Thursday, 22 May 2014

The Lord Has Risen up in Judgment By St. Nikolai Velimirovich.



From 15 September 1944 to 8 May 1945, the great Serbian Orthodox theologian and contemporary Church Father, Bishop Nicholas (Velimirovich) of Zhicha, was imprisoned by the Nazis in the notorious concentration camp of Dachau. There he kept a diary of seventy-six chapters, “Through a Prison Window,” in which he addressed himself to the Serbian people.

In it St. Nicholas the Serb, as many now call him, never mentioned his own sufferings, but rather expressed his profound grief at the spiritual and moral decadence of contemporary mankind, which he called, “Life without aim and death without hope.” According to the Saint, it was this aimlessness and hopelessness which explained the European catastrophe of the twentieth century and its World Wars. Here follows the translation of one of those chapters within which the saint is still calling Europe to repentance.

What could the Old Testament be called in contemporary language? It could be called the court records of the judgment of God and His people, at that time, the chosen people. The prophets literally say that God enters into judgment with His people (Isaiah 3, 13-14; Micah 6,2; Malachi 3,5).

In our own times the we hear of so-called secret records and documents, some of which have been exposed and have even been published. These records are supposed to describe various schemes to subjugate the world. In them there is no God, no prophetic word, no testament, no heavenly holiness in its words, no heavenly imprint. This is because they are vain journalism. These contemporary secret records contain about one hundred pages. But the records of the judgment of God with the Jewish people over thousands of years constitute about a thousand pages. Reading these ancient court records—the Old Testament—each of us has two sincere feelings. The first is amazement at Divine faithfulness and longsuffering; the second—shame at the perfidiousness of the chosen people in their relation to God their Benefactor, at their resistance to Him, that can only be explained as satanic malice, disobedience to Him, a disobedience which even a mule or some other beast does not show to its master and the one who feeds it.

But we, who live in the twentieth century, no longer belong to the Old Testament but to the New Testament. What is the difference? The difference is great. In the Old Testament God spoke to people through the mouths of prophets and angels, but in the New Testament, where He appeared as a man in the flesh, He speaks personally and directly. What can be said of those who flee the light of the Gospel for the darkness of Egypt and seek to enter into judgment with God with the same Jewish obstinacy of Old Testament times? We can only say that Christians who enter into judgment with God, who renounce Christ, show malice and disobedience to God Who is made manifest; such people are foolish and sinful, worse than the Old Testament Jews, who did not wish to hear the angels of God, the prophets and the righteous, for they were insolent to the servants of the Master, but the former are insolent to the Master Himself.

If the history of the last three centuries—the 18th, 19th and 20th—were to be given its true name, then there could not be found a more fitting name than “The Records of the Judgment between Europe and Christ;” for all the significant events in Europe of the last three centuries are connected to our Lord Jesus Christ.

In reality, at the judgment between Europe and Christ the following is happening.

Christ reminds Europe that it is baptized in His Name and must be faithful to Him and His Gospel. The defendant Europe replies:

- All denominations are equal. The French Encyclopedists told us this and it is wrong to force anyone to believe in any one of them. Europe shows tolerance to all denominations as national customs, as it wishes to keep its imperialistic interests, but Europe itself is not attached to any of them. But when it has achieved its political goals, then it will swiftly settle accounts with these vain folk beliefs.

Then Christ asks with sorrow:

Πώς συγχωρούμε τους άλλους;


Ποίος είναι ό «χρυσούς κανών» Μορφωμένος άνθρωπος ό κ. Σταύρος. Με πτυχίο πανεπιστημίου και ξένες γλώσσες και πείρα ζωής. Δυσκολευόταν, όμως, στα πνευματικά. Δεν μπορούσε να καταλάβει και τα πιο απλά πράγματα. Όλα τα εξέταζε και τα πλησίαζε με αυστηρότητα. Ήταν σχολαστικά ηθικιστής. Δεν ήταν πρόθυμος να συγχώρηση εύκολα τους άλλους. Παντού έβλεπε αμαρτίες και αμαρτωλούς. Αυτό κάνουν όλοι οι ηθικιστές. Καθόταν τώρα απέναντι από τον Γέροντα Ίάκωβον, έναν ασκητικό ιερομόναχο, με ροζιασμένα χέρια και ένοιωθε σαν μαθητούδι μπροστά στον δάσκαλο. Ερωτήσεις πολλές. Αντιρρήσεις περισσότερες. “Αλλά και οι απαντήσεις σοφές και αποκαλυπτικές.
Ρώτησε τον Γέροντα για το σοβαρό (το σοβαρώτερον;) θέμα της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων, πού δυσκολεύονταν να το κατανόηση:  
Αφού βλέπω καθαρά και ολοφάνερα τον άλλον να άμαρτάνη, πως να τον συγχωρήσω; Δεν έχω δίκαιο;
Όλους μας βλέπει ό Θεός αδιάκοπα και ξέρει καθαρά και ολοφάνερα ότι αμαρτάνουμε. Γιατί μας συγχωρεί και μας ανέχεται και μας περιμένει να μετανοήσουμε και να ζητήσουμε άφεση αμαρτιών;
Πάλι δεν σας καταλαβαίνω, πάτερ μου. Τι πρέπει να κάνουμε; Να πούμε στην αμαρτία μπράβο; Να την επαινέσουμε σιωπώντας;
Ποτέ δεν πρέπει να επαινούμε την αμαρτία, είπε ό π. Ιάκωβος. Συγχωρούμε τον αμαρτωλό και όχι την αμαρτία. Εάν δεν κάνουμε αυτήν την διάκριση, αυτό το ξεχώρισμα μεταξύ αμαρτίας και αμαρτωλού, θα βρισκόμαστε πάντοτε σε λάθος δρόμο.
Τότε, τι πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίζουμε αυτό το θέμα; —Έχεις δει τοις σιδεράδες, πού μαστορεύουν τα σίδερα; Δεν τα πιάνουν τα αναμμένα σίδερα με τα χέρια τους, γιατί θα καούν, εξήγησε ό Γέροντας. Έχουν ειδικές τσιμπίδες και δαγκάνες και έτσι τα πλησιάζουν και τα μαστορεύουν. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και για κάθε πρόβλημα και για κάθε θέμα, πού πλησιάζουμε. Να έχουμε τα κατάλληλα εργαλεία και στα πνευματικά θέματα τις κατάλληλες προϋποθέσεις. Αυτό ισχύει και για το θέμα της συγχωρήσεως των άλλων.
Μα, πάτερ μου, εγώ έθεσα ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Πώς μπορούμε να συγχωρήσουμε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά και χωρίς καμία δικαιολογία. Εγώ θέλω να μάθω τι πρέπει να κάνω στην περίπτωση αυτή.
Το «χωρίς καμιά δικαιολογία» πρέπει να το αφήσουμε στην άκρη, γιατί δεν μπορούμε να ξέρουμε, είπε ό π. Ιάκωβος. Μόνον ό Θεός γνωρίζει τα βάθη της ψυχής του κάθε ανθρώπου. Μόνον Εκείνος ξέρει τι συμβαίνει. Εμείς βλέπουμε άπ” έξω. Εκείνος βλέπει το από μέσα. «Ας θυμηθούμε και την διδασκαλία του Χριστού για τα ποτήρια, όταν μιλούσε για την υποκρισία των Γραμματέων κοιτών Φαρισαίων. “Απ” έξω φαίνονται καθαρά. Μέσα, όμως, είναι γεμάτα από βρωμιά και αδικία και αρπαγή. Να το πω και με ένα άλλο παράδειγμα. Όταν πηγαίνουμε στο γιατρό να μας θεραπεύσει, δεν του λέμε εμείς τι να κάνη. Εκείνος ξέρει τη δουλειά του. Εμείς απλώς του λέμε ότι πονάμε και σε ποιο μέρος υποφέρουμε. Τη στιγμή, πού λέμε «εγώ θέλω» σταματούμε την διαδικασία της γνώσεως, για το θέμα, πού πρέπει να μάθουμε. Ή αλήθεια μας δίδεται όταν τη ζητήσουμε ταπεινά, όπως ζητούμε την υγεία μας από τον γιατρό. Δεν μπορούμε να διατάξουμε την αλήθεια, άλλα να την παρακαλέσουμε να μας δοθεί, να μας αποκαλυφθεί. Γιατί ή αλήθεια είναι ό Θεός, πού δεν μπορούμε να τον διατάξουμε, άλλα μόνον να τον παρακαλέσουμε και να τον αγαπήσουμε.
Ναι, πάτερ μου, αλλά τότε τι γίνεται; Αν δεν πω στο γιατρό εγώ τι θέλω πώς θα με εξέταση και πώς θα με θεραπεύσει;
Όχι, όχι, όχι, παιδί μου, αυτό είναι λάθος, ξανάπε ό Γέροντας. Ό γιατρός ξέρει τι θέλεις, όταν τον επισκέπτεσαι. Εσύ το μόνο, πού μπορείς να πεις είναι ότι πονάς και σε ποιο σημείο νοιώθεις τον πόνο σου. Τα υπόλοιπα είναι δική του δουλειά. Γι” αυτό και οι Άγιοι Πατέρες μας συμβουλεύουν να προσευχόμαστε σαν τα μικρά παιδιά, πού κλαίνε όταν πονούνε. Και δείχνουνε το μέρος όπου πονάνε.
Πάλι δεν το καταλαβαίνω, πάτερ μου, το νόημα των λόγων, πού μου λέτε, απάντησε ό κ. Σταύρος. Δεν πονώ εγώ, αλλά θέλω να ξέρω τι στάση, να κρατήσω σε κάποιον, πού αμάρτησε φανερά. Θα τον συγχωρήσω ή όχι;
Συγχώρηση πρέπει να τη δίνουμε σε όλους, όπως κάνει και ό ίδιος ό Θεός. «Βρέχει επί δικαίους και αδίκους», λέγει το Εύαγγέλιον. Διότι όλοι είμαστε αμαρτωλοί και όλοι θα έπρεπε να καταδικασθούμε, για τις αμαρτίες μας, λίγες ή πολλές. Για αυτό πρέπει να συγχωρούμε και να ευχόμαστε στον Θεό να συγχώρηση και τον αμαρτωλό και εμάς, πού αμαρτάνουμε και πολύ συχνά δεν καταλαβαίνουμε τι κάνουμε ή τι δεν κάνουμε. Αν, όμως, είμαστε αδύναμοι πνευματικός και ή συμπεριφορά του αλλού μας επηρεάζει αρνητικά, τότε πρέπει να μη τον κατηγορούμε, αλλά να τον αποφεύγουμε και να μη έχουμε μαζί του συναναστροφές και συνέπειες. Και αν είναι αιρετικός τότε να τον αποφεύγουμε τελείως και να μη τον δεχόμαστε. Γιατί ή συντροφιά με τους αιρετικούς είναι επικίνδυνη, μπορεί να μας δηλητηρίαση και να μας θανάτωση πνευματικά. Γενικώς για τους αμαρτωλούς πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια του Μ. Βασιλείου: «Φθείρουν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί».
Δηλαδή ή συντροφιά με τους αμαρτωλούς μπορεί να φθείρει και τους καλούς χαρακτήρες. Αυτό το γνωρίζω, συνέχισε ό κ. Σταύρος, πού επέμενε στην γνώμη του. Αυτό, πού δεν ξέρω είναι το πώς και το γιατί της συγχωρήσεως των άλλων ανθρώπων.
Το πώς μας το είπε ό Χριστός: « Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ίω. ιε” 5). Χρειάζεται ή δική του βοήθεια, είπε ό Γέροντας. Για αυτό και πρέπει να ζητούμε συνεχώς την βοήθεια του. Αν εκείνος δεν βοηθήσει, τίποτε καλό δεν μπορούμε να κάνουμε. Όσον για το «γιατί», αυτό μας το λέγει το Ευαγγέλιο: «Εάν γαρ άφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ό πατήρ υμών ό ουράνιος• εάν δε μη άφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ό πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ” 14 -15). Να γιατί πρέπει να συγχωρούμε τους άλλους, όσον και αν αμάρτησαν. Από την συγχώρηση, αγαπητέ μου, αρχίζει ή αγάπη. Διάβασε το ιγ” Κεφάλαιο της Α” Επιστολής του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους και τότε θα καταλάβετε το γιατί πρέπει να συγχωρούμε.
Την έχω διαβάσει, πάτερ μου, αλλά πάλι αδυνατώ να κατανοήσω τι θέλετε να πείτε με το πώς και το γιατί…
Τότε θα σου μιλήσω, φίλτατε, με άλλο παράδειγμα, για να γίνω πιο σαφής, ξανάπε ό π. Ιάκωβος. Άνοιξε την δεξιά σου παλάμη από το μέσα μέρος και τέντωσε την όσον μπορείς.
Ό κ. Σταύρος τέντωσε την παλάμη του δεξιού του χεριού και περίμενε. Τότε ό Γέροντας πήρε το ποτήρι με το νερό, πού βρισκόταν πάνω στο τραπέζι και έριξε λίγο πάνω στην παλάμη του επισκέπτη του. Το νερό, καθώς ήταν φυσικό, κύλησε από το χέρι και χύθηκε κάτω και δεν έμεινε στην ανοιχτή παλάμη ούτε σταγόνα.
Τώρα κάνε κούρμπα την παλάμη σου, είπε ό Γέροντας. Τι θα πει κούρμπα, πάτερ μου; Δεν ξέρω την λέξη…
Κούρμπα στο χωριό μου λένε την καμπύλη, εξήγησε ό π. Ιάκωβος. Κάνε, λοιπόν, την παλάμη σου κυρτή, σαν λακκούβα, όπως παίρνεις το νερό, για να πλυθείς.
Υπάκουσε ό κ. Σταύρος και ό Γέροντας έριξε πάλι στην χούφτα του λίγο νερό από το ποτήρι και έμεινε το νερό στο χέρι του κ. Σταύρου.
Αυτό είναι, πού πρέπει να κάνουμε όταν θέλουμε να μάθουμε μιαν αλήθεια και πιο πολύ όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε κάποιον αμαρτωλό, εξήγησε ό π. Ιάκωβος. Σκύβουμε το κεφάλι της λογικής μας μπροστά στην αλήθεια, ταπεινώνουμε τον εαυτό μας, πού νομίζει ότι όλα τα ξέρει και όλα μπορεί να τα καταλάβει, ομολογούμε την αδυναμία μας και τότε ό Θεός μας δίνει άφθονη την χάρη του και για να καταλάβουμε και για να ενεργήσουμε σωστά. Αυτό κάνουμε και όταν θέλουμε να συγχωρήσουμε και να πλησιάσουμε τον Χριστό της αγάπης, πού συγχωρεί και βοήθα όσους ζητούν ταπεινά την βοήθεια του. Χωρίς ταπείνωση, ούτε τον εαυτόν μας μπορούμε να συγχωρήσουμε και να τον αγαπήσουμε πραγματικά. Αυτό μας δίδαξε ό Χριστός και με την ζωήν και με τον λόγον του. Και αυτό πρέπει να κάνουμε κι εμείς, αν θέλουμε να δούμε «Θεού πρόσωπον». Να ταπεινωθούμε πρώτα μπροστά στον Θεόν, ως αμαρτωλοί, πού είμαστε και Εκείνος θα μας βοηθήσει να ταπεινωθούμε και μπροστά στους ανθρώπους, να τους συγχωρήσουμε και να καταλάβουμε ότι αλλιώς δεν γίνεται τίποτα.
Ό κ. Σταύρος φαίνεται ότι κατάλαβε αυτήν τη φορά και έσκυψε το κεφάλι του μπροστά στον Γέροντα, σαν να ζητούσε συγχώρηση για την διανοητική του έπαρση και την ψυχική του αλαζονεία. Γιατί αυτό το νόσημα της έπαρσης και της αλαζονείας τυφλώνει και ξεστρατίζει την ψυχή του ανθρώπου. Τότε ό π. Ιάκωβος, πού είδε διακριτικά την μεταστροφή του επισκέπτη του, θέλησε να βάλει, ωσάν περισπωμένη στο ρήμα «αγαπώ» τον επίλογο της κουβέντας τους, είπε:
Ό Χριστός μας έδωσε τον λεγόμενον «χρυσόν κανόνα» ζωής ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους: «Πάντα ούν όσα αν θέλητε “ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, ούτω και υμείς ποιείτε αυτοίς ούτος γαρ εστίν ό νόμος και οι προφήται» (Ματθ. ζ” 12). Δηλαδή, αν θέλεις να σε συγχωρούν οι άλλοι, συγχώρησε τους άλλους πρώτος εσύ. Αμήν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ

Πόσο ζυγίζει η αμαρτία;


«Κορόιδευε ένας άθεος έναν ἱεροκήρυκα μιά μέρα, λέγοντάς του:

—Μας μιλᾶτε κάθε τόσο γιά φορτίο ἁμαρτιῶν καί τά παρόμοια. Πιστέψτε με, ὅμως, ὅτι προσωπικά δέν νοιώθω κανένα τέτοιο βάρος. Ἀλήθεια, πόσο ζυγίζει ἡ ἁμαρτία;

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ πολύ ψύχραιμα, ἀπάντησε τότε:

—Δέν μου λέτε, ἄν βάλετε πάνω σ’ ἕνα νεκρό μιά πέτρα ἑκατό κιλῶν, θά τή νοιώση;

—Ὄχι, ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ ἄθεος, γιατί εἶναι νεκρός.

—Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ σᾶς, κατέληξε ὁ ἱεροκήρυκας. Ἔξω ἀπό τή Χάρι τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι “νεκρός στίς παραβάσεις καί τά παραπτώματα”(Ἐφ 2, 1). Γι’ αὐτό δέν νοιώθετε τό βάρος τῆς ἁμαρτίας».