Saturday, 1 February 2014

The Meeting of Our Lord..


When the Egyptian king Ptolemy Philadelphus, founder of the glorious library of Alexandria, wished to have the Old Testament books in the Bible translated from Hebrew into Greek, the Jewish Sanhedrin (High Council) chose 72 righteous men from among the Hebrews, six from each tribe of Israel, who knew both languages well. Among these 72 men was a certain elder named Simeon.
While translating the Book of Isaiah, he stopped at a prophecy well-known to him: “Behold, a Virgin shall conceive and bear a Son…” (Isaiah 7:14). Simeon had doubts about the word “Virgin,” and after pondering for a while, decided to replace it with the words “young woman,” as being more understandable and believable. But suddenly an angel appeared before him and, staying his hand, said: “Believe in what is written. You shall see with your own eyes the fulfillment of this incomprehensible prophecy.” This took place about 270 years before the birth of Christ.


And so years, decades and centuries passed. Simeon patiently waited for the fulfillment of God’s word, announced to him by the angel, and daily visited the temple of Jerusalem. And thus, when the Most-Holy Virgin Mary, in accordance with the law of Moses, brought the Infant Christ to the temple on the 40th day after His birth, Simeon was divinely inspired to recognize Them, together with the prophetess Anna who lived at the temple. Piously he bowed down to the Infant and His Mother, and taking the Infant God up in his arms, he turned to Him with the following moving prayer: “Lord, now lettest Thou Thy servant depart in peace…” (Luke 2:29-32).
We read this prayer at the end of each vespers, at the end of the day, which symbolizes the end of life, since sleep is the foreshadow of death.
Thus the holy prophet Isaiah’s words came to pass, and the righteous Simeon’s expectation was fulfilled: in the temple he met Christ born of a Virgin, and for this reason the holiday is called the Meeting of our Lord.

For many years afterwards the event of Christ’s presentation at the temple of Jerusalem was commemorated, but after a while the memory of this event apparently began to fade. And then in 542 A.D. there was a terrible plague in the Byzantine Empire, so that many thousands died every day, and the bodies of the dead lay for a long time without being buried, while in the city of Antioch another natural disaster was added – a severe earthquake. Many buildings were destroyed, burying in their ruins those who had survived the plague. At that time a certain pious person received a revelation from above that people should begin celebrating the day of the Meeting of the Lord, as well as other feasts of the Lord and the Theotokos. Thus, on the eve of the 40th day after the Nativity of Christ, i.e. the day of the Meeting of our Lord, when the all-night vigil was served, followed by a procession with the cross, – the plague and the earthquake immediately stopped. The joyful inhabitants gave glory, praise and thanks to the Lord God and His Most-Holy Mother.

The meeting with the Infant Christ had great meaning for the elder Simeon. But what meaning does it have for us and for our salvation?

To understand the deep significance of this holiday we must turn to the service for this day, because the Holy Church has expressed its understanding of Gospel events most fully in its services. “In the Law – in the shadow and in the Scriptures – do we, the faithful, behold the symbol: every male child opening the womb is consecrated to God…” (9th ode of the canon). In the Old Testament law, which only served to foreshadow the coming law, each first-born male from each family of the chosen people was dedicated to God. This law was established at the time when the Lord smote with death all the first-born of Egypt, sparing the first-born of the ancient Jews, who henceforth began to be considered as God’s property, and whom their mothers were obligated to give over into full service to God, i.e. consecrate to God, in other words – make them their priests and intercessors before God. However, since many families found it difficult to give up their first-born for service to God, Moses, not without God’s approval, modified this law to some extent, replacing the first-born from each family with a universal first-born from the entire people – with the tribe of Levy, which became totally dedicated to God and became the priesthood of the ancient Jews. In order to authenticate this exchange, each mother had to bring her first-born to the temple on the 40th day after his birth, offer a sacrifice to God, and redeem her infant in order to obtain the right to get him back, while transferring his obligations to the priests.

Such is the origin and the meaning of Old Testament priesthood. However, all these institutions, though established with God’s approval, were only human prerogatives and thus lacked grace, because they only served to foreshadow the future. The service of the priesthood openly prophesied to the people the forthcoming High Priest and the forthcoming salvific Sacrifice. All Old Testament “gifts and sacrifices… were imposed on them until the time of reformation… but Christ the High Priest, neither by the blood of goats and calves, but by His own blood entered once into the holy place, having obtained eternal redemption for us” (Hebrews 9:9-12).

Faced with the Infant Christ, the entire Old Testament priesthood could be considered as having fulfilled its temporary foreshadowing service and could say to Christ together with the elder Simeon: “Lord, now lettest Thou Thy servant depart…,” and not only in terms of wishing quick deliverance from earthly life, but also quick deliverance from its priestly service which was inactive (i.e. lacking grace) in the face of the eternal High Priest and the redeeming Sacrifice.

The content of the holiday service reveals to us the chief meaning of the coming of the Son of God to earth, which lay not in a glorious establishment of a universal earthly kingdom of the Messiah, as the leaders of the Jewish people wished it, but in His service as a High Priest to the world and in His priestly sacrifice of atonement. The elder Simeon speaks of this to the Most-Holy Virgin Mary, as he prophetically views Her future station at the Cross and likens it to a sword piercing Her heart. And the elder himself, already seeing in the Divine Infant the beginning of the redeeming sacrifice for which He had been born, expresses his desire to descend as quickly as possible into hell, in order to proclaim to the prisoners languishing there the great joy of the first rays of the Paschal Sun (7th ode of the canon). Amen.

Protopriest Igor Hrebinka

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ - Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα


02 Φεβρουαρίου, η εν τω ναώ Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού - Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα της εορτής, Υμνολογική εκλογή.

«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α. Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν’ απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ’ ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.

Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ’ Αυτόν. ( Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της εννάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής. Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ’ το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».


Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ’ ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.


Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη. Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.


Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.

Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.


« Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον), όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. Του β. γι’ αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ’ Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση. Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α. Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.


Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ’ ην «Χορός αγγελικός, εκπληττέσθω το θαύμα! βροτοί δε ταις φωναίς, ανακράξωμεν ύμνον,ορώντες την άφατον του Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α., και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας. Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.