Monday, 2 June 2014

WHY DID THE HOLY SPIRIT APPEAR AS FIRE?


  
Saint Gregory the Dialogist

You have heard that the Holy Spirit descended upon the disciples in tongues of fire. But why did the Holy Spirit, co-eternal with the Father and the Son, appear as fire? Why as tongues of fire? Why does He sometimes appear as a dove and at other times as a flame? Why did He descend as a dove upon the Only-begotten Son, but as a flame upon the disciples? The Holy Spirit appears as fire because, in the words of the holy Apostle Paul, God is an ethereal, indescribable, and invisible fire: “For our God is a consuming fire” (Heb. 12:29). God is also called fire because He destroys the rust of sins.

 But the Lord sends fire down to earth when with the breath of the Holy Spirit He enflames the hearts of mortal men. And the earth lights up when a heart of flesh, that is cold in its iniquitous pleasures, abandons the desires of the modern world and becomes enflamed with love for God. Thus the Spirit very properly appeared as fire, because from every heart in which He chooses to dwell, He dispels the numbness of ice and enflames such a heart with a desire for eternal life. And the reason He appeared in tongues of fire was because the Spirit is co-eternal with the Son, while the Son is the Word of the Father; thus, just as the tongue is in close proximity to the word, so the Holy Spirit appeared in flaming tongues, in order to show the Spirit’s particular closeness to the Word of the Father. Furthermore, the Spirit also appeared in tongues of fire because He causes everyone in whom He dwells to be ardent and cogent. 


Πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ο ηθικός, αλλά ο αγαπών

 Ο Γέροντας Ντόμπρη (Dobri Dobrev)

Πολλές φορές ακούτε από το στόμα των ιερέων να ομιλούν για πνευματική προκοπή, ή να λένε: «Να προσπαθήσουμε να γίνουμε πνευματικοί άνθρωποι..». Όμως τι σημαίνει τελικά πνευματική προκοπή, τι σημαίνει πνευματικότητα; Μήπως τα έχουμε παρεξηγήσει μέσα στο μυαλό μας;
Όταν οι πατέρες της Εκκλησίας ομιλούν για πνευματικότητα δεν ομιλούν περί ηθικής. Η Εκκλησία αδελφοί μου μας προσφέρει πνευματικότητα, και όχι ηθική τελείωση. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι σίγουρα και ηθικός όμως ο ηθικός δεν συνεπάγεται και το πνευματικός...Το να είμαστε ηθικά καλοί αυτό μπορούμε και μόνοι μας να το πετύχουμε, όμως δεν είναι το ζητούμενο, δεν πρέπει να γίνει αυτοσκοπός, δεν αρκεί η ηθική από μόνη της ώστε να ελκύσουμε την χάρη του Θεού. Π.χ.  όσο καθαρός κι αν είσαι, όσο εγκρατείς κι αν είσαι, όση αμόλυντη ζωή κι αν έχεις, εάν ζει εν παρθενία, όσο δίκαιος κι αν είσαι, με λίγα λόγια όλοι σε θεωρούν έναν ηθικό άνθρωπο, εάν δεν έχεις ταπείνωση τίποτα δεν κατάφερες..διότι «ο Κύριος ταπεινοίς δίδωσι χάριν».
Για να επανέλθουμε όμως. Λέμε λοιπόν ότι η Εκκλησία, μας προσφέρει πνευματικότητα. Τι είναι λοιπόν η πνευματικότητα; Μπορεί να μετρηθεί;
Η πνευματικότητα αδελφοί μου είναι κατάστασις όπου ο άνθρωπος έχει υπερβεί τον εγωισμό, την φιλαυτία του, έχει υπερβεί τα του κόσμου και πλέον εν ταπεινώση και μετανοία ζει για τον Χριστό ,δια του Χριστού.
Ζει δηλαδή όχι για να κτίσει ένα καλό όνομα στην κοινωνία, όχι για να γίνει διάσημος και προσφιλείς στους ανθρώπους λόγω της καθαρότητος του βίου του ή των ποικίλων αρετών του αλλά ζει για τον Χριστό, ζει για τους άλλους, ζει δια του Χριστού δηλαδή ζει μέσω του Χριστού, δια των μυστηρίων της Εκκλησίας και φτάνει στο σημείο να λέγει μαζί με τον απόστολο: «ζω δε ουκέτι εγώ ζει δε εν εμοί χριστός».
Ο πνευματικός άνθρωπος δεν είναι αυτός που έχει κάνει σπουδές στην θύραθεν σοφία, δεν είναι ούτε ο ηθικός άνθρωπος, αλλά ο μυημένος στο μυστήριο της Αγάπης.
Εάν τολμούσα να ονόμαζα ποιος είναι ο πνευματικός άνθρωπος, θα έλεγα είναι ο άνθρωπος που αγαπά. Διότι το ατέλεστο τέλος που καλούμαστε όλοι μας να αγγίξουμε και να γίνουμε μέτοχοι είναι η Αγάπη εν Χριστώ, δηλαδή η άδολη αγάπη, η ανιδιοτελής αγάπη, η αγάπη που μπορεί να φτάσει στην θυσία του Σταυρού χωρίς να κρατήσει κακία μέσα της.
«Αγάπα και κάνε ό,τι θέλεις», είπε ένας γέροντας σε κάποιον μοναχό. Διότι εάν αγαπάς, όντως, θα σου είναι αδιανόητο να στεναχωρήσεις τον πλησίον σου, να τον αδικήσεις, να τον κατακρίνεις. Εάν αγαπάς θα σου είναι αδιανόητο να ησυχάσεις μέσα στην φιλαυτία σου, μέσα στο βόλεμά σου…θα καταληφθείς από μία «μακαρία μανία» όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος η οποία ακόμα και όταν το σώμα κουραστεί και αποκάμει από τους κόπους της ασκήσεως θα πραγματοποιηθεί σε σένα εκείνο το ψαλμικό: «Εγώ καθεύδω» από την ανάγκη της φύσεως, «η δε καρδία μου αγρυπνεί» από το πλήθος του έρωτος προς Σε.
Η Αγάπη λοιπόν είναι ο σκοπός της ζωής, διότι Αγάπη είναι ο Θεός. Ο άνθρωπος λοιπόν που σκοπό έχει την ένωσή του με τον Θεό (καθ'ομοίωσιν), είναι σαν να έχει σκοπό του την απόκτηση της Αγάπης.
Λέγει πάλι ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Αυτός που θέλει να ομιλή για την αγάπη είναι σαν να επιχειρή να ομιλή για τον ίδιο τον Θεόν.
Η αγάπη, ως προς την ποιότητά της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργειά της, είναι μέθη της ψυχής. Ως προς δε τις ιδιότητές της, είναι πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως».
Να λοιπόν γιατί τόλμησα να πω ότι τελικά πνευματικός άνθρωπος είναι ο άνθρωπος που αγαπά, που έχει αγάπη όχι για τους φίλους και τους οικείους τους, όχι μόνο για τους ανθρώπους αλλά για όλη την κτίση!
Αγαπητοί μου αδελφοί, όλα αυτά τα αναφέρουμε, όχι για να μικροψυχήσουμε και να προσπαθήσουμε μονομιάς και απότομα να κατακτήσουμε τα κράσπεδα του Ουρανού, διότι μπορεί στην πορεία να απογοητευτούμε. Γι΄αυτό δεν πρέπει να ξεχνούμε το εξής: «Ότι όπως δεν είναι δυνατόν αυτός που πέρασε μακροχρόνια ασθένεια να ανακτήσει την υγεία του μέσα σε μία στιγμή, έτσι δεν είναι δυνατόν να νικήσουμε διά μιας τα πάθη μας ή ακόμα και ένα πάθος μας» (Άγ. Ιων.Κλιμακος).
Θέλει επιμονή, θέλει υπομονή, θέλει προσευχή, προσοχή, ταπείνωση και μετάνοια. Θέλει όμως και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κατορθώσει πολλά πράγματα στην ζωή του όμως την αγιότητα δεν μπορεί να την κατορθώσει μακράν των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός, άρα λοιπόν μακράν της Εκκλησίας, είμαστε μακράν του Χριστού, κι ας υποστηρίζουν κάποιοι ότι πιστεύουν στον Χριστό, απορρίπτοντας την Εκκλησία Του, διότι όποιος απορρίπτει την Ορθόδοξη Εκκλησία, απορρίπτει τον Χριστό και πλέον μακράν του Χριστού είναι μακράν του Φωτός, της Αλήθειας, της Αγάπης και της Αιωνίου Ζωής.
Και μην πει κάποιος ότι: «εμείς δεν ποθούμε να γίνουμε άγιοι», διότι όποιος έστω και ενδόμυχα απορρίπτει συνειδητά την αγιότητα, απορρίπτει τον σκοπό της δημιουργίας του.
Όλοι μας αδελφοί μου πλαστήκαμε κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού, δηλαδή, δημιουργηθήκαμε ελεύθεροι με νου, κρίση και λογική ώστε να μεταμορφωθούμε από χοϊκούς ανθρώπους σε κατά χάριν θεανθρώπους, σε αγίους, σε όντα που ζουν μαζί με τον Θεό αρμονικά μέσα σε αιώνια ευφροσύνη. Εάν λοιπόν δεν θέλουμε ένα τέτοιο μέλλον…είμαστε άξιοι των επιλογών μας.
Θα κλείσω με ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Κλίμακος του Αγίου Ιωάννου στο οποίο ο Άγιος μας δείχνει τον δρόμο από την γη των παθών προς τον Ουρανό της Αγάπης.
Λέγει ο Άγιος: «Η ελάττωσις του κακού γεννά την αποχή από το κακό. Η αποχή από το κακό είναι η αρχή της μετανοίας. Η αρχή της μετανοίας είναι η αρχή της σωτηρίας. Η αρχή της σωτηρίας είναι η καλή πρόθεσις. Η καλή πρόθεσις γεννά τους κόπους. Αρχή των κόπων είναι οι αρετές. Η αρχή των αρετών είναι το άνθος (της πνευματικής ζωής). Το άνθος της αρετής είναι η αρχή της (πνευματικής) εργασίας. Η (πνευματική) εργασία είναι τέκνο της αρετής∙ και αυτής τέκνο η συνέχισις και η συχνότης της εργασίας. Καρπός και τέκνο της συνεχούς και επιμελούς εργασίας είναι η έξις, (η μόνιμη δηλαδή συνήθεια). Και τέκνο της έξεως είναι η ποίωσις , (να γίνη δηλαδή η αρετή ένα με την ψυχή, φυσική κατάστασίς της).
Η ποίωσις στο καλό γεννά τον φόβο (του Θεού) και την ευλάβεια. Ο φόβος γεννά την τήρησι των εντολών – είτε των επουρανίων είτε των επιγείων. Η τήρησις των εντολών είναι απόδειξις της αγάπης (προς τον Θεόν και τον πλησίον). Αρχή της αγάπης είναι το πλήθος της ταπεινώσεως. Το πλήθος δε της ταπεινώσεως είναι θυγατέρα της απαθείας. Και η απόκτησις της απαθείας είναι η πληρότης της αγάπης, δηλαδή η πλήρης κατοίκησις του Θεού σε όσους έγιναν με την απάθεια «καθαροί τη καρδία…ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Η πνευματική ζωή είναι η ζωή της συγχωρετικότητος και της αγάπης. Εάν δεν συν-χωρούμε και δεν αγαπούμε…μην πλανόμεθα, δεν ζούμε πνευματική ζωή όσο και "ηθικά αμόλυντοι" κι ας είμαστε, διότι "Ο αγαπών εκ του Θεού γεγένηται και γιγνώσκει τον Θεόν".

Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

Διδακτικό περιστατικό Αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου: Όταν ένα παιδί βλασφημεί...


Πέτρος: Επειδή, άγιε δέσποτα, το ανθρώπινο γένος έχει υποδουλωθεί σε πολλά και αμέτρητα πάθη, υποθέτω ότι στο μεγαλύτερο μέρος της η επουράνια Ιερουσαλήμ θα γεμίσει από νήπια.
Γρηγόριος: Δεν αμφιβάλλουμε ότι όλα τα βαφτισμένα νήπια, τα οποία πεθαίνουν σε ηλικία που ακόμη δεν μιλούν, πηγαίνουν στη βασιλεία των ουρανών. Δεν πρέπει όμως να πιστέψουμε το ίδιο και για όσα αρχίζουν να μιλούν· γιατί σε πολλά τέτοια νήπια η θύρα της ουράνιας βασιλείας κλείνεται και εξαιτίας των γονιών τους, αν τα ανατρέφουν με κακό τρόπο.

Κάποιος από την πόλη μας, γνωστός σε όλους, πριν από τρία χρόνια είχε έναν γιο, πέντε χρόνων νομίζω. Του είχε μεγάλη αδυναμία και τον ανέτρεφε χωρίς αυστηρότητα· έτσι το παιδί αυτό πήρε τη συνήθεια, όποτε ήθελε κάτι, να βλαστημά -και μόνο που το αναφέρω είναι επικίνδυνο- τη μεγαλοσύνη του Θεού. Αυτό λοιπόν το παιδί χτυπήθηκε από το θανατικό που έγινε πριν από τρία χρόνια στην πόλη μας και κόντευε να πεθάνει. Καθώς το κρατούσε ο πατέρας του στην αγκαλιά, όπως αναφέρουν όσοι ήταν εκεί παρόντες, το παιδί είδε να έρχονται σε αυτό τα πονηρά πνεύματα και άρχισε να φωνάζει, τρέμοντας και κλείνοντας τα μάτια: «Προστάτεψέ με, πατέρα, προστάτεψέ με». Και με τις φωνές αυτές γύρισε το πρόσωπο στο στήθος του πατέρα, θέλοντας να κρυφτεί.
Βλέποντάς το ο πατέρας να τρέμει, το ρώτησε τι βλέπει, και το παιδί αποκρίθηκε: «Μαύροι άνθρωποι ήρθαν και θέλουν να με πάρουν». Και λέγοντας αυτά, αμέσως βλαστήμησε το όνομα του μεγάλου Θεού και στη συνέχεια ξεψύχησε. Θέλοντας δηλαδή ο παντοδύναμος Θεός να δείξει για ποιο αμάρτημα το παιδί παραδόθηκε σε τέτοιους δεσμοφύλακες, το οποίο, όσο ζούσε, ο πατέρας του δεν θέλησε να το εμποδίσει, παραχώρησε να το επαναλάβει όταν πέθαινε. Και το παιδί αυτό ο Θεός, που με την ευσπλαχνία του το ανεχόταν να ζει βλαστημώντας, παραχώρησε με δίκαιη κρίση να βλαστημήσει και όταν πέθαινε, για να καταλάβει τη δική του αμαρτία ο πατέρας, ο οποίος, αδιαφορώντας για την ψυχή του μικρού του γιου, ανέθρεψε για τη γέεννα της φωτιάς έναν αμαρτωλό όχι μικρό, αλλά μεγάλο.

  
Από το Γεροντικό  
Έλεγαν οι γέροντες: «Παιδαγωγήστε τα παιδιά, αδελφοί, για να μη σας παιδέψουν αυτά».