Sunday, 27 April 2014

Θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;


(Επισκόπου Anthony Bloom)

Ο Θεός είναι διατεθειμένος να μείνει τελείως έξω από την ζωή μας, είναι έτοιμος να το σηκώσει αυτό σαν ένα σταυρό, αλλά δεν είναι καθόλου διατεθειμένος να γίνει απλώς ένα μέρος της ζωής μας.

Έτσι όταν σκεπτόμαστε την απουσία του Θεού, δεν αξίζει να ερωτήσουμε τον εαυτό μας: ποιος φταίει γι’ αυτό;

Πάντοτε αποδίδουμε την ενοχή στον Θεό, πάντοτε κατηγορούμε Εκείνον, είτε κατ’ ευθείαν, είτε μπροστά στους ανθρώπους, ότι είναι απών, ότι ποτέ δεν είναι παρών όταν Τον χρειαζόμαστε, ποτέ δεν ανταποκρίνεται οσάκις καταφεύγουμε σ’ Αυτόν.

Είναι στιγμές που είμαστε περισσότερο «ευσεβείς» και λέμε ευλαβικά: «ο Θεός δοκιμάζει την υπομονή μου, την πίστη μου, την ταπείνωση μου». Βρίσκουμε ένα σωρό τρόπους για να μεταβάλουμε την εναντίον μας κρίση του Θεού σε έπαινό μας. Είμαστε τόσο υπομονετικοί ώστε μπορούμε να υποφέρουμε ακόμα και τον Θεό!

Όταν πάμε να προσευχηθούμε όλες τις φορές θέλουμε ΚΑΤΙ από Εκείνον και καθόλου ΕΚΕΙΝΟΝ.

Μπορεί αυτό να λεχθεί σχέση; Συμπεριφερόμαστε με τον τρόπο αυτόν στους φίλους μας; Αποβλέπουμε κυρίως σ’ αυτό που η φιλία μπορεί να μας δώσει ή αγαπάμε τον φίλο; Συμβαίνει το ίδιο στις σχέσεις μας με τον Θεό;

Ας σκεφθούμε τις προσευχές μας, τις δικές σας και τις δικές μου. Σκεφθείτε την θέρμη, το βάθος και την ένταση που έχει η προσευχή σας, όταν αφορά κάποιον που αγαπάτε, ή κάτι που έχει σημασία για την ζωή σας. Τότε η καρδιά σας είναι ανοιχτή, όλος ο εσωτερικός σας εαυτός είναι προσηλωμένος στην προσευχή. Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο Θεός έχει κάποια σημασία για σας; ΌΧΙ, καθόλου! Απλώς σημαίνει ότι το θέμα της προσευχής σας απασχολεί.

Όταν κάνετε την γεμάτη πάθος, βαθιά και έντονη προσευχή, την σχετική με το αγαπώμενο πρόσωπο, ή την κατάσταση που σας στεναχωρεί και μετά στραφείτε στο επόμενο αίτημα, που δεν σας απασχολεί και πολύ και ξαφνικά παγώσει η διάθεση σας, τι άλλαξε; «Ψυχράθηκε» μήπως ο Θεός; Ή έχει «απομακρυνθεί»; Όχι ασφαλώς. Αυτό σημαίνει ότι όλη η έξαρση, όλη η ένταση της προσευχής σας δεν γεννήθηκε από την παρουσία του Θεού, ούτε από την προς Αυτόν πίστη σας, την σφοδρή γι’ Αυτόν αγάπη, από την αίσθηση της παρουσίας Του. Αλλά γεννήθηκε, μόνο και μόνο, από την ανησυχία σας για κείνο το πρόσωπο ή για κείνη την υπόθεση, και όχι για τον Θεό.

Γιατί λοιπόν μας εκπλήττει το γεγονός ότι αυτή η απουσία του Θεού μας πλήττει; Εμείς είμαστε εκείνοι που απουσιάζουμε, εμείς γινόμαστε ψυχροί, αφού δεν μας ενδιαφέρει πλέον ο Θεός. Γιατί; Διότι ο Θεός δεν έχει τόσο σημασία για εμάς.

Υπάρχουν επίσης και άλλες περιπτώσεις που ο Θεός είναι «απών». Εφόσον εμείς είμαστε πραγματικοί, δηλαδή είμαστε, αληθινά, ο εαυτός μας, ο Θεός μπορεί να είναι παρών και να κάνει κάτι για εμάς. Αλλά από την στιγμή που προσπαθούμε να γίνουμε ότι στην ουσία δεν είμαστε, τότε δεν μένει τίποτε να πούμε ή να έχουμε. Γινόμαστε μία φανταστική προσωπικότης, μία ανειλικρινής παρουσία, και την παρουσία αυτήν δεν μπορεί να την πλησιάσει ο Θεός.

Για να μπορέσουμε να προσευχηθούμε πρέπει να ζήσουμε στην κατάσταση η οποία καθορίζεται σαν Βασιλεία του Θεού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι Αυτός είναι ο Θεός, ο Βασιλεύς, οφείλουμε να παραδοθούμε σ’ Αυτόν. Τουλάχιστον πρέπει να ενδιαφερόμαστε για το θέλημά Του, ακόμη και αν δεν είμαστε ικανοί να το εκπληρώσουμε. Αλλά αν δεν είμαστε ικανοί γι’ αυτό, αν φερόμαστε στον Θεό όπως ο πλούσιος νεανίας που δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον Χριστό γιατί ήταν πάρα πολύ πλούσιος, τότε πώς θα Τον συναντήσουμε;

Πολύ συχνά, ότι θα θέλαμε να είχαμε αποκτήσει δια της προσευχής, δια της βαθείας σχέσεως με τον Θεό, την οποίαν τόσο επιθυμούμε, είναι απλώς μια επιθυμία ευτυχίας και τίποτα παραπάνω.

Δεν είμαστε προετοιμασμένοι να πουλήσουμε όλα όσα έχουμε για να αγοράσουμε τον πολύτιμο μαργαρίτη. Έτσι πως είναι δυνατόν να κερδίσουμε αυτόν τον πολύτιμο μαργαρίτη; Είναι Αυτός η προσδοκία μας;

Τελικά θέλουμε κάτι από τον Χριστό ή θέλουμε τον ίδιο τον Χριστό;


Από το βιβλίο: «Μάθε να προσεύχεσαι»

Metropolitan Anthony of Sourozh-At the heart of the storm



In the Name of the Father, the Son and the Holy Ghost.


I should like to begin with the words of Saint Paul. He tells us that we all who have heard the life-giving, the creative word of God are building our lives on a sure foundation, not only on the teaching of Christ, but on His presence, both invisible, and communicable in the Sacraments. This is a sure foundation of all life — ours, and that of the whole creation. But what do we build on this foundation? Some, the heroes of the spirit, the Patriarchs, the Prophets, the Apostles, the Martyrs, the Saints that cannot be shaken even by the storms of the History. Others have build of gold and silver that rust cannot destroy, that rust cannot spoil.

But do we belong to these? Or are we not rather those who are building on the foundation of Christ Who is a column and a pillar of truth and of life — are we not building of wood and of straw? As long as we live, as long as a storm doesn’t come, both wood and straw seem to be so secure; but then, comes a hurricane, then fire comes — and what is left of it? And it is not only physical fire and physical hurricanes that destroy: History is made of fire, a fire of judgement; and remember the words that the judgement of God begins within His Church, and this Judgement is the judgement by fire. And History is like a storm...

What is left then — is it there any hope for us? There is! Because Paul who has given us a very stern warning lest we lightmindedly built on a Foundation which is Holy something which is unholy, unworthy of this foundation, he tells us, Yes, your works may go up in flames, but you may stay... And why? How can we? Aren't we judged simply by the final reckoning on our life, on what we have built? Perhaps today's Gospel can give us some vision of what may happen.

The Apostles left Christ to cross the sea of Genesareth. The weather was good, the sea was calm, they hoped for a safe crossing. And then the wind came down, and the storm abated, and the waves rose, and they felt that the little skiff in which they were crossing the Lake had become a possible grave for them, a cold, watery grave. They fought as they could; but they could do nothing against the raging sea and the furious wind.

And at that moment they saw Christ walking on the sea, walking on the waters, at the very heart of the storm, in the eye of the hurricane. And they cried out in horror because they thought, This could be nothing but a ghost — God could not be in the midst of the storm, a storm that spelt death to them, destruction. If God was there, there should be peace, stillness, safety for themselves... And yet, God was at the heart of the storm, as He is at the heart of all the historical storm which rages all around us and tosses us about, and frightens us so much, and brings us to the brink of death.

And they cried in terror. And then, they heard a voice; a voice that unmistakably that of Christ: It is I! — don't be afraid!

And a degree of peace came upon them; and Peter turned to Christ, and said, If it is Thou — let me come to You on the waves!.. And Christ said, ‘Come! Enter into the storm, don’t try to escape it, don’t look for safety in this small, frail skiff that can be broken to pieces by the waves, drowned — don't count on that! Walk into the storm, walk on the raging waves!..

And as long as Peter was looking at nothing but Christ, to be with Him wherever Christ found Himself, he could walk. But he became aware of himself; at that moment he became aware of the storm, he was aware of the fact that he could die in a moment, helpless, drowned. And terror seized him, and he cried to Christ again, ‘Lord, save me !’— and the Lord stretched out His hand.

In another passage of the Gospel we are told, ‘And at that moment they discovered that they were all near the shore’ — they were at the end of the journey, while terror made them think that they were in the power of death...

Isn't that something which we can learn, each of us, from the circumstances of life? Let us ask ourselves whether on the unshakeable foundation of Christ we are building of stone, of gold, of silver — or only of perishable things? Let us ask ourselves whether it is with Christ, with God that we want to be in the midst of the storm, at the heart of the storm, fearless, because there is the place where He is — or whether we look for salvation in the little boat that is being drowned.

Let us reflect on this; and let us walk again into life with new hope, with a new sense of responsibility, but with the certainty that all things are possible unto us in the power of Christ Who sustains us. Amen.

* All texts are copyright: Estate of Metropolitan Anthony of Sourozh