Thursday, 31 July 2014

Πρώτη μου φορά μίλησα στην Παναγία!


Ἔδειχνε κουρασμένη ἡ κυρία Στέλλα. Τρεῖς μῆνες στὸ ἴδιο κρεβάτι τοῦ δίκλινου θαλάμου τοῦ μεγάλου Νοσοκομείου. Ἂν εἶχε στόμα νὰ μιλήσει τὸ κρεβάτι της, δὲν θά ’φταναν ὧρες νὰ διηγεῖται τοὺς πόνους καὶ τὰ βογγητά της…

–Ἄχ, Θέ μου, πότε θὰ πάρω κι ἐγὼ τὸ ἐξιτήριο νὰ πάω στὸ σπιτάκι μου, στοὺς δικούς μου! Ὅσες ἄρρωστες ἦρθαν στὸ διπλανὸ κρεβάτι δὲν ἔμειναν πάνω ἀπὸ μιὰ βδομάδα, κι ἐγὼ κλείνω σήμερα ἐδῶ μέσα τρεῖς μῆνες! Σχώρα με, Θέ μου, δὲ γογγύζω, μὰ κουράστηκα. Γι’ αὐτὸ τὰ λέω σὲ σένα ποὺ σὲ νιώθω πατέρα μου στοργικό.

Πρὶν ἀποσώσει καλά – καλὰ τὶς σκέψεις της, φέρνουν μ’ ἕνα φορεῖο στὸ θάλαμο μιὰ φρεσκοχειρουργημένη νεαρὴ κοπέλα, ποὺ τὴν συνόδευε ἕνας νεαρός. Καὶ οἱ δυό τους εἶναι κατατρυπημένοι μὲ σκουλαρίκια καὶ γεμάτοι μὲ ἀνατριχια­στικὰ τατουάζ. Ἀπὸ ὅ,τι δείχνουν φαίνεται ἀρκετὰ δύσκολο νὰ ἐπικοινωνήσει κανεὶς μαζί τους.

Τὸ πρῶτο εἰκοσιτετράωρο ἦταν πολὺ δύσκολο γιὰ τὴ νέα. Οἱ συνοδοὶ τῆς κυρίας Στέλλας πολὺ διακριτικὰ προσπαθοῦσαν νὰ
τὴν βοηθήσουν σὲ κάθε της ἀνάγκη.

Τὸ δεύτερο βράδυ ὁ ἄπειρος καὶ κατάκοπος νεαρὸς συνοδός της βγῆκε ἀπὸ τὸν θάλαμο νὰ ξεκουραστεῖ, μὰ ἄργησε πολὺ νὰ ἐπιστρέψει. Τότε ἡ­ ­κοπέλα, ἡ Ναταλία, ξέσπασε. ­Ἐκνευρίστηκε κι ἄρ­χισε νὰ μονολογεῖ μὲ ἀναφιλητά:

–Εἶ­μαι μόνη! Εἶμαι δυστυχισμένη! Δὲν μὲ νοιάζεται κανείς! Τί τὴν θέλω τέτοια ζωή; Φο­βᾶμαι! Δὲν θέλω νὰ ζήσω! Καλύτερα νὰ πεθάνω! Δὲν μπορῶ νὰ ζήσω!

Κάποια στιγμὴ κουράστηκε καὶ ἡσύχασε ἀναστενάζοντας ποῦ καὶ ποῦ βαριά.

Ἡ ἀποκλειστικὴ νοσηλεύτρια τῆς Στέλλας πλησίασε προσεκτικὰ τὴν κοπέλα καὶ τῆς ἔπιασε τὸ χέρι. Ἡ κυρία Στέλλα, ποὺ τὴν ἄκουγε δακρυσμένη καὶ προσ­ευ­χόταν, πῆρε τὴν ἀπόφαση καὶ τῆς εἶ­­­­­πε ἁπαλά:

–Ναταλία μου, εἶμαι μάνα καὶ πονάω μαζί σου. Δὲν ἀντέχω νὰ σὲ βλέπω νὰ ὑ­­­­ποφέρεις, παιδί μου. Κάνε λίγη ὑπομονή, σὲ παρακαλῶ. Θὰ περάσουν τὰ δύσ­κολα! Θέλεις νὰ μ’ ἀκούσεις; Μπορεῖς;

Ἡ Ναταλία αἰφνιδιασμένη κάρφωσε τὰ ὀργισμένα μάτια της στὴν ἄλλη ἄρρωστη καὶ περίμενε…

–Ἐσύ, Ναταλία μου, φαίνεσαι δυναμι­κὸς ἄνθρωπος. Καὶ ξέρεις… οἱ ­δυνατοὶ μὲ τὶς δυσκολίες γίνονται δυνατότεροι. Ἔ­­­­­­­­­­χεις μέσα σου πολλὲς ­ἀνεξερεύνητες δυνάμεις. Ἀνακάλυψέ τες καὶ βγάλε ὠ­­­­φέλεια ἀπὸ τὴ μεγάλη δυσκολία σου στὴν ὁποία βρίσκεσαι τώρα. Μὴν ἀφήνεις ἀνεκμετάλλευτη αὐτὴν τὴν εὐκαιρία. Μὴν ἀφήνεσαι, παιδί μου. Ἐσὺ θὰ βοηθήσεις τὸν ἑαυτό σου. Μπορεῖς!…

Ὅση ὥρα μιλοῦσε ἡ Στέλλα, ὁ θυμὸς ὑποχωροῦσε ἀπὸ τὴ Ναταλία καὶ ἠρεμοῦσε τὸ πρόσωπό της. Ζήτησε μάλιστα ἀπὸ τὴν Ἀποκλειστικὴ νὰ τῆς ἀνασηκώσει τὸ κεφάλι, γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὴ Στέλλα. Καὶ ἡ Στέλλα, ξεθαρρεύοντας περισσότερο, συνέχισε:
–Ἂν δὲν σὲ κούρασα, παιδί μου, ἐπίτρεψέ μου νὰ σοῦ πῶ καὶ κάτι ἀκόμη. Δὲν εἶσαι μόνη! Οἱ ἄνθρωποι δὲν πρέπει νὰ νιώθουμε μόνοι, ἐκτὸς βέβαια ἐὰν ἐπιλέγουμε νὰ εἴμαστε μόνοι. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε Πατέρα τὸν πανάγαθο καὶ παν­τοδύναμο Θεό. Ἔχουμε Μητέρα γλυκύτατη τὴν Παναγία μας. Ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης.

Τόσες καὶ τόσες θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις αὐτῆς τῆς ἀγάπης γίνονται γνωστὲς καθημερινὰ καὶ γεμίζουν φῶς καὶ ἐλπίδα τὸν κόσμο. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις, Ναταλία μου, πῆγα στὸν ἄλλο κόσμο καὶ γύρισα. Δὲν θὰ ζοῦσα τώρα. Ἡ ἀγάπη ὅμως τῆς Παναγίας, τὴν ὁποία παρακάλεσαν γιὰ μένα πολλοὶ γνωστοί μου, μὲ ἔσωσε. Οἱ ἄρρωστοι βλέπουν συνέχεια ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο αὐτὸ τὴν Παναγία μας νὰ θαυματουργεῖ. Νὰ μιλᾶς καὶ σὺ μὲ τὴν Παναγία, νὰ τῆς λὲς ὅλα τὰ προβλήματά σου. Θὰ σ’ ἀκούει μὲ στοργή.

Ἡ Ναταλία τὴν ἄκουγε σιωπηλὴ μὲ ὀρ­θάνοιχτα μάτια. Ἕνας νέος ψυχικὸς κόσμος, ἄγνωστος ὣς τότε, γεννήθηκε μέ­σα της.

Τὸ πρωὶ μὲ τὸ ἐξιτήριο στὸ χέρι ὁ συν­οδὸς τῆς Ναταλίας, χαρούμενος διότι ἔ­­­φευγαν καὶ προπάντων διότι τὴν ἔβλεπε ἤρεμη, στάθηκε μαζί της κι αὐτὸς δίπλα στὸ κρεβάτι τῆς κυρίας Στέλλας κι ἄκουγε τὴ Ναταλία:

–Ἀπόψε, κυρία Στέλλα, ἔζησα μαγικά! Ἀσχολήθηκες μαζί μου. Μοῦ εἶπες ὅτι ἔχω ἀξία καὶ δύναμη. Μοῦ ἔδειξες ἀγάπη. Μοῦ γνώρισες τὴν Παναγία. Ὅλη τὴ νύχτα μιλοῦσα μαζί της. Πρώτη μου φορὰ μίλησα στὴν Παναγία. Ξαλάφρωσα. Ξέρετε, δὲν ἔχουμε γονεῖς. Μεγαλώσαμε σὲ Ὀρφανοτροφεῖο. Δράμα ἡ ζωή. Ἐγὼ ποτέ μου δὲν πήγαινα στὴν ἐκκλησία. Τώρα βλέπω δρόμο μὲ φῶς. Τὴ νύχτα ἡ Ἀποκλειστικὴ μοῦ εἶπε καὶ γιὰ τὸν καλὸ ἱερέα ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ στὸ Νοσοκομεῖο καὶ μὲ παρακίνησε νὰ ἐξομολογηθῶ. Θὰ γίνει κι αὐτό, σᾶς τὸ ὑπόσχομαι. Τὸ τηλέφωνό μου τὸ ἔχει ἡ Ἀποκλειστική. Σᾶς εὐχαριστῶ πολὺ γιὰ ὅ,τι κάνατε γιὰ μένα, κυρία Στέλλα, πρόσθεσε δακρυσμένη.

–Εὐχαριστοῦμε πολύ, συμπλήρωσε σο­­βαρὰ κι ὁ νεαρὸς κι ἔφυγαν κι οἱ δυό τους ἤρεμοι.

Συγκινημένη ἡ κυρία Στέλλα μονολογεῖ στὴν ἡσυχία τοῦ θαλάμου της: «Ἂν ἔ­­­­φευγα νωρίτερα, πάνσοφε Κύριε, δὲν θὰ ἔνιωθα τὴν ἀγαλλίαση ποὺ πλημμυρίζει τώρα τὴν καρδιά μου. ­Δοξασμένο τὸ ἅγιο ὄνομά Σου. Φώτισε καὶ ­ὁδήγησε στὸ δρόμο Σου κι αὐτὰ τὰ παιδιά Σου. Θὰ κάνω κι ἐγὼ γι’ αὐτὰ ὅ,τι μπορῶ γιὰ νὰ Σὲ γνωρίσουν καλύτερα. Ἀνοίγει ὡ­­­ραῖος ἀγώνας ἐμπρός μου. Μὲ ­εὐχαριστεῖ πολὺ αὐτὸς ὁ ἱερὸς ἀγώνας γιὰ τὴν ψυχικὴ ­βοήθεια τῶν ­συνανθρώπων μου. Βοήθησέ με, Πανάγαθε καὶ ­Παντοδύνα­με! Θέλω νὰ γνωρίσουν κι ἄλλοι τὴν ἀγάπη Σου!».
Πηγή-xristianos.net

Η Ιστορία των παρακλήσεων στην Υπεραγία Θεοτόκο


Η αγάπη, ο σεβασμός και η τιμή των πιστών για το πρόσωπο της Θεοτόκου Μαρίας εκδηλώθηκαν από πολύ νωρίς, από την αρχή της σωτηρίου οικονομίας, όπως λέγουν οι άγιοι θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας, και είναι τόσο μεγάλη, ώστε αδυνατεί ο ανθρώπινος λόγος να περιγράψει τα αισθήματα αυτά επαρκώς.
Από αυτήν την αγάπη, την τιμή και την ελπίδα στην μεσιτεία της προς τον μέγα και Μόνο Μεσίτη Χριστό και Υιό της, κατά το ανθρώπινον η Εκκλησία καθιέρωσε να τελείτε κατά την περίοδο της νηστείας του Δεκαπενταυγούστου, η ιερή Ακολουθία του Μικρού και του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνος εναλλάξ, εκτός των εορτών της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.
Έτσι επ' ευκαιρίας του γεγονότος αυτού καλόν είναι να δούμε και να γνωρίσουμε μερικά πράγματα για το τι είναι κανόνας, και ποιος συνέθεσε τον Μικρό και τον Μεγάλο Παρακλητικό κανόνα στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Κανόνας στην εκκλησιαστική υμνογραφία είναι ύμνοι μακροσκελής, αποτελούμενοι από μικρότερες ενότητες, που ονομάζονται Ωδές. Η κάθε ωδή αποτελείτε από τον ειρμό, που είναι η πρώτη στροφή κάθε Ωδής και χρησιμεύει σαν υπόδειγμα στα τροπάρια, που τρέπονται σύμφωνα με τον ήχο του ειρμού και τέλος το εφύμνιο όπου επαναλαμβάνεται σε κάθε τροπάριο «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς».
H Μεγάλη και Μικρή Παράκληση στην Ύπεραγία Θεοτόκο, είναι από τις πιο λαοφιλείς ακολουθίες της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι υμνολογικά ποιήματα του δεκάτου τρίτου αιώνα, κληρονομιές της Αυτοκρατορίας της Νικαίας και της επανασυγκροτηθείσης Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως αντίστοιχα.
Ελάχιστη έρευνα έχει γίνει πάνω στις ιστορικές συγκυρίες που οδήγησαν στην ποίηση όσο και στην τελική μορφολογία των δύο κανόνων.
Το σίγουρο γεγονός της Ιστορίας των δύο Παρακλήσεων είναι ότι ο Κανών της Μεγάλης Παρακλήσεως είναι ποίημα του Αυτοκράτορα της Νικαίας Θεοδώρου Β' Δούκα του Λασκάρεως.
Ο τίτλος του δούκα μάς δείχνει ότι συνέθεσε τον Κανόνα πριν την άνοδό του στον θρόνο της Νικαίας τον Νοέμβριο 1254.
Ο Θεόδωρος Β' Λάσκαρις ήταν προικισμένος υμνογράφος και υπήρξε συνθέτης πολλών Κανόνων και άλλων ύμνων, όμως δοκιμαζόταν από κάποια ασθένεια, η οποία τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τον θρόνο της Νικαίας και να αποσυρθεί στην Μονή των Σωσάνδρων, δυτικά της Νικαίας, όπου και εκάρη μοναχός λίγο πριν τον θάνατο του.
Ο Θεόδωρος συνέθεσε τον Κανόνα της Μεγάλης Παρακλήσεως, ενώ ακόμα ήταν δούκας, μάλλον σε κάποια ύφεση της ασθενείας του που διήρκεσε περισσότερο του συνήθους, γεγονός που αποδόθηκε σε θαύμα της Θεοτόκου προς αυτόν.
Ο Κανών γρήγορα διαδόθηκε στις Μονές της Νικαίας και κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώθηκε σε ακολουθία από τους μοναχούς των Σωσάνδρων ή των πέριξ Μονών.
Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Θεοδώρου ο Κανών χρησιμοποιείται ήδη με την σημερινή του μορφή ως Παράκλησις σαν Βασιλική Ακολουθία και διαδίδεται σε όλη την Αυτοκρατορία της Νικαίας.
Ακόμα και κατά τις τελευταίες ώρες του Θεοδώρου η Μεγάλη Παράκλησις ετελείτο καθημερινώς προς ίασή του. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημέρα της Κοιμήσεως τού Θεοδώρου, αλλά αφού συνέπεσε κοντά στην Κοίμηση της Θεοτόκου είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι οι μοναχοί των Σωσάνδρων αφιέρωσαν αυτή την ακολουθία στην μνήμη του Θεοδώρου και κατέστη συνήθεια έκτοτε να ψάλλεται η ακολουθία κάθε Αύγουστο εις μνήμην τού ποιητού της.
Βεβαίως το όνομα της ακολουθίας δεν ήτο ίδιο με το σημερινό της Μεγάλης Παρακλήσεως, αφού δεν υπήρχε ακόμα Μικρή Παράκλησις.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ονομαστή ευθύς εξ αρχής «Παρακλητικός Κανών», αφού αποτελούσε επίκληση προς βοήθεια και παρηγοριά άνωθεν.
Στις 25 Ιουλίου 1261 o Αλέξιος Στρατηγόπουλος καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του Αυτοκράτορα της Νικαίας Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου τερματίζοντας έτσι την λατινική κατάληψη των Σταυροφόρων τού 1204.
Η αναίμακτη ανάκτηση της Πόλης χαρακτηρίστηκε αμέσως ως θαυματουργή παρέμβαση της Θεοτόκου. Ο Αυτοκράτωρ για να τιμήσει το θαύμα και την Θεοτόκο αποφάσισε να ηγηθεί θρησκευτικής πομπής και να εισέλθει στην Πόλη κατά τις εορταστικές εκδηλώσεις τού δεκαπενταύγουστου.
Μεταξύ της 25ης Ιουλίου και 15 Αυγούστου πολλές ευχαριστήριες ακολουθίες γινόντουσαν στην Κωνσταντινούπολη και μεταξύ αυτών ήταν και ο προσφάτως εισαχθείς Παρακλητικός Κανών τού Θεοδώρου Λασκάρεως.
Η νέα Βασιλική Αυλή του Μιχαήλ,, ευρέθη προ διλήμματος. Οι δύο βασιλικές δυναστείες τού Θεοδώρου Λασκάρεως και Μιχαήλ Παλαιολόγου ευρίσκοντο σε μεγάλο μίσος μεταξύ τους. Ο Μιχαήλ είχε ήδη σφετερισθεί την εξουσία από τον νόμιμο διάδοχο και γιο τού Θεοδώρου, Ιωάννη. Ήταν δύσκολο κατά συνέπεια να δεχθεί η Βασιλική Αυλή ακολουθίες που θύμιζαν την δυναστεία τού Θεοδώρου.
Ο άγνωστος μέχρι τότε μοναχός Θεοστήρικτος έδωσε την λύση. Χρησιμοποιώντας τον ήδη γνωστό Κανόνα προς την Υπεραγία Θεοτόκο τού Θεοφάνους Γραπτού και άλλα λειτουργικά στοιχεία, όπως βιβλικά αναγνώσματα, ευαγγέλιο, έφτιαξε την Ακολουθία τού Μικρού Παρακλητικού Κανόνος.
Ο Κανών τού Θεοφάνους Γραπτού είχε ήδη εισαχθεί ως πρώτος κανών τού όρθρου στις εορτές μεγάλων αγίων.
Ο Θεοφάνης με την σειρά του είχε χρησιμοποιήσει, προϋπάρχοντα στοιχεία από τον Κανόνα τού Ιωάννου Δαμάσκηνου στην έγερση τού Λαζάρου. Συγκεκριμένα είχε δανειστή τους ειρμούς της α', γ', ζ και η' ωδής, ενώ τους υπολοίπους ή τους συνέθεσε μόνος του ή τους δανείσθηκε από προγενέστερο λειτουργικό υλικό.
Έτσι ο Μικρός Παρακλητικός Κανών πήρε ανάλογη μορφή και σχήμα με τον ήδη υπάρχοντα Μεγάλο Παρακλητικό Κανόνα.
Ο τελευταίος παρέμεινε εις χρήση μόνο κατά την νηστεία του δεκαπενταύγουστου αφού ήταν τόσο στενά συνδεδεμένος με την μνήμη τού Θεοδώρου, ενώ βαθμιαία άρχισε να εναλλάσσεται με τον Μικρό, ο όποιος διεδόθη εξ ίσου ευρέως και χρησιμοποιείτο πλέον καθ' όλη την διάρκεια τού χρόνου (εις πάσαν περίστασιν). Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς καθιερώθη η εναλλακτική χρήση των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο.
Είναι φυσικό να υποθέσουμε πως αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο τον Μιχαήλ και την λησμόνηση των διαφορών των δύο δυναστειών καθιερώθηκε η εναλλαγή των δύο Παρακλήσεων κατά το δεκαπενταύγουστο ως εναρμόνιση των δύο παραδόσεων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.
Έτσι σήμερα αποδίδουμε τιμή στην πρώτη πρέσβειρα και μεσίτρια, μετά τον Θεάνθρωπο Χριστόν, η Παναγία μας είναι εκείνη, που μπορεί και θέλει να μεταφέρει τις ικεσίες και τις δεήσεις μας στα πόδια του Παμβασιλέως Θεού.
Ας καταφύγουμε λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, με πίστη, με αληθινή ταπείνωση και με αγάπη στην φυσική μας μητέρα και ας την παρακαλούμε καθημερινά, ειλικρινά για τα προβλήματά μας, και εκείνη Πολυεύσπλαχνη, θα μας συμπαραστέκεται στις δύσκολες ώρες και θα μας ελεεί με τη μεγάλη χάρη της. Αμήν..

Wednesday, 30 July 2014

A Story about Judging...

 Schema-Monk Panaret of Philotheou

My blessed spiritual guide from Kafsokalyvia, Fr. Nikodemos, told me the following story, borrowed from Athonite patristic manuscripts:

A certain Christian believer went to his spiritual guide for confession over the space of 15 years, and confided his human infirmities to him. One day, as was his custom, he went to visit his spiritual guide in order to make his confession. When he came to the house, this man opened the door and saw his confessor sinning with a woman. He quickly went out of the house, and as he was leaving, he said to himself, “Oh, woe is me! I have gone to confession to him for all these years! What should I do now? What will happen to me now — will I perish? How can all those sins that he absolved me of be forgiven, when he himself is such a sinful person?” So this man reasoned, reeling under the weight of such a blow, and not knowing what he should do next.

As he was going back along the way, he became thirsty. Proceeding a little further, he stumbled upon a small, swiftly-flowing little brook with the purest, clearest water. He bent down and began to drink. He drank and drank, and even after he had satisfied his thirst he still wanted to drink this cool water. And, standing up, he thought: “If here, downstream, the water is so pure, how pure it must be at the source!” And with this thought he set off to find the spring where the brook began. And when he had found the source, what did he see there? To his horror, he saw that the water was flowing out from the muzzle of a dead dog — right from its mouth. Then, sighing from the depth of his soul, the man exclaimed, “Woe is me who have gone astray, I have defiled myself and have drunk this contaminated water! Apparently I really am sinful and bad, that such misfortunes are happening to me!”

And then, when he was so upset, an Angel of the Lord appeared to him and said, “O man, why are you so upset and so sad because of what is happening to you? When you saw the brook and began to drink from it, weren’t you filled with joy that you had found such pure water? You drank and couldn’t drink your fill, but now, after you have seen that the water is flowing out of a dog’s dirty mouth, you say that you have been contaminated? Even though the dog is dead and unclean, don’t be upset, because the whole world drinks the water that you drank, even though it flows out of a dirty dog’s mouth, because the water itself doesn’t belong to the dog—it is a gift of God, this water comes from God.

“And likewise your confessor: the sins that you confessed to him are forgiven you; the forgiveness of sins is not his gift, it is a gift of God to man. The Most-Holy Spirit grants the remission of sins to a person who thoroughly and sincerely confesses his sins and weaknesses.”

The Lord God Jesus Christ Himself said to His Holy Apostles and disciples, Receive ye the Holy Spirit: Whose soever sins ye remit, they are remitted unto them; and whose soever sins ye retain, they are retained (John 20:22-23). God grants this power to people in the Sacrament of the Priesthood, but only to those who have been canonically ordained and have a blessing to hear confessions and forgive sins. The Holy Apostles passed this power down to the first bishops and their successors, those who, in turn, were lawfully ordained priests and confessors. Inasmuch as priests celebrate the Holy Sacraments, their rank is far higher even than the rank of Tsar. The priestly rank is higher than any worldly rank, because, no matter in what worldly rank a man is, nevertheless he has recourse to a priest for the remission of sins. This establishment is of Christ Himself and the tradition of the Holy Orthodox Church — there is no other way in the Church. 


  “You only saw how he sins, but you cannot see his repentance”


And the Angel said to him, “Go to your confessor, whom you saw sinning, and do a prostration to him and ask him forgiveness for judging him. As regards his personal sins, God Himself tries his conscience and He Himself will hold him responsible. Thus, you only saw how he sins, but you cannot see either his repentance or how ardently he repented. So with you, instead of repentance is added the sin of judgement, while he, if he repents, can bring to God worthy fruits of repentance. And so, remember, don’t judge anyone.”

After the Angel had said this, he became invisible. This Christian, went back to his confessor as the Angel had told him to do, did a prostration and told him what he had seen and heard from the Angel of the Lord. His confessor began to weep bitterly and groan as soon as he had heard what the Angel had said, regretting his sin, and asking forgiveness from the All-Merciful, Compassionate and All-Good God, having a firm intention to correct himself from this time on and to make amends for his deed, unto the glory of God and unto the salvation of his soul.

After my spiritual guide, Fr. Nikodemos, had told me about this instructive incident, he continued further, with love: “There it is, my brother Haralampos (this was in 1934, before my tonsure)—we don’t have any right to judge and scrutinize other people’s sins and actions. As the Apostle Paul says, Who art thou that judgest another man's servant? to his own master he standeth or falleth (Rom. 14:4). How much less do we have the right to judge priests and spiritual guides, those whom the Lord tries far more seriously, and whom the devil tempts with sophisticated slyness and mastery. The Lord, addressing absolutely everyone, says, Judge not that ye be not judged, for with what judgment ye judge, ye shall be judged (Mat. 7:1-2). We are commanded to forgive our close ones their mistakes and shortcomings, to repent of our own personal sins, and to judge and punish only ourselves. If we want to be saved, let us forgive our brother according to the Gospel commandment: For if ye forgive men their trespasses, your heavenly Father will also forgive you… (Mat. 6:14).

Yes, my brother, judging is a great sin, and we should not be occupied with others and we shouldn’t scrutinize the sins and transgressions of other people! We receive spiritual benefit only when, seeing or hearing something indecent, we forgive our brothers with love and try to help them, praying for them.


Schemamonk Panaret of Philotheou
Translated by Dimitra Dwelley
from Dimitri Lampadist’s Russian translation of the modern Greek original

Source-http://www.pravoslavie.ru/english

Tuesday, 29 July 2014

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ ΤΩΝ ΑΧΡΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ- του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου



Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: όταν καλώς και αξίως μεταλαμβάνουν το ιερό και πανάγιο Σώμα του Κυρίου μας, αυτό γίνεται όπλο για όσους πολεμούνται και επαναστροφή για όσους έχουν απομακρυνθεί από τον Θεό. Ενδυναμώνει τους ασθενείς, ευφραίνει τους υγιείς, θεραπεύει τις ασθένειες, διαφυλάσσει την υγεία. Με τη Θεία Μετάληψη διορθωνόμαστε ευκολότερα και γινόμαστε περισσότερο μακρόθυμοι και υπομονετικοί στους πόνους και στις θλίψεις. Μας καθιστά περισσότερο θερμούς στην αγάπη, λεπτούς στη γνώση, πρόθυμους στην υπακοή, οξείς και γρήγορους στην ενέργεια των χαρισμάτων. Σε όσους δε δεν μεταλαμβάνουν συχνά συμβαίνουν τα αντίθετα, αφού δεν είναι σφραγισμένοι με το Τίμιο Αίμα του Κυρίου μας. Σφάζεται τότε το Πρόβατο και με το Τίμιο Αίμα Του σφραγίζονται η πράξη και η θεωρία, δηλαδή η έξη και η ενέργεια, οι παραστάδες των δικών μου θυρών, των κινήσεων του νοός. Αυτά ανοίγονται καλώς στη θεωρία και κλείνονται πάλι σαν θύρες από τη θεωρία των υψηλότερων και ακατάληπτων νοημάτων.

Ο θείος Κύριλλος Αλεξανδρείας λέει ότι με τη θεία Μετάληψη οι νοητοί κλέφτες, οι δαίμονες, δεν βρίσκουν την ψυχή μας άδεια, ώστε να μπουν σε αυτή μέσω των αισθήσεων. Πρέπει να εννοήσεις σαν θύρα της οικίας τις αισθήσεις. Μέσω αυτών εισέρχονται στην καρδιά οι εικόνες όλων των πραγμάτων και χύνεται σε αυτήν το άμετρο πλήθος των επιθυμιών. Ο προφήτης Ιωήλ ονομάζει αυτές τις αισθήσεις παράθυρα λέγοντας ότι από αυτά θα μπουν οι κλέφτες, επειδή δεν ήταν χτισμένα με το Τίμιο Αίμα του Χριστού. Ο Άγιος Κύριλλος λέει ακόμη πως με τη θεία Κοινωνία καθαριζόμαστε από κάθε ψυχική ακαθαρσία και λαμβάνουμε προθυμία και ζέση για τις αρετές. Το Τίμιο Αίμα του Χριστού όχι μόνο μας ελευθερώνει από κάθε φθορά, αλλά μας καθαρίζει και από κάθε ακαθαρσία που κρύβεται μέσα στην ψυχή μας. Δεν μας αφήνει να ψυχρανθούμε από την αμέλεια, αλλά μας κάνει ζέοντες και θερμούς στο Άγιο Πνεύμα.

Ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης επισημαίνει: τα δάκρυα και η κατάνυξη έχουν μεγάλη δύναμη. Πέρα όμως από όλα μαζί, η αγία Κοινωνία έχει μεγάλη δύναμη και ωφέλεια και από ό,τι βλέπω είσθε πολύ αμελείς σε αυτό το ζήτημα. Δεν προσέρχεστε στη θεία Μετάληψη. Απορώ και εξίσταμαι, γιατί σας βλέπω να κοινωνείτε μόνο την Κυριακή, ενώ δεν μεταλαμβάνετε αν τελείται Λειτουργία κάποια άλλη μέρα. Αυτά δε σας τα λέω, για να κοινωνείτε απλά και όπως έτυχε, δίχως προετοιμασία – ο Απόστολος γράφει να δοκιμάζει κανείς τη συνείδησή του και έτσι να τρέφεται από τον άγιο Άρτο και να πίνει από το θείο Ποτήριο. Όποιος μεταλαμβάνει ανάξια θα κατακριθεί, επειδή δε διακρίνει καλά, ώστε να ευλαβείται το άγιο Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Μη γένοιτο. Σας λέω να κοινωνούμε συχνά, να καθαρίζουμε όσο μπορούμε τους εαυτούς μας με την επιθυμία μας και την αγάπη μας για τη θεία Κοινωνία και έτσι καθαροί να μεταλαμβάνουμε.

Βλέπεις το ανερμήνευτο χάρισμα; Όχι μόνο πέθανε για μας, αλλά προσέφερε ακόμη και τον Εαυτό Του στην αγία Τράπεζα για να Τον κοινωνούμε. Αν λοιπόν, αδελφοί μου, πράττουμε όπως μας προστάζουν οι άγιοι Πατέρες και κοινωνούμε συχνά, θα έχουμε συνεργό και βοηθό σε αυτήν την ολιγοχρόνια ζωή τη θεία Χάρη. Θα έχουμε συμβοηθούς τους αγγέλους του Θεού και ακόμη και τον ίδιο τον Δεσπότη των αγγέλων. Επιπλέον, θα αποδιώξουμε μακριά μας τους εχθρικούς δαίμονες, όπως λέει και ο θείος Χρυσόστομος (τόμος 13ος, σελ.580-583)· σαν λιοντάρια που αποπνέουν φωτιά, έτσι αναχωρούμε από την πνευματική εκείνη Τράπεζα των Μυστηρίων. Προκαλούμε φόβο στο διάβολο επειδή έχουμε μαζί μας ως κεφαλή τον Χριστό και την αγάπη που μας έδειξε. Αυτό το Αίμα λαμπρύνει τη βασιλική εικόνα της ψυχής μας, δηλαδή το νου μας, το λόγο και το πνεύμα. Αυτό το Αίμα γεννά κάλλος και υπερθαύμαστη ωραιότητα. Δεν αφήνει να απομακρυνθεί η ευγένεια και η λαμπρότητα της ψυχής, την οποία ποτίζει και τρέφει συνεχώς.

Αυτό το Αίμα, όταν μεταλαμβάνεται αξίως, καταδιώκει τους δαίμονες και τους απομακρύνει από εμάς, προσκαλεί όμως τους αγγέλους και τον Δεσπότη των αγγέλων. Αυτό συμβαίνει, επειδή οι δαίμονες φεύγουν από όπου δουν το Αίμα το Δεσποτικό, ενώ οι άγγελοι συντρέχουν και βοηθούν. Αυτό το Αίμα είναι η σωτηρία των ψυχών μας. Με αυτό χαίρεται η ψυχή, με αυτό καλλωπίζεται, με αυτό θερμαίνεται. Αυτό το Αίμα κάνει το νου μας περισσότερο λαμπρό και από τη φωτιά και την ψυχή μας πιο ωραία από το χρυσάφι. Όσοι μεταλαμβάνουν αυτό το Σώμα στέκονται μαζί με τους αγγέλους, αρχαγέλλους και τις άνω δυνάμεις, επειδή είναι ενδεδυμένοι με το φόρεμα το βασιλικό και έχουν μαζί τους πνευματικά όπλα. Ακόμη, όμως, δε σας είπα το μεγαλύτερο χάρισμα · όσοι μεταλαμβάνουν φορούν τον ίδιο τον Βασιλέα.

Ακούτε αδελφοί μου τι συμφορές παθαίνουν όσοι δεν μεταλαμβάνουν συχνά και απομακρύνονται από τα Μυστήρια; Ακούτε ότι δαιμονίζονται ή και μεταμορφώνονται σε κάποιο είδος αλόγων ζώων όπως τα παλιά χρόνια ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορας μεταμορφώθηκε σε βόδι; Και δίκαια υποφέρουν, διότι ενώ μπορούν να γίνουν από άνθρωποι θεοί κατά χάρη με τη συνεχή θεία Κοινωνία, δεν το θέλουν. Απομακρυνόμενοι όμως από τη θεία Μετάληψη χάνουν και την ανθρώπινη μορφή που έχουν, μετασχηματίζονται σε άλογα ζώα και παραδίνονται στην εξουσία του Σατανά, όπως λέει και ο ψαλμωδός «Ω Κύριε, ιδού, χάνονται εντελώς εκείνοι που απομακρύνονται από την Χάρη Σου» (Ψαλμός ΟΒ 27).

Μάλλον πρέπει να πω, ότι αν αιφνιδίως έρθει ο θάνατος σε εκείνους που αργοπορούν να μεταλάβουν και τους βρει ανέτοιμους χωρίς τη θεία Μετάληψη, τι άραγε θα γίνουν οι ταλαίπωροι; Πώς θα μπορέσουν να διέλθουν με ελευθερία τους τελωνάρχες δαίμονες του αέρος; Ποιο φόβο και τρόμο θα δοκιμάσει η ψυχή τους ενώ μπορούσαν να ελευθερωθούν από όλα αυτά με τη συχνή Κοινωνία, όπως έχει πει ο θείος Χρυσόστομος; Έλεος, Θεέ μου.

Όσοι μεταλαμβάνουν με καθαρά συνείδηση λίγο πριν το θάνατό τους τα άχραντα Μυστήρια, όταν πια εξέλθει η ψυχή τους, λόγω της χάρης της θείας Κοινωνίας, τους περικυκλώνουν οι άγγελοι και τους αναβιβάζουν στον ουρανό. Και συ αδελφέ μου, δε γνωρίζεις πότε θα έρθει ο θάνατος, σήμερα ή αύριο ή αυτή την ώρα. Πρέπει πάντοτε να είσαι κοινωνημένος και έτοιμος. Αν είναι θέλημα Θεού να ζήσεις ακόμα, με τη χάρη της θείας Κοινωνίας, θα περάσεις μια ζωή γεμάτη από χαρά, ειρήνη, αγάπη, συνοδευμένη και από όλες τις άλλες αρετές. Εάν πάλι είναι θέλημα Θεού να πεθάνεις, τότε με την αγία Κοινωνία θα περάσεις ελεύθερα από τα τελώνια των δαιμόνων που βρίσκονται στον αέρα, και θα κατοικήσεις με ανεκλάλητη χαρά στις αιώνιες μονές. Αφού με τη συχνή θεία Μετάληψη είσαι ενωμένος πάντοτε με τον γλυκύ Ιησού Χριστό, τον παντοδύναμο Βασιλέα, και εδώ θα ζήσεις μακάρια ζωή και όταν πεθάνεις, οι δαίμονες θα φύγουν μακριά σου αστραπιαία, ενώ οι άγιοι άγγελοι θα σου ανοίξουν την ουράνια είσοδο και θα σε πέμψουν με συνοδεία ως το θρόνο της μακαρίας Τριάδος.

(“Περί της ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΜΕΤΑΛΗΨΕΩΣ των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων”, Εκδόσεις Μυριόβιβλος, 2004.)

Πηγές: ηλ. κειμένου: im-glyfadas.gr-
 alopsis.gr- agioritikesmnimes.blogspot.gr

St. Theophan the Recluse - ΟΝ CORRECTING THE HEART



By St. Theophan the Recluse, translated from "Pisma o Khristianskoi Zhizni," Moscow, 1908.

I want everything to be J. MINE" determines the greedy man. This is the second outgrowth from the root of evil. It reveals most noticeably the spirit of self- love which acts here as a kind of independent entity; the greedy man does not say a word, he does not take a step or make a move unless it is to bring him some advantage. Everything about him is calculated, everything is so ordered, everything is motivated in such a way that time and place and objects and persons—in short, everything his hand or mind touches upon—bears their own related tributes into his coffers.

Personal gain or interest—this is the principal incentive which everywhere and always brings his entire being into a flurry of activity, and under its influence he is prepared to transform everything into a means to achieve his own ends: He will seek the highest ranks of dignity and honor if this is advantageous; he will accept the most difficult employment if it is more profitable than others; he will set his mind to endure any and every difficulty—he won't eat or drink—if only his gain is realized. He is either mercenary or acquisitive or stingy, and only under the strong influence of vainglory is he able to love splendor and luxury. His possessions are dearer to him than life itself, dearer than people, dearer than the Divine commandments. His spirit is stifled by things; and he even lives through them and not of it self. Here, then, is the power and the sphere of influence belonging to this second outgrowth from the seed of evil—self-love! And who doesn't have certain things which it would be as painful to part with as it would be to part with happiness?

"I want to live for my own pleasure," says the carnal man. His soul is mired in the flesh and in feelings. He doesn't think about heaven, about spiritual needs or the requirements of the conscience or about responsibility. He doesn't want to, he cannot think of this. His experience is limited to various forms of enjoyment; he cannot do without them; they occupy his thoughts and conversations.

If the carnal man begins to please his palate, he becomes an epicurean; the play of colors cultivates his taste for elegant dress; a variety of sounds inspires pointless or annoying talkativeness; the need for food leads him to gluttony; the need for self- preservation- to laziness; other needs – to dissipation.

Monday, 28 July 2014

Το ραγισμένο δοχείο...


Μια γριά γυναίκα, Κινέζα
Κουβαλούσε νερό με δύο μεγάλα δοχεία
Κρεμασμένα από τους ώμους της.
Το ένα δοχείο ήταν άψογο
Και  μετέφερε πάντα
Όλη την ποσότητα νερού που έπαιρνε.
Το άλλο είχε μια ρωγμή
Και στο τέλος της μακριάς διαδρομής
Από το ρυάκι στο σπίτι έφθανε μισοάδειο.
Έτσι για δύο ολόκληρα χρόνια
Η γριά κουβαλούσε καθημερινά
Μόνο ενάμισι δοχείο νερό στο σπίτι της.
Φυσικά το τέλειο δοχείο ένοιωθε υπερήφανο που εκπλήρωνε απόλυτα και τέλεια
Το σκοπό για τον οποίο είχε κατασκευαστεί.
Το ραγισμένο δοχείο ήταν δυστυχισμένο, που μόλις και μετά βίας
Μετέφερε τα μισά από αυτά που έπρεπε, ένοιωθε ντροπή για την ατέλεια του.
Ύστερα από δύο χρόνια δεν άντεχε πια την κατάσταση αυτή και αποφάσισε να μιλήσει στη γριά.
-Ντρέπομαι τόσο για τον εαυτό μου και θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη!
-Μα γιατί; ρώτησε η γριά.
-Για ποιο λόγο νιώθεις ντροπή;
-Ε, να!
-Δύο χρόνια τώρα μεταφέρω μόνο το μισό νερό λόγω της ρωγμής μου
Και εξαιτίας μου κοπιάζεις άδικα κι εσύ!
Η γριά χαμογέλασε:
-Παρατήρησες ότι στο μονοπάτι υπάρχουν λουλούδια μόνο στη δική σου πλευρά
Και όχι στη μεριά του άλλου δοχείου;
Πρόσεξα την ατέλειά σου και την εκμεταλλεύτηκα.
Φύτεψα σπόρους στην πλευρά σου και εσύ τους πότιζες.
Δύο χρόνια τώρα μαζεύω τα άνθη και στολίζω το τραπέζι μου.
Αν δεν ήσουν εσύ αυτή η ομορφιά δε θα λάμπρυνε το σπίτι μου!
Βέβαια δεν ήταν η ατέλεια του δοχείου που το έκανε ξεχωριστό
Αλλά η ιδιαίτερη ικανότητα της γυναίκας εκείνης
Να διακρίνει και να χρησιμοποιήσει την αδυναμία του.
Ο καθένας μας έχει τις «ρωγμές» του και τις «αδυναμίες» του
Που μπορούν ακόμη κι αυτές να γίνουν χρήσιμες και να ομορφύνουν τη ζωή μας.
Κάθε «ρωγμή» μπορεί να κάνει τη ζωή μας πιο πλούσια και πιο ενδιαφέρουσα
Αρκεί να βρει κάποιος την ομορφιά που μπορεί να δώσει η ατέλειά μας.
«Ραγισμένοι» φίλοι, μην ξεχνάτε να σταματάτε στην άκρη του δρόμου
Και να απολαμβάνετε το άρωμα των λουλουδιών που φυτρώνουν στη μεριά σας.
Αν ο καθένας μας μετέτρεπε, σαν τη γριά γυναίκας της ιστορίας μας
Τις ατέλειες του διπλανού του σε κάτι χρήσιμο και όμορφο
Σίγουρα ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος!

Μήπως είσαι Φαρισαίος και δεν το ξέρεις;


Ψάξε να βρείς τον εαυτό σου μέσα στο κείμενο εύχομαι να μην τον βρείς...

Έχουμε έναν θησαυρό και δεν κάνουμε τίποτα όχι μόνο για να τον μάθουμε αλλά και για να τον ζήσουμε και αυτός δεν είναι άλλος από την Ορθόδοξη αλήθεια. Πάμε να δούμε όμως , πόσο υποκριτές είμαστε.

Γεννιόμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί μέσα δηλαδή στην αληθινή πίστη όπου ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος ώστε να μας διδάξει της πνευματικές νουθεσίες για την σωτηρία μας και εμείς σφυρίζουμε αδιάφορα.

Δεν ερευνούμε γιατί είμαστε Ορθόδοξοι και τι σημαίνει αυτό. Στην συνέχεια της ζωή μας γινόμαστε άθεοι, δωδεκαθεϊστές ή αιρετικοί έχουμε όμως το βάπτισμα διότι γνωρίζουμε ότι μπας και η Ορθοδοξία είναι η αλήθεια και καλά να έχουμε μια πισινή που λέει ο λαός.

Γιορτάζουμε κοσμικά Χριστούγεννα και Πάσχα. Πάμε τα Χριστούγεννα στα μπουζούκια ενώ Χριστούγεννα σημαίνει να συναντήσουμε της ωδές για την αναγγελία γέννησης του θεανθρώπου στην Eκκλησία αλλά εμείς τα πίνουμε στις πίστες. Το Πάσχα τρώμε σαν τα μοσχάρια την λαμπρή αντί να αναρωτηθούμε ο Χριστός σταυρώθηκε για μένα αλλά γιατί; Γιατί λεμέ καλά Χριστούγεννα; αναρωτηθήκαμε ποτέ; ή Χριστός Ανέστη; τι σημαίνουν αυτές οι μέρες ;

Αρνούμαστε την εκκλησία αλλά όταν το παιδί μας πάθει κάτι τρέχουμε στον παπά να μας κάνει ευχέλαιο ή προσπαθούμε σαν τρελοί να μάθουμε για κάποιον Άγιο γέροντα η κάποια προσευχή Άγιου για να μας βοηθήσει.

Καλά δεν διερωτήθηκες ποτέ την ώρα που βλέπεις στην κάσα τον πατέρα σου ,την μάνα σου ,το παιδί σου , Τι στο καλό γίνεται μετά ;

Ανάβεις καντήλι παραφινέλαιου διότι απλά λες οτι δεν πειράζει το ίδιο είναι , χωρίς να γνωρίζεις φυσικά ότι ο Χριστός προσευχήθηκε στο κήπο των ελαίων. Στο Χριστό προσφέρεις και καίς αυτό που τρώς, αυτό σημαίνει θυσία και προσφορά. Δεν μπορείς να κάνεις νηστεία αλλά κάνεις δίαιτα για να πας Μύκονο το καλοκαίρι και μετά έχεις απαίτηση αν υπάρχει Χριστός με τα δικά σου δεδομένα να σε σώσει

Πας και κοινωνάς ανεξομολόγητος θεωρώντας σαν ημιμαθής και ανόητος ότι αμαρτία είναι μόνο αν πυροβολήσεις άνθρωπο και όχι το δηλητήριο της φιλαυτίας που έχεις μέσα στην καρδιά σου.

Θεωρείς ότι ο Θεός είναι παντού και μέσα σου Θεοποιώντας τον Εγώ σου και καταδικάζοντας τον εαυτό σου σε απώλεια χωρίς να το συνειδητοποιείς.

Αρνήσε τον Χριστό αλλά όταν σου μιλήσουν για διάβολο και σατανισμό κάνεις χιλιόμετρα μακριά , γιατί; τι φοβάσαι; αν αρνήσε τον Χριστό δεν πιστεύεις και στο διάβολο, τοτε γιατι σε τρομάζει το σκοτός και οι δυνάμεις του; μήπως χτυπάει η συνείδηση μέσα σου και το εγώ σου δεν την ακούει;

Κάνεις τον μάγκα οτι Θεός δεν υπάρχει και άλλα τέτοια αλλά μόλις σου πει ο γιατρός ότι έχεις 6 μήνες ζωής τότε γυρνάς σαν βρεγμένη γάτα πίσω παρακαλώντας τον να σε κρατήσει ακόμα λίγο για να χορτάσεις την αχόρταγη και αμαρτωλή ζωή σου.

Η Ορθοδοξία γεννήθηκε απο την ανάσταση του Θεανθρώπου ενώ οι άλλες θρησκείες – αιρέσεις γεννήθηκαν απο την ανοησία των ανθρώπων για να χειραγωγήσουν τον εαυτό τους με προϊόν το Θεό.

Αρνήσε το Ευαγγέλιο χωρίς να το έχεις διαβάσει έστω μία φορά αλλά σε κουβέντες περι θρησκείας το παίζεις Ραβίννος Αρχιερέας. Απο την άλλη παίρνεις απο το Ευαγγέλιο οτι σε συμφέρει και το θεωρείς σωστό και ότι δεν σε συμφέρει η το θεωρείς λάθος το βαφτίζεις αλλοίωση των γραφών δια μέσου των αιώνων.

Κατηγορείς από τον καναπέ του σπιτιού σου τρώγοντας σουβλάκια τους ιερείς και την εκκλησία σαν Πόντιος Πιλάτος αλλά όποιος πάει να κρίνει εσένα γίνεσαι κέρβερος.

Θεωρείς οτι δεν υπάρχει Ανάσταση αλλά πηγαίνεις να πεις το Χριστός Ανέστη και να ντερλικώσεις το αρνί και τα κρασιά στο όνομα του Χριστού αλλά χωρίς Χριστό.

Όταν βλέπεις ή σου γίνεται θαύμα λές οτι έτυχε χωρίς να δεις την αιτιοκρατία γιατί και το πώς συνέβει. Αλλά απο την άλλη το δέχεσαι με χαρά.

Δεν πας να εξομολογηθείς διοτί λές οτι το κάνεις μπροστά στις εικόνες αγνοώντας οτι μια εικόνα δεν μπορεί να μιλήσει και να δώσει την ευχή της συγχώρεσης ενώ ο πνευματικός μπορεί, το οποίο έχρισε ο ίδιος ο Κύριος.

Υπάρχει μια άποψη συνήθως άθεων που αναφέρει οτι "Με βάφτισαν χωρίς να με ρωτήσουν". Ωραία τουλάχιστον μάθε γιατί βαφτίστηκες και τι σημαίνει αυτό και μετά κουβεντιάζουμε. Αν έχεις ένα παιδί 5 μηνών και πάθει λευχαιμία θα το ρωτήσεις για να το πας στο γιατρό να το θεραπεύσει ; φυσικά και όχι. Αυτό είναι και το βάπτισμα

Έχεις έφεση στον αρνητισμό και αυτό φαίνεται απο το εξής : Αν δώσεις σε κάποιον 2 βιβλία που το ένα θα έχει τίτλο "Ποιος ειναι πραγματικά ο Ιησους" και το άλλο "Ο Ιησους δεν υπήρξε" θα επιλέξει το δεύτερο και αυτό διοτι δεν έχουμε την ταπείνωση να μάθουμε πρώτα κάτι τι ειναι ώστε να το αρνηθούμε αλλά ο εγωισμός επιλέγει την οδό του αρνητισμού για να τραφεί και να χορτάσει με αοριστολογίες. Κάποιος έλεγε ότι καλύτερα η Αγία Γραφή να ήταν απόκρυφο διότι τότε θα το διαβάζανε όλοι.

Αγαπητέ αδερφέ μου ,Μήπως βρήκες τον εαυτό σου μέσα στο κείμενο;

Μήπως ήρθε η μέρα έστω να ερευνήσεις τα πράγματα;

Ο Χριστός χτυπάει την πόρτα της καρδιά σου κάθε λεπτό ενώ εσύ ακούς τις σειρήνες της αμαρτίας και τον αγνοείς. Άκουσε τον. Για ένα πράγμα να είσαι σίγουρος μόνο κακό δεν μπορεί να σου κάνει. Αντίθετα θέλει το καλό σου και την σωτηρία σου. Για αυτή την σωτηρία εκατομμύρια των αγιών μαρτύρησα με χάρα και μάλιστα κάνοντας θαύματα ακόμα και σήμερα.

Μήπως ήρθε η ώρα να δεις και άλλες πλευρές της ύπαρξης και να ερευνήσεις αυτές που αγνοείς ή έχεις ελάχιστη γνώση για αυτήν ;

Καλό ταξίδι αδερφέ όπως ελεγε και ο Πατέρας Παϊσιος ο ίσιος δρόμος ειναι ο ανηφορικός, εμπρός ξεκίνα και ο Κύριος θα σε βοηθά . . .Αμην

Sunday, 27 July 2014

"Dreams" By Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos


Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos

In the previous chapter we discussed fantasy and imagination, the damage they cause to our spiritual health, and how we can be ultimately healed of their negative influence.

Dreams are also closely linked with imagination, as we shall see in the following pages. Because many Christians are inexperienced in this aspect of spiritual warfare and incapable of dealing with the matter of dreams, they create problems for themselves. It is not uncommon for people to pay close attention to dreams and to examine what they dreamt the night before, without realising that by so doing they become dupes of the devil. There is also a tendency for people to examine dreams in accordance with the teachings and conclusions of secular psychotherapy, which are different from the Orthodox Tradition.

The holy Fathers were concerned about this issue. In the following pages I shall set out their teaching on dreams, the distorting consequences they have for man, and how they can be cured. It will become clear that the way the Fathers treat the subject of dreams deserves our attention.

1. What are Dreams?

St John Climacus gives a definition of dreams: “A dream is a movement of the nous while the body is at rest.” When the body is immobilised by sleep at night, the nous – not the rational faculty – continues working. This activity of the nous is what we refer to as dreams. Whereas dreams are an activity of the nous while the body is at rest, fantasy and imagination are an illusion of the eyes “when the mind is asleep. Fantasy is ecstasy of the nous, when the body is awake. Fantasy is the vision of something which does not exist in reality.” In other words, imagination is active while a person is awake, whereas dreams come into action during sleep.

There is a distinction between dreams and visions. “A vision is something seen more or less consciously when awake. A dream is something imagined during sleep” (St John Climacus). A person perceives visions by means of his senses, but he sees dreams through the action of his nous when his body is asleep.

Eκτρώσεις : Δικαίωμα ή Φόνος; Όλη η αλήθεια...


Ο αγαπητός αναγνώστης μας Βασίλειος, μας απέστειλε ένα κείμενο αγωνίας περί του θανάσιμου αμαρτήματος των εκτρώσεων χρησιμοποιώντας ως κύριες πηγές την ΠΕΦΙΠ και την Ι. Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου.


Η επιλογή αυτή του ανθρώπου, της διακοπής μιας κυοφορίας, ή ορθότερα του τερματισμού μιας κυοφορίας (δεν διακόπτεται, αφού δεν συνεχίζεται πάλι αργότερα, αλλά τερματίζεται, αφού σταματάει οριστικά αυτή, και αυτή η αστοχία στην ορολογία γίνεται σκόπιμα προκειμένου να συγκαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτό το θέμα˙ γι αυτό στη συνέχεια τη λέξη  διακοπή θα τη γράφουμε μέσα σε εισαγωγικά), που έχει ήδη αρχίσει μέσα στο σώμα μιας γυναίκας δεν είναι κάτι που άρχισε να συμβαίνει στην εποχή μας, αλλά σε αυτήν εδώ και μερικές δεκαετίες έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις λόγω της προόδου της τεχνολογίας, που την κάνει δυνατή πιο εύκολα, λιγότερο επώδυνα και με κάποια μεγαλύτερη ασφάλεια για την γυναίκα στην οποία ενεργείται.
Έτσι σε μια εποχή όπου υφίσταται μια υπερβολική χαλάρωση των ηθών με τις προγαμιαίες σχέσεις να αποτελούν κάτι συνηθισμένο, καθώς και με επιφανειακή πίστη στο Θεό, ώστε να αποφεύγεται η πολυτεκνία με τη λογική  πως δεν έχουμε δυνατότητα να μεγαλώσουμε περισσότερα παιδιά, πως θα τα αποκαταστήσουμε, αλλά και λόγω της επιδίωξης της ατομικής ανέσεως και καλοπέρασης, όταν οι μέθοδοι αντισύλληψης, όπου χρησιμοποιούνται για όλους τους παραπάνω λόγους αποτυγχάνουν και μια ανεπιθύμητη κυοφορία έρχεται, η επόμενη λύση της ‘διακοπής’ της κυοφορίας που προσφέρει με σύγχρονα μέσα (αλλά και παλαιότερα) η ιατρική, όταν μάλιστα αυτό συμβαίνει και σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας  πλέον,  αποτελεί πρόκληση.   
 
Πριν όμως προχωρήσουμε να κάνουμε μια τέτοια επιλογή, είναι  κάτι που μένει να μας απασχολήσει, αν μέσα μας υπάρχει ικανό να ενεργήσει έστω και σε μικρό βαθμό αυτό που λέγεται ‘ελεύθερη κρίση’ και χαρακτηρίζει τους ανθρώπους ως  κύριο γνώρισμά τους: Μήπως κάτι δεν πάει καθόλου καλά με αυτό που πάμε να κάνουμε και δεν πρέπει να το κάνουμε (εφόσον έχουμε ανθρώπινη συνείδηση που λέει ότι κάτι που είναι λάθος, και μάλιστα μεγάλο λάθος, δεν πρέπει να το κάνω) ακόμα και αν τότε, στην περίπτωση που δεν το κάνουμε, η ζωή μας φαίνεται για εμάς ότι θα γίνει πολύ δύσκολη, ως και αφόρητη ίσως,  ενώ αν το κάνουμε φαίνεται να λυτρωνόμαστε και να απαλλασσόμαστε;  Γιατί οπωσδήποτε όσο και να μας πιέζουν οι καταστάσεις να κάνουμε κάτι που δεν είναι καθόλου καλό, αλλά μεγάλο λάθος, και όσο και να φαίνεται ότι το να το κάνουμε αποτελεί μια λύση που θα μας ανακουφίσει, αυτό θα πρέπει με κάθε τρόπο να αποφύγουμε να το πράξουμε γιατί και αν προσωρινά φανεί πως βγήκαμε από το αδιέξοδο και απαλλαχτήκαμε, στη συνέχεια όμως θα αποδειχτεί ότι τελικά τα πράγματα έγιναν πολύ πιο άσχημα για μας και τότε θα καταλάβουμε ότι η κατάστασή που βρισκόμαστε επιδεινώθηκε περισσότερο.

Η απάντηση όμως σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να αναζητηθεί πουθενά αλλού παρά στο επίμαχο ζήτημα του αν  αυτό που κυοφορείται μέσα στη κοιλιά της γυναικός, μετά την επαφή με τον άντρα που έγινε και οδήγησε σε σύλληψη, είναι άνθρωπος ή όχι. Βέβαια αυτό το ερώτημα για πολλούς δεν υφίσταται καν, αλλά η απάντηση είναι δεδομένη, προφανής, δηλαδή ότι αμέσως μετά τη σύλληψη (ή ακριβέστερα μαζί με τη σύλληψη) η γυναίκα έχει μέσα στη κοιλιά της ένα έμβρυο, που είναι άνθρωπος ζωντανός με σώμα και ψυχή, έστω και αν το σώμα του είναι ακόμα στο αρχικό στάδιο ανάπτυξης, πολύ απλό και ασχημάτιστο.

Saturday, 26 July 2014

Arch.George Abbott of St. Gregorios on Mount Athos-On How Deification Becomes Possible


DEIFICATION IS POSSIBLE THROUGH THE UNCREATED ENERGIES OF GOD

In the Orthodox Church of Christ man can achieve deification because, according to the teachings of the Holy Bible and the Fathers of the Church, the Grace of God is uncreated. God is not only essence, as the West thinks; He is also energy. If God was only essence, we could not unite with Him, could not commune with Him, because the essence of God is awesome and unapproachable for man, in accordance with: ‘Never will man see My face and live’ (Exod. 33:20).

Let us mention a somewhat relevant example from things human. If we grasp a bare electric wire, we will die. However, if we connect a lamp to that wire, we are illuminated. We see, enjoy, and are assisted by the energy of electric current, but we are not able to grasp its essence. Let us say that something similar happens with the uncreated energy of God.

If we were able to unite with the essence of God, we too would become gods in essence. In other words everything would become a god, and there would be confusion so that, nothing would be essentially a god. In a few words, this is what they believe in the Oriental religions, e.g. in Hinduism, where the god is not a personal existence but an indistinct power dispersed through all the world, in men, in animals, and in objects (Pantheism).

Again, if God had only the divine essence – of which we cannot partake – and did not have His energies, He would remain a self-sufficient god, closed within himself and unable to commune with his creatures.

God, according to the Orthodox theological view, is One in a Trinity and a Trinity in One. As St. Maximus the Confessor, St. Dionysius the Areopagite, and other holy Fathers repeatedly say, God is filled with a divine love, a divine eros for His creatures. Because of this infinite and ecstatic love of His, He comes out of Himself and seeks to unite with them. This is expressed and realised by means of His energy or, better, His energies.

With these, His uncreated energies, God created the world and continues to preserve it. He gives essence and substance to our world through His essence-creating energies. He is present in nature and preserves the universe with His preserving energies; He illuminates man with His illuminating energies; He sanctifies him with His sanctifying energies. Finally, He deifies him with His deifying energies. Thus, through his uncreated energies, holy God enters nature, the world, history, and men's lives.

The energies of God are divine energies. They too are God, but without being His essence. They are God, and therefore they can deify man. If the energies of God were not divine and uncreated, they would not be God and so they would not be able to deify us, to unite us with God. There would be an unbridgeable distance between God and men. But by virtue of God having divine energies, and by uniting with us by these energies, we are able to commune with Him and to unite with His Grace without becoming identical with God, as would happen if we united with His essence.

So, we unite with God through His uncreated energies, and not through His essence. This is the mystery of our Orthodox faith and life.

Western heretics cannot accept this. Being rationalist, they do not discern between the essence and the energy of God, so, they say that God is only essence. And for this reason they cannot speak about man's deification (gr. theosis). Because, according to them, how could man be deified when they do not accept that the divine energies are uncreated, but regard them as created? And how could something created, i.e., something outside God, deify created man?

In order not to fall into pantheism, they do not speak at all about deification (gr. theosis). What then, according to them, remains as the purpose of man's life? Simply moral improvement. In other words, since man cannot be deified by means of divine Grace, the divine energies, what purpose does his life have? Only that he becomes morally better. But moral perfection is not enough for man. It is not enough for us simply to become better than before, to perform moral deeds. We have as our final aim to unite with holy God Himself. This is the purpose of the creation of the universe. This is what we desire. This is our joy, our happiness, and our fulfillment.

The psyche of man, who is created in the image and likeness of God, yearns for God and desires union with Him. No matter how moral, how good man may be, no matter how many good deeds he may perform, if he does not find God, if he does not unite with Him, he finds no rest. Because holy God Himself placed within him this holy thirst, the divine eros, the desire for union with Him, for deification (gr. theosis). He has in himself the erotic power, which he receives from his Creator, in order to love truly, strongly, selflessly, just as his holy Creator falls in love with His world, with His creatures. This is so that with this holy erotic impetus and loving power, he falls in love with God. If man did not have the image of God in himself, he would not be able to seek its prototype. Each of us is an image of God, and God is our prototype. The image seeks the prototype, and only when it finds it does it find rest.

In the fourteenth century, there was a great upheaval in the Church which was provoked by a Western monk, Barlaam. He heard that Athonite monks talked about deification (gr. theosis). He was informed that, after much struggle, cleansing of the passions, and much prayer, they became worthy to unite with God, to have experience of God, to see God. He heard that they saw the uncreated light which the holy Apostles had seen during the Transfiguration of our Saviour Christ on Mount Tabor.

But, having the Western, heretical, rationalistic spirit, Barlaam was unable to perceive the authenticity of these divine experiences of the humble monks, and so, he began to accuse the Athonite monks as though it was they who were deluded, heretical, and idolatrous. In other words he was saying that it was impossible for someone to see the Grace of God, because he knew nothing about the distinction between the essence and the uncreated energy of God.

Then, God's Grace brought out a great and enlightened teacher of our Church, the Athonite St. Gregory Palamas, Archbishop of Thessaloniki. With much wisdom and enlightenment from God, but also from his personal experience, he said and wrote much which taught, in accordance with the Holy Scriptures and the Holy Tradition of the Church, that the light of God's Grace is uncreated; that it is a divine energy. That, in fact, deified men see this light as the ultimate, the highest experience of deification (gr. theosis), and that they are seen within this light of God. This is the glory of God, His splendour, the light of Mount Tabor, the light of Christ's Resurrection and of Pentecost, and the bright cloud of the Old Testament. It is the real uncreated light of God, and not symbolic as Barlaam, and others like him, believed in their delusion.

Subsequently, in three great Synods at Constantinople, the whole Church justified St. Gregory Palamas, declaring that life in Christ is not simply the moral edification of man, but deification (gr. theosis), and that this means participation in God’s glory, a vision of God, of His Grace and His uncreated light.

We owe great gratitude to Saint Gregory Palamas, because, with the illumination he received from God, with his experience and his theology, he bequethed to us the teaching and eternal experience of the Church concerning the deification (gr. theosis) of man. A Christian is not a Christian simply because he is able to talk about God. He is a Christian because he is able to have experience of God. And just as, when you really love someone and converse with him, you feel his presence, and you enjoy his presence, so it happens in man's communion with God: there exists not a simply external relationship, but a mystical union of God and man in the Holy Spirit.

Even now, Westerners consider the divine Grace, or the energy of God, as something created. Unfortunately, this also is one of the many differences which must be seriously taken into consideration in theological dialogue with the Roman Catholics. It is not only the filioque, the primacy of authority, and the ‘infallibility’ of the Pope which are basic differences between the Orthodox Church and the Papists. It is also the above. If the Roman Catholics do not accept that the Grace of God is uncreated, we cannot unite with them even if they accept all the other points. For who is able to effect deification (gr. theosis), if divine Grace is a creation and not an uncreated energy of the All-Holy Spirit? 

Source-http://www.greekorthodoxchurch.org

Friday, 25 July 2014

Η Επιλογή της Ευτυχίας...


 Ήταν κάποτε μια γριούλα που αφού γέρασε αρκετά αποφάσισε πως καλύτερα θα ήταν για την ίδια, να μπει σε κέντρο φροντίδας ηλικιωμένων ατόμων. Έτσι ετοίμασε μια μικρή βαλίτσα και με ένα ταξί πήγε. Η νοσοκόμα που γνώριζε για την άφιξη της, την πλησίασε και της είπε:

-Ελάτε παρακαλώ να σας δείξω το δωμάτιο σας πριν το ετοιμάσουμε.

-Μα δεν χρειάζεται να το δω. Ετοιμάστε το, απάντησε η γριούλα.

-Μα έχετε επιλογή ανάμεσα σε 3 είδη αν θέλετε να τα δείτε και να διαλέξετε πιο από όλα σας αρέσει πιο πολύ.

-Δεν χρειάζεται καλή μου, επανάλαβε η γριούλα. Δεν χρειάζεται να το δω, μου αρέσει ήδη.

-Μα πως? Ξαναρώτησε η νοσοκόμα. Αφού δεν το είδατε.

-Δεν χρειάζεται να το δω. Έχω ήδη αποφασίσει ότι μου αρέσει, απάντησε με ένα ζεστό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο γλυκό αλλά γερασμένο προσωπάκι της.

Τότε η νοσοκόμα της έδειξε το ένα απ τα 3 δωμάτια και την συνόδεψε μέχρι εκεί. Η γριούλα την ευχαρίστησε και η νοσοκόμα την ρώτησε ξανά με κάποιο δισταγμό.

-Είστε σίγουρα εντάξει? Τώρα που το είδατε συνεχίζετε να πιστεύετε ότι αυτό σας αρέσει? Χωρίς να δείτε και τις άλλες δύο επιλογές?

-Μα φυσικά. Πολλά πράγματα στη ζωή κορίτσι μου, της απάντησε η γριούλα, δεν θέλουν πολύ σκέψη. Είναι θέμα απόφασης και αγάπης. Αποφάσισα ότι θα το αγαπώ χωρίς να μπω στην διαδικασία να διαλέξω ανάμεσα σε άλλα. Σάμπως μια γυναίκα άμα γεννήσει το παιδί της, όσο άσχημο και αν είναι δεν θα το αγαπάει? Άσε που δεν θα το δει ποτέ άσχημο. Είναι θέμα απόφασης και αγάπης.

 -

Ας μην γελιόμαστε: τίποτα δεν είναι εύκολο και όλα είναι στο χέρι μας. Μα κυρίως, όλα είναι θέμα νου. Ο νους που αποφασίζει -και πρέπει να αποφασίζει- να ευτυχήσει, αντί να επιλέξει τον εύκολο δρόμο του παράπονου και της εγκατάλειψης.



Μην εγκαταλείπετε την ελπίδα, την προσπάθεια, την αισιοδοξία και την απλότητα. Διότι τελικά, αυτή η παραγκωνισμένη απλότητα, στην σκέψη και στις επιλογές, είναι η χαμένη δίδυμη αδελφή της ΕΥΤΥΧΙΑΣ.

 Ευχαριστίες στον Σπύρο Γκ

Πηγή: istologio.org

St. John Maximovitch- ON THE LITTLE THINGS IN LIFE

 
THE LITTLE THINGS IN LIFE
By St. John Maximovitch.


Many people believe that to live according to the faith and to fulfill the will of God is very difficult. Actually—it’s very easy. One needs only attend to details, to trifles, and try to avoid evil in the slightest and most trivial things. This is the simplest and surest way to enter the world of the spirit and draw near to God. 

A man often thinks that the Creator demands great things of him, that the Gospel insists on complete self- sacrifice, the abolition of one’s personhood, etc., as a condition of faith. A man is so frightened by this that he begins to be afraid of becoming acquainted with God, of drawing near to God, and hides himself from God, not even wishing to look into God’s Word. “If I can’t do anything important for God, then I’d just better stay away from things spiritual, stop thinking about eternity, and live ‘in a normal way’.”


There exists at the entrance to the spiritual realm a “hypnosis of great deeds:” one must either do some big thing or do nothing. And so people do nothing at all for God or for their souls! It is very strange—the more a man is devoted to the little things of life, the less he wishes to be honest or pure or faithful to God in those same little things. And, moreover, each one must adopt a correct attitude toward little things if one wishes to come near to the kingdom of heaven.


Wishes to come near: In this is summed up all the difficulties of the religious life. Often one wishes to enter into the kingdom of heaven quite unexpectedly, in some miraculous and magical way, or, by right—through some kind of great feat. But neither the one nor the other is the right way to find the higher world. One does not enter God’s presence in some wondrous manner while remaining indifferent on earth to the needs of the kingdom of God and its bright eternity, nor can one purchase the treasures of the kingdom of God by some kind of eternal act, however great that act might be. Yet good deeds, holy deeds are necessary for one to grow into a higher life, a bright will, a good desire, a heavenly psychology, a heart that is both pure and fair.


A glass of water: Verily, verily I say unto you that whosoever offers one of the least of these but a cup of cold water, in the name of a disciple, shall not lose his reward. In this saying of the Lord is the highest expression of the smallness of the good. “A glass of water”—this is not much.


Communicating in good spirit: In every communication between people there must without fail be a good spirit: this spirit is Christ, openly manifest or hidden. “In the name of a disciple:” this is the first step in communicating with another person in the name of Jesus Christ Himself.  Many people, not as yet knowing the Lord and the wondrous fellowship in His Name still have among themselves an unselfish, pure and human fellowship which brings them ever closer to the Spirit of Christ.


The lesser good is necessary: As a matter of fact, the lesser good is more necessary for mankind than the greater. People can get along with their lives without the greater good; without the lesser they cannot exist. Mankind perishes not from a lack of the greater good, but from an insufficiency of just this lesser good. The greater good is no more than a roof, erected on the brick walls of the lesser good.


The lesser, easier good was left on this earth for man by the Creator Himself, who took all the greater good upon Himself. Whosoever does the lesser, the same creates—and through him the Creator Himself creates—the greater good. Of our little good the Creator makes His Own great good. For as our Lord is the Creator who formed all things from nothingness, so is He more able to create the greater good from the lesser.


Through such lesser, easy work, done with the greatest simplicity, a man is accustomed to the good and begins to serve it with his whole heart, sincerely, and in this way enters into an atmosphere of good, lets down the roots of his life into new soil, the soil of the good. The roots of human life quickly accommodate themselves to this good earth, and soon cannot live without it... Thus is a man saved: from the small comes the great. “Faithful in little things” turns out to be “faithful in the greater.”


Our moral sense: Lay aside all theoretical considerations that it is forbidden to slaughter millions, women, children, and elderly; be content to manifest your moral sense by in no way killing the human dignity of your neighbor, neither by word, nor by innuendo, nor by gesture. Do not be angry over trifles against your brother vainly (Mt 5:22) or in the daily contacts of life speak untruth to your neighbor. These are trifles, small change, of no account; but just try to do this and you will see what comes of it.
Prayer: It is hard to pray at night. But try in the morning. If you can’t manage to pray at home than at least as you ride to your place of employment attempt with a clear head the “Our Father” and let the words of this short prayer resound in your heart. And at night commend yourself with complete sincerity into the hands of the Heavenly Father. This indeed is very easy.


And give, give a glass of cold water to everyone who has need of it; give a glass filled to the brim with simple human companionship to everyone that lack it, the very simplest companionship...


O wondrous path of little things, I sing thee a hymn! Surround yourselves, O people, gird up yourselves with little works of good— with a chain of little, simple, easy and good feelings which cost us naught, a chain of bright thoughts, words and deeds. Let us abandon the big and the difficult. That is for them that love it and not for us for whom the Lord in His Mercy, for us who have not yet learned to love the greater, has poured forth the lesser love everywhere, free as water and air.

Vol. 12, Issue 05-06 Orthodox - Heritage,

Thursday, 24 July 2014

"ΜΟΝΟ Ο ΘΕΟΣ ΤΟ ΞΕΡΕΙ!"


Κάποτε ζούσε σ' ένα χωριό κάποιος φτωχός γέροντας, ο οποίος είχε ένα όμορφο άλογο που τον βοηθούσε στις γεωργικές του ασχολίες και το οποίο ήταν τόσο όμορφο και δυνατό, ώστε ήταν γνωστό σε όλη τη γύρω περιοχή.
Κάποια μέρα, ένας πρίγκιπας που εντυπωσιάστηκε από τη φήμη και το παρουσιαστικό του αλόγου, θέλησε να το αγοράσει, προσφέροντας στον γέροντα ένα υπέρογκο ποσό. Αυτός, όμως, αρνήθηκε να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο, µε το οποίο είχε δεθεί τόσα χρόνια, και επέστρεψε στο χωριό του.
-"Μα καλά είσαι ανόητος;" ρωτούσαν οι συγχωριανοί του.
"Πούλα το άλογο για το καλό σου,
θα πιάσεις πολλά χρήματα και θα είσαι ευτυχισμένος!"
-"Ααα, εμένα το άλογο με βοηθά στην εργασία μου...
Καιποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό;" απαντούσε ο γέροντας,
"Μόνο Ο Θεός το ξέρει!"
Οι μέρες περνούσαν και το άλογο παρέμενε αχώριστη συντροφιά του γέροντα.
Ένα πρωί ξύπνησε και είδε ότι το άλογό του είχε φύγει.
Οι συγχωριανοί του μαζεύτηκαν για να του εκφράσουν τη λύπη τους:
-"Τι μεγάλο κακό που σε βρήκε, τώρα ποιος θα σε βοηθά στις δουλειές σου;
Ήσουν ανόητος που δεν πούλησες το άλογο.
Τώρα δεν έχεις ούτε τα χρήματα, ούτε το άλογο".
Ο γέροντας με τη χαρακτηριστική ηρεμία του απαντούσε:
-"Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό; Μόνο Ο Θεός το ξέρει!"
Οι χωριανοί απομακρύνονταν νομίζοντας ότι του γέρου του έχει σαλέψει..
Ύστερα από λίγες μέρες το άλογο επέστρεψε στη μάντρα του γέροντα, μαζί µε μερικά άλλα πανέμορφα άγρια άλογα που είχε συναντήσει στο δάσος.
Μαζεύτηκαν ξανά οι συγχωριανοί και του έλεγαν:
-"Τι τυχερός που είσαι! Σου έτυχε μεγάλο καλό,
αφού τώρα έχεις περισσότερα άλογα να σε βοηθούν."
Ο γέροντας τους απάντησε:
-"Και ποιος ξέρει τι είναι καλό και τι κακό.. Μόνο Ο Κύριος γνωρίζει!
Πάντως, είμαι ευχαριστημένος που το άλογό μου γύρισε.
Οι συγχωριανοί του τον κοιτάζανε πάλι περιφρονητικά.
Μετά από λίγες μέρες, ο γιος του, καβαλικεύοντας ένα από τα άλογα,
έπεσε κι έσπασε τα πόδια του, μένοντας ανήμπορος.
Μαζεύτηκαν πάλι οι χωριανοί λέγοντας:
-"Τι κακό που σε βρήκε! Με τα άλογα που ήρθαν, έχασες τελικά το δεξί σου χέρι στις δουλειές – τον γιο σου – που υποφέρει τώρα από τους πόνους
και ίσως υποφέρει για όλη του τη ζωή."
Ο γέρος απαντούσε πάλι:
-"Ποιος ξέρει ... μόνο Ο Θεός γνωρίζει τι είναι καλό και τι κακό!"
Δεν πέρασε μια βδομάδα από αυτό το ατύχημα και μια γειτονική χώρα κήρυξε τον πόλεμο στη χώρα του. Πέρασε, λοιπόν, και από την πόλη του ο στρατός και επιστράτευσε όλους τους νέους άντρες της πόλης.
Δεν πήραν, φυσικά, τον γιο του, που είχε σπασμένα πόδια,
κι έτσι δεν έλαβε μέρος στις άγριες μάχες που ακολούθησαν.
Ήρθαν πάλι οι συγχωριανοί και έλεγαν:
-"Είσαι πολύ τυχερός, αφού οι γιοι όλων μας πάνε να σκοτωθούν στον πόλεμο, ενώ εσύ θα έχεις τον γιο σου πάντα κοντά σου."
Και ο γέροντας τούς απάντησε με τρυφερότητα:
-"Εμείς οι άνθρωποι δεν ξέρουμε ποτέ αρκετά, για να κρίνουμε αν κάτι είναι ευλογία ή συμφορά. Ακόμη αδελφοί μου δεν το καταλάβατε:
Μόνο Ο Θεός γνωρίζει το καλό και το κακό μας!!"
Πρέπει λοιπόν να δείχνουμε απόλυτη εμπιστοσύνη Στον Θεό μας, όχι στα λόγια αλλά έμπρακτα! Υπάρχει άραγε περίπτωση αν αφεθούμε όπως ένα μικρό παιδί στο Θέλημά του, να νιώσουμε ποτέ θλίψη, άγχος , στενοχώρια;