Sunday, 23 February 2014

ΟΙ ΔΥΟ ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΟΙ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ


Ήταν ένας ασκητής κι είχε δυο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει και να τους κάνει καλούς.
Είχε, όμως, την ανησυχία αν όντως προχωρούν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν είναι έτοιμοι για την βασιλεία του Θεού. Περίμενε ένα σημάδι για αυτό από τον Θεό, αλλά δεν έπαιρνε καμία απάντηση.
Κάποια ημέρα θα γινόταν αγρυπνία στην εκκλησία μιας άλλης σκήτης, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε τους υποτακτικούς από το πρωί, ώστε να φτάσουν νωρίς, για να τακτοποιήσουν την εκκλησία, κι ο Γέροντας θα πήγαινε το απόγευμα. Οι υποτακτικοί είχα προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια:
- Πάρτε με, σας παρακαλώ, τους έλεγε, γιατί εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιος θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δυο. Σηκώστε με και οδηγήστε με στο πρώτο χωριό.
- Δεν μπορούμε! Του είπαν. Βιαζόμαστε για την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή να ετοιμάσουμε.
- Πάρτε με σας παρακαλώ! Αν με αφήσετε, θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία.
- Δεν μπορούμε! Τι να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας. Κι έφυγαν.
Τ' απόγευμα ξεκίνησε ο Γέροντας για την αγρυπνία. Πέρασε από τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:
- Τι έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;
- Πέρασαν το πρωί δυο μοναχοί και τους παρακάλεσα να με βοηθήσουν, αλλά βιαζόταν να πάνε στην αγρυπνία.
- Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς του λέει
- Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον!
- Όχι θα σε πάω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!
- Μα δεν μπορείς να με σηκώσεις.
- Θα σκύψω, και εσύ πιάσου από πάνω μου και λίγο λίγο θα σε πάω σε κανένα κοντινό χωριό. Λίγο σήμερα, λίγο αύριο θα σε φτάσω.
Τον πήρε με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο μέσα την άμμο πάρα πολύ δύσκολα. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν: «Έστω και σε τρεις μέρες θα φτάσω». Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νιώθει το φορτίο του πιο ελαφρό, πιο ελαφρό και σε κάποια στιγμή αισθάνθηκε σαν να μην κρατάει τίποτα. Τότε γυρίζει πίσω να δει τι συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη πάνω του έναν άγγελο. Ο άγγελος του είπε:
- Με έστειλε ο Θεός να σε πληροφορήσω ότι οι δυο υποτακτικοί σου δεν είναι άξιοι της Βασιλείας του Θεού, γιατί δεν έχουν αγάπη.

Περίοδος Τριωδίου- σκέψεις


Θεοδόσιος Μαρτζοῦχος (Πρωτοσύγκελλος Ἱ. Μ. Νικοπόλεως καὶ Πρεβέζης)
...Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ...
(λαϊκὸ τραγούδι)
(ἢ ...ὅπως ὁ τσοπάνος χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ κατσίκια...)
(Τὸ εὐαγγέλιο)
Πολλοὶ ἄνθρωποι καὶ παλαιότερα καὶ τώρα, ἀρνούμενοι μιὰ μεταφυσικὴ ἐκδοχὴ συνέχισης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου σὲ κατάσταση Παραδείσου (τέλεια εὐδαιμονία) ἢ σὲ κατάσταση κολάσεως (ταλαιπωρία ἀπόλυτης μόνιμης μοναξιᾶς) καὶ θέλοντας νὰ «γελάσουν» μὲ τὶς λαϊκότροπες χαλκογραφίες ποὺ παρίσταναν τὴν κόλαση σὰν ἕνα «τόπο» φωτιᾶς καὶ μαρτυρίων σωματικῶν καὶ τὸν Παράδεισο σὰν ἕνα «κῆπο» μὲ φρεσκοκουρεμένο γκαζὸν γεμάτο ὄμορφα λουλούδια στὸν ὁποῖον περιδιάβαιναν ἀργόσχολοι χαζούληδες γεμάτοι...ἀρετές, ἰσχυρίζονται ὅτι τέτοια πράγματα εἶναι ἀνυπόστατα καὶ συνεπῶς «ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση εἶναι ἐδῶ»!
Ἂς δοῦμε ὅμως... τὸ τραγούδι ἀναλυτικά!
Ὁ Χριστὸς στὸ 25ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου περιγράφει μὲ τρεῖς εἰκόνες τὴν σχέση τῶν ἀνθρώπων μὲ τὸν Θεό.
Στὴν εἰσαγωγικὴ καὶ πρώτη (κεφ. 25,1-13) μὲ τὴν γνωστὴ παραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων θέτει τὸ θέμα ὄχι τῆς θεωρητικῆς μόνον ἀγάπης τῶν ἀνθρώπων γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν Δημιουργὸ-Νυμφίο τους (ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου), ἀλλὰ καὶ τὸ θέμα τῆς οὐσιαστικῆς προετοιμασίας γι' αὐτὴν τὴν συνάντηση (ἔλαιον...εἰς τὰ ἀγγεῖα). Δὲν φτάνει μόνον νὰ περιμένεις• χρειάζεται νὰ ἔχεις τὰ ἀναγκαῖα γι' αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὥστε νὰ μὴ ἀποδειχθεῖς...ἀνόητος (μωραὶ παρθένοι). Ἀρχικὴ λοιπὸν προϋπόθεση εἶναι νὰ εἶσαι στὴν ἑτοιμότητα τῆς ἀγάπης γιὰ μία...αἰφνίδια ἔκκληση-συνάντηση!
Στὴν δεύτερη εἰκόνα (κεφ. 25, 14-30) περιγράφεται τὸ μυστήριο τοῦ ἐκ Θεοῦ...γονιδιώματος, ἀφοῦ Αὐτὸς δίνει στὸν ἕνα «πέντε τάλαντα», στὸν δεύτερο «δύο τάλαντα» καὶ στὸν τρίτο «ἕνα τάλαντο». Κανεὶς δὲν ξέρει ἀπὸ ποῦ καὶ γιατί προέκυψαν σ' αὐτὸν τὰ ὅποια προσόντα-τάλαντά του. Τὸ βάρος ἄλλωστε γιὰ τὸν Χριστὸ δὲν πέφτει στὸ πόσα ἔχεις ἀλλὰ στὸ τί τὰ κάνεις! Κι ἐδῶ ἔχουμε δύο στάσεις-ἀντιμετωπίσεις. Κάποιους ποὺ κοπιάζουν νὰ αὐξήσουν τὰ δοθέντα (τὰ πέντε-δέκα, τὰ δύο-τέσσερα) καὶ κάποιους ποὺ κλείνονται στὸν ἑαυτό τους καὶ θάβουν στὸ κλουβὶ τοῦ ἐγωϊσμοῦ τους τὴν δωρεά. Ἡ κατάληξη γιὰ τοὺς πρώτους εἶναι «εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου σου», ἐνῶ γιὰ τοὺς δεύτερους «τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».
Καὶ ἐρχόμαστε στὴν καταληκτικὴ τρίτη εἰκόνα (κεφ. 25, 31-46) στὴν ὁποῖα τὸ πλαίσιο τῆς σχέσεως τίθεται δυναμικὰ καί... μονόπλευρα, «ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» καὶ «ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ». Ὁ Χριστὸς ἔρχεται ὡς Ἥλιος ἀνατέλλων. Μία κίνηση ζωοποιοῦ δυναμισμοῦ ἀνεξάρτητου ἀπὸ τὶς ἐπιλογὲς καὶ ἐπιθυμίες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν κτισμάτων. Κάτω ἀπὸ τὰ μάτια καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀληθινοῦ Ἥλιου τῆς Δικαιοσύνης Χριστοῦ «συναχθήσονται... πάντα τὰ ἔθνη».
Ὁ φυσικὸς ἥλιος μὲ τὴν παρουσία καὶ τὸ φῶς του ἀποσαφηνίζει ὅσα μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ προηγεῖται εἶναι στὰ μυαλὰ καὶ στὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων, σὲ μπέρδεμα καὶ παρανόηση. Καὶ ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἔνδοξη παρουσία Του «ξεχωρίζει» τοὺς ἀνθρώπους «ὥσπερ ὁ ποιμὴν τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων». Δὲν φτιάχνει «πρόβατα» καὶ «ἐρίφια». Τὰ βρίσκει. Ἡ δική του παρουσία ἁπλῶς κάνει σαφῆ τὴν ποιοτική τους διαφορὰ καὶ αὐτὸ ποὺ μέχρι τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἦταν σὲ σύγχυση, ἀσάφεια καὶ ἀνάμιξη (τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, ὁ πόνος καὶ ἡ καλωσύνη, τὸ δάκρυ καὶ ἡ σκληρότητα, ὁ θάνατος καὶ ἡ εὐζωΐα γενικῶς τὸ σκάνδαλο τοῦ κόσμου μας) τώρα πλέον ἀποκτᾶ τὴν πραγματικὴ μόνιμη καὶ σαφῆ θέση του.
Αἰωνιότητα δὲν εἶναι κάτι• εἶναι ΚΑΠΟΙΟΣ. Εἶναι ὁ Χριστός. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ μετὰ θάνατον ζωὴ εἶναι ἡ σχέση μαζί Του. Ὅμως ὑπάρχει σχέση ἀγάπης ἐξ ὁμοιότητος καὶ σχέση ἀπέχθειας ἀπὸ φιλαυτία. Ἐκεῖνος ἀγαπᾶ ὅλους μονίμως καὶ διαρκῶς μὲ τὴν ἴδια ἔνταση. Στὸ ἴδιο μέτρο καὶ τὴν Παναγία καὶ τὸν διάβολο καὶ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ποιότητα τῆς σχέσης μας μαζί Του, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Ἑξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θυσία μας νὰ ἀποκτήσουμε «ἔλαιον» στὰ ἀγγεῖα τῆς ὕπαρξής μας. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν κόπο μας νὰ διπλασιάσουμε τὸ «τάλαντο» ποὺ μᾶς ἔδωσε. Ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἀποκτήσαμε δουλεύοντας τὶς ἀρετὲς ποὺ μᾶς ὑπέδειξε τὸ θέλημά Του ὥστε νὰ ἔχουμε «μάθει» νὰ ἀγαπᾶμε. Ἐκεῖνος εἶναι ἀγάπη. Ἐμεῖς μιμούμενοι τὸν τρόπο καὶ τὶς ἐντολὲς Του ἀποκτᾶμε ἀγάπη καὶ ἔτσι Τοῦ μοιάζουμε. Γινόμαστε παιδιά Του. Ἡ συνάντησή μας μαζί Του εἶναι χαρὰ «ἀνεννόητος» (ποὺ δὲν τὴν χωράει, δηλαδή, ἀνθρώπινο μυαλό). Γίνεται ἡ σχέση Παράδεισος. Ὅμως ὅλος αὐτὸς ὁ κόπος ξεκινάει ἀπὸ ἐδῶ. «Ἐδῶ εἶναι ὁ Παράδεισος...».
Καὶ στὶς δύο κατηγορίες-τοποθετήσεις τῶν ἀνθρώπων ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει τὸ ἴδιο «ἐρωτηματολόγιο»: Νοιάστηκες τὸν πεινασμένο καὶ τὸν διψασμένο; Τὸν ξένο; Τὸν μετανάστη; Τὸν γυμνό; Τὸν ἄρρωστο; Τὸν φυλακισμένο; Στὰ πρόσωπα ὅλων αὐτῶν ὁ Χριστὸς «ταυτοποίησε» τὸν ἑαυτό Του. Ὅσοι εἶχαν δουλέψει στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν (νηστεία-ἐγκράτεια, ὄχι ὡς καταξιωτικὰ κατορθώματα ἀλλὰ ὡς τρόπο ἐλευθερίας ἀπὸ τὴν φιλαυτία μετὰ τὰ ὁποῖα ἡ προσευχὴ γίνεται σχέση μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ), εἶχαν βγεῖ στὴν ἁπλωσιὰ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καὶ εἶχαν ἀποκτήσει ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη• ἀνταποκρίθηκαν στὸ «ἐρωτηματολόγιο» τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν εὐτυχία καὶ τὴν χαρὰ τῆς συνάντησης μὲ γνώριμο πρόσωπο. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἔγινε αἰώνια καὶ μόνιμη πηγὴ αὔξουσας εὐτυχίας. Τὸ φῶς δὲν χορταίνεται!
Ὅσοι κλείστηκαν στὴν αὐταπάτη τῆς ἐγωιστικῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης γιὰ νὰ μὴ χάσουν καὶ θυσιάσουν καὶ κουραστοῦν, αὐτὴ ἡ αὐτοερωτικὴ τους τοποθέτηση τοὺς ἔκανε νὰ μὴ μποροῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν Σταυρικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἀντίθετα, ἡ παρουσία Του τοὺς ἐνοχλεῖ γιατί τὸν φαντάζονται καὶ Αὐτὸν ὡς κάποιον ποὺ κλέβει τὴν...στάχτη τῆς σβησμένης καὶ κρύας ἀγάπης τους γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἔτσι γίνεται γι' αὐτοὺς ὁ Χριστὸς «ἀνέκφραστος ὀδύνη»! Κόλαση ἄπειρες φορὲς χειρότερη ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἡ ἀφέλεια τῶν λαϊκῶν λιθογραφιῶν περιέγραφε μὲ εἰκόνες φωτιᾶς καὶ δυσωδίας. Τὸ «πῦρ τὸ ἐξώτερον» γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει τὸ εὐαγγέλιο, εἶναι «φωτιὰ» ὑπαρξιακῆς αἰώνιας ταλαιπωρίας στὸν ἐγκλεισμὸ τῆς ἀπόλυτης μόνιμης μοναξιᾶς, ὅπως εἴπαμε, δὲν εἶναι... φοῦρνος. Ὅταν ὁ ἄλλος γιὰ μᾶς δὲν εἶναι παρὰ ἐκμεταλλεύσιμη εὐκαιρία (ἐπαγγελματικά, ἐρωτικά, κοινωνικὰ) τότε ἔχουμε πάρει τὸν δρόμο γιά... τὴν Κόλαση. Ὅπως ὁ Παράδεισος ἔτσι καὶ ἡ κόλαση, «εἶναι ἐδῶ»!
Κάθε πρωὶ βγαίνει ὁ ἥλιος γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Ἂν ἐγὼ ὅμως καταστρέψω τὰ μάτια μου μὲ τὰ χέρια μου, τὸ ὅτι δὲν θὰ τὸν βλέπω ἀκόμα καὶ ὅταν βγεῖ, παρὰ μόνον ὡς σκοτάδι, δὲν εἶναι ρύθμιση Ἐκείνου ἀλλὰ δική μου ἐπιλογή.
Ἡ ἁμαρτία καταστρέφει τὴν δυνατότητα μετοχῆς στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ διὰ τῆς ἁμαρτίας (ψυχικῆς ἢ σωματικῆς) ἐγκλωβιζόμαστε στὸν ἑαυτό μας. Ἡ ἁμαρτία δὲν εἶναι φόβος γιὰ ἡλικιωμένους μπροστὰ στὸ ἄγνωστο τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ὑπαρξιακὴ ἀναπηρία ποὺ στερεῖ τὴν δυνατότητα ἀπὸ κάθε ἄνθρωπο νὰ μπορεῖ νὰ γευτεῖ τὴν χρηστότητα τοῦ Κυρίου.
Πλέον πρέπει νὰ διορθώσουμε τὸ λαϊκὸ τραγούδι: «Ἐδῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος κι ἡ κόλαση ἐδῶ»! Ὁ Χριστὸς δὲν στέλνει κανένα στὴν κόλαση. Μόνοι μας διαλέγουμε νὰ ζήσουμε μακριά Του.
Ἀδελφοί μου,
Ἂς κάνουμε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ θέλημά Του (ποὺ ἐμᾶς...ἑξασφαλίζει) κέντρο καὶ τρόπο τῆς ζωῆς μας.
Ἂς ἀγωνιστοῦμε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ «καβούκι» τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ νὰ μάθουμε νὰ ἀγαπᾶμε.
Ἂς χαροῦμε μὲ τὴν μεγαλειώδη προοπτική τῆς συνάντησης μαζί Του. Βραχυπρόθεσμα στὸ Πάσχα ποὺ ἔρχεται. Μόνιμα, στὴν ἀγκαλιὰ Αὐτοῦ ὁ ὁποῖος εἶναι Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΩΝ.

π. Θεοδόσιος