Tuesday, 30 September 2014

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος..


Βιογραφία
Η πρώτη εμφάνιση της Θεοτόκου στον Αθανάσιο Σύρο

Οι φοβεροί σεισμοί, που συγκλόνισαν την Θεσσαλία στις 30 Απριλίου 1954 μ.Χ., ημέρα της Ζωοδόχου Πηγής, έμειναν αξέχαστοι στους παλιότερους κατοίκους της περιοχής. Ιδιαίτερα έμεινε αξέχαστη η ημέρα αυτή για τους κατοίκους του χωριού Ξυνιάδα, και πιο πολύ, για τον μικρό Αθανάσιο Σύρο, που είδε με τα μάτια του την Υπεραγία Θεοτόκο.


Ο ηλικίας οκτώ ετών τότε, Αθανάσιος Νικολάου Σύρος, ενώ έπαιζε το απόγευμα της Παρασκευής μαζί μ’ άλλα παιδιά στην πλαγιά του βουνού είδε μπροστά του μια μαυροφόρα γυναίκα ξυπόλητη να κάνει μετάνοιες. Κι ενώ ο τόπος στο σημείο εκείνο ήταν ξερός, με τις μετάνοιες που έκανε η άγνωστη αυτή μαυροφόρα γυναίκα, έγινε μαλακός και βούλιαζε σαν το ζυμάρι. Στα τρία σημεία που προσκύνησε η άγνωστη αυτή γυναίκα άρχισε ο τόπος να αναδύει μια γλυκιά ευωδία.

Τότε ο μικρός Αθανάσιος λέει στα άλλα παιδιά: «Παιδιά για δέστε εκείνη τη γιαγιά που κάνει μετάνοιες». Την είπε γιαγιά γιατί φορούσε μαύρα ρούχα, όπως φορούν όλες σχεδόν οι γιαγιάδες στα χωριά. Αλλά κανένα απ’ όλα τα’ άλλα παιδιά δεν μπορούσε να την δει. Τότε τα παιδιά τρέχοντας πηγαίνουν στους συγχωριανούς τους και αναφέρουν όσα είπε ότι είδε ο Αθανάσιος, οπότε κι εκείνοι σπεύδουν να διαπιστώσουν το γεγονός.

Πράγματι ο Αθανάσιος επαναλαμβάνει ότι βλέπει την άγνωστη γυναίκα να κάνει μετάνοιες στο ίδιο μέρος. Αλλά εκείνοι δεν μπορούσαν να διακρίνουν τίποτε και τον ρωτούσαν επίμονα να τους πει που ακριβώς βλέπει την μαυροφόρα γυναίκα. Αν κι ο μικρός Αθανάσιος επανέλαβε τα ίδια, εκείνοι δεν μπορούσαν να δουν τίποτε. Οσφραίνονταν μόνο τη γλυκιά ευωδία που προέρχονταν από το σημείο όπου το μικρό παιδί έλεγε ότι έβλεπε να κάνει μετάνοιες η άγνωστη μαυροφόρα γυναίκα.

Η δεύτερη εμφάνιση της Παναγίας στον ύπνο του Αθανάσιου
Το ίδιο βράδυ η άγνωστη γυναίκα κάνει την εμφάνισή της στον ύπνο του μικρού Αθανάσιου, ο οποίος κοιμόταν δίπλα στους γονείς του και στ’ άλλα του αδέλφια. Αυτή τη φορά έχει ένα φωτεινό στεφάνι στο κεφάλι της και ο μικρός λίγο τρομαγμένος την ρωτά: «Γιαγιά ποια είσαι εσύ; και τι θέλεις από μένα; Φοβάμαι!». Και τότε η μαυροφόρα του λέει: «Μη φοβάσαι μικρέ μου, εγώ είμαι η μητέρα του Χριστούλη, που τόσο τον αγαπάς, και μ’ έστειλε να αποκαλύψω σε σένα που έχεις καθαρή καρδιά και αγνή ψυχή, ότι στο μεσαίο σημείο που με είδες να σημειώνω, εκεί να σκάψετε και θα βρείτε την Εικόνα μου. Εκείνο το σημείο να γίνει τόπος λατρείας, να γίνει ένας ναός, ένας άγιος τόπος». Με τα λόγια αυτά χάθηκε η Παναγία από τον μικρό Αθανάσιο.

Το πρωί ο Αθανάσιος άρχισε να διηγείται στους δικούς του με κάθε λεπτομέρεια την δεύτερη εμφάνιση της Θεοτόκου και τους παρακαλούσε να σκάψουν εκεί που του υπέδειξε η Παναγία.

Οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού
Δυστυχώς οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού δεν ήταν ευνοϊκές για τον μικρό Αθανάσιο. Κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όλα όσα τους διηγούνταν ήταν αληθινά και πολλές φορές τον αποπαίρνανε και τον διώχνανε με προσβλητικές φράσεις! Αλλά το ίδιο κάνουν πάντα οι άνθρωποι που δεν πιστεύουν. Το ίδιο περίπου κάνανε και στον Κύριο που είπε: «Μακάριοι θα είσθε, όταν θα σας υβρίσουν και θα σας καταδιώξουν και θα πουν εναντίον σας κάθε κακό πράγμα…….Να χαίρεσθε τότε και να αγαλλιάσθε, διότι η ανταμοιβή σας θα είναι μεγάλη στους ουρανούς». (Ματθ. 5,11-12)

Όλες όμως αυτές, οι αντιδράσεις των κατοίκων του χωριού, δεν μπόρεσαν να κλονίσουν τον Αθανάσιο. Μάζεψε πέτρες κι έκτισε μόνος του ένα μικρό εκκλησάκι στο σημείο που του υπέδειξε η Παναγία. Εκεί έβαλε μια μικρή εικόνα της Παναγίας, πήγαινε κάθε μέρα, πρωί βράδυ, άναβε το καντηλάκι της κι έκανε την προσευχή του στην Υπεραγία Θεοτόκο. Στις συνεχείς παρακλήσεις του, να σκάψουν εκεί που του είπε η Παναγία, ανταποκρίθηκαν κάποτε μερικοί συγχωριανοί του. Οι ενέργειες όμως ήταν μεμονωμένες και χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Πέρασαν οκτώ χρόνια και την αδιαφορία των κατοίκων σταμάτησε μια θανατηφόρα ασθένεια που έπεσε στα ζώα του χωριού. Άρχισαν πια να σκέπτονται σοβαρά μήπως η αρρώστια των «ζωντανών» ήταν τιμωρία του Θεού για την απιστία που έδειξαν στα λόγια του Αθανάσιου. Άρχισαν να κάνουν παρακλήσεις στην Θεοτόκο να τους συγχωρήσει και να τους απαλλάξει από το κακό που τους βρήκε. Έτσι το θανατικό των ζώων έγινε αφορμή οι κάτοικοι του χωριού να γυρίσουν κοντά στον Θεό.

Η εύρεση της Ιερής Εικόνας της Παναγίας
Στις αρχές Ιουνίου του έτους 1962 μ.Χ. πήγε στην Ξυνιάδα ένα εκσκαπτικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους του χωριού. Οι κάτοικοι τότε παρακάλεσαν τον χειριστή, μόλις τελειώσει την διάνοιξη, να κάνει τον κόπο να σκάψει και στο μέρος που έλεγε ο Αθανάσιος ότι του υπέδειξε η Παναγία, πως υπάρχει η εικόνα της. Ο χειριστής όμως του μηχανήματος, που ονομαζόταν Ηλίας Σάλτας και καταγόταν από το χωριό Σταυρός Λαμίας, δεν ήθελε να σκάψει και μάλιστα αντέδρασε βίαια στις επίμονες παρακλήσεις των κατοίκων του χωριού.

Τότε επενέβη ένας άλλος Λαμιώτης, ο Σπύρος Χουλιάρας, υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών ο οποίος είχε ακούσει από τη μητέρα του για τις εμφανίσεις της Παναγίας. Ο κ. Χουλιάρας αντιλαμβανόμενος τις αντιδράσεις του οδηγού, κάλεσε σε σύσκεψη τις αρχές της κοινότητας, ήτοι τον πρόεδρο του χωριού, τον δάσκαλο, τον ιερέα, τις αστυνομικές αρχές και το εκκλησιαστικό συμβούλιο και όλοι μαζί πήγαν και παρακάλεσαν τον χειριστή, τον οποίο και τελικά έπεισαν.

Το μηχάνημα ξεκίνησε να σκάβει και να βγάζει χώματα στο υποδειχθέν σημείο κι όλος ο κόσμος μαζεύτηκε περιμένοντας με αγωνία. Ο χειριστής μετά την πρώτη εκσκαφή επιχειρεί και δεύτερη χωρίς αποτέλεσμα. Αρχίζει να βλαστημά και επιχειρεί και τρίτη φορά χωρίς αποτέλεσμα και πάλι. Η μηχανή είχε σταματήσει. Τότε ο αστυνομικός που ήταν κοντά στο σημείο βλέπει δίπλα στο μαχαίρι του μηχανήματος, κοντά στη ρίζα ενός πουρναριού την εικόνα της Παναγίας.

Το τι έγινε εκείνη τη στιγμή δεν περιγράφεται. Όλοι όσοι ήταν εκεί, έπεσαν, γονάτισαν και προσκύνησαν την Άγια Εικόνα της Παναγίας, και ζητούσαν με δάκρυα στα μάτια την Χάρη Της. Μερικοί έτρεξαν και χτύπησαν την καμπάνα για να ειδοποιηθούν και οι άλλοι οι κάτοικοι που ήταν στα χωράφια. Άλλοι έτρεξαν κι αγκάλιασαν τον δεκαεξάχρονο πια Αθανάσιο και του ζητούσαν να τους συγχωρήσει για την ασέβεια και την απιστία τους. Ο χειριστής του μηχανήματος έπεσε κλαίγοντας και προσκύνησε την εικόνα και παρακαλούσε να τον συγχωρήσει η Θεοτόκος. Λέγεται μάλιστα, ότι καταφεύγοντας στην Χάρη της Παναγίας, με θερμή πίστη, θεραπεύτηκε από πάθηση στομάχου από την οποία βασανίζονταν έως τότε.

Η Θαυματουργή Εικόνα της Μεγαλόχαρης
Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κρυβόταν, σε βάθος ενάμισι μέτρο επί αιώνες. Είναι μικρού μεγέθους και φέρει την επιγραφή «Μήτηρ Θεού Ελεούσα». Κατά την γνώμη των ειδικών, η εικόνα φέρεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας. Διατηρήθηκε όμως μέσα στο χώμα, τόσους αιώνες χωρίς να πάθει τίποτε. Όταν η χάρη του θεού θέλει τα φθαρτά γίνονται άφθαρτα και τα θνητά αθάνατα.

Σήμερα η εικόνα της «Παναγίας Ελεούσας» έχει σκεπασθεί με ασήμι και χρυσό κι έχει τοποθετηθεί σ’ ένα όμορφο προσκυνητάρι. Τα τάματα των βασανισμένων πιστών που έρχονται να πάρουν την χάρη Της έχουν στολίσει όλη την επιφάνεια της εικόνας.

Το καθολικό και τα κελιά
Οι ευλαβείς προσκυνητές προσέφεραν ότι μπορούσε ο καθένας για να κτισθεί στην αρχή ένα μικρό εκκλησάκι, που να εξυπηρετεί τις πνευματικές ανάγκες των πιστών που κατέφευγαν στη Μεγαλόχαρη. Το εκκλησάκι χτίστηκε και στη ρίζα του πουρναριού, εκεί που βρέθηκε η Εικόνα, τοποθετήθηκε η Αγία Τράπεζα.

Ο μικρός αυτός ναός όμως, δεν εξυπηρετούσε αργότερα τις ανάγκες των όλο και αυξανόμενων προσκυνητών. Γι’ αυτό ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φθιώτιδος Δαμασκηνός τον Νοέμβριο του 1965 μ.Χ. έθεσε τον θεμέλιο λίθο για έναν μεγαλύτερο ναό, ο οποίος με τις συνδρομές των πιστών προσκυνητών τελείωσε τον Αύγουστο του 1966 μ.Χ. Ο πατήρ, πλέον, Αθανάσιος εξασφάλισε με προσωπικές προσπάθειες τον πλήρη εξοπλισμό του ναού. Αγάπησε τόσο αυτό το έργο με αποτέλεσμα να χτιστεί ένα μεγαλοπρεπές μοναστήρι. Στον τρούλο και στους τοίχους του ναού έγιναν τοιχογραφίες. Στο ανατολικό μέρος του μοναστηριού κτίστηκαν το Ηγουμενείο και μερικά κελιά.

Εγκαίνια του Ιερού Ναού
Ως ημέρα τελέσεως των εγκαινίων ορίστηκε η 21η Ιουνίου του 1972 μ.Χ., δηλαδή την ίδια μέρα που βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα. Την 21η Ιουνίου ετέλεσε τον Μέγα Εσπερινό ο τότε πρωτοσύγκελος και σήμερα Μητροπολίτης πρώην Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ.κ. Αγαθόνικος. Την επομένη ετέλεσε μεγαλοπρεπώς τα εγκαίνια ο Μακαριστός Μητροπολίτης Φθιώτιδας Δαμασκηνός, συνοδευόμενος από πλήθος ιερέων και ενώπιον μεγάλου πλήθους πιστών.

Το Ιερό Προσκύνημα εορτάζει δυο φορές το χρόνο: Την ημέρα της ευρέσεως της εικόνας, δηλαδή την 21η Ιουνίου, και την 15η Αυγούστου, την ημέρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

Θεραπεία δαιμονισμένης
Η Λεμονιά Κοκκίνη, από το χωριό Αγραπιδιά Δομοκού, το έτος 1963 μ.Χ., στην ώρα του φαγητού δαιμονίστηκε. Το δαιμόνιο συνεχώς την ενοχλούσε και δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Οι γονείς της απελπισμένοι, αφού τρέξανε σε πολλούς γιατρούς, την έταξαν στην Παναγία Ελεούσα. Η κοπέλα δε μιλούσε παρά μόνο έβγαζε άναρθρες κραυγές. Κατά την Ολονυχτία διαπιστώθηκε αλλαγή στη συμπεριφορά της και η κοπέλα σε λίγες ημέρες απέκτησε απόλυτη ηρεμία. Το γεγονός έγινε γνωστό σε όλη την περιοχή, και οι πιστοί προσέτρεξαν στη θαυματουργό εικόνα για να ευχαριστήσουν τη Θεοτόκο. (Εφημερ. Εθνικός Αγών της Λαμίας, 3 Ιανουαρίου 1963 μ.Χ.).

Θεραπεία τυφλού
Από το χωριό Ξυνιάδα Δομοκού ο γιος του Βάιου Πολύμερου, ονόματι Σταύρος, στην ώρα του δείπνου τυφλώθηκε. Οι γονείς του άφωνοι από αυτό που του συνέβη εναπόθεσαν τις ελπίδες τους στο Θεό. Άρπαξαν τον τυφλό γιο τους και τον πήγαν στη Μεγαλόχαρη Παναγία μας. Έγινε Παράκληση και προς το τέλος της Παρακλήσεως το φως επανήλθε στο παιδί. Οι γονείς, θέλοντας να ευχαριστήσουν την Παναγία, αφιέρωσαν στο Μοναστήρι την αυλόπορτα του Περίβολου.

Το μεγαλύτερο δώρο του Ουρανού
Δύο άτεκνα αντρόγυνα από την Καρδίτσα, οι κ.κ. Γιαννάκος και Καφετζής, παρακάλεσαν την Παναγία μας να τους χαρίσει παιδιά. Ζήτησαν από τον Ηγούμενο της Μονής να κάνει Παράκληση στην Παναγία. Ο Ηγούμενος ευλογώντας τους, τους είπε ότι η Μεγαλόχαρη θα κάνει το θαύμα Της. Τον επόμενο χρόνο τα δυο ζευγάρια, κρατώντας στις αγκαλιές τους τα παιδάκια τους, ήρθαν στην Παναγία να Την ευχαριστήσουν και να τα βαφτίσουν. Από τότε μέχρι και σήμερα περισσότερα από χίλια πεντακόσια ζευγάρια έχουν ζητήσει τη βοήθειά Της, τεκνοποίησαν και βάφτισαν τα παιδιά τους στο Μοναστήρι.

Έσωσε το Μοναστήρι Της από πυρκαγιά
Πριν από αρκετά χρόνια, κάποιος προσκυνητής άφησε αναμμένη λαμπάδα μέσα στην εκκλησία. Ο Ηγούμενος, ξεχνώντας τη λαμπάδα αναμμένη, κλείδωσε την εκκλησία. Καθώς καιγόταν η λαμπάδα, έφτασε στο σημείο που ήταν δεμένη στο μανουάλι και έπεσε κάτω, με αποτέλεσμα να αρχίσει να καίγεται το χαλί. Τα μεσάνυχτα ο Ηγούμενος στην ώρα του ύπνου άκουσε χτυπήματα στο παράθυρο και μια φωνή να του λέει: «Ξύπνα, καίγεται η εκκλησία». Αμέσως έτρεξε στην εκκλησία, πάλεψε μόνος του, και έσβησε τη φωτιά χωρίς να δει κανέναν άνθρωπο δίπλα του. Ήταν η Μεγαλόχαρη που ειδοποίησε τον Ηγούμενο και έσωσε το Μοναστήρι από σίγουρη πυρκαγιά. Ακόμη υπάρχει το καμμένο χαλί.

Τους καθοδηγούσε ένα πουλί
Προσκυνητές από την Αθήνα άκουσαν για την εύρεση της εικόνας κι αποφάσισαν να την επισκεφθούν και να την προσκυνήσουν. Φθάνοντας στο 22ο χιλιόμετρο μετά την Λαμία, δεν ήξεραν που να κατευθυνθούν. Τότε μέσα στην απόγνωση του οδηγού εμφανίστηκε μπροστά στο λεωφορείο ένα μαύρο πουλί, το οποίο του έδειχνε το δρόμο προς την Ιερά Μονή, μέχρι την αυλόπορτα του περιβόλου. Τότε, το πουλί εξαφανίστηκε Όλοι οι προσκυνητές απέδωσαν το θαύμα στην Παναγία και το ομολογούν μέχρι και σήμερα.

Η Ολονυκτία που έφερε το θαύμα
Από την Αμπελιά Φαρσάλων δύο ανδρόγυνα ήρθαν στην Χάρη Της να τελέσουν Ολονυκτία, Το πρώτο ανδρόγυνο έδειξε πάνω στο μάγουλο του παιδιού του μια τομή που έφθανε μέχρι το στόμα. Η διάγνωση των ιατρών ήταν καρκίνος. Οι πιστοί γονείς του το έφεραν στο μοναστήρι για Ολονυκτία. Την ώρα που το παιδί κοιμόταν, θεραπεύτηκε. Ξυπνώντας το πρωί είδε η μητέρα του ότι η τομή είχε φύγει.

Το δεύτερο ανδρόγυνο, από το ίδιο χωριό είχε ένα κοριτσάκι κωφάλαλο. Η μητέρα του συνεχώς προσεύχονταν στην Παναγία και στο τέλος απελπισμένη είπε: «Παναγία μου ή δώσε του τη φωνή του ή πάρε το γιατί δεν μπορώ να το βλέπω να υποφέρει».

Η Παναγία έκανε το θαύμα της και το κοριτσάκι μίλησε. Η πρώτη λέξη που είπε ήταν «μαμά».

Ανίατη αρρώστια
Η Παναγιώτα Ψυχογιού από την Αγία Παρασκευή Λοκρίδος, νυν κάτοικος Αθηνών, ομολογεί το θαύμα της Παναγίας που την θεράπευσε από τον καρκίνο.

Ψαλμωδίες από τον Ουρανό
Η θαυματουργός εικόνα βρέθηκε το 1962 μ.Χ. Η εκκλησία άρχισε να κτίζεται το 1965 μ.Χ. Βόρεια αυτής είχε χτιστεί μια προσωρινή παράγκα με τρία δωμάτια. Στο ένα έμενε ο Ηγούμενος, στο άλλο οι μαστόροι και στο τρίτο είχε τοποθετηθεί η Θαυματουργός Εικόνα μαζί με όλα τα ιερά σκεύη. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι μάστορες άκουσαν θορύβους, θυμιατά και ψαλμωδίες να προέρχονται από το μέρος που ήταν η Παναγία. Φοβήθηκαν πάρα πολύ και θέλησαν να φύγουν πριν τελειώσει το κτίσιμο του ναού. Ο Ηγούμενος τους καθησύχασε και τους είπε να μη φοβούνται γιατί οι ψαλμωδίες προέρχονταν από τη Μεγαλόχαρη. Έτσι ενδυναμώθηκε η πίστη τους και παρέμειναν μέχρι την αποπεράτωση του Ιερού Ναού.

Πάντα κοντά στα παιδιά Της
Ένας κάτοικος από την Καρδίτσα είπε στον Ηγούμενο ότι επί τρία βράδια τον έπαιρνε μια μαυροφορεμένη γυναίκα και τον άφηνε έξω από μια μεγάλη πόρτα. Την Τρίτη φορά βρήκε το θάρρος και τη ρώτησε για το μέρος που τον άφηνε και Εκείνη του απάντησε «στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος Δομοκού».

Φροντίδα της Παναγίας για το Μοναστήρι
Μπαίνοντας από την Κεντρική Πύλη του Ναού, στο δεξιό μέρος, μέσα σε καγκέλωμα, για λόγους ασφαλείας φυλάσσεται η Ιερά Εικόνα. Λόγω ελλείψεως χρημάτων δεν υπήρχε πόρτα στο καγκέλωμα. Τότε εμφανίστηκε η Παναγία στον κ. Καραχάλιο, κάτοικο Λαμίας, και του ζήτησε να πάει να φτιάξει την πόρτα. Έκπληκτος ο κ. Καραχάλιος ρώτησε να μάθει πού είναι το μοναστήρι και Εκείνη του απάντησε «στην Ιερά Μονή της Παναγίας Ελεούσης Ξυνιάδος Δομοκού».

Σημείωση: Τα παραπάνω κείμενα βασίστηκαν στο βιβλίο του Αρχιμανδρίτη Παντελεήμονος Πούλου, ιεροκήρυκος Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών «Ιερά Μονή Παναγίας Ελεούσας».
Τα θαύματα κατέγραψε η Θεολόγος Δρ. Σοφία Τσαγκάλη από αφηγήσεις του Ηγούμενου και των προσκυνητών, στις 18 Αυγούστου του 1998.
Έως σήμερα, έχουν συμβεί αναρίθμητα ακόμα θαύματα.


Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τὴν θείαν σου Εἰκόνα Ἐλεοῦσα Πανάχραντε, ὑπὸ τὴν γῆν κεκρυμμένην, θαυμαστῶς ἐφανέρωσας· διὸ οἱ ἐν Ξυνιάδι εὐσεβεῖς, προσπίπτοντες αὐτῇ πανευλαβῶς, τῆς σῆς χάριτος τρυγῶμεν τὰς δωρεᾶς, καὶ πόθῳ ἐκβοῶμεν σοι· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ σῇ χρηστότητι, δόξᾳ τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμήθειᾳ Δέσποινα, ἐκ γ

Κοντάκιον
Ἦχος β´. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.
Τῆς θείας Εἰκόνος σου, πνευματικὴν ἑορτὴν συστησάμενοι, ὑμνοῦμεν Παρθένε τὴν χάριν σου, καὶ ἐκ ψυχῆς Θεοτόκε βοῶμεν σοι· Σὺ εἰ τῶν πιστῶν καταφύγιον.

Κάθισμα
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἡλίου λαμπρότερον, ἡ προστασία ἡ σή, ἐκλάμπει Πανάμωμε, ἐν τῷ χωρίῳ ἡμῶν, καὶ πᾶσαν σκοτόμαιναν, λύει παθῶν ποικίλων, καὶ δαιμόνων μανίαν, τάχιστα ἀφανίζει, καθ᾿ ἡμῶν κινουμένην διὸ Θεοχαρίτωτε, χρεωστικῶς σὲ δοξάζομεν.

Ὁ Οἶκος
Ἡ Θεὸν μετὰ σώματος τέξασα, τῷ ἀκάκῳ παιδὶ ὤφθης Ἄχραντε, ὀρατῶς ἐπαλλήλῳ θεάματι, ἐν μελαίνῃ στολῇ ὡς ηὐδόκησας, καὶ δι᾿ αὐτοῦ πᾶσιν ἡμῖν, τὴν κεκρυμμένην ὑπὸ γῆν, ἐγνώρισας Εἰκόνα· ἢν ἰδίῳ εὐρόντες καιρῷ, τῆς σῆς ἀγάπης τοὺς οἰκτιρμούς, καὶ τὴν περὶ ἡμᾶς σου προμήθειαν πολλήν, ὑμνήσαμεν Παρθένε, καὶ ἐτι ὑμνοῦμεν, καὶ οὑ παυσόμεθα ὑμνεῖν ἐν στόματι εὐφήμῳ· καὶ τῇ ἁγίᾳ σου προσπίπτοντες Εἰκόνι, βοῶμεν ἐν κατανύξει ψυχῆς. Τόδε τὸ χωρίον, ὁ τῇ εὑρέσει τῆς σῆς ἐλάμπρυνας καὶ ἡγίασας μορφῆς, σκέπε καὶ διάσῳζε καὶ φύλαττε ἀσινές, ἐκ πάσης ἀνάγκης, παρέχουσα αὐτῷ ἀεί, τῆς σῆς προστασίας τὰς δωρεάς, ὅτι σὺ εἰ τῶν πιστῶν καταφύγιον.

Μεγαλυνάριον
Χαίρει τῇ Εἰκόνι σου τῇ σεπτή, Ξυνιάδος Κόρῃ, τὸ χωρίον ὡς ἀληθῶς, καὶ ταύτῃ προστρέχον, ἰσχὺν ἀεὶ λαμβάνει, καὶ ἔλεος καὶ χάριν, πιστῶς δοξάζον σε.
Πηγή- http://www.saint.gr/4075/saint.aspx

ST. NILUS OF SINAI - 153 Texts on Prayer



St. Nilus’s main writing is a book of "153 Texts on Prayer," which corresponds to the number of fish that St. Peter caught in John 21:2.

Prayer is the speaking of the mind to God. What structure does the mind need so that, not looking back (nor hither and thither), it may rise to the Lord and converse with Him, with no intermediary?
-- If Moses was forbidden to approach the earthly burning bush until he had loosed his sandals from off his feet (Exodus 3:5), how can you not cast away from yourself every passionate thought when you wish to see Him, Who is above all feeling and thought, and to converse with Him?

-- When you shed floods of tears during prayer, do not exalt yourself for this, as though you were above many others. It is that your prayer has received help from above, so that, having zealously confessed your sins, you may incline the almighty to mercy by your tears.

-- Stand patiently and pray steadfastly, brushing off the impacts of worldly cares and all thoughts; for they distract and worry you in order to disturb the impetus of your prayer.

-- When the demons see that someone has the zeal and diligence to pray as he ought, then they suggest to him thoughts about something, supposedly important (and then draw away); but a little later they again call up the memory of this thing, urging his mind to examine it (if it is a problem – to solve it; if it is a thing – to acquire it); and he, not finding what he seeks, feels vexed and grieved. Then, when he stands up to pray, the demons remind him of what he had thought of and sought for, so that his mind should once more be moved to inquiry and his prayer become barren.

-- Strive to render your mind deaf and dumb during prayer; then you will be able to pray as you ought.

-- When you pray as you ought, there may come into your mind things about which it seems right to be angry with your brother. There is absolutely no anger against your brother which could be justified. If you look, you will find that the question can be settled quite well without anger. Therefore do your best not to be moved to anger.

-- Do not pray that things may be according to your desires, for they are not always in keeping with the will of God. Better pray as you were taught, saying: "Thy will be done" on me (Matthew 6:10). And ask thus about all things, for He always desires what is good and profitable for your soul, whereas you do not always seek it.

-- Do not grieve if you do not at once receive from God that which you ask. He wishes to benefit you still more by making you persist longer in your patient prayer before Him. For what can be higher than to address one’s converse to God and be in communion with Him?

-- Pray firstly to be purified of passions, secondly to be freed from ignorance and forgetfulness, and thirdly to be delivered from all temptation and forsaking.

-- Seek in prayer only righteousness and the kingdom, that is virtue and knowledge – and all the rest "shall be added unto you" (Matthew 6:33).

-- When the sly demon, after using many devices, fails to hinder the prayer of the diligent, he desists a little; but when the man has finished his prayer, he takes his revenge. He either fires his anger and thus destroys the fair state produced by prayer, or excites an impulse towards some animal pleasure and thus mocks his mind.

-- Why do demons wish to excite in us gluttony, fornication, greed, anger, rancor and other passions? So that the mind, under their weight, should be unable to pray as it ought; for when the passions of our irrational part begin to act, they prevent the mind from acting rationally.

-- He who prays in spirit and in truth does not borrow from creatures thoughts to glorify the Creator, but draws from the Creator Himself contemplations for His praise.

-- When your mind, inflamed by longing for God, little by little divests itself of flesh, as it were, and turns away from all thoughts engendered by sensory impressions, or from memory, being at the same time full of adoration and rejoicing, then you may conclude that it has approached the boundaries of prayer.

 If you pray truly, you will receive assurances of many things, and angels will come to you as they came to Daniel, and will enlighten you with understanding of causes, the wherefore of all things.
-- Pray in peace and serenity, sing intelligently and in a good state – and you will be like a young eagle soaring high in the sky.

-- Prayer is an activity becoming to the dignity of the mind, or rather, is its real use.

-- Knowledge is an excellent thing; it helps prayer, inciting the power of the mind to the contemplation of Divine knowledge.

-- If you have not yet received the gift of prayer or psalmody, ask persistently, and you will receive.

-- Do not wish what concerns you to be as seems (best) to you, but as God wishes; and you will be free from cares and thankful in your prayer.

-- Even if you already appear to be with God, beware the demon of fornication; for it has great fascination and is full of cunning, constantly trying to overcome the transport of your sober mind and to draw it away from God, even when it stands before God with reverence and fear.

-- He who endures distress, will be granted joys; and he who bears with unpleasant things, will not be deprived of the pleasant.

-- You should also know the following subterfuge of the demons: at times they divide themselves into groups. Some come with a temptation; and when you ask for help others come in the guise of angels and chase away the first, to make you believe that they are true angels, and fall into vainglory, through having been granted such a thing.

-- As bread is food for the body and virtue is food for the soul, so spiritual prayer is food for the mind.

-- Strive not to pray against someone in your prayer, lest you destroy what you are building, by making your prayer an abomination (before God).

-- While another God-loving monk was practicing inner prayer walking in the wilderness, two angels appeared and walked along on either side of him. But he never turned his attention to them for a moment, lest he should lose something better, for he remembered the words of the Apostle, neither "angels, no principalities, nor powers . . . shall be able to separate us from the love of God, which is in Christ Jesus our Lord" (Romans 8:38, 39).

-- Never desire nor seek to see any face or image during prayer.

-- Blessed is the mind which, praying without distraction, acquires ever greater longing for God.

-- Blessed is the mind which, during prayer, is drawn neither to the material nor to possessions.

-- Blessed is the mind which, during prayer, is insensible to all things.

-- Do not shun poverty and afflictions, these wings of buoyant prayer.

-- It happens sometimes that the demons suggest some thoughts to you and then urge you to pray against them, to oppose them, and then quickly withdraw to make you fall into delusion, imagining that you have already begun to conquer thoughts and to intimidate the demons.

-- It happens sometimes that in doing good to one man you suffer harm from another, so that, meeting with injustice, you may say or do something unseemly and thus lose what you have gained. This is precisely the aim of the evil demons. So pay intelligent heed to yourself.

-- He who remains in sin and continues to anger God, and who shamelessly strives to understand Divine things and to acquire transubstantial prayer, should remember the warning of the Apostle that it is not without danger for him to pray with head uncovered. In the words of the Apostle, such a soul ought "to have power on her head because of the angels" (I Corinthians 11:10), having clothed itself in modesty and suitable humility for the sake of those present.

-- Just as long and persistent staring at the sun in its noonday brilliance will bring no good to weak eyes, so imagination about the awesome and transubstantial prayer in spirit and in truth will bring no good to a passionate and impure mind. On the contrary, the Godhead will rise against it in wrath.

-- Prayer is to be praised not merely for quantity but also for quality. This is shown by the "two men (who) went up into the temple to pray" (Luke 18:10), and also by the words, "But when ye pray, use not vain repetitions" and so on (Matthew 6:7).

-- When, standing at prayer, you are above all other joy, know that you have truly attained prayer. 



from "Early Fathers From the Philokalia," translated from the Russian text, "Dobrotolubiye," by E. Kadloubovsky and G.E.H. Palmer, eighth edition, (London: Faber and Faber, Ltd., 1981), pp. 137 - 143.

Γέροντας Παΐσιος: Η αρχοντιά είναι το αντίδοτο της ζήλειας…


-Γέροντα, γιατί το μεγάλο πάθος της ζήλεια υπάρχει στις γυναίκες σε μεγαλύτερο βαθμό απ΄ ότι στους άνδρες;

Επειδή η γυναίκα έχει από την φύση της πολλή καλοσύνη και αγάπη, ο διάβολος πολύ την πολεμάει. Της πετάει την φαρμακερή ζήλεια και της δηλητηριάζει την αγάπη. Και όταν η αγάπη της δηλητηριαστεί και γίνει κακότητα, τότε η  γυναίκα από μέλισσα γίνεται σφήκα και ξεπερνά την σκληρότητα του άνδρα.
Και βλέπεις, ενώ για τον άνδρα είναι αρκετό να φύγει ένα ανεπιθύμητο πρόσωπο από κοντά του για να μην το βλέπουν τα μάτια του , η γυναίκα, που την έχει πλάσει ο Θεός με σπλάγχνα, δεν αρκείται στο να εξαφανιστεί το πρόσωπο που ζηλεύει και να μην το βλέπουν τα μάτια της, αλλά θα ήθελε να πεθάνει… Δηλαδή, σίγουρες δουλειές! […]

Η γυναίκα πρέπει να προσέχει πολύ την ζήλεια. Επιβάλλεται να βγάλει τον εαυτό της από την αγάπη της , για να μείνει καθαρή η πολλή αγάπη που έχει.
-Πώς θα γίνει αυτό , Γέροντα;
-Αν ξεπεράσει τις μικρότητες και καλλιεργήσει την πνευματική λεβεντιά και την πνευματική αρχοντιά, την θυσία. Η αρχοντιά είναι το αντίδοτο της ζήλειας. Αλλά δυστυχώς λίγοι έχουν αρχοντιά.
Από το βιβλίο: Γέροντος Παϊσίου Λόγοι Ε΄ - Πάθη και Αρετές

Monday, 29 September 2014

Γέροντας Εφραίμ Αριζόνας- «... καί ἄφες ἡμῖν...»

 
ΟΜΙΛΙΑ Κ΄
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου( Αριζόνας)

Ἀγαπητά μου παιδιά,

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός στήν παραβολή τῶν ταλάντων ἐκθέτει, παρουσιάζει παραστατικά κι ἀνάγλυφα τίς συνέπειες τῆς μή συγχωρήσεως ὅλων ἐκείνων τῶν σφαλμάτων πού οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι μᾶς ἔκαναν· δηλαδή τί συμβαίνει, ὅταν δέν συγχωροῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά ἐκείνους πού μᾶς ἔκαναν ὁποιοδήποτε κακό.
Ἡ παραβολή τοῦ Εὐαγγελίου λέει, ὅτι ἕνας βασιλιᾶς θέλησε νά λογαριαστῆ μέ τούς δούλους του, ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους. Μεταξύ τῶν ἄλλων παρουσιάστηκε κι ἕνας δοῦλος πού χρεωστοῦσε στόν κύριό του, τόν βασιλέα, μύρια τάλαντα – ἕνα ἀμύθητο ποσό. Ὁ δοῦλος φυσικά δέν εἶχε νά ἐξοφλήση αὐτό τό τεράστιο ποσό. Τότε ὁ κύριος του, τό ἀφεντικό του, διέταξε νά πουληθῆ ὅ,τι εἶχε καί δέν εἶχε, ἀκόμα καί ἡ γυναίκα του καί τά παιδιά του, γιά νά ἐξοφληθῆ τό χρέος. Ὁ δοῦλος βλέποντας ὅτι καταστρέφεται πλέον διά παντός, χωρίς καμμιά ἐλπίδα ἐξοφλήσεως τοῦ χρέους, ἔπεσε στά πόδια τοῦ κυρίου του. Τόν παρακαλοῦσε νά μακροθυμήση, νά τόν συγχωρήση, καί ὑποσχόταν ὅτι θά προσπαθήση νά ἀποδώση τό ὀφειλόμενο ποσό. Ἔτσι κάνουμε ὅλοι, ὅταν χρεωστοῦμε καί δέν ἔχουμε νά τά δώσουμε.
Ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου, ὅταν εἶδε τήν συντριβή του, ὅταν ἄκουσε τά παρακάλια του καί τίς μεγαλόστομες ὑποσχέσεις του, τόν εὐσπλαχνίσθηκε, τόν λυπήθηκε καί τοῦ χάρισε τό χρέος. Ὅλο τό τεράστιο χρέος τό ἔσβησε! Ἦταν στήν ἐξουσία του, ἦταν πλούσιος καί μποροῦσε νά τό κάνη.
Ὅταν ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἔφυγε ἀπό τά ἀνάκτορα τοῦ βασιλέως, κατά σύμπτωσι συνάντησε ἕνα σύνδουλό του, ἕνα συνάδελφό του, ὁ ὁποῖος τοῦ χρεωστοῦσε μόνον ἑκατό δηνάρια, δηλαδή ἕνα τιποτένιο, μηδαμινό ποσό, περίπου ἑκατό σημερινές δραχμές. Τόν κράτησε καί τόν ἔπνιγε, λέγοντάς του νά ἀποδώση χωρίς ἀναβολή αὐτά πού τοῦ χρωστοῦσε. Ὁ σύνδουλος ἔπεσε στά πόδια του κι ἄρχισε νά τόν παρακαλῆ –ἀκριβῶςμέ τίς ἴδιες λέξεις πού παρακαλοῦσε αὐτός τόν βασιλέα προηγουμένος– νά μακροθυμήση γιά λίγο μέχρι νά τοῦ δώση τό ὀφειλόμενο μικρό ποσό. Ἐκεῖνος ὅμως, ὄχι μόνον δέν μακροθύμησε, ὄχι μόνον δέν τοῦ ἔδωσε προθεσμία, ὄχι μόνον δέν τόν εὐσπλαχνίσθηκε γιά ἕνα τόσο μικρό ποσό –κι ἐνῷ ἦταν ἕνας ἁπλός φτωχός ἄνθρωπος αὐτός ὁ σύνδουλος του– ἀλλά ἀπό ἀσπλαχνία τόν ἔβαλε στήν φυλακή, ἕως ὅτου δώση τίς ἑκατό δραχμές.
Ὅταν οἱ ἄλλοι σύνδουλοι εἶδαν αὐτά πού ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἔκανε στόν σύνδουλό τους καί ὅταν μάλιστα ἔμαθαν ὅτι ὁ κύριος τους μόλις πρό ὀλίγου τοῦ εἶχε χαρίσει τό τεράστιο ποσό πού τοῦ χρεωστοῦσε, λυπήθηκαν πολύ. Ἕνα τόσο σοβαρό γεγονός δέν μποροῦσαν νά τό παραβλέψουν, νά τό ἀφήσουν νά περάση ἔτσι. Παρουσιάστηκαν μπροστά στόν βασιλέα καί τοῦ διηγήθηκαν μέ ἀκρίβεια, ἀλλά καί μέ πόνο ψυχῆς, ὅλα τά συμβάντα, τά τόσο θλιβερά, αὐτῶν τῶν δύο συνδούλων τους. Τότε ὁ κύριος ἐκάλεσε τόν δοῦλο ἐκεῖνο, τόν ἀχάριστο, πού τοῦ εἶχε χαρίσει τό χρέος, καί τοῦ εἶπε: «Δοῦλε πονηρέ, δοῦλε ἀχάριστε καί σκληρέ, ἐγώ σοῦ χάρισα ὅλο τό τεράστιο ἐκεῖνο χρέος σου, μόνο καί μόνο γιατί μέ παρακάλεσες. Δέν ἔπρεπε κι ἐσύ νά εὐσπλαχνισθῆς, νά λυπηθῆς, νά ἐλεήσης, νά συγχωρήσης τόν σύνδουλό σου, τόν φίλο σου, τόν φτωχό αὐτόν ἄνθρωπο, ὅπως κι ἐγώ κύριός σου ἐλέησα καί συγχώρεσα ἐσένα; Ἀνακαλῶ τό χαριστήριο γράμμα. Παίρνω πίσω τήν ἐξόφλησι, μιά καί φάνηκες τόσο ἀχάριστος. θέσι σου εἶναι τώρα στή φυλακή, ἐφ᾿ ὅσον δέν ἔχεις νά τό πληρώσης. Οἱ βασανιστές θά σέ βασανίζουν, ἑως ὅτου ἀποδώσης τό ὀφειλόμενο ποσό κι ἐξοφλήσης τό χρέος σου, δηλαδή αἰώνια».
Συμπέρασμα τῆς Παραβολῆς: Ἔτσι, λέει Κύριος, καί Πατέρας μου Οὐράνιος θά μεταχειρισθῆ ἐσᾶς. Τά ἴδια θά πάθετε καί ὅλοι ἐσεῖς, πού δέν θελήσατε μέ τήν καρδιά σας, νά συγχωρήσετε τόν ἀδελφό σας, γιά ὅλα τά φταιξίματά του, γιά ὅλα ὅσα κακά σᾶς ἔκανε.
προειδοποίησις αὐτή τοῦ Κυρίου γιά τό φοβερό, τελικό κι ἀνεπανόρθωτο κατάντημα κάθε χριστιανοῦ πού δέν θέλησε νά συγχωρήση, δηλαδή αἰώνια καταδίκη του, θά πρέπει νά μᾶς βάλη ὄχι ἁπλῶς σέ ἔννοια, σέ σκέψι, σέ φόβο καί τρόμο, ἀλλά σέ ἀγῶνα. Ἀγῶνα ἐναντίον τῆς ἐκδικητικότητος.
Τί θά ποῦμε; Τί θά ἀπολογηθοῦμε κατά τήν μεγάλη ἐκεῖνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ὅταν βίβλοι ἀνοιγήσονται καί θά κριθοῦμε ἐκ τῶν γεγραμμένων ἔργων ἡμῶν ἐν τοῖς βιβλίοις; Ὅταν ὅλα αὐτά τά μικροπράγματα τοῦ κόσμου τούτου, γιά τά ὁποῖα ἐκδικούμεθα καί μαλώνουμε, θά ἔχουν παρέλθει ἀνεπιστρεπτί καί δέν θά μπορέσουμε νά τά διορθώσουμε; Ὅταν τά χρήματα, τά κτήματα, οἱ ἀξιοπρέπειες, οἱ προσβολές, οἱ ὑποτιμήσεις ἐντός εἰσαγωγικῶν καί τά παρόμοια θά ἔχουν περάσει; Ὅταν τά δικά μας πταίσματα θά εἶναι ὁλόκληρη βιβλιοθήκη, ἐνῷ τῶν ἄλλων πρός ἐμᾶς μιά μόνο μικρή σελίδα ἤ ἔστω λίγες σελίδες; Πῶς ὁ Θεός θά διαγράψη ὅλους αὐτούς τούς τόμους μέ τά δικά μας ἁμαρτήματα, ὅταν ἐμεῖς δέν θά ἔχουμε θελήσει μόνο μιά σελίδα νά διαγράψουμε μέ τῶν ἀδελφῶν μας τά πταίσματα;
Τό ὁποιοδήποτε κακό πού μᾶς ἔκανε ὁ ἄλλος, ὁ γείτονας, ὁ ἀδελφός, ὁ συνεργάτης, ὁ συγγενής, δέν εἶναι τόσο μεγάλο, ὅσο μᾶς φαίνεται. Εἶναι παροδικό, δηλαδή καί σ᾿ ὅλη τήν ζωή νά διαρκέση, θά περάση κάποια μέρα. Δέν ἔχει αἰώνια ἰσχύ καί δύναμι καί ὕπαρξι. Τό κακό ὅμως πού κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι στόν ἑαυτό μας, ὅταν δέν συγχωροῦμε, εἶναι χωρίς τέλος. Ἔχει αἰώνια ἰσχύ καί θά τιμωρούμεθα αἰωνίως.
Ἔχουμε λοιπόν νά διαλέξουμε μεταξύ δύο κακῶν. Ἐκείνου πού ἄλλος μᾶς κάνει καί πού εἶναι παροδικό, κι ἐκείνου πού κάνουμε ἐμεῖς στόν ἑαυτό μας, ὅταν δέν συγχωροῦμε, πού εἶναι αἰώνιο. Τώρα ποιός λογικός ἄνθρωπος θέλει τό κακό του καί μάλιστα τό αἰώνιο; Ξέρουμε ὅτι οἱ παρανοϊκοί εἶναι αὐτοί πού κάνουν κακό στόν ἑαυτό τους, αὐτοί πού ἔχουν πρόβλημα στό μυαλό τους. Οἱ ἀξιολύπητοι αὐτοί ἄνθρωποι, πού ἔχουν χάσει τίς φρένες τους, κόβουν μέ γυαλιά τά χέρια τους, πατοῦν σέ ἀναμμένα κάρβουμα, αὐτοτραυματίζονται, αὐτοκτονοῦν καί τόσα ἄλλα. Ὡστόσο κανείς λογικός δέν κάνει τέτοια πράγματα. Ἐάν λοιπόν τά μικρότερα αὐτά δέν τά κάνουμε, γιατί δέν τά βρίσκουμε λογικά, θά κάνουμε τά ἀπείρως μεγαλύτερα κακά στόν ἑαυτό μας; Θά τόν καταδικάσουμε οἱ ἴδιοι στό αἰώνιο σκοτάδι καί θά τόν στείλουμε νά κάνη συντροφιά μέ τούς δαίμονες, μόνο καί μόνο γιατί δέν θελήσαμε ἀπό ἐγωϊσμό νά διαγράψουμε τά μικροπράγματα πού μᾶς ἔκαναν οἱ ἄλλοι; Θά κάνουμε ἕνα τόσο μεγάλο λάθος;
Ποῦ εἶναι ὅλες οἱ προηγούμενες γενεές, στίς ὁποῖες ἦσαν καί ἄνθρωποι πού ἔφυγαν ἀπό δῶ γιά πάντα, χωρίς νά συγχωρήσουν; Τί κέρδισαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί μέ τήν ἀσυγχωρησία πρός τούς ἄλλους; Δέν θά ἔχουν τώρα πιά μετανοιώσει πικρά, χωρίς ὠφέλεια καί χωρίς διόρθωσι; Βεβαίως. Ἐάν κάποιος δέν τά πιστεύη αὐτά, εἶναι φυσικά ἐλεύθερος νά κάνη ὅ,τι νομίζει. Ἕνας ὅμως πού λέει ὅτι εἶναι Χριστιανός Ὀρθόδοξος καί πιστεύει στόν Θεό καί στό Εὐαγγέλιο, δέν πρέπει νά τοῦ λείπη τό κόκκινο μολύβι. Τί σημαίνει αὐτό;
Στά ἐπίσημα βιβλία τῶν ὑπηρεσιῶν οἱ διαγραφές γίνονται μέ κόκκινο μολύβι. Μέ αὐτό τό μολύβι ὁ καθένας, πού θέλει νά λέγεται Χριστιανός Ὀρθόδοξος, θά διαγράψη ἀπό σήμερα κάθε φταίξιμο τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἀδελφός του εἶναι κάθε ἄνθρωπος, γνωστός καί ἄγνωστος, ὀρθόδοξος καί μή.
Τό μολύβι αὐτό θά τοῦ χρησιμεύση, ὅταν πλέον φύγη ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, σάν κλειδί, πού θά ἀνοίξη τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου. Δηλαδή, ἐάν δέν τά διαγράψη μ᾿ αὐτό τό μολύβι τό κόκκινο, δέν μπορεῖ νά ἀνοίξη τόν Παράδεισο. Θά βάλει τό μολύβι τό κόκκινο ἐπάνω στήν κλειδαριά τῆς πόρτας τοῦ Παραδείδου καί θά ἀνοίξη. Μέ τό νά πῆ: «Θεός συγχωρήσοι σε» καί κάνοντας προσευχή γιά τόν ἀδελφό, ὁ Παράδεισος ἄνοιξε!
Οἱ πέντε μωρές παρθένες χτύπαγαν ἄδικα τήν πόρτα τοῦ Παραδείσου τήν νύχτα ἐκείνη. Ἔμειναν ὅμως ἔξω στό σκοτάδι. Γιατί; Διότι δέν εἶχαν δείξει ἔλεος συμπάθεια, συγχωρητικότητα. Δέν εἶχαν οὔτε λάδι πού μαλακώνει τίς πληγές, οὔτε κόκκινο μολύβι πού σβήνει τά πταίσματα τῶν ἄλλων κι ἀνοίγει τόν νυμφῶνα, ἀνοίγει τόν Παράδεισο, ἀνοίγει τήν πύλη τῆς Ἄνω Ἱερουσαλήμ. Ναί, ἔμειναν ἔξω δυστυχῶς· καί ἔξω ἦταν σκοτάδι, πολύ σκοτάδι, κόλασις. Ἦταν νύχτα ἀσέληνη χωρίς φεγγάρι, παγερή νύχτα χωρίς θερμότητα.
Οἱ φρόνιμες ὅμως, αὐτές πού εἶχαν σώφρονα νοῦ καί σκέψι καί κυβέρνησι, μπήκανε στόν νυμφῶνα, μπήκανε στόν Παράδεισο καί στήν αἰώνια ζωή τοῦ φωτός. Εἴχανε λάδι, εἴχανε τήν καλοσύνη, τήν ἀγάπη, πού δέν ἐκδικεῖται, ἀλλά συγχωρεῖ ὅλους καί ὅλα.
Ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται νά καθορίσουμε ἀπό τώρα τήν θέσι μας. Ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται, ἐάν θά μποῦμε στόν νυμφῶνα μέ τίς φρόνιμες παρθένες ἤ θά μείνουμε ἔξω στό σκοτάδι τῆς παγερῆς νύχτας μέ τίς μωρές. Ἐφ᾿ ὅσον ἀκόμη εὑρισκόμεθα στήν ζωή αὐτή, ἐφ᾿ ὅσον ἡ αὐλαία τοῦ θεάτρου τοῦ παρόντος κόσμου δέν ἔπεσε καί τό νῆμα τῆς ζωῆς μας δέν κόπηκε, μποροῦμε νά συγχωρέσουμε. Μποροῦμε νά πάρουμε τήν ἡρωϊκή ἀπόφασι τοῦ « ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
Κατά τήν Κυριακή προσευχή (τό «Πάτερ ἡμῶν»), πού μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος, μέ τήν ὁποία προσευχόμεθα κάθε μέρα, σέ κάθε ἀκολουθία καί κάθε Κυριακή, λέμε στόν Θεό· «Συγχώρησέ με, Θεέ μου, ὅπως κι ἐγώ συγχωρῶ». Ὅταν ὅμως δέν συγχωροῦμε, Τοῦ λέμε ψέμματα. Ψευδόμεθα κάθε φορά, πού προσευχόμεθα μέ τό «Πάτερ ἡμῶν», διότι, ἐφ᾿ ὅσον δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους, ἀπαιτοῦμε συγχώρησι ἀπό τόν Θεό. Νά συγχωροῦμε, ὁπότε κι ὁ Θεός θά μᾶς συγχωρέση. Στήν προσευχή μας νά ζητοῦμε πρῶτα νά συγχωρέση ὁ Θεός ὅλους ἐκείνους πού μᾶς ἔκαναν κακό, νά συγχωρέση ὅλων τῶν ἀνθρώπων τίς ἁμαρτίες, καί μετά νά παρακαλοῦμε νά συγχωρέση κι ἐμᾶς, πού Τοῦ φταίξαμε δυστυχῶς πολύ περισσότερο.
Κάποτε, γράφει τό Γεροντικό, ἕνας ἀδελφός, ἕνας νεώτερος μοναχός πῆγε σ᾿ ἕνα Γέροντα πνευματικό καί τοῦ εἶπε:
  • Κάποιος ἄνθρωπος κλέπτης γυρνᾶ καί κλέβει τίς καλύβες τῶν Πατέρων. Ἔκλεψε καί τά δικά μου, τό παξιμάδι καί τά ἐλάχιστα τρόφιμα πού εἶχα. Σκέφτομαι, πῆρα τήν ἀπόφασι νά τόν καταγγείλω στό δικαστήριο γιά νά συμμορφωθῆ, νά σταματήση τήν ἁμαρτία, νά πληρώση κι ἔτσι νά τοῦ γίνη καλό μάθημα.
Ὁ Γέροντας ὅμως ὁ πνευματικός τόν συμβούλευε καί τοῦ ἔλεγε:
  • Ὄχι, παιδί μου, μήν τό κάνης αὐτό, μήν τόν πᾶς στόν δικαστή, μήν τόν καταγγείλης – ἄνθρωπος εἶναι, συγχώρεσέ τον· κάνε προσευχή νά τόν φωτίση ὁ Θεός νά ἀφήση τήν κλεψιά.
  • Ὄχι, Γέροντα, αὐτός δέν συμμορφώνται, ἔχει πάρα πολύ καιρό πού τό κάνει αὐτό. Ἄν δέ τιμωρηθῆ, θά συνεχίση, ὁπότε τοῦ κάνουμε κακό.
  • Ὄχι, παιδί μου, δέν πρέπει νά τόν καταγγείλης· ὄχι στόν δικαστή. Στόν Θεό ἄφησε τήν ὑπόθεσι.
Ὁ νεώτερος στηριζόμενος στήν ἄποψί του δέν ὑποχωροῦσε. Τότε ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
  • Ἐφ᾿ ὅσον τὄχεις ἀποφασίσει, πᾶμε νά κάνουμε προσευχή, νά πάη καλά ἡ δουλειά σου.
Ὅταν γονάτισαν γιά προσευχή ἄρχισε ὁ Πνευματικός νά λέη τό «Πάτερ ἡμῶν». Ὅταν ἔφτασε στό σημεῖο: «καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν», εἶπε ὁ Γέροντας:
  • Κύριε μήν μᾶς ἀφήνης τά ἁμαρτήματά μας, διότι κι ἐμεῖς δέν ἀφήνουμε τά ἁμαρτήματα τῶν ἀδελφῶν μας, πού μᾶς ὀφείλουν.
  • Πάτερ, κάνετε λάθος, δέν εἶναι ἔτσι τό «Πάτερ ἡμῶν».
  • Ἐφ᾿ ὅσον θά πᾶς στόν δικαστή νά καταγγείλης τόν ἀδελφό πού ἁμάρτησε, αὐτό τό «Πάτερ ἡμῶν», θά ποῦμε.
Ὁ ἀδελφός κατάλαβε, ὅτι εἶχε λάθος στήν ἄποψί του, ζήτησε συγγνώμη κι ἔτσι ὑποχώρησε καί δέν κατήγγειλε τόν πταίσαντα ἀδελφό του.
Αὐτή ἡ διήγησις εἶναι τόσο πολύ διδακτική, εἶναι τόσο πολύ ὠφέλιμη, πού ἄν συνειδητοποιήσουμε τήν ἔννοια καί τήν οὐσία της, εἶναι πάρα πολύ εὔκολο νά ἀγωνισθοῦμε, γιά νά ἔχουμε παρρησία στόν Θεό, παρρησία στήν προσευχή. Ὅταν θά συγχωροῦμε ἀφειδῶς, πλούσια κάθε ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔκανε κακό, θά ἔχουμε τό θάρρος, θά ἔχουμε τήν παρρησία, νά ζητήσουμε τήν αἰώνια συγγνώμη μας κι ἔτσι νά βρεθοῦμε μετά τῶν σωζομένων δούλων τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

Ἀπό τό βιβλίο: “ Ἡ τέχνη τῆς σωτηρίας”
Γέροντος Ἐφραίμ Φιλοθεΐτου

Ἔκδοσεις Ἱερᾶς Μονῆς Φιλοθέου Ἅγιον Ὄρος

Τόμος α΄

Κεντρική διάθεση:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

How to train one’s will to have but one ultimate aim in all things, both external and internal— to please God

Saint Nikodemos the Hagiorite

An excerpt from "Unseen Warfare"by Saint Nicodemus of the Holy Mountain, and Saint Theophan the Recluse

In addition to training your mind to learn, you should also control your will, so as not to let it lean towards your own desires, but instead to lead it to be perfectly as one with the will of God. Moreover keep it firmly planted in your mind, that it is not enough for you merely to desire and seek to please God. 
Always and in everything; you must desire it as if moved by God Himself, and for one single aim—to please Him with a pure heart. 
To be firmly grounded in this aim, we have to endure a much greater struggle with our nature than in anything we have mentioned above. For our nature is so accustomed to please itself, that it seeks its own comfort and pleasure in all its doings, even the most righteous and spiritual, and secretly and lustfully feeds on it as though it were food.

And so it happens that when we see the chance of spiritual doing lying before us, we immediately desire it and impetuously rush towards it;yet not as men moved by the will of God, nor for the sole purpose of pleasing Him, but for the sake of the comfort and joy which is born in us, when we desire and seek that which God wants from us. This prelest is the better concealed and hidden, the higher and more spiritual is the nature of what we desire. This is why I say that we should not be satisfied with desiring what God wills, but must desire it how He wishes it, when He wishes it and for the reason and purpose He wishes it.

The Apostle also teaches us to prove what is the will of God, that it is not only good, but also acceptable to Him and perfect in all respects. He says: ‘Be not conformed to this world: but be ye transformed by the renewing of your mind, that ye may prove what is that good, and acceptable, and perfect, will of God’ (Rom. xii. 2). For if our action is faulty, even in one respect, or if we do something not with our whole will and strength, it is clear that it is, and is called, imperfect. This should lead you to the conclusion that even when we desire God Himself and seek Him, even this desire and search can contain some fault or omission, and may be mixed with some pandering to our self-love or vainglory; since we may have in view more our own good than the will of God, and do something rather for our own sake than for the sake of God. Yet He considers only those actions acceptable, which are done solely for His glory and wishes us to love Him alone, desire Him alone and work for Him alone.

Thus, my brother, if you wish to safeguard yourself from such hidden obstacles on the path to perfection, if you wish to be firmly grounded in such an attitude as to desire and do all things only because God wishes it, desirous only to please and glorify Him and to work for Him alone, since He wishes to be the beginning and the end in every action and every thought of ours— act in the following manner.

Sunday, 28 September 2014

Σταυρός, ἡ σκέπη τῆς Ἐκκλησίας...


π.   Δ η μ η τ ρ ί ο υ   Μ π ό κ ο υ 
Μιὰ ἐν­τε­λῶς θαυ­μα­στή, ὅ­σο καὶ πα­ρά­δο­ξη ἐμ­φά­νι­ση τοῦ Θε­οῦ ἔ­γι­νε στὸν πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ, ἐ­νῶ αὐ­τὸς κα­θό­ταν στὴ θύ­ρα τῆς σκη­νῆς του, μέ­ρα με­ση­μέ­ρι, στὴ Χε­βρών, κον­τὰ στὴ δρῦ τοῦ Μαμ­βρῆ.
Κα­θὼς σή­κω­σε τὰ μά­τια του, εἶ­δε τρεῖς ἄν­δρες νὰ στέ­κον­ται ἀ­πέ­ναν­τί του. Ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως νὰ τοὺς προ­ϋ­παν­τή­σει καὶ τοὺς προ­σκύ­νη­σε ὣς τὴ γῆ.
-  Κύριέ μου­, εἶ­πε, ­ἂν ἔ­χω τὴν εὔ­νοι­ά σου, μὴν προ­σπε­ρά­σεις τὸν δοῦ­λο σου. Ἂς φέ­ρουν λί­γο νε­ρὸ νὰ πλύ­νε­τε τὰ πό­δια σας, καὶ με­τὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ δρο­σι­στεῖ­τε κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο. Θὰ φέ­ρω καὶ λί­γο ψω­μὶ νὰ πά­ρε­τε δύ­να­μη, καὶ με­τὰ μπο­ρεῖ­τε νὰ πη­γαί­νε­τε. Πε­ρά­στε λοι­πὸν ἀ­πὸ τὸν δοῦ­λο σα­ς.
Ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πάν­τη­σαν:
-  Κάνε ὅ­πως εἶ­πε­ς.
Τό­τε ὁ Ἀ­βρα­ὰμ ἔ­τρε­ξε στὴ σκη­νὴ καὶ εἶ­πε στὴ Σάρ­ρα:
-  Πάρε γρή­γο­ρα τρεῖς γα­βά­θες ἀ­λεύ­ρι ἐ­κλε­κτό, ζύ­μω­σέ το καὶ κά­νε πίτ­τε­ς.
Με­τὰ ἔ­τρε­ξε στὰ βό­δια, πῆ­ρε ἕ­να μο­σχά­ρι τρυ­φε­ρὸ καὶ κα­λό, τὸ ἔ­δω­σε στὸν ὑ­πη­ρέ­τη κι ἐ­κεῖ­νος τὸ ἑ­τοί­μα­σε γρή­γο­ρα. Πῆ­ρε ἀ­κό­μα βού­τυ­ρο, γά­λα καὶ μαζὶ μὲ τὸ μο­σχά­ρι ποὺ εἶ­χε ἑ­τοι­μά­σει,   τὰ πα­ρέ­θε­σε μπρο­στά τους. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νοι ἔ­τρω­γαν,  αὐ­τὸς τοὺς πα­ρα­στε­κό­ταν κά­τω ἀ­πὸ τὸ δέν­τρο (Γεν. 18, 1-8).
Τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ αὐ­τό, γνω­στὸ καὶ ὡς «Φιλοξενία τοῦ Ἀ­βραά­μ», θε­ω­ρεῖ­ται ὡς φα­νέ­ρω­ση τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ, Πα­τρός, Υἱ­οῦ καὶ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, καὶ κα­θι­ε­ρώ­θη­κε στὴν ὀρ­θό­δο­ξη εἰ­κο­νο­γρα­φί­α ὡς ἡ κα­τ’ ἐ­ξο­χὴν εἰ­κό­να τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ὅ­τι μι­λών­τας γιὰ τοὺς τρεῖς ἄν­δρες ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, τοὺς προσ­δι­ο­ρί­ζει συ­νε­χῶς μὲ τὸ ὄ­νο­μα «­ὁ Κύ­ρι­ο­ς».
Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι τὸ γε­γο­νὸς αὐ­τὸ εἶ­ναι μιὰ φα­νε­ρὴ μαρ­τυ­ρί­α τῆς τρι­α­δι­κό­τη­τας τοῦ Θε­οῦ, ἐ­νυ­πάρ­χει καὶ μιὰ ἀ­κό­μη δι­ά­στα­ση σ’ αὐ­τό. Εἶ­ναι μιὰ προ­τύ­πω­ση, ἕ­νας συμ­βο­λι­σμὸς τοῦ γε­γο­νό­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: Ἔ­χου­με τὸν Τρι­α­δι­κὸ Θε­ό, τὸν δη­μι­ουρ­γὸ καὶ πα­τέ­ρα, σὲ μιὰ ἀ­ξι­ο­ζή­λευ­τη σκη­νὴ ἀ­λη­θι­νῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὰ ἐ­πὶ γῆς πι­στὰ τέ­κνα Του, τὸν Ἀ­βρα­ὰμ καὶ τὴ Σάρ­ρα. Μιὰ πρότυπη εἰ­κό­να, ἕνα ἀρχέτυπο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, θρι­αμ­βεύ­ου­σας καὶ στρα­τευ­ο­μέ­νης.
Στὸ ὅ­λο σκη­νι­κὸ κά­τω ἀ­πὸ τὴν δρῦ τὴν Μαμ­βρῆ, ἕ­να δέν­τρο ρω­μα­λέ­ο, γε­μά­το ζω­ὴ καὶ δρο­σιά, ποὺ δὲν μνη­μο­νεύ­ε­ται τυ­χαῖ­α, ἀ­φοῦ ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φὴ δὲν μᾶς συ­νη­θί­ζει σὲ ἄ­χρη­στες πλη­ρο­φο­ρί­ες καὶ λε­πτο­μέ­ρει­ες, ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος λέ­γον­τας: «Ποιὰ εἶ­ναι ἡ σκη­νὴ κά­τω ἀ­πὸ τὴν δρῦ τοῦ Μαμ­βρῆ; Εἶ­ναι ὁ­πωσ­δή­πο­τε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ὑ­πὸ τὴν σκέ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ. Καὶ πα­ρο­μοι­ά­ζε­ται ὁ Σταυ­ρὸς μὲ τὴ βε­λα­νι­διά, ἐ­πει­δὴ τὸ ξύ­λο της εἶ­ναι γε­ρὸ καὶ ἀ­λύ­γι­στο».
Καὶ εἶ­ναι ἀ­πό­λυ­τα φυ­σι­κὸς ὁ συμ­βο­λι­σμὸς αὐ­τός, ἀ­φοῦ ὁ Σταυ­ρὸς πε­ρι­γρά­φε­ται παν­τοῦ σὰν ἕ­να ζω­η­φό­ρο φυ­τό, ποὺ φυ­τρώ­νει ἀ­πὸ τὰ ἄ­δυ­τα τῆς γῆς, ὑ­ψώ­νε­ται σὲ ὕ­ψος τε­ρά­στιο, γί­νε­ται σὲ εὗ­ρος καὶ μῆ­κος ἴ­σος μὲ τὸν οὐ­ρα­νὸ καὶ ἁ­γιά­ζει μὲ τὰ τέσ­σα­ρα ἄ­κρα του (τε­τρα­με­ρὴς) τὸν τε­τρα­πέ­ρα­το κό­σμο (=τὰ τέσ­σα­ρα πέ­ρα­τα τοῦ κό­σμου). Ποὺ βλα­στά­νει καὶ ἀ­να­πτύσ­σε­ται στὸ μυ­στι­κὸ πα­ρά­δει­σο (=κῆ­πο) ποὺ λέ­γε­ται Θε­ο­τό­κος. Καὶ μᾶς θυ­μί­ζει τὸ δέν­τρο τῆς ζω­ῆς στὸ μέ­σον τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, ἀ­π’ τὸν καρ­πὸ τοῦ ὁ­ποί­ου ἔ­φα­γαν πα­ρά­και­ρα οἱ Πρω­τό­πλα­στοι, ὁ­δη­γών­τας ἔ­τσι τὸ γέ­νος μας στὸν πνευ­μα­τι­κὸ καὶ σω­μα­τι­κὸ θά­να­το. Αὐ­τὸν τὸν θά­να­το κα­ταρ­γεῖ τώ­ρα ὁ Σταυ­ρός, κα­θὼς μᾶς ὁ­δη­γεῖ πρὸς τὸν καρ­πὸ τοῦ ξύ­λου τῆς ζω­ῆς, τὸν Χριστό, ἀ­π’ τὸν ὁ­ποῖ­ο τρώ­γον­τας δὲν ἀ­πο­θνή­σκου­με. Εἶ­ναι ὁ Σταυ­ρός, μα­ζὶ μὲ τὴν Ἀ­νά­στα­ση, ἡ σω­τη­ρί­α ποὺ «πρὸ αἰ­ώ­νων εἰρ­γά­σα­το (=πραγματοποίησε) ἐν μέ­σῳ τῆς γῆς» ὁ Θε­ός. Σκε­πά­ζει τώ­ρα καὶ σώ­ζει ὁ­λό­κλη­ρη τὴν Ἐκ­κλη­σί­α,  ὅ­πως προ­στά­τευ­ε ἡ δρῦς τοῦ Μαμ­βρῆ τὴ σκη­νὴ τοῦ Ἀ­βρα­άμ. 

Ἐ­μεῖς; Εἴ­μα­στε ἄ­ρα­γε κά­τω ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴν σκέ­πη τοῦ Σταυ­ροῦ; 


(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 350, Σεπτ. 2012)

Μία άδικη καταδίκη πού έγινε αιτία γιά μία ευλογημένη και διδακτική ιστορία…


Πριν πολλά χρόνια και μετά την λήξη του εμφυλίου σπαραγμού και του αδελφοκτόνου πολέμου, σε κάποιο χωριό, έγινε ένας φόνος, για πολιτικούς μάλλον λόγους και εξαιτίας του μεγάλου φανατισμού, που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Κατηγορήθηκε, λοιπόν, κάποιος χωριανός, ο Πέτρος Γ. και με τις μαρτυρίες πέντε συγχωριανών του δικάστηκε και καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση.
Ο κατηγορούμενος όμως ισχυρίζετο συνεχώς ότι ήτο αθώος. Κλείσθηκε σε αγροτικές φυλακές, αλλά μέρα-νύχτα διαλαλούσε και μονολογούσε ότι ήτο αθώος.
Σ' αυτές τις φυλακές πήγαινε μια φορά τον μήνα ένας ευλαβέστατος ιερεύς και λειτουργούσε στο εκκλησάκι που υπήρχε και κατόπιν εδέχετο για εξομολόγηση όσους εκ των φυλακισμένων το επιθυμούσαν. Ύστερα από 5-6 μήνες, πήγε και ο εν λόγω χωριανός στον ευλαβή εκείνον ιερέα και εξομολόγο, και ενώπιον του Αγίου Θεού και μπροστά στο πετραχήλι του Πνευματικού, βεβαίωνε με όρκους ότι ήταν αθώος.
Από τότε που εξομολογήθηκε μέσα στις φυλακές ο Πέτρος Γ., άλλαξε τελείως διαγωγή και έγινε ο άνθρωπος της προσευχής και της μελέτης του Ευαγγελίου, που του δώρησε εκείνος ο καλός ιερεύς. Μέσα σ' έναν χρόνο αλλοιώθηκε τόσο πολύ, που όλοι οι συγκρατούμενοί του και βαρυποινίτες άρχισαν να τον σέβωνται και να του φέρωνται φιλικά. Και με την Χάρι και τον φωτισμό του Θεού γρήγορα πείσθηκε ο ευλαβής ιερεύς για την αθωώτητά του, ώστε του επέτρεπε να κοινωνή κάθε φορά που λειτουργούσε στις φυλακές.
Ο ιερεύς προσπάθησε κάτι να κάμη μέσω κάποιων δικηγόρων, αλλά οι μάρτυρες ήσαν απολύτως κατηγορηματικοί, γιατί ήσαν δήθεν παρόντες στον φόνο. Παρά ταύτα ο Εξομολόγος πίστευε ότι όντως ήτο αθώος και θύμα σκευωρίας. Ο Πέτρος Γ. όχι μόνο προσηύχετο με το Όνομα του Ιησού Χριστού, που το έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», αλλά μελετούσε το Ευαγγέλιο και κοινωνούσε των αχράντων Μυστηρίων, σκορπώντας σε όλους τους συγκρατουμένους του πολλή καλωσύνη.
Συγχωρούσε δε με όλη του την καρδιά και τους κατηγόρους του και αυτόν ακόμα τον άγνωστο φονιά. Δεν φταίνε, οι καημένοι, έλεγε. Φταίει το πολιτικό και ιδεολογικό πάθος, φταίει και ο διάβολος που τους σκοτείνιασε το μυαλό κι έτσι κρύψανε την αλήθεια.
Θεέ μου, συγχώρεσέ τους. και από μένα να 'ναι συγχωρεμένοι. και χάρισέ τους πλούτη και αγαθά πολλά, αλλά χάρισέ τους προπαντός και ιδιαιτέρως φωτισμό και υγεία.
Έτσι πέρασαν 19 χρόνια. Κατόπιν, λόγω της καλής και αρίστης διαγωγής και επειδή έκανε και στις τότε αγροτικές φυλακές, όπου εμειώνετο η ποινή, αποφυλακίσθηκε. Ήτο πλέον 50 ετών. Στο χωριό όμως δεν έγινε δεκτός, επειδή τον πίστευαν όλοι για φονιά και κυρίως οι συγγενείς του φονευμένου. Έτσι, μετακόμισε σε μια γειτονική πόλι και έκαμε τον εργάτη, τον οικοδόμο και κυρίως τον μαραγκό, δουλειά που την έμαθε στην φυλακή. Η ζωή του όμως εξακολουθούσε να είναι ζωή ενός αληθινού χριστιανού, με την ακριβή συμμετοχή στα Μυστήρια, με την σωστή τήρηση των ευαγγελικών εντολών και ιδιαιτέρως με την προσευχή. Η προσευχή ήταν το οξυγόνο της ζωής του. Η Ευχή και το Ευαγγέλιο ήσαν γι' αυτόν «άρτος ζωής» και «ύδωρ ζων».
Μία κοπέλα 42 ετών, θεολόγος σε κάποιο Γυμνάσιο της περιοχής, πληροφορήθηκε από τον Πνευματικό των φυλακών, που ήτο και δικός της Πνευματικός, τα πάντα για τον Πέτρο Γ. και ιδιαιτέρως για το πόσο ήτο αφοσιωμένος στον Χριστό και στην Εκκλησία Του. Πήγε, τον βρήκε και κατόπιν τον ζήτησε η ίδια σε γάμο!. Από τον ευλογημένο αυτό γάμο προήλθαν δυό παιδιά, υγιέστατα.
Ύστερα από μερικά χρόνια, στο χωριό που έγινε ο φόνος, κάποιος αρρώστησε βαρειά με ανεξήγητους φοβερούς πόνους σε όλο του το σώμα. Η επιστήμη με τους γιατρούς και τις κλινικές εξετάσεις, που ήσαν προηγμένες, στάθηκαν αδύνατον να τον βοηθήσουν!!! Ούτε καν την αιτία δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν!
Έτσι, μια βραδυά στο σπίτι του, αφού επέστρεψε από το νοσοκομείο, σ' αυτήν την φοβερή κατάστασι, άρχισε να κραυγάζη μέσα στους φοβερούς του πόνους ότι αυτός ήτο ο φονιάς και με τους 4 ψευδομάρτυρες, τους οποίους εξηγόρασε με μεγάλα χρηματικά ποσά, κατηγόρησαν τον Πέτρο Γ., που συμπτωματικά περνούσε από εκείνο το σταυροδρόμι, την ώρα που έγινε ο φόνος.
Φώναξαν τον αστυνόμο του τμήματος του χωριού, υπέγραψε την ομολογία του κατονομάζοντας και τους 4 ψευδομάρτυρες και συνεργούς του. Ποια νομική διαδικασία ακολουθήθηκε μετά, δεν γνωρίζω. Η ομολογία του όμως έκανε κρότο στο χωριό, προκαλώντας σύγχυσι, ταραχές και πολλές κατάρες, οι οποίες βάραιναν τον φονιά. Παρά ταύτα, η ψυχή του φονιά δεν έφευγε. Κι αυτός εξακολουθούσε να τσιρίζη και να κραυγάζη.
Ο Πέτρος Γ., όπως ήτο επόμενον, το έμαθε. Δεν κίνησε όμως καμιά διαδικασία για την αποκατάστασι της τιμής του με αναθεώρησι της δίκης, με μηνύσεις κατά των ενόχων και άλλων ενδίκων νομίμων μέσων. Αλλά τι έκανε;
Πήγε στο σπίτι του φονιά!...Οι πάντες πάγωσαν. Οι περισσότεροι χωρικοί, όταν τον είδαν να περνάη μέσα από το χωριό, από την ντροπή τους κρύφθηκαν. Πάγωσε και ο φονιάς όταν τον αντίκρυσε, και με γουρλωμένα τα μάτια από την έκπληξι και την φρίκη, τον άκουσε να του λέη:
Γιώργο, σε συγχωρώ με όλη μου την καρδιά. Και σ' ευχαριστώ, γιατί ήσουν η αιτία να γνωρίσω τον Χριστό με την Εκκλησία Του και τα άγια Μυστήριά της. Εύχομαι να Τον γνωρίσεις κι εσύ, με μετάνοια και προσευχή!
Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και έφυγε, ενώ κάποια δάκρυα κρυφά έτρεχαν από τα μάτια του.
Ο θρίαμβος της δικαιοσύνης του Θεού ήλθε, ύστερα από 35 χρόνια! Αλλά υπήρξε και θρίαμβος της εμπιστοσύνης, της πίστεως και της αδιαλείπτου προσευχής του αδικημένου Πέτρου Γ. στην Πρόνοια του Θεού. Και ταυτόχρονα στέφανος δόξης στην υπομονή και μακροθυμία, που έδειξε τόσα χρόνια.
Ευλογήθηκε η μετέπειτα ζωή του, όπως προείπαμε, μ' έναν χριστιανικό γάμο και με οικογένεια που ήτο «κατ' οίκον εκκλησία» και με δύο τρισευλογημένα παιδιά. Και μάλιστα, μετά την ολοκάρδια συγχώρησι που έδωσε και την αγάπη που έδειξε προς όλους, πολλαπλασιάσθηκε η ευλογία του Θεού στο σπιτικό του. Είχε την Χάρι του Θεού πάνω του, την ευλογία της Παναγίας, την προστασία των Αγίων και την συμπαράστασι των Αγγέλων.
Εκοιμήθη οσιακώς σε ηλικία 80 ετών, το 1999. Παρών στην κοίμησί του ήτο και ο εννενηντάχρονος ιερεύς των φυλακών, που μού διηγήθηκε αυτό το γεγονός, για να με διαβεβαιώση ότι λίγο πριν το τέλος του Πέτρου Γ., Άγγελοι και Αρχάγγελοι πλημμύρισαν το δωμάτιο του, τους οποίους έβλεπε όχι μόνο ο ψυχορραγών με τα μάτια του, αλλά και ο εν λόγω ιερεύς. Αυτοί και παρέλαβαν την ψυχή του, μετά το τελευταίο σημείον του σταυρού που έκανε ο Πέτρος Γ., λέγοντας:
- Άγγελέ μου! Άγγελέ μου. , δεν την αξίζω αυτή την τιμή. Και τούτο ειπών, εκοιμήθη!.
Ο άνθρωπος αυτός, παρ' όλο που ήταν έγγαμος και ζούσε μέσα στον σημερινό κόσμο, μετά από την τεράστια και άδικη δοκιμασία και ταλαιπωρία του στην φυλακή, μαζί με βαρυποινίτες, είχε καρπούς της Ευχής, της θείας Κοινωνίας και της ευαγγελικής ζωής. Η έγγαμη ζωή του δεν τον εμπόδισε να λέγη μερα-νύχτα την Ευχή, όπως την έμαθε από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού».