Friday, 6 June 2014

Ἡ θαυμαστή ἐμφάνιση τῆς Ἁγίας Τριάδος


Η θαυμαστή εμφάνιση τής Αγίας Τριάδος
στον Ρώσο άγιο Αλέξανδρο τού Σβιρ

Το μέγα αυτό θαύμα έγινε ως εξής. Το έτος 1508 σε ηλικία 60 ετών αφ’ ότου ο όσιος Αλέξανδρος άρχισε τότε να ασκείται με αγώνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη δύναμη σε πείνα, δίψα και στην αντοχή του ψύχους, ελπίζοντας ότι με το πρόσκαιρο αυτό ψύχος του χειμώνα θα αποφύγει τη μέλλουσα αιώνια κόλαση. Οι δαίμονες όμως, βλέποντας να καταπολεμούνται απ’ τον Όσιο και καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο να εξοστρακιστούν απ’ αυτόν, προσπάθησαν απ’ την αρχή να τον τρομοκρατήσουν. Εμφανίζονταν άλλοτε μεν σαν θηρία και άλλοτε σαν φίδια που έτρεχαν κατεπάνω του με συριγμούς και θηριώδη αγριότητα και του προκαλούσαν πολλούς άλλους πειρασμούς.

Μια νύχτα ο όσιος Αλέξανδρος πήγαινε προς το μοναχικό ερημητήριο του οπού συνήθιζε να προσεύχεται μόνος του, όταν ξαφνικά εμφανίστηκε μπροστά του ένα αναρίθμητο πλήθος δαιμόνων, σαν να ‘ταν στρατός πολύς, και άρχισαν να πηδούν κατεπάνω του με μανία, να τρίζουν τα δόντια τους, ενώ απ’ το στόμα τους φαινόταν έβγαινε μια μεγάλη φλόγα και με λύσσα να του φωνάζουν:Φύγε, φύγε απ’ αυτόν τον τόπο, αναχώρησε γρήγορα απ’ εδώ, για να μην πεθάνεις με θάνατο κακό.
Ο Όσιος όμως, σαν καλός μαχητής του Ιησού Χριστού οπλισμένος με προσευχή, δεν τρομοκρατήθηκε καθόλου απ’ αυτούς, γιατί γνώριζε την ασθενική δύναμη τους. Και η προσευχή, του έβγαινε από το στόμα του σαν πύρινη φλόγα και κατέκαψε και αφάνισε όλες τις ανίσχυρες λεγεώνες των δαιμόνων.
Ο όσιος Αλέξανδρος συνέχισε τότε το δρόμο του και ήρθε στο μοναχικό ερημητήριο του όπου έκανε τις συνηθισμένες προσευχές του στο Θεό, οπότε ξαφνικά ένας άγγελος με λαμπρά ενδύματα παρουσιάστηκε μπροστά του. Βλέποντας τον ο Όσιος αισθάνθηκε φόβο και τρόμο και πέφτοντας στο έδαφος έμεινε εκεί σαν νεκρός. Ο άγγελος τον έπιασε από το χέρι και του είπε:

Είμαι άγγελος Κυρίου και ο Θεός με έστειλε να σε διαφυλάξω απ` όλες τις απάτες του πονηρού διαβόλου και να σού υπενθυμίσω τα θεια οράματα που είχες δει σ’ αυτόν τον τόπο που έχεις εγκατασταθεί – γιατί οι εντολές Του πρέπει να εκτελεστούν – ο Κύριος σε εξέλεξε να γίνεις οδηγός σε πολλούς για τη σωτηρία τους. Σού δηλώνω ότι το θέλημα του Θεού είναι να χτίσεις σ’ αυτόν τον τόπο μια εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδος, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να ιδρύσεις μοναστήρι.

Κι αφού είπε αυτά ο άγγελος έγινε άφαντος.

Ο όσιος Αλέξανδρος όμως αγαπούσε την ησυχία και ήθελε να ζήσει σ’ αυτή όλες τις μέρες της ζωής του – γι’ αυτό προσευχόταν όλο και περισσότερο στο Θεό να τον ελευθερώσει από κάθε απάτη του εχθρού. Κάποτε που είχε απομακρυνθεί απ’ την καλύβα του και όπως το συνήθιζε προσευχόταν μερικές ώρες συνέχεια, ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι ο άγγελος Κυρίου και του είπε:

-Αλέξανδρε, όπως σου είπα την προηγούμενη φορά, φτιάξε μια εκκλησία, συγκέντρωσε αδελφούς και ίδρυσε μοναστήρι, γιατί πολλοί που επιζητούν να σωθούν θα έρθουν σε σένα και πρέπει να τους οδηγήσεις «εις οδόν σωτηρίας».
Και λέγοντας αυτά ο άγγελος έγινε και πάλι άφαντος.

Κατά το 1508 πάλι, που ο Όσιος συμπλήρωνε τον 23ο χρόνο σ’ αυτή την έρημο κι ενώ ήταν στο ερημικό κελί του μια νύχτα και κατά τη συνήθεια του προσευχόταν, ξαφνικά στο σημείο που βρισκόταν έλαμψε ένα μεγάλο φως. Ο Όσιος ξαφνιάστηκε και σκέφτηκε: «Τι να σημαίνει αυτό;» Και αμέσως είδε τρεις ανθρώπους να έρχονται προς αυτόν ντυμένοι με λαμπρά, λευκά ενδύματα. Ήταν ωραιότατοι και αγνοί, λάμποντας περισσότερο απ’ τον ήλιο και αστράφτοντας με μια ανέκφραστη ουράνια δόξα. Καθένας τους κρατούσε στο χέρι κι ένα σκήπτρο.

Όταν τους είδε ο Όσιος έτρεμε ολόκληρος, γιατί τον κατέλαβε φόβος και τρόμος Και μόλις συνήλθε λίγο προσπάθησε να τους προσκυνήσει μέχρι το έδαφος*. Εκείνοι όμως τον έπιασαν απ’ το χέρι, τον σήκωσαν και του είπαν:

Έχε ελπίδα, μακάριε, και μη φοβάσαι.

Και ο Άγιος είπε:

-Κύριοί μου, εάν βρήκα κάποια χάρη ενώπιον σας, πέστε μου ποιοι είστε που, ενώ έχετε τόση δόξα και λαμπρότητα, καταδεχθήκατε να έρθετε προς το δούλο σας, γιατί ποτέ μου δεν είδα κανένα με τέτοια δόξα όπως εσείς.

Εκείνοι του απάντησαν:

-Μη φοβάσαι, άνθρωπε θείων επιθυμιών, γιατί το Άγιο Πνεύμα ευαρεστήθηκε να κατοικήσει σε σένα για την αγνότητα της καρδιάς σου και όπως σου προείπα πολλές φορές έτσι και τώρα σου λέω ότι πρέπει να φτιάξεις εκκλησία, να συγκεντρώσεις αδελφούς και να δημιουργήσεις μοναστήρι, γιατί με σένα ευδόκησα να σώσω πολλές ψυχές και να τους φέρω στην επίγνωση της αλήθειας.

Ακούγοντας αυτά ο Όσιος γονάτισε και πλημμυρισμένος από δάκρυα είπε:

- Κύριέ μου, ποιος είμαι εγώ ο αμαρτωλός, ο χειρότερος απ’ όλους τους ανθρώπους, που θα ήμουν άξιος ν’ αναλάβω τέτοιες ευθύνες, σαν κι αυτές για τις οποίες μου μίλησες; Είμαι αδύνατος για ν’ αποδεχτώ τέτοια αποστολή. Γιατί εγώ ο ανάξιος δεν ήρθα σ’ αυτόν τον τόπο για να κάνω αυτά που με προστάζεις, αλλά μάλλον για να κλάψω τις αμαρτίες μου.
Μόλις είπε αυτά ο Όσιος κειτόταν κάτω στο έδαφος και ο Κύριος τον έπιασε πάλι απ’ το χέρι, τον σήκωσε και του είπε:
-Σήκω όρθιος, πάρε θάρρος και δύναμη και κάνε όλα όσα σε πρόσταξα*.

Ο Όσιος απάντησε:

- Κύριε μου, μη θυμώνεις μαζί μου που τόλμησα να σου αντιμιλήσω – πες μου, σε τίνος το όνομα θέλεις να τιμάται ή εκκλησία που η αγάπη Σου για το ανθρώπινο γένος θέλει να χτιστεί σ’ αυτόν τον τόπο;

Και ο Κύριος είπε στον Όσιο:

Όπως βλέπεις τον ένα να σου μιλάει με τρία πρόσωπα, φτιάξε την εκκλησία στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της Αγίας Τριάδος «εν μια τη ουσία». Σου αφήνω την ειρήνη Μου και η ειρήνη Μου που σου χαρίζω θα είναι μαζί σου.
Και ξαφνικά ο Όσιος είδε τον Κύριο με απλωμένα φτερά να βαδίζει στο έδαφος, σαν να περπατούσε με τα πόδια, και μετά έγινε άφαντος.
Ο όσιος Αλέξανδρος ήταν συνεπαρμένος από πολλή χαρά και φόβο και ευχαρίστησε θερμά γι’ αυτό το Θεό, που τόσο αγαπάει το ανθρώπινο γένος. Μετά άρχισε να σκέπτεται πώς και πού θα χτίσει την εκκλησία. Αφού σκέφτηκε πολύ και προσευχήθηκε γι’ αυτό στο Θεό, άκουσε ξαφνικά μια μέρα μια φωνή να του μιλάει από ψηλά. Κοιτάζοντας προς τα πάνω ο Όσιος είδε έναν άγγελο του Θεού που φορούσε μανδύα και κουκούλια να στέκεται στον αέρα με απλωμένα φτερά και με τον ίδιο τρόπο που άλλοτε εμφανίστηκε στο μεγάλο Παχώμιο, με τα χέρια του τεντωμένα προς τον ουρανό να λέει: «Είς Άγιος, είς Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός, Αμήν». Και μετά είπε στον Όσιο:

- Αλέξανδρε, ας χτιστεί ή εκκλησία σ’ αυτόν τον τόπο στο όνομα του Κυρίου που εμφανίστηκε σε σένα με τρία πρόσωπα, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, της αδιαιρέτου Τριάδος.

Και λέγοντας αυτά σημείωσε στον τόπο εκείνο το σημείο του σταυρού με το χέρι του και έγινε άφαντος. Ο Όσιος ευφράνθηκε πολύ με το όραμα αυτό, δοξολόγησε το Θεό που δεν παρείδε τη δέησή του και στο σημείο αυτό τοποθέτησε ένα σταυρό.

Αγ.Συμεών ο Νέος Θεολόγος-Λαμβάνουν όλοι το Άγιο Πνεύμα;

  Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος


Α' - Λαμβάνουν όλοι το Αγ. Πνεύμα;

Και να μην πει κανείς: "Εγώ έχω λάβει το Χριστό με το άγιο βάπτισμα", αλλά ας μάθει ότι δεν λαμβάνουν το Χριστό με το βάπτισμα όλοι όσοι βαπτίζονται. Λαμβάνουν μόνοι αυτοί που είναι είτε βεβαιόπιστοι και έχουν γνώση τέλεια είτε αυτοί που τακτοποίησαν τον εαυτό τους, καθαρίζοντας τον από πριν και έτσι βαπτίζονται. Και τούτο το γνωρίζει αυτός που ερευνά τις Γραφές, από τους αποστολικούς λόγους και πράξεις. Γιατί έχει γραφεί: "Όταν άκουσαν οι απόστολοι που βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, ότι η Σαμάρεια έχει δεχτεί το λόγο του Θεού, έστειλαν σε αυτούς τον Πέτρο και τον Ιωάννη, οι οποίοι αφού κατέβηκαν από τα Ιεροσόλυμα, προσεύχονταν να λάβουν το Άγιο Πνεύμα οι Σαμαρείτες. Και δεν είχε λάβει ακόμη κανένας το Άγιο Πνεύμα, υπήρχαν δε, μόνο βαπτισμένοι στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Τότε έβαζαν τα χέρια τους επάνω τους, και ελάμβαναν το Άγιο Πνεύμα."

Είδες πως δεν λαμβάνουν το Άγιο Πνεύμα, αμέσως όλοι όσοι βαπτίζονται; Έμαθες από τους Αποστόλους, πως κάποιοι που αν και πίστεψαν και βαπτίστηκαν, δεν 'ντύθηκαν' το Χριστό, με το βάπτισμα; Γιατί, εάν αυτό είχε γίνει (να 'ντυθούν' το Χριστό), δεν θα προσεύχονταν μετά και θα έβαζαν τα χέρια τους οι Απόστολοι σε αυτούς. Λαμβάνοντας το Άγιο Πνέύμα, τον Κύριο Ιησού ελάμβαναν. Γιατί, δεν είναι άλλο ο Χριστός και άλλο το Άγιο Πνεύμα. Και ποιος το λέει αυτό; Ο ίδιος ο Θεός Λόγος, μιλώντας στην Σαμαρείτιδα: ' Είναι Πνεύμα ο Θεός". Εάν λοιπόν ο Χριστός είναι Θεός, είναι Πνεύμα κατά τη φύση της θεότητας, και αυτός που έχει το Χριστό, Άγιο Πνεύμα έχει. Αυτός δε που έχει το Άγιο Πνεύμα, τον ίδιο πάλι τον Κύριο έχει, καθώς λέει και ο Παύλος: " Το δε Πνεύμα, ο Κύριος είναι"...


Πηγή: Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, "Βίβλος των Ηθικών", Λόγος Ι΄


Β' - Περι αυτών που νομίζουν πως έχουν το Άγιο Πνεύμα

The meaning of grace in the life of a Christian.


In every person there is a seed of good. However, just as a regular seed cannot grow and ripen without moisture and light, so does the soul of man remain barren until it is irrigated by the grace of God. Feeling the inadequacy of divine help within himself, King David prayed to God: “My soul thirsteth after Thee, as a thirsty land.” And all people who have a genuine thirst for righteousness realize that without the help of God, without His guidance and support, spiritual life is totally impossible. The grace of God renews a man’s soul, purifies his conscience, enlightens his mind, fortifies his faith, guides his will towards good, warms his heart with love for God and one’s neighbor, directs him towards heaven, inspires him with the desire to live by spiritual interests. It purifies and sanctifies man’s entire being. According to the testimony of the many who were favored with supreme spiritual illumination, the grace of God brings such peace and joy to a man’s soul that all earthly riches and all physical delights seem pitiful and insignificant in comparison.


From the day the Holy Spirit descended upon the apostles, each newly-baptized person receives this grace of the Holy Spirit, just as did the apostles, in the sacrament of chrismation. The power of this sacrament is so great and indelible that, like baptism, it is never repeated. Subsequent sacraments of the Church, such as confession and communion, and also church services, home prayers, fasting, charitable deeds and a virtuous life serve to fortify and increase in a Christian the action of these gifts of grace that he had received in chrismation.


The life-giving power of the grace of God reveals itself in beneficial internal and external changes in the people who have received it. These changes were especially evident in Christ’s disciples. Until the descent of the Holy Spirit they, as we know, were simple and illiterate people, and possessed no eloquence of language. When the Holy Spirit descended upon them, however, they became enriched with spiritual wisdom, and with their inspired words began to attract not only simple folk to the faith, but even philosophers and noblemen. Their grace-filled words penetrated the coarsest hearts, disposing sinners to repentance and correction, and the fainthearted to diligence. From timid and timorous people, such as the apostles were during the Savior’s life on earth, after the descent of the Holy Spirit they became courageous and dauntless. The result of the gifts of grace which they had received was the appearance of a multitude of Christian communities even while the apostles were still living, not only in various parts of the Roman Empire, but also beyond its boundaries: in northern Africa, India, Persia and the south of Scythia. Thus, due to the apostles’ indefatigable efforts, Christianity began to spread throughout the entire world, and together with it there began a renaissance of human society.