Sunday, 3 August 2014

Μας σώζει η Αγάπη!

  
Αντώνιος (Μπλουμ) Μητροπολίτης Σουρόζ

Μερικὲς φορὲς φοβούμαστε ν' ἀκούσουμε προσεκτικὰ κάποιο πρόσωπο, διότι τὸ ν' ἀκούσεις σημαίνει ν' ἀνταποκριθεῖς κι ὄχι μόνο γιὰ ἕνα λεπτὸ ὅσο ἡ καρδιὰ εἶναι συγκινημένη καὶ μὲ μιὰ περαστικὴ σκέψη ἀλλὰ γιὰ πάντα. Μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνταποκρίθηκε στὴν ἀνθρώπινη θλίψη καὶ τὴ φρίκη τῆς στέρησης τοῦ Θεοῦ κι ἔγινε γιὰ πάντα ἄνθρωπος.
Δὲ σωζόμαστε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἀγωνιζόμαστε καὶ πετυχαίνουμε κάποιου εἴδους ἀποτέλεσμα, σωζόμαστε ἀπὸ τῆς ψυχῆς μας τὸν πόθο ποὺ μᾶς τραβᾶ στὸ ζωντανὸ Θεό, ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς τραβᾶ στὸ Χριστό. Καὶ ὅταν ἀκόμα ἀποτυγχάνουμε - καὶ αὐτὸ ἰσχύει καὶ στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις -δὲν πρέπει νὰ ξεχνοῦμε ὅτι ἀκριβῶς, ὅπως καὶ ὁ Ἄπ. Πέτρος ἀφοῦ εἶχε ἀρνηθεῖ τὸ Χριστὸ ἦταν ἱκανὸς νὰ ἀπαντήσει τὴν τριπλῆ ἐρώτησή του, μποροῦμε νὰ ποῦμε: «Κύριε, ἐσὺ γνωρίζεις τὰπάντα, γνωρίζεις τὴν ἀσθένειά μου, τὶς ἐκτροπές, τὴν ἀβεβαιότητα, τὴν ἀστάθειά μου, γνωρίζεις ὅμως καὶ ὅτι σὲ ἀγαπῶ, ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ τελευταῖο, τὸ βαθύτατο πράγμα μέσα μου».

Κανεὶς δὲν μπορεῖ ν' ἀγαπᾶ ἕναν ἀόρατο Θεὸ ἂν πρῶτα δὲ μάθει ν' ἀγαπᾶ τὸ συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἔχει ἀπέναντί του. Πρὶν λοιπὸν θέσουμε τὸ ἐρώτημά τοῦ πῶς θὰ φτάσουμε στὸ Θεό, ἂς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ποιὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν πλησίον μας· ἂν ἡ καρδιὰ μας εἶναι κρύα, ἐπιφυλακτικὴ καὶ κλεισμένη, ἂν μᾶς τρομοκρατεῖ ἀκόμη καὶ ἡ ἰδέα ὅτι ὁ πλησίον μας μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει τὴν καρδιὰ καὶ τὴ ζωή μας δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἐπιζητοῦμε συνάφεια μὲ τὸ Θεό. Θὰ πρέπει πρῶτα νὰ μάθουμε τὸ πῶς ν' ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ ζεστή, μιὰ καρδιὰ ζωντανή, μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὸν πλησίον μας καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνη τότε, ἀνοιγμένη, μὲ τὴν καθαρότητά της θὰ δεῖ τὸ Θεό.

Ἡ ἀγάπη δὲ γνωρίζει ὅρια. Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε ἀγαπήσει, ὅτι ἔχουμε κάνει πράξη τὴν κάθε παρακίνηση τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἔχουμε ἀγαπήσει μὲ τρόπο τέλειο γιατί τέλεια ἀγάπη ἦταν ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τοὺς μαθητές Του. Μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ (Ἰω. 15.13): «μείζονα ταύτης ἄγαπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
Πρὶν δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε μὲ μόνη βάση τὴν ἀγάπη ἂς κάνουμε μιὰ προσπάθεια, ἂς δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸ νόμο, νὰ μὴν παραβλέπουμε δηλαδὴ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ νόμου: τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰλικρίνεια, ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσης ὅσον ἀφορᾶ τὸν τομέα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τότε μόνο θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ φτάσουμε σ' ἕνα τέτοιο ἀνάστημα, ποὺ ἔχοντας προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὸ νόμο θ' ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, ὅλη τὴ δύναμη καὶ τὸ εἶναι μας, μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατό μας.

Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθειὰ καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀλλάξει στὴν ἀγάπη αὐτὴ εἶναι μία κάποια ἐσωτερικὴ ἰδιότητά της: ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀγαπώντας νὰ χαίρεται ἤ ἀλλοιώτικα νὰ πληρώνει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του πάνω στὸ σταυρό.
Πρέπει νὰ πάρουμε φωτιὰ μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, μὲ μυαλὸ καὶ καρδιὰ καὶ θέληση καὶ σῶμα καὶ νὰ γίνουμε ἡ καιόμενη βάτος τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωυσῆς νὰ καίγεται ὁλόκληρη χωρὶς νὰ ἀναλίσκεται.
Μόνο ἂν ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη φωτιστεῖ μὲ τὸ θεϊκὸ μυστήριο θὰ πάψει νὰ καταναλίσκει τὸ ὑλικὸ τὸ ὁποῖο τὴν τρέφει. Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καίει, κάνει τὸ κάθε τι μιὰ ζωντανὴ φλόγα, δὲν τρέφεται ὅμως μὲ τὸ ὑλικό της: καταστρέφει αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴν αἰωνιότητα• αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι μία καθαρὴ φλόγα ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό.

The Theotokos and the Church


By His Eminence Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos

The Church of Christ, my beloved brethren, is the Divine-human Body of Christ. The Church of the Old Testament was spiritual and consisted of the righteous, who did not overcome death, but with the incarnation of Christ the Church became physical, that is it was recruited by Christ and became His Body. This was accomplished together with the Panagia, because she gave her body to Christ, who deified it and made it a church. This alone shows the great worth of our Panagia, and that she is the joy and cause of our deification.

Therefore, when we say Church we mean Christ the Bridegroom, the Mother of Christ the Bridegroom, and the friends of Christ the Bridegroom, the saints. Within this communion the deification of man is achieved as well as the sanctification of all creation, and of course great changes occur in society and the world.

In the sermons of the months that have past and are ahead of us, we mentioned and will refer to the Mysteries of our Church, and we saw the importance they have for our lives. There cannot be a spiritual life outside the Mysteries of our Church, especially without Holy Baptism, Holy Chrismation, and Divine Communion. But these Mysteries also involve our Panagia. The visitation of the angel at the Annunciation and the receiving of the Holy Spirit was the Baptism and Chrismation of our Panagia, because by this means she was purified according to her image and was anointed by the Holy Spirit. If we view Holy Baptism through the Orthodox perspective, not simply as a release from inherited guilt, but as the purification of the image, then we will also understand the situation of the nature of the Panagia during the Annunciation. With the conception of Christ in the womb of our Panagia one could say that the Panagia communed with Christ. The close relationship of Christ the embryo with His Mother shows that the Panagia had nine months during which she bore Christ in a constant Divine Communion. With her dormition and her bodily rise to heaven, the Panagia lived the Second Coming of Christ and the resurrection of her body.

Once we recognize the great value of the Divine Eucharist we must also view the relationship between the Panagia and the Mystery of the Divine Eucharist. The important thing is that we have the great honor, during the Divine Eucharist, to commune of the Body and Blood of Christ, but we also owe this to the Panagia, because that Body of His was received by Christ from His Mother and deified it. Within this perspective Saint Symeon the New Theologian says that those who commune of the flesh of our Lord Jesus Christ commune also of the flesh of the Panagia. Even the antidron, according to one interpretation, is a blessing of our Panagia. Because the bread offered during the proskomide (offertory) recalls the Theotokos, since from the prosphoron the lamb comes out to be offered and changed into the Body of Christ, and the rest of it is offered in memory of the Panagia.

The Panagia, beloved brethren, is closely linked with Christ, which is why iconographers usually depict her holding Christ in her arms. Hence the Panagia is also linked to the Church, because just as the Church has Christ as its center, so also does the Panagia hold Christ in her arms. And just as through the Church we know Christ, so also through the Panagia we are led to love towards Christ. And just as the Church prays for our salvation, so also does the Panagia pray without ceasing for us.

We praise Christ who is our Savior and Benefactor, but we also glorify our Panagia who became the joy and cause of our regeneration. We abandon ourselves to her divinely-maternal heart and her philanthropy for all of us. We supplicate and plead to her to protect us, to strengthen us, and to intercede for us, for all of our lives, at the hour of our death, and especially during the terrible hour of the Second Coming of Christ.

"Most-Holy Theotokos, save us."


Source : Ekklesiastiki Paremvasi , "Θεοτόκος και Εκκλησία", July 2002. Translated by John Sanidopoulos.

Ἡ κυρά Βασιλική


Στο Μεσολόγγι ζούσε μία ευλαβέστατη γυναίκα, ονόματι Βασιλική (Κούλα την φώναζαν), παντρεμένη με τον Δημήτριο, ψαρά στο επάγγελμα. Ήταν και οι δυο πολύ πιστοί και πολύ απλοί άνθρωποι. Όταν η Βασιλική ήταν νέα, την ήμερα των Θεοφανείων «είδε τους; ουρανούς ανεωγμένους» και τούς Αγγέλους τού Θεού να ψάλλουν. Γι’ αυτό έλεγε: «Αυτή την ήμερα μη φεύγεις από την εκκλησία, έστω και αν καίγεται το σπίτι σου, γιατί ανοίγουν οι ουρανοί».
Το σπίτι πού κατοικούσαν ήταν Ισόγειο και για πάτωμα είχε τσιμέντο, Όταν έβρεχε γέμιζε νερό πού έφθανε τα είκοσι εκατοστά. Είχαν τοποθετήσει πέτρες για να πατάνε και με ένα “γκιούμι” άδειαζαν το νερό. Το χειμώνα δεν έστρωναν κουρελούδες για να έχουν λίγη ζέστη, γιατί μούσκευαν από τα νερά.Αλλά μέσα σ’ αυτό το παγωμένο σπίτι η καρδιά τους χτυπούσε πολύ ζεστά για τον Χριστό και τα πρόσωπα τους ήταν πάντα χαρούμενα και ειρηνικά. Η θεία Χάρι τούς φύλαγε και δεν αρρώσταιναν.
Είχαν στο σπίτι τους μία εικόνα της Παναγίας θαυματουργή, μπρος στην οποία άναβαν ακοίμητο καντήλι και εκεί έκαναν τις προσευχές και τις μετάνοιες τους. Στην Εκκλησία πήγαιναν πάντα Κυριακές και εορτές.
Όταν εκοιμήθη ό Δημήτριος, η σύζυγος του Βασιλική άρχιζε να μοιράζει τα υπάρχοντά της. Κράτησε μόνο τα απολύτως απαραίτητα και τα υπόλοιπα τα έδωσε ελεημοσύνη. Άδειασε το σπίτι της. Γύριζε με το Ευαγγέλιο στη μασχάλη και το διάβαζε ευκαίρως – ακαίρως με πολλή ευλάβεια. Από την σύνταξη της κρατούσε ένα μικρό μέρος για τις ανάγκες της και τα υπόλοιπα τα μοίραζε στους φτωχούς. Την ρωτούσε ο γιός της τί τα κάνει τα χρήματα, και αυτή απαντούσε: «Τα ξόδεψα, παιδί μου».
Μία Κυριακή πήγε κατά τη συνήθεια της στην Εκκλησία και κοινώνησε. Όταν επέστρεψε και έφθασε έξω από το σπίτι της κατάλαβε ότι έφθασε το τέλος της. Εκεί μπροστά στην πόρτα του σπιτιού γονάτισε, έκανε τον σταυρό της και φώναξε τη νύφη της πού έμενε δίπλα, λέγοντας της ότι πεθαίνει. Και έτσι γονατιστή και σταυροκοπημένη παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο τον όποιον τόσο αγάπησε εκ νεότητας της και τήρησε πιστά τις εντολές Του.’ Εκοιμήθη περίπου το έτος 1970.
Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση της γέμισε το σπίτι της φτωχούς ανθρώπους. Ό ένας έλεγε «έμενα μού έδωσε κουβέρτα, Θεός σχωρέσ’ την», ό άλλος έλεγε «μού έδωσε πιάτα», ό άλλος «ποτήρια», ό άλλος «χρήματα». Έτσι αποκαλύφθηκε μετά την κοίμηση της πού πήγαιναν τα πράγματα και τα χρήματα της.
Όσο ζούσε την επισκεπτόταν ή αδελφή της Γεωργία με τον εγγονό της. Ή συμβουλή της ήταν: «Να διαβάζεις, παιδί μου, Ευαγγέλιο. Αυτό είναι το καλό το βιβλίο».