Saturday, 20 December 2014

The life of Saint John Kronstadt(Dec 20)



On October 19, 1829, in the far north of Russia, a weak and sickly child, named John (Ioann), was born in the family of Ilia Sergiyev, church reader in the village of Sura in the Archangelsk province. This child was the future luminary of Christ’s Church.

From his earliest years Vanya went with his father to their poor and humble church, served in the altar, loved the service books, became very pious. His favorite book was the Holy Gospel. All of this became a firm religious foundation for the boy in his later long and glorious life in Christ.

Learning came very hard to Vanya in his childhood, which sorrowed him greatly, but also served to spur him on to especially fervent prayers to God for help. And a miracle occurred! Once, during his sojourn in his religious school, after a fervent prayer during the night, the boy experienced a sudden shiver all over his body, and it was as though a curtain fell from his eyes, as though his mental sight opened up, and he experienced lightness and joy in his soul. After that night the boy immediately began reading with great ease, began to comprehend and memorize everything with the greatest facility. He finished his school at the top of his class, graduated from the Archangelsk Seminary in first place, and entered the St. Petersburg Religious Academy.

Μια υπέροχη, αληθινή Χριστιανική ιστορία


Το ακόλουθο κείμενο δημοσιεύτηκε την 21 Σεπτεμβρίου του 1957 στην εφημερίδα της Άρτας «Ελεύθερος Λόγος» από τον Αρτινό Ιατρό Κωνσταντίνο Κοντογιάννη (1912-1979), χειρούργο και γενικό διευθυντή του Νοσοκομείου του Μονάχου την περίοδο 1954-1961.

«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Άρτα, δίπλα σ” ανθρώπους φτωχούς αλλά έντιμους, που στερήθηκαν πολλά για να μου δώσουν μια καλύτερη ζωή.
Μεγαλώνοντας με ψωμί κι αλάτι, κόπιασαν για να έχει το μοναχοπαίδι τους μόρφωση και αξία στην κοινωνία.
Ο πατέρας μου δούλευε για το μεροκάματο απ” τα χαράματα ως το σούρουπο στον κάμπο της Άρτας, και τον θυμάμαι να γυρίζει στα σκοτάδια, τσακισμένος από την κούραση αλλά πάντα με το χαμόγελο, σαν να ήξερε ότι ο μόχθος ο δικός του ήταν η δικιά μου η λευτεριά.
Πηγαίναμε κάθε Κυριακή στην εκκλησία, εγώ αυτός και η μάνα μου. Όταν αυτή πέθανε, ο πατέρας μου συνέχισε να με πηγαίνει και να ακούμε την λειτουργία του παπα-Γιάννη, γιατί όπως μου έλεγε πάντα «ο Θεός έχει κοντά του τη μάνα σου, γιατί εμείς προσευχόμαστε κι ανάβουμε ένα κεράκι για την ψυχή της».
Πάντα γελαστός, ακόμα και στα δύσκολα, μου έδινε κουράγιο για να προχωρήσω και να μορφωθώ. Με θυμάμαι πιο μεγάλο να ξενυχτάω στο φως το καντηλιού, ανάμεσα στα βιβλία, και το πρωί να πηγαίνω με τον πατέρα μου για δουλειά στα χωράφια.
Όταν πήγα στην Ιατρική Σχολή, ήξερα ότι τα χρώσταγα όλα στην οικογένειά μου. Ο πατέρας μου δε πρόλαβε να με δει γιατρό, πέθανε ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, αλλά ορκίστηκα να προσεύχομαι στο Θεό κάθε βράδυ, και γι αυτόν και για τη μάνα μου.