Monday, 20 October 2014

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ «ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ»


Τις ημέρες εκείνες έτυχε να συναντήσω στο ναό έναν εκπληκτικό, νεαρό άνδρα. Πλησίασε τον αδερφό μου στο τέλος της Θείας Λειτουργίας και του απεκάλυψε την ασυνήθιστη ιστορία της μεταστροφής του στο Χριστό. Στεναχωριόταν πολύ από τις ατελείωτες μετακινήσεις και συζητήσεις που γίνονταν τη στιγμή που οι ιερείς μεταλάμβαναν στο ιερό και ετοιμάζονταν για την έξοδο στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο, για να κοινωνήσουν οι πιστοί.
“Γιατί όλοι αρχίζουν να πηγαινοέρχονται αυτή την ιδιαίτερη, γεμάτη αδημονία, στιγμή, όταν ο Κύριος βρίσκεται στην Αγία Τράπεζα;” ρώτησε τον αδελφό μου. “Θέλω να σας διηγηθώ την ιστορία μου.

Ζούσα όπως η πλειοψηφία των νέων ανθρώπων της εποχής μας, μακριά από το Θεό, μέσα στη διαφθορά, διάγοντας έκλυτη ζωή με οινοποσία και άλλες αμαρτίες. Όσο κι αν με νουθετούσε και με ικέτευε η μητέρα μου, πιστή γυναίκα, ν’ αφήσω την αμαρτωλή ζωή, εγώ την αγνοούσα και μόνο γελούσα. Οι αφηγήσεις της, ότι υπάρχει Θεός και αιώνια ζωή, μου φαίνονταν ανοησίες. Γελούσα με τις επιπλήξεις της, ζητώντας της να μ’ αφήσει ήσυχο. Κάποια φορά, αργά τη νύχτα, επιστρέφοντας στο σπίτι με τη μοτοσυκλέτα, μετά από την καθιερωμένη βόλτα, είχα ένα ατύχημα και σκοτώθηκα. Απρόσμενα αισθάνθηκα ότι βρισκόμουν στον αέρα.
Κοίταζα μ’ έκπληξη το ματωμένο σώμα μου, μην κατανοώντας γιατί ήμουν διπλός, και στεκόμουν και ήμουν ξαπλωμένος. Αργότερα είδα κόσμο να τρέχει κοντά μου και να προσπαθεί να με συνεφέρει. Ήρθαν οι πρώτες βοήθειες και οι γιατροί προσπαθούσαν να με γυρίσουν στη ζωή. Όμως εγώ δεν ήθελα να επιστρέψω στο νεκρό σώμα μου. Με φορείο μ’ έβαλαν στο ασθενοφόρο και με πήγαν στο νεκροτομείο. Τη στιγμή εκείνη έστρεψα το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Ξαφνικά είδα το Ζωντανό Χριστό τόσο πανέμορφο, τόσο ταπεινό και πράο, μέσα σε πύρινη λάμψη να στέκεται από επάνω μου και να με κοιτάζει.

–Γιατί ζεις έτσι; με ρώτησε ο Κύριος.
Εκείνη τη στιγμή, από το μεγάλο φόβο που κατείχε την αμαρτωλή ψυχή μου, κουβαριάστηκα κι αναφώνησα:

–Κύ-ρι-ε, συγ-χώ-ρε-σε με!!! και άκουσα την απάντηση…

–Για τις αμαρτίες σου και την ακάθαρτη ζωή σου είσαι άξιος του Άδη. Όμως οι προσευχές και το κλάμα της μητέρας σου έφθασαν σε Εμένα. Σε συγχωρώ και σε στέλνω πίσω στη γη. Πήγαινε και μάθε ότι η σωτηρία βρίσκεται μόνο στην Εκκλησία, μέσω της μετάνοιας και της Αγίας Κοινωνίας.
Εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά, αισθάνθηκα πάλι να μπαίνω στο σώμα μου και από τους φοβερούς πόνους, άρχισα, να βογκώ και να στριφογυρίζω.
 Οι γιατροί έμειναν έκπληκτοι. Αντί για το νεκροτομείο, με μετέφεραν στο νοσοκομείο για εγχείριση. Ο Θεός με επέστρεψε στη ζωή.
Και να, λοιπόν, τώρα θεραπευμένος, με ιδιαίτερη ευλογία έρχομαι στη Θεία Λειτουργία σ’ αυτό το μοναστήρι. Με φόβο αναμένω πότε θα βγει ο ιερέας με το Άγιο Ποτήριο για να προσκυνήσω το Ζωντανό Θεό, ο Οποίος μου αποκάλυψε ότι με την Κοινωνία του Αγίου Σώματος και του Αίματος Του. μπορούμε να σωθούμε και να κληρονομήσουμε την αιώνια ζωή.
 Να. γιατί με απορία και σύγχυση κοιτάζω τους ανθρώπους που πηγαινοέρχονται ενώπιον του μεγάλου Μυστηρίου, διαταράσσοντας την ευλογημένη ατμόσφαιρα, όταν πράγματι ο Ίδιος ο Κύριος έρχεται από την Ωραία Πύλη, προτείνοντας τον Εαυτό Του για τροφή.”
Και έβαλε το χέρι του αδελφού μου, σφίγγοντας το σε γροθιά, στο τεράστιο βαθούλωμα που υπήρχε στο κρανίο του, μετά το χτύπημα με τη μοτοσυκλέτα. Μ’ αυτό ήθελε ν’ αποδείξει την αυθεντικότητα όλων όσων βίωσε και διηγήθηκε.

Αυτή η αληθινή ιστορία βαθιά μας συγκλόνισε. Συχνά τη διηγούμαι στα κηρύγματα μου, σαν αληθινή μαρτυρία εκείνης της ανείπωτης Αγάπης, την οποία έφερε ο Κύριος από τους ουρανούς, καλώντας όλους τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, ώστε ν’ αναγεννηθούν μέσω της Αγίας Κοινωνίας και να έλθουν προς την Αλήθεια. 

(Απόσπασμα από το βιβλίο ”Από την αιχμαλωσία στο Φως”
του Αρχιμανδρίτου Ιωάννου Κόγκαν)

The Life of Our Holy Monastic Father Hilarion the Great(Oct 21)

The Twenty-Ninth Day
of the Month of October
The Life of Our Holy Monastic Father
Hilarion the Great
From The Great Collection of the Lives of the Saints, Volume 2: October,
compiled by St. Demetrius of Rostov

The venerable Hilarion was born in the village of Tabatha, which is in Palestine near the city of Gaza. Hilarion was like a rose blossoming among thorns, for although his parents were pagans, he emitted the fragrance which is Christ. His father and mother sent him to study in Alexandria, and there he acquired not only the knowledge which the Hellenes seek and which is easily mastered, but spiritual wisdom as well. He believed in our Lord Jesus Christ, received Holy Baptism, and went frequently to church where he gave heed to teaching that served to instruct and to enlighten him. As he exercised himself in the virtues, his heart began to burn with love for God, and he considered how he might serve the Lord.

Hilarion soon learned of Saint Anthony the Great, for the fame of Anthony’s virtuous life had spread everywhere at that time. Wishing to see Anthony, Hilarion hastened to where the saint lived. When he reached Anthony’s dwelling place in the desert, he beheld his countenance, comely with virtue, and hearkened unto his sweet discourse. The godly one indicated to him the path that leads a man to perfection, and Hilarion remained with Anthony for some time. He beheld Anthony’s fervent and frequent prayers, his handiwork and constant labor, his fasting and abstinence, hospitality and freedom from avarice, and his perfect fulfillment of the statutes of monasticism, and saw how Anthony’s life thereby rivalled that of the angels. But since many visitors came to the venerable Anthony, some to be healed of their infirmities, others to receive his blessing, and yet others to hear his divinely inspired and edifying words, Hilarion did not wish to remain there permanently. He could not have perfect solitude and quiet there, and so he considered how he might find a place where he could dwell alone with the one God without any distraction. Taking the venerable one’s blessing, he returned to his homeland where he learned that his parents had died. He divided his inheritance into two parts: one portion he gave to his kindred, the other to the poor, leaving nothing for himself. Counting all things as dung, he renounced himself and the whole world, that he might become Christ’s disciple and an emulator of His poverty.

Τι σημασία έχει η λέξη, Αμήν…


Τη δοξολογητική εκφώνηση του ιερουργού στην αρχή της Θείας Λειτουργίας με το: «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων», έρχεται στη συνέχεια ο λαός δια του ιεροψάλτου να την επιβεβαιώσει και να την επικυρώσει με το «αμήν». Η λέξη αυτή είναι εβραϊκή και αμετάφραστη συχνά απαντάται στα αγιογραφικά και λατρευτικά κείμενα. Στον ευαγγελικό λόγο ο Κύριος Ιησούς κάμνει χρήση αυτής της λέξης στην επικοινωνία που έχει με το λαό. Αρχίζει συχνά τη διδαχή Του με το «αμήν» στη φράση: «αμήν λέγω υμίν» με τη σημασία του επιρρήματος «αληθώς», που ισοδυναμεί με τη φράση «σας διαβεβαιώ». Όταν πάλιν ήθελε να βγάλει κάθε δισταγμό και αμφιβολία από τους ακροατές Του και να ενισχύσει την επιβεβαίωσή Του, το επαναλαμβάνει το «αμήν» στη φράση: «αμήν αμήν λέγω υμίν». Συνοδευόμενο με το ρήμα «λέγω» αποτελεί έντονη επιβεβαίωση: «αληθινά σας διαβεβαιώ».