Tuesday, 20 May 2014

The Aroma of Reverence....


Once a reclusive ascetic, who had heard a lot about Elder Paisios, came to visit him. They talked for a while, and he ascertained that Elder Paisios was an exceptionally reverent man. Indeed, the elder had a rare reverence, which he had learned from his parents, and mainly his mother.

While at the monastery, he benefited from many of the fathers, and especially from a particular hieromonk. He would say, “We cant reach the reverence he had—impossible. He would celebrate liturgy every day, and he struggled greatly. Once, for half a year, he ate nothing but half of a small prosphoron and a few tomatoes dried in the sun.”

When he would serve out in the chapels, this reverent priest, like other priests of the monastery, preferred to have as a chanter the young Father Averkios (as the elder was then called).

The elder had an innate reverence, but he also cultivated it a great deal. He placed such emphasis on it that he once said that “reverence is the greatest virtue, because it attracts the grace of God.” To the elder, reverence was the fear of God and spiritual sensitivity. Reverent people behave carefully and modestly, because they intensely feel the presence of God.

The elder wanted reverence to be unaffected and internal. He turned away from mere external forms. Regarding a group of monks who had great order and discipline in their liturgical life, he commented, “I respect that, if it’s something that comes from within.” The elder’s conduct was reverent, but with a freedom that was alien to dry forms. If he didn’t feel something, he wouldn’t do it. He distinguished reverence from piety — a word he even avoided saying. He would say that reverence is like incense, while piety is just perfume.56

The elder’s reverence encompassed not only small and seemingly unimportant matters, but also spiritual and essential issues. “If someone neglects the little things,” he taught, “the danger is that he’ll start neglecting greater, holier things. And then, without realizing it, rationalizing it all to himself— ‘This is nothing, that doesn’t matter’ — he can end up, God forbid, totally neglecting the things of God and becoming irreverent, arrogant, and atheistic.”

Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ!


Κάποτε, ένας άρχοντας της τσαρικής αυλής, πήγε να συμβουλευτεί έναν περίφημο τότε για την αρετή του, ιερέα της Πετρούπολης.
-Πάτερ, πες μου, τι να κάμω; Έχω πολλούς εχθρούς. Με μισούν «ματαίως»• χωρίς κανένα λόγο. Με συκοφαντούν στον Τσάρο. Κινδυνεύω να χάσω την δουλειά μου. Αν ο Τσάρος πεισθή και με απολύσει, που θα σταθώ; Πως θα ζήσω; Σας παρακαλώ, συμβουλέψετέ με. Τι να κάμω;
-Να προσεύχεσαι. Για όλους. Και περισσότερο για αυτούς που ξεσηκώθηκαν εναντίον σου. Και στο σπίτι. Αλλά και στην Εκκλησία, στην θεία λειτουργία. Έχει μεγάλη σημασία αυτό.
-Και τι θα βγει με αυτό, πάτερ; είπε πικραμένος.
-Θα το ιδείς. Τα «ψίχουλα», οι μαργαρίτες -οι μερίδες που βγάζει ο ιερέας στην προσκομιδή, όταν διαβάζει ονόματα- συμβολίζουν τις ψυχές των ανθρώπων• ζώντων και κεκοιμημένων. Και κάποια στιγμή, αυτές τις μερίδες ο παπάς τις ρίχνει μέσα στο άγιο ποτήριο, με τα λόγια: «Απόπλυνε, Κυριε, τα αμαρτήματα των ενθάδε μνημονευθέντων δούλων σου, τω Αίματί Σου τω Αγίω». Δηλαδή παρακαλεί τον Χριστό να ξεπλύνει με το Αίμα Του τις ψυχές των ανθρώπων που μνημόνευσε.
Και πρόσθεσε:
- Γι αὐτό, αν θέλεις, άκουσέ με. Γράψε τα ονόματα εκείνων που σε επιβουλεύονται σε ένα χαρτί και δώσε τα στον ιερέα, να τα μνημονεύει στη λειτουργία• και θα το ιδείς!
Από τότε πέρασαν μια, δυό, τρεις εβδομάδες. Μετά από ένα μήνα, νάτος, πάλι στον παπά. Και πέφτοντας μπροστά στα πόδια του, εξομολογήθηκε:
- Θαύμα, πάτερ! Θαύμα! Θαύμα! Δεν θα το πιστέψετε! Έκανα αυτό που μου είπατε. Και, να! Αυτοί που μέχρι τώρα με μισούσαν, και ήθελαν το κακό μου, τώρα μου συμπεριφέρονται με τέτοιο σεβασμό, μου δείχνουν τέτοια αγάπη που δεν ξέρω, πως να το εξηγήσω. Το στόμα τους, που πρώτα ήταν όλο χολή, τώρα στάζει μέλι. Όπου και να σταθούν, μόνο καλές κουβέντες λένε για μένα!
* * *
Και ο σεβάσμιος γέροντας συμπέρανε:
-Είδες, λοιπόν! Σου το έλεγα. Άφησε το θέμα σου στο Θεό και θα το ιδείς. Τώρα το βλέπεις, ολοκάθαρα, πόσο ο Θεός φροντίζει για μας.
Παντοτε λοιπόν, και συ «εν ψαλτηρίω» να το ανοίγεις το κάθε σου πρόβλημα. Να προσεύχεσαι. Ιδιαίτερα για «τους εχθραίνοντάς σοι ματαίως» (Ψαλμ. 3,8)• δηλαδή για εκείνους που, χωρίς κανένα λόγο, σε επιβουλεύονται. Και ο Θεός, θα τους κάνει φίλους σου.