Monday, 27 April 2015

Ρώτησαν τι είναι ταπείνωση!


Ρώτησαν τον αββά Ησαία τι είναι ταπείνωση, κι εκείνος είπε:

-Ταπείνωση είναι να θεωρούμε τον εαυτό μας πιο αμαρτωλό απ΄ όλους τους ανθρώπους και να εξουθενώνουμε τον εαυτό μας ότι τίποτε καλό δεν κάναμε ενώπιον του Θεού.
Και η εργασία της ταπείνωσης είναι η εξής: Να σιωπούμε, να μη ψηφίζουμε τον εαυτό μας σε καμιά περίπτωση, να μην είμαστε φιλόνικοι, να είμαστε έτοιμοι για υποταγή, με το βλέμμα χαμηλωμένο, τον θάνατο να έχουμε πρό οφθαλμών, να μην χρησιμοποιούμε το ψέμα και τον αργό λόγο.

Να μην αντιμιλούμε στον μεγαλύτερο, να μη θέλουμε να περάσει ο λόγος μας, να υπομένουμε τις περιφρονήσεις, να μισήσουμε την ανάπαυση, να βιάζουμε τον εαυτό μας σε κάθε περίπτωση, να είμαστε νηφάλιοι, να κόψουμε το θέλημά μας, να μην προκαλούμε κανέναν και να μη φθονούμε κανένα».
«Ας μη μιλάει η γλώσσα σου, αλλά η πράξη. Ο λόγος σου να΄ ναι ταπεινός περισσότερο απ΄ ό,τι η πράξη.
Μην μιλήσεις ερήμην της συνειδήσεώς σου και μη διδάξεις χωρίς ταπείνωση, για να δεχθεί η γη τον σπόρο σου».


ΓΕΡΟΝΤΙΚΌ

Sunday, 26 April 2015

St. Gregory Palamas-Sermon on the Myrrhbearing Women



The resurrection of the Lord is the regeneration of human nature.  It is the resuscitation and re-creation of the first Adam, whom sin led to death, and who because of death, again was made to retrace his steps on the earth from which he was made.  The resurrection is the return to immortal life.  Whereas no one saw that first man when he was created and given life—because no man existed yet at that time—woman was the first person to see him after he had received the breath of life by divine inbreathing. 

For after him, Eve was the first human being.  Likewise no one saw the second Adam, who is the Lord, rise from the dead, for none of his followers were near by and the soldiers guarding the tomb were so shaken that they were like dead men.  Following the resurrection, however, it was a woman who saw Him first before the others, as we have heard from Saint Mark’s Gospel today.
After his resurrection Jesus appeared on the morning of the Lord’s Day [Sunday] to Mary Magdalene first.
It seems that the Evangelist is speaking clearly about the time of the Lord’s resurrection – that it was morning – that he appeared to Mary Magdalene, and that he appeared to her at the time of the resurrection.  But, if we pay some attention it will become clear that this is not what he says.
Earlier in this passage, in agreement with the other Evangelists, Saint Mark says that Mary Magdalene had come to the tomb earlier with the other Myrrhbearing women, and that she went away when she saw it empty.

Thursday, 23 April 2015

Τα αποτελέσματα της αμετανοησίας και σκληροκαρδίας - Συγκλονιστική Αληθινή Ιστορία



Είναι φοβερό το γεγονός, αλλά αληθινό. Κάποιοι χριστιανοί φοιτητές του Πανεπιστημίου το διηγήθηκαν πολύ εντυπωσιασμένοι, όταν ήρθαν στην Παναγιά για να προσκυνήσουν. Είπαν συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον:


“- Είχαμε έναν καθηγητή, που φαινόταν πολύ καλός και μελιστάλακτος. Επειδή μας φερόταν ήπια, τον συμπαθούσαμε. Τον βλέπαμε δε μερικές φορές να έρχεται και στην Εκκλησία και να κοινωνάει. Μετά από αυτά, πιστεύαμε πως ήταν καλός χριστιανός. Όμως μας περίμενε μεγάλη έκπληξη , για να μην πούμε φρίκη!

Κάποια μέρα μάθαμε ότι αρρώστησε βαριά. Αποφασίσαμε να τον επισκεφτούμε. Πήγαμε σπίτι του σε μια μοναχική βίλλα σε αριστοκρατικό προάστιο, αλλά η γυναίκα του σχεδόν μας έδιωξε , ταραγμένη και ενοχλημένη. Ενώ δε μας μιλούσε από την πόρτα, ακούγονταν μέσα στο σπίτι γαυγίσματα και ουρλιαχτά. Μερικοί το σχολίασαν και είπαν:

- Αυτοί οι πλούσιοι και τρανοί, πολλές φορές τα σκυλιά τους τα βάζουν μέσα στο σπίτι και ζουν μαζί τους. Δεν έχουν καταλάβει ότι τα ζώα πρέπει να ζουν στους κήπους ή στα κτήματα. Αυτός είναι ο προορισμός τους.


St. John Chrysostom: Let us not then make ourselves unworthy of entrance into the bride-chamber . . .



Let us not then make ourselves unworthy of entrance into the bride-chamber: for as long as we are in this world, even if we commit countless sins it is possible to wash them all away by manifesting repentance for our offenses: but when once we have departed to the other world, even if we display the most earnest repentance it will be of no avail, not even if we gnash our teeth, beat our breasts, and utter innumerable calls for succor, no one with the tip of his finger will apply a drop to our burning bodies, but we shall only hear those words which the rich man heard in the parable ‘Between us and you a great gulf has been fixed.’ [Luke xvi. 26]

Let us then, I beseech you, recover our senses here and let us recognize our Master as He ought to be recognized. For only when we are in Hades should we abandon the hope derived from repentance: for there only is this remedy weak and unprofitable: but while we are here even if it is applied in old age itself it exhibits much strength. Wherefore also the devil sets everything in motion in order to root in us the reasoning which comes of despair: for he knows that if we repent even a little we shall not do this without some reward. But just as he who gives a cup of cold water has his recompense reserved for him, so also the man who has repented of the evils which he has done, even if he cannot exhibit the repentance which his offenses deserve, will have a commensurate reward. For not a single item of good, however small it may be, will be overlooked by the righteous judge. For if He makes such an exact scrutiny of our sins, as to require punishment for both our words and thoughts, much more will our good deeds, whether they be great or small, be reckoned to our credit at that day.

Wherefore, even if thou art not able to return again to the most exact state of discipline, yet if thou withdraw thyself in a slight degree at least from thy present disorder and excess, even this will not be impossible: only set thyself to the task at once, and open the entrance into the place of contest; but as long as thou tarriest outside this naturally seems difficult and impracticable to thee. [Matt. xxv. 34; 249 Luke xvi. 26]. For before making the trial even if things are easy and manageable they are wont to present an appearance of much difficulty to us: but when we are actually engaged in the trial, and making the venture the greater part of our distress is removed, and confidence taking the place of tremor and despair lessens the fear and increases the facility of operation, and makes our good hopes stronger.

For this reason also the wicked one dragged Judas out of this world lest he should make a fair beginning, and so return by means of repentance to the point from which he fell. For although it may seem a strange thing to say, I will not admit even that sin to be too great for the succor which is brought to us from repentance. Wherefore I pray and beseech you to banish all this Satanic mode of thinking from your soul, and to return to this state of salvation.


+ St. John Chrysostom, An Exhortation to Theodore After His Fall, Letter 1

Sunday, 19 April 2015

Κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην "αγαπάς"...



Ο Θεός ως πατέρας όλων των ανθρώπων δέχεται κάθε αμαρτωλό πίσω στην αγκαλιά Του.
Δεν υπάρχει ανθρώπινη αμαρτία που ο Θεός να μην τη συγχωρεί όταν ο άνθρωπος το θελήσει και το ζητήσει. Για την Εκκλησία μεγαλύτερη αμαρτία είναι η απελπισία, η αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει κάτι που ο Θεός δεν μπορεί να συγχωρήσει.
Όμοια με τον Θεό, που ποτέ δεν παύει να αγαπά και να συγχωρεί τον αμαρτωλό, πρέπει και οι άνθρωποι να συμπεριφέρονται με ανάλογο τρόπο.
Η ανταπόκριση ή όχι του ανθρώπου στην αγάπη του Θεού δημιουργεί την κόλαση ή τον παράδεισο. Κόλαση είναι η ανικανότητά μου να αγαπήσω τον συνάνθρωπο, η αδυναμία μου να τον θεωρήσω ως αδελφό και φίλο.
Η αυτοκαταδίκη μου στην απομόνωση και τον ατομικισμό εισάγει την εμπειρία της κόλασης. Ο Θεός δεν είναι τιμωρός. Τιμωρός γίνεται ο εγωκεντρισμός μου, που μου στερεί την αίσθηση της οικειότητας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Μήπως ο πατέρας δεν κάλεσε και τον μεγάλο γιο για να εισέλθει στη γιορτή και να ευφρανθεί; Ο ίδιος ο μεγαλύτερος γιος δεν ήθελε και γι’ αυτό προγεύεται το μαρτύριο της κόλασης: να μην μπορεί να συμμετάσχει στη χαρά, να ζει στον τόπο της αγάπης και να αρνείται να αγαπήσει.
Κόλαση είναι ο αυτοακρωτηριασμός των υπαρκτικών μου δυνατοτήτων. Ενώ είμαι δημιουργημένος για να αγαπώ και να αγαπιέμαι, αρνιέμαι την αγάπη ως γνώμονα ζωής και έτσι η ζωή μου ολόκληρη μετατρέπεται σε βάσανο και ταλαιπωρία. Όπως αριστοτεχνικά το συνόψισε ο Θεόδωρος Ντοστογιέφσκι στο αριτούργημά του «Αδελφοί Καραμάζοφ», «κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάς».
Την κόλαση αυτή γεύεται καθημερινά ο έγκλειστος στη φιλαυτία πεπτωκώς άνθρωπος. Εθελούσια αποκομμένος από κάθε βαθύ υπαρξιακό δεσμό, βιώνει συνεχώς τη μοναξιά, την αποξένωση, την ανωνυμία.Κόλαση είναι η ελεύθερη εκλογή του ανθρώπου να απομακρύνεται από τον Θεό, την πηγή και το πλήρωμα της αγάπης.
Αντίθετα, παράδεισος είναι η ανταπόκριση στην αγάπη του Θεού, η εμπειρία της ένωσης μαζί Του. Τελικά, παράδεισος και κόλαση είναι η στάση μας απέναντι στην αγάπη. Η αποδοχή της είναι παράδεισος και ζωή. Η άρνησή της είναι κόλαση και θάνατος. Η εκλογή επαφίεται στον άνθρωπο.

Σταύρος Σ. Φωτίου
Ορθόδοξα μηνύματα «Ερμηνεία ευαγγελικών περικοπών»

agioritikovima

Friday, 17 April 2015

St. John of Kronstadt: Our life is child’s play, only not innocent, but sinful....

 
  Our life is child’s play, only not innocent, but sinful, because, with a strong mind, and with the knowledge of the purpose of our life, we neglect this purpose and occupy ourselves with frivolous, purposeless matters. And thus our life is childish, unpardonable play. We amuse ourselves with food and drink, gratifying ourselves by them, instead of only using them for the necessary nourishment of our body and the support of our bodily life. We amuse ourselves with dress, instead of only decently covering our body and protecting it from the injurious action of the elements. We amuse ourselves with silver and gold, admiring them in treasuries, or using them for objects of luxury and pleasure, instead of using them only for our real needs, and sharing our superfluity with those in want. 
 
We amuse ourselves with our houses and the variety of furniture in them, decorating them richly and exquisitely, instead of merely having a secure and decent roof to protect us from the injurious action of the elements, and things necessary and suitable for domestic use. We amuse ourselves with our mental gifts, with our intellect , imagination, using them only to serve sin and the vanity of this world–that is, only to serve earthly and corruptible things–instead of using them before all and above all to serve God, to learn to know Him, the all-wise Creator of every creature, for prayer, supplication, petitions, thanksgiving and praise to Him, and to show mutual love and respect, and only partly to serve this world, which will some day entirely pass away. We amuse ourselves with our knowledge of worldly vanity, and to acquire this knowledge we waste most precious time, which was given to us for our preparation for eternity. 
 
We frequently amuse ourselves with our affairs and business, with our duties, fulfilling them heedlessly, carelessly, and wrongfully, and using them for our own covetous, earthly purposes. We amuse ourselves with beautiful human faces, or the fair, weaker sex, and often use them for the sport of our passions. We amuse ourselves with time, which ought to be wisely utilized for redeeming eternity, and not for games and various pleasures. Finally, we amuse ourselves with our own selves, making idols out of ourselves, before which we bow down, and before which we expect other to bow down. Who can sufficiently describe and deplore our accursedness, our great, enormous vanity, the great misery into which we voluntarily throw ourselves? 
 
What answer shall we give to our immortal King, Christ our God, Who shall come again in the glory of His Father to judge both the quick and the dead, to declare the secret thoughts of all hearts, and receive from us our answer for every word and deed. O, woe, woe, woe to us who bear the name of Christ, but have none of the spirit of Christ in us; who bear the name of Christ, but do not follow the teaching of the Gospel! Woe to us who ‘neglect so great salvation’! Woe to us who love the present fleeting, deceptive life, and neglect the inheritance of the life that follows after the death of our corruptible body beyond this carnal veil!

 
+ St. John of Kronstadt, My Life in Christ

Thursday, 16 April 2015

ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΓΑΜΟ: Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΩΝ...5 ΛΕΠΤΩΝ!



Αρχιμ. π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Πολλοί είναι οι ευλαβείς χριστιανοί που θέτους το ερώτημα: Αν κάνουμε έρωτα 5 λεπτά πριν το γάμο είναι αμαρτία, ενώ αν κάνουμε έρωτα 5 λεπτά αργότερα είμαστε εντάξει;
Ακριβώς αυτή είνε η φύσις και η δύναμις και η αξία των Μυστηρίων. Να μεταβάλλουν πράγματα, να αλλοιώνουν καταστάσεις, να μεταμορφώνουν γεγονότα, να καθιστούν το αμαρτωλόν άγιον, το απηγορευμένον ευλογημένον, να υψώνουν το γεώδες εις τον ουρανόν. Ναι, «πέντε λεπτά» προ του γάμου είνε αμαρτία η σαρκική συνάφεια του ζεύγους· «πέντε λεπτά αργότερα» δεν είνε αμαρτία.

       «Πέντε λεπτά» προ της ευλογίας του Ιερέως έχομεν επί της αγίας Τραπέζης «ψωμάκι» και «κρασάκι» «πέντε λεπτά (γράφε, εν δευτερόλεπτον,) αργότερα» έχομεν αυτό τούτο το τεθεωμένον Σώμα και Αίμα του Κυρίου μας!

   «Πέντε λεπτά» προ της βαπτίσεως του κατηχουμένου είνε βαρύτατη αμαρτία ή μετάδοσις εις αυτόν της θείας Ευχαριστίας· «πέντε λεπτά αργότερα» η μετάδοσις είνε πράξις επιβεβλημένη και αγία.  
   «Πέντε λεπτά» προ της χειροτονίας του εις Επίσκοπον ο «εψηφισμένος» είνε Πρεσβύτερος και δεν δύναται να τελέση χειροτονίαν Κληρικού· «πέντε λεπτά αργότερα», συνεχιζόμενης της δια την ιδικήν του χειροτονίαν τελούμενης θείας Λειτουργίας, χειροτονεί Πρεσβύτερον και Διάκονον.
   Αλλά διατί να μείνωμεν εις τα θειότατα και υπερφυσικά, τουτέστιν εις τα Μυστήρια της Εκκλησίας μας; Μήπως και εις τα «καθ' ημάς», δηλ. τα ανθρώπινα, παρόμοια δεν ισχύουν;
   «Πέντε λεπτά» προ της υπογραφής του Συμβολαίου υπό του συμβολαιογράφου και των συμβαλλομένων και της σφραγίσεώς του, είνε τούτο απλούς χάρτης· «πέντε λεπτά αργότερα» είνε δημόσιον έγγραφον δημιουργούν αναμφισβήτητους νομικάς συνεπείας (δικαιώματα και υποχρεώσεις) απροσμετρήτου ενίοτε εκτάσεως.
   «Πέντε λεπτά» προ της υπογραφής της η διαθήκη ουδέν διαφέρει χάρτου περιτυλίγματος· «πέντε λεπτά αργότερα» έχει την δύναμιν να καθορίση την τύχην περιουσίας εκατοντάδων εκατομμυρίων.     
   «Πέντε λεπτά» προ της ορκωμοσίας του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είνε απλούς πολίτης, εστερημένος οιασδήποτε ειδικής εξουσίας, «πέντε λεπτά αργότερα» δύναται να απολύση την Κυβέρνησιν και να διαλύση την Βουλήν...


Sunday, 12 April 2015

A Paschal Homily of Blessed Saint Justin Popovic

 

Sentenced to Immortality
 
Man sentenced God to death; by His Resurrection, He sentenced man to immortality. In return for a beating, He gives an embrace; for abuse, a blessing; for death, immortality. Man never showed so much hate for God as when he crucified Him; and God never showed more love for man than when He arose. Man even wanted to reduce God to a mortal, but God by His Resurrection made man immortal. The crucified God is Risen and has killed death. Death is no more. Immortality has surrounded man and all the world.

By the Resurrection of the God-Man, human nature has been led irreversibly onto the path of immortality, and has become dreadful to death itself. For before the Resurrection of Christ, death was dreadful to man, but after the Resurrection of Christ, man has become more dreadful to death. When man lives by faith in the Risen God-Man, he lives above death, out of its reach; it is a footstool for his feet:

“O Death, where is thy sting? O Hades, where is thy victory?” (I Cor. 15:55).

When a man belonging to Christ dies, he simply sets aside his body like clothing, in which he will again be vested on the day of Dread Judgement.
Before the Resurrection of the God-Man, death was the second nature of man: life first, death second. But by His Resurrection, the Lord has changed everything: immortality has become the second nature of man, it has become natural for man; and death – unnatural. As before the Resurrection of Christ, it was natural for men to be mortal, so after the Resurrection of Christ, it was natural for men to be immortal.

By sin, man became mortal and transient; by the Resurrection of the God-Man, he became immortal and perpetual. In this is the power, the might, the all-mightiness of the Resurrection of Christ. Without it, there would have been no Christianity. Of all miracles, this is the greatest miracle. All other miracles have it as their source and lead to it. From it grow faith, love, hope, prayer, and love for God. Behold: the fugitive disciples, having run away from Jesus when He died, return to Him because He is risen. Behold: the Centurion confessed Christ as the Son of God when he saw the Resurrection from the grave. Behold: all the first Christians became Christian because the Lord Jesus is risen, because death was vanquished. This is what no other faith has; this is what lifts the Lord Christ above all other gods and men; this is what, in the most undoubted manner, shows and demonstrates that Jesus Christ is the One True God and Lord in all the world.

Because of the Resurrection of Christ, because of His victory over death, men have become, continue to become, and will continue becoming Christians. The entire history of Christianity is nothing other than the history of a unique miracle, namely, the Resurrection of Christ, which is unbrokenly threaded through the hearts of Christians form one day to the next, from year to year, across the centuries, until the Dread Judgment.
Man is born, in fact, not when his mother bring him into the world, but when he comes to believe in the Risen Christ, for then he is born to life eternal, whereas a mother bears children for death, for the grave. The Resurrection of Christ is the mother of us all, all Christians, the mother of immortals. By faith in the Resurrection, man is born anew, born for eternity. “That is impossible!” says the skeptic. But you listen to what the Risen God-Man says: 

“All things are possible to him that believeth!” (Mark 9:23). 

The believer is he who lives, with all his heart, with all his soul, with all his being, according to the Gospel of the Risen Lord Jesus.
Faith is our victory, by which we conquer death; faith in the Risen Lord Jesus. Death, where is your sting? The sting of death is sin. The Lord “has removed the sting of death.” Death is a serpent; sin is its fangs. By sin, death puts its poison into the soul and into the body of man. The more sins a man has, the more bites, through which death puts its poison in him.

When a wasp stings a man, he uses all his strength to remove the sting. But when sin wounds him, this sting of death, what should be done? One must call upon the Risen Lord Jesus in faith and prayer, that He may remove the sting of death from the soul. He, in His great loving-kindness, will do this, for He is overflowing with mercy and love. When many wasps attack a man’s body and wound it with many stings, that man is poisoned and dies. The same happens with a man’s soul, when many sins wound it with their stings: it is poisoned and dies a death with no resurrection.

Conquering sin in himself through Christ, man overcomes death. If you have lived the day without vanquishing a single sin of yours, know that you have become deadened. Vanquish one, two, or three of your sins, and behold: you have become younger than the youth which does not age, young in immortality and eternity. Never forget that to believe in the Resurrection of the Lord Christ means to carry out a continuous fight with sins, with evil, with death.
If a man fights with sins and passions, this demonstrates that he indeed believes in the Risen Lord; if the fights with them, he fights for life eternal. If he does not fight, his faith is in vain. If man’s faith is not a fight for immortality and eternity, than tell me, what is it? If faith in Christ does not bring us to resurrection and life eternal, than what use is it to us? If Christ is not risen, that meant that neither sin nor death has been vanquished, than why believe in Christ?

For the one who by faith in the Risen Lord fights with each of his sins there will be affirmed in him gradually the feeling that Christ is indeed risen, has indeed vanquished the sting of sin, has indeed vanquished death on all the fronts of combat. Sin gradually diminishes the soul in man, driving it into death, transforming it from immortality to mortality, from incorruption to corruption. The more the sins, the more the mortal man. If man does not feel immortality in himself, know that he is in sins, in bad thoughts, in languid feelings. Christianity is an appeal: Fight with death until the last breath, fight until a final victory has been reached. Every sin is a desertion; every passion is a retreat; every vice is a defeat.
One need not be surprised that Christians also die bodily. This is because the death of the body is sowing. The mortal body is sown, says the Apostle Paul, and it grows, and is raised in an immortal body (I Corinthians 15:42-44). The body dissolves, like a sown seed, that the Holy Spirit may quicken and perfect it. If the Lord Christ had not been risen in body, what use would it have for Him? He would not have saved the entire man. If His body did not rise, then why was He incarnate?
Why did He take on Himself flesh, if He gave it nothing of His Divinity?

If Christ is not risen, then why believe in Him? To be honest, I would never have believed in Him had He not risen and had not therefore vanquished death. Our greatest enemy was killed and we were given immortality. Without this, our world is a noisy display of revolting stupidity and despair, for neither in Heaven nor under Heaven is there a greater stupidity than this world without the Resurrection; and there is not a greater despair than this life without immortality. There is no being in a single world more miserable than man who does not believe in the resurrection of the dead. It would have been better for such a man never to have been born.
In our human world, death is the greatest torment and inhumane horror. Freedom from this torment and horror is salvation. Such a salvation was given the race of man by the Vanquisher of death – the Risen God-Man. He related to us all the mystery of salvation by His Resurrection. To be saved means to assure our body and soul of immortality and life eternal. How do we attain this? By no other way than by a theanthropic life, a new life, a life in the Risen Lord, in and by the Lord’s Resurrection.
For us Christians, our life on earth is a school in which we learn how to assure ourselves of resurrection and life eternal. For what use is this life if we cannot acquire by it life eternal? But, in order to be resurrected with the Lord Christ, man must first suffer with Him, and live His life as his own. If he does this, then on Pascha he can say with Saint Gregory the Theologian:
“Yesterday I was crucified with Him, today I live with Him; yesterday I was buried with Him, today I rise with Him” (Troparion 2, Ode 3, Matins, Pascha).
Christ’s Four Gospels are summed up in only four words. They are:
“Christ is Risen! Indeed He is risen!”
In each of these words is a Gospel, and in the Four Gospels is all the meaning of all God’s world, visible and invisible. When all knowledge and all the thoughts of men are concentrated in the cry of the Paschal salutation, “Christ is Risen!”, then immortal joy embraces all beings and in joy responds: “Indeed He is risen!” 

Source- pravoslavie.ru

Wednesday, 8 April 2015

“Ίδε ο Άνθρωπος” (Αγ.Νικολάου Βελιμίροβιτς)



Ιδε ό άνθρωπος!», κραύγασε ό Πιλάτος στον Ιουδαϊκό όχλο, όταν τούς παρουσίασε το Χριστό πού φορούσε το αγκάθινο στεφάνι και το πορφυρό ιμάτιο. Γιατί το είπε αυτό ό Πιλάτος; Ήταν από θαυμασμό για την επιβλητικότητα, τη γαλήνη και τη σιωπή του Χριστού, ή με σκοπό να προκαλέσει τη συμπάθεια των Ιουδαίων; Ίσως και το ένα και το άλλο. Άς κραυγάσουμε κι εμείς με θαυμασμό: «Ίδε ό άνθρωπος!» Αυτός είναι ό πραγματικός, ό αληθινός και ένδοξος Άνθρωπος, ό άνθρωπος όπως τον είχε στο νου Του ό Θεός όταν έπλασε τον Αδάμ. 


Αυτός είναι ό Άνθρωπος, πράος, ταπεινός και υπάκουος στο θέλημα του Θεού, όπως ήταν ό Αδάμ στον Παράδεισο προτού αμαρτήσει και εκβληθεί απ’ αυτόν. Αυτός είναι ό Άνθρωπος πού δεν έχει φθόνο και κακία, πού έχει αδιατάραχτη γαλήνη μέσα στην καταιγίδα του μίσους και της κακίας πού προκαλούν άνθρωποι και δαίμονες! Τη μάχη Του την έδωσε στον κήπο της Γεθσημανή. Τη στιγμή πού αναφώνησε για τρίτη φορά πλην μη το θέλημά μου, αλλά το σον γενέσθω, ή ψυχή Του ειρήνεψε. Ή ειρήνη αυτή τον κάλυψε ολόκληρο με μια επιβλητικότητα πού προκάλεσε τούς Ιουδαίους κι έκανε τον Πιλάτο να τον θαυμάσει. 


Παρέδωσε το σώμα Του στο θέλημα του Πατέρα Του, όπως λίγο αργότερα θα παρέδινε το πνεύμα Του στα χέρια Του. Υπόταξε ολοκληρωτικά το ανθρώπινο θέλημά Του στο θεϊκό θέλημα του ουράνιου Πατέρα Του. Χωρίς να ευχηθεί το κακό για κανέναν άνθρωπο, ό Αθώος Αμνός γονάτισε από το βάρος του σταυρού στο δρόμο για το Γολγοθά. Δεν ήταν τόσο το βάρος του σταυρού, όσο οι αμαρτίες του κόσμου ολόκληρου πού βάραιναν. Οι αμαρτίες πού θα καρφώνονταν μαζί με το σώμα Του στο ξύλο του σταυρού.



Τί εννοούμε όταν λέμε πώς ό Χριστός δεν ευχόταν κακό για κανέναν άνθρωπο τη φοβερή αυτή στιγμή; Με αυτό είπαμε το μισό μόνο. Ό Χριστός όχι μόνο δεν ήθελε το κακό, αλλά ευχόταν το καλό σέ όλους τούς ανθρώπους, σέ όλη τη φύση. Ακόμα και τώρα όμως δεν είπαμε όλη την αλήθεια. Όχι μόνο ευχήθηκε το καλό, αλλά εργάστηκε για το καλό όλων ως την τελευταία Του αναπνοή. Και πάνω στο σταυρό ακόμα εργαζόταν για το καλό όλων, ακόμα και για τούς σταυρωτές Του. ‘Ότι μπορούσε να κάνει γι’ αυτούς, ακόμα και μέσα στους πόνους πού υπόφερε πάνω στο σταυρό, το έκανε: Συχώρεσε την αμαρτία τους.


«Πάτερ, άφες αύτοίς’ ου γάρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’34). Αυτά δεν είναι απλά καλά λόγια, αλλά σωστό έργο, το μέγιστο καλό έργο πού μπορούν να ζητήσουν από το Θεό οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Πάνω στο σταυρό, ενώ ό θάνατος καραδοκούσε κι όλοι είχαν καμφθεί από τον πόνο, ό Κύριος πλημμύριζε από το ενδιαφέρον Του για τη σωτηρία των ανθρώπων. Συγχωρεί την άγνοια τους. Προσεύχεται για τούς κακούργους πού τον κάρφωσαν στο σταυρό και τον κέντησαν με τη λόγχη.


Την ώρα της σταύρωσης ο Χριστός τήρησε τις μεγάλες εντολές πού είχε δώσει στους ανθρώπους: εντολές για αδιάλειπτη προσευχή, για αγάπη και συγχωρητικοτητα. Ποιός έπεσε ποτέ στα χέρια κακούργων και προσευχήθηκε γι’ αυτούς, για τη σωτηρία τους, ποιός συχώρεσε τις κακουργίες τους; Ακόμα κι οι καλλίτεροι άνθρωποι, όταν πέσουν στα χέρια κακούργων προσεύχονται στο Θεό για τη δική τους σωτηρία, σκέφτονται το δικό τους καλό, ενδιαφέρονται για τον εαυτό τους και τον δικαιολογούν. Πριν από την έλευση τού Χριστού, ακόμα κι ό πιο δίκαιος άνθρωπος δέ θα σήκωνε τα χέρια του να προσευχηθεί για εκείνους πού τον έβλαψαν. Όλοι τους θα ζητούσαν από το Θεό και τούς ανθρώπους να τον βοηθήσουν να εκδικηθεί εκείνους πού τού έκαναν κακό. Να όμως πού ό Κύριος συγχωρεί τούς εχθρούς, νοιάζεται γι’ αυτούς. Τούς συγχωρεί και προσεύχεται γι’ αυτούς.


Εμείς πόσα μικροπράγματα δέ θυμόμαστε και τα παίρνουμε για κακά! Για πόσα μικροπράγματα δεν ζητάμε οργισμένοι εκδίκηση! Και το κάνουμε εμείς αυτό, πού κάθε μέρα παροργίζουμε το Θεό, παραβαίνουμε τις εντολές Του με τις ακάθαρτες σκέψεις μας, με ακάθαρτες επιθυμίες και έφάμαρτες πράξεις. Κανένας μας δεν μπορεί να ονομαστεί άνθρωπος, αν δεν αγαπά το συνάνθρωπό του. Από μόνη της ή αγάπη για το συνάνθρωπό μας μπορεί να μάς κάνει ανθρώπους πραγματικούς, αληθινούς. 


Άδικα κοιτάζουμε τον Κύριο στο σταυρό, μάταια ακούμε την τελευταία Του προσευχή για τούς αμαρτωλούς, αν δεν έχουμε αγάπη για τούς συνανθρώπους μας κι ανήκουμε στην ομάδα των κακούργων πού τον καταδίκασαν άδικα σέ θάνατο. Γι` αυτό ας μην περιοριστούμε μόνο στο να θαυμάζουμε την αγάπη του Κυρίου για το ανθρώπινο γένος. Ό θαυμασμός μας αυτός πρέπει να μάς γεμίσει ντροπή, αν σκεφτούμε πόσο αφορά κι εμάς ή προσευχή Του από το σταυρό.


«Όσο μεγαλύτερη είναι ή αγάπη, τόσο μεγαλύτερος είναι ό πόνος», λέει ό άγιος Θεόδωρος ό Στουδίτης. Αν δεν μπορούμε ακόμα να μετρήσουμε το μεγαλείο της Αγάπης πού έχει ό Κύριος Ιησούς για μάς, ας προσπαθήσουμε να μετρήσουμε το μέγεθος του πάθους Του για μάς. Τα πάθη Του ήταν τόσο μεγάλα και τόσο φοβερά, ώστε ακόμα κι ή γη τα ένιωσε και σείστηκε ό ήλιος τα ένιωσε και σκοτίστηκε- τα ορη και κομματιάστηκαν το καταπέτασμα του ναού και σχίστηκε στα δύο- τα μνήματα και άνοιξαν οι νεκροί και βγήκαν από τούς τάφους τους ό κεντυρίων πού βρισκόταν κάτω από το σταυρό κι ομολόγησε τον Υιό του Θεού• ό ληστής στο σταυρό και μετάνιωσε.


Είθε οι καρδιές μας να μη γίνουν πιο τυφλές από τη γη, πιο σκληρές από τα ορη, πιο αναίσθητες από τούς τάφους και πιο νεκρές από τούς νεκρούς. Είθε να μετανιώσουμε όπως ό ληστής στο σταυρό, να προσκυνήσουμε τον Υιό του Θεού πως ό κεντυρίων του Πιλάτου κάτω από το σταυρό. Έτσι θα μπορέσουμε, μαζί με πολλούς αγίους αδελφούς και αδελφές μας, να λυτρωθούμε από το θάνατο με τα πάθη του Χριστού, να καθαριστούμε από τις αμαρτίες μας με το τίμιο αίμα Του, ν’ αξιωθούμε να μάς αγκαλιάσουν τα άχραντα χέρια Του πού απλώθηκαν στο σταυρό και να μπούμε στην αιώνια βασιλεία Του.


Όποιος τ’ αμελεί αυτά, σ’ αυτή τη ζωή θα παραμείνει με την απαίσια συντροφιά του Αντίχριστου και στη μέλλουσα ζωή θα ’χει τη θέση του δίπλα στον αμετανόητο ληστή, μακριά πολύ από τη θέα του προσώπου του Θεού. Αν κι ό Θεός έζησε κάποτε στη γη ανάμεσα σέ αμαρτωλούς, στον ουρανό δέ θα είναι ποτέ μαζί τους.


Ας σκύψουμε λοιπόν κι ας προσκυνήσουμε τα πάθη του Χριστού, Εκείνον πού σταυρώθηκε για τις αμαρτίες μας. ’Ας τον ομολογήσουμε κι ας δοξάσουμε το άγιο όνομα Του. Σ’ Αυτόν πρέπει ή δόξα κι ό ύμνος, στον αληθινό Άνθρωπο και τον αληθινό Θεό, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, την ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα, τώρα και πάντα και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.




ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙΡΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΠΕΤΡΟΣ ΜΠΟΤΣΗΣ


ΠΗΓΗ.PROSKINITIS

Saturday, 4 April 2015

Comforting the Lord as He Weeps: On Palm Sunday


The Holy Gospel, my beloved brethren, says this in its account of the Lord’s Entry into Jerusalem: And when He was come near, He beheld the city, and wept over it (Luke 19:41).

People’s hearts are all the same. If someone is weeping, what do we do? We approach him, ask him what he is weeping about, and try to comfort him in some way. Sometimes one becomes so sorry for the person in distress that one feels ready to give up one’s soul, if only his grief would be made lighter. Let us now approach the Lord, too, and ask: “Lord, about what are You weeping?”

About what, in fact, was the Lord weeping on the great day of His Entry into Jerusalem? The Lord is everywhere present. Not only the human heart, but even his hidden thoughts, cannot be hidden from His omniscient eyes. And looking upon the people with His eyes – which are said in Scripture to be one hundred times brighter than the sun, foreknowing all the ends of the universe – He foresaw the end of Jerusalem. He knew what was in store for this venerable and ancient city. He knew the inconstancy of the people and crowds that would meet Him rapturously, but soon demand His crucifixion. He saw with His eyes the many crosses around Jerusalem, upon which His crucifiers would be crucified. He saw the horrors awaiting the city during the invasion of the Emperor Titus in 70 A.D. This is why He wept for Jerusalem, foreseeing the horrors and destruction of the city as He gazed upon it.

But the Gospel tells us that today, too, the Lord is weeping. Why, then, is the Lord now weeping? For now He is not on earth, but in the Heavenly Jerusalem. Instead of a donkey, He sits upon the flaming Cherubim; instead of the earthly Jerusalem, He abides in ineffable glory at the right hand of God; and instead of the modest suite of the Apostles, He is surrounded by a countless multitude of bodiless spirits and heavenly beings. Then about what is the Lord now weeping?

He is weeping over how we grieve Him; over how we frequently renounce Him by our terrible deeds; over how thousands of unfaithful people are now shamefully denying Him and mocking Him. He is weeping, too, over how our hearts have become hardened, over how we are losing the truth and cruelly offending Him Who by His Divine Blood redeemed the entire human race.

When the Lord entered Jerusalem, the multitude spread their garments and cut down branches from trees, waving them as the children cried out: Hosanna to the Son of David (Matthew 21:8-9). What can we now do for the Lord, when He is in Heaven, to comfort Him? Now we, too, can spread our garments under the feet of Christ. Upon reaching home, let us open our wretched storehouses and offer at least some spare pay to a needy person. This pay will be our garment cast before the Lord, upon which He will tread when He comes in glory – for, according to His words, that which we do for one of the least of the brethren, we do for Him.

We can also take palm branches into our hands, waving them to greet the Lord. We all see that martyrs are depicted on icons with palm branches. This is a symbol of the victory over the passions and the flesh, a symbol with which the Lord has crowned them. Let us try to defeat something ugly in ourselves. Our age is one of resentment and extreme self-love. Therefore, if we now feel offended by anyone, let us forgive him. Let us restrain ourselves, compelling the passion of self-love to subside. Now a wide wave of fleshly passions has overflowed into the world, and nearly seven-tenths of the world is under the power of Satan and has been seized by the sin of fornication. We need to defeat these passions; we need to refrain from them; we need to overcome the callousness that accompanies them with at least small good deeds. And if we will defeat these evil habits, replacing them with good deeds, we will raise a palm branch to Christ. The Gospel says that the multitude cried out: “Hosanna!” And we, too, can cry out to the Lord “Hosanna!” – but not with our mouths, but with our hearts and our entire lives. What does “Hosanna” mean? It is a praise glorifying God, as the Apostle Paul says: And whatsoever ye do in word or deed, do all in the name of the Lord Jesus, giving thanks to God and the Father by Him (Colossians 3:17). Let us do the same, crying out “Hosanna!” with our entire lives.

In order to do this we must have two vigilant guardians: the memory of death and the continual remembrance of God, for it is written in Scripture: Seek ye Me, and ye shall live; Remember thy end, and thou shalt never do amiss (Amos 5:4; Ecclesiasticus 7:36).

Thus, let us offer our pay as garments to the Lord and our victory over the passions as palm branches, keeping hold of the memory of death and the memory of God, and crying out to Him with our entire lives: “Hosanna!” And then we will comfort the Lord and our souls shall live unto the ages of ages. Amen.

Translated from the Russian.
Source-http://www.pravmir.com/comforting-the-lord-as-he-weeps-on-palm-sunday/