Tuesday, 8 July 2014

HOW DOES A PRIEST DISCOURAGE THE FAITHFUL FROM ATTENDING CHURCH THROUGH PRIESTLY INDIFFERENCE?


The tragedy of being a priest without Divine Grace

by Nikita Kafkiou

SAINT PORPHYRIOS A PRIEST’S PRIEST



            Mr. Kafkiou tells us: “The personal relationship of man with God is not a given, nor is it guaranteed to be stable, progressive or constant.  A priest may start off in life with spiritual enthusiasm for his priestly calling.  But after a few years, it is possible for him to feel completely removed from the Grace of God.  Human weaknesses, the difficulties of married life, the uncertainties of daily life are able to knuckle under the most dedicated faithful priest.  The only possible way for a priest to live a spiritual life is for him to accept his unworthiness and to submit his feelings to the love of Jesus Christ.  If a priest cannot bring himself to bring before Jesus his pain and defeat, he will end up being completely lost.  For a priest to find spiritual maturity he must realize that this journey is a one way street.  If a priest does not progress spiritually he will be ripped to shreds.  If the priest falls away from God because of his spiritual failures, he will become worldly.  Instead of a liturgist he will end up being simply an actor.



            A priest who is burdened by the darkness of his spiritual downfall no longer has the disposition or the burning desire to deal with liturgical details of Church life.  In many of our Orthodox Churches on Sunday mornings and feast days the gathering of the faithful feels like they are attending a theatrical performance.  During the celebration of Church services the faithful do not feel a sense of peace.  Instead of charging up their spiritual batteries they experience psychosomatic turmoil.  His emotional life is tortured and his spiritual being is scandalized.  


ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΤΕΤΟΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ!


Ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας Έρχαρτ Κέστνερ έκανε την εξής εξομολόγηση:

- «Στα 1952 πήγα για πρώτη φορά μετά το πόλεμο, στην Αθήνα. Η γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε πως είχα πρόθεση να πάω στη Κρήτη, μου συνέστησε, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες, να λέω πως είμαι Ελβετός. Αλλά εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού όπου πέρασα τη θρυλική κρητική φιλοξενία.

»Ένα σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο, έρημο με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως λάθος. Υπήρχε εκεί και μια ζωντανή ψυχή, ήταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν' ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα.

Την πλησίασα και τη ρώτησα.

Είστε από εδώ;

-Μάλιστα.

-Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς».

Και γράφει ο Κέστνερ: «Η απάντηση, μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί». Απαντά η γυναίκα:

-«Παιδί μου, από τη προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα 41 με 44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να 'ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου»...

Σωστά έγραψε ο Γερμανός, ότι «Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή». Λέμε εμείς. Ναι, στην Ελλάδα την ταλαιπωρημένη και απ' όλους αδικημένη.