Tuesday, 11 March 2014

"Η Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων"


Κύρηγμα εκφωνηθέν εις τον ιερόν Ναόν αγ. Ισιδώρων Λυκαβητού, 20 Μαρτίου 1973 

 (Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης)

Θα ήθελα στην σημερινή μας λειτουργία των προηγιασμένων δώρων να πούμε δύο σκέψεις τις οποίες σημείωσα προηγουμένως, ενώ εσείς ψάλλατε.

Τελέσαμε σήμερα μίαν θείαν λειτουργίαν χωρίς να τελέσωμε θυσίαν. Πώς όμως μπορεί να είναι λειτουργία, αφού, όταν λέμε λειτουργία, εννοούμε θυσία; Οπωσδήποτε είναι ένα έργο το οποίο επιτελέσαμε ως εκκλησία, ως σύναξις, ως λαός. Αλλά ποιο είναι το στοιχείο εκείνο το οποίο την καθιστά τελικώς μίαν λειτουργίαν, μίαν θυσίαν και όχι απλώς μίαν εωθινήν ή εσπερινήν, όπως κανονικά είναι, ακολουθίαν; Το βασικό στοιχείο της θυσίας είναι ο θάνατος και εν τω άμα η προσφορά εις τον Θεόν του θυσιαζομένου. Εις την θείαν λειτουργίαν κάνομε αναπαράστασιν της θυσίας του Χριστού· μεταβάλλομεν τον άρτον και τον οίνον εις το εσταυρωμένον και αναστημένο σώμα του Χριστού.


Είχαμε δηλαδή σήμερα μίαν λειτουργίαν, μίαν θυσίαν, διότι υψώσαμε μίαν ζωήν, την ζωήν του Χριστού, η οποία έχει απολεσθεί. Όταν λέγαμε «πρόσχωμεν, τα προηγιασμένα άγια τοις αγίοις», εκείνην ακριβώς την ώρα υψώναμε την δοσμένη πλέον, την χαμένη και ταυτοχρόνως ευρημένη ζωή του σταυρωθέντος και αναστάντος Κυρίου μας. Αυτό το οποίο είχε ήδη αρχίσει να καθιστά αυτήν την προσευχήν μας όχι μίαν εσπερινήν απλώς ακολουθίαν αλλά μίαν λειτουργίαν, μίαν αναφοράν, ήτο αυτή η κατά τόσον παραστατικόν τρόπον ανύψωσις. Το θυμίαμά μας το προσφέραμε εις έπαρσιν των χειρών μας, διότι δεν εγένετο, όπως είπαμε, σήμερα η θυσία του Κυρίου.

Ένα βασικό στοιχείο το οποίο βλέπομε σήμερα εις την Προηγιασμένην είναι η ανύψωσις, η απόδοσις, το δόσιμο εις τον Θεόν· είναι το αγίασμα, το ξεχώρισμα και το αφόρισμα ημών αυτών εις τον Θεόν. Το επιτυγχάνομεν δια της αναγωγής μας, της ανυψώσεως των καρδιών και των χειρών μας, και εν συνεχεία δια της ανυψώσεως αυτού τούτου του αμνού ως μιας ζωής χαμένης πλέον και συνάμα δοσμένης εις τον Θεόν.

Έχομεν λοιπόν τον Χριστόν ο οποίος απωλέσθη και τον άνθρωπο ο οποίος απόλλυται την ώρα τούτη. Αυτός είναι ο αγιασμός, αυτό είναι το αγίασμα, το δώρημα το οποίο έγινε εις τον Θεόν, δηλαδή ο ίδιος ο Χριστός που θυσιάσθηκε, αλλά και εγώ ο άνθρωπος που θυσιάζομαι. Δεν υπάρχει τίποτε που να με εμποδίζει εις αυτό το δόσιμο του είναι μου, «Ούτε η ανομία μου ούτε η αμαρτία μου, Κύριε», όπως χαρακτηριστικά λέγει ό Ψαλμωδός. «Άνευ ανομίας έδραμον»· έτρεξα κοντά σου χωρίς ανομία, χωρίς κάποιο ανασταλτικό, χωρίς κάτι που να με καθιζάνει, να με κωλύει. Ήταν το ανέβασμά μου προς εσένα ελεύθερο και ολοκληρωτικό. Και όταν έχωμε ενώπιόν μας και βλέπωμε αυτόν τον Κύριον που ήδη έχει προσφερθεί για μας, το νοιώθει αμέσως η καρδιά μας και λέγει· «Πῶς τοίνυν οὐ θελήσομεν... ἐκδότους ἑαυτούς αὐτῷ καταστῆσαι;» Πώς είναι δυνατόν εμείς να μη πωλήσωμε, να μη παραδώσωμε, να μη αναγάγωμε και να μη καθοσιώσωμε την ύπαρξή μας εις αυτόν ο οποίος πουλήθηκε, παραδόθηκε για μας;

Ώστε κατά την Προηγιασμένην είναι κάτι το απολεσθέν ο Χριστός και κάτι το απολλύμενον ο άνθρωπος. Προσερχόμεθα τρόπον τινά εις την ακολουθίαν της Προηγιασμένης, βαστάζοντες ήδη εις τας χείρας μας το αίμα μας.

Το παραστατικό στοιχείο της θυσίας μας είναι η ανύψωσις, η τόσο γνωστή από την Παλαιά Διαθήκη. Ό,τι υψούτο υπεράνω του θυσιαστηρίου ή ετίθετο επί της εσχάρας ανήκε εις τον Θεόν. Από την ώρα λοιπόν που τα τίμια δώρα την Κυριακή, πριν ακόμη καθαγιασθούν, ανυψώθησαν ή από την ώρα που σήμερα αι χείρες μας υψώθησαν δια του ιερού θυμιάματος, από εκείνην την ώρα πλέον εμείς έχομε εγγίσει εις τον Θεόν. Έχομε αναθέσει, έχομε εμπιστευθεί τον εαυτόν μας εις τον Θεόν.

Αυτή η αναγωγή, αυτή η ανάτασις είναι μία έγερσις ιδική μας προς συνάντησιν του εγηγερμένου Κυρίου. Έχομε την ιδικήν μας ανύψωση και την ανύψωση των τιμίων και προηγιασμένων δώρων. «Εξεγέρθητι, Κύριε, εις συνάντησίν μου και ίδε», λέγει ο Ψαλμωδός. Ο Κύριος παρουσιάζεται ως κεκοιμημένος. Εις την τελευταίαν μόλις πράξιν αυτής της λειτουργίας έχομε την εξέγερσιν του Κυρίου. «Εξεγέρθητι, Κύριε, εις συνάντησίν μου και ίδε». Εγώ σηκώθηκα, σήκω τώρα και συ.

Αλήθεια τι είναι αυτή η εξέγερσις του Κυρίου; Δεν είναι παρά μία κάθοδος του Κυρίου, μία κατάβασίς του, μία κένωσις, ένα τρέξιμο προς ημάς και συγχρόνως μία όρασίς του. «Εξεγέρθητι και ίδε». Σε κοιτάζω, όταν θέλω να σου μιλήσω, όταν θέλω να επικοινωνήσω μαζί σου. Αρχίζει δηλαδή ο Κύριος να συνάπτει μαζί μας ένα διάλογον, ο οποίος είναι διάλογος δύο προσώπων, όχι δύο ατόμων. Είναι ένας διάλογος που συνάπτεται μεταξύ δύο προσώπων, δύο συνειδήσεων, αι οποίαι τρόπον τινά συνχωρούν, συνχωρούνται, μεταχωρούνται, διαχωρούνται, περιχωρούνται. Ο Θεός και ο άνθρωπος· ο ένας χωράει εις τον άλλον, διότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίον μπορεί ουσιαστικά να μας μιλήσει ο Θεός.

Επομένως, αυτή η κάθοδος, αυτή η εξέγερσις του Κυρίου και ταυτοχρόνως η δική μας είναι η αίσθησις της επαφής και της αντιδόσεως, της αντιμεταχωρήσεώς μας, η οποία γίνεται την ώρα της Προηγιασμένης. Είναι αυτό που λέγει ο ιερός Πατήρ, ότι ο Χριστός είναι βρώσις και πόσις, χωρίς να εννοεί απλώς την βρώσιν εν τω μυστηρίω αλλά αυτό το είναι εν, το οποίο επιτελείται διαρκώς εντός της υπάρξεώς μας.

Και όπως, όταν κανείς εσθίει, γλυκαίνεται, ερεθίζεται και θέλει να φάει περισσότερο, έτσι και αυτή η βρώσις της θεότητος και ταυτοχρόνως η βρώσις η δική μας υπ' αυτού, η περιχώρησίς μας εις την ύπαρξίν Του και εις την αγάπην Του, γίνεται ένας ερεθισμός του νου μας, διότι δια του νου γίνεται η κατάληψις και η όρασις του Θεού, και συνάπτεται ένας ακόρεστος, ένας ακατάσχετος χορός και ένα αλληλοκυνηγητό μεταξύ εμού και Εκείνου. Είναι εν τέλει μία άπληστος επιζήτησις και μία βρώσις. Και επειδή ουδέποτε θα μπορούσε να κατανοήσει αυτό ο άνθρωπος, λέμε ότι είναι ένα μυστήριον ακατανόητον εις τον ανθρώπινον νουν και άρρητον. Ουδέποτε ο άνθρωπος μπόρεσε να συλλάβει μίαν τοιαύτην κάθοδον του Θεού, μίαν τοιαύτην ανάστασιν, μίαν τοιαύτην εξέγερσιν. Κάθοδον βέβαια του Θεού συνέλαβε το ανθρώπινον πνεύμα και εις την φιλοσοφίαν, όμως δεν μπόρεσε να ψηλαφίσει στην ουσία το γεγονός, γι' αυτό και παρέμεινε από των αιώνων ακατάληπτον.

Η κάθοδος του Θεού δεν ήτο μία απλή ένωσις μαζί μας, αλλά μία πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως, μία σάρκωσις. Δεν ήτο, αλλά είναι μία σάρκωσις διαρκώς επιτελουμένη, την οποίαν ουδέποτε ηδυνήθη να κατανοήσει ο ανθρώπινος νους. Αυτή η εξέγερσις του Θεού, αυτή η θυσία του, η οποία επιτελείται εις το διηνεκές, είναι κάτι που Αυτός ούτος προσλαμβάνει εν εαυτώ. Και εδώ ακριβώς έγκειται το φοβερό αυτό μυστήριον: δεν το κάνω εγώ· το επιτελεί μόνον Αυτός καθ' εαυτόν και το επιτελεί δι' εμού.

Και έτσι έχομε πάλι έν εν δυσίν, που σημαίνει ότι ούτε καν μπορείς να τα ξεχωρίσεις. Είναι λοιπόν ακατάληπτον και άρρητον μυστήριον, διότι δεν υπάρχει κάτι το ανάλογον στην ανθρώπινη ζωή, για να μπορέσει κανείς να το παραβάλει και να το εκφράσει. Δεν το κατανοεί ο άνθρωπος και εν τούτοις — ω του θαύματος του ακαταλήπτου! — αυτό επιτελεί ο Κύριος διαρκώς και κατά την ώρα που επιτελούμε την λειτουργία.

Ανακεφαλαιώνοντας λέγομεν ότι η Προηγιασμένη αυτή λειτουργία μας πρώτον, είναι ένα δώρημα, ένα αγίασμα· είναι κάτι που εναποτίθεται, ανήκει πλέον οριστικά και μόνιμα εις τον Θεόν ως κτήμα, ως περιουσία του.

Δεύτερον, είναι ένα έγγισμα, είναι μία εξέγερσις του Θεού. Και η εξέγερσις του Θεού είναι μία σάρκωσις, μία κάθοδος. Η δική μου εξέγερσις είναι μία πρόσληψις, που επιτελείται υπ' αυτού τούτου του Θεού και μόνου.

Τρίτον, η Προηγιασμένη καθίσταται λειτουργία, θυσία, διότι έχει το μόνιμο στοιχείο του μυστηρίου της αδιαλείπτου θεωρίας, της επαγρυπνήσεως, της μυστικής αυτής ενοράσεως, το οποίον άρχεται αυτήν την στιγμή, και το εκφράζει ο Ψαλμωδός, όταν λέγει· «οι οφθαλμοί μου προέφθασάν σε εν αωρία»· προτού καν δω την αυγή, πριν χαράξει, οι οφθαλμοί μου σε έχουν προφθάσει.

Εμείς τον παρακαλούμε· «το έλεός σου, Κύριε, προφθάσει με». Αυτό όμως που με προφθαίνει δεν είναι το έλεος, αλλά αυτός ούτος ο Κύριος. Μη μπορώντας να το νοιώσω, το εκφράζω τόσο ωραία με την λέξη «το έλεος» που είναι ενέργεια του Θεού. Εκείνος ο ίδιος με φθάνει και εγώ ήδη τον έχω προφθάσει δια της ανυψώσεως των οφθαλμών μου. Και εφ' όσον εκείνου η κάθοδος, η κένωσις, είναι αδιάλειπτος, σημαίνει ότι και το δικό μου μυστικό κοίταγμα, η μυστική μου ενατένισις, είναι αδιάλειπτος, εδώ μεν μυστηριακά, διηνεκώς δε μυστικά.

«Το κράτος μου, προς σε φυλάξω», λέγει ο Ψαλμωδός. Εσύ είσαι που μου δίνεις το κράτος, την δύναμη, την ύπαρξη, την οντότητα, την κυριότητα. Αν έχω δύναμη, αν έχω ζωή, είσαι Συ ο ίδιος. Γι' αυτό «προς σε φυλάξω»· διαρκώς κοιτάζω εσένα, σε φυλάττω, σε παρακολουθώ· διαρκώς το βλέμμα μου δεν ξεκολλάει από εσένα.

Μόνον μια τέτοια ψυχή, μια τέτοια καρδιά αντικρύζουσα κατ' αυτόν τον τρόπον τον Κύριον, είναι δυνατόν να είναι αυτή επί της οποίας επαναπαύεται ως επί των χερουβίμ και των σεραφίμ ο Θεός και ολόκληρη η Εκκλησία. Αυτός παρεγένετο νυν δι' εμέ και εγώ παραγίνομαι νυν προς αυτόν. Ενώ προηγουμένως είχα σύνοικον την αμαρτίαν μου, τώρα Εκείνος είναι σύνοικός μου και εγώ σύνοικός του.

Αυτή λοιπόν η εγρήγορσις και ταυτοχρόνως αυτή η συνοίκησις, αυτή η μία ζωή εν τω ενί που στην ουσία είναι δύο, το έν εν δυσί, είναι το τρίτο στοιχείο αυτής της λατρευτικής μας συνάξεως. Και ενώ ζούμε συνεχώς το μυστήριον και το μυστικό τούτο γεγονός, πόσες φορές εμείς, αγαπητά μου παιδιά, παρ' ότι είμεθα χορτάτοι, εν τούτοις δεν έχομεν την αίσθησιν της δικής του βρώσεως, αυτού το οποίον τρώγομεν και μεταβάλλει την ύπαρξίν μας!

Μία τέτοια ζωή, χωρίς την αίσθησιν της ζωής του προαιωνίου και ατελευτήτου Θεού, μπορεί ποτέ να θεωρηθεί ζωή; Νομίζω ότι εξισούται με ένα θάνατον, με μίαν νέκρωσιν. Η ζωή μου ζει, μόνον όταν είναι κεκρυμμένη «εν τω Θεώ συν τω Χριστώ» τω κατερχομένω, τω νενεκρωμένω και παρόντι ενώπιόν μου, μόνον όταν είναι μία ζωή την οποίαν είναι αδύνατον να ξεχωρίσεις από την ιδικήν του.

πηγή: Αρχιμ. Αιμιλιανού, Κατηχήσεις και Λόγοι, τόμος 4, Θεία Λατρεία - Προσδοκία και Όρασις Θεού, εκδ. Ορμύλια, 2001.

Τhe Desire for Heaven..


Saint Gregory of Nyssa
But so as not to fatigue your mind in vain by gazing out over the infinite, we’ll desist from poring over the nature of God Who lies beyond, because it’s impossible to understand Him. From what we’ve looked at, we’ve formed some sort of notion of His greatness, but all we’ve really gained is the knowledge that we’re unable to understand much else. And the more superior we believe the nature of God to be to our knowledge, the greater our sorrow is, because the summum bonum, from which we’ve been separated, is so great, and is such that we can’t bear any real knowledge of Him.

And yet, sometimes we find ourselves in such close communion with God that it defies any attempt at explanation. And this God, Who’s beyond our comprehension, is so profoundly entrenched in our nature that we can actually be transformed in accordance with the original image, so that we seem to be new persons because of the absolute likeness. Because, whatever we think now about God, all of it was – once upon a time –  inside people. People once enjoyed incorruption and blessedness and composure and freedom. They didn’t know sorrow or the cares of life. They were closer to God and saw Him with a clear and free intellect, unhindered by any intermediate impediment. In short, all of this suggests to us the reason for the creation of the world, when it says that people were made in the image of God, that they lived in paradise and enjoyed the trees planted there. The fruit of these trees was life, knowledge and so on.

If we had all that, how is it possible not to mourn the disaster that befell us, when you compare and contrast the blessedness we knew then and today’s misery. We who were elevated have been humbled; we who were made in the image of the heavenly, have become dust; we who were destined to become royalty, are slaves; we who were created immortal have been destroyed by death; we who enjoyed the delights of paradise have been transported to this afflicted and wearisome place.

We’ve exchanged the ambience of freedom from the passions for this tedious and mortal life. We, who were once free and autonomous, are now dominated by so many and such varied evils that it’s not easy even to number our vicissitudes. Because each of the passions we have within us, when it becomes dominant, takes control of the person who’s subject to it. And just like any tyrant, when it captures the citadel of the soul, it exploits the occupants with the things that should be subject to them: each passion uses our very thoughts to our detriment, in order to benefit from them.

In this way, anger, fear, cowardice, audacity, excessive sorrow or joy, hatred, contentiousness, callousness, harshness, envy, flattery, resentment, heartlessness, and all the passions, which are all ranged in antipathy towards us, are simply an enumeration of some of the tyrants and oppressors who subjugate our souls as captives. And if you think about the bodily tribulations which have become part and parcel of our very nature, meaning the many and varied forms of illness we suffer from and yet which, initially, we had no experience of, you’ll weep all the more at seeing woe where there was once weal and at comparing what is bad with what is so much better.

It appears that this is what the Lord is teaching when He praises mourning, that is that the soul looks to the real good and doesn’t wallow in the essential falseness of this life. Because, if you look carefully at things the way they really are, how can you live without tears? In the same way, if you don’t –  and are absorbed in the pleasures of life- how can you understand that you’re actually floundering in a pernicious morass and are in no better state than dumb animals? The way their bodies have been formed is miserable. What could be worse than being deprived of reason?

They’ve got no idea of their distressed condition, yet their lives go on, with some sort of pleasure. A horse, for example, will whinny when it’s pleased, and a bull will paw the ground  and send up dust; a pig raises the hairs on its back and dogs play; calves gambol. You can see in each of the animals how they express their pleasure by certain signs. If these animals had any understanding of the value of reason, they wouldn’t spend their dumb, miserable lives in sensual pleasure. The same is true of those people who have no cognizance of the good things of which our nature’s been deprived. For them, enjoyment of the present life means sensual pleasure.

True Beauty

What words can describe the magnitude of the damage done by the failure of the effort to know God? What more can your intellect conceive of? How can you manifest and describe the ineffable in words, and that which is beyond conception by the intellect? But if the eye of your intellect is so well cleansed that you can somehow see what Christ promises in the Beatitudes, you’ll scorn all human discourse, because it’s unable to express what you think. But if you’re still bound to the bodily passions and have the eyes of your soul closed, as though from illness, because of your impassioned condition, then the whole power of rhetoric is of no avail, for that very reason. It’s the same for those who are insensitive, whether you play down or overstress the wonders of words.

In the same way, describing a shaft of sunlight in words is neither use nor ornament to somebody who’s been blind from birth, because you cannot convey the brightness of a ray through the hearing. In a somewhat similar manner, you have to have special eyes adjusted to the spiritual and true light in order to see this beauty. If, by divine dispensation and in an inexplicable manner, you’ve seen this, you preserve the wonder deep in your consciousness. But those who haven’t seen it can’t even begin to comprehend the damage to those who’ve been deprived of it.

How can you describe to them the good they’re missing out on? How can you show anybody something which is beyond expression? We don’t know any special words that would do justice to that beauty. There’s nothing in creation that we  can use as a reference. And comparisons wouldn’t do it justice either. How can you compare a small spark with the sun? Or a drop of water with the boundless oceans? Because the ratio between a drop and the enormous masses of waters in the deeps, or a little spark and the great rays of the sun, is retained with regard to everything we view as good when seen  in relation to the beauty that is to be perceived around the first good, and beyond and above any other good.

So how can we present the magnitude of this catastrophe to those who have suffered it? I think David expresses this inability very well. On one occasion he was caught up in his mind with the power of the Holy Spirit and, as if transcending his self, in this state of blessed ecstasy, he saw this indescribable and unimaginable beauty. He saw what is possible for a person to see if they’re relieved of their corporeal impedimenta and are able to enter, through the intellect, into contemplation of conceptual and bodiless things. And since he wanted to say something commensurate to what he’d seen, he let out this great cry, which everyone repeats: “All people are liars” (Ps. 115, 2).

Now this, as I understand it, means that anyone who tries to interpret the indescribable light by using words, is really a liar. Not because they hate the truth, but because they’re unable to describe it. Because with visible beauty, such as we have in our lives on earth, whether in inanimate objects or animate beings with dazzling colours, we have the potential to admire them and accept them and to tell others about them, painting their description in words, like an image of their beauty. But how can words reveal something, the original of which is beyond understanding, when there’s no means of description? We can’t talk about colour, or shape, size or even harmony of form or any other such irrelevance in general. How can you perceive something through the things that can be understood by the senses alone, when it’s so far away, and is shapeless, unformed and foreign to the very idea of size and to all the things that are manifest in and around materials and the senses.

But just because it appears to be beyond our powers of comprehension is no reason to despair that our desire will be forever unrequited. On the contrary, however much greater and more sublime the thing we desire is shown to be, the more it’s necessary to elevate our intellect and to bring it up to the mark of our desideratum, so that we’re not excluded from communion with God. Because there’s a great danger that we’ll stop thinking about Him completely, precisely because He’s so sublime and so far beyond description, since we can’t base our knowledge of Him on any of the things we know.

Saint Gregory of Nyssa, Μυστική Θεολογία, selected texts, pubd. by Epektasi, pp. 103-9.

Source-Pemptousia.com

π. Ανδρέας Κονάνος-Ησύχασε ψυχή μου(Αθέατα Περάσματα)


π. Ανδρέας Κονάνος Αθέατα Περάσματα 8 3 11  Ησύχασε ψυχή μου