Wednesday, 5 March 2014

"Θεέ μου, πάρε με!"


(παιδαγωγική μεταθανάτια εμπειρία)
Πόσοι άνθρωποι σε δύσκολες στιγμές δεν το λένε! Οι περισσότεροι όμως δε γνωρίζουν ότι είναι αμαρτία κι ότι αποτελεί έλλειψη υπομονής κι ελπίδας στη βοήθεια του Θεού. Το ακόλουθο όμως περιστατικό , το βεβαιώνει ξεκάθαρα. Το διηγήθηκε με πολλή ταπείνωση και συναίσθηση ένας σεβαστός ιερέας, ο οποίος έχει πνευματικά παιδιά και στην επαρχία και στην Αθήνα. Είπε: «Εγώ, αφ' ότου έγινα ιερέας , με κυνήγησε η συκοφαντία (το σύγχρονο μαρτύριο) . Πότε με τον έναν τρόπο , πότε με τον άλλον, με πίκραιναν και με καταρράκωναν πολλοί, με ψευδείς κατηγορίες. Αυτό γινόταν επανειλημμένα. Τόσο πόνεσα και τόσο κουράστηκα , που λύγισα κι αρκετές φορές είπα: "Θεέ μου, πάρε με!". Και τελικά , με πήρε!...".
"Όσοι τον άκουγαν έμειναν κατάπληκτοι να τον κοιτούν , σκεπτόμενοι πόση ενοχή έχουν όσοι κατηγορούν, ιδίως τους ιερωμένους... Πόση αμαρτία συσσωρεύουν στην ψυχή τους, ιδίως όταν σπρώχνουν σε απελπισία τις ψυχές που κατηγορούν! Λες και τους εξουσιοδότησε ο Θεός να κρίνουν τον κόσμο...
Ο σεμνός κληρικός συνέχισε την αφήγησή του, λέγοντας:
"'Έπαθα ανακοπή καρδιάς. Μου συνέβη στην Αθήνα. Εκείνη τη στιγμή βρισκόμουν εν μέσω γνωρίμων και πνευματικών τέκνων μου. Αμέσως με μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί οι γιατροί προσπάθησαν πολύ να ξεκινήσουν την καρδιά, αλλά δεν έγινε τίποτα. Στο τέλος είπαν: "Δε γίνεται τίποτα με τον παππούλη∙ πάρτε τον στο νεκροτομείο!".
Εγώ τώρα, και τι δεν έζησα τις έξι αυτές ώρες που ήμουν νεκρός! Κατ' αρχάς, ένιωθα τον Άγγελό μου να με συντροφεύει κι να με περιβάλει προστατευτικά σε μια πορεία, που στην αρχή ήταν κάπως δύσκολη, αλλά αμέσως μετά ανοδική, προς ένα θεσπέσιο, γλυκύτατο φως. Κατά τη διαδρομή, πολλά κακά πνεύματα φώναζαν επιθετικά και με κατηγορούσαν . Μια από τις κατηγορίες ήταν η εξής:
- Πού τον πας; Αυτό; Ήταν φιλοχρήματος. Ενώ είχε υποσχεθεί ακτημοσύνη, είχε χρήματα δικά του...! Ο άγιος Άγγελος όμως τους απέκρουε κι έλεγε:
- Αυτό δεν είναι αλήθεια! Τα χρήματα που είχε ήταν του Μοναστηριού και τα διαχειριζόταν.
Τελικά φθάσαμε σ' ένα μέρος που φαινόταν να είναι σύνορο δύο περιοχών. Εκεί άκουσα τον εξής διάλογο που έκανε ο Άγγελός μου με την Υπεραγία Θεοτόκο. Άκουσα μάλιστα και τη γλυκύτατη , αλλά κάπως αυστηρή φωνή Της. Ο Άγγελός μου έλεγε:
- Υπεραγία Θεοτόκε, να οδηγήσω τον παππούλη στη Βασιλεία του Υιού Σου;
Εκείνη απάντησε:
- Όχι! Γιατί έχει κάνει μια σοβαρή αμαρτία.
- Τί αμαρτία, Δέσποινά μου; Ο παππούλης ήταν καλός (άρχισε να με υπερασπίζει, ενώ ένιωθα τα δάκρυά του να πέφτουν ζεστά πάνω στον τράχηλό μου! ) , έχτισε Μοναστήρι, βοήθησε ψυχές να σωθούν...
- Αυτό είναι αλήθεια, απάντησε η Θεοτόκος. Αλλά, δεν έκανε υπομονή στον αγώνα που είχε, κι έλεγε στον Υιό μου πάρε με και πάρε με. Λοιπόν, πήγαινέ τον πίσω, να τελειώσει με υπομονή τον αγώνα του και μετά θα εισέλθει στη Βασιλεία του Υιού μου.
Καθώς γυρίζαμε με τον άγιο Άγγελο, είδα τον Παράδεισο και την Κόλαση. Αυτά που γράφουν τα βιβλία του Θεού, είναι αλήθεια! Τα είδα με τα μάτια μου!...
Όταν φθάσαμε στο νοσοκομείο , με αποστροφή μπήκα στο νεκρό παγωμένο σώμα μου. Έκανα οκτώ ώρες για να κινήσω τις πρώτες κλειδώσεις των δαχτύλων των χεριών μου! Απ' το παίξιμο των βλεφάρων μου αντιλήφτηκε τη νεκρανάστασή μου πρώτη η αδελφή μου, κι αναστατώθηκε όλο το νοσοκομείο.
Σιγά-σιγά συνήλθα κι από τότε προσέχω και κάνω υπομονή αδιαμαρτύρητα σε ό,τι επιτρέπει η αγάπη του Θεού. Πρέπει να κερδίσουμε τον Παράδεισο , αδελφοί μου, πρέπει με την υπομονή μας να κερδίσουμε την ψυχή μας!"
Αυτά είπε ο παππούλης και με τα τελευταία λόγια η φωνή του κόπηκε απ' τη συγκίνηση...

Άγ.Νικόδημος ο Αγιορείτης Ἡ ψυχή ἀφοῦ ἀπογυμνωθῆ ἀπό τήν θέλησί της, πρέπει νά στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ


Ο Αόρατος πόλεμος
ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Κ΄ Ἡ ψυχή ἀφοῦ ἀπογυμνωθῆ ἀπό τήν θέλησί της, πρέπει νά στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ
Ελπίζοντας, αδελφέ, στον ίδιο τον Θεό, που σε προσκαλεί λέγοντας: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11,29), δηλαδή ελάτε όλοι εσείς που είσθε κουρασμένοι και φορτωμένοι κι εγώ θα σάς αναπαύσω, σ αυτό το κάλεσμα λέγω του Θεού πρέπει να ακολουθής προσμένοντας τον ερχομό του Αγίου Πνεύματος. Και ρίξε τον εαυτό σου αποφασιστικά με κλεισμένα μάτια στο πέλαγος της θείας προνοίας και της αιώνιας ευδοκίας, σε τρόπο που να φέρεσαι σαν άψυχο αντικείμενο μόνον από τα δυνατώτατα κύματα της θελήσεως του Θεού, χωρίς να προβάλης κάποια αντίστασι σ αυτά με την δική σου θέλησι, για να μεταφερθής στο λιμάνι της τελειότητος και σωτηρίας σου. Κάνοντάς το λοιπόν αυτό πολλές φορές την ημέρα, αγωνίσου και φρόντισε με όση ασφάλεια μπορείς, εσωτερική και εξωτερική, να πλησιάσης με όλες σου τις ψυχικές δυνάμεις, στις πράξεις εκείνες που σε παρακινούν να αγαπήσης τον Θεό, και αυτές είναι η προσευχή και η παντοτινή μνήμη του γλυκυτάτου ονόματός του, τα δάκρυα που προέρχονται από την αγάπη, η θερμή ευλάβεια και χαρά προς αυτόν και τα άλλα πνευματικά έργα.Και αυτές οι πράξεις ας γίνωνται πάντοτε χωρίς την βία και την καταπίεσι της καρδιάς σου, για να μη σε αδυνατίσουν μέσω των αδιάκριτων και ενοχλητικών γυμνασμάτων και ίσως σε σκληρύνουν και σε κάνουν άτομο που δεν μπορεί να δεχθή και να χωρέση κάτι πνευματικό μέσα του. Γι αυτό το πράγμα δέξου και την συμβουλή των εμπείρων και προπάθησε να συνηθίζης πάντοτε να βρίσκεσαι με επιθυμία στην μνήμη της αγαθότητος του Θεού, από την αρχή μέχρι το τέλος, και στην θεωρία των συνεχών και αξιαγάπητων ευεργεσιών του. Και να δέχεσαι με ταπείνωσι τις σταγόνες και γλυκύτητες που θα κατεβούν στην ψυχή σου από την ανέκφραστη αγαθότητά του. Όλα αυτά, και ιδιαιτέρως τα δάκρυα (114), μην τα ψάχνης εσύ με την βία, αλλά παράμενε ήσυχος στην εσωτερική σου μοναξιά, παρακαλώντας γι αυτά και προσμένοντας να γίνη το θέλημα του Θεού. Και όταν εκείνος σου τα δώση, τότε θα είναι γλυκά και καρποφόρα χωρίς δικό σου κόπο. Γι αυτό και θα τα δεχθής με κάθε ευχαρίστησι. Και περισότερο από όλα με κάθε ταπείνωσι. Το δε κλειδί με το οποίο ανοίγονται τα απόκρυφα ταμεία των πνευματικών θησαυρών της γνώσεως και της θείας αγάπης, είναι το να γνωρίζης να απαρνήσαι τον εαυτό σου σε κάθε καιρό και σε κάθε περίπτωσι. Και με αυτό το ίδιο κλειδί κλείνει και η θύρα της αγνωσίας και της ψυχρότητος που είχαμε μέχρι τότε.
Όσο μπορείς, να αγαπάς να στέκεσαι μαζί με την Θεοτόκο στα πόδια του Χριστού, και άκουγε εκείνο που θα σου λέγει ο Θεός. Πρόσεχε, οι εχθροί σου (ο μεγαλύτερος από τους οποίους είσαι εσύ ο ίδιος) να μη σου εμποδίσουν αυτήν την αγία σιωπή. Και όταν εσύ ζητάς με το νού σου να βρής τον Θεό για ν αναπαυθής σ αυτόν, μη ζητάς τόπους και σύνορα με την αδύνατη και στενή φαντασία σου (115). Γιατί αυτός είναι ασύγκριτα άπειρος και βρίσκεται παντού σε όλα, μάλλον όλα τα πράγματα βρίσκονται σαυτόν. Εσύ θα τον βρής μέσα στην ψυχή σου (116) κάθε φορά που πράγματι θα τον αναζητήσης, δηλαδή για να βρής μόνον αυτόν και όχι τον εαυτό σου. Διότι η χαρά του Θεού είναι να βρίσκεται με μας τους υιούς των ανθρώπων, όπως προείπαμε, για να μας κάνη αντάξιους του εαυτού του, χωρίς να έχη από εμάς κάποια ανάγκη.
Όταν διαβάζης ή μελετάς τις Άγιες Γραφές, μην το κάνης αυτό μόνο για να τις ξεφυλλίζης, αλλά στα λόγια εκείνα που θα βρής κατάνυξι ή αγάπη θεϊκή ή πνευματική χαρά, εκεί να σταματήσης και να απολαύσης τον Θεό με κάθε τρόπο που αυτός θέλει να επικοινωνήση μαζί σου. Και αν εγκαταλείψης να μελετήσης εκείνο που είχες προγραμματίσει, μην ανησυχήσης γι αυτό, διότι ο σκοπός και το τέλος όλων αυτών των ασκήσεων είναι να απολαύσης τον Θεό. Μέ γνώμη όμως να μην επιλέξης ως κύριο σκοπό σου αυτήν την παρόμοια απόλαυσι του Θεού, αλλά καλύτερα, για να αγαπήσης το άγιο θέλημά του, επιθυμώντας να μιμηθής τα έργα του σε ό,τι μπορείς. Έτσι, όταν βρής εσύ τον σκοπό, δεν πρέπει να φροντίζης πλέον για τα μέσα τα οποία υποδεικνύονται, όχι για άλλο λόγο, αλλά για να αποκτηθή αυτός ο σκοπός. Παρόμοια και όταν μελετάς κάποιο από τα πάθη του Χριστού ή κάποιο από τα έργα του, σε εκείνο που κατανύγεσαι περισσότερο, σε εκείνο να σταματήσης, και να μελετήσης τον περισσότερο καιρό. Ένα από τα πολλά επόδια της ειρήνης και της ησυχίας, αδελφέ, είναι το να φροντίζης και να αναγκάζης τον λογισμό σου ότι πρέπει να διαβάσης κάθε μέρα τόσα καθίσματα του Ψαλτηρίου, τόσα κεφάλαια αναγνώσεως από τα ιερά Ευαγγέλια ή τις Επιστολές, και να ταράσσεσαι αν δεν τα περάσης μόνο, χωρίς να φροντίζης να κατανυχθή η καρδιά σου από αυτά που διαβάζεις ή να λάβη ο νους σου κάποιο πνευματικό νόημα (117), πράγμα το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το να αναζητάς τον Θεό φεύγοντας από τον Θεό και να θέλης να υπηρετήσης τον Θεό, χωρίς να κάνης το θέλημά του.
Αν πράγματι επιθυμής στη ζωή αυτή να ζήσης ενάρετα και να φθάσης στο τέλος που επιθυμείς, μην έχης άλλο σκοπό παρά να βρής τον Θεό· και όπου θέλει αυτός, εκεί ας φανερωθή. Και τότε εγκατάλειψε το κάθε πράγμα και μη προχωράς μπροστά πλέον, όπου εσύ δεν έχεις θέλημα· αλλά λησμόνησε κάθε άλλο και να αναπαύεσαι μόνο στον Θεό σου· και πάλι όταν θέλη η μεγαλειότητα του Θεού να κρυφθή και να μη σου φανερωθή πλέον με τον τρόπο εκείνον, τότε μπορείς πάλι να επιστρέψης και να τον γυρεύης ακολουθώντας τα γυμνάσματά σου και πάλι με τον ίδιο σκοπό και την ίδια επιθυμία, δηλαδή δια μέσου αυτών να βρής αυτόν που αγαπάς και βρίσκοντάς τον, να κάνης αυτά που είπαμε, εγκαταλείποντας κάθε πράγμα και αναπαυόμενος μόνο στον Θεό, γνωρίζοντας καλά ότι τότε εκπληρώνεται η επιθυμία του. Και να γνωρίζης καλά και το εξής, ότι δηλαδή πολλά πνευματικά πρόσωπα δεν έχουν καρπό πνευματικό και ησυχία, διότι αυξάνουν τόσο πολύ τις πνευματικές τους ασκήσεις και νομίζουν ότι δεν κάνουν τίποτε, αν δεν τα τελειώσουν όλα, τοποθετώντας σ αυτό την τελειότητα και γινόμενοι ιδιόρρυθμοι και ακολουθούν έτσι την θέλησί τους: βασανίζονται οι ταλαίπωροι και πολύ κοπιάζουν, ποτέ όμως δεν φθάνουν στην αληθινή ανάπαυσι και εσωτερική ησυχία, στην οποία αληθινά βρίσκεται και αναπαύεται ο Θεός.
114. Άλλο είναι πένθος και άλλο δάκρυα. Πένθος είναι λυπηρός λογισμός και ένας πόνος της καρδιάς, με τον οποίο λυπούμαστε και πονούμε: α) διότι λυπήσαμε και παραπικράναμε τον Θεό με τις επιθυμίες μας και παραβήκαμε τις εντολές του, β) διότι στη ζωή αυτή στερηθήκαμε την χάρι του και μετά θάνατο μπορεί να στερηθήκαμε και την βασιλεία του και γ) διότι με τις αμαρτίες μας κάναμε τον εαυτό μας υπεύθυνο γά την αιώνια κόλασι. Ο πόνος αυτός και η σκέψις γίνεται σαν ένα βάρος και πλακώνει την καρδιά ή σαν ένα κεντρί που την κεντά και από αυτό ακολουθούν οι εκ βάθους στεναγμοί: όταν αυξηθή πολύ το πλάκωμα και το κέντρισμα αυτό, τότε κατανύγεται η καρδιά και πηδούν δάκρυα από τα μάτια, δια μέσου όμως της συνεργίας της χάριτος του Θεού, που μας χαρίζει αυτά για να πλύνουμε τις αμαρτίες μας και για να ξανακερδίσουμε την χάρι του. Διότι όπως αναφέρεται ο Θεός με την στέρησι της χάριτός του σκληρύνει τις καρδιές: «Σκλήρυνες τις καρδιές μας ώστε να μη σε φοβούμαστε» (Ησ. 63,17). Έτσι αναφέρεται ότι με την ενέργεια και χορηγία της χάριτός του κατανύγει τις καρδιές (Ρωμ. 11,8 και Ψαλμ. 59,3. Ησ. 29,10). Λοιπόν εμείς πρέπει πάντοτε να ασχολούμαστε με το πένθος, διότι εξαρτάται από εμάς και μοιάζει με την επιστροφή και μετάνοια του Ασώτου. Τα δάκρυα όμως πρέπει να τα ζητούμε από τον Θεό σαν ένα χάρισμα δικό του, και παρομοιάζουν με τους εναγκαλισμούς και ασπασμούς του Θεού πατρός προς τον Άσωτο, όπως λέγει ο Γρηγόριος Θεσσαλονίκης.
115. Γι αυτό και ο ιερός Αυγουστίνος στις ερωτικές του ευχές, αφού ρώτησε τους φωστήρες τα άστρα, την άβυσσο και τα άλλα κτίσματα αν αυτά έχουν το Θεό του, και όταν έμαθε ότι δεν κατοικεί σ αυτά, στο τέλος αφού στράφηκε στον εαυτό του βρήκε τον Θεό να κατοική μέσα του. Και έτσι ελεεινολογεί τον εαυτό του που ζητούσε τον Θεό στα εξωτερικά πράγματα, ενώ αυτός βρισκόταν μέσα του.
116. Σημείωσε ότι ο Θεός βρίσκεται μέσα στην ψυχή και μετέχεται, όχι κατά την αληθινή του ουσία, μακριά μία τέτοια σκέψι, αλλά κατά την δική του χάρι και ενέργεια, όπως λέγουν οι ιεροί θεολόγοι: βρίσκεται μάλιστα, όχι μόνο στην ενέργεια της ψυχής, αλλά πολύ περισσότερο στην ουσία της. Διότι εφόσον μόνον ο Θεός είναι δημιουργός ουσιών, κατά συνέπεια αυτός είναι μόνον που ενώνεται και δια μέσου των ουσιών και με τις ουσίες, τόσο των σωμάτων, όσο και των πνευμάτων, όπως αναφέρει με λεπτομέρεια ο υψινούστατος εκείνος Γρηγόριος Θεσσαλονίκης στην επιστολή του προς τον Βαρλαάμ. Μάλλον για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, αυτός είναι το κέντρο όλο στο οποίο βρίσκονται και στερεώνονται όλες οι ουσίες των όντων, σύμφωνα με το γραφικό χωρίο «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» (Πράξ. 7,28). Βλέπε και το κδ΄ κεφάλαιο του α΄ μέρους. Είπα ότι μόνον ο Θεός ενώνεται με τις ουσίες, επειδή κανένα κτίσμα, είτε είναι πνεύμα είτε σώμα, δεν ενώνεται με την ουσία άλλου κτίσματος, αλλά με μόνη την ενέργεια: ώστε και ο σατανάς δεν μπορεί να ενωθή με την ουσία της ψυχής, αλλά επικοινωνεί με μόνη την ενέργειά της κατά συζυγία, όπως λέγει ο ανωτέρω άγιος Γρηγόριος.

Our cross and the Cross of Christ.


Throughout the Sundays of the Great Lent and its preparatory period, the Church teaches us the different aspects of Orthodoxy which we must incorporate into our lives, in order for the Triumph of Orthodoxy to take place not only in a historical sense, but also in the life of each one of us personally.


Thus, for example, the Church teaches us humility (Sunday of the Publican and the Pharisee), repentance (Sunday of the Prodigal Son), the fear of God (Sunday of the Last Judgment), inner prayer, which is the highest form of communion with God (the 2nd Sunday of Lent).

The 3rd Sunday of the Great Lent is dedicated to yet another very important aspect of Orthodoxy in our lives - the bearing of one’s cross. And, as the supreme example of the bearing of one’s cross - the Cross of our Saviour lies before us that entire week.

Why is it so important and so necessary for each Orthodox Christian to carry in his life a cross - that is, the totality of sorrows and suffering which Divine Providence sends to each one of us? The answer is quite simple: because without a personal cross there is no personal salvation, just as without the Lord’s Cross, without His crucifixion and suffering there would be no salvation for mankind. By carrying His Cross, our Lord Jesus Christ opened the gates of paradise to us, while each one of us must carry his or her own cross in order to enter these gates.

After our forebears, Adam and Eve, fell into sin and were expelled from paradise, the earth became a vale of tears and suffering. Thus, living on earth in exile, we must well remember that there is no happiness on earth, and that all futile attempts by philosophers, thinkers, sociologists and other human minds to find happiness on earth have been simply a pursuit of a mirage. Happiness can be found only in the Heavenly Kingdom, where there is eternal rapture.

On earth we see only glimmers of happiness, which show us what we have lost and what we must seek. For example, we find happiness in charity, when the divine trait of mercy fills our soul with joy. We find happiness in friendship, when the divine trait of love joins our soul with the souls of others. We find happiness in marriage, when our church union follows the example of the union of Christ and His Church. Finally, we find happiness in communion with God through prayer, church services and the sacraments.

But all these feelings of happiness and joy are only shadows of true happiness in heaven. Eons ago this true happiness was directly given to Adam and Eve, but they lost it, and now we, their descendants, must earn this happiness by bearing our personal cross.

However, we must remember that it is not enough just to carry our cross, i.e. endure the sorrows and suffering that are sent to us. Bishop Ignaty Bryanchaninov tells us that simply bearing a cross does not yet make it a means of salvation for us. Our personal cross helps us attain salvation only when we turn our cross into the cross of Christ. And how do we do that? The answer is again simple: we must bear our cross in the same manner in which Christ bore His.

Let us consider the distinguishing characteristics of the Cross of Christ, and let us try to incorporate them into our own life, into our own cross. First of all, there is complete obedience to the will of God. Our Lord Jesus Christ, being God, could have saved us in any other way, but the will of God chose that which was the most horrifying in human sin, the most tormentful and cruel, in order to expiate sin completely, and the Son of God showed absolute obedience to His Father, again in order to fully expiate the disobedience of our forefathers and their violation of God’s will. Thus we, too, must obediently accept all the sorrows which God sends us, and must firmly believe that it is these very sorrows, and none other, which will lead us into the Heavenly Realm.

Secondly, the Lord Jesus Christ exhibited absolute patience. He suffered terribly and at great length, yet He expressly drank to the last bitter drop the full cup of torment, and endured it patiently and meekly. So should we bear our sorrows patiently and meekly, in the belief that the Lord will never give us more than we can bear. And if we thus endure, we will even witness a miracle within ourselves: just as the Lord invisibly gave strength to the martyrs, who could never have been able to suffer on their own the great torments to which they were subjected, so will the Lord, seeing our effort, give strength to us and will even lighten our cross considerably, in accordance with His Own words: for my yoke is easy and My burden is light.


And thirdly, the Lord bore His cross with joy: joy at seeing the ancient enemy - Satan - being vanquished; joy at seeing mankind liberated from captivity; joy at seeing man - the crown of God’s creation - once again entering the place of bliss that had been prepared for him. Let us, too, each one of us, carry his cross with joy: joy because in this cross is revealed God’s love for us; joy because this cross affiliates us to God; joy because this cross opens for us the way into paradise.


We venerate Thy Cross, o Master,
And we glorify Thy holy Resurrection!
Father Rostislav Sheniloff.