Friday, 2 January 2015

Ερμηνεία της εικόνας των Θεοφανείων



Μέχρι τόν Δ° αἰώνα, ἡ Γέννηση καί ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου ἑορτάζονταν τήν ἴδια ἡμέρα. Ἡ ἑνότης τους εἶναι ἀκόμη ὁρατή στήν παρόμοια σύσταση τῶν ἀκολουθιῶν αὐτῶν τῶν δύο ἑορτῶν καί δείχνει μιά ὁρισμένη συμπλήρωση τοῦ γεγονότος τῆς Γεννήσεως σ'ἐκεῖνο τῆς Βαπτίσεως.
Στή Γέννησή του, λέγει ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἦλθε στόν κόσμο μέ κρυφό τρόπο, στήν Βάπτισή του ἐμφανίστηκε μέ φανερό τρόπο. Ἐπίσης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: Τά Θεοφάνεια δέν εἶναι ἡ ἑορτή τῆς Γεννήσεως ἀλλά τῆς Βαπτίσεως. Πρίν ἦταν ἄγνωστη ἀπό τό λαό, μέ τή Βάπτιση, ἀποκαλύπτεται σέ ὅλους. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἀναπαύεται αἰώνια ἐπάνω στόν Υἱό ἐκδηλωτική δύναμη ἀποκαλύπτει τόν Υἱό στόν Πατέρα καί τόν Πατέρα στόν Υἱό καί πραγματοποιεῖ ἔτσι τή θεία γενεαλογία, εἶναι ἡ αἰώνια χαρά... ὅπου οἱ τρεῖς χαίρονται μαζί. Ἡ ἐνσάρκωση ριζώνεται στήν ἴδια πράξη γενεαλογίας ἀλλά πού καλύπτει προοδευτικά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ. Στή Γέννηση, τό Ἅγιο Πνεῦμα κατεβαίνει στήν Παρθένο καί τήν κάνει πραγματικά Θεοτόκο, Μητέρα τοῦ Θεοῦ: «τό γενώμενον ἅγιον κληθήσεται υἱός Θεοῦ» (Λουκ. 1, 35).

«Τό δέ παιδίον ηὔξανε... καί χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ̉ αὐτό» (Λουκ. 2, 40). «Καί Ἰησοῦς προέκοπτε σοφίᾳ καί ἡλικίᾳ καί χάριτι» (Λουκ. 2, 52). Γιά νά εἶναι ἀληθινός ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τή φυσική καί προοδευτική ἀνάπτυξή της· ἡ χάρη τοῦ Πνεύματος τή συνοδεύει, ἀλλά δέν εἶναι ἀκόμη ἡ Ὑπόσταση τοῦ Πνεύματος πού ἀναπαύεται σ ̉ αὐτόν ὅπως αὐτή ἀναπαύεται αἰώνια στή θεότητά του. Λοιπόν, μιλώντας γιά τή Βάπτιση, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός ἀναφέρουν τίς Πράξεις (10, 38): «Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ, ὡς ἔχρισεν αὐτόν ὁ Θεός Πνεύματι Ἁγίῳ», καί ὑπογραμμίζουν στό γεγονός τό ὕψιστο σημεῖο τῆς ὡριμότητος, τήν κατακόρυφη ἐκδήλωση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Κυρίου ἀπό τότε ἐντελῶς θεοποιημένη. Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κεχρισμένος· τό πνεῦμα ἀποκαλύπτει τήν Ἀνθρωπότητά του στόν Πατέρα, καί ὁ Πατήρ τή δέχεται σάν τόν Υἱό του: «Καί ἰδού φωνή ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα: οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ὧ εὐδόκησα» (Ματθ. 3, 17).
 
Τό πνεῦμα κατεβαίνει στόν σαρκωθέντα Υἱό σάν ἡ πνοή υἱοθεσίας κατά τήν ἴδια στιγμή ὅπου ὁ Πατήρ λέγει: «ἐγώ σήμερον γεγέννηκά σε». Ἡ στοργή μου ἤ ἡ εὔνοιά μου εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ πού ἀπό τότε ἀναπαύεται στό Χριστό στήν ὑποστατική κάθοδο τοῦ Πνεύματος. Ὁ Θεός – Ἄνθρωπος ἀποκαλύπτεται πραγματικά Υἱός στίς δύο φύσεις του καί αὐτό τό πλήρωμα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καί ἀληθινοῦ ἀνθρώπου θά διαβεβαιωθεῖ πάλι κατά τό χρόνο τῆς Μεταμορφώσεως σάν ἐνέργεια πιά ἐκδηλωμένη στή Βάπτιση: «Οὗτος ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Γι ̉ αὐτό ἡ Βάπτιση ὀνομάζεται Θεοφάνεια, Ἐπιφάνεια, ἐκδήλωση τῶν Τριῶν Προσώπων στήν ὁμόφωνη μαρτυρία τους. Ἐάν τό τροπάριο τῆς Μεταμορφώσεως λέγει: Μεταμορφώθηκες γιά νά δείξεις στούς μαθητές σου τή δόξα σου, τό τροπάριο τῆς Βαπτίσεως ἀναγγέλει: Κατά τήν Βάπτισή σου στόν Ἰορδάνη, Χριστέ... ἡ φωνή τοῦ Πατρός σέ μαρτύρησε δίνοντάς σου τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, μέ τή μορφή τοῦ περιστεριοῦ, διαβεβαίωσε τήν ἀναμφισβήτητη ἀλήθεια αὐτοῦ τοῦ λόγου... Ἔτσι ὁ Ἰησοῦς αὐξάνει μέχρι τήν ὡριμότητά του «καί αὐτός ἦν ὡσεί ἐτῶν τριάκοντα» (Λουκ. 3, 23) — ὅταν στή συναγωγή τῆς Ναζαρέτ ἀναγγέλει αὐτός ὁ ἴδιος πανηγυρικά. «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ̉ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισέ με» (Λουκ. 4, 18). Εἶναι ἐκεῖ τό ἴδιο τό μυστήριο στήν Ἐνσάρκωση.
 
Ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ περνᾶ ἀπό τόν ἐλεύθερο προσδιορισμό του. Ὁ Ἰησοῦς ἀφιερώνεται συνειδητά στήν ἐπίγεια ἀποστολή του, ὑποτάσσεται ὁλοκληρωτικά στή θέληση τοῦ Πατρός καί ὁ Πατήρ τοῦ ἀπαντᾶ ἀποστέλλοντας σ ̉ αὐτόν τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅλος, ὁ πυκνός καί συγκεντρωμένος συμβολισμός τῆς Βαπτίσεως πού ἡ εἰκόνα τῆς ἑορτῆς μᾶς δείχνει, κάνει νά κατανοήσουμε τή φοβερή ἔκταση αὐτῆς τῆς πράξεως. Εἶναι πιά ὁ θάνατος ἐπάνω στό Σταυρό· ὁ Χριστός λέγοντας στόν ἅγιο Ἰωάννη: «οὕτω γάρ πρέπον ἐστίν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15) προλαβαίνει τόν τελευταῖο λόγο πού θά ἀντηχήσει στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ: «Πάτερ, γενηθήτω τό θέλημά σου...». Ἡ λειτουργική ἀνταπόκριση τῶν ἑορτῶν τό ὑπογραμμίζει ρητά: ἔτσι οἱ ψαλμωδίες τῆς ἀκολουθίας τῆς 3ης Ἰανουαρίου παρουσιάζουν μιά ἐκπληκτική ἀναλογία μέ ἐκεῖνες τῆς Μεγάλης Τετάρτης, ἡ ἀκολουθία τῆς 4ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Πέμπτης καί ἡ ἀκολουθία τῆς 5ης Ἰανουαρίου μέ ἐκείνη τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής ἔχει χρισθεῖ μέ μιά ὑπηρεσία μαρτυρίας: εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς ὑποταγῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς τελευταίας κένωσεώς του. Ἀλλά στόν Ἰωάννη Βαπτιστή σάν Ἀρχέτυπο, σάν ἀντιπρόσωπο τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, εἶναι ὅλη ἡ Ἀνθρωπότης πού εἶναι ὁ μάρτυρας τῆς θείας Ἀγάπης.
 
Ἡ «Φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ» μεσουρανεῖ στήν πράξη τῆς Βαπτίσεως, «ἐκπλήρωση τῆς δικαιοσύνης», μέ τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση στό τέλος ἐκπλήρωση τῆς προαιώνιας ἀποφάσεως πού ἔχουμε παρατηρήσει στήν εἰκόνα τῆς Τριάδος. «Ἐγένετο δέ ἐν τῷ βαπτισθῆναι ἅπαντα τόν λαόν καί Ἰησοῦ βαπτισθέντος» (Λουκ. 3, 21). Ὁ Λόγος ἔρχεται ἐπάνω στή γῆ, πρός τούς ἀνθρώπους, καί ἐμεῖς εἴμαστε παρόντες τῆς πιό συνταρακτικῆς Συναντήσεως τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἀνθρωπότητος «ὅλος ὁ λαός». Μυστικά, στόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀναγνωρίζονται υἱοί μέσα στόν Υἱό, οἱ ἀγαπημένοι υἱοί στόν ἀγαπημένο Υἱό καί ἄρα οἱ φίλοι τοῦ Νυμφίου, οἱ μάρτυρες. Τό γένοιτο τῆς Παρθένου ὑπῆρξε τό ναί ὅλων τῶν ἀνθρώπων στήν Ἐνσάρκωση, στήν ἔλευση τοῦ Θεοῦ στούς δικούς του. Στόν ἅγιο Ἰωάννη, αὐτόν τόν ἄλλο τῶν «δικῶν του», ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν «γένοιτο» στήν Συνάντηση, στή θεία Φιλία, στή Φιλανθρωπία τοῦ Πατρός, φίλου τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως ὁ Συμεών ὠθούμενος ἀπό τό Πνεῦμα συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-βρέφος, ἐπίσης ὁ Ἰωάννης συναντᾶ καί δέχεται τόν Ἰησοῦ-Μεσσία: «Ἐγένετο ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος παρά Θεοῦ, ὄνομα αὐτοῦ Ἰωάννης· οὗτος ἦλθεν εἰς μαρτυρίαν, ἵνα μαρτυρήσῃ περί τοῦ φωτός, ἵνα πάντες πιστεύσωσι δι ̉ αὐτοῦ» (Ἰω. 1, 6 – 7). Μαρτυρεῖ γιά ὅλους, στή θέση ὅλων καί αὐτή ἡ μαρτυρία εἶναι ἕνα γεγονός στό ἐσωτερικό ὁλοκλήρου τῆς Ἀνθρωπότητος καί ἀφορᾶ ὅλο τόν ἄνθρωπο.
 
Τό Δ΄ εὐαγγέλιο μιλᾶ γιά τόν Ἰωάννη στόν πρόλογό του, ἀμέσως μετά τό Λόγο, πού εἶναι στήν ἀρχή, καί ὅταν διαβάζει κανείς ὑπῆρχε ἄνθρωπος ἀπεσταλμένος ἀπό τό Θεό, αἰσθάνεται ὅτι ἡ ἔλευσή του, σέ μιά ὁρισμένη ἔννοια ἔρχεται ἐπίσης ἀπό τήν ἀρχή, τήν αἰωνιότητα. Ὁ οὐρανός ἀνοίγει μπροστά ἀπό αὐτόν καί μαρτυρεῖ: «ὅτι τεθέαμαι τό Πνεῦμα καταβαῖνον ἐπ ̉ αὐτόν... οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1, 29 -34)· σ ̉ αὐτό τόν σύντομο λόγο εἶναι πιά, μέ μιά μορφή περιορισμένη ὅλο τό Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωάννης εἶναι αὐτός πού γνωρίζει, προσδιορίζει τόν Ἀμνό γιατί εἶναι μυημένος στό μυστήριο τοῦ «ἐσφαγμένου Ἀρνίου ἀπό καταβολῆς κόσμου...». Ὁ Ἰωάννης δέν ἔχει τίποτε προαγγείλει καί εἶναι ὁ πιό μεγάλος προφήτης, ὅπως ὁ δάκτυλος τοῦ Θεοῦ προσδιορίζει τόν Χριστό. Εἶναι ὁ πιό μεγάλος διότι εἶναι ὁ πιό μικρός, αὐτό πού θέλει νά πεῖ ἀπελεύθερος ἀπό τήν ἴδια του ἐπάρκεια γιά νά μήν εἶναι ἐκεῖνος πού μένει ἐκεῖ, ἐκεῖνος ποῦ τέρπεται ἀκούοντας τή φωνή τοῦ Νυμφίου, καί ἡ χαρά του εἶναι μεγάλη χωρίς μέτρο. Εἶναι ἡ πιό ἐνδόμυχη ἐγγύτης ὅπου ὁ Λόγος ἀντηχεῖ· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Υἱοῦ πού δέν εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου παρά ὁ Λόγος τοῦ Πατρός· εἶναι κατ ̉ εἰκόνα τοῦ Πνεύματος γιατί δέν λέγει τίποτε γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά μιλᾶ στό ὄνομα Αὐτοῦ πού ἔχει ἔλθει. Εἶναι αὐτός ὁ ὁρμητικός πού ἁρπάζει τούς οὐρανούς καί τό μαρτύριό του λαμπρύνει θαυμαστά ἕνα ἀρχαῖο μοναστικό λόγιο: Δῶσε τό αἷμα σου καί πάρε τό Πνεῦμα... Μέ τή Θεοτόκο περιβάλλει τό Χριστό Κριτή καί μεσιτεύει γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους. Μπορεῖ νά τό κάνει γιατί ἡ φιλία του φθάνει τό ἐπίπεδο ἑνός ἄλλου μεγάλου πνευματικοῦ τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία μᾶς ἔχει ἀναφερθεῖ στά Ἀποφθέγματα τῶν Πατέρων.
 
Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Μέγας προσευχόταν γιά τόν μαθητή του πού εἶχε ἀρνηθεῖ τό Χριστό, καί ὅταν προσευχόταν, ὁ Κύριος τοῦ ἐμφανίστηκε καί τοῦ λέγει: «Παΐσιε, γιά ποῖον προσεύχεσαι; Δέν γνωρίζεις ὅτι μέ ἔχει ἀρνηθεῖ;». Ἀλλά ὁ ἅγιος δέν ἔπαυε νά ἔχει ἔλεος καί νά προσεύχεται γιά τόν μαθητή του, καί λοιπόν ὁ Κύριος τοῦ λέγει: Παΐσιε, ἔχεις ἐξομοιωθεῖ μέ ἐμένα μέ τήν ἀγάπη σου... Ἡ λειτουργία ὀνομάζει τόν Ἰωάννη: κήρυκα, ἄγγελο καί ἀπόστολο. Μαρτυρεῖ καί ἡ φωνή τοῦ Νυμφίου προκαλεῖ τήν πρώτη ἀποστολική κλήση: «Ἀνδρέας καί Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τόν Ἰησοῦν» (Ἰω. 1, 37). Πιό ἀργά, ἐγκαταλείπει αὐτό τόν κόσμο καί κατεβαίνει στόν Ἅδη σάν Πρόδρομος τῆς Καλῆς Ἀγγελίας. Τό βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη πρό τῶν Θεοφανείων δέν ἦταν παρά ἕνα «βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Λουκ. 3, 3), ἦταν ἡ μεταβολή τῆς τελευταίας ἀναμονῆς. Πηγαίνοντας στόν Ἰορδάνη, ὁ Ἰησοῦς δέν πῆγε νά μετανοήσει ἀφοῦ ἦταν χωρίς ἁμάρτημα· νά ποῦμε ὅτι ἔδωσε τό παράδειγμα τῆς ταπεινότητος δέν ἀπαντᾶ ἀκόμη στό μέγεθος τοῦ γεγονότος. Ἡ βάπτιση τού Ἰησοῦ εἶναι ἡ προσωπική Πεντηκοστή του, ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τά τριαδικά Θεοφάνεια: Κατά τό χρόνο τῆς βαπτίσεώς σου στόν Ἰορδάνη, Κύριε, ἐκδηλώθηκε ἡ προσκύνηση πού χρειαζόταν στήν ἁγία Τριάδα (τροπάριο ἑορτῆς).
Εἶναι ἀπό αὐτό τό πλήρωμα πού ἔρχεται τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, αὐτό τό ὄνομα καθορίζεται, ἄμεσα στόν πλήρη βαπτιστικό τύπο: «εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Τά λειτουργικά κείμενα ὀνομάζουν τήν ἑορτή τό μεγάλο Νέο Ἔτος γιατί τό συμβάν ἐπανέρχεται στό φῶς τῆς Τριάδος. Εἶναι ἀκριβῶς αὐτή ἡ στιγμή πού οἱ Ἐπίσκοποι ἐξέλεγαν γιά νά ἀναγγείλουν στίς ἐκκλησίες τό χρόνο τῆς μεγάλης τεσσαρακοστῆς καί τή χρονολογία τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων προσφέρει τήν εὐαγγελική διήγηση ἀλλά προσθέτει μερικές λεπτομέρειες πού ἔχουν χρησιμοποιηθεῖ στή λειτουργία τῆς ἑορτῆς καί δείχνει αὐτό πού ὁ Ἰωάννης θά μποροῦσε νά διηγηθεῖ. Ἐπάνω στήν εἰκόνα ἕνα τμῆμα ἑνός κύκλου παριστᾶ τούς οὐρανούς πού ἀνοίγουν, καί κάποτε ἀπό μιά διπλή πτυχή πού ὁμοιάζει μέ κροσσό ἑνός σύννεφου, βγαίνει τό χέρι τοῦ Πατρός πού εὐλογεῖ. Ἀπό αὐτό τόν κύκλο ἀναχωροῦν ἀκτῖνες φωτός, χαρακτηριστικό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί πού φωτίζουν τό περιστέρι. Αὐτόματη ἀνάμνηση τοῦ ἀρχικοῦ λόγου «καί ἐγένετο φῶς», ἡ ἐκδηλωτική ἐνέργεια τοῦ Πνεύματος, ἀποκαλύπτει τόν τριαδικό Θεό: Ἡ Τριάδα, ὁ Θεός μας, μᾶς ἐκδηλώνεται χωρίς διαίρεση.
 
Ὁ Χριστός ἦλθε γιά νά εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου, πού φωτίζει αὐτούς πού κάθονταν στά σκοτάδια (Ματθ. 4, 16) ἀπό ἐκεῖ δέ τό ὄνομα τῆς «Ἑορτῆς τῶν φώτων». Ἐνῶ ὁ Χριστός κατέβαινε στά νερά, ἡ φωτιά ἄναψε μέσα στόν Ἰορδάνη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή τοῦ Κυρίου καί ὁ προεικονισμένος Λόγος, μέ στύλο φωτός δείχνει ὅτι τό βάπτισμα εἶναι φωτισμός, γέννηση τῆς ὑπάρξεως στό θεῖο φῶς. Ἄλλοτε τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς γινόταν τό βάπτισμα τῶν κατηχουμένων καί ὁ ναός ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό φῶς, σημεῖο μυήσεως στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ὁ μάρτυρας αὐτοῦ τοῦ φωτός, ὁ ἅγιος Ἰωάννης εἶναι δοσμένος στό γεγονός γιατί αὐτός ὁ ἴδιος εἶναι «ὁ λύχνος ὁ καιόμενος καί φαίνων» καί οἱ ἄνθρωποι ἔρχονταν «ἀγαλλιαθῆναι ἐν τῷ φωτί αὐτοῦ» (Ἰω. 5, 35). Ἡ κάθοδος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τή μορφή ἑνός περιστεριοῦ ἐκφράζει τήν κίνηση τοῦ Πατρός πού φέρεται πρός τόν Υἱό του. Ἐξ ἄλλου, ἐξηγεῖται, κατά τούς Πατέρες, κατ ̉ ἀναλογία μέ τόν κατακλυσμό καί τό περιστέρι μέ τόν κλάδο ἐλαίας, σημεῖο τῆς εἰρήνης. Τό Ἅγιο Πνεῦμα πού φέρεται ἐπάνω ἀπό τά ἀρχέγονα νερά ἀνέδειξε τή Ζωή, ἐπίσης αὐτό πού αἰωρεῖται ἐπάνω στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, προκαλεῖ τή δεύτερη γέννηση τοῦ νέου δημιουργήματος. Ὁ Χριστός παριστάνεται ὀρθός ἐνάντια πρός τό βυθό τοῦ νεροῦ σκεπασμένος ἀπό τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἀπό τήν ἀρχή τῆς ἀποστολῆς του, ὁ Ἰησοῦς ἀντιμετωπίζει τά κοσμικά στοιχεῖα πού περιέχουν σκοτεινές δυνάμεις: τό νερό, τόν ἀέρα καί τήν ἔρημο.
 
Ἡ διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης εἶναι ἀπό τίς μορφές τοῦ βαπτίσματος: ἡ νίκη ἀπό τό Θεό τοῦ δράκοντος τῆς θαλάσσης, τοῦ τέρατος Rahab. Ἕνα ἰδιόμελο τῆς ἑορτῆς κάνει νά κατανοήσουμε τόν Κύριο λέγοντας στόν Ἰωάννη Βαπτιστή: Προφήτη, ἔλα νά μέ βαπτίσεις... Βιάζομαι νά χαθεῖ ὁ κρυμμένος στά νερά ἐχθρός, ὁ πρίγκηπας τοῦ σκότους, γιά νά ἀπελευθερώσω τόν κόσμο ἀπό τά δίχτυα του παραχωρώντας του τήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, μπαίνοντας στόν Ἰορδάνη ὁ Κύριος, καθαρίζει τά νερά: Σήμερα τά κύματα τοῦ Ἰορδάνη μεταβάλλονται σέ φάρμακο καί ὅλη ἡ δημιουργία ποτίζεται μέ μυστικά κύματα... (εὐχή ἁγίου Σωφρονίου). Εἶναι ὅλο τό σύμπαν πού δέχεται τήν ἁγιοποίησή του: Ὁ Χριστός βαπτίζεται· βγαίνει ἀπό τό νερό καί μέ αὐτό ἀποκαλύπτει τόν κόσμο (ἰδιόμελο τοῦ Κοσμᾶ). Σπάζει τό κεφάλι τῶν δρακόντων καί ἀναζωογονεῖ τόν Ἀδάμ, εἶναι ἡ ἀνάπλαση τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, ἡ ἀναγέννησή της στό καθαριστικό λουτρό τοῦ μυστηρίου. Ὁ Δίδυμος Τυφλός καθορίζει: «ὁ δέ Κύριος ἔδωκέ μοι μητέρα τήν κολυμβήθραν (Ἐκκλησία), πατέρα τόν Ὕψιστον, ἀδελφόν τόν δι ̉ ἡμᾶς βαπτισθέντα Σωτῆρα». Στήν εἰκόνα μέ τό δεξιό του χέρι ὁ Χριστός εὐλογεῖ τά νερά καί τά ἑτοιμάζει νά γίνουν τά νερά τῆς βαπτίσεως πού ἁγιάζει μέ τήν ἴδια του κατάδυση. Τό νερό ἀλλάζει σημασία, ἄλλοτε εἰκόνα τοῦ θανάτου (κατακλυσμός), εἶναι τώρα ἡ πηγή τοῦ ὕδατος τῆς ζωῆς (Ἀποκ. 21, 6· Ἰω. 4, 14).
 
Μυσταγωγικά τό νερό τῆς βαπτίσεως δέχεται τήν ἀξία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Στά πόδια τοῦ Κυρίου, στά νερά τοῦ Ἰορδάνη, ἡ εἰκόνα δείχνει δύο μικρές ἀνθρώπινες μορφές, εἰκονογράφηση τῶν παλαιοδιαθηκικῶν κειμένων πού ἀποτελοῦν μέρος τῆς ἀκολουθίας: «τί σοί ἐστι, θάλασσα ὅτι ἔφυγες, καί σύ Ἰορδάνη, ὅτι ἐστράφης εἰς τά ὁπίσω» (Ψαλμ.113, 5). Τό τροπάριο (ἦχος Δ΄) ἐξηγεῖ: «Ἀπεστρέφετο ποτέ, ὁ Ἰορδάνης ποταμός, τῇ μηλωτῇ Ἐλισσαιέ, ἀναληφθέντος Ἠλιού καί διῃρεῖτο τά ὕδατα ἔνθεν καί ἔνθεν· καί γέγονεν αὐτῷ ξηρά ὁδός ἡ ὑγρά εἰς τύπον ἀληθῶς τοῦ Βαπτίσματος, δι ̉ οὗ ἡμεῖς τήν ρέουσαν τοῦ βίου διαπερῶμεν διάβασιν». Εἰκόνα συμβολική πού μιλᾶ γιά τή μετάνοια ἀκόμη ἀόρατη τῆς κοσμικῆς φύσεως, τῆς μεταστροφῆς τῆς ὀντολογίας της. Ἡ εὐλογία τῆς ὑδρόβιας φύσεως ἁγιάζει τήν ἴδια ἀρχή τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γι ̉ αὐτό, μετά τή θεία λειτουργία γίνεται ὁ μεγάλος ἁγιασμός τῶν ὑδάτων (ἑνός ποταμοῦ, μιᾶς πηγῆς ἤ ἐντελῶς ἁπλά ἑνός δοχείου τοποθετημένου μέσα στήν ἐκκλησία). Μιλώντας γιά τά μή ἁγιασμένα νερά, εἰκόνα τοῦ θανάτου – κατακλυσ-μοῦ ἡ λειτουργία τά ὀνομάζει ὑδατόστρωτο τάφο.
Πραγματικά, ἡ εἰκόνα δείχνει τόν Ἰησοῦ νά εἰσέρχεται στά νερά, στόν ὑγρό τάφο. Αὐτός ἐδῶ ἔχει τή μορφή ἑνός σκοτεινοῦ σπηλαίου (εἰκονογραφική μορφή τοῦ ἅδη) περιέχοντας ὅλο τό σῶμα τοῦ Κυρίου (εἰκόνα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, πού προσφέρεται στό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος μέ ὁλική κατάδυση, μορφή τοῦ πασχαλίου τριημέρου), γιά νά ἀποσπάσει τόν ἀρχηγό τῆς φυλῆς μας στή ζοφερή διαμονή. Συνεχίζοντας τόν προκαταβολικό συμβολισμό τῆς Γεννήσεως, ἡ εἰκόνα τῶν Θεοφανείων δείχνει τήν προκάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν Ἅδη: «καταβάς ἐν τοῖς ὕδασιν ἔδησε τόν ἰσχυρόν». Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζει: ἡ κατάδυση καί ἡ ἀνάδυση εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς καθόδου στόν ἅδη καί τῆς ἀναστάσεως.
 
Ὁ Χριστός παριστάνεται γυμνός, εἶναι ντυμένος μέ τήν ἀδαμική γυμνότητα καί ἔτσι ἀποδίδει στήν ἀνθρωπότητα τό ἔνδοξο παραδεισιακό ἔνδυμά της. Γιά νά δείξει τήν ὑπέρτατη πρωτοβουλία του παριστάνεται βαδίζοντας ἤ κάνοντας ἕνα βῆμα πρός τόν ἅγιο Ἰωάννη: ἐλεύθερα ἔρχεται καί κλίνει τό κεφάλι. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ταραγμένος: ἐγώ χρείαν ἔχω ὑπό σοῦ βαπτισθῆναι, καί σύ ἔρχῃ πρός με; »... Ὁ Ἰησοῦς τόν διατάζει: «ἄφες ἄρτι». Ὁ Ἰωάννης τείνει τό δεξιό του χέρι σέ μιά τελετουργική χειρονομία, στό ἀριστερό κρατεῖ ἕνα εἰλητάριο, κείμενο τοῦ κηρύγματός του. Οἱ ἄγγελοι τῆς Ἐνσαρκώσεως εἶναι σέ μιά στάση προσκυνήσεως, τά σκεπασμένα χέρια τους σέ ἔνδειξη σεβασμοῦ. Συμβολίζουν ἐπίσης καί εἰκονογραφοῦν τό λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 3, 27) :«Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε...».