Friday, 24 October 2014

ΤΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΓΗ...


Κάποια στιγμή στον ουρανό ζήτησε ο Θεός από τους αγγέλους να του φέρουν τα πιο πολύτιμα πράγματα, που υπάρχουν στη γη.

Οι άγγελοι ξεκίνησαν και έψαξαν ολόκληρη τη γη. Πολλοί ομολογουμένως έφεραν πολλά ωραία και πολύτιμα πράγματα. Ξεχώρισαν όμως τρείς.
 
Ο ένας έφερε και απέθεσε στον θρόνο του Θεού ένα ωραιότατο μαργαριτάρι. Ήταν μιασταγόνα ιδρώτα. Είχε πέσει από το μέτωπο κάποιου που τίμια προσπαθούσε να ζήσει την οικογένειά του.


-Ωραίο το εύρημα σου, είπε ο Θεός, αλλά υπάρχει και πιο ωραίο από αυτό.


Ήρθε τότε δεύτερος άγγελος. Αυτός απέθεσε με σεβασμό μπροστά στον Θεό ένα κατακόκκινο ρουμπίνι. Ήταν μιασταγόνα αίματος ενός ήρωα, που είχε πέσει στο πεδίο της τιμής. Οι άγγελοι έμειναν εκστατικοί. Ασφαλώς αυτός θα κέρδιζε το βραβείο.


-Υπάρχει κάτι πιο πολύτιμο ακόμη ,είπε ο Θεός.


Τότε όλοι στράφηκαν προς το μέρος του τρίτου αγγέλου, που εκείνη την ώρα ερχόταν και με πολλή ευλάβεια άφησε να κυλίσει στον θρόνο του Θεού ένα αστραφτερό διαμάντι, που όμοιο μ' αυτό ποτέ δεν είχαν δει. Ήταν ένα δάκρυ κάποιου αμαρτωλού, που γονατιστός ομολογούσε τις αμαρτίες του μπροστά στον πνευματικό.


-Αυτό είναι το πιο πολύτιμο πράγμα , είπε τότε ο Θεός και το βραβείο δόθηκε στον τελευταίο άγγελο. Αλήθεια, πόσο αξίζει η μετάνοια και η εξομολόγηση.


Αυτό το βεβαιώνει ο ίδιος ο Κύριος, που λέγει «Λέγω ύμίν ότι ούτω χαρά έσται έν τω ούρανω έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι… ούτω, λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώ-πιον των αγγέλων του Θεού έπί ένί άμαρτωλώ μετανοούντι» (Λουκά ιε’ 7, 10). 


Κύριε είσαι παντογνώστης. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι Σε αγαπώ. Αξίωσέ με να Σε υπηρετώ με αφοσίωση και με αγάπη μέχρι την τελευταία μου αναπνοή.

ΜΕΣΑ ΣΕ ΕΝΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ..


Πήγε και κάθισε δίπλα στο παράθυρο.Του άρεσε καθώς το λεωφορείο ταξίδευε μέσα στην πόλη να παρατηρεί τον κόσμο. Ήταν ένα συνηθισμένο καλοκαιριάτικο απόγευμα. Εκείνο όμως που του έκανε εντύπωση ήταν οι έρημοι δρόμοι, τα νεκρά πεζοδρόμια, τα σιωπηλά μαγαζιά.

Η πόλη ήταν έρημη. Ο καλός καιρός και η αργία του Σαββατοκύριακου έκανε ακόμα και τους αναποφάσιστους αστούς να τολμήσουν μια επίσκεψη στην πιο κοντινή παραλία.

Μέσα στο λεωφορείο ήταν άλλοι τρεις άνθρωποι. Δύο ηλικιωμένοικαι ένας μετανάστης. Το χρώμα του τον πρόδιδε. Ο μελαμψός άνδραςτον κοιτούσε επίμονα. Μετά από δύο στάσεις ο άνδρας με την περίεργηενδυμασία σηκώθηκε. Ο ιερέας νόμιζε ότι θα κατέβει στην επόμενη στάση. Όμως δεν έγινε κάτι τέτοιο. Ο άνδρας πλησίασε τον ιερέα και κάθισε δίπλα του.

Δεν είπε κάτι. Κοιτούσε κάτω, σαν να σκεφτόταν να μιλήσει αλλά κάτι τον εμπόδιζε. Ο ιερέας μαζεύτηκε. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα τον ρώτησε: «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι»;
Ο άνδρας ανασηκώθηκε, ακούμπησε την πλάτη του στο σκληρό κάθισμα του λεωφορείου και αναστέναξε. Ο ιερέας επανέλαβε την ερώτηση. Ο σιωπηλός άνδρας έβγαλε σιγά σιγά ένα χαρτάκι από την τσέπη του πουκαμίσου του. Ήταν παλιό, ταλαιπωρημένο. Το άνοιγε αργά, σαν να κρυβόταν εκεί ένα μεγάλο μυστικό, το δικό του μυστικό.