Friday, 8 August 2014

Ὁ ἐπίσκοπος καί ἡ χαρισματική προσευχή μιᾶς ἁπλῆς γυναίκας


Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ἀνέφερε: «Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς καί τήν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά ὄχι μέ τ’ ὄνομά της, ἀλλά μέ τό παρατσούκλι “ἡ Αὐγουλοῦ”, γιατί πούλαγε φρέσκα αὐγά, νά ἐξοικονομήση τόν “ἄρτον τόν ἐπιούσιον”.

Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι κι ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ᾽λθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας: Α, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!

Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.

Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη μέρα πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι! Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!

«Είμαι ενάρετος»!!!

Eνώ καθόμασταν και συζητούσαμε για την κενοδοξία και άλλα πνευματικά θέματα, μου λέει:

- Το πονηρό πνεύμα της κενοδοξίας είναι πολύμορφο, και χρειάζεται πολλή βία για να ξεφύγει κανείς απ’ αυτό. Γιατί κάνει τον ενάρετο να καμαρώνει για τα κατορθώματά του.Αν λ.χ. είναι εξαντλημένος από τη νηστεία, του λέει: «Κοίταξε στο νερό το πρόσωπό σου. Πόσο λιπόσαρκο είναι! Πώς να μη σ’ έχουνε μετά οι άνθρωποι για μεγάλο νηστευτή;» Άλλοτε τον ορμηνεύει: «Περπάτα σκυφτός. Μίλα ψιθυριστά. Βάδιζε αργά. Έτσι θα σε τιμούν οι άνθρωποι.» Και άλλοτε τον κεντρίζει:«Καθώς προχωράς, αναστέναζε πότε-πότε. Σήκωνε και τα μάτια σου ικετευτικά στον ουρανό, ώστε να προκαλείς την προσοχή των άλλων. Έτσι θα λένε: Να ένας μεγάλος άγιος!»Τέτοια και άλλα παρόμοια του ψιθυρίζει το πνεύμα της κενοδοξίας, για να καταλήξει σε κάτι σαν κι αυτό: «Σου πρέπει λοιπόν να γίνεις επίσκοπος ή τουλάχιστον ιερέας ή αρχιδιάκονος, αφού όλοι σε λένε και σε θεωρούν άγιο. Φρόντισε μόνο να κάνεις και μερικά θαύματα για να δοξαστείς πιο πολύ. Άρχισε να λες στους ανθρώπους τα μελλούμενα -ε, από τα πολλά που θα πεις, θα βγει και κανένα αληθινό, οπότε θα σε θεωρήσουν σπουδαίο-, επιτίμα τα δαιμόνια –ίσως κι αυτά, με την επίκληση του Ιησού, να φυγαδευτούν, οπότε θα δοξαστείς κι εσύ σαν προφήτης ή απόστολος»...

Αλλά γιατί να πολυλογώ; συνέχισε ο όσιος. Τότε που άρχισα να μετανοώ για τις αμέτρητες αμαρτίες μου, μου επιτέθηκε το πνεύμα της κενοδοξίας, γεμίζοντας την καρδιά μου με χαρά και αγαλλίαση. Μου έδιωξε κάθε θλίψη. Μ’ έκανε να νιώθω ειρηνικός και ευτυχισμένος. και μου έβαζε τον λογισμό: «Εσύ πια έφτασες σε ψηλά μέτρα αρετής! Πού να βρεθεί όμοιός σου πάνω στη γη!» Πότε-πότε μου έφερνε στη μύτη υπέροχες ευωδίες θυμιαμάτων και με απατούσε λέγοντας: «κοίτα πώς σε παραστέκουν οι άγγελοι, θυμιάζοντας την αγιοσύνη σου και την αρετή σου!» Κι έπειτα, χωρίς εγώ να το καταλάβω, με κορόιδευε για τα καλά: «Μακάριος είσαι, Νήφων, γιατί νίκησες τον διάβολο!» Όλ’ αυτά τα έπαιρνα στα σοβαρά, ο ανόητος, και πλανούσα τον εαυτό μου, νομίζοντας πως είναι όπως μου τον έδειχνε το δαιμόνιο της κενοδοξίας.

Ο Θεός, όμως, που δεν θέλει την απώλεια του αμαρτωλού, μου χάρισε διάκριση λογισμών και αγαθή σκέψη. Όταν λοιπόν ερχόταν ο διάβολος και μου έλεγε, «Μα εσύ από τώρα είσαι στ’ αλήθεια ο άγιος Νήφων! Ποιος άλλος πάνω στη γη καλλιεργεί τόσες αρετές ζώντας μέσα στους θορύβους;», τότε εξουδετέρωνα τις πανουργίες του με τη διάκριση.

Μια φορά, όπως μου είπε ο όσιος, το δαιμόνιο της κενοδοξίας έπεσε πάνω του ορμητικά, φουσκώνοντάς τον με βροχή επαίνων:

- Να, ο πιο διάσημος απ’ τους ανθρώπους! Να, ο μεγάλος φωστήρας! Να, ο γενναίος αγωνιστής! Να, ο πιο ενάρετος της οικουμένης!...

Φλυάρησε πολλά ακόμα, πασχίζοντας να τον πλανέψει. Ο άγιος όμως κατάλαβε την κακουργία του διαβόλου, αναλογίστηκε τη δική του αδυναμία και είπε μέσα του:

- Πρόσεξε, αμαρτωλέ Νήφων, μη σε ξελογιάσει ο απατεώνας! Τον νου σου, μωρόπιστε, μη σε τυλίξει! Άνθρωπος είσα κι εσύ σαν τους άλλους. Κοίτα μην υποκύψεις. Μην περηφανευτείς και φουσκώσεις. Σε τι ξεχωρίζει ένας σπόρος στάρι μέσα στον σωρό; Σε τίποτα. Είναι ο ίδιος με τους άλλους σπόρους. Έτσι κι εσύ, δεν ξεχωρίζεις σε τίποτε από τους άλλους ανθρώπους. Απ’ τη λάσπη είναι όλοι πλασμένοι, απ’ τη λάσπη είσαι κι εσύ. Για δες, ταλαίπωρε, τη γη! Κι εσύ «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. γ’ 19). Να σκέφτεσαι πως είσαι αμαρτωλός και θα κριθείς. «Πρόσεχε σεαυτῷ» (Δευτερ. ιε’ 9) και «νῆφε ἐν πᾶσι» (Β’ Τιμ. δ’ 5). Θρήνησε, άθλιε, για την αιώνια πικρή κόλαση, όπου θα κατακαίγεσαι για τις αμαρτίες σου! Αυτά να στοχάζεσαι, αυτά να μελετάς συνεχώς, και να μην κομπάζεις λέγοντας «είμαι ενάρετος», «είμαι δίκαιος», «είμαι συνετός»... Γιατί μ’ αυτές τις αλαζονικές αυταπάτες κρατάς τον Θεό μακριά σου.

Έτσι ελέγχοντας αυστηρά τον εαυτό του ο δίκαιος, πολεμούσε αποτελεσματικά το πνεύμα της κενοδοξίας.


Ένας ασκητής επίσκοπος: Όσιος Νήφων επίσκοπος Κωνσταντιανής, έκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου

Our Lady, the Mother of God and the Paraclitic Canon


Our Most Holy Lady, the Ever-Virgin Mary is a wonder and mystery which not even the angels can understand: “Heaven was astonished and the ends of the earth amazed, for God appeared bodily to mankind, and your bosom became broader than the heavens. Therefore, Mother of God, the leaders of the orders of angels and of men magnify you”, writes the poet of the Paraclitic Canon. She is, as Gregory the Theologian says, “God after God”. Of course, the Fathers also refer to her position elsewhere, clarifying it: “Let Mary be held in honour. Let the Father, Son and Holy Spirit be worshipped, but let no-one worship Mary”, (Saint Epifanios).

Regarding the genealogy of Our Lady, we’re told in the Gospel according to Saint Luke that she was “of the house of David”. The protoevangelium, as it is called, of James, the Brother of the Lord, tells us that the priest Matthan married a Mary and she bore four children: Jacob, who was father to Joseph, the betrothed of Our Lady, Salome the midwife, Sobe, who bore Elizabeth the Mother of John the Baptist and Ann who gave birth to Mary, the Mother of Jesus Christ, the God/Man.

She was given the name Mary by her parents Ioakeim and Ann, but the name she mainly goes by in Orthodoxy is Mother of God. This term was ratified at the 3rd Ecumenical Synod of the Church in 431. But in order to express its great love and respect towards the Virgin, the Church has attributed to her a host of honorific titles and epithets. A typical example is Saint Nektarios, who devoted five thousand verses to her honour, comprising his “Theotokario”*.

From the Gospels in the New Testament we learn that the Daughter of Nazareth received her Annunciation from the Archangel Gabriel; visited her cousin Elizabeth; who was already pregnant with the Honourable Forerunner, John the Baptist; gave birth to the Saviour of the world in Bethlehem; fled to Egypt to protect her child from those seeking to kill Him; sought her twelve-year-old Son in Jerusalem, while He was debating with the teachers in the Temple; was present at the wedding in Cana, where she interceded with her Son; accompanied Him to Golgotha and witnessed the divine events of the Crucifixion, the burial and the glorious Resurrection of the Lord and then the descent of the Holy Spirit which occurred in the upper room on the day of Pentecost.

We learn more about the life of the Mother of God from Patristic Tradition, which is just as valid a source as the Apostolic Tradition, of which it is the natural continuation, based on the experience and guidance of the Holy Spirit. The work, On the Divine Names, by Saint Dionysios the Areopagite, the Encomia of the Dormition of Our Lady which were written by various saints of the Church such as John the Damascan and Andrew  of Crete, the hymns and iconography of the Church – all these are basic sources. We also find information in the Apocryphal narrative of Saint John the Theologian on the Dormition of Mary, the Mother of God.