Tuesday, 22 July 2014

People as Liturgical Beings – Part 2...


People who offer ‘your own from your own, in all things and for all things’ serve God truly and pleasingly. That is, people who recognize that whatever they have is a gift from God. They believe that they’ve got nothing of their own to offer. Everything’s from God and they take from that and offer it to God, together with themselves, their world and their relations with the world. They keep nothing selfishly for themselves. They offer themselves without reservation. They give everything in order to receive everything. They die in order to live. And they offer everything in Christ and for Christ. In all things (always) and for all things (for all God’s gifts).

So the whole of people’s lives (even after the Divine Liturgy and outside the church) becomes service, offering, relationship, sacrifice, communion and thanksgiving. The whole of life is transformed into a theanthropic life.
The two hour Sunday Liturgy becomes a twenty-four hour, daily Liturgy. As Orthodox, when we speak about a liturgical life, we don’t mean our short liturgical offering in the church, but the whole of our life, which, starting with the liturgical actions in the church, becomes one of liturgy and worship.
Orthodox Christians aren’t schizophrenic. They don’t live a liturgical life inside the church and an unliturgized life outside. They spend as much time as they can in church (Liturgy and services) so that they’ll be able to live outside the church in a manner as close as possible to the spirit, the climate and the ethos of the Divine Liturgy.
Through worship in the church, the theanthropic life becomes ingrained in them and is then capable of transforming all the facets of their everyday lives.
So Christians permeated by the Liturgy live in the unity of faith and life, the divine and the human, the created and the uncreated, the living with the departed, the present age with the future, their own person with others.
This unity was also experienced by the Greek, Orthodox people when, and as long as they had an ecclesiastical life. There are still, in Greece, traditional, Orthodox people and communities who live in this unity. The centre of the whole life of traditional Orthodox settlements (villages and neighbourhoods) was the parish church, as the katholiko is in monasteries. In villages on Evia [Euboea], the parish church to this day is called the katholiki. (i.e. katholiki ekklisia).
Birth, death, baptism, marriage, school, work, social relations, joys, and sorrows, all the expressions of social life were linked to the Liturgy and the Church. In the end, they became the Church. So the everyday functions of life found their unity and order of precedence within the Divine Liturgy.
The further the Greek people distance themselves from their Orthodox roots, from their life-giving, theanthropic tradition, the less the various functions of life are organically linked to the Divine Liturgy, which is why they stop working properly, which is to say they fail to unite people or help them to live as images of God.
The various functions outside the Divine Liturgy deconstruct the human person. This is clear from the basic function of life, procreation. Within the Divine Liturgy and the Church, this fundamental function is transformed, is blessed with grace, and contributes towards the rounding out of the human person. Outside, it’s the slave of egotism, it undoes personalities and is a torment. People today have bitter experience of this situation.
Orthodox coenobitic monasteries are models of how people and their communities should function. The centre is the main church (katholiko). Buildings and obediences are all organized around the main church. The starting-point of the common life is the daily celebration of the Divine Liturgy. The purpose is the worship of God and the offering of the whole of life to Christ. This is how life can be common, faith and love universal, death can be vanquished and everything made new and given a different role in a strange and most fitting adjustment.
When the liturgical spirit of the coenobium- which is the liturgical spirit of Orthodoxy- becomes ingrained in the Orthodox, they’re preserved from the powerful and vitiating trend towards secularism. In essence, secularism is an attempt to organize life outside the Liturgy and the Church.
Orthodox Christians can’t be Orthodox unless they live liturgically. Unless the Divine Liturgy and worship are not merely ‘opportunities’ or part of their timetable, but are, instead, the life-giving shoot grafted on to their lives and transforming them, the centre, the basis, the beginning and the end. It’s only through the ‘your own from your own’ in the Divine Liturgy that people truly become themselves, that is images of God.


Source: The late, former Abbot Yeoryios (George) of the Holy Monastery of Blessed Gregoriou, from the periodical «Ο Όσιος Γρηγόριος», § Ο άνθρωπος ον λειτουργικό, περίοδος β΄, vol. 4, pp. 31-5, published by the Holy Monastery  of Blessed Grigoriou, the Holy Mountain, 1979.

Source-Pemptousia.com

Όσοι συνηθίσαμε να λέμε ψέματα, δεν σεβόμαστε ούτε τον εαυτό μας ούτε τους άλλους


Μητροπολίτης Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας Ἰωὴλ Φραγκάκος

«Εἰσί δέ τρεῖς διαφοραί ψεύδους· ἔστιν ὁ ψευδόμενος κατά διάνοιαν καί ἔστιν ὁ ἐν λόγῳ ψευδόμενος καί ἔστιν ὁ εἰς αὐτόν τόν βίον αὐτοῦ ψευδόμενος» (ἀββᾶ Δωροθέου, Περί Ψεύδους, ΕΠΕ «Φιλοκαλία», τ. 12).
Ὑπάρχουν τρεῖς γενικοί τρόποι γιά νά λέμε ψέματα καί νά εἴμαστε ψευδόμενοι, γράφει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος.

α. Ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι νά ψεύδεται κάποιος κατά διάνοια. Χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς καταστάσεως εἶναι ἡ ὑπόνοια καί ἡ καχυποψία. Αὐτός πού ἔχει καχυποψίες, ἐάν δεῖ κάποιον νά ὁμιλεῖ μέ ἕναν ἄλλο, ὑποπτεύεται πώς μιλοῦν γι' αὐτόν. Ἐάν διακόψουν τήν ὁμιλία, ὑποψιάζεται πώς διέκοψαν γι' αὐτόν. Ἡ καχυποψία, πού εἶναι μία μορφή ψεύδους, τόν κάνει νά μή λέγει τίποτε τό ἀληθινό, ἀλλά νά κατασκευάζει ὅλο ὑποθέσεις. Τά ἀποτελέσματα τῆς περιπτώσεως αὐτῆς εἶναι περιέργειες, κρυφακούσματα, καταλαλιές, κατακρίσεις καί μαλώματα.

β. Ὁ δεύτερος τρόπος εἶναι νά ψευδόμαστε μέ τόν λόγο. Ἕνας πού εἶναι ψεύτης στά λόγια, προσπαθεῖ νά δικαιολογήσει τίς ἁμαρτίες του, τά πάθη του ἤ προσπαθεῖ νά ἐπιτύχει τοῦ σκοποῦ του μέ ψέματα. Τροποποιεῖ τίς κατηγορίες εἰς βάρος του μέ ψέματα. Λέγει ψέματα γιά νά ἐκπληρωθοῦν οἱ ἐπιθυμίες του. Ψεύδεται γιά νά ἐντυπωσιάσει, νά ἀποφύγει πολλές καταστάσεις ἤ γιά νά κερδίσει χρήματα καί ἀγαθά. Αὐτός πού λέγει ψέματα στά λόγια του, φτάνει στό σημεῖο νά μήν τόν πιστεύουν οἱ ἄλλοι, ἔστω καί ἄν λέγει ἀλήθεια.

γ. Ὁ τρίτος τρόπος εἶναι ὅταν ψεύδεται κάποιος μέ τόν βίο του. Ἄλλη εἶναι ἡ πραγματική ζωή πού κάνει καί ἄλλη δείχνει νά κάνει. Εἶναι ἄσωτος, ἀλλά ἐμφανίζεται ἐγκρατής. Εἶναι πλεονέκτης καί ἐμφανίζεται ἐλεήμονας καί μιλᾶ μέ θέρμη γιά τήν ἐλεημοσύνη. Εἶναι ὑπερήφανος καί θαυμάζει τήν ταπεινοφροσύνη. Προβάλλει τήν ἀρετή ἤ γιά νά σκεπάσει τόν ἑαυτό του ἤ γιά νά τόν θαυμάζουν οἱ ἄλλοι. «Οὗτος οὐκ ἔστιν ἁπλοῦς ἄνθρωπος, ἀλλά διπλοῦς». Εἶναι διπλοπρόσωπος. Ἡ κατάσταση τῆς ὑποκρισίας συνδέεται στενά μέ τό ψεῦδος, καί μάλιστα μερικές φορές ἡ ὑποκρισία καί τό ψεῦδος ταυτίζονται.

Τό πάθος τοῦ ψεύδους ὅλους μας ἔχει ἀκουμπήσει. Ἄλλος ψεύδεται ἐπειδή ἀποσκοπεῖ στό συμφέρον του, ἄλλος γιά τήν καλοπέρασή του, ἄλλος γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς φιληδονίας του, ἄλλος γιά νά προξενήσει γέλιο καί εὐτραπελία, ἄλλος γιά νά ἐπιβουλευτεῖ τόν ἀδελφό του καί νά τόν κακοποιήσει· ὑπάρχουν πολλοί λόγοι γιά νά πεῖ κάποιος ψέματα.

Τό ψέμα ὅμως, ὅπως μέ εὐκολία θριαμβεύει, ἔτσι καί μέ εὐκολία καταρρέει. Μπορεῖ κάποιος νά λέγει ἕνα σωρό λόγια πού μέσα σέ αὐτά κρύβεται μέ ἐπιμέλεια τό ψέμα, στό τέλος ὅμως δέν ἐπιτυγχάνει τίποτε. Πολλές φορές λέμε ψέματα γιά νά ἐπικρατήσουμε, ἀλλά τελικά τά ἴδια μας τά ψέματα μᾶς ἐκθέτουν καί μᾶς ρεζιλεύουν.

Κατά κανόνα ὅσοι λέμε ψέματα ἀποδίδουμε στούς ἄλλους τά ἐλαττώματα τά δικά μας, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καί οἱ ἀνήθικες γυναῖκες, πού κατηγοροῦν τίς τίμιες ἀπό φόβο μήν τυχόν μιλήσουν. Ἐπίσης, γινόμαστε ἰδιαίτερα φορτικοί στούς ἄλλους ἤ ἀκόμη καί βίαιοι. Αὐτό φαίνεται καθαρά στήν περίπτωση τῆς καχυποψίας. Ὅποιος δηλαδή ἔχει ὑπόνοιες καί καχυποψία, βασανίζει τούς ἄλλους. Ἕνας σύζυγος πού ὑποψιάζεται τήν σύντροφό του, τήν βασανίζει, τήν βρίζει, τήν ἐξουθενώνει καί τήν κακοποιεῖ. Συμβαίνουν ὅλα αὐτά, ἐπειδή στό μυαλό του ἔχει πλάσει ψευδεῖς εἰκόνες ἤ ἔχει καταλήξει σέ ψευδῆ συμπεράσματα.

Ἀκόμη ὑπάρχει καί ὁ μυθομανής. Λέγει ψέματα χωρίς νά ἐξυπηρετοῦν σέ τίποτε. Νομίζει ὅτι τόν καταδιώκουν, προφυλλάσσεται ἀπό ἄλλους χωρίς λόγο κ.ἄ. Ὁ μυθομανής μπορεῖ νά προκαλέσει στούς ἄλλους ἄσχημες καταστάσεις καί ἐνδέχεται ἐξ αἰτίας του, νά ἀποδίδονται σέ ἀνθρώπους ἀθώους κατηγορίες ἐντελῶς ἀνυπόστατες καί μή πραγματικές. Ἡ μυθομανία εἶναι ἕνα εἶδος διαστροφῆς.

Αὐτό τό φοβερότατο πάθος, τό ὁποῖο δέν θεωροῦμε σπουδαῖο, ἀφοῦ μάλιστα βρίσκουμε καί δικαιολογίες πώς τάχα λέμε ψέματα γιά καλό, γιά νά προστατεύσουμε τούς ἄλλους, γιά νά σώσουμε μία οἰκογένεια, γιά νά προλάβουμε τυχόν μεγαλύτερες καταστροφές, ὀφείλουμε νά τό πολεμήσουμε. Ὅσοι συνηθίσαμε νά λέμε ψέματα, δέν σεβόμαστε οὔτε τόν ἑαυτό μας οὔτε τούς ἄλλους καί πολλές φορές τό πάθος αὐτό μᾶς ἐκθέτει στά μάτια τῶν ἄλλων, ἀλλά προπαντός μᾶς στερεῖ τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.