Friday, 31 January 2014

ΕΝΑ ΗΡΩΑΣ 13 ΕΤΩΝ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ!!


«Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο».

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
στὸ 2ο Συμπόσιο Νοσηλευτικῆς Ὀγκολογίας
στό Γενικό Νοσοκομεῖο τῆς Ἀεροπορίας 251,
τό  φθινόπωρο τοῦ 2013
.                      […] Πρόκειται γιά ἕνα παιδί πού προσβλήθηκε ἀπό καρκίνο σέ ἡλικία 13 ἐτῶν καί τελικά πέθανε σέ ἡλικία 18 ἐτῶν. Ἦταν ἕνα ζωηρό παιδί μέ ὄνειρα γιά τήν ζωή, μέ ἔντονη κοινωνική δραστηριότητα, τό ὁποῖο ὅμως κατά τήν διάρκεια τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ καρκίνου βοηθήθηκε ἀπό τήν μάνα του καί χρησιμοποίησε τήν νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
.                     Τήν ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθενείας περιγράφει ἡ μάνα του σέ βιβλίο πού κυκλοφορεῖ μέ τόν τίτλο «ὑπόσχεση».[…]
.                       […] Ὅταν τό παιδί ἀρρώστησε στήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν ἄρχισε μιά συναρπαστική περιπέτεια. Ἀπό τήν μιά μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀσθένεια, χρησιμοποιώντας ὅλες τίς μεθόδους, ἰατρικές θεραπεῖες, ἐναλλακτικές θεραπεῖες, ψυχολογικές, διαλογισμός, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ὁ ψυχικός πόνος καί τῶν δύο, ἀλλά κυρίως τό πρόβλημα τοῦ θανάτου πού ἐμφανίσθηκε μπροστά τους.
Τό παιδί «ἦταν πανέξυπνο, ἐρευνητικό μυαλό, ἔψαχνε γιά τά πάντα καί διψοῦσε γιά τή γνώση». Ἡ μάνα «γαλουχήθηκε μέ τό ὅραμα ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Ἡ γενιά τοῦ Πολυτεχνείου, οἱ τελευταῖοι μαρξιστές, πίστεψαν σ’ αὐτό τό δόγμα». «Μέ τήν ἔπαρση τῆς ἀριστερῆς ἰδεολογίας κάποτε, ἦταν φουσκωμένη μέ ὁράματα, ἰδέες, λύσεις».
.                      Καί ὅταν ἦλθε ὁ καρκίνος, ἐμφανίσθηκε καί μιά ἄλλη πραγματικότητα. Τό ἐρώτημα τοῦ παιδιοῦ στήν μάνα ἦταν ἀδυσώπητο: «Τί γίνεται μετά τό θάνατο; ὅλα τέλος;». Καί ἡ μάνα του αἰσθάνθηκε νά σπάζουν τά μούτρα της «ὅταν κατάλαβε τό ἀτελές τοῦ συστήματος τοῦ κόσμου». Καί διηγεῖται: «Πῶς νά τόν ἱκανοποιήσω μέ ἀπαντήσεις ρηχές μέσα ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς καί τόν κόσμο τοῦ ὀρθολογισμοῦ; Ἄθελά μου, ἐντελῶς μηχανιστικά ἀπό τή δική μου πλευρά, τοῦ ἔστρεψα τήν προσοχή στήν προσευχή. Ἔτσι, ὅπως θά ἔκανε ἡ μάνα μου. Προσευχή γιά νά τιθασεύσει τόν ἀβάσταχτο πόνο. Καί τότε ὁ πόνος ἄρχισε νά δουλεύει θεραπευτικά γιά τήν ψυχή τοῦ Βανή, ἐνῶ ἐμένα ἀπειλοῦσε νά μέ συνθλίψει. Ὁ πόνος, ἄν δέν σέ καταστρέψει, θά σέ ἀναστήσει».
.                      Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες … κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο.
.                      Ἡ ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθένειας ἦταν συγκλονιστική. Ἡ ἴδια διηγεῖται:
«Ἡ “ἐμπειρία” τοῦ καρκίνου πού ζήσαμε, δέν ἦταν ἁπλά μιά “κατάσταση” στή ζωή μας. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή στήν ὁριακή της πλευρά μέ τό θάνατο. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες τό ἴδιο τό παιδί μου κοιτάζει κατάματα τό ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου του καί ρωτάει: “τί γίνεται μετά τό θάνατο; Ὅλα τέλος;” Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζει μία ἀναζήτηση στά τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας. Ἡ ἐρώτηση ἦταν τέτοια πού σχετιζότανε οὐσιαστικά μέ τό σκοπό τῆς ὕπαρξής μας.
Ἤδη τό νόημα τῆς ὕπαρξης γιά μένα εἶχε θρυμματιστεῖ. Μέ τό χρόνο, διαπίστωσα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική, ὅπως καί τά διάφορα ψυχοθεραπευτικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, ἀδυνατοῦν νά δώσουν ἱκανοποιητικές ἀπαντήσεις σέ ὁριακά ζητήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μοῦ πῆρε πολύ χρόνο ἐπίσης νά διαπιστώσω ὅτι, ὅσο καί ἄν πασχίζουν ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, ἡ ἐξέλιξη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας καί ἡ παρουσία ἀναρίθμητων ψυχοθεραπευτικῶν συστημάτων, ἀδυνατοῦν νά διαχειριστοῦν καί νά ἀπαντήσουν σέ ζητήματα πού ἅπτονται τῆς ἠθικῆς, τῆς ἐλεύθερης βούλησης καί τοῦ πόνου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου». 
Ἡ μάνα ἀγαποῦσε μυστικά καί αἰσθητά, ὠθοῦσε τό παιδί της στήν προσευχή. Καί ἐκεῖνο ἀνταποκρινόταν μέ θαυμαστό τρόπο. Προσευχόταν, ἀναζητοῦσε τήν ἡσυχία. «Ἀνακάλυπτε τόν ἑαυτό του. Προχωροῦσε στήν αὐτογνωσία. Καθόριζε τήν ψυχή του, σέ σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους γύρω του. Ἀπελευθερωνόταν ἀπό μικρόψυχους κλυδωνισμούς καί ἐξαρτήσεις. Προσπαθοῦσε ν’ ἀντέξει τόν ἑαυτό του, νά τόν κυριαρχήσει. Φαινόταν στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τούς ἀπανωτούς πόνους καί τίς δυσοίωνες διαγνώσεις. Πάσχιζε νά ἐλευθερωθεῖ».
 «Ἡ στάση του ἀπέναντι στό καρκίνο ἦταν ἡρωική. Πάλη ἄνιση, ἀγώνας μέχρι τό τέλος, ἀγόγγυστος καί ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ. Ἡ ὑπομονή του δέν εἶχε κανένα στοιχεῖο ἠττοπάθειας ἤ παραίτησης. Ἦταν σκληρή ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας. Ἡ ὑπομονή του, τοῦ ἔδωσε χρόνο καί γαλήνη νά στραφῆ στό πνεῦμα του. Ἀνακάλυψε τήν προσευχή, σιωπηλά. Αὐτή τόν ἀπογείωσε. Τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του, νά βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Μεταμόρφωσε τόν χαρακτήρα του, τήν ἐγωπάθειά του. Τόν ὁδήγησε ν’ ἀγαπήσει δυνατά. Ἔφυγε σάν ἀετός, ἐλεύθερος!».
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου ἀνακαλύφθηκε ἕνας ἄλλος κόσμος, μυστικός, πνευματικός. Γράφει ἡ μάνα:
.                      Ἄν ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βοηθᾶ κάθε ἄνθρωπο, εἴτε εἶναι ἄρρωστος εἴτε ὄχι, πολύ περισσότερο βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο πού πάσχει ἀπό καρκίνο.
.                      «Ὁ Μίνως (Βανῆς) εἶχε μάθει τούς νόμους τῆς σιωπῆς, τήν εὐεργετική θεραπεία τῆς ἡσυχίας. Ἤξερε πότε ν’ ἀποσυρθεῖ, πότε νά ἐπικοινωνήσει. Αὐτός καί ἡ μάνα του μιλοῦσαν καί μέ τά βλέμματα. Ἐκείνη διάβαζε τά μάτια του. Γνώριζε τί συντελοῦνταν μέσα του. Δέν τῆς ἐπιτρεπόταν νά παραβιάσει τήν ἡσυχία του. Ἤξερε πότε θά τοῦ πιάσει τήν παλάμη νά προσευχηθοῦν μαζί. Ἐκείνη τήν ἱερή στιγμή, ὁ Μίνως (Βανῆς) δέν δυσανασχετοῦσε. Ἀντίθετα, τό περίμενε. Ἤξερε πότε νά τόν ἀφήσει μόνο, στήν ἐντελῶς προσωπική του “κοινωνία” μέ τόν Θεό. Ἱερές στιγμές μέ ἰδιαίτερο μυστικό, ἐκστατικό νόημα. Μετά τόν παρακολουθοῦσε νά βγαίνει μέσα ἀπό μιά ἄλλου χαρακτήρα καί πέραν τῆς αἰσθητῆς φύσεως κατάσταση, μέ νοῦ καθαρό σάν κρύσταλλο, ἑνωμένο μέ τήν καρδιά. Ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀποδεσμευμένο ἀπό τή φαντασία καί τή γνώση. Ἀπελευθερωμένο ἀπό τά δεσμά αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τά ζητήματα πού μᾶς καῖνε. Ὁ νοῦς ὁλοφάνερα εἶχε συναντήσει κάτι ἀνώτερο, εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν ἀληθινή γνώση. Τήν τέλεια γνώση. Γι’ αὐτό παρέμενε ἀτάραχος, σίγουρος, γαλήνιος, χωρίς καθημερινούς συλλογισμούς, χωρίς τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἡ μάνα του τόν ἔβλεπε μέ θαυμασμό γιά τή δύναμη ψυχῆς πού ἐξέπεμπε, γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τῆς μιλοῦσε, γιά μιά ἐνέργεια ἐσωτερική, ἄλλου βεληνεκοῦς, ἀκατανόητη». 
Ἡ οἰκογένεια χρησιμοποιώντας τίς δυνατότητες πού δίνει ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, ἀλλά καί οἱ ἐναλλακτικές θεραπεῖες ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνουν διάφορες ἐσωτερικές διεργασίες. Γράφει: 
«Ὄντως ὅμως ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς φρικτές σωματικές ὀδύνες, ὁ νοῦς του παρέμενε εἰρηνικός καί ἔψαχνε προσευχόμενος. Δέν ἱκανοποιοῦνταν ἀπό τίς λογικές ἀπαντήσεις καί τόν παρακολουθοῦσα νά ἀποζητᾶ τήν ἡσυχία πολλές φορές καί μετά νά ἐπιστρέφει στή φυσιολογική ζωή ἤρεμος, δημιουργικός, δυνατός. Συγκεντρωνότανε σίγουρα σέ μιά προσωπική ἐνδοσκόπηση καί πήγαινε παραπέρα. Ἀκολουθοῦσε μέ καθαρή καρδιά πνευματικά μονοπάτια, ἀναζητώντας τήν πηγή πού θά τοῦ πρόσφερε τήν ἀληθινή γνώση. Ὁ Βανῆς ἀνέπτυξε μιά ἐκπληκτική ἐσωτερική διαύγεια καί πρέπει νά ἄρχισε μέσα του μιά σπάνια ἐσωτερική διεργασία. Εἶχε μιά καθαρή συνειδητότητα γιά τήν ἀσθένειά του, τόν κόσμο, ὅσα συνέβαιναν γύρω του, γιά τό Θεό. Ἔδειχνε ἀκλόνητος ἀπό τίς ὑποτροπές καί τά βάσανά του. Ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, ὑγιής, χωρίς ἀλλοιώσεις μέ ἀπωθημένες ἐπιθυμίες ἤ ἄλυτα προβλήματα. Ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς δυσκολίες καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀπό τό φόβο. Τό σῶμα του ἦταν ἄρρωστο ὁ νοῦς του ὅμως καί ἡ καρδιά του δέν ἀρρώστησαν. Τήν ἀλλαγή του αὐτή δέν τήν ὁμολογοῦσε οὔτε εἶχε φαίνεται τήν ἀνάγκη νά τήν συζητάει. Τίς σκέψεις του ὅμως τίς ἔγραφε. Καί βέβαια μόνο μιά μάνα μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ καί νά καταλάβει ὅτι κάτι διαφορετικό συμβαίνει στό παιδί της». 
Μετά τήν περιπέτεια αὐτή ἡ μάνα κατάλαβε τήν ἀξία τοῦ πόνου, ὅταν ὁδηγῆται ὁ ἄνθρωπος στήν νοερά προσευχή. «Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀσθενεῖς οἱ πολύ πονεμένοι, πού καταφέρνουν καί ἐπιτυγχάνουν, μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτήν τήν ἕνωση, μεταμορφώνονται σ’ ἄλλου εἴδους ἀνθρώπων. Ἀλλά αὐτό γίνεται μέσα ἀπό τόν πολύ πόνο. Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο». 
Ἡ μάνα αὐτή καί μετά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της ἀνακάλυψε «τή δυνατότητα θεραπείας τοῦ νοῦ πού εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ, μόνον ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου “ἀποκαλυφθεῖ”». Αὐτό γίνεται μέ τήν «ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ», ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «εἶναι συνδεδεμένος μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τό Θεό, ὅπως λένε οἱ νηπτικοί πατέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἔμαθε «ὅτι τό βασικό πρόβλημα στήν ζωή μας εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ»· ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν λογική ἐνέργεια ἔχει καί τήν νοερά ἐνέργεια καί ὅτι καλλιεργοῦμε «ἔντονα τή λογική» καί ἀναπτύσσουμε «ὑπερβολική δράση» καί ὅτι «ἔχουμε παραμελήσει τήν ἄλλη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τό νοῦ, πού εἶναι τό κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου». Γνώρισε «τή θεραπευτική ἀγωγή πού ἔχει ὁ Χριστιανισμός καί ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί παράδοση τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς πίστης μας, κάτι πού σήμερα ἔχει χαθεῖ», «τό θεραπευτικό χαρακτήρα καί τή σωτηριολογική σημασία πού ἔχει ἡ Χριστιανική πίστη, πού εἶναι ἀποκεκαλυμμένη πίστη», ὅτι ἐκτός ἀπό τούς φυσικούς νόμους «πού προάγουν τό φυσικό ὑλικό κόσμο καί πού ἀποδεικνύονται συνεχῶς ἀνεπαρκεῖς νά ἐπιλύσουν λεπτότερα θέματα, ὅπως προανέφερα, ἠθικῆς, ζωῆς, θανάτου», «πρέπει νά ὑπάρχουν καί πνευματικοί νόμοι πού λειτουργοῦν καί ρυθμίζουν τήν ὑλική μέ τήν πνευματική μας ὑπόσταση».
.                      Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τό παιδί εἶχε ἕναν ἤρεμο θάνατο, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ μάνα μετέτρεψε τόν πόνο της σέ ἐλευθερία, ἀγάπη καί δημιουργικότητα, ὅπως τό παρουσιάζει ἐκπληκτικά […] «Δέν αἰσθάνομαι ἡρωίδα γιά τόν ἀγώνα πού δώσαμε σάν οἰκογένεια καί πού τόσες ἄλλες οἰκογένειες δίνουν. Ὅμως, ἡ διδασκαλία καί ὁ λόγος τῆς χριστιανικῆς πίστης σάν θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού διατυπώνετε μέσα ἀπό τό ἔργο σας μ’ ἔσωσαν πνευματικά καί ψυχικά, τά μετέδωσα καρδιακά στό ἄρρωστο παιδί μου κι αὐτό μέ τήν σειρά του μοῦ τό ἀνταπέδωσε στήν πράξη. […] ».
.                      Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, ἀκόμη καί Κληρικοί πού ζοῦν στήν Ἐκκλησία, ἔχουν μιά κακή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι τήν ἐκλαμβάνουν ὡς μιά Θρησκεία πού ἱκανοποιεῖ τά θρησκευτικά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοι τήν θεωροῦν ὡς ἕνα ἰδεολογικό σύστημα πού ἀντιτάσσεται σέ ἄλλα ἰδεολογικά συστήματα, ἄλλοι ὡς μιά κοινωνική ὀργάνωση πού ἀσχολεῖται μόνον γιά τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν ἀναγκῶν. Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες, κυρίως δίνει νόημα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, θεραπεύει τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο. Τόν θάνατο ἤ μπορεῖ νά τόν ἀγνοήση κανείς ἤ νά βρεθῆ κάτω ἀπό τήν ἀσφυκτική πίεσή του ἤ νά τόν ὑπερβῆ, νά νικήση τόν φόβο πού προξενεῖ. Ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει σέ αὐτό τό τελευταῖο, στήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ θανάτου, ἀρκεῖ νά βρεθοῦν οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι νά κάνουν αὐτό τό ἔργο.
 […]

Πηγή-hristospanagia3.blogspot.ca

On the exhaustion of love...


“Watch ye, stand fast in the faith, quit you like men, be strong. Let all your things be done with love” (1 Cor. 16, 13-14).


In the Church of Corinth, founded by the apostolic labors of the holy Apostle Paul during his second journey (circa 53 A.D.), discord and division occurred. After Apostle Paul had departed from the city of Corinth, various false teachers appeared there, who began to belittle the dignity of the apostles, in order to elevate themselves in the eyes of the newly-converted Corinthian Christians. In this they were so successful that local Christians became divided into parties, each choosing a different teacher for itself.

When he learned of this, Apostle Paul became greatly saddened, knowing that, according to the Gospel, no house or church divided would be able to stand. Consequently, the same fate could befall the Corinthian Church. In order to summon all the faithful to unity, Apostle Paul wrote them an epistle explaining the principles of the Christian faith and a Christian outlook in general.

What once took place among the Christians of Corinth, is currently taking place among us. Due to extraordinary discoveries in the fields of technology and science, and the development of the arts and commerce, etc., the present age can easily be called an age of progress; however, in terms of spirituality, religiousness, church attendance and morality, – it leaves much to be desired! This is confirmed in modern society by a universal and passionate pursuit of material gain.

In modern man belief in the Lord God has become faint, if not completely dissipated. This is the cause of all our dissensions. Such weakening of faith permeates our consciousness. Our consciousness then becomes desensitized to our spiritual needs which leads to spiritual paralysis. This, in turn, leads to our lack of understanding – and lack of a desire to understand – the needs of others.

Christianity is founded upon these three: faith, hope and love. As long as time continues to exist for us, faith and hope must also exist, but when time ceases, i.e. after we pass from temporal life into eternal life, especially after the Last Judgment, faith and hope will cease to exist, and only love will remain.

The Orthodox Church teaches us that love is eternal, while faith and hope are temporal. Thus the apostolic advice: let all your things be done with love – remains forever appropriate.

Love unites everything, secures everything. Love is the sum total of all virtues. And it is love that is so sadly lacking in our times.

Love, like any other Christian virtue, does not vaunt itself, does not openly flaunt itself in the street, as does vice. Love conceals itself from the gaze of others and is recognized only by the fruit it bears.

There are occasions, naturally, when love proclaims itself firmly and courageously, whenever the need arises. Love is often revealed in patience towards others, in tolerance towards their frailties; love bears the burden of others. Sometimes misconceptions and prejudices serve to impede the revelation of love between people Some people have a soft heart, but their mind is infected with all kinds of prejudices: the heart wants to do good, but the mind rejects it. For example: the heart wants to forgive an offense, while the mind whispers: will I not seem to be a weakling? Will it not go against my honor if I do not take revenge against my offender? Or another example: the heart wants to help someone in need, while the mind warns that one should not lose one’s dignity in the eyes of society.

And, finally, the cause of such rare occurrence of love between people is egoism. Excessive love of oneself suppresses love of others. There are many examples of egoism destroying a person, a family, even entire nations. Look at what is left of the proud Romans. Great cities have vanished from the face of the earth, and even archaeologists cannot find them.

Love cannot be deceived. It has to issue from within and cannot be hypocritical. Love subsequently cemented the Corinthian Church, which flourished in the history of Christianity. Love will help us too – each one of us individually, and our parishes, and our Church.

Let us learn to act in all instances with love, and thus we will fulfill the law of Christ.


Protopriest Igor Hrebinka

"Μερικές πρακτικές οδηγίες για την Προσευχή" (Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)


(Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Η συγκέντρωση του νου την ώρα της προσευχής.

Τι να κάνουμε, όταν ο νους μας τρέχει εδώ κι εκεί και δεν μπορούμε να τον συμμαζέψουμε στην προσευχή;
Όταν είμαστε μόνοι στο σπίτι, μπορούμε ν’ αναβάλουμε την έναρξη της προσευχής ή, αν έχουμε ήδη αρχίσει, να τη διακόψουμε για λίγο. Αν και ύστερα απ’ αυτό το μικρό διάλειμμα ο νους μας δεν συνεργάζεται με την προαίρεση μας, τότε δεν έχουμε παρά να του επιβάλουμε με τη βία, θέλει δεν θέλει, να συγκεντρωθεί στην προσευχή, σ’ όποιο βαθμό βέβαια είναι δυνατόν. Μέσα στην εκκλησία, πάλι, μερικές φορές δεν ακούμε ή δεν καταλαβαίνουμε όσα ψάλλονται, διαβάζονται ή εκφωνούνται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σταθείτε νοερά ενώπιον του Κυρίου και αφοσιωθείτε στην ευχή του Ιησού. Πρέπει να ξέρετε, πάντως, ότι στο ναό, κατά την τέλεση οποιασδήποτε ακολουθίας, και κατεξοχήν της θείας Λειτουργίας, κάθε λατρευτική πράξη, κάθε κίνηση έχει τη σημασία της. Όποιος, λοιπόν, γνωρίζει και κατανοεί τη σημασία κάθε πτυχής της τελετουργίας, συμμετέχει με επίγνωση στη σύναξη των πιστών και τρέφει την ψυχή του με το ουράνιο μάννα, που προσφέρεται άφθονα στα πνευματικά συμπόσια της εκκλησιαστικής λατρείας.

Η νύχτα, ιδιαίτερα οι μεταμεσονύκτιες ώρες, είναι το πιo κατάλληλο χρονικό διάστημα για προσευχή.

Πόσες μετάνοιες να κάνει κανείς, λέγοντας την ευχή;
 
Όσες θέλει, μικρές ή μεγάλες, ανάλογα με τη σωματική δύναμη και την ψυχική διάθεση του. Καλό είναι, πάντως, να καθορίσει έναν ελάχιστο αριθμό μετανοιών για κάθε μέρα και να τις εκτελεί με αυστηρή συνέπεια.

Το Ευαγγέλιο δεν είναι ανάγκη να το διαβάζετε όρθιος. Καθιστός το κατανοείτε καλύτερα, γιατί δεν κουράζεστε, κι έτσι η προσοχή σας συγκεντρώνεται στο ιερό κείμενο, χωρίς να μειώνεται η ευλαβική σας διάθεση. Όσο για τους Ψαλμούς, διαβάζετε όσους μπορείτε και επιθυμείτε. Έναν, δύο, τρεις ή περισσότερους…

Μπορείτε να κοινωνάτε συχνά, φτάνει να είστε κάθε φορά σωστά προετοιμασμένος.
 
Τί σημαίνει να έχουμε καθαρή συνείδηση ως προς τα υλικά πράγματα και αντικείμενα; Σημαίνει να μην κάνουμε κακή χρήση των πραγμάτων, αλλά να τα χρησιμοποιούμε συνετά και να τα συντηρούμε με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια.

Η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού
 
Θέλεις να μην ξεφεύγει ο νους σου την ώρα της προσευχής και της ακολουθίας; Αγωνίσου να θυμάσαι το Θεό κάθε στιγμή της ημέρας, είτε είσαι μόνος είτε μαζί με άλλους, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, παντού. Έτσι, και την ώρα της προσευχής ή της ακολουθίας στο ναό, ο νους σου θα είναι συγκεντρωμένος σ’ Εκείνον και ευλαβικά θα επικοινωνεί μαζί Του.

Πότε είναι ευάρεστη στο Θεό η προσευχή μας
 
Θυμηθείτε ότι η προσευχή δεν είναι λόγια και μετάνοιες, αλλά προσήλωση του νου και της καρδιάς στο Θεό. Είναι δυνατό να διαβάσετε όλες τις τακτές ακολουθίες της ημέρας και να εκτελέσετε όλες τις καθορισμένες μετάνοιες, αλλά η επαφή σας με το Θεό να είναι είτε εντελώς ανύπαρκτη είτε ασήμαντη, με το νου σκορπισμένο και την καρδιά κρύα. Έτσι κάνετε τον κανόνα σας, όχι όμως προσευχή. Μια τέτοια «προσευχή» είναι εφάμαρτη. Ο Κύριος να μας φυλάξει!

Με φόβο και τρόμο πρέπει να επιτελούμε τα έργα του Θεού -αυτό να το θυμάστε πάντα. Με κάθε τρόπο και μ’ όλη σας τη δύναμη προσπαθήστε να έχετε το νου σας στα λόγια της προσευχής ή, όπως λέει ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, να κλείνετε το νου σας μέσα στα λόγια της προσευχής. Τη στιγμή που αρχίζετε να προσεύχεστε, πρέπει όλη σας η προσοχή να είναι συγκεντρωμένη στο Θεό και να μην απομακρύνεται απ’ Αυτόν…

Τότε μόνο να θεωρήσετε ότι προσευχηθήκατε καλά, όταν, τελειώνοντας, η ψυχή σας δονείται από συντριβή και αυτομεμψία. Στη διάρκεια της ημέρας προσπαθήστε, με την αδιάλειπτη προσευχή, να βρίσκεστε νοερά ενώπιον του Κυρίου κάθε στιγμή, όπως βρίσκονται οι άγγελοι. Εκείνοι Του προσφέρουν την ακατάπαυστη δοξολογία. Εμείς ας Του προσφέρουμε τη μετάνοιά μας.

Πότε εισακούεται από το Θεό η προσευχή μας
 
Να πως πρέπει να ζητάς κάτι από το Θεό: “Κύριε, Εσύ βλέπεις ότι χρειάζομαι το τάδε πράγμα ή ότι υποφέρω από τη δείνα συμφορά. Βοήθησε με, όπως ξέρεις και όπως θέλεις! Γενηθήτω το θέλημά Σου…”.

Μ’ αυτή την εσωτερική τοποθέτηση, να προσεύχεσαι πολύ. Όχι μια φορά, έστω και παρατεταμένα, ούτε για μια μέρα μόνο, αλλά για εβδομάδες, μήνες, χρόνια… Όλο να ικετεύεις, όλο να κραυγάζεις: “Κύριε, βοήθησε με! Κύριε, λύτρωσε με! ‘Ωστόσο, ας μη γίνει ό,τι θέλω εγώ, μα ό,τι θέλεις Εσύ”. Αυτό ακριβώς έλεγε και ο Χριστός στη Γεθσημανή, όταν προσευχόταν στον Πατέρα Του. Και η χήρα της ευαγγελικής παραβολής βρήκε τελικά το δίκιο της από τον άδικο εκείνο δικαστή, μόνο και μόνο επειδή δεν κουράστηκε να τον παρακαλάει για πολύν καιρό. Κάποιος σοφός είπε το λόγο τούτο: “Πρέπει να γίνεις φορτικός στο Θεό και στους άγιους Του!”.

Η δύναμη της προσευχής
 
Η δύναμη της προσευχής βρίσκεται όχι στον εξωτερικό τύπο της, αλλά στο περιεχόμενο, στο πνεύμα της.

Προσπαθείτε να βιώσετε την προσευχή. Αυτό ακριβώς είναι που χρειάζεται. Κάποιος από τους πατέρες λέει, πως, όταν προσευχόμαστε, πρέπει να αισθανόμαστε όπως οι υπόδικοι μπροστά στο δικαστή.

Ρώτησε κάποιος έναν ασκητή: “Πώς να στέκομαι στην προσευχή;” Κι εκείνος αποκρίθηκε: “Να στέκεσαι σαν σε κριτήριο, με το βλέμμα σου προσηλωμένο στα χείλη του Κυρίου, που την επόμενη κιόλας στιγμή -έτσι να πιστεύεις- θα προφέρουν την τελευταία απόφαση για σένα: “Έλα κοντά μου!’ ή ‘Φύγε μακριά μου’. Και να κραυγάζεις: ‘Κύριε, ελέησον!”.

Νομίζω, ακόμα, πως η ευχή του Ιησού είναι η καλύτερη και δυνατότερη προσευχή για κάθε περίσταση, μόνο που πρέπει να τη λέμε όχι μηχανικά, δίχως συναίσθηση, αλλά με συμμετοχή του νου και της καρδιάς.
(Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής»-επιλογές, Ι.Μ.Παρακλήτου)