Sunday, 31 August 2014

Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ...


Ένας ασκητής βλέποντας την αδικία πού υπάρχει στον κόσμο προσευχόταν στο Θεό και του ζητούσε να του αποκαλύψει το λόγο που δίκαιοι και ευλαβείς άνθρωποι δυστυχούν και βασανίζονται άδικα, ενώ άδικοι και αμαρτωλοί πλουτίζουν και αναπαύονται.
Ενώ προσευχόταν ο ασκητής να του αποκαλύψει ο Θεός το μυστήριο, άκουσε φωνή που του έλεγε:
- Μη ζητάς εκείνα που δε φτάνει ο νους σου και η δύναμη της γνώσης σου.
Ούτε να ερευνάς τα απόκρυφα, γιατί τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος.
Αλλά, επειδή ζήτησες να μάθεις, κατέβα στον κόσμο και κάθισε σ' ένα μέρος και πρόσεχε αυτά που θα δεις, για να καταλάβεις από τη μικρή αυτή δοκιμή, ένα μικρό μέρος από τις κρίσεις του Θεού.
Θα γνωρίσεις τότε ότι είναι ανεξερεύνητη και ανεξιχνίαστη η προνοητική διακυβέρνηση του Θεού για όλα.
Ο γέροντας, όταν τ' άκουσε αυτά, κατέβηκε με πολλή προσοχή στον κόσμο κι έφτασε σ' ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος δρόμος.
Εκεί κοντά ήταν μία βρύση κι ένα γέρικο δέντρο, στην κουφάλα του οποίου μπήκε ο γέροντας και κρύφτηκε καλά.
Μετά από λίγο πέρασε ένας πλούσιος πάνω στο άλογό του. Σταμάτησε για λίγο στη βρύση, για να πιει νερό και να ξεκουραστεί.
Αφού ξεδίψασε, έβγαλε από την τσέπη του ένα πουγκί με εκατό φλουριά και τα μετρούσε.
Όταν τελείωσε το μέτρημα, θέλησε πάλι να τα βάλει στη θέση τους. Χωρίς όμως να το καταλάβει, το πουγκί έπεσε στα χόρτα.
Έφαγε, ξεκουράστηκε, κοιμήθηκε και μετά καβαλίκεψε το άλογο κι έφυγε χωρίς ν' αντιληφθεί τίποτα για τα φλουριά.
Μετά από λίγο ήρθε άλλος περαστικός στη βρύση, βρήκε το πουγκί με τα φλουριά, το πήρε κι έφυγε τρέχοντας μέσ' απ' τα χωράφια.
Πέρασε λίγη ώρα και φάνηκε άλλος περαστικός. Κουρασμένος, όπως ήταν, σταμάτησε κι αυτός στη βρύση, πήρε λίγο νεράκι, έβγαλε και λίγο ψωμάκι από ένα μαντήλι και κάθισε να φάει.
Την ώρα, που ο φτωχός εκείνος έτρωγε, φάνηκε ο πλούσιος καβαλάρης εξαγριωμένος, με αλλοιωμένο το πρόσωπο από οργή, και όρμισε επάνω του.
Με θυμό φώναζε να του δώσει τα φλουριά του. Ο φτωχός, μη έχοντας ιδέα για τα φλουριά, διαβεβαίωνε με όρκους πως δεν είδε τέτοιο πράγμα.
Εκείνος όμως, όπως ήταν θυμωμένος, άρχισε να τον δέρνει και να τον χτυπά, μέχρι που τον θανάτωσε.
Έψαξε μετά όλα τα ρούχα του φτωχού, δεν βρήκε τίποτα και έφυγε λυπημένος.
Ο γέροντας εκείνος τα έβλεπε όλα αυτά μέσα άπ' την κουφάλα και θαύμαζε.
Λυπόταν πολύ κι έκλαιγε για τον άδικο φόνο που είδε και προσευχόμενος στον Κύριο, έλεγε:
Κύριε, τι σημαίνει αυτό το θέλημά Σου; Γνώρισε μου, Σε παρακαλώ, πώς υπομένει η αγαθότητα Σου τέτοια αδικία.
Άλλος έχασε τα φλουριά, άλλος τα βρήκε κι άλλος άδικα φονεύθηκε!
Ενώ ο γέροντας προσευχόταν με δάκρυα, κατέβηκε ο Άγγελος Κυρίου και του είπε:
Μη λυπάσαι, γέροντα, ούτε να σου κακοφαίνεται και να νομίζεις ότι όλα αυτά γίνονται τάχα χωρίς θέλημα Θεού.
Αλλά άπ' αυτά πού συμβαίνουν, άλλα γίνονται κατά παραχώρηση, άλλα για παίδευση κι άλλα κατά οικονομία.
Άκουσε λοιπόν:
Αυτός που έχασε τα φλουριά είναι γείτονας εκείνου που τα βρήκε.
Ο τελευταίος είχε ένα περιβόλι αξίας εκατό φλουριών. Ο πλούσιος, επειδή ήταν πλεονέκτης, τον εξανάγκασε να του το δώσει για πενήντα φλουριά.
Ο φτωχός εκείνος, μη έχοντας τι να κάνει, παρακαλούσε το Θεό να κάνει την εκδίκηση. Γι' αυτό και οικονόμησε ο Θεός και του τα έδωσε διπλά.
Εκείνος, πάλι, ο φτωχός, ο κουρασμένος, που δεν βρήκε τίποτα και φονεύτηκε άδικα, είχε κάνει μια φορά φόνο.
Μετανόησε όμως ειλικρινά και σ' όλη την υπόλοιπη ζωή του τα έργα του ήταν χριστιανικά και θεάρεστα.
Διαρκώς παρακαλούσε το Θεό να τον συγχωρέσει για το φόνο που διέπραξε και συνήθιζε να λέει:
«Θεέ μου, τέτοιο θάνατο πού έδωσα, ίδιο να μου δώσεις!».
Βέβαια, ο Κύριός μας τον είχε συγχωρέσει από την πρώτη στιγμή πού εκδήλωσε τη μετάνοιά του.
Συγκινήθηκε όμως ιδιαίτερα από το φιλότιμο του παιδιού του, το οποίο όχι μόνο φρόντιζε για την τήρηση των εντολών του, αλλά ήθελε και να πληρώσει για το παλιό του φταίξιμο.
Έτσι δεν του χάλασε το χατίρι, επέτρεψε να πεθάνει με βίαιο τρόπο - όπως του το είχε ζητήσει - και το πήρε κοντά Του, χαρίζοντας του μάλιστα και λαμπρό στεφάνι γιΌ αυτό του το φιλότιμο!
Ο άλλος, τέλος, ο πλεονέκτης, που έχασε τα φλουριά κι έκανε το φόνο, θα κολαζόταν για την πλεονεξία και τη φιλαργυρία του.
Το άφησε λοιπόν ο Θεός να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του και να έρθει σε μετάνοια.
Με την αφορμή αυτή αφήνει τώρα τον κόσμο και πάει να γίνει καλόγερος!
Λοιπόν, πού, σε ποια περίπτωση, βλέπεις να ήταν άδικος ή σκληρός και άπονος ο Θεός;
Γι' αυτό στο εξής να μην πολυεξετάζεις τις κρίσεις του Θεού, γιατί Εκείνος τις κάνει δίκαια και όπως ξέρει, ενώ εσύ τις περνάς για άδικες.
Γνώριζε επίσης ότι και πολλά άλλα γίνονται στον κόσμο με το θέλημα του Θεού για λόγους που οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν.
Κι έτσι το σωστό είναι να λέει ο καθένας:
«Δίκαιος ει Κύριε, και ευθείαι αι κρίσεις σου.»

Saturday, 30 August 2014

A Conversation With Elder Ephraim of Arizona




The following conversation was recorded by monastic spiritual children from Greece of Elder Ephraim of Arizona, formerly of Philotheou, who visited him in May 2014 at the Sacred Monastery of Saint Anthony the Great in Arizona.
Elder Ephraim: Look at this photograph of Elder Joseph the Hesychast. I had a great spiritual father. He was fire – fire, a phenomenon of a man. He thought entirely of heavenly things; this is how he lived.

Two words he would continuously say to us – patience and prayer, and this is how the Providence of God helps us as much as He allows. Being in submission to him, we never fought amongst us. Others from the outside created problems for us, slandering the Elder, accusing him, but Elder Joseph would say: “Let them talk, we will say nothing”.

Interlocutor: Elder, we are very weak in all things. What will happen with us?

Elder Ephraim: We are living in different times now. God has other criteria for today. Elder Joseph had a spiritual university. I am pleased that you are in spiritual high school. Today there is such spiritual confusion. A large tornado drags everything away. Hold firmly to the tradition I gave you and know that today it is a confession to say that Jesus Christ is our God. The dark forces do not want this.

Interlocutor: Elder, after so many years of struggle, what has remained within your soul?

Elder Ephraim: Everything is secondary, all is secondary. The first thing is the name of our Christ and now, over the years that have passed, I saw in action how only with love can people win. My life was labor and pain, living in poverty during the time of the Germans, hunger during the occupation, temptations and sorrows in the monasteries. A great struggle. Only the name of Christ and our Panagia brought me through. Whoever does not say daily the name of Christ and our Panagia, is not a Christian.

Η καλλιέργεια της καρδιάς...

 Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης
 
Γνωρίζω καλά, αγαπητοί μου εν Χριστώ αδελφοί, ότι είσθε ένα ακροατήριο που δεν μπαίνει για πρώτη φορά στην Εκκλησία. Έχετε ακούσει πολλά κηρύγματα και διάφορες ομιλίες.
Έχετε πάρει αποφάσεις, έχετε κάνει αγώνες, έχετε νίκες και ήττες.
Τί να πει απόψε ο ομιλητής , που δεν θέλει να σας κουράσει, αλλά και να σας ψευτοπαρηγορήσει; Σκέφθηκα , λοιπόν, αγαπητοί μου, να σας μιλήσω, όπως πάντα από χρόνια συνηθίζω, απλά, για την καλλιέργεια της καρδιάς.

Η πάροδος των χρόνων δυστυχώς μας κάνει πιο οκνηρούς. Υπάρχει σωματική και ψυχική κόπωση και φθορά. Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα είναι να δει ο άνθρωπος την καρδιά του, να ελέγξει την σκέψη του, να γνωρίσει καλά τον εαυτό του. Μας τρομάζει το εσωτερικό μας κενό. Φοβόμαστε, όπως έχουμε ξαναπεί, την αντιμετώπιση και την κουβέντα με τον εαυτό μας. Δεν μιλάμε για ένα άσκοπο σεριάνι στο παρελθόν , για μία ονειροπόλα οπισθοδρομική διάθεση. Είναι αναγκαία μια εν επιγνώσει ανάκριση του εαυτού μας. Τί έκανε και τί δεν έκανε, γιατί το έκανε και γιατί δεν το έκανε.

Υπάρχουν άνθρωποι, που δεν τους νοιάζει τί έκαναν και τί δεν έκαναν. Πρόκειται για αδιάφορους , χοντρόπετσους, ασυνείδητους και αδαείς. Είναι κι άλλοι ευαίσθητοι, λεπτολόγοι, σχολαστικοί και φοβισμένοι. Ούτε αυτοί είναι σωστοί. Το παρελθόν πέρασε. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε αυτό και να το διορθώσουμε. Μπορούμε όμως να ταπεινωνόμαστε για τα τυχόν καλά μας και να μετανοούμε για τα λάθη μας. Πίνοντας οινοπνευματώδη ποτά, παίρνοντας διάφορες ναρκωτικές ουσίες και υπνωτικά δεν διορθώνεται το παρελθόν, δεν απολησμονιέται, ούτε καλλιεργείται η καρδιά.

Ο άνθρωπος που αληθινά μετανοεί δεν έχει συνεχείς τύψεις και φοβερές ενοχές . Η μετάνοια από τη στενοχώρια, τη ντροπή, την ταραχή και τον φόβο σε οδηγεί στην ηρεμία, τη γαλήνη, τη νηφαλιότητα , την κατάνυξη και τη σωφροσύνη. Τα σημάδια από τα θεραπευμένα τραύματα των αμαρτιών θυμίζουν την αποστασία. Γίνονται τα παθήματα μαθήματα διδακτικά. Η – με τη χάρη του Θεού – μεταμέλεια του ανθρώπου τον μεταμορφώνει. Βλέπει τώρα με χαρά ότι είναι άλλος άνθρωπος , νέος άνθρωπος, πέθανε ο παλαιός άνθρωπος της αμαρτίας. Αν ο άνθρωπος νιώσει ότι είναι άλλος άνθρωπος είναι σημαντικό. Σημαίνει ότι βαδίζει καλά την οδό της μετανοίας. Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας και όχι η λήθη της αμαρτίας οδηγεί στη συγχώρηση και τη θεραπεία της καρδιάς μας.

Για να δοκιμάσουμε την καθαρότητα της καρδιάς μας, ας υποβληθούμε στη δοκιμασία. Αν οι αφορμές, τα αίτια, οι εικόνες , τα πράγματα, οι χώροι της αμαρτίας έρχονταν μπροστά μας τί θα κάναμε; Αν τα συμπαθούσαμε, κουβεντιάζαμε μαζί τους, καθυστερούσαμε, τα προσέχαμε, τα παρατηρούσαμε, τότε κάτι δεν θα πήγαινε καλά. Αν τ’ αποδιώχναμε, τ’ αποστρεφόμαστε και τα μισούσαμε, τότε σίγουρα θα είχαμε μετανοήσει ειλικρινά. Διαφορετικά θα νομίζαμε ότι είμαστε καλά, θα παίζαμε , θα κοροϊδεύαμε τον εαυτό μας και τον Θεό μας.

Μου έλεγε ένας μοναχός προ ετών: «Αισθάνομαι όλη η ζωή μου να είναι μια μπουνιά στο στομάχι του Θεού κι εκείνος να τη χαϊδεύει». Είχε μισήσει κάθε αντίθεη πράξη της ζωής του. Η αμαρτία δεν τον δελέαζε πια. Δεν ήταν αυτός που κάποτε ήταν. Έφθανε, λέει, να μην αναγνωρίζει πλέον τον παλαιό εαυτό του. Λυπόταν για τον χρόνο που έχασε άσκοπα εδώ κι εκεί. Για τις μάταιες καθυστερήσεις , τις περιττές λύπες, το χάσιμο της αθωότητας και της απλότητας. Αισθανόταν ανάξιος να τον αγαπούν , να τον τιμούν και να τον προσέχουν.

Αν γνώριζαν ποιος πραγματικά είμαι, έλεγε, αταπεινόλογα θα με αποστρέφονταν οι πάντες. Δεν νομίζω ότι ήταν φοβερά τα αμαρτήματά του, όμως έτσι αισθανόταν, γιατί ήταν αληθινά μετανοημένος ο μακάριος. Είχε ξεβοτανίσει καλά τον κήπο της καρδιάς του και είχε καλλιεργήσει ευώδη άνθη αρετών.

Κάθε φορά που ξεβοτανίζουμε κι εμείς τον κήπο της καρδιάς μας θα πρέπει να ‘μαστε ιδιαίτερα επιμελείς. Όχι απλά να θυμόμαστε τις αμαρτίες μας , για να τις εξομολογηθούμε τυπικά, αλλά να δούμε αν ακόμη τις αγαπάμε κι εύκολα θα τις ξαναδιαπράτταμε. Αξίζει να δούμε καλά πώς τις αφήσαμε να ριζώσουν και να θεριέψουν.

Λέγοντας αυτά εννοούμε μια βαθιά εσωτερική παρατήρηση. Να βρούμε το αυθεντικό μας πρόσωπο, την πραγματική μας ταυτότητα, τη μη επιζωγραφισμένη εικόνα μας. Να μην προσέχουμε το φαίνεσθαι αλλά το είναι. Δίχως προσωπείο, μάσκα, επιτήδευση, υποκρισία, ψευτοχαμόγελα, ψευτοευγένειες και ψευτοϋποχωρήσεις. Γενναία , ανυπόκριτα, ολοκληρωμένα, ατόφια, ακέραια και ντόμπρα πράγματα. Όχι μισοκακόμοιρα, μεσοβέζικα, πρόχειρα, επιπόλαια και ρηχά. Αξίζει να γνωρισθούμε και να συμφιλιωθούμε με τον πραγματικό εαυτό μας, ώστε αυτόν να μεταμορφώσουμε και όχι την εξωτερική του επιφάνεια , για να κάνουμε τους καλούς και να μας τιμούν…
Πηγή: «ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΩΥΣΕΩΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
παθοκτονία
πρόσκληση μετανοίας
σε καιρούς κρίσεως»
Εκδόσεις : Εν πλω

Ποιο είναι το μυστικό της ευχής «Κύριε Ιησού Χριστέ Ελέησόν με»;


Όλη η τέχνη είναι αυτή ακριβώς. Είτε περπατάς είτε κάθεσαι, είτε στέκεσαι, είτε εργάζεσαι, είτε βρίσκεσαι στην εκκλησία, άσε τη προσευχή αυτή να γλιστρήσει από τα χείλη σου “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με” με τη προσευχή αυτή στην καρδιά σου θα βρεις εσωτερική ειρήνη και γαλήνη σώματος και ψυχής ( Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ)
Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση. Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα. (Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)

Λέγε ακατάπαυστα την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” με τη γλώσσα και με τον νου. Όταν η γλώσσα κουράζεται ας αρχίζει ο νους. Και πάλιν όταν ο νους βαρύνεται, η γλώσσα . Μόνον να μην παύεις. Λοιπόν όταν ευχόμενος κρατάει τον νου του να μην φαντάζεται τίποτα, αλλά προσέχει μόνον στα λόγια της ευχής. (Γέρων Ιωσήφ)

Friday, 29 August 2014

Path to Salvation-A Brother and the Old Man

 Saint Maximus the Confessor.

I was recently moved by reading an article by Saint Maximus the Confessor. I was surprised at its clarity and simplicity, yet its completeness and elegance. I had always thought of Saint Maximus as one to avoid reading because he was so hard to grasp. What I found was the opposite. It will try and capture the essence of this article which is a dialogue between a brother and an old man.
 
It is titled “The Ascetic Life”.
He begins with a question asked by one of his spiritual children who asks,
“What was the purpose of the Lord’s becoming man?
Answer: Our salvation.
Question: How do you mean?
Answer: Man, made by God, disobeyed God in Paradise. He then was subject to death. From generation to generation he became more and more evil because of his dedication to his passions rather than to the commandments of God. God then sent His Son to take on flesh to show us the way to live according to His commandments. He promised man at this time that those who did follow Him would live in heaven forever. He also threatened man with eternal punishment if he did not obey. The Son suffered, was killed, but then resurrected showing that all those who struggle will find the path to eternal life in heaven.
Question: What are the commandments?
Answer: As the lord said, “Go, teach ye all nations, baptizing them in the name of the Father, Son, and Holy Spirit, teaching them to observe all things, whatsoever I have commanded you” (Matt 28:19).
Question: But Father, who can do all the commandments, there are so many of them?
Answer: He who imitates the Lord and follows in His footsteps.
Question: Who can imitate the Lord? He was God and I am a man, a sinner, enslaved by many passions.
Answer: The Lord tells us, “Behold I have given you the power to tread serpents and scorpions, and upon all the power of the enemy; and nothing shall hurt you. (Luke 10:19) Paul tells us, “They that are Christ’s have crucified their flesh.” (Gal 5:24) Christ says, “He that loves father or mother more than me, is not worthy of me” (Matt 10:37). “He that taketh not up his cross and followeth me, is not worthy of me” (Matt 10:38). And, “Every one that doth not renounce all that he possesseth cannot be my disciple” (Luke 14:33)
Question: But the Lord’s commands are so many , who can keep them all in mind in order to strive for them?
Answer: They are all summed up in one word. “Thou shalt love the Lord thy God with thy whole strength and with thy whole mind, and thy neighbor as thyself” (Mark 12:30). We need to separate from worldly things and passions to genuinely love either God or neighbor.
Question: What things do you mean?
Answer: Food, money, possessions, acclaim, relatives and the rest.
Question: But, didn’t God make these things and give them to us for our use?
Answer: Yes He did, and everything He made is good. Our error is that we prefer material and worldly things above the commandment of love. The Lord has said, “He that loves me will keep my commandments” (John 14:15)
Question: But, how can I love the person who hates me?
Answer: The Lord does not command the impossible when he says, “Love your enemies; do good to them that hate you” (Matt 5:44). It is because we are lovers of material things and pleasure, more than His commandments, that we are not able to love those who hate us.
Question: Look Father, I have given up everything, relatives, property, luxury, and acclaim but still I am not able to love one who hates me. What am I to do?
Answer: You cannot love your tormentor unless you know the purpose of the Lord.
Question: What is the Lord’s purpose?
Answer: The Lord knew the whole law rested on love (Matt 22:37-40). He therefore set out a life to demonstrate a life of love and claim victory over the devil and all his temptations. He tried to teach the Jews this way of love. But this only stirred up their hatred of Him. But He did not hate them who opposed him or who tried to kill him. Instead of hate He set forth love. After complete victory over the devil, He crowned Himself with the Resurrection all for our sake. His purpose was as a man to obey the Father until death keeping the commandment of love. In addition to his life we can also learn from the lives of His disciples. Remember what he said on the Cross, “Father, forgive them, since they know not what they do” (Luke 23:34).
Question: What you say is true, pray for me that I may have the strength to know perfectly the Lord’s and His Apostles’ purpose so I can be sober minded in time of temptations.
Answer: If you are always attentive to what I have told you you can have this awareness. You must remember that your brother is tempted in the same way you are.
Question: Tell me how to hold on to soberness.
Answer: Complete lack of concern for earthly things and continuous meditation on the divine Scriptures brings the soul to fear God. It is the fear of God that brings soberness.
Question: What should one do to devote one’s self continuously to God?
Answer: Be merciful and do good to one’s neighbor, be long suffering in this regard, endure all he inflicts. It is love that tames our anger.
Question: What is long suffering?
Answer: perseverance in adversity, endurance of evils, to abide to end of temptation, not to let anger out by chance, not to think anything that does not become a God fearing man. (Eccl 1:29) Many difficulties that we are given are part of our training. We should give thanks to God for everything He gives us like David, Job and his wife.
Question: Why do I lack compunction?
Answer: Because you have no fear of God and are complacent. Such people scorn the thought of the dreadful punishment of God that awaits us if we do not live with love. Maximus then give an extensive review of this punishment as recorded in Old Testament and New Testament. (Deut 32:22, 41; Isa 33:14, 50:11, 66:24; Jer 13:16, 5:21, 2:19-21, 15:17; Ezech 7:8; Dan 7:9, 7:13-15; Ps 61.12; Eccles 12:13; 2Cor 5:10; Rom 14:10; Jer 31:10; Matt 7:13, 25:41; Exod 20:13-15; Matt 5:20; Jer 9:1.) We must think about the defense we must have on that judgement day. Are not we all gluttonous? Are we all not lovers of pleasure? Are not we all desirous of material things? Are not we all nurturers of wrath? Are not we all revilers? Are we not fond of scoffing…. Are we not worse than the Jews who killed Christ? How can we be called sons of God? Do we show the fruits of the Spirit: charity, joy, peace, patience, benignity, goodness, faith, meekness, contingency (Gal 5:22). How can we be called Christians, who have nothing at all of Christ in us?

Maybe someone will say, I have faith and faith in Him is enough for my salvation. But James tells us, “The devils also believe and tremble; Faith without works is dead in itself (James 2:17; 2:19; 2:26). So also is works without Faith.
Those who truly believed Christ and made Him dwell within themselves spoke like this: “And I live, now not I; but Christ lives in me. And that I live now in the flesh: I live in the faith of the Son of God, who loved me, and delivered Himself for me (Gal 2:20). Christ clearly said, Love your enemies, do good to them that hate you. Bless them that curse you, and pray for them that treat you with despite (Luke 6:27).
Question: After hearing all this the brother is in tears saying, there is no hope of salvation for me.
Answer: the Lord said, “With men salvation is impossible; but with God all things are possible” (Matt 19:26) Isais said, “When you return and moan, then you will be saved” (Isa 30.15). The Lord says, “Do penance, for the kingdom of heaven is at hand” (Matt 4:17). Let us purify our hearts, let us weep for our sins, let us quite our vices, let us hear His threats, let us love one another with our whole heart. Let us master our passions.
We must rid ourselves of every bit of sinfulness from our hearts. “Let us then love one another and be loved by God; let us be patient with one another and He will be patient with our sins. Let us not render evil for evil, and we shall not receive our due for our sins.” (Maximus)
The Lord has told us as follows:
“Forgive, and you shall be forgiven” (Luke 6:37). If you will forgive men their offenses, your heavenly Father will forgive you also your offenses”(Matt 6:14). Blessed are the merciful, for they shall obtain mercy” (Matt5:7). “With what measure you mete, it shall be measured to you again” (Matt 7:2).
Our salvation is in our will’s grasp. Let us give ourselves totally to the Lord. Let us place all our hope in Him alone. Let us love every man sincerely, but put our hope in none. Let us truly do penance. Let us watch and be sober. Let’s emulate the Holy apostles and the saints imitating their combats., eagerness, preserve fence, patience, endurance, in long suffering, compassion, meekness, zeal, unfeignedness in love, sublimity in low lioness, plainness in poverty, kindness, clemency.

Reference: The Ascetic Life, Vol 21 Ancient Writers, pp 103-135

Source- http://orthodoxwayoflife.blogspot.hk/

Για τους δώδεκα αναχωρητές...


Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε και ζήτησαν να ομολογήσει ο καθένας όσα κατόρθωσε στο κελί του και ποια ήταν η πνευματική του άσκηση.
Ο πρώτος, ο μεγαλύτερος στην ηλικία, είπε:
«Αδελφοί, εγώ από τη στιγμή που άρχισα να ζω ησυχαστική ζωή σταύρωσα όλο τον εαυτό μου απέναντι στα εξωτερικά πράγματα, έχοντας στον νου μου αυτό που είναι γραμμένο:
Να σπάσουμε τους δεσμούς που μας συνδέουν μαζί τους και να ρίξουμε από πάνω μας τον ζυγό τους.
Έτσι, έκανα ένα τείχος ανάμεσα στην ψυχή μου και στα σωματικά πράγματα και αναλογίσθηκα ότι, όπως αυτός που είναι μέσα από το τείχος δεν βλέπει αυτόν που στέκεται έξω, με τον ίδιο τρόπο και σύ μη θελήσεις να βλέπεις τα πράγματα πού έχουν σχέση με τα έξω.
Αλλά να έχεις στραμμένη την προσοχή σου στον εαυτό σου, αναμένοντας κάθε μέρα με ελπίδα τον Θεό.
Έτσι θεωρώ τις πονηρές επιθυμίες φίδια και απόγονους από οχιές, και όταν τις αισθάνομαι να ξεφυτρώνουν στο νου μου, τις ξηραίνω με φοβέρες και οργή.
Ακόμη, δεν σταμάτησα ποτέ να τα βάζω με το σώμα μου και με την ψυχή μου, για να μην εκτραπούν σε τίποτε ανάρμοστο».
Ο δεύτερος είπε:
«Εγώ από τότε που αρνήθηκα τον κόσμο, είπα στον εαυτό μου:
Σήμερα αναγεννήθηκες, σήμερα άρχισες να δουλεύεις στον Θεό, σήμερα άρχισες να κατοικείς εδώ σαν ξένος.
Έτσι κάθε μέρα να αισθάνεσαι, σαν ένας ξένος και ότι αύριο θα φύγεις».
Ο τρίτος είπε:
«Εγώ από το πρωί ανεβαίνω στον Κύριό μου, και αφού τον προσκυνήσω, πέφτω με το πρόσωπο κάτω και εξομολογούμαι τα αμαρτήματά μου. Έπειτα κατεβαίνοντας προσκυνώ τους αγγέλους του και τους παρακαλώ να ικετέψουν τον Θεό για μένα και για ολόκληρη την κτίση.
Αφού το κάνω αυτό, κατεβαίνω στην άβυσσο και ό,τι κάνουν οι Ιουδαίοι, όταν πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα, πού σχίζουν τα ενδύματά τους και κλαίνε και πενθούν για τη συμφορά που βρήκε τους πατέρες τους, αυτό κάνω κι εγώ.
Περιπλανιέμαι στους τόπους της κόλασης, βλέπω τα δικά μου μέλη (δηλαδή τους εκεί άλλους χριστιανούς) να βασανίζονται και κλαίω μ΄αυτούς που κλαίνε».
Ο τέταρτος είπε:
«Εγώ έτσι νιώθω, σαν να κάθομαι με τον Κύριο και τους Αποστόλους του στο όρος των Ελαιών.
Είπα στον εαυτό μου: από δω και πέρα κανέναν συγγενή να μην ξέρεις, αλλά πάντοτε να βρίσκεσαι μ΄αυτούς, να τους αναζητάς και να μιμείσαι τον καλό τρόπο της ζωής τους, όπως η Μαρία που καθόταν κοντά στα πόδια του Κυρίου και άκουγε τα λόγια του:
«Να γίνετε άγιοι, γιατί εγώ είμαι άγιος.
Να γίνετε σπλαχνικοί και τέλειοι, όπως ο Πατέρας σας είναι τέλειος.
Να διδαχτείτε από μένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».
Ο πέμπτος είπε:
«Εγώ κάθε φορά βλέπω αγγέλους να ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν για την πρόσκληση των ψυχών.
Και πάντοτε, περιμένοντας το τέλος μου, λέω:
Είναι έτοιμη η καρδιά μου, Θεέ μου».
Ο έκτος είπε:
«Εγώ καθώς κάνω την πνευματική μου εργασία στο κελί, νομίζω ότι ακούω από τον Κύριο αυτά τα λόγια:
Να κοπιάστε για μένα κι εγώ θα σας αναπαύσω, ακόμη λίγο να αγωνιστείτε και θα σας δείξω τη σωτηρία και τη δόξα μου.
Αν με αγαπάτε, αν είσαστε παιδιά μου, σαν Πατέρα που παρακαλάει, να αισθανθείτε για μένα σεβασμό, αν είστε αδελφοί μου, να με σεβαστείτε όπως εκείνον που υπέμεινε πολλά για σας.
Αν είσαστε πρόβατά μου, να ακούστε τη φωνή του ποιμένα, αν είστε δούλοι μου, να ακολουθήσετε τα παθήματα του δεσπότη σας».
Ο έβδομος είπε:
«Εγώ αυτά τα τρία μελετώ συνεχώς και λέω αδιάκοπα στον εαυτό μου: πίστη, ελπίδα, αγάπη, για να χαίρομαι με την ελπίδα, να στηρίζομαι με την πίστη, και με την αγάπη να μη λυπήσω ποτέ κανένα».
Ο όγδοος είπε:
«Εγώ βλέπω τον διάβολο να πετάει ζητώντας ποιον να καταπιεί.
Όπου κι αν πάει, βλέπω με τα εσωτερικά μάτια, και αναφέρομαι ικετευτικά στον Δεσπότη μου Χριστό εναντίον του, ώστε να μείνει άπρακτος και να μην μπορέσει να κάνει τίποτε σε κανέναν, ιδίως σ΄αυτούς που φοβούνται τον Θεό».
Ο ένατος είπε:
«Εγώ όταν κάνω την πνευματική μου εργασία, βλέπω την εκκλησία των νοερών δυνάμεων κι ανάμεσά τους τον Κύριο της δόξας να λάμπει περισσότερο απ΄όλους.
Όταν με βρει ακηδία, ανεβαίνω στους ουρανούς και βλέπω την έξοχη ωραιότητα των αγγέλων κι ακούω τους ύμνους που ανυψώνουν ακατάπαυστα στον Θεό, καθώς και τη μελωδία τους.
Υψώνομαι με τους ήχους και τη φωνή και τη μουσικότητά τους, ώστε να νιώσω αυτό που είναι γραμμένο:
«Οι ουρανοί διηγούνται τη δόξα του Θεού» και όλα τα επίγεια τα θεωρώ στάχτη και σκουπίδια».
Ο δέκατος είπε:
«Εγώ πάντοτε βλέπω κοντά μου τον φύλακα άγγελό μου και προσέχω τον εαυτό μου, έχοντας στο μυαλό μου αυτό που έχει γραφεί:
«Έβλεπα μπροστά μου τον Κύριο πάντοτε, ότι στέκεται στα δεξιά μου, για να μην κλονισθώ από τη θέση μου».
Φοβούμαι λοιπόν αυτόν που παρακολουθεί την πορεία μου. Διότι τον βλέπω κάθε μέρα να ανεβαίνει στον Θεό και να παρουσιάζει τα έργα και τα λόγια μου».
Ο ενδέκατος είπε:
«Εγώ προσωποποίησα τις αρετές, όπως π.χ. την εγκράτεια, τη σωφροσύνη, τη μακροθυμία, την αγάπη κι έστησα τον εαυτό μου ανάμεσά τους ώστε να με περικυκλώσουν αυτές.
Κι όπου κι αν πάω, λέω στον εαυτό μου:
«Πού είναι οι παιδαγωγοί σου;
Μην αδιαφορήσεις, μην ακηδιάσεις, αφού παντοτινά αυτές τις έχεις δίπλα σου, όποια αρετή θέλεις κοντά σου είναι, και καλά λόγια θα πουν στον Θεό για σένα, ότι δηλαδή βρήκαν σε σένα ανάπαυση».

Ο δωδέκατος είπε:

«Εσείς, Πατέρες, έχοντας φτερούγες από τον ουρανό, αποκτήσατε ουράνια ζωή. Κι αυτό καθόλου παράξενο δεν είναι, σας βλέπω να στέκεστε ψηλά λόγω των έργων σας και να επιδιώκετε τα ουράνια.
Με δύναμη μάλιστα μετακινείστε απ΄τη γη εσείς που αποξενωθήκατε εντελώς απ΄αυτήν.
Πώς να σας ονομάσω; Επίγειους αγγέλους ή ουράνιους ανθρώπους;
Εγώ κρίνοντας τον εαυτό μου τόσο ανάξιο ακόμη και να ζει, βλέπω μπροστά μου τις αμαρτίες μου.
Όπου κι αν πάω, όπου κι αν στραφώ τις βλέπω να προχωρούν πρίν από μένα.
Στα καταχθόνια καταδίκασα τον εαυτό μου.
Λέω «Θα είμαι μαζί μ΄αυτούς που μου αξίζει. Μ΄αυτούς ύστερα από λίγο θα με κατατάξουν».
Βλέπω εκεί θρηνητικές κραυγές και δάκρυα, που δεν σταματούν ποτέ και είναι ανεκδιήγητα.
Βλέπω κάποιους να τρίζουν τα δόντια και να πηδούν μ΄όλο τους το σώμα και να τρέμουν απ΄το κεφάλι μέχρι τα πόδια.
Πέφτω με το πρόσωπο κάτω και ρίχνοντας στάχτη στο κεφάλι μου ικετεύω τον Θεό να μη δοκιμάσω εκείνες τις συμφορές.
Βλέπω και μια θάλασσα από φωτιά να παφλάζει και να φυσομανάει εδώ κι εκεί και να βρυχιέται, σε σημείο πού να νομίζει κανείς ότι τα κύματα της φωτιάς φτάνουν μέχρι τον ουρανό.
Και μέσ΄στη φοβερή αυτή θάλασσα αμέτρητους ανθρώπους ριγμένους από άγριους αγγέλους, και όλοι μαζί εκείνοι οι άνθρωποι με μια φωνή να βγάζουν δυνατές κραυγές και να κράζουν με ισχυρούς θρήνους και φωνές τέτοιες, πού κανείς δεν έχει ακούσει.
Σαν ξερά χόρτα όλοι να καίγονται, και οι οικτιρμοί του Θεού να φεύγουν μακριά απ΄αυτούς, για τις αμαρτίες τους.
Τότε θρηνώ το γένος των ανθρώπων, πώς τολμά να μιλήσει ή να δίνει την προσοχή του σε κάτι εφήμερο, αφού τόσο μεγάλα κακά περιμένουν τον κόσμο.
Με τέτοιους λογισμούς κρατώ το πένθος στην καρδιά μου, κρίνοντας τον εαυτό μου ανάξιο για τον ουρανό και τη γη, και πραγματοποιείται σε μένα ο λόγος της Γραφής: Τα δάκρυά μου έγιναν για μένα ψωμί μέρα και νύχτα». Αυτά είναι τα κατορθώματα των σοφών και πνευματικών Πατέρων.
Μακάρι κι εμείς να δείξουμε στους άλλους μια ζωή άξια να την θυμούνται, για να ευχαριστήσουμε τον Δεσπότη μας Χριστό, αφού γίνουμε τέλειοι και αψεγάδιαστοι.

ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΘΕΟ Η ΔΟΞΑ!!!
Από το μεγάλο Γεροντικό

Thursday, 28 August 2014

Ἐγκώμιο στήν ἀποκεφάλιση τοῦ μεγάλου Προδρόμου


Ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου
α. -Λαμπρή καί θεοχαρμόσυνη εἶναι, εὐσεβεῖς χριστιανοί, ἡ πανήγυρη πού μᾶς συγκέντρωσε σήμερα γιά νά γιορτάσουμε πνευματικά. Πολύ σωστά χαρακτηρίζεται λαμπρή, γιατί φεγγοβολάει καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό ὄνομα ἐκείνου πού σήμερα τιμᾶμε, ἐπειδή αὐτός καί εἶναι καί ὀνομάζεται λυχνάρι τοῦ φωτός. Δέν εἶναι βέβαια λυχνάρι πού μᾶς περιλούζει μέ ὑλικό φῶς, γιατί τότε δέν θά ἦταν διαρκής καί ἀδιάκοπη ἡ λάμψη του καί θά χανόταν κάθε φορά πού θά ’μπαινε μπροστά του κάποιο ἐμπόδιο. Ἀλλ’ εἶναι φῶς πού δείχνει τήν ἀστραφτερή λαμπρότητα τῆς θείας χάριτος στά κατάβαθα τῆς καρδιᾶς ἐκείνων πού ἔχουν συγκεντρωθεῖ γιά νά γιορτάσουν τή μνήμη του καί ἀνεβάζει τό νοῦ στό νά στοχάζεται τά παθήματα τοῦ δικαίου ἄνδρα, ὥστε βλέποντας μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τό μακάριο ἐκεῖνο μαρτύριο, νά γεμίσουμε μέ πνευματική εὐφροσύνη.


Σέ καμία περίπτωσι βέβαια, ἡ θέα τοῦ χυμένου καταγῆς αἵματος κάποιου ἄλλου ἀποκεφαλισμένου ἀνθρώπου, δέν θά ’φερνε εὐχαρίστηση. Οὔτε τό ἄκουσμα μιᾶς τέτοιας εἴδησης θά προκαλοῦσε σεβασμό στή μνήμη τοῦ ἀποθαμένου. Γιατί πῶς θά μποροῦσε ὁ ἄνθρωπος, πού ἀπό φυσικοῦ του ἀγαπάει τή ζωή, νά χαρεῖ μία αἱμορραγία πού ὁδηγεῖ στό θάνατο; Ἀντίθετα, πολύ περισσότερο, τό θέαμα αὐτό θά τόν ὁδηγοῦσε σέ ἀπέχθεια, οἶκτο καί κακολογία τῆς πράξεως, ἐκτός ἄν παραλογιζόταν καί ἀποθηριωνόταν, μή μπορώντας νά ἀντιδράσει λογικά σ’ αὐτά πού βλέπει, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν τά διάφορα ζῶα πού δέν ἔχουν λογική. Χαίρονται δηλαδή, κακαρίζουν καί χοροπηδᾶνε οἱ πετεινοί ὅταν βλέπουν νά σφάζουν ἕνα ἄλλο κοκόρι, ἀπολαμβάνοντας μόνο τό θέαμα, χωρίς νά σκέπτονται ὅτι τούς περιμένει καί αὐτούς τό ἴδιο πάθημα. Χαίρονται ὅμως τά μάτια μας νά βλέπουν τό αἷμα κάθε ἁγίου, εὐφραίνονται τ’ ἀφτιά μας ν’ ἀκοῦν τά σωτήρια μηνύματά του καί τά χείλη μας τό προσκυνοῦν. Γιατί ἡ ἀφαίρεσή του χαρίζει τέλεια συμμετοχή στήν ἀθάνατη καί ἀληθινή ζωή. Δέν ἐννοῶ βέβαια μόνο τή σταγόνα τοῦ αἵματος, ἀλλά καί ὁτιδήποτε ἀπό τά ἅγια μέλη του -ἤ μιά τρίχα καί καθετί πού φοροῦσε ἤ ἔπιαναν τά χέρια του- εἶναι περιζήτητο καί πολύτιμο γιά κεῖνον πού ἔχει ἀποφασίσει νά πιστεύει καί νά λατρεύει σωστά τόν Θεό. Γι’ αὐτό ἐκεῖνος πού ἔχει κάτι τέτοιο στό σπίτι του ἤ στήν ἐκκλησία -δηλαδή τό ὁλόκληρο λείψανο ἤ ἕνα μέρος του, ἀκόμα καί τό ἐλάχιστο κομματάκι- τό θεωρεῖ ἰδιαίτερη τιμή καί καυχιέται γι’ αὐτό, σάν νά ’χει θησαυρό πού ὑποβοηθάει τόν ἁγιασμό του καί ἐξασφαλίζει τή σωτηρία του. Ἔτσι προσέρχεται μέ πολλή εὐλάβεια στή λειψανοθήκη μέ τήν ἱερή σκόνη καί ἐγγίζει μέ δέος τά ἀνέγγιχτα, λόγω τῆς ἱερότητάς τους, ἱερά λείψανα.

β. – Τέτοιο εἶναι γιά μᾶς τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ, ἄν καί γιά τούς γονεῖς του ὑπῆρξε αἰτία τοῦ πιό παραδόξου καί τοῦ πιό πονεμένου θρήνου. Πῶς μποροῦσαν νά μήν καταπλαγοῦν μέ τό σφάξιμο τοῦ παιδιοῦ τους -ἀφοῦ μέχρι τότε δέν εἶχαν ἀντικρύσει νεκρό- νά μή θρηνήσουν, νά μήν ξεσπάσουν σέ γοερές κραυγές, βλέποντάς το ἔτσι ξαφνικά ριγμένο καταγῆς, βουτηγμένο στά αἵματα, νεκρό ἀπό τό φονικό μαχαίρι τοῦ ἀδελφοῦ του;
Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ δικαίου προφήτη Ἀμώς, τόν ὁποῖο, ἀφοῦ πρῶτα ξυλοκόπησε ἄγρια ὁ βασιλιάς Ἀμασίας, τόν θανάτωσε μέ ξίφος. Ἐπειδή τόν κτυποῦσαν σάν βόλια οἱ προφητεῖες του, τόν χτύπησε καί αὐτός στό κεφάλι μέ ρόπαλο καί τόν παρέδωσε στό θάνατο.

Τέτοιο εἶναι τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Μιχαία τόν ὁποῖο γκρεμίζοντας σκότωσε ὁ Ἰωράμ, ὁ γιός τοῦ Ἀχαάβ, ἐπειδή κήρυττε μέ παρρησία τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τόν ἔλεγχε, ὅπως λέει ἡ Ἁγ. Γραφή, γιά τίς ἀσέβειες τῶν προγόνων του.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πού τόν ἔκοψε μέ πριόνι στά δυό ὁ Μανασσῆς, ὁ ὁποῖος εἶχε παρασύρει στήν εἰδωλολατρεία τόν ἐπιπόλαιο καί εὐμετάβλητο Ἰσραηλιτικό λαό -πού ἀλλαξοπιστοῦσε τόσο εὔκολα- γιατί δέν ὑπέφερε νά ἀκούει τά ὅσα τοῦ φανέρωνε ὁ προφήτης.

Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ γενναίου Ἐλεάζαρ, τῶν ἑπτά παίδωνκαί τῆς θεοφοβούμενης μητέρας τους, πού ἔχυσε ὁ Ἀντίοχος, μετά ἀπό πολλά βασανιστήρια, γιατί δέν ἀνέχθηκε τή σθεναρή ἀντίσταση πού τοῦ πρόβαλαν οἱ ἀήττητοι γιά χάρη τῆς τηρήσεως τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ καί πού τούς βρῆκε ὁ θάνατος μέ τέλεια καί ἀκέραιη τήν πίστη τους.
Τέτοιο ἦταν τό ἅγιο αἷμα τοῦ προφήτη Ζαχαρία, πού ἔχυσε μπροστά στό θυσιαστήριο τό μαχαίρι τῆς ἀφηνιασμένης ὠμότητας τῶν Ἰουδαίων, ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν τό ἄκουσμα τῶν προφητικῶν ἀποκαλύψεων.

Τί χρειάζεται νά πῶ περισσότερα ἀπό τό νά ἀναφέρω γενικά ὅλων τῶν ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων καί τῶν προφητῶν τό ἅγιο αἷμα, τό ὁποῖο μέ πολλούς τρόπους ἔχυσαν διάφοροι αἱματοβαμμένοι δολοφόνοι καί πού τώρα κυκλώνει τή γῆ σάν πλούσιος ποταμός καί σβήνει τήν ἀσέβεια;
γ. – Τέτοιο ἦταν καί τό ἅγιο αἷμα τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστῆ τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ὁποῖο μιλᾶμε σήμερα καί τό ὁποῖο ἔχυσε ἀπό τόν ἱερό του τράχηλο σάν πολύτιμο μύρο πού εὐωδιάζει τήν οἰκουμένη. Τό αἷμα αὐτό δέν τό ἔφτιαξε ἡ ἡδονική πολυφαγία, οὔτε τό κρασί, οὔτε κάποια ἀπό τίς ἄλλες τροφές πού συνήθως παχαίνουν καί εὐχαριστοῦν τούς λαίμαργους.

Ἀλλά τό δημιούργησε ἡ Χάρη τῆς ἐγκράτειας, πού ὁ Ἅγιος τήν ἀσκοῦσε ἀπό τά σπάργανά του μέχρι τό μαρτυρικό του τέλος. Καί ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, ὁ Ἰωάννης, πού οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἔπινε… (Ματθ. 11, 18-19).
Τό αἷμα αὐτό χύθηκε πρίν ἀπό τό αἷμα τοῦ Δεσποτικοῦ καί ἀθανάτου ποτηρίου. Γιατί ἔπρεπε ὁ Πρόδρομος τοῦ Φωτός, πού μέ τό λαμπρό ἐρχομό του ἀπό στείρα μάνα φώτισε ὅσους βρίσκονταν πάνω στή γῆ, νά γίνει ἀκτινοβόλος κήρυκας καί σ’ αὐτούς πού ἦταν κάτω ἀπό αὐτήν, δηλαδή στόν Ἅδη.
Τό αἷμα αὐτό ἔχει παρρησία ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορα Κυρίου, περισσότερο ἀπ’ ὅτι εἶχε τό αἷμα τοῦ δικαίου Ἄβελ. Γιατί κάθε ἔργο περιέχει μέσα του μιά μυστική φωνή πού δέν παράγεται ἀπό ἠχητικά ὄργανα, ἀλλά πού γίνεται φανερή ἀπό τή δύναμι πού ἔχει βάλει μέσα σ’ αὐτό ὁ ποιητής τοῦ ἔργου.

Τό αἷμα αὐτό εἶναι πιό ἀξιοσέβαστο ἀπό τό αἷμα τῶν Πατριαρχῶν (Ἀβραάμ, Ἰσαάκ, κ.τ.λ.), πιό πολύτιμο ἀπό τό αἷμα τῶν προφητῶν καί πιό ἁγιασμένο ἀπό τό αἷμα ὅλων τῶν δικαίων. Γιατί εἶναι πιό ὑπέροχο καί ἀπό αὐτό ἀκόμα τό αἷμα τῶν Ἀποστόλων καί πιό ἔνδοξο καί ἀπό τό αἷμα τῶν μαρτύρων. Καί αὐτά τά λόγια δέν εἶναι δικά μου, ἀλλά εἶναι λόγια τοῦ Μεγάλου Λόγου, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει δώσει τή σχετική μαρτυρία γιά τόν Τίμιο Πρόδρομο.
Εἶναι αἷμα πού στολίζει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πιό ὄμορφα ἀπό κάθε στολισμό πού θά τῆς γινόταν μέ πολύχρωμα καί σπάνια λουλούδια. Χύθηκε γιά τήν δικαιοσύνη στό τέλος τῆς ἐποχῆς πού ἴσχυε ὁ παλαιός νόμος καί ἔγινε λούλουδο πού παραστέκει στήν εἴσοδο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ.

δ. – Ἀλλά ἄς συνεχίσουμε τώρα νά ποῦμε, μέ βάση τά ἱερά Εὐαγγέλια, πῶς αὐτό τό αἷμα χύθηκε, ἀπό ποιόν καί γιά ποιά ὑπόθεση. Ὁ Ἡρώδης λοιπόν, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ξσυνέλαβε τόν Ἰωάννη, τόν ἔδεσε καί τόν φυλάκισε, ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας, τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του Φιλίππου. Γιατί ὁ Ἰωάννης τοῦ ἔλεγε: Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μέ αὐτήν. Ἤθελε τότε λοιπόν νά τόν θανατώσει, ἀλλά φοβήθηκε τό λαό, γιατί ὅλοι θεωροῦσαν τόν Ἰωάννη προφήτη (Ματθ. 14,3-5).

Ἄς ἐξετάσουμε πρῶτα ποιός ἦταν αὐτός ὁ Ἡρώδης, γιατί ἡ συνωνυμία συγχέει τά πράγματα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει νά ἀναφερόμαστε στό σωστό πρόσωπο. Πρόκειται γιά τόν Ἡρώδη τόν τετράρχη. Γιατί ὁ πατέρας του Ἡρώδης, ὁ φονιάς τῶν νηπίων, εἶχε πρό πολλοῦ πεθάνει.
Γιατί ὅμως τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης; Γιατί ἔδιωξε τή νόμιμη γυναίκα του, τήν κόρη τοῦ βασιλιά Ἀρέτα, καί συζοῦσε παράνομα μέ τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου. Θά μποροῦσε βέβαια νά τήν παντρευτεῖ νόμιμα στήν περίπτωση πού αὐτή δέν εἶχε παιδιά ἀπό τόν ἀδερφό του, ὥστε νά τοῦ χαρίσει κληρονόμους, ὅπως ὅριζε ὁ Μωσαϊκός νόμος. Ἀλλά ἀφοῦ δέν ἦταν ἄτεκνη δέν μποροῦσε. Εἶχε μιά κόρη πού ὀνομαζόταν καί αὐτή Ἡρωδιάδα, τό γέννημα τῆς ὀχιᾶς, τό διαβολικό ὄργανο τῆς ἀπώλειας τῆς ψυχῆς της. Γιά αὐτό λοιπόν δίκαια τόν ἔλεγχε ὁ Ἰωάννης. Ὁ ἔλεγχος ὅμως δέν ἦταν ὑβριστικός καί δέν γινόταν γιά νά τραυματίσει τήν ψυχή καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἡρώδη, ἀλλά ἦταν ὑπόμνηση, πού εἶχε σκοπό τή θεραπεία.

Τί τοῦ ἔλεγε λοιπόν τοῦ Ἡρώδη; Δέν ἐπιτρέπεται νά συζεῖς μ αὐτήν. Τοῦ θυμίζει τή θεία νομοθεσία σάν νά τοῦ λέει: “Κύτταξε καί μάθε τί σοῦ παραγγέλλει ὁ Νόμος: Ἄν μένουν μαζί δυό ἀδερφοί καί πεθάνει ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς, χωρίς νά ἔχει ἀποκτήσει παιδιά, δέν ἐπιτρέπεται ἡ χήρα νά παντρευτεῖ ξένο ἄνθρωπο. Θά τήν παντρευτεῖ ὁ ἀδερφός τοῦ πεθαμένου συζύγου της καί τό παιδί πού θά γεννηθεῖ θά πάρει τό ὄνομα τοῦ πεθαμένου καί ἔτσι δέν θά χαθεῖ μέσα ἀπό τό Ἰσραήλ τό ὄνομά του(Δευτ. 15,5). Αὐτά σοῦ λέει ὁ νόμος. Ἐσύ ὅμως πῆρες τή γυναίκα τοῦ ἀδερφοῦ σου πού ἔχει παιδί. Νά μήν παραβεῖς λοιπόν τόν ὅρο πού ἔβαλε ὁ νομοθέτης. Οὔτε τή βασιλική σου πορφύρα νά μολύνεις μέ ἀνεπίτρεπτη αἱμομιξία. Οὔτε πάλι νά φανεῖς αἴτιος παρανομίας ἐσύ πού πρέπει νά δίνεις στούς ὑπηκόους σου τό παράδειγμα τῆς πρόθυμης καί εὐχάριστης ὑποταγῆς στούς νόμους. Καί ἄν πέσεις σ’ αὐτό τό λάθος θά τιμωρηθεῖς, γιατί τιμωροῦνται πολύ πιό αὐστηρά ὅσοι βρίσκονται σέ μεγάλα ἀξιώματα.

ε’. – Αὐτός ὅμως ἐπειδή, μόλις πῆρε τήν ἐξουσία, ξέχασε ὅτι ὑπάρχει Θεός, ὀργίστηκε, ἄναψε ἀπό θυμό καί δέν δέχθηκε τόν ἔλεγχο. Δέν μιμήθηκε τό Δαυίδ, ὁ Ὁποῖος τότε πού ἐλέγχθηκε ἀπό τόν προφήτη Νάθαν γιά τό ἁμάρτημα τῆς μοιχείας, εἶπε ἐκεῖνο τό χαρακτηριστικό: «Ἔχω ἁμαρτήσει ἐνώπιον τοῦ Κυρίου» (Β’ Βασ. 12-13). Καί ὁ Κύριος γιά τήν ταπείνωσή του τοῦ συγχώρεσε τό ἁμάρτημα. Ἀντίθετα, ὁ Ἡρώδης ἀφοῦ συνέλαβε τόν Ἰωάννη τόν ἔδεσε καί τόν ἔριξε στή φυλακή (Ματθ. 14,3). Συνέλαβε ἐκεῖνον πού ζοῦσε τήν ὕψιστη ἐλευθερία μέ τήν ἅγια ζωή του, αὐτός πού ἦταν αἰχμαλωτισμένος στό πάθος τῆς ἀσέλγειας. Ἔβαλε δεσμά σ’ ἐκεῖνον πού ἦταν ἀπελευθερωμένος ἀπό ὅλα, ζώντας ἔξω ἀπό κάθε ἐμπαθή σχέση, αὐτός πού ἦταν δεμένος μέ τά μαγικά δεσμά τῆς ἀκολασίας. Ἔβαλε στή φυλακή τόν φύλακα καί κήρυκα τῆς Ἐκκλησίας, αὐτός πού στήν πράξη ἦταν βουτηγμένος στήν ἀκαθαρσία. Ἐξαιτίας τῆς Ἡρωδιάδας τῆς γυναίκας τοῦ ἀδερφοῦ του τοῦ Φιλίππου (Ματθ. 14,9). Γιά τήν Ἡρωδιάδα, πού ἦταν ὅμοια στό ἦθος μέ τή Δαλιδά, πραγματικό ὄργανο τοῦ διαβόλου. Γιατί αὐτή παρότρυνε αὐτόν πού μοιραζόταν μαζί του τό κρεββάτι -καλύτερα θά λέγαμε τόν παράνομο ἔρωτα- νά μανιάσει κατά τοῦ Ἰωάννη. Δέν μπορῶ, τοῦ λέει, βασίλισσα ἐγώ, νά γελοιοποιοῦμαι ἀπό τό γιό τοῦ Ζαχαρία. Φυλάκισε τή γλώσσα πού μοῦ τσακίζει τά κόκκαλα. Μαχαίρωσε ἀμέσως αὐτόν πού τά λόγια του σάν βέλη μοῦ πληγώνουν τήν ψυχή. Κι ἐνῶ ἤθελε νά τόν θανατώσει, δέν τό ἔκανε, γιατί φοβότανε τό λαό, πού θεωροῦσε καί σεβόταν τόν Ἰωάννη ὡς προφήτη (Ματθ. 14,5). Γιατί δέν μποροῦν οἱ κυβερνῆτες, ὅταν θέλουν νά κάνουν κάτι παράνομο νά τό ἐπιτελέσουν ἀμέσως μόλις τό ἐπιθυμήσουν γιά δυό λόγους: Πρῶτον γιατί ντρέπονται καί φοβοῦνται τούς ὑπηκόους τους, καί δεύτερον γιατί περιμένουν μέχρι νά βροῦν τήν κατάλληλη περίσταση γιά νά κάνουν ἀκίνδυνα πράξη τό μίσος τῆς ψυχῆς τους.
στ – Ἐνῶ λοιπόν γιορτάζανε τά γενέθλια τοῦ Ἡρώδη, βγῆκε στή μέση καί χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας.Ἄρεσε πολύ στόν Ἡρώδη, γι αὐτό καί ὁ Ἡρώδης ὁρκίστηκε νά τῆς χαρίσει, ὅ, τι τοῦ ζητήσει (Ματθ. 14,6).

Τήν ἡμέρα πού ἔπρεπε νά δοξάσει τό Θεό γιατί τόν ἔφερε στό φῶς αὐτῆς τῆς ζωῆς, τότε προτίμησε τά ἔργα τοῦ σκότους. Αὐτή ἡ ἡμέρα ἦταν ἀφορμή γιά πνευματική εὐφροσύνη καί ὄχι γιά χορούς καί μάλιστα γυναικείους μπροστά σέ ἄνδρες. Τί γεννήθηκε ἀπ’ αὐτόν τό χορό; Ὁ ὅρκος. Καί ἀπ’ αὐτόν; Ὁ φόνος. Ξερίζωσε τήν κακία καί δέν θά βλαστήσει ἀνομία. Ἄν ὅμως ριζώσει ἡ κακία, ἀσφαλῶς θά καρπίσει, δηλαδή θά φθάσει μέχρι τήν πράξη. Χόρεψε ἡ κόρη τῆς Ἡρωδιάδας στή μέση τῶν καλεσμένων καί ἄρεσε στόν Ἡρώδη. Τί ἄλλο θά μάθαινε ἀπό τή μάνα της ἡ πορνοδασκαλεμένη κόρη, παρά τό νά χορεύει προκλητικά, καί νά ’ναι τόσο ἀσκημένη στό χορό ὥστε νά ἀρέσει πολύ στόν Ἡρώδη; Γι’ αὐτό καί ἐκεῖνος τῆς ὑποσχέθηκε μέ ὅρκο ὅτι θά τῆς ἔδινε ὅ, τι τοῦ ζητοῦσε. Τόσο ἀπερίσκεπτα τρέχει ἡ γλώσσα αὐτῶν πού ἔχουν ξωκείλει στά πάθη τῆς ἀτιμίας, ὥστε ξεστομίζουν ἐναντίον ὁποιουδήποτε, χωρίς σκέψη, ὅ, τι τούς ἔρθει στό μυαλό. Αὐτή, δασκαλεμένη ἀπό τή μάνα της, πέτυχε τόν ἀποτρόπαιο ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη, πού ἀπό καιρό πάσχιζε νά πετύχει ἡ φιδογέννα Ἡρωδιάδα. Καί ὅπως φαντάζομαι θά εἶπε, ἀφοῦ πρῶτα καλόπιασε τήν κόρη της: Νά παιδάκι μου, ἡ εὐκαιρία πού ζητάγαμε. Κατάφερες μέ τά πόδια σου νά μοῦ προσφέρεις ἐκεῖνο πού ποθοῦσα. Σταμάτησες τόν πόνο μου μέ τό περίτεχνο τραγούδι σου. Ἄς θάψουμε στή γῆ αὐτόν πού μᾶς ἐλέγχει. Πήγαινε γρήγορα νά πεῖς στόν Ἡρώδη: Δῶσε μου τώρα ἀμέσως, στό πιάτο, τό κεφάλι τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ (Ματθ. 14,8).
Ὤ παθιασμένη καί φονική ἀπαίτηση! Ἐνῶ δέν εἶχε κάν τό δικαίωμα νά σκεπτεται καί νά ἀπολαμβάνει τό φονικό θέαμα ξεπέρασε κάθε ἄλλον σέ σκληρότητα.Ὤ μανιασμένη φόνισσα! Δέν ἀρκέστηκες μόνο στήν καρατόμηση ἀλλά διαπραγματεύτηκες νά σοῦ φέρουν τήν ἅγια κεφαλή σέ πιατέλα. Ὤ ἀνόσια καί ἀκόλαστη! Ἡ θηριωδία σου ξεπερνάει καί τήν αἱμοχαρή Ἰεζάβελ.

ζ’.-.Λυπήθηκε, λέει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὁ βασιλιάς. Ἐπειδή ὅμως εἶχε ὁρκιστεῖ καί εἶχε ὑποσχεθεῖ μπροστά στούς καλεσμένους, ἔδωσε ἐντολή νά τῆς δοθεῖ ἡ κεφαλή. Ἔστειλε τότε στή φυλακή καί ἀποκεφάλισε τόν Ἰωάννη. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή πάνω στήν πιατέλα καί τήν πρόσφεραν στήν κόρη καί αὐτή στή μάνα της (Ματθ. 14,11).
Ὤ κακό τέλος διαβολικῆς προετοιμασίας! Ποιός ἔμπηξε τό θανατερό ξίφος στήν ἱερή Κεφαλή; Ἕνας ἄνομος ὑπηρέτης, πού σάν ἄλλος Δωήκ δέν μιμήθηκε ἐκείνους τούς Ἰουδαίους οἱ ὁποῖοι μέ φρόνηση καί ἀνδρεία ἀντιστάθηκαν στόν βασιλιά Σαούλ, τότε πού τούς διέταξε νά φονέψουν τούς προφήτες τοῦ Θεοῦ. Καί ἔφεραν τήν κεφαλή τοῦ Ἰωάννη πάνω στήν πιατέλα…

Τί νά τό ὀνομάσουμε αὐτό τό φαγοπότι, συμπόσιο ἤ φονευτήριο; Τί νά ἀποκαλέσουμε τούς κρασοκυβέρνητους προσκαλεσμένους,ὁμοτράπεζους ἤ αἱματοβαμμένους;

Ὤ πρωτόγνωρο θέαμα! Ὤ ἁμαρτωλό ὅραμα! Ἀπό τό ἕνα μέρος προσφέρονταν κοτόπουλα καί ἀπό τό ἄλλο φέρνανε τό προφητικό κεφάλι. Ἀπό τή μιά μεριά κερνοῦσαν πλούσια καθαρό κρασί καί ἀπό τήν ἄλλη ἔρεε μέ ὁρμή τοῦ δικαίου τό αἷμα.Ὤ πόσο φοβερό εἶναι νά τό πῶ καί πόσο φρικτό νά τό ἐκφράσω!
Καί τό δωσαν στό κορίτσι καί τό πῆγε στή μάνα του . Ἀλίμονο! Πόσο τρομερή ἀλλοκοτιά! Χαρίστηκε ἡ ἀτίμητη κεφαλή γιά μιά ἄτιμη πράξη, στήν καταραμένη καί βέβηλη, ἡ ἁγνή καί ἀνέγγιχτη καί ἀπ’ τούς ἀγγέλους ἀξιοσέβαστη Κεφαλή. Καί τήν ἔδωσε στήν μάνα της σάν νά τῆς πρσφερε καλομαγειρεμένο φαγητό σέ κείνη πού ὀργιαστικά σκηνοθέτησε τό θάνατο, σά νά τῆς ἔλεγε: Φάε, μανούλα μου, κρέας ἀπό τίς σάρκες ἐκείνου μού ἔζησε στή γῆ σάν ἄσαρκος. Πιέ αἷμα ἀπό τόν νηστευτή. Τώρα πιά κλείσαμε μιά γιά πάντα τό στόμα ἐκείνου πού μᾶς ἔλεγχε.
η’. -.Καί ἦρθαν οἱ μαθητές του, συνεχίζει τό ἱερό Εὐαγγέλιο, πῆραν τό σῶμα του καί τό ἔθαψαν (Ματθ. 14,13). Πρόσεξε ἐσύ πού ἀγαπᾶς τήν ἱστορία, πῶς εἰκονίζεται ὁ ἐνταφιασμός τοῦ δικαίου καί ἀποστόμωσε τούς ἐχθρούς τῶν ἁγίων εἰκόνων σάν ἐχθρούς τῆς Ἀλήθειας. Βάλε καλά στό νοῦ σου τήν ἱστορία καί βγάλε ὠφέλιμο συμπέρασμα. Πῶς παίρνουν τό δεμένο μέ βαριές ἁλυσίδες ἅγιο ἀπό τήν φυλακή. Πῶς ὁ δήμιος σηκώνει σάν ἄγριο θηρίο τό ξίφος ἐνάντια τῆς ἱερῆς Κεφαλῆς. Πῶς μετά τόν ἀποκεφαλισμό προσφέρεται ἡ μυρόβλητη Κεφαλή στήν ἔξαλλη Ἡρωδιάδα. Πῶς ἀκόμα θάβεται τό ἱερό σῶμα ἀπό τά χέρια τῶν μαθητῶν του, πού ὁλόγυρα παραστέκουν δακρυσμένοι μέ πόνο πού σκίζει τήν ψυχή τους. Πῶς ἄλλος ἀγκαλιάζει τά πόδια τοῦ Ἁγίου, ἄλλος πασχίζει νά συνταιριάσει τήν ἅγια Κεφαλή στό ἀκίνητο σῶμα καί ἄλλος θυμιάζοντας ψέλνει ἐπικήδειες ὑμνωδίες.
Τώρα βρίσκομαι ἐκεῖ μέ τό νοῦ, ἀκροατές μου, καί βλέπω τήν ταφή τοῦ δικαίου νά γίνεται μέσα σέ ἀτμόσφαιρα εἰρήνης, ὅπως ἀναφέρεται στόν Προφήτη Ἡσαΐα (Ἡσ.57,2). Ὁραματίζομαι τό ἀγγελικό ἐκεῖνο πρόσωπο πού ἔδυσαν τά μάτια του σάν δύο ἥλιοι λαμπεροί καί πού μέσα σ’ αὐτά εἶχε ἀποτυπωθεῖ ὅλη ἡ ψυχική του ὀμορφιά. Χωρίς τήν πρόσκαιρη καί ἐπίγεια τούτη πνοή, ἀλλά γεμάτο ἀπό τήν μοσχομύριστη εὐωδιά τῆς θείας Χάρης.

Ἀσπάζομαι τά ἱερά ἐκεῖνα χέρια, πού ἁμαρτία δέν ἀγγίξανε καί πού μέ τό δάκτυλό τους ἔδειξαν στούς ἀνθρώπους τόν Χριστό, πού σήκωσε ἐπάνω Του τήν ἁμαρτία ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Προσκυνῶ ἐκεῖνα τά ὡραῖα πόδια, πού εὐαγγελίστηκαν τά ἀγαθά στούς ἀνθρώπους καί μέ τά ὁποῖα προετοιμάστηκε ἡ ὁδός τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. Φέρτε νά προσκυνήσω καί τήν τίμια ἁλυσίδα μέ τήν ὁποῖα δέθηκε ὁ πιό πολύτιμος καί ἀγγελόμορφος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Φέρτε καί τή σεβάσμια πιατέλα ὅπου τοποθετήθηκε ἡ πολυσέβαστη καί ἀπ’ ὅλα τά χρυσάφια ἀκριβότερη Κεφαλή. Ἀκόμα ἄν ἔβρισκα δέν θ’ ἄφηνα ἀπροσκύνητο τό φονικό μαχαίρι πού μπήχθηκε στόν ἱερό τράχηλο, οὔτε θά δίσταζα νά καταφιλήσω τό χῶμα ὅπου φρουρήθηκε ὁ θησαυρός, μέ τή βεβαιότητα, ὅτι καί αὐτό θά μοῦ μετέδιδε θεία Χάρη.
Μακαριστέ τάφε καί χαρμόσυνη ταφόπετρα, πού σκέπασες τό τρισμακάριστο ἐκεῖνο σκήνωμα καί τύλιξες μέσα σου τό πολυτιμώτερο ἀπό σωρούς σμαράγδια καί μαργαριτάρια σῶμα.

Ἐκεῖ λοιπόν βρισκόταν ὁρατά ἡ συντροφιά τῶν μαθητῶν καί ἀόρατα πλήθη ἀγγέλων, εὐφημώντας, δοξάζοντας, ὑψώνοντας στόν οὐρανό καί μεταφέροντας στήν ἀτελείωτη χαρά αὐτόν πού ἔζησε σάν ἔνσαρκος ἄγγελος καί προανάγγειλε τό Μεσσία. Αὐτόν πού ὑπῆρξε γνήσιος φίλος τοῦ Κυρίου, πού ὁδήγησε στόν οὐράνιο Νυμφίο τήν Ἐκκλησία, τό ἄσβηστο λυχνάρι τοῦ ἀνεκφράστου φωτός, τή ζωντανή φωνή τοῦ Θεοῦ Λόγου, τόν ἀνώτερο ἀπ’ τούς προφῆτες, τόν μεγαλύτερο ἀπ’ ὅσους γέννησε ποτέ γυναίκα. Τέτοια λοιπόν ὅπως περιγράψαμε, εἰρηνική ἦταν ἡ ταφή τοῦ δικαίου, πρόξενος καί ἀγαλλίασης καί σωτηρίας, σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

θ. – Ἄραγε ὁ παράφρονας Ἡρώδης κατάφερε νά ξεφύγει τήν τιμωρία γιά τό ἀνουσιούργημά του στήν ὑπόλοιπη ἐπίγεια ζωή του; Ὄχι βέβαια. Ἀλλά ὅπως λέει ἡ παράδοση, γι’ αὐτό τό ἀνόμημά του, ἀφοῦ ξεσηκώθηκαν ὅλοι οἱ ὑπήκοοί του, τόν ἀπομάκρυναν ἀπό τό θρόνο του καί τόν κατέσφαξαν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ὁ Θεός θέλησε νά φοβίσει καί νά νουθετήσει τούς μεταγενέστερους βασιλεῖς ὥστε νά μή διαπράξουν τέτοια ἐγκλήματα. Ἀλλά ξαναγυρίζοντας στό θέμα μας ἄς ἀναφωνήσουμε ὅπως ταιριάζει στήν παρούσα ἡμέρα.

Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος μακαρίζεται γιατί θυσιάζει τό κεφάλι του γιά τήν ἀλήθεια καί ὁ παράνομος Ἡρώδης γελοιοποιεῖται καί ἐξευτελίζεται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἀπ’ ὅλους ἐγκωμιάζεται γιά τό σθεναρό ἔλεγχο καί ὁ παράφρονας Ἡρώδης θεωρεῖται ἄτιμος γιά τήν μοιχεία του. Σήμερα ἡ κεφαλή τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου προσφέρεται σφαχτάρι ἱερό πάνω στήν πιατέλα καί ἡ μοιχαλίδα Ἡρωδιάδα, παρά τή θέλησή της, δέχεται τήν αἰώνια καταδίκη.
Σήμερα τό αἷμα τοῦ Ἰωάννη τοῦ Προδρόμου χύνεται γιά τήν τήρηση τοῦ θείου νόμου καί αὐτός πού ἐναντιώθηκε στόν Πρόδρομο μέ τήν παρανομία δικαιολογημένα διαπομπεύεται. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἐξαιτίας τῆς παρρησίας του πρός τόν Ἡρώδη ἀποκεφαλίζεται, γιά τήν τήρηση τῆς δικαιοσύνης.Ἔτσι μαθαίνουν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς νά μή χωρίζουν τίς νόμιμες συζύγους τους καί ἀποδοκιμάζουν αὐτόν πού χώρισε τή γυναίκα του.

Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος στήνει πάνω στή γῆ πνευματικό ὁρόσημο καί προτρέπει ὅλους τούς ἄνδρες νά ἀρκοῦνται στή νόμιμη γυναῖκα τους καί νά μήν προχωροῦν παραπέρα. Σήμερα ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος κατεβαίνει στόν Ἅδη καί οἱ νεκροί μαθαίνουν τό χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Σήμερα οἱ οὐρανοί εὐφράνθηκαν μέ τόν ἀποκεφαλισμό τοῦ Ἰωάννη τοῦ Βαπτιστῆ, πού θυσιάστηκε γιά τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ καί οἱ ἄνθρωποι πάνω στή γῆ γιορτάζουνε μέ εὐχαριστήριους ὕμνους. Καί ἔχω τή γνώμη ὅτι καί ἐμᾶς τώρα παρακολουθεῖ ἀπό τόν οὐρανό ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί μᾶς ἀμείβει ὡς ὑμνητές του μέ θεία χαρίσματα.
Ἀνάμεσα στό χορό τῶν προφητῶν, σάν πρωινό ἀστέρι μεσουρανεῖ καί φωτίζει τό στερέωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀνάμεσα στούς ἀποστόλους καί πρίν ἀπ’ αὐτούς καί περισσότερο ἀπ’ αὐτούς λάμπει σάν ἥλιος μέσα στούς ἥλιους. Μέσα στούς μάρτυρες ξεχωρίζει μέ τά θαύματά του, σάν ὁλοστόλιστος μ’ ἀστέρια οὐρανός. Ἀνάμεσα στούς δικαίους στέκει περίτρανα γιά τά πολλά παθήματα πού ὑπέφερε, γιά χάρη τῆς δικαιοσύνης καί ὑψώνεται πιό ψηλά ἀπό τούς κέδρους τοῦ Λιβάνου, αὐτός πού σκόρπισε σήμερα χαρά στήν οἰκουμένη.

Γιατί, ἄν θά χαροῦν πολλοί κατά τή γέννησή του, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Εὐαγγελιστή Λουκᾶ (Λουκ. 2,10), πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη καί ἡ εὐφροσύνη τήν ἡμέρα αὐτή τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους, τήν ὁποία ἀξιωθήκαμε νά πανηγυρίσουμε ὅλοι ἐμεῖς, δηλαδή οἱ ἱερεῖς καί οἱ ἐρημίτες καί οἱ κοινοβιάτες καί οἱ λαϊκοί, γιατί ὅλοι ἔχουν μέρος στή χαρά πού δίνει ἡ μνήμη του. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς πού ἐγκαταβιώνουμε σ’ αὐτό τό ἱερό μοναστήρι, ἄς ἔχομε ἀκόμα περισσότερο τίς πρεσβεῖες του, στό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Κυρίου μας.
Σ’ Αὐτόν πρέπει ἡ δόξα καί ἡ δύναμη, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Πανάγιο καί Ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Ἀμήν.
Ἀπό τό βιβλίο: «Θεϊκό Λυχνάρι, ὁ Τίμιος Πρόδρομος»
Ἐκδόσεις ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Καρέα

Homily by St.Justin Popovic on the Beheading of St John, the Prophet and Forerunner


St.Justin Popovic
Today is a little Great Friday, a second Great Friday. For today the greatest man among those born of women, John, the Holy Forerunner and Baptiser of the Lord, is murdered. On Great Friday, people murdered God, crucified God. On today’s holy great feast, people murdered the greatest of all men. It is not I who chose to use the expression “the greatest.” What are my praises of the great and glorious Forerunner of the Lord, whom the Lord praised more than anyone among men, more than any of the apostles, the Angels, the Prophets, the Righteous Ones, the Sages? For the Lord declared of him: “Among them that are born of women there hath not risen a greater than John the Baptist…” (Мatthew 11: 11). In all Creation, there exists no greater praise. 
 
This is why today is a little Great Friday. Consider: senseless people murder the greatest of the righteous. Is he getting in their way?  Yes, he gets between the perverse King Herod and the dissolute Herodias. God’s Truth, God’s immutable Truth gets in the way of the lawless, gets in the way of poor sinners, gets in the way of everyone stupefied by the various passions. Consider:  do not Christ’s opponents even today still shout “Crucify Him, Crucify Him!?” Even today, do not those who oppose Christ still demand the head of Jesus of Nazareth?  They call for His head, not to mention calling for the head of John the Baptist. 
 
What is this? Could it be that this world has become a madhouse? People do not want God, they do not want the greatest Righteous One in the whole world.  Whom do you want? Whom would you prefer? Whom would you set in Christ’s stead? With whom would you replace St. John the Baptist? With yourselves?! О moth! О, tiny mortal insects! Yes, when people become maddened by pride, when out of egotistical pride they lose their reason, they have no need of God, they have no need of God’s Truth. They declare themselves to be gods. They present their petty, shallow, false likeness of truth as the great and salvific Truth. They declare their shallow, earthly, perishable images of truth to be the greatest of truths: they posit that we do not need Christ’s Truth, that we do not want God’s Truth. Yes, people blind in intellect and spirit do not see, and do not want to see, that man, true man, cannot manage without God. Why? Because this world is full of Herods, full of Pharisees. Herods demand the head of John the Baptist, Herods demand the heads of all of the righteous of the world, and Pharisees, the lying scribes, lying sophists of this world, demand the death of Christ, the Incarnate God. 
 
Yes, today’s Feast is a second Great Friday.  Why? Because there is no greater transgression than that committed on Great Friday and that committed now, when Herod destroys the greatest among those born of women. Why did the Savior exalt the great Saint John the Baptist, as He did no one else? Why? Because, brethren, the Holy Forerunner encompassed within himself, within his person, all of the virtues of Heaven, all of the virtues in all of the Prophets, all of the Apostles, all of the Martyrs, all of the Angels of Heaven, all of the Confessors.  Regard: today we glorify the destruction, the beheading of the first Apostle among the Holy Apostles, for the Forerunner of the Lord was the first sent by God to see and to herald to the world the Savior of the world. Long before the Apostle Peter, before the Apostle Nathaniel, before anyone else, he bore witness to and announced God to the world, God Incarnate in the Person of the Lord Jesus Christ. The first Apostle to see the Holy Spirit descending from Heaven onto the Lord Jesus, when he baptized Him in the Jordan, announces Him to be the Son of God, the Savior of the world. [John] is also the first Evangelist among the Evangelists.  He first announced to the world, and pointed out, the Lord Jesus Christ, the Bearer of all Good News for mankind. 
 
The Lord Jesus Christ Himself is the Good News of Heaven and earth, God’s Gospel for men in this world. “Behold the Lamb of God, which taketh away the sin of the world.” In those few words, the Holy Forerunner expressed the fullness of the Gospels.
 
 Looking toward the East, he said to the entire human race, from Adam to our days, “Repent, for the Kingdom of Heaven is at hand.”  The Kingdom of Heaven?  Here it is: the Lord Jesus [come] from Heaven. In Him is the Kingdom of Heaven.  Looking toward the West, and seeing people drowning in sins and death, he called to them as well, “Repent, for the Kingdom of Heaven is at hand.” He looked to the North and to the South [and saw] – the same people, all slaves to sin, slaves to death, slaves to the devil.  To all he announced the glorious, holy and salvific Gospel, “People, repent for the Kingdom of Heaven is at hand.”  He was such an Evangelist, someone possessed of great power! 
 
When the Lord set out to preach His Gospel, to preach with power, He took those words as the beginning and end of His Gospel.  From that moment, Jesus began to preach and to declare, “Repent, for the Kingdom of Heaven is at hand (Matthew 4:17).  This is why the Holy Forerunner is the first Evangelist among Christ’s Evangelists.
Today, people have come into contact with an Angel in the flesh, an earthly Angel, and a Heavenly person, St. John the Baptist. It was not only the Old Testament prophet who called the Forerunner the Angel of the Lord, but the Lord Himself said this was an Angel sent to go before Him to prepare the way for Him. (Isaiah 40: 3; Matthew 11: 10). Not only a prophet, said the Lord regarding the Baptist, but greater than a prophet – the Angel of the Lord. And people do not want him, and people drive him from this world!  Thus, the Holy Forerunner is truly the first Angel in the flesh, the first among those who became the multitude of Angels in the flesh, lamps bringing God’s Light, who lived on earth like Angels of Heaven, and were Angels on earth, and in Heaven remained God’s people, holy people.
 
Today we glorify the great feast of the first among the Prophets of the New Testament. He announced to men that the Lord Jesus Christ had appeared to the world not only as the Savior, but as the Enlightener and as the Judge of the world.  In his hands were both the hatchet and the spade: on the day of the Dread Judgement, the Lord would clean off the earth’s  threshing-floor, and would separate the wheat from the chaff, the righteous from the sinners. All of this the great and glorious Prophet, Forerunner and Baptizer of the Lord had foreseen. Therefore, today we also praise him as the holy New Testament Prophet, killed by the impious, criminal, King Herod. 
 
The Holy Forerunner also received the Lord’s witness to the fact that he was the greatest of those born of woman, because he had become the first of all of the Holy Martyrs of the New Testament. See how he suffered for God’s truth in this world! He suffered joyously! In today’s principal hymn and prayer to him it is said that he went to his death rejoicing, and that he suffered rejoicing. Thus, he became the first example and inspiration to all of the Holy Martyrs of the New Testament, beginning with St. Stephen the Protomartyr and through today.  All of the Holy Martyrs go to their death rejoicing in the Lord Jesus Christ, go to their deaths, knowing that death cannot hold them in its bonds, knowing that death is merely a gate, an open gate through which their holy souls enter into the Kingdom of Heaven. How else, brothers and sisters, can we explain the joy of Holy Great Martyr George’s joy while having his body broken: his bones were being broken on the wheel, and he shouted with joy in the Lord, for he could see Him, could see the Angels of God, standing around Him, and the Angels stopping the wheel.  See what joy [he experienced] during those awful tortures!  And the Holy Great Martyr stands up whole and unharmed before the godless Emperor Diocletian.  The first one to reveal that holy joy of martyrdom had been St. John, the Holy Forerunner and Baptizer of the Lord. 
 
Today we also specifically glorify the first Evangelist and Christian Confessor, the first to Confess God in this New Testament world.  Consider how fearlessly, openly and directly he confessed God's Truth: O King, it is not right for you to have your brother’s wife, your living brother’s wife. You have taken your brother’s wife away from him. All of the laws of Heaven and earth are against you, and I, I recite these laws of Heaven and earth to you, for it was to do so that I was sent. O King, you cannot have your brother’s wife. Fearless and uncowable, like an immortal lion, like one of the Cherubim in the flesh, he was the first Confessor of Christ’s Faith, and he has been followed by multitudes of faces – the world’s glorious Confessors of Christ’s Faith, Confessors who bear witness and confess before the entire world, before East and West, before North and South, that the Lord Christ is the Sole True God in Heaven and on earth.  And this they, countless multitudes of fearless and uncowable all-conquerors, beginning with the Holy Forerunner and continuing through the present day, do despite all of the persecution, despite all of the lies of those who strive to rise up against Christ in this world, despite all the heresies, all of the theomachists, and all of the persecutors of Christ. They bear witness to, and announce to all the world, this Truth: Christ is before all and above all!  He is the Sole True God. You, false gods, masks, vile and repulsive masks of false gods, begone! True God is essential to the human soul in this earthly realm. Who are you self-proclaimed ones? Who? In the graves, in thousands of nets you cast yourselves, and you want to supplant the Lord Christ? How lowly, how impoverished you are! Alas, all of Hell laughs at nothing more than it laughs at you. The demons laugh out loud at you, and you do not hear them; yet we Christians – we hear them.
 
 Yes, the Holy Baptist, was the first Christian Confessor, and there streamed after him, following as after a helmsman, thousands and thousands of glorious Confessors of Christ in this world.
My brethren, a great Mystery is taking place through this Feast, a Mystery like unto threads stretching through and making up a piece of cloth. In today’s Gospel reading, you heard the disciples announce to the Savior that the Forerunner has been beheaded. The mouth that announced You to the world has fallen silent, O Lord! What now? Who are we in comparison to Your great Baptist? The Savior is silent. Then something unusual happens. He calls His disciples together, and with them, He goes out to a place in the desert. What is this? Can it be that the Lord is running away, can it be that he is fleeing from Herod? Consider: He, the All-merciful Miracle Worker, looks upon the unfortunate widowed mother, and resurrects her son, someone unknown to anyone but the mother and Himself.  Yet here, Lord, Your Forerunner lies dead, destroyed.  Why don’t You resurrect him?  You resurrected the daughter of Jairus, head of the synagogue. Yet here is the one whom You called the greatest among those born of women, beheaded by the malefactor- king. Lord, guard Your Truth, defend Your first Apostle, Your first Martyr, Your first Evangelist, Your first Angel in the flesh, Your first Prophet, Your first Confessor.  Resurrect him!  Yet the Savior remains silent, and  retreats to a desert place to pray to God.  Why, O Lord? 
 
Because the Holy Forerunner must also become the first Apostle to Hades, to death’s kingdom - to which had departed the souls of all people from Adam to the time of the coming of the Savior into this world. In that kingdom of death called Hades, i.e. the impenetrable place, where no one can see anything, in that kingdom was to be found everyone: the righteous and the sinners, all of the people of the Old Testament, up to the coming of the Lord Jesus Christ. Sin had brought death into the earthly realm, into the world of men, and the kingdom of death became the sole abode for human souls in this world.  The Forerunner had to become the Forerunner in Hades as well, in death’s kingdom, so that he might preach there as well to the souls of all human beings: Lo, the One whom you have been awaiting, Whom all you Righteous Ones: Moses, Abraham, David, all of the Holy Prophets and Righteous Ones, have been thirsting to see, has come to earth. Lo, He has come to earth as a man, as the Savior, and he is working such signs and wonders as you, all of you taken together, have never seen.  His glance heals people of all diseases, His word resurrects everyone from death, His voice drives demons out of those possessed. Truly the Savior of the world, our Lord Jesus Christ has come to earth.  And lo, I go before Him to preach to you as well this best of news: He will come down here to us as well. In a little while He will come down, and you will see Him.  You will be able to see what kind of human soul He has, One filled with God and shining with infinite light. 
 
The Holy Forerunner appeared death’s kingdom as the first Evangelist, in order to preach the Good News of Christ to all of the souls in the kingdom of death.  He appeared as well to all of them as the first Martyr, to show that people will joyously go to their deaths for True God, the Lord Jesus Christ, Savior of the world, until death is defeated and destroyed.  They will not fear death, for they will be more powerful than death.  Through his bodily Resurrection, the Lord grants the body victory over death.  The glorious Forerunner also entered into the kingdom of death as the Forerunner of all of the true Confessors of Christ in the world, all of the true Prophets in the world, to announce to all of the souls in the kingdom of death: Lo, death is defeated, the demons destroyed, the kingdom of death will be destroyed when, in a little while, the Lord appears here, and you will be led out of this horror and into heavenly joy, into the Kingdom On High. 
 
This was why the Lord remained silent, why he did not resurrect the greatest man among those born of women, for that man was to complete his apostolic, evangelistic, martyric, confessor’s spiritual struggle in Hades, in the kingdom of death.
 
 And so, today for us Christians is like unto Great Friday.  Just as, for the Savior, after Great Friday, the Resurrection approaches, so the Forerunner joyously dies and enters into death, for he sees the victory over death and knows that the Lord has prepared for him as well eternal life and resurrection from the dead on the day of the Great Judgment.
 
 When the Lord was crucified, He descended into the nether regions,  into Hades, into the kingdom of death, with His human Soul.  His Body lay in the tomb, but His Soul, the fullness of his Divinity, descended into death’s kingdom. And how astonished must have been all of the human souls in Hades, on seeing God in a human soul, shining with ineffable light, light impossible for a human being to imagine. Who would not come to believe in Him? Who? When He appears in the kingdom of death so filled with Eternal Truth, Eternal Life, Eternal Justice.  He appears as conqueror over death. And as death’s kingdom could not hold God, Who was in  Jesus’ soul, could not hold God in its hands, it fell apart because of Christ’s Divinity, because of His Most-holy Soul, in which was the fullness of God.  And the Lord led out of death’s kingdom all those who had earlier come to believe the Forerunner, and those who had come to believe in Him, the Lord Jesus Christ, to believe that in truth, He was True God in Heaven and on earth. 
 
The Lord led them out, and led them into the Kingdom of Heaven. This is why the Lord Jesus Christ did not resurrect St. John the Forerunner and Baptizer of Jesus. 
 
Today, in glorifying that great and glorious first Apostle, first Martyr, first Evangelist, Precursor to all true Christians of all time, we bow down before his joyous suffering for Christ’s Truth and His Holy Gospel, before him as Apostle and Martyr.  Consider, already for 2,000 years, the One who allowed the lawless king to behead him, has been working countless miracles in the earthly realm, living in it alongside the Lord Jesus Christ. For 2000 years, he has been ceaselessly working miracles for all those who turn to him in prayer.
 
 Brothers and sisters, whenever you are in great sorrow, turn to that first Apostle of Christ, and he will help you with all of your burdens.  And should some kind of misfortune happen, turn to that first Evangelist.  No matter what bitterness might fill your soul, he will sweeten it with Christ’s grace, which he will mystically send down to your tortured soul from the World on High. And when you find yourself in temptations and horrors of this earthly life, run to him, to the Holy Confessor; tell him what is in your heart, pour out your sorrows and spiritual needs and rest assured that in a mystical, divine manner, he will come down into your soul and will save you, and will deliver you from all temptations and woes. But should need to suffer for the Lord Jesus Christ in this world: should others attack you on all sides, should atheists and those who oppose Christ want to swallow you up, to destroy you for belonging to Christ, want to silence your voice, to stop it from speaking of Christ, then remember that first Martyr, and call out to him: O Holy Martyr, first Martyr of Christ in the Gospels, hurry to my aid! Grant that may I die for the Lord Jesus Christ, leave my body like temporary clothing, and by the path of the Holy Martyrs move to Christ’s Kingdom! He will enteat the Lord that you might also join the host of Luminaries. Thus, today’s little Great Friday becomes for us the great joy of the Resurrection.  Friday is small, but Sunday, the Resurrection, is great – resurrection for all Christians of all time. And for us today: for me, for you, for every Christian living today, today’s Great Friday is at the same time the Resurrection, for today we glorify the St. John the Baptist who is eternally alive in the Heavens; [we glorify] his victory over the death appointed to him by Herod, his soaring up into the Heavenly Realm, to be the first after the Mother of God, to stand beside the Lord Jesus Christ.  You have seen the icon known as the “Deisis” i.e. “Prayer” Icon.  In it, the Lord sits on the Throne of Glory, as King of Heaven.  On His right is the Most-holy Mother of God, and on His left, the Holy Forerunner.  They pray to Him for the human race. 
 
Оh, may his holy prayers be raised up today and tomorrow, and always, and may they be raised up for us Christians-Serbs, and for all the people on this earth, that the Lord lead all to repentance, that He have mercy upon all, that He save all, that all people, brought [to Him] by the glorious Forerunner, might forever glorify the One True God in Heaven and on earth, the Lord Jesus Christ, to Whom is due all honor and glory, now and ever, and unto ages of ages.  Amen.