέχρι εδώ εντάξει. Αλλά, ας προσέξουμε τί λέει παρακάτω! Θυμόμαστε καί τήν Δευτέρα καί ένδοξη Παρουσία. Μά, είναι δυνατόν αυτό; Νά θυμόμαστε ένα μελλοντικό γεγονός, πού δέν έχει λάβει χώρα; Ένας φιλόλογος θά εξίστατο καί θά έλεγε ότι εδώ υπάρχει λάθος. Όμως, δέν είναι λάθος. Είναι ορθόν. Διότι, στήν Εκκλησία καί τήν Ορθόδοξη θεολογία τά γεγονότα όλα είναι παρόντα καί ο πιστός τά βιώνει εδώ καί τώρα. Καί γιατί ο πιστός δέν πρέπει νά κατανοεί τά πράγματα καί τά γεγονότα μόνο μέ τό μυαλό, μέ τή λογική, νοησιαρχικά, αλλά κυρίως ωφείλει νά μετέχει σ’αυτά καί νά τά βιώνει καρδιακώς.     
Όντως, αγαπητοί μου, «μέγα τό της ευσεβείας μυστήριον», αναφωνεί ο Απόστολος των εθνών Παύλος, διότι «ο Θεός εφανερώθη εν σαρκί»[15]. Αυτό τό μέγα μυστήριο ας είναι η κύρια μελέτη καί τό εντρύφημά μας αυτές τίς άγιες ημέρες του ιερού Δωδεκαημέρου, ικετεύοντας παραλλήλως τό θείον Βρέφος της Βηθλεέμ νά μας ανοίξει τά πνευματικά μάτια της ψυχής μας, ώστε νά τό βιώσουμε καρδιακώς όσο τό δυνατόν βαθύτερα. Ας κάνουμε τίς καρδιές μας φάτνες ταπεινές, γιά νά υποδεχθούμε τόν ενανθρωπήσαντα Κύριο καί Σωτήρα μας, καί, όπως ο Χριστός καταδέχθηκε νά γεννηθεί ως νήπιον, έτσι κι εμείς ας γίνουμε νήπια όχι στήν ηλικία καί τήν φρόνηση, αλλά ας νηπιάσουμε ως πρός τίς αμαρτίες μας.

[1] Γαλ. 4, 4.
[2] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Ερμηνεία εις τάς ΙΔ΄ επιστολάς του  Αποστόλου  Παύλου, τ. Β΄, σ. 302, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1990.
[3] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ, Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου 54, PG 25, 192Β.
[4] Ιω. 3, 16.
[5] ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, Ομιλία «ότε της Εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος...», PG 52, 404Α - 411Β.
[6] Ο Σταυρός, μηνιαίο περιοδικό όργανο ορθοδόξου ιεραποστολικής αδελφότητος, έτος ΝΓ΄, Αθήναι, Δεκέμβριος 2005, αρ. τ. 507, σσ. 164-166.
[7] Ιω. 8, 32.
[8] Ιω. 14, 6.
[9] Ιδιόμελον Α΄ Μεγάλης Ώρας Χριστουγέννων.
[10] Ιω. 1,1,14.
[11] Ιω. 14,6.
[12] Μτθ. 4,15-16.
[13] Ιω. 8,12.
[14] ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, Εορτοδρόμιον ήτοι ερμηνεία εις τούς ασματικούς κανόνας των Δεσποτικών και Θεομητορικών εορτών, τ. Α΄, σ. 152,                
   εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1987.
[15] Α΄ Τιμ. 3, 16.