Sunday, 2 November 2014

Το θαύμα. Μια ορθόδοξη θεολογική προσέγγιση


Πολλοί θεωρούν το θαύμα ως το έκτακτο γεγονός που φέρνει μαζί της η πίστη. Είναι όμως αυτό  θαύμα;  Ποιος να  είναι  άραγε  ο  ορισμός του θαύματος  που εκφράζει έγκυρα την ορθόδοξη   χριστιανική θεολογία;

Στην Καινή Διαθήκη τα θαύματα ονομάζονται σημεία, δηλαδή σημάδια. Σημάδια όμως  τίνος;  Της μέλλουσας βασιλείας του Θεού η οποία εξαγγέλλεται.
Επειδή τα θαύματα είναι σημάδια της Βασιλείας, γι’ αυτό και η προσοχή μας  πρέπει να στραφεί εκεί που δείχνουν. Όταν το δάχτυλο δείχνει το φεγγάρι  είναι ανόητο να κοιτάς το δάχτυλο. Αυτό σημαίνει ότι  ο άνθρωπος δεν πρέπει να κάνει το λάθος να θέσει το θαύμα στο επίκεντρο, διότι έτσι δεν ωριμάζει πνευματικά.
Σε  εκείνους που απορούν ή και διαμαρτύρονται γιατί δεν γίνεται και σε αυτούς κάποιο θαύμα, ο άγιος Χρυσόστομος θα απαντήσει: «Όταν η ανωριμότητα  των ιουδαίων απαιτούσε θαύμα για να πιστέψουν, ο Χριστός τους έδωσε θαύματα. Αν δεν δίνει πολλά θαύματα, είναι σημάδι ότι μας τιμά, διότι δείχνει την μεγαλύτερη ωριμότητα προς την οποία μας καλεί.» (Α΄ ομιλία στην Πεντηκοστή).
Εάν ο άνθρωπος  κάνει μόνο τα θαύματα κριτήριο της αληθείας, εύκολα μπορεί να περιπέσει σε πλάνη  πνευματική, δηλαδή να εξαπατηθεί από το διάβολο, ο οποίος θα του παρουσιάσει γεγονότα και σε άλλες θρησκείες η και τεχνικές. Όμως οι άλλες θρησκείες  δεν αποτελούν αποκάλυψη του Θεού  και δεν φανερώνουν την βασιλεία Του.
Εάν η σκέψη και η καρδιά  του ανθρώπου  παραμένουν σε εγρήγορση, τότε τα θαύματα βοηθούν στη διάκριση της διδασκαλίας, και η διδασκαλία στη διάκριση των θαυμάτων. Αυτό δεν συνέβη με τους  φαρισαίους, οι οποίοι  είδαν πολλά θαύματα, αλλά η καρδιά τους έμεινε σκληρή.
Το θαύμα δεν είναι η αυτόνομη  χρήση μιας έκτακτης δύναμης, αλλά  η συμμετοχή στις ιδιότητες του Ιησού Χριστού. Πάντα επιτελούνται στο δικό Του όνομα και από ανθρώπους  που Τον πίστεψαν ως Θεάνθρωπο.
Στην Εκκλησία πίστη σήμαινε πάντοτε την υπαρξιακή εμπιστοσύνη, που εκδηλώνεται με την τήρηση  των εντολών Του, οι οποίες είναι προτάσεις ζωής. Εάν το θαύμα  προκαλέσει μετάνοια, τότε εκπληρώνει την αποστολή του. Το αντίθετο είναι να γίνει αυτοσκοπός. Θαύμα χωρίς το ήθος της καινούργιας ζωής που φέρνει ο Ιησούς Χριστός είναι άδειο και μάταιο.
Αυτό εκφράζει και ο Απόστολος Παύλος  όταν γράφει πως, ακόμα κι αν είχε τη δυνατότητα να μιλά όλες τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, ή την πίστη εκείνη που μετακινεί βουνά, αλλά δεν έχει αγάπη, είναι ένα μηδενικό. ( Α  Κορ. 13:1-2). Η αγάπη  μόνο δίνει υπόσταση στον άνθρωπο, η αγάπη μόνο θα τον βάλει στη Βασιλεία του Θεού. Το θαύμα έχει αξία μόνο στο βαθμό που φανερώνει την αγάπη του Θεού.
Σήμερα η πνευματικότητα έχει αποσυνδεθεί από τη χριστιανική της μήτρα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα σύνολο εντυπωσιακών ή  ψυχολογικών εμπειριών. Στα πλαίσια αυτής της ψεύτικης πνευματικότητας  διαστρέφονται οι βασικές αλήθειες του ευαγγελίου, έτσι ώστε και το θαύμα να ερμηνεύεται συνήθως ως  επίτευγμα των κρυμμένων, αναξιοποίητων μέχρι τώρα  δυνάμεων του ανθρώπου ή της φύσης.
Για τους πραγματικά θαυματουργούς, τους Αγίους δηλαδή της Εκκλησίας μας, η έμφαση δεν δίδεται στο επίτευγμα, αλλά το όποιο κατόρθωμα έρχεται ως αποτέλεσμα  της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος  στο μετανοούντα. Δουλειά του πιστού είναι να μετανοεί, δουλειά του Θεού είναι να τον δοξάζει με διάφορα σημεία.
Από το σύνολο των Πατέρων και θεολόγων Αγίων, το θαύμα σχεδόν απαξιώνετε όταν συγκρίνεται με την ύψιστη  αρετή, την αγάπη! Η υποδεέστερη θέση του  οφείλεται στο γεγονός ότι τα εντυπωσιακά  σημεία προορίζονται βασικά για τους απίστους! Ουσιαστικά αποτελούν εισαγωγικά ερεθίσματα για αρχαρίους.
Το πρόβλημα είναι ότι εμείς μυωπικά  προβαίνουμε σε λάθος αξιολόγηση. Καθώς οι άνθρωποι, σαν ανώριμα παιδιά, επιζητούμε το εντυπωσιακό, κινδυνεύουμε διαρκώς να επικεντρώνουμε τη  προσοχή μας στη θαυματουργία και όχι στην αρετή. Το χάρισμα της θαυματουργίας κρίνει ο Θεός πότε θα το δώσει.
«Μερικές φορές  δεν έλαβαν χάρισμα αν και είχαν καλό και καθαρό βίο. Για ποιο λόγο;». Για να μην εκτραπούν, να μην  υπερηφανευτούν, να μην  ίνουν ραθυμότεροι, να μην αλαζονευθούν περισσότερο. Διότι, αν η ίδια η επίγνωση καθαρού βίου μπορεί να οδηγήσει  σε έπαρση, πολύ περισσότερο όταν υπάρχει και η χάρη.
Για όλα λοιπόν τα παραπάνω, η επιθυμία να επιτελεί κάποιος θαύματα είναι καθαρά εγωιστική και τον θέτει εκτός εκκλησιαστικού φρονήματος. Λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Όποιος  χωρίς κάποια ανάγκη  αποτολμά  να ζητά από τον Θεό  σύμφωνα  με την επιθυμία του  να γίνονται μέσω αυτού θαύματα και σημεία, αυτός πειράζεται κατά την διάνοιά του, και ασθενεί  κατά την συνείδησή του. Γιατί οι αληθινοί άγιοι όχι μόνο δεν επιθυμούν  τέτοια χαρίσματα, αλλά και αν τους δοθούν τα αποστρέφονται και μπροστά στους ανθρώπους ιδιαιτέρως. Διότι τα θαύματα είναι αποτέλεσμα της δωρεάς του Θεού, ενώ η ενάρετη ζωή είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας μας με τη δωρεά του Θεού. (Ασκητικά, λόγος λς΄.)
Και ο  άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας ανακεφαλαιώνει: «Τα θαύματα δεν είναι πάντοτε αναγκαία απόδειξη της ενάρετης ζωής. Τα θαύματα δεν υπήρξαν στη ζωή όλων των Αγίων, αλλά  ούτε και  όσοι θαυματούργησαν υπήρξαν όλοι εργάτες της αρετής. θαυμαΠολλοί μεγάλοι Άγιοι δεν έκαναν κανένα θαύμα… και σε αυτούς που επικαλούνται τον Χριστό δεν είναι τίποτε ακατόρθωτο και μόνο για να αποκαλυφθεί ο προσκαλούμενος Κύριος. (Νικολ. Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής, κεφάλαιον ζ΄).           
Από αυτό θα γνωρίζουν όλοι  ότι είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη μεταξύ σας είπε ο Χριστός (Ιωάν. 13:35.). Ώστε αυτό είναι το μεγαλύτερο  από όλα  τα σημεία, αφού με αυτό αναγνωρίζεται ο μαθητής… Γιατί και  τον Απόστολο Παύλο γι’ αυτό τον θαυμάζουμε, όχι για τους νεκρούς που ανέστησε, ούτε για τους λεπρούς που θεράπευσε, αλλά επειδή έλεγε: «Ποιος ασθενεί και  δεν ασθενώ εγώ; ποιος σκανδαλίζεται κι εγώ δεν  καίγομαι; (Β΄Κορ. 11:29). Ο ίδιος είπε ότι τον αναμένει μισθός, όχι επειδή έκανε θαύματα, αλλά επειδή με τους ασθενείς έγινε σαν ασθενής.
Και θα συμπληρώσει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος : «Αν σου δείξω πως πολύ ανώτερο από το να ανασταίνεις νεκρούς είναι άλλο χάρισμα, και ενώ μπορείς να το λάβεις δεν το λαμβάνεις τι θα πεις ; Και μάλιστα αυτό το χάρισμα είναι δυνατόν να το έχει όχι ένας ή δύο, αλλά όλοι οι άνθρωποι. Ξέρω ότι τα χάσατε και έχετε εκπλαγεί, αφού μπορείτε να έχετε χάρισμα ανώτερο από το να ανασταίνετε νεκρούς, να ανοίγετε μάτια τυφλών και να κάνετε εκείνα που γίνονταν στην εποχή των αποστόλων. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το χάρισμα; Η αγάπη. (Ιωάν Χρυσοστόμου, Ομιλία γ΄ στην προς Εβραίους επιστολή Ε.Π.Ε. 24, 285).
Ίσως τα παραπάνω να φαίνονται κάπως απόμακρα σε  όποιον επιθυμεί  διακαώς ένα θαύμα στη ζωή του, επειδή π.χ. πονά στην αρρώστια  τη δική του ή ενός αγαπημένου του προσώπου.  Πολλοί είναι εκείνοι που  διαμαρτύρονται λέγοντας: «Αν μου γινόταν το θαύμα που ζητούσα θα μου αποκάλυπτε τον Θεό, και θα  με έφερνε πιο κοντά του».
Ο Ελύτης κάπου έγραφε: «Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν και εγώ, λέγει ο συγγραφέας, θα πρόσθετα, ελάχιστοι τα αξιοποιούν». Νομίζω πως οι περισσότεροι από εμάς  μετά τον αρχικό συγκλονισμό της θαυματουργικής θεραπείας μας θα συνεχίζαμε  τη ζωή μας όπως πριν, παραδομένοι στις ίδιες  προβληματικές μας συνθήκες!
Αν δεν μπορούμε να δούμε την αποκάλυψη του Θεού μέσα  στον πόνο, ούτε και στην κατάργησή του θα την νοιώθαμε! Αν μπορούμε να διακρίνουμε τη φανέρωση του Θεού μέσα στον πόνο, τότε το θαύμα έγινε.
Από ολόκληρο το ήθος ζωής της Εκκλησίας, γίνεται φανερό  ότι το υψηλότερο  επίτευγμα του ανθρώπου είναι η αγάπη και η ταπείνωση. «Αν δεις άνθρωπο που ζει με αγνότητα και ταπεινοφροσύνη, ελεήμονα, πράο, συμπονετικό, που αγαπά τον Θεό και τον άνθρωπο, με όλες τις αρετές, ω, τι όραμα είδες! Τον ίδιο τον αόρατο Θεό αξιώθηκες να δεις πάνω στην εικόνα του. (Βίος του αγίου Παχωμίου, ΒΕΠΕΣ 41, 110).
Η λογική του Θεού διαφέρει πολύ  από τη λογική της κοινωνίας  και των ανθρώπων. Το θαύμα  που επιτελείται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή μετρά πολύ περισσότερο από την ανατροπή των φυσικών νόμων διότι έτσι καταλύεται ο νόμος της αμαρτίας.  «Όποιος αισθανθεί  πραγματικά τις αμαρτίες του είναι ανώτερος από εκείνον που με την προσευχή του ανασταίνει νεκρούς. Όποιος αξιωθεί να δει την ασθένειά του είναι ανώτερος από εκείνον που αξιώθηκε να δει αγγέλους.» (Αγίου Ισαάκ του Σύρου, λόγος λδ΄).
Στην εποχή μας, δήθεν χαρισματικοί ηγέτες εξασκούν κάποιες έκτακτες ικανότητες, με σκοπό να προσελκύσουν κόσμο στη δική τους σέκτα. Ζούμε σε εποχή εκτεταμένης σύγχυσης  που εκλαμβάνει το ψέμα ως αλήθεια.
Ήδη από τα παλιά χρόνια οι Πατέρες της Εκκλησίας μας  είχαν προειδοποιήσει να είμαστε δύσπιστοι όταν ακούμε για θαύματα για να μην πλανηθούμε. Χρειάζεται να γίνονται:
α)στο όνομα του Ιησού Χριστού, τον οποίο να ομολογούν ρητά ως Θεάνθρωπο,
β) να παραπέμπουν στη μετάνοια  και στην Εκκλησία, και
γ) να αποτελούν πράξεις ταπεινής αγάπης και όχι επίδειξης.

Met Avgoustinos Kantiotes-A Homily on the Parable of the Rich Man and Lazarus.

 
 Homily on the Fifth Sunday of Luke (The Parable of the Rich Man and Lazarus - Luke 16: 19-31), by Metropolitan Avgoustinos Kantiotes of Florina (+2010)
 
"Life beyond the Tomb"
Many things, my beloved, make man afraid. But that which frightens him more than anything is death. Even the word “death” alone brings trembling. Death is a great mystery!
Everyone, more or less, has the question: what happens after death? Is there anything beyond the tomb, or does life end there, and man is extinguished?
The question is an important one. If we believed that life ends in the tomb, then man would be free to do whatever he wishes: to sin, to fornicate, to commit adultery, to break the greatest rules, as long as he evades the eyes of the police and justice. If, however, there is life beyond the tomb, then man must count how he lives in this life, according to the voice of his conscience and the will of God.
To the question as to what is there after death, the answer is given us by today’s Gospel, the beautiful Parable of the Rich Man and Lazarus, which you just heard. What does it tell us?
There was a rich man, who had all of the good things from God. But all of these (houses, fields, everything else), he used for himself alone. He was a selfish self-seeker, and a worshipper of the flesh. He had the best clothes, wore expensive outfits, which only kings would wear, and ate the best food and drank the best wine, and spend his days in his great home. There were people playing music every night there, and sinful women danced unethical dances. Thus he spent his life, “rejoicing radiantly every day” (Luke 16:19). He did not give meaning to anything else.
At his door lay Lazarus, a poor and sick man, alone and abandoned, whom no one gave even the shelter of a roof, or medicine, or any other human help. The rich man never opened his door to show him hospitality, and he tried to survive on the crumbs that fell from the table of the rich man. He was full of wounds, and the dogs licked his wounds. Thus he lived.

π. Ανδρέας Κονάνος-Ευτυχισμένη σχέση χωρίς Χριστό γίνεται;

π. Ανδρέας Κονάνος Αθέατα Περάσματα 24-3-2009  Ευτυχισμένη σχέση χωρίς Χριστό γίνεται;

Saint David the Righteous of Evia(Nov1)


Saint David was born between 1470 and 1480, in the village of Gardinitsa in the province of Locrida. The name of this village is nowadays Kyparissi. His father, Christodoulos, was a priest. He and his pious wife Theodora had four children, whom they raised "in the nurture and admonition of the Lord".

When little David was three years old, one evening he saw Saint John the Baptist in a vision. Saint John took his hand and they went together to a chapel dedicated to his memory. There, Saint John went into his icon, while the child got down on his knees in front of it. Little Davids parents, as well as the whole village, were looking for him for six days and nights.
 On the sixth day, which was Saturday, David's father went with some villagers to that chapel to serve the Vespers and pray to the Saint for his child.

When they arrived, they were surprised to see little David on his knees in front of the icon of Saint John. His face was glowing with a celestial light and he didn't look at all haggard. They then all understood that this child was not like the other children, he was special.

When Saint David was fifteen years old, he left his village with the blessing of his parents and followed the hieromonk Akakios, a virtuous and experienced spiritual father, whom he met due to the Providence of the Lord.

In the monastery of Elder Akakios Saint David lived as member of the brotherhood for five years.

His asceticism, obedience and humility were sterling. The prudence and the wisdom of the young novice were the reason his brothers in the monastery called him "David the Elder".