Friday, 3 January 2014

Η βάπτιση του Ιησού Χριστού.(Μητροπολίτου Σουρόζ Αντωνίου Μπλούμ)

 
Μητροπολίτου Σουρόζ Αντωνίου Μπλούμ (1914 -2003)


Πιστεύουμε, διαβεβαιώνουμε και γνωρίζουμε βιωματικά, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός ως άνθρωπος ήταν αναμάρτητος, και ως Θεός τέλειος σε όλα. Ποιοί λόγοι λοιπόν τον οδήγησαν στη βάπτιση; Ποιό θα μπορούσε να είναι το νόημα μιας τέτοιας πράξης; Το Ευαγγέλιο δεν δίνει σχετική εξήγηση, όμως εμείς έχουμε το δικαίωμα να θέσουμε το ερώτημα, το δικαίωμα να μείνουμε σαστισμένοι, το δικαίωμα να στοχαζόμαστε βαθιά για τη σημασία της βάπτισης.
Κάποτε, όταν ήμουν νέος, έθεσα το συγκεκριμένο ερώτημα σε έναν ηλικιωμένο ιερέα, ο οποίος μου αποκρίθηκε: «Ξέρεις, νομίζω ότι όταν οι άνθρωποι έρχονταν στον Ιωάννη, και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους, τα ψεύδη τους, τις πνευματικές και σαρκικές ακαθαρσίες τους, καθαρίζονταν κατά κάποιο τρόπο συμβολικά στα ύδατα του Ιορδάνη. Και τα νερά του ποταμού, όντας καθαρά, όπως ολα τα τρεχούμενα νερά, βαθμιαία ρυπαίνονταν, όπως συμβαίνει με τα νεκρά (στάσιμα) ύδατα, που έχουν χάσει κάθε ζωντάνια και δεν μπορούν να μεταδώσουν παρά μόνο το θάνατο. Τούτα τα νερά γεμάτα με τις ακαθαρσίες, τα ψεύδη, τις αμαρτίες, τον ανθρώπινο αθεϊσμο, σιγά-σιγά πέθαιναν, έχοντας την ικανότητα μόνο να σκοτώνουν. Και να που ο Χριστός καταδύεται στα ύδατα, γιατί ήθελε όχι μόνο να γίνει τέλειος σε όλα, αλλά ως άνθρωπος τέλειος ν’ αναλάβει όλη τη φρίκη, όλο το φορτίο της ανθρώπινης αμαρτίας. Βυθίστηκε σε αυτά τα νεκρά ύδατα, που Του μετέδωσαν τον θάνατο, την θνητότητα, που ήταν ιδιότητα όσων είχαν αμαρτήσει και ήταν φορείς της θνητότητας και του θανάτου, δηλαδή των οψωνίων της αμαρτίας (Ρωμ. 6,23), της τιμωρίας για την αμαρτία.
Είναι η στιγμή που ο Χριστός ενώνεται με τις συνέπειες της αμαρτίας, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του θανάτου - ούτε κατ’ ελάχιστο με την αμαρτία καθεαυτή. Ο θάνατος όμως, συγκεκριμένα, δεν έχει τίποτα κοινό με Αυτόν, καθώς όπως γράφει ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, δεν είναι δυνατόν μία ανθρώπινη ύπαρξη καθ’ ολοκληρίαν περιχωρημένη από τη θεότητα να είναι θνητή. Ένας λειτουργικός ύμνος που ακούμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας εκφράζει τούτη την αλήθεια ως εξής: «Υπό γην εκρύβης, ώσπερ ήλιος νυν…η ζωή πως θνήσκεις;…». Είναι η αιώνια ζωή, το φως, που τα δικά μας σκοτάδια το σβήνουν, και τελικά υφίσταται τον δικό μας θάνατο. Γι’ αυτό τον λόγο και λέγει στον Ιωάννη τον Βαπτιστή: μην επιμένεις, μην μ’ αποτρέπεις να μπω σε τούτα τα νερά, πρέπει και οι δυο μας να εκπληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη, δηλαδή ο,τι είναι δίκαιο και ορθό, ο,τι πρέπει να γίνει για τη σωτηρία του κόσμου, και οφείλουμε να το πραγματώσουμε εδώ και τώρα.
Τότε όμως γιατί έφτασε στα νερά του βαπτίσματος στην ηλικία των τριάντα ετών, και όχι νωρίτερα η αργότερα; Καλούμαστε να σκεφτούμε βαθύτερα τη σημασία αυτού του γεγονότος.
Με την ενανθρώπηση του Λόγου στους κόλπους της Παρθένου, ο Θεός πραγματώνει εντελώς μονομερώς ένα έργο στα πλαίσια της θείας σοφίας και αγάπης. Η σωματικότητα, η έμψυχη ζωή, η ανθρωπότητα του γεννημένου Χριστού ήταν δανεισμένα, κατά κάποιο τρόπο, από τον Θεό δίχως να συμμετέχει ο άνθρωπος. Από την πλευρά της η Θεομήτωρ, είχε δώσει τη συγκατάθεσή της: «Ιδού η δούλη Κυρίου˙ ας γίνει ο,τι αναφέρουν τα λόγια σου» (Λουκ. 1,38). Το παιδί γεννήθηκε, έγινε άνθωπος με την πλήρη έννοια του όρου, δηλαδή είχε τον έλεγχο του εαυτού Του, με το δικαίωμα να επιλέγει ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον Θεό και την άρνηση του Θεού. Και σε όλη τη διάρκεια της ζωής Του - νηπιότητα, εφηβεία, ενήλικος βίος - ανοίγεται προς τον Θεό προσφέροντας καθ’ ολοκληρίαν τον εαυτό Του. Με την ανθρώπινη φύση Του και χάρη στην πίστη και τη θυσία της Θεομήτορος, ανέλαβε ως άνθρωπος όλα όσα του είχε αναθέσει ο Θεός. Σαρκώθηκε για ν’ αναλάβει ως άνθρωπος όλα όσα είχε αναλάβει ο Θεός, όταν κατά την προαιώνιο Βουλή Του είχε αποφασίσει να δημιουργήσει τον άνθρωπο και να επωμιστεί, μετά την προπατορική πτώση, τις συνέπειες της δημιουργίας, καθώς και της φοβερής δωρεάς της ελευθερίας που προσφέρθηκε στον άνθρωπο. Στη σλαβονική μετάφραση της προφητείας του Ησαΐα (7,16), τίθεται το ζήτημα του Χριστού, τούτου του αγέννητου παιδιού, το οποίο, πριν να διακρίνει το αγαθό από το κακό, θα επέλεγε το αγαθό, ακριβώς επειδή είναι τέλειο κατά την ανθρώπινη φύση.
Να γιατί τούτος ο άνθρωπος Ιησούς Χριστός, προκόπτοντας μέχρις ότου η ανθρώπινη φύση Του φτάσει στην τελείωσή της, αναλαμβάνει πλήρως όσα ο Θεός και η πίστη της παναχράντου Θεοτόκου και Θεομήτορος Του εμπιστεύθηκε. Με την κατάδυσή Του στα νεκρά νερά του Ιορδάνη, έμοιαζε με το καθαρό λινάρι που το βυθίζουν μέσα στη χρωστική ουσία. Εκείνος που ήταν πιο λευκός κι από το χιόνι, αναδύεται τελικά από το νερό, όπως αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας, με ιμάτιο κατακόκκινο από το αίμα, με ένδυμα θανάτου, το ένδυμα που κλήθηκε να φορέσει.
Να λοιπόν ποια μηνύματα στέλνει η Βάπτιση του Κυρίου. Οφείλουμε να κατανοήσουμε ποια μεγαλόπρεπη ενέργεια περικλείει, ποια πράξη αγάπης θέτει ενώπιόν μας. Και μπροστά μας τίθεται διαρκώς ένα επίμονο ερώτημα: ποια θα είναι η απάντησή μας;

Η μεταμόρφωση του χρόνου


α) Σε κάθε εποχή ο άνθρωπος επιθυμεί να μετρήσει, να ελέγξει και να προσδιορίσει την αξία του χρόνου αλλά και να υπερβεί, εάν είναι δυνατόν, τα όριά του. Αυτό φαίνεται από τα μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού, καθώς και από διάφορες αντιλήψεις που διατυπώθηκαν γι’ αυτόν. Στους εξωβιβλικούς λαούς και τις κοσμικές θρησκείες αναπτύχθηκαν μυθολογικές απόψεις για την ιερότητα και την ανακύκληση του χρόνου. Έτσι προέκυψε η αντίληψη, ότι ο χρόνος ανακυκλώνεται. Η θέση αυτή είχε επικρατήσει και στην αρχαιοελληνική σκέψη.
β) Κατά την προχριστιανική περίοδο δημιουργήθηκαν διάφοροι εορταστικοί κύκλοι. Η πρώτη εκάστου μηνός, η πρώτη του έτους, οι ισημερίες, τα ηλιοστάσια ή διάφορα σημαντικά γεγονότα γίνονταν αφορμή εορτασμών. Στην Παλαιά Διαθήκη λ.χ. το Σάββατο συνδέθηκε με την έβδομη ημέρα της δημιουργίας και ως ημέρα καταπαύσεως του Θεού «από πάντων των έργων αυτού» προσέλαβε βαθύ εορταστικό συμβολισμό. Ο αριθμός επτά θεωρούμενος εντός του εβδομαδιαίου κύκλου, συμβολίζει την πληρότητα της δημιουργίας και συγχρόνως τον κοσμικό χρόνο της εβδομάδος.
γ) Όμως, η θρησκευτική τυποποίηση της αργίας του Σαββάτου καθώς και των άλλων εορτών τις απομάκρυνε από το ανθρωπιστικό τους περιεχόμενο. Έτσι ο λόγος του Θεού δια του προφήτου γίνεται επιτιμητικός: «Τα νουμηνίας και τα Σάββατα υμών μισεί η ψυχή μου… Μάθετε το καλό να κάνετε, τη δικαιοσύνη επιδιώξτε, τον καταπιεσμένο βοηθήστε» (Ησ. 1, 13 κ.ε.). Η Εκκλησία, μεταθέτοντας το κέντρο βάρους από το Σάββατο στην Κυριακή, η οποία είναι ταυτόχρονα η πρώτη και όγδοη ημέρα της εβδομάδος, διανοίγει το χώρο της χάριτος και της βασιλείας του Θεού. Η Κυριακή ως κατεξοχήν αναστάσιμη ημέρα γίνεται το εβδομαδιαίο Πάσχα.
δ) Για τους χριστιανούς οι μήνες, οι χρόνοι, οι αιώνες και οι χιλιετίες βρίσκονται στα χέρια του Κυρίου Παντοκράτορος. Εκείνος εξουσιάζει το χρόνο και  ανάγει στην αιωνιότητα, αφού είναι άναρχος και αιώνιος. «Κατ’ αρχάς συ, Κύριε την γην εθεμελίωσας και έργα των χειρών σου εισίν οι ουρανοί», διδάσκει η Γραφή και συνεχίζει: «Αυτοί θα εξαφανιστούν, ενώ εσύ θα παραμένεις. Τα πάντα θα παλιώσουν σαν ρούχο… Εσύ όμως παραμένεις ο ίδιος, τα χρόνια σου ποτέ δεν θα τελειώσουν» (Εβρ. 1, 10-12).
ε) Στο εορτολόγιο της Εκκλησίας με την καλλιέργεια της μνήμης προβάλλονται ως παρόντα όλα εκείνα τα σωστικά γεγονότα, που ο Θεός μετέρχεται εντός της ιστορίας για τη λύτρωση του ανθρώπου. Γέννηση του Χριστού, Περιτομή, Υπαπαντή, Βάπτιση, Μεταμόρφωση, Σταύρωση, Ανάσταση και Ανάληψη βιώνονται ως γεγονότα του παρόντος. Εορτάζεται ακόμη η μνήμη των φίλων του Θεού, των αγίων, των δικαίων, των προφητών, των αποστόλων, των μαρτύρων, των ιεραρχών, των ομολογητών, των οσίων, αλλά και των νεομαρτύρων πού ευαρέστησαν το Θεό και αγάπησαν τον συνάνθρωπο σε καιρούς χαλεπούς.
στ) Στην Εκκλησία φανερώνεται, τί έκαμε ο Θεός για το πλάσμα του, αλλά και τί μπορεί να επιτύχει ο άνθρωπος, όταν φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα και εμπνέεται από την αγάπη του Θεού. Οι χριστιανοί αν και εύχονται τα έτη να είναι πολλά, καλά και ειρηνικά, δεν θεωρούν το χρόνο ως υπέρτατο αγαθό. Τον θεωρούν ως καιρό αγώνος και ασκήσεως πνευματικής, αφού προσεύχονται «τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής τους να διέρχονται εν ειρήνη και μετανοία».
ζ) Στον παρόντα χρόνο προετοιμάζεται με τη συνεργία του Παρακλήτου η συμμετοχή στον Παράδεισο της θείας αγάπης. Όποιος καταθέτει τη ζωή του στα χέρια του Θεού και τηρεί τις εντολές του, δεν φοβάται το μέλλον. Εμπνέεται από την πίστη των προφητών, των αποστόλων και των αγίων του παρελθόντος, αγωνίζεται για τη βίωση της αγάπης στο παρόν και διατηρεί ζωντανή την ελπίδα μετοχής στη μέλλουσα βασιλεία και δόξα. Τότε μπορεί να απευθύνεται σε Εκείνον που είναι «το Α και το Ω, ο πρώτος και ο έσχατος, αρχή και τέλος», και να του λέγει: «Ναι έρχου Κύριε  Ιησού» (Αποκ. 22,13).
Πηγή: pemptousia