Monday, 14 April 2014

Γιατί ο Χριστός δεν άλλαξε τον Ιούδα;


«Τότε, αφού πήγε στους αρχιερείς ένας από τους δώδεκα, ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, είπε, τι θέλετε να μου δώσετε για να σας τον παραδώσω;»

 Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Και ακριβώς όταν η πόρνη μετανοούσε, όταν καταφιλούσε τα πόδια του Κυρίου, τότε πρόδιδε το Δάσκαλο ο μαθητής. Γι' αυτό είπε «τότε», για να μην κατηγορήσεις για αδυναμία το Δάσκαλο, όταν βλέπεις τον μαθητή του να τον προδίδει. Γιατί τόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του Δασκάλου, ώστε να πείθει να Τον ακολουθούν ακόμη και οι πόρνες.

Θα αναρωτιόταν όμως κανείς, Εκείνος που είχε τη δύναμη να μεταστρέφει τις πόρνες και να τις κάνει να Τον ακολουθούν, δεν κατάφερε να κερδίσει την αγάπη του μαθητή του; Είχε τη δύναμη να κερδίσει το μαθητή, αλλά δεν επιθυμούσε να τον μεταβάλει αναγκαστικά στο καλό, ούτε με τη βία να τον προσελκύσει κοντά Του.

«Τότε, αφού πήγε». Και το «αφού πήγε» αυτό δεν στερείται κάποιας σημασίας. Γιατί δεν κάλεσαν οι αρχιερείς τον Ιούδα, ούτε αναγκάστηκε, ούτε υποχρεώθηκε, αλλά ο ίδιος μόνος του κι ελεύθερα γέννησε την πονηρή αυτή σκέψη κι έβγαλε αυτή την απόφαση, χωρίς να έχει κανέναν σύμβουλο σ' αυτό το πονηρό του έργο.

«Τότε, αφού πήγε ...ένας από τους δώδεκα». Τί σημαίνει το «ένας από τους δώδεκα»; Και αυτός ο λόγος «ένας από τους δώδεκα» δείχνει πως η κατηγορία του Ιούδα είναι πολύ μεγάλη. Γιατί ο Ιησούς είχε και άλλους μαθητές, εβδομήντα συνολικά. Αλλά εκείνοι βρίσκονταν σε δεύτερη θέση και δεν απολάμβαναν τόση τιμή, ούτε είχαν τόση οικειότητα με τον Διδάσκαλο, ούτε γνώριζαν τόσο τα μυστικά Του όσο οι δώδεκα. Αυτοί προπάντων ήταν οι εκλεκτοί, αυτοί αποτελούσαν τον στενό κύκλο του Βασιλιά, αυτοί αποτελούσαν την ομάδα που ήταν κοντά στο Δάσκαλο, και από αυτήν ξεπήδησε ο Ιούδας.

Για να μάθεις, λοιπόν, ότι δεν Τον πρόδωσε απλώς κάποιος από τους μαθητές Του, αλλά ένας από τους εκλεκτούς Του, γι' αυτό αναφέρει ο Ευαγγελιστής το «ένας από τους δώδεκα». Και δε ντρέπεται ο Ματθαίος να το αναφέρει. Αλλά για ποιό λόγο να ντραπεί; Το αναφέρει για να μάθεις πως παντού και πάντα λένε οι Ευαγγελιστές την αλήθεια και δεν αποκρύπτουν τίποτα, ακόμη και αυτά που θεωρούνται αξιοκατάκριτα. Γιατί αυτά που φαίνονται πως είναι αξιοκατάκριτα, αυτά αποδεικνύουν τη φιλανθρωπία του Κυρίου. Ότι δηλαδή προσέφερε τόσα πολλά αγαθά στον προδότη, το ληστή, τον κλέφτη (τον Ιούδα) και συνέχιζε μέχρι την τελευταία στιγμή να τον έχει κοντά Του.

Και μάλιστα τον νουθετούσε και τον συμβούλευε και τον φρόντιζε με κάθε τρόπο. Αν εκείνος δεν έδινε σημασία, δεν φταίει ο Κύριος. Και μάρτυρας είναι η πόρνη, και μη πολυπαίρνεις θάρρος προσέχοντας τον Ιούδα. Γιατί και τα δύο αυτά είναι ολέθρια, και το υπέρμετρο θάρρος και η απελπισία (απόγνωση). Γιατί το υπέρμετρο θάρρος κάνει να πέσει κάτω αυτός που στέκεται όρθιος, και η απελπισία εμποδίζει να σηκωθεί αυτός που έχει πέσει. Γι' αυτό και ο Παύλος συμβούλευε λέγοντας: «Αυτός που νομίζει πως στέκεται, ας προσέχει μην πέσει».

Έχεις τα παραδείγματα και των δύο πώς έπεσε δηλαδή ο μαθητής, που νόμιζε πως στεκόταν όρθιος, και πώς σηκώθηκε η πόρνη που είχε πέσει. Η σκέψη μας εύκολα παρασύρεται και η θέλησή μας είναι ευμετάβλητη. Γι' αυτό πρέπει να διαφυλάσσουμε και να οχυρώνουμε τον εαυτό μας από παντού.

«Τί θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πες μου Ιούδα, αυτά σου έμαθε ο Χριστός; Γι' αυτό το λόγο δεν έλεγε, «μην αποκτήσετε χρυσά νομίσματα, ούτε ασημένια, ούτε χάλκινα που να τα φυλάγετε στις ζώνες σας», θέλοντας να περιορίσει από πιο μπροστά τη φιλαργυρία σου;

«Τί θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Πολύ σκληρά είναι τα λόγια αυτά. Πες μου, μπορείς εσύ να παραδώσεις Εκείνον που συγκρατεί τα πάντα, που εξουσιάζει τους δαίμονες, που διατάσσει τη θάλασσα και είναι ο Κύριος όλων όσων υπάρχουν στη φύση; Για να περιορίσει λοιπόν τη παραφροσύνη του και για να δείξει πως αν δεν ήθελε, δεν θα προδιδόταν, άκουσε τι κάνει.

Κατά την ώρα ακριβώς της προδοσίας, όταν ήρθαν εναντίον Του κρατώντας ξύλα, λαμπάδες και πυρσούς, τους λέει: «Ποιόν ζητάτε;» και δεν γνώριζαν Εκείνον που επρόκειτο να συλλάβουν. Τόσο πολύ έλειπε η δύναμη από τον Ιούδα στο να παραδώσει τον Κύριο, ώστε δεν Τον έβλεπε τη στιγμή που επρόκειτο να Τον παραδώσει, ενώ ήταν παρών, και όλα αυτά τη στιγμή που υπήρχαν τόσες λαμπάδες και τόση φωτοχυσία. Αυτό βέβαια υπαινίχθηκε και ο Ευαγγελιστής λέγοντας ότι είχαν λαμπάδες και πυρσούς και δεν τον έβλεπαν. Και κάθε ημέρα του το υπενθύμιζε και με λόγια και με έργα, ότι δηλαδή δεν θα μπορέσει να Τον προδώσει στα κρυφά. Και μάλιστα δεν του έκανε (ο Κύριος) παρατηρήσεις φανερά μπροστά σε άλλους, για να μην τον κάνει πιο αδιάντροπο, ούτε πάλι αποσιωπούσε τα σφάλματά του, για να μην νομίζει ότι περνούν απαρατήρητα και επιχειρήσει άφοβα την προδοσία, αλλά διαρκώς έλεγε: «Ένας από εσάς θα με παραδώσει», δεν τον φανέρωσε όμως.

Είπε πολλά (ο Κύριος) και για την κόλαση, πολλά και για τη Βασιλεία των ουρανών και απέδειξε τη δύναμη που είχε και για τα δύο, και για να τιμωρεί τους αμαρτωλούς και για να ανταμείβει τους δικαίους. Αλλά εκείνος (ο Ιούδας) όλα αυτά τα περιφρόνησε, ο Θεός όμως δεν τον ανακάλεσε με τη βία από αυτό που αποφάσισε. Επειδή λοιπόν μάς δημιούργησε ελεύθερους να διαλέγουμε τις κακές ή τις ενάρετες πράξεις, επιθυμεί να είμαστε καλοί με τη θέλησή μας. Γι' αυτό αν εμείς δεν θέλουμε, ούτε μας πιέζει ούτε μας αναγκάζει. Επειδή αυτός που γίνεται με τη βία ενάρετος, δεν είναι δυνατόν να είναι ενάρετος.

Αφού λοιπόν κι εκείνος ήταν ελεύθερος να διαλέξει και ήταν σε θέση να μην υποστεί βία για να κλίνει προς τη φιλαργυρία, γι' αυτό τυφλώθηκε η σκέψη του, πρόδωσε τη σωτηρία του και είπε: «Τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Επικρίνοντας τη διανοητική του τύφλωση και την αναισθησία, ο Ευαγγελιστής λέει ότι την ώρα που πήγαν να συλλάβουν τον Κύριο, βρισκόταν μαζί τους και ο Ιούδας, εκείνος που είπε «τι θέλετε να μου δώσετε, κι εγώ θα σας Τον παραδώσω». Και όχι μόνο από αυτό είναι δυνατόν να δούμε τη δύναμη του Χριστού, αλλά και απ' ότι μόλις Εκείνος απλώς μίλησε, απομακρύνθηκαν κι έπεσαν κάτω. Επειδή όμως ούτε μ' αυτόν τον τρόπο δεν σταμάτησαν το επαίσχυντο έργο τους, παραδίνεται αμέσως σαν να έλεγε: Εγώ έκανα το καθήκον μου, αποκάλυψα τη δύναμή μου και απέδειξα ότι επιχειρείτε πράγματα ακατόρθωτα. Θέλησα να περιορίσω την κακία σας, αλλά επειδή εσείς δεν θελήσατε και επιμένετε στην παραφροσύνη σας, να, σας παραδίνομαι.

Τα ανέφερα όλα αυτά, για να μην κατηγορήσουν μερικοί τον Χριστό, και πουν: γιατί δεν μετέστρεψε τον Ιούδα;


(Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου)

A LITURGICAL EXPLANATION OF HOLY WEEK-by Rev. Alexander Schmemann

A LITURGICAL EXPLANATION OF HOLY WEEK
The Very Rev. Alexander Schmemann

LAZARUS SATURDAY
The Beginning of the Cross: Saturday of Lazarus "Having fulfilled Forty Days... we ask to see the Holy Week of Thy Passion."With these words sung at Vespers of Friday, Lent comes to its end and we enter into the annual commemoration of Christ's suffering, death and Resurrection. It begins on the Saturday of Lazarus. The double feast of Lazarus' resurrection and the Entrance of the Lord to Jerusalem (Palm Sunday) is described in liturgical texts as the "beginning of the Cross" and is to be understood therefore, within the context of the Holy Week. The common Troparion of these days explicitly affirms that by raising Lazarus from the dead Christ confirmed the truth of general resurrection. It is highly significant that we are led into the darkness of the Cross by one of the twelve major feasts of the Church. Light and joy shine not only at the end of Holy Week but also at its beginning; they illumine darkness itself, reveal its ultimate meaning.
All those familiar with Orthodox worship know the peculiar, almost paradoxical character of Lazarus Saturday services. It is a Sunday, i.e., a Resurrection, service on a Saturday, a day usually devoted to the liturgical commemoration of the dead. And the joy which permeates these services stresses one central theme: the forthcoming victory of Christ over Hades. Hades is the Biblical term for Death in its universal power, for that unescapable darkness and destruction that swallows all life and poisons with its shadow the whole world. But now -- with Lazarus' resurrection -- "death begins to tremble." For there the decisive duel between Life and Death begins and it gives us the key to the entire liturgical mystery of Pascha. In the early church Lazarus Saturday was called "announcement of Pascha", it announces and anticipates, indeed, the wonderful light and peace of the next Saturday - the Great and Holy Saturday, the day of the Lifegiving Tomb.


Lazarus, the Friend of Jesus 
Let us first of all understand that Lazarus, the friend of Jesus, personifies the whole mankind and also each man, and Bethany, the home of Lazarus the Man, is the symbol of the whole world as a home of man. For each man was created friend of God and called to this Divine friendship: the knowledge of God, the communion with Him,the sharing of life with Him. “In Him was life and the life was the light of men.” (John1:4) And yet this Friend whom God loves, whom in love He has created, i.e. called to life, is destroyed and annihilated by a power which God has not created: death. God encounters in His own world a power which destroys His work and annihilates His design. The world is but lamentation and sorrow, tears and death. How is this possible?
How did this happen? These are the questions implied in John’s slow and detailed narrative of Jesus’ coming to the grave of His friend. And once there, “Jesus wept.”(John 11:35) Why does He weep if He knows that in a moment He will call Lazarus back to life? Byzantine hymnographers fail to grasp the true meaning of these tears.
They ascribe them to His human nature, whereas the power of resurrection belongs to God in Him. But the Orthodox Church teaches that all actions of Christ are “theandric,”i.e., both Divine and human, are actions of the one and same God-Man. But then His very tears are Divine. Jesus weeps because He contemplates the triumph of death and
destruction in the world created by God.

The Legal Aspects of the Saviour’s Trial


The Lord Jesus Christ was tried according to two legal systems: the Judaic system, which was considered to be the fairest (being built upon the principle of handing out punishment equal to guilt, as had been originally established in the law given by God to Moses – an eye for an eye and a tooth for a tooth), and the Roman system, which contained the most superior legal enactments and which lies at the base of modern jurisprudence.

And according to these two systems the Saviour was condemned.

Did this mean that the law pronounced a death sentence over itself when it condemned to death by crucifixion the very incarnation of Truth and Justice?

This would have been true had the Saviour’s trial been legal. However, both trials suffered from gross judicial errors.


The Judaic trial of the Saviour
 
After the miraculous resurrection of Lazarus, many Jews came to believe in Christ’s divine power. “Then gathered the chief priests and the Pharisees a council, and said: ‘What do we do? for this man doeth many miracles. If we let Him thus alone, all men will believe in Him, and the Romans shall come and take away both our place and nation.’ And one of them, named Caiaphas, being the high priest that same year, said unto them: ‘Ye know nothing at all, nor consider that it is expedient for us, that one should die for the people, and that the whole nation perish not’… Then from that day forth they took counsel together for to put Him to death” (John 11:47-50, 53).


The Jewish leaders feverishly sought the means to accomplish their intent. Falling into the sinful passion of avarice, one of Christ’s disciples, Judas Iscariot, offered to betray his Divine Teacher to them for 30 pieces of silver. In the evening of Thursday, after the Mystic Supper, Judas accomplished this betrayal. Christ was seized.
 
Jewish law forbad making an arrest in the evening or at night. As an exception, a nighttime arrest was allowed when the threat existed that a criminal would commit a new crime during the night, or that he would flee. But even then the trial could begin only on the morning of the following day. (In the Acts of the Apostles we see that for this reason the incarcerated apostles were kept in prison until the morning.)


«ΜΗ ΜΕΙΝΩΜΕΝ ΕΞΩ ΤΟΥ ΝΥΜΦΩΝΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ»


(Θεολογικό σχόλιο στο περιεχόμενο και τα νοήματα της Μεγάλης Τρίτης)


«Τη αγία και μεγάλη Τρίτη της των δέκα παρθένων παραβολής, της εκ του ιερού Ευαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα». Αυτό είναι το συναξάρι της δεύτερης ημέρας της Μεγάλης Εβδομάδος. Ο Νυμφίος της Εκκλησίας και της ψυχής μας, «ο ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς», οδεύει προς το εκούσιο Πάθος Του, καλώντας κοντά Του όλους εμάς τους πιστούς Του, για να μας κάνει κοινωνούς των σωτηριωδών παθημάτων Του και του θριάμβου της Αναστάσεώς Του.

Οι θείοι Πατέρες όρισαν την αγία αυτή ημέρα να θυμηθούμε μια από τις πιο παραστατικές και διδακτικές παραβολές του Κυρίου μας: την παραβολή των Δέκα Παρθένων. Κι' είχαν το σκοπό τους. Η συνοδοιπορία με το Χριστό μας προς το Θείο Πάθος δεν θα πρέπει να είναι τυπική και απλά συναισθηματική, αλλά θα πρέπει να είναι ολοκληρωτική συμμετοχή στην εν Χριστώ πορεία και να συνοδεύεται από οντολογική αλλαγή του είναι μας. Η ενθύμηση της παραβολής των δέκα παρθένων είναι μια άριστη πνευματική άσκηση για να μην διαφεύγει από τη σκέψη μας η επερχόμενη μεγάλη, επιφανής και συνάμα φοβερή ημέρα της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου μας.

Την παραβολή των δέκα Παρθένων διασώζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος στο 25ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του. Με την ευκαιρία μιας καταπληκτικής εσχατολογικής ομιλίας Του ο Κύριος είπε και την εξής παραβολή: Η Βασιλεία των ουρανών μοιάζει με δέκα παρθένες οι οποίες αφού πήραν μαζί τους τα λυχνάρια τους πήγαν να υποδεχθούν τον νυμφίο. Πέντε από αυτές ήταν σώφρονες και φρόντισαν να έχουν μαζί τους απόθεμα λαδιού για τα λυχνάρια τους, ενώ οι άλλες πέντε ήταν ανόητες και δεν φρόντισαν να έχουν μαζί τους το αναγκαίο απόθεμα λαδιού. Επειδή δε αργούσε ο νυμφίος και η νύχτα προχωρούσε έπεσαν να κοιμηθούν. Τα μεσάνυχτα ακούστηκε μια γοερή κραυγή η οποία ανήγγειλε τον ερχομό του νυμφίου. Οι παρθένες σηκώθηκαν για να προαπαντήσουν τον νυμφίο. Οι μεν σώφρονες παρθένες, οι οποίες είχαν απόθεμα λαδιού άναψαν τα λυχνάρια τους και περίλαμπρες περίμεναν την είσοδο του νυμφίου, για να μπουν μαζί του στη λαμπρή γαμήλια χαρά. Οι δε μωρές ξύπνησαν αιφνιδιασμένες και μη μπορώντας να ανάψουν τα λυχνάρια τους, ζητούσαν απεγνωσμένα από τις σώφρονες να τους δώσουν λίγο λάδι από το δικό τους. Εκείνες τους απάντησαν πως μόλις αρκεί για τα δικά τους τα λυχνάρια και καλά θα κάνουν να πάνε να αγοράσουν. Οι ανόητες παρθένες έτρεξαν, καταμεσής της νύχτας, να αγοράσουν λάδι, αλλά εν τω μεταξύ ο νυμφίος έφθασε και μπήκε στο χώρο του γάμου με τις πέντε φρόνιμες παρθένες και η πόρτα έκλεισε ερμητικά και οριστικά. Οι ανόητες παρθένες έφθασαν καθυστερημένες και άρχισαν να φωνάζουν: Κύριε, Κύριε άνοιξέ μας. Αυτός τους απάντησε αλήθεια σας λέγω πως δεν σας γνωρίζω. Έμειναν τελικά έξω του νυμφώνος. Έκλεισε την παραστατική αυτή παραβολή του ο Κύριος με την εξής σωτήρια προτροπή: «Γρηγορείτε ουν, ότι ουκ οίδατε την ημέραν ουδε την ώραν εν η ο Υιός του ανθρώπου έρχεται» (Ματθ.25,13 ) και «γρηγορείτε ουν΄ ουκ οίδατε γαρ πότε ο κύριος της οικίας έρχεται, οψέ ή μεσονυκτίου ή αλεκτροφωνίας ή πρωί΄ μη ελθών εξαίφνης εύρη υμάς καδεύδοντας» (Μάρκ.13,35).

Η παραβολή αυτή έχει ως σκοπό να θυμίσει στους πιστούς πως η Δευτέρα και ένδοξη Παρουσία του Κυρίου θα γίνει ξαφνικά, θα έρθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α΄Θεσ.5,2). Γι' αυτό θα πρέπει οι πιστοί να είναι πάντοτε, ανά πάσα στιγμή έτοιμοι, για την υποδοχή Του, διαφορετικά θα μείνουν έξω από τη βασιλεία του Θεού και θα χαθούν. Αυτή η ζωή είναι το στάδιο προετοιμασίας μας για την αιωνιότητα. Αν δεν αν δεν αλλάξουμε πορεία ζωής, αν δεν υπερβούμε τον πτωτικό και αμαρτωλό εαυτό μας, αν δεν εφοδιάσουμε την ψυχή μας με ουράνιους θησαυρούς, αν δεν στολιστούμε με αρετές και δε συνταχθούμε οντολογικά με το Σωτήρα Χριστό είναι σίγουρο ότι θα βρεθούμε εκείνη τη φοβερή ημέρα της Κρίσεως έξω από την ατέρμονη Βασιλεία του Θεού, προορισμένοι για την αιώνια κόλαση, όπου «εκεί έσται ο κλαυθός και ο βρυγμός των οδόντων» (Λουκ.13,28). Τότε, διαβεβαίωσε ο Κύριος, εσείς οι ασεβείς, με φόβο και με ανείπωτο τρόμο, «όψησθε Αβραάμ και Ισαάκ και Ιακώβ και πάντας τους προφήτας εν τη βασιλεία του Θεού, υμάς δε εκβαλλομένους έξω» (Λουκ.13,28). Τρομερό πραγματικά να φαντάζεται κάποιος αυτή την πραγματικότητα, πόσο μάλλον να τη βιώσει κιόλας!

Έτσι οι θείοι Πατέρες έκριναν σκόπιμο να αφιερώσουν μια ημέρα της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδος στην ανάμνηση της εσχατολογικής αυτής παραβολής των δέκα παρθένων. Το κατανυκτικό κλίμα αυτών των αγίων ημερών είναι η καλλίτερη στιγμή για να υπενθυμίσει η αγία μας Εκκλησία στους πιστούς το φοβερό και απρόοπτο της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Επίσης η εγρήγορση είναι συνυφασμένη με το Πάθος του Θεανθρώπου. Ο Ίδιος ο Κύριος κατά τη δραματική νύκτα της συλλήψεως Του στον κήπο της Γεθσημανή τόνιζε στους μαθητές του «Γρηγορείτε και προσεύχεσθε» (Μάρκ.14,38)!

Μέσα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Εβδομάδος η μνεία της Δευτέρας Παρουσίας και η ανάγκη της συνεχούς ετοιμασίας για την τρομερή εκείνη ημέρα, είναι επιτακτική. Ο επίγειος βίος μας είναι καθοριστικός για τον επέκεινα της ζωής αυτής προορισμού μας. Οι φρόνιμες παρθένες φρόντισαν να είναι έτοιμες για την υποδοχή του Νυμφίου, σε αντίθεση με τις μωρές και νωθρές παρθένες, οι οποίες είχαν διασπάσει την προσοχή τους σε άλλες δευτερευούσης σημασίας έννοιες και δεν φρόντισαν να έχουν τα απαραίτητα εφόδια για την υποδοχή του Νυμφίου και να εξασφαλίσουν την είσοδό τους στη λαμπρή γαμήλια ευφροσύνη.

Οι παρθένες συμβολίζουν τις ψυχές μας και η προμήθεια λαδιού για το λυχνάρι είναι ο επίγειος συνεχής αγώνας για να κάνουμε το θέλημα του Θεού, να κάνουμε έργα ευποιίας, να παραμερίζουμε από την ύπαρξή μας συνεχώς όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι παρείσακτα στη φύση μας και αντιστρατεύονται την πνευματική μας πρόοδο και τελείωση. Το λυχνάρι είναι η παρρησία μας μπροστά στο Θεό. Οι φρόνιμες παρθένες συμβολίζουν της αγαθής προαιρέσεως ψυχές, οι οποίες ζουν αδιάκοπα την λαχτάρα της ένωσής τους με το Νυμφίο της Εκκλησίας, τον σωτήρα Χριστό. Γι' αυτό αγωνίζονται αέναα να αποκτούν αρετές και πνευματική προκοπή και να περιθωριοποιούν όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία αντιστρατεύονται την ένωσή τους με το Θεό. Οι μωρές παρθένες συμβολίζουν τις ράθυμες, αδιάφορες και εν πολλοίς εχθρικά προς το Χριστό διατελούσες ψυχές. Είναι εκείνες οι ψυχές οι οποίες απορροφημένες από την υλιστική ευδαιμονία, αδιαφορούν για την πνευματική πρόοδο και την εν Χριστώ σωτηρία.

Το φοβερό γεγονός της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου θα γίνει, όπως αναφέραμε ξαφνικά και σε χρόνο ανύποπτο και θα πληρώσει με χαρά ανείπωτη τις φρόνιμες και αγαθές ψυχές και θα φέρει φόβο και αγωνία τις μωρές ψυχές. Οι μεν πρώτες θα επιβραβευτούν για την σώφρονα στάση τους και θα εισέλθουν στην ατέρμονη βασιλεία του Θεού, ενώ οι δεύτερες εξ' αιτίας της αμέλειά τους θα αποκλειστούν από τη βασιλεία του Θεού και θα βυθισθούν στην κατάσταση της παντοτινής λύπης και της τιμωρίας, «εις το πυρ το αιώνιον το ητοιμασμένον τω διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού» (Ματθ.25,41).

Η υμνολογία της Αγίας και Μεγάλης Τρίτης είναι και αυτή καταπληκτική, όπως ολόκληρης της Μ. Εβδομάδος. Η ακολουθία του Όρθρου, η οποία, όπως είπαμε ψάλλεται τη Μ. Δευτέρα το βράδυ, για να μπορούν να την παρακολουθούν οι εργαζόμενοι πιστοί, αρχίζει με το γνωστό κατανυκτικό τροπάριο «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός...». Ακολουθούν τα υπέροχα καθίσματα, ποιήματα του μεγάλου Ρωμανού του Μελωδού, «Τον Νυμφίον αδελφοί αγαπήσωμεν...», «Βουλευτήριον, Σωτήρ, παρανομίας κατά σου...» και το υπέροχο τροπάριο «Ο Ιούδας τη γνώμη φιλαργυρεί κατά του διδασκάλου ο δυσμενής...». Ακολουθεί η ευαγγελική περικοπή, η οποία περιέχει τα φοβερά «ουαί» του Κυρίου κατά των υποκριτών Φαρισαίων. Το κοντάκιο «Την ώραν, ψυχή, του τέλους εννοήσασα...», καθώς και ο Οίκος «Τι ραθυμείς, αθλία ψυχή μου;...» είναι σχετικά με το περιεχόμενο της ημέρας. Τα τροπάρια των Αίνων, ποιήματα του Κοσμά του Μελωδού και Ιωάννου μοναχού, «Εν ταις λαμπρότησι των αγίων σου πως εισελεύσομαι ο ανάξιος;...», «Ο τη ψυχή ραθυμία νυστάξας...» και «Του κρύψαντος το τάλαντον...», όπως και τα τροπάρια των Αποστίχων «Δεύτε πιστοί επεργασώμεθα προθύμως τω Δεσπότη...», «Όταν έλθης εν δόξη μετ' αγγελικών δυνάμεων...» και «Ο Νυμφίος ο κάλλει ωραίος παρά πάντας ανθρώπους...» είναι σχετικά με την περικοπή της παραβολής των δέκα Παρθένων. Προτρέπουν με άκρατο λυρισμό τους πιστούς να μιμηθούν τις φρόνιμες Παρθένες για να μη μείνουν έξω του «Νυμφώνος Χριστού». Τέλος το καταπληκτικό δοξαστικό, ποίημα και αυτό του αγίου Κοσμά, «Ιδού σοι τάλαντον ο Δεσπότης εμπιστεύσει, ψυχή μου, φόβω δέξαι το χάρισμα...» αναφέρεται στην άλλη επίσης παραστατική παραβολή του Κυρίου, αυτή των Ταλάντων.

Ως συνοδοιπόροι του Θείου Πάθους θα πρέπει να έχουμε συνεχώς στραμμένη τη σκέψη μας πως θα ενώσουμε την ψυχή μας με το Νυμφίο Χριστό. Τα φτηνά και εφήμερα πράγματα πρέπει να τα θέτουμε σε δεύτερη μοίρα, αν θέλουμε κι' εμείς να βρεθούμε στην ομάδα των φρονίμων παρθένων κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου. Ο δρόμος του Θείου Πάθους δείχνει και σε μας το δικό μας δρόμο, ο οποίος είναι ατραπός μαρτυρίου, που όμως οδηγεί στη εν Χριστώ απολύτρωση και στην αιώνια ζωή.