Wednesday, 17 September 2014

Θες αλήθεια να Τον συναντήσεις;


Πολλές φορές στα χείλη μας σαρκώνεται ένα έντονο παράπονο για την απουσία του Θεού από την ζωή μας.
-Μα που είναι ο Θεός; Γιατί δεν μας ακούει;
Ενώ το ερώτημα αυτό είναι λογικοφανές και στηρίζετε πάνω στην οδύνη του ανθρώπου, τα πάθη και τους καημούς του, δεν είναι πάντοτε και για όλες τις περιπτώσεις απόλυτα αληθινό.


Δηλαδή διερωτώμαι και πρώτα για τον εαυτό μου, είναι σίγουρο ότι το γλωσσικό αίτημα μας, είναι και καρδιακό; Ότι η αρθρωμένη και πολλές φορές νάρκισση επιθυμία μας είναι και πραγματική ανάγκη μας, που της δίνουμε πρωτεύοντα λόγο;
Λέμε "που είναι ο Θεός", είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε πραγματικά να το συναντήσουμε; Γιατί η οποιαδήποτε συνάντηση έχει μέσα ένα κόστος. Είμαστε διατεθειμένοι να το αναλάβουμε; Θέλουμε ειλικρινά να σχετιστούμε με τον Θεό;
Γιατί η πίστη ή η συνάντηση με τον Θεό είναι σχέση με ένα πρόσωπο, που ρεαλιστικά σημαίνει, κόστος, ρίσκο, ηρεμία αλλά και ένταση, στιγμές παρουσίας και στιγμές απουσίας, ανάταση αλλά και πτώση, χαρά και θλίψη, έρωτας και «μίσος» μα και οτιδήποτε άλλο συνεπάγεται μια ουσιαστική σχέση.
Μήπως τελικά δεν είμαστε διατεθειμένοι να δούμε την παρουσία του Θεού στην ζωή μας γιατί αυτό θα μας δέσμευε ή θα μας έβαζε μπροστά σε σημαντικά υπαρξιακά διλλήματα και αποφάσεις;
Άραγε θέλουμε να αναλάβουμε τις ευθύνες που δημιουργεί αυτή η συνάντηση μαζί Του;
Είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε συνήθεις παγιωμένες και αυτοκαταστροφικές νοοτροπίες ; Θέσεις και ρόλους μέσα από τους οποίους έχουμε παιδιόθεν εκπαιδευτεί να επιβιώνουμε. π.χ το παιγνίδι του «ισχυρού» που απειλεί και τρομοκρατεί τους άλλους για να παίρνει δύναμη επιβολής και να έρθουμε στην ταπείνωση του Χριστού;
Μπορούμε να εγκαταλείψουμε τον ρόλο π.χ. του «θύματος» μέσα από το οποίο κερδίζουμε συμπάθειες και βλέμματα; Να αφήσουμε ίσως την θέση του «παιδιού» και να ενηλικιωθούμε, άρα να αναλάβουμε τις ευθύνες της ζωής μας εγκαταλείποντας την θέση του προστατευόμενου που οι πάντες τον υπηρετούν και τον προσέχουν;
Ίσως λοιπόν σε βαθύτερο επίπεδο πέραν των λεκτικών κορόνων και των συναισθηματισμών να μην είμαστε έτοιμοι για μια τέτοια συνάντηση. Το χειρότερο; τελικά στην πραγματικότητα να επιζητούμε την συνάντηση με ένα Θεό κατά εικόνα και καθ ομοιωσιν μας που θα ικανοποιεί απόλυτα τις αυτοκαταστροφικές και εγωτικές μας ψευδοανάγκες, μα όχι τον Θεό Πατέρα που μας αποκάλυψε ο Χριστός.
 Το λέω αυτό, γιατί πολλές φορές δεν είμαστε έτοιμοι και ειλικρινείς για αυτή την συνάντηση για αυτή την ουσιαστική σχέση. Και τότε ενεργοποιούνται άμυνες που δεν μας αφήνουν ούτε να δούμε μα ούτε και να ακούσουμε την λεπτή σαν αύρα φωνή του Θεού.

HOW TO READ THE BIBLE AND WHY by Saint Justin Popovich


The Bible is in a sense a biography of God in this world. In it the Indescribable One has in a sense described Himself.
The Holy Scriptures of the New Testament are a biog­raphy of the incarnate God in this world. In them it is related how God, in order to reveal Himself to men, sent God the Logos, who took on flesh and became man--and as a man told men everything that God is, everything that God wants from this world and the people in it.
God the Logos revealed God's plan for the world and God's love for the world. God the Word spoke to men about God with the help of words, insofar as human words can con­tain the uncontainable God.
All that is necessary for this world and the people in it--the Lord has stated in the Bible. In it He has given the answers to all questions. There is no question which can torment the human soul, and not find its answer, either directly or in­directly in the Bible.
Men cannot devise more questions than there are answers in the Bible. If you fail to find the answer to any of your questions in the Bible, it means that you have either posed a sense-less question or did not know how to read the Bible and did not finish reading the answer in it.
In the Bible God has made known: