Saturday, 17 May 2014

Sunday of the Samaritan Woman


When we stand in church or at home before the holy icons, make the sign of the cross, bow our heads or prostrate ourselves, say the words of prayer, make charitable contributions to the church, abstain from non-Lenten food, i.e. keep the fast, etc., – then we are externally serving and worshipping God. However, such worship is not yet the worship “in spirit and in truth” that was mentioned in today’s Gospel, it is not yet genuine prayer, but only its outward manifestation.

Today’s Gospel reading tells us of how Jesus Christ in His conversation with the Samaritan woman teaches us, too, how to pray and how to worship God.

We have just celebrated the great feast of Christ’s Resurrection, the celebration of which continues until the end of the paschal period. And throughout this period of time, every Sunday the Church brings to our attention Gospel readings from St. John the Theologian, whose Gospel is distinguished from the others by its lofty spiritual style, and which most frequently deals with dogmatic teaching and speaks of Jesus Christ as the Son of God, as the Messiah.

The Holy Church, preparing us throughout the entire year for the feast of Pascha, now offers us supreme truths in these Gospel readings.

Often in prayer our soul is distracted by various earthly thoughts, even against our will. Often we ourselves do not know what we are saying, since our lips say one thing, while the heart deals with another. How can we expect God to hear our prayer when we ourselves often do not hear it? Rarely are we able to pray sincerely, sometimes not at all, and there is little benefit from automatic prayer. What should we do? Should we stop praying?

No, dear brethren! The Lord answers us through the Samaritan woman.
The Lord met this woman at the well, and during His conversation with her He made her aware of her sinful life. This revelation set her on the path to salvation – she was the first among the Samaritans to acknowledge Christ as Messiah. Without even having had time to do any penance, she asks this Stranger about spiritual life, and He explains it to her. He does not reject her, though she is a sinner, but discourses with her on the same level as with His listeners in the synagogues.


The Lord knows what is in everyone’s heart, He knew what was in the Samaritan woman’s heart, and He also knows our own hearts and our weaknesses. He knows us well and can help us, only we must not fall prey to despondency. Tradition holds it that the Samaritan woman, who was called Photinia, was persecuted during Nero’s reign in approximately 66 A.D. for spreading Christianity, and died a martyric death by being thrown into a well.
Despite leading a sinful life, the Samaritan Photinia had a sincere desire to know the true faith, and the Lord did not overlook her desire. In other words, she was not lukewarm in faith as is, unfortunately, the overwhelming majority of contem-porary mankind. The Lord accepted the sinful Samaritan woman, but did not approve of the scribes and the Pharisees, despite the fact that outwardly their life may have appeared more righteous.


Thus external actions alone, without internal coordination, are of lesser value to us than making sure our inner spiritual state is better and purer. At this point we come upon the most important aspect of our life: the inner life.

Today’s Gospel reading teaches us to approach all spiritual issues in our life from within: to pay scant attention to externals, for the internal has more value than the external. And whenever we are faced with the question of whether we are acting correctly in such-and-such a case, we should look upon it from within the heart: if the answer is “yes” – then thanks be to God, and if the answer is “no” – then we must try to change ourselves.

Thus for a long time now, for almost two thousand years, the time has been ripe to worship the Father in spirit and in truth, for God seeks such worshippers; and may He grant that we be among them. Amen.


Father Igor Hrebinka

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά, Περί της Σαμαρείτιδος και ότι πρέπει να καταφρονούμε τα παρόντα


Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ
 
Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού διανύομε τώρα, ἐπεκτεινομένη σέ πενήντα ἡμέρες, ἑορτάζομε τήν ἀπό τούς νεκρούς ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος μας ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δεικνύοντας μέ αὐτή τήν παράτασι τήν ὑπεροχή της ἀπέναντι στίς ἄλλες ἑορτές. ῎Αν καί βέβαια αὐτή ἡ περίοδος τῶν ἡμερῶν περιλαμβάνει καί τήν ἐπέτειο μνήμη τῆς ἐπανόδου στούς οὐρανούς, ἀλλά καί αὐτή δεικνύει τή διαφορά τοῦ ἀναστάντος Δεσπότου πρός τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἀναβιώσει.

Πραγματικά ὅλοι ὅσοι ἀναστήθηκαν ἀπό τούς νεκρούς ἀναστήθηκαν ἀπό ἄλλους καί, ἀφοῦ ἀπέθαναν πάλι, ἐπέστρεψαν στή γῆ. Ὁ δέ Χριστός, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς, δέν κυριεύεται πλέον καθόλου ἀπό τόν θάνατο. Διότι μόνο αὐτός, ἀφοῦ ἀνέστησε τόν ἑαυτό του τήν τρίτη ἡμέρα, δέν ἐπέστρεψε πάλι στή γῆ, ἀλλά ἀνέβηκε στόν οὐρανό, καθιστώντας τό φύραμά μας πού εἶχε λάβει ὁμόθρονο μέ τόν Πατέρα ὡς ὁμόθεο.

Γι᾿ αὐτό εἶναι ὁ μόνος πού ἔγινε ἀρχή τῆς μελλοντικῆς ἀναστάσεως ὅλων καί ὁ μόνος πού κατέστη ἀπαρχή τῶν νεκρῶν καί πρωτότοκος ἀπό τούς νεκρούς καί πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Καί ὅπως ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀποθαίνουν στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι στόν Χριστό θά ζωοποιηθοῦν ὅλοι, ἁμαρτωλοί καί δίκαιοι, ἀλλ᾿ ὁ καθένας στήν τάξι του. Ἀπαρχή εἶναι ὁ Χριστός, ἔπειτα οἱ ὀπαδοί τοῦ Χριστοῦ κατά τήν παρουσία του, ἔπειτα οἱ τελευταῖοι, ὅταν καταργήση κάθε ἀρχή καί ἐξουσία καί δύναμι καί θέση ὅλους τούς ἐχθρούς του κάτω ἀπό τά πόδια του.

Τελευταῖος ἐχθρός πού θά καταργηθῆ εἶναι ὁ θάνατος (Α´ Κορ. 15,22 ἑἑ), κατά τήν κοινή ἀνάστασι, μέ τήν ἐσχάτη σάλπιγγα. Διότι πρέπει τό φθαρτό τοῦτο στοιχεῖο νά ἐνδυθῆ ἀφθαρσία καί τό θνητό τοῦτο νά ἐνδυθῆ ἀθανασία (Α´ Κορ. 15,53).

Τέτοια δωρεά μᾶς προσφέρει ἡ ἀνάστασις τοῦ Κυρίου, καί γι᾿ αὐτό μόνο αὐτήν ἑορτάζομε μέ τόση διάρκεια σάν ἀθάνατη καί ἀνώλεθρη καί ἀΐδια, προεικονίζοντας μέ αὐτά καί τήν μέλλουσα μακαριότητα τῶν ἁγίων, ἀπό τήν ὁποία ἔχει ἐξαφανισθῆ κάθε ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός. Ὑπάρχει δέ σ᾿ αὐτήν εὐφροσύνη καί πανήγυρις ἐνθουσιώδης καί ἀναλλοίωτη. Διότι ἐκεῖ εἶναι πραγματικά ἡ κατοικία τῶν εὐφραινομένων.

Γι᾿ αὐτό ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος ἐνομοθέτησε πρίν ἀπό τίς ἡμέρες αὐτές νά τελοῦμε τήν ἱερά τεσσαρακοστή μέ νηστεία καί ἀγρυπνία καί μέ προσευχή καί κάθε εἶδος ἀσκήσεως τῶν ἀρετῶν. Μέ τήν τεσσαρακοντάδα τῶν ἡμερῶν δεικνύει ὅτι σ᾿ αὐτόν τόν αἰῶνα ἡ ζωή τῶν σωζομένων δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μετάνοια καί θεοφιλής βίος. Μέ τήν πεντηκοστή δέ αὐτή, πού διανύομε τώρα, ἐπιδεικνύει τήν ἄνεσι καί ἀπόλαυσι πού θά ὑποδεχθῆ αὐτούς πού ἔζησαν ἐδῶ ἐναγωνίως γιά τόν Θεό.

Γι᾿ αὐτό ἐκείνη μέν εἶναι τεσσαρακοστή, ἔχει συνακόλουθη τήν μνήμη τῶν σωτηρίων παθῶν καί μετά τήν ἑβδόμη ἑβδομάδα λαμβάνει τήν λύσι τῆς νηστείας.αὐτή δέ σάν πεντηκοστή συμπεριλαμβάνει καί τήν ἀπό τή γῆ μετάθεσι στόν οὐρανό καί τήν κατάβασι καί διάδοσι τοῦ θείου Πνεύματος. Διότι αὐτός ἐδῶ ὁ αἰών εἶναι ἑβδοματικός καί συνίσταται ἀπό τέσσερις ἐποχές καί μέρη καί στοιχεῖα καί γι᾿ αὐτούς πού σ᾿ αὐτόν καθιστοῦν τούς ἑαυτούς των κοινωνούς τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ ἐπιφέρει τήν ἑορτή τῆς Πεντηκοστῆς, πού ἀρχίζει ἀπό τήν ὀγδόη καί καταλήγει στήν ὀγδόη καί ἀφοῦ ξεπεράση τήν ἑβδομάδα καί τήν τετρακτύ, διά τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί τῆς ἔπειτα ἀπό αὐτήν ἀναλήψεως παριστάνει τήν μέλλουσα ἀνάστασι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τήν κατ᾿ αὐτήν ἀνύψωσι τῶν ἀξίων στά σύννεφα πρός τήν θεία συνάντησι καί στήν συνέχεια τήν συνύπαρξι καί ἀνάπαυσι μέ τόν Θεό στούς αἰῶνες.

Αὐτή λοιπόν θά ἔλθη στόν καιρό της. ῾Ο δέ Κύριος κηρύττοντας τό εὐαγγέλιο τῆς βασιλείας πρίν ἀπό τό πάθος καί δεικνύοντας στούς μαθητάς ὅτι δέν θά γίνη μόνο ἀνάμεσα στούς ᾿Ιουδαίους ἡ ἐκλογή τῶν ἀξίων τῆς πίστεως καί τῆς ἀπό αὐτόν προτεινομένης ἀΐδιας κληρονομίας ἀλλά καί ἀνάμεσα στούς ᾿Εθνικούς, κατά τήν σήμερα ἀναγινωσκομένη στήν ἐκκλησία περικοπή τοῦ εὐαγγελίου (᾿Ιω. 4,5-30) “ἔρχεται σέ μιά πόλι τῆς Σαμαρείας, πού λέγεται Σιχάρ, πλησίον τοῦ τόπου πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν υἱό του ᾿Ιωσήφ.

᾿Εκεῖ ἦταν ἡ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ”. Πηγή φυσικά ὀνομάζει τό φρέαρ, διότι εἶχε ὕδωρ πηγαῖο, ὅπως θά φανῆ ἀπό τήν συνέχεια τοῦ λόγου.ἦταν δέ τοῦ ᾿Ιακώβ, ἐπειδή ἐκεῖνος τό εἶχε ἀνοίξει. ῾Ο δέ τόπος πού ἔδωσε ὁ ᾿Ιακώβ στόν ᾿Ιωσήφ εἶναι τά Σίκημα. Διότι εἶπε πρός αὐτόν, ὅταν ἔπνεε τά ἔσχατα στήν Αἴγυπτο καί ἔκαμε διαθήκη. “᾿Ιδού ἐγώ πεθαίνω, ἐνῶ ἐσᾶς θά σᾶς ἐπαναφέρη ὁ Θεός ἀπό αὐτή τή γῆ στή γῆ τῶν πατέρων μας. ᾿Εγώ δίδω τά Σίκημα κατ᾿ ἐξαίρεσι ἀπό τούς ἀδελφούς σου σέ σένα, τά ὁποῖα ἔλαβα ἀπό τούς ᾿Αμορραίους μέ τό ξίφος καί τό τόξο μου”. Γι᾿ αὐτό τά μέν Σίκημα κατοικοῦνταν ὕστερα ἀπό τήν φυλή τοῦ ᾿Εφραίμ, ὁ ὁποῖος ἦταν πρωτότοκος υἱός τοῦ ᾿Ιωσήφ, τόν δέ τόπο γύρω ἀπό αὐτά κατοικοῦσαν οἱ δέκα φυλές τοῦ ᾿Ισραήλ, τίς ὁποῖες ἐκυβέρνησε ὁ ἀποστάτης ῾Ιερουβοάμ.