Friday, 31 January 2014

ΕΝΑ ΗΡΩΑΣ 13 ΕΤΩΝ ΜΕ ΚΑΡΚΙΝΟ ΠΟΥ ΝΙΚΗΣΕ ΟΡΘΟΔΟΞΩΣ ΤΟΝ ΦΟΒΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ!!


«Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο».

Ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου
στὸ 2ο Συμπόσιο Νοσηλευτικῆς Ὀγκολογίας
στό Γενικό Νοσοκομεῖο τῆς Ἀεροπορίας 251,
τό  φθινόπωρο τοῦ 2013
.                      […] Πρόκειται γιά ἕνα παιδί πού προσβλήθηκε ἀπό καρκίνο σέ ἡλικία 13 ἐτῶν καί τελικά πέθανε σέ ἡλικία 18 ἐτῶν. Ἦταν ἕνα ζωηρό παιδί μέ ὄνειρα γιά τήν ζωή, μέ ἔντονη κοινωνική δραστηριότητα, τό ὁποῖο ὅμως κατά τήν διάρκεια τῆς ἀντιμετώπισης τοῦ καρκίνου βοηθήθηκε ἀπό τήν μάνα του καί χρησιμοποίησε τήν νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
.                     Τήν ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθενείας περιγράφει ἡ μάνα του σέ βιβλίο πού κυκλοφορεῖ μέ τόν τίτλο «ὑπόσχεση».[…]
.                       […] Ὅταν τό παιδί ἀρρώστησε στήν ἡλικία τῶν 13 ἐτῶν ἄρχισε μιά συναρπαστική περιπέτεια. Ἀπό τήν μιά μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ἡ ἀσθένεια, χρησιμοποιώντας ὅλες τίς μεθόδους, ἰατρικές θεραπεῖες, ἐναλλακτικές θεραπεῖες, ψυχολογικές, διαλογισμός, ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἔπρεπε νά ἀντιμετωπισθῆ ὁ ψυχικός πόνος καί τῶν δύο, ἀλλά κυρίως τό πρόβλημα τοῦ θανάτου πού ἐμφανίσθηκε μπροστά τους.
Τό παιδί «ἦταν πανέξυπνο, ἐρευνητικό μυαλό, ἔψαχνε γιά τά πάντα καί διψοῦσε γιά τή γνώση». Ἡ μάνα «γαλουχήθηκε μέ τό ὅραμα ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Ἡ γενιά τοῦ Πολυτεχνείου, οἱ τελευταῖοι μαρξιστές, πίστεψαν σ’ αὐτό τό δόγμα». «Μέ τήν ἔπαρση τῆς ἀριστερῆς ἰδεολογίας κάποτε, ἦταν φουσκωμένη μέ ὁράματα, ἰδέες, λύσεις».
.                      Καί ὅταν ἦλθε ὁ καρκίνος, ἐμφανίσθηκε καί μιά ἄλλη πραγματικότητα. Τό ἐρώτημα τοῦ παιδιοῦ στήν μάνα ἦταν ἀδυσώπητο: «Τί γίνεται μετά τό θάνατο; ὅλα τέλος;». Καί ἡ μάνα του αἰσθάνθηκε νά σπάζουν τά μούτρα της «ὅταν κατάλαβε τό ἀτελές τοῦ συστήματος τοῦ κόσμου». Καί διηγεῖται: «Πῶς νά τόν ἱκανοποιήσω μέ ἀπαντήσεις ρηχές μέσα ἀπό τήν σφαίρα τῆς λογικῆς καί τόν κόσμο τοῦ ὀρθολογισμοῦ; Ἄθελά μου, ἐντελῶς μηχανιστικά ἀπό τή δική μου πλευρά, τοῦ ἔστρεψα τήν προσοχή στήν προσευχή. Ἔτσι, ὅπως θά ἔκανε ἡ μάνα μου. Προσευχή γιά νά τιθασεύσει τόν ἀβάσταχτο πόνο. Καί τότε ὁ πόνος ἄρχισε νά δουλεύει θεραπευτικά γιά τήν ψυχή τοῦ Βανή, ἐνῶ ἐμένα ἀπειλοῦσε νά μέ συνθλίψει. Ὁ πόνος, ἄν δέν σέ καταστρέψει, θά σέ ἀναστήσει».
.                      Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες … κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο.
.                      Ἡ ὅλη περιπέτεια τῆς ἀσθένειας ἦταν συγκλονιστική. Ἡ ἴδια διηγεῖται:
«Ἡ “ἐμπειρία” τοῦ καρκίνου πού ζήσαμε, δέν ἦταν ἁπλά μιά “κατάσταση” στή ζωή μας. Ἦταν ἡ ἴδια ἡ ζωή στήν ὁριακή της πλευρά μέ τό θάνατο. Ἀπό τίς πρῶτες μέρες τό ἴδιο τό παιδί μου κοιτάζει κατάματα τό ἐνδεχόμενο τοῦ θανάτου του καί ρωτάει: “τί γίνεται μετά τό θάνατο; Ὅλα τέλος;” Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα ἀρχίζει μία ἀναζήτηση στά τρίσβαθα τοῦ εἶναι μας. Ἡ ἐρώτηση ἦταν τέτοια πού σχετιζότανε οὐσιαστικά μέ τό σκοπό τῆς ὕπαρξής μας.
Ἤδη τό νόημα τῆς ὕπαρξης γιά μένα εἶχε θρυμματιστεῖ. Μέ τό χρόνο, διαπίστωσα ὅτι ἡ ἐπιστήμη, ἡ ἰατρική, ὅπως καί τά διάφορα ψυχοθεραπευτικά καί φιλοσοφικά ρεύματα, ἀδυνατοῦν νά δώσουν ἱκανοποιητικές ἀπαντήσεις σέ ὁριακά ζητήματα τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου. Μοῦ πῆρε πολύ χρόνο ἐπίσης νά διαπιστώσω ὅτι, ὅσο καί ἄν πασχίζουν ἡ ἐπιστημονική ἔρευνα, ἡ ἐξέλιξη τῆς ἰατρικῆς, ἡ ἀνάπτυξη τῆς τεχνολογίας καί ἡ παρουσία ἀναρίθμητων ψυχοθεραπευτικῶν συστημάτων, ἀδυνατοῦν νά διαχειριστοῦν καί νά ἀπαντήσουν σέ ζητήματα πού ἅπτονται τῆς ἠθικῆς, τῆς ἐλεύθερης βούλησης καί τοῦ πόνου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου». 
Ἡ μάνα ἀγαποῦσε μυστικά καί αἰσθητά, ὠθοῦσε τό παιδί της στήν προσευχή. Καί ἐκεῖνο ἀνταποκρινόταν μέ θαυμαστό τρόπο. Προσευχόταν, ἀναζητοῦσε τήν ἡσυχία. «Ἀνακάλυπτε τόν ἑαυτό του. Προχωροῦσε στήν αὐτογνωσία. Καθόριζε τήν ψυχή του, σέ σχέση μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους γύρω του. Ἀπελευθερωνόταν ἀπό μικρόψυχους κλυδωνισμούς καί ἐξαρτήσεις. Προσπαθοῦσε ν’ ἀντέξει τόν ἑαυτό του, νά τόν κυριαρχήσει. Φαινόταν στόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπιζε τούς ἀπανωτούς πόνους καί τίς δυσοίωνες διαγνώσεις. Πάσχιζε νά ἐλευθερωθεῖ».
 «Ἡ στάση του ἀπέναντι στό καρκίνο ἦταν ἡρωική. Πάλη ἄνιση, ἀγώνας μέχρι τό τέλος, ἀγόγγυστος καί ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ-ΥΠΟΜΟΝΗ. Ἡ ὑπομονή του δέν εἶχε κανένα στοιχεῖο ἠττοπάθειας ἤ παραίτησης. Ἦταν σκληρή ἀποδοχή τῆς πραγματικότητας. Ἡ ὑπομονή του, τοῦ ἔδωσε χρόνο καί γαλήνη νά στραφῆ στό πνεῦμα του. Ἀνακάλυψε τήν προσευχή, σιωπηλά. Αὐτή τόν ἀπογείωσε. Τόν ἔκανε νά ξεπεράσει τόν ἑαυτό του, νά βγεῖ ἔξω ἀπό τόν ἑαυτό του. Μεταμόρφωσε τόν χαρακτήρα του, τήν ἐγωπάθειά του. Τόν ὁδήγησε ν’ ἀγαπήσει δυνατά. Ἔφυγε σάν ἀετός, ἐλεύθερος!».
Κατά τήν διάρκεια τῆς ἀσθένειας τοῦ καρκίνου ἀνακαλύφθηκε ἕνας ἄλλος κόσμος, μυστικός, πνευματικός. Γράφει ἡ μάνα:
.                      Ἄν ἡ νηπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας βοηθᾶ κάθε ἄνθρωπο, εἴτε εἶναι ἄρρωστος εἴτε ὄχι, πολύ περισσότερο βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο πού πάσχει ἀπό καρκίνο.
.                      «Ὁ Μίνως (Βανῆς) εἶχε μάθει τούς νόμους τῆς σιωπῆς, τήν εὐεργετική θεραπεία τῆς ἡσυχίας. Ἤξερε πότε ν’ ἀποσυρθεῖ, πότε νά ἐπικοινωνήσει. Αὐτός καί ἡ μάνα του μιλοῦσαν καί μέ τά βλέμματα. Ἐκείνη διάβαζε τά μάτια του. Γνώριζε τί συντελοῦνταν μέσα του. Δέν τῆς ἐπιτρεπόταν νά παραβιάσει τήν ἡσυχία του. Ἤξερε πότε θά τοῦ πιάσει τήν παλάμη νά προσευχηθοῦν μαζί. Ἐκείνη τήν ἱερή στιγμή, ὁ Μίνως (Βανῆς) δέν δυσανασχετοῦσε. Ἀντίθετα, τό περίμενε. Ἤξερε πότε νά τόν ἀφήσει μόνο, στήν ἐντελῶς προσωπική του “κοινωνία” μέ τόν Θεό. Ἱερές στιγμές μέ ἰδιαίτερο μυστικό, ἐκστατικό νόημα. Μετά τόν παρακολουθοῦσε νά βγαίνει μέσα ἀπό μιά ἄλλου χαρακτήρα καί πέραν τῆς αἰσθητῆς φύσεως κατάσταση, μέ νοῦ καθαρό σάν κρύσταλλο, ἑνωμένο μέ τήν καρδιά. Ἀπαλλαγμένο ἀπό τίς ἀπαιτήσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀποδεσμευμένο ἀπό τή φαντασία καί τή γνώση. Ἀπελευθερωμένο ἀπό τά δεσμά αὐτῆς τῆς ζωῆς καί τά ζητήματα πού μᾶς καῖνε. Ὁ νοῦς ὁλοφάνερα εἶχε συναντήσει κάτι ἀνώτερο, εἶχε συνδεθεῖ μέ τήν ἀληθινή γνώση. Τήν τέλεια γνώση. Γι’ αὐτό παρέμενε ἀτάραχος, σίγουρος, γαλήνιος, χωρίς καθημερινούς συλλογισμούς, χωρίς τό φόβο τοῦ θανάτου. Ἡ μάνα του τόν ἔβλεπε μέ θαυμασμό γιά τή δύναμη ψυχῆς πού ἐξέπεμπε, γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τῆς μιλοῦσε, γιά μιά ἐνέργεια ἐσωτερική, ἄλλου βεληνεκοῦς, ἀκατανόητη». 
Ἡ οἰκογένεια χρησιμοποιώντας τίς δυνατότητες πού δίνει ἡ ἰατρική ἐπιστήμη, ἀλλά καί οἱ ἐναλλακτικές θεραπεῖες ἔδωσε τήν δυνατότητα νά γίνουν διάφορες ἐσωτερικές διεργασίες. Γράφει: 
«Ὄντως ὅμως ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς φρικτές σωματικές ὀδύνες, ὁ νοῦς του παρέμενε εἰρηνικός καί ἔψαχνε προσευχόμενος. Δέν ἱκανοποιοῦνταν ἀπό τίς λογικές ἀπαντήσεις καί τόν παρακολουθοῦσα νά ἀποζητᾶ τήν ἡσυχία πολλές φορές καί μετά νά ἐπιστρέφει στή φυσιολογική ζωή ἤρεμος, δημιουργικός, δυνατός. Συγκεντρωνότανε σίγουρα σέ μιά προσωπική ἐνδοσκόπηση καί πήγαινε παραπέρα. Ἀκολουθοῦσε μέ καθαρή καρδιά πνευματικά μονοπάτια, ἀναζητώντας τήν πηγή πού θά τοῦ πρόσφερε τήν ἀληθινή γνώση. Ὁ Βανῆς ἀνέπτυξε μιά ἐκπληκτική ἐσωτερική διαύγεια καί πρέπει νά ἄρχισε μέσα του μιά σπάνια ἐσωτερική διεργασία. Εἶχε μιά καθαρή συνειδητότητα γιά τήν ἀσθένειά του, τόν κόσμο, ὅσα συνέβαιναν γύρω του, γιά τό Θεό. Ἔδειχνε ἀκλόνητος ἀπό τίς ὑποτροπές καί τά βάσανά του. Ὁ νοῦς του ἦταν καθαρός, ὑγιής, χωρίς ἀλλοιώσεις μέ ἀπωθημένες ἐπιθυμίες ἤ ἄλυτα προβλήματα. Ἀπαλλαγμένος ἀπό τίς δυσκολίες καί πάνω ἀπ’ ὅλα ἀπό τό φόβο. Τό σῶμα του ἦταν ἄρρωστο ὁ νοῦς του ὅμως καί ἡ καρδιά του δέν ἀρρώστησαν. Τήν ἀλλαγή του αὐτή δέν τήν ὁμολογοῦσε οὔτε εἶχε φαίνεται τήν ἀνάγκη νά τήν συζητάει. Τίς σκέψεις του ὅμως τίς ἔγραφε. Καί βέβαια μόνο μιά μάνα μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ καί νά καταλάβει ὅτι κάτι διαφορετικό συμβαίνει στό παιδί της». 
Μετά τήν περιπέτεια αὐτή ἡ μάνα κατάλαβε τήν ἀξία τοῦ πόνου, ὅταν ὁδηγῆται ὁ ἄνθρωπος στήν νοερά προσευχή. «Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀσθενεῖς οἱ πολύ πονεμένοι, πού καταφέρνουν καί ἐπιτυγχάνουν, μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς, αὐτήν τήν ἕνωση, μεταμορφώνονται σ’ ἄλλου εἴδους ἀνθρώπων. Ἀλλά αὐτό γίνεται μέσα ἀπό τόν πολύ πόνο. Μόνο ὁ ἀβάσταχτος, ὁ βαθύς πόνος φέρνει τήν ἀναγέννηση, τό νέο ἄνθρωπο». 
Ἡ μάνα αὐτή καί μετά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της ἀνακάλυψε «τή δυνατότητα θεραπείας τοῦ νοῦ πού εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ, μόνον ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου “ἀποκαλυφθεῖ”». Αὐτό γίνεται μέ τήν «ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ», ὅταν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου «εἶναι συνδεδεμένος μέσω τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τό Θεό, ὅπως λένε οἱ νηπτικοί πατέρες τοῦ Χριστιανισμοῦ». Ἔμαθε «ὅτι τό βασικό πρόβλημα στήν ζωή μας εἶναι ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ»· ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό τήν λογική ἐνέργεια ἔχει καί τήν νοερά ἐνέργεια καί ὅτι καλλιεργοῦμε «ἔντονα τή λογική» καί ἀναπτύσσουμε «ὑπερβολική δράση» καί ὅτι «ἔχουμε παραμελήσει τήν ἄλλη ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, τό νοῦ, πού εἶναι τό κέντρο ὕπαρξης τοῦ ἀνθρώπου». Γνώρισε «τή θεραπευτική ἀγωγή πού ἔχει ὁ Χριστιανισμός καί ἰδιαίτερα ἡ Ὀρθόδοξη Διδασκαλία καί παράδοση τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς πίστης μας, κάτι πού σήμερα ἔχει χαθεῖ», «τό θεραπευτικό χαρακτήρα καί τή σωτηριολογική σημασία πού ἔχει ἡ Χριστιανική πίστη, πού εἶναι ἀποκεκαλυμμένη πίστη», ὅτι ἐκτός ἀπό τούς φυσικούς νόμους «πού προάγουν τό φυσικό ὑλικό κόσμο καί πού ἀποδεικνύονται συνεχῶς ἀνεπαρκεῖς νά ἐπιλύσουν λεπτότερα θέματα, ὅπως προανέφερα, ἠθικῆς, ζωῆς, θανάτου», «πρέπει νά ὑπάρχουν καί πνευματικοί νόμοι πού λειτουργοῦν καί ρυθμίζουν τήν ὑλική μέ τήν πνευματική μας ὑπόσταση».
.                      Τό σημαντικό εἶναι ὅτι τό παιδί εἶχε ἕναν ἤρεμο θάνατο, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ ἴδια ἡ μάνα μετέτρεψε τόν πόνο της σέ ἐλευθερία, ἀγάπη καί δημιουργικότητα, ὅπως τό παρουσιάζει ἐκπληκτικά […] «Δέν αἰσθάνομαι ἡρωίδα γιά τόν ἀγώνα πού δώσαμε σάν οἰκογένεια καί πού τόσες ἄλλες οἰκογένειες δίνουν. Ὅμως, ἡ διδασκαλία καί ὁ λόγος τῆς χριστιανικῆς πίστης σάν θεραπευτικῆς ἀγωγῆς πού διατυπώνετε μέσα ἀπό τό ἔργο σας μ’ ἔσωσαν πνευματικά καί ψυχικά, τά μετέδωσα καρδιακά στό ἄρρωστο παιδί μου κι αὐτό μέ τήν σειρά του μοῦ τό ἀνταπέδωσε στήν πράξη. […] ».
.                      Πολλοί ἄνθρωποι σήμερα, ἀκόμη καί Κληρικοί πού ζοῦν στήν Ἐκκλησία, ἔχουν μιά κακή ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία. Ἄλλοι τήν ἐκλαμβάνουν ὡς μιά Θρησκεία πού ἱκανοποιεῖ τά θρησκευτικά συναισθήματα τῶν ἀνθρώπων, ἄλλοι τήν θεωροῦν ὡς ἕνα ἰδεολογικό σύστημα πού ἀντιτάσσεται σέ ἄλλα ἰδεολογικά συστήματα, ἄλλοι ὡς μιά κοινωνική ὀργάνωση πού ἀσχολεῖται μόνον γιά τήν ἀντιμετώπιση διαφόρων κοινωνικῶν ἀναγκῶν. Ὅμως, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει πολλές θεραπευτικές δυνατότητες πού παραμένουν ἄγνωστες ἤ ἀναξιοποίητες, κυρίως δίνει νόημα στήν ζωή τῶν ἀνθρώπων, θεραπεύει τόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου, καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἀντιμετωπίζη σωστά ὅλα τά προβλήματά του καί νά ὑπερβαίνη καί αὐτόν τόν θάνατο. Τόν θάνατο ἤ μπορεῖ νά τόν ἀγνοήση κανείς ἤ νά βρεθῆ κάτω ἀπό τήν ἀσφυκτική πίεσή του ἤ νά τόν ὑπερβῆ, νά νικήση τόν φόβο πού προξενεῖ. Ἡ Ἐκκλησία ἀποβλέπει σέ αὐτό τό τελευταῖο, στήν ὑπέρβαση τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καί αὐτοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ θανάτου, ἀρκεῖ νά βρεθοῦν οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι νά κάνουν αὐτό τό ἔργο.
 […]

Πηγή-hristospanagia3.blogspot.ca

On the exhaustion of love...


“Watch ye, stand fast in the faith, quit you like men, be strong. Let all your things be done with love” (1 Cor. 16, 13-14).


In the Church of Corinth, founded by the apostolic labors of the holy Apostle Paul during his second journey (circa 53 A.D.), discord and division occurred. After Apostle Paul had departed from the city of Corinth, various false teachers appeared there, who began to belittle the dignity of the apostles, in order to elevate themselves in the eyes of the newly-converted Corinthian Christians. In this they were so successful that local Christians became divided into parties, each choosing a different teacher for itself.

When he learned of this, Apostle Paul became greatly saddened, knowing that, according to the Gospel, no house or church divided would be able to stand. Consequently, the same fate could befall the Corinthian Church. In order to summon all the faithful to unity, Apostle Paul wrote them an epistle explaining the principles of the Christian faith and a Christian outlook in general.

What once took place among the Christians of Corinth, is currently taking place among us. Due to extraordinary discoveries in the fields of technology and science, and the development of the arts and commerce, etc., the present age can easily be called an age of progress; however, in terms of spirituality, religiousness, church attendance and morality, – it leaves much to be desired! This is confirmed in modern society by a universal and passionate pursuit of material gain.

In modern man belief in the Lord God has become faint, if not completely dissipated. This is the cause of all our dissensions. Such weakening of faith permeates our consciousness. Our consciousness then becomes desensitized to our spiritual needs which leads to spiritual paralysis. This, in turn, leads to our lack of understanding – and lack of a desire to understand – the needs of others.

Christianity is founded upon these three: faith, hope and love. As long as time continues to exist for us, faith and hope must also exist, but when time ceases, i.e. after we pass from temporal life into eternal life, especially after the Last Judgment, faith and hope will cease to exist, and only love will remain.

The Orthodox Church teaches us that love is eternal, while faith and hope are temporal. Thus the apostolic advice: let all your things be done with love – remains forever appropriate.

Love unites everything, secures everything. Love is the sum total of all virtues. And it is love that is so sadly lacking in our times.

Love, like any other Christian virtue, does not vaunt itself, does not openly flaunt itself in the street, as does vice. Love conceals itself from the gaze of others and is recognized only by the fruit it bears.

There are occasions, naturally, when love proclaims itself firmly and courageously, whenever the need arises. Love is often revealed in patience towards others, in tolerance towards their frailties; love bears the burden of others. Sometimes misconceptions and prejudices serve to impede the revelation of love between people Some people have a soft heart, but their mind is infected with all kinds of prejudices: the heart wants to do good, but the mind rejects it. For example: the heart wants to forgive an offense, while the mind whispers: will I not seem to be a weakling? Will it not go against my honor if I do not take revenge against my offender? Or another example: the heart wants to help someone in need, while the mind warns that one should not lose one’s dignity in the eyes of society.

And, finally, the cause of such rare occurrence of love between people is egoism. Excessive love of oneself suppresses love of others. There are many examples of egoism destroying a person, a family, even entire nations. Look at what is left of the proud Romans. Great cities have vanished from the face of the earth, and even archaeologists cannot find them.

Love cannot be deceived. It has to issue from within and cannot be hypocritical. Love subsequently cemented the Corinthian Church, which flourished in the history of Christianity. Love will help us too – each one of us individually, and our parishes, and our Church.

Let us learn to act in all instances with love, and thus we will fulfill the law of Christ.


Protopriest Igor Hrebinka

"Μερικές πρακτικές οδηγίες για την Προσευχή" (Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)


(Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος)

Η συγκέντρωση του νου την ώρα της προσευχής.

Τι να κάνουμε, όταν ο νους μας τρέχει εδώ κι εκεί και δεν μπορούμε να τον συμμαζέψουμε στην προσευχή;
Όταν είμαστε μόνοι στο σπίτι, μπορούμε ν’ αναβάλουμε την έναρξη της προσευχής ή, αν έχουμε ήδη αρχίσει, να τη διακόψουμε για λίγο. Αν και ύστερα απ’ αυτό το μικρό διάλειμμα ο νους μας δεν συνεργάζεται με την προαίρεση μας, τότε δεν έχουμε παρά να του επιβάλουμε με τη βία, θέλει δεν θέλει, να συγκεντρωθεί στην προσευχή, σ’ όποιο βαθμό βέβαια είναι δυνατόν. Μέσα στην εκκλησία, πάλι, μερικές φορές δεν ακούμε ή δεν καταλαβαίνουμε όσα ψάλλονται, διαβάζονται ή εκφωνούνται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, σταθείτε νοερά ενώπιον του Κυρίου και αφοσιωθείτε στην ευχή του Ιησού. Πρέπει να ξέρετε, πάντως, ότι στο ναό, κατά την τέλεση οποιασδήποτε ακολουθίας, και κατεξοχήν της θείας Λειτουργίας, κάθε λατρευτική πράξη, κάθε κίνηση έχει τη σημασία της. Όποιος, λοιπόν, γνωρίζει και κατανοεί τη σημασία κάθε πτυχής της τελετουργίας, συμμετέχει με επίγνωση στη σύναξη των πιστών και τρέφει την ψυχή του με το ουράνιο μάννα, που προσφέρεται άφθονα στα πνευματικά συμπόσια της εκκλησιαστικής λατρείας.

Η νύχτα, ιδιαίτερα οι μεταμεσονύκτιες ώρες, είναι το πιo κατάλληλο χρονικό διάστημα για προσευχή.

Πόσες μετάνοιες να κάνει κανείς, λέγοντας την ευχή;
 
Όσες θέλει, μικρές ή μεγάλες, ανάλογα με τη σωματική δύναμη και την ψυχική διάθεση του. Καλό είναι, πάντως, να καθορίσει έναν ελάχιστο αριθμό μετανοιών για κάθε μέρα και να τις εκτελεί με αυστηρή συνέπεια.

Το Ευαγγέλιο δεν είναι ανάγκη να το διαβάζετε όρθιος. Καθιστός το κατανοείτε καλύτερα, γιατί δεν κουράζεστε, κι έτσι η προσοχή σας συγκεντρώνεται στο ιερό κείμενο, χωρίς να μειώνεται η ευλαβική σας διάθεση. Όσο για τους Ψαλμούς, διαβάζετε όσους μπορείτε και επιθυμείτε. Έναν, δύο, τρεις ή περισσότερους…

Μπορείτε να κοινωνάτε συχνά, φτάνει να είστε κάθε φορά σωστά προετοιμασμένος.
 
Τί σημαίνει να έχουμε καθαρή συνείδηση ως προς τα υλικά πράγματα και αντικείμενα; Σημαίνει να μην κάνουμε κακή χρήση των πραγμάτων, αλλά να τα χρησιμοποιούμε συνετά και να τα συντηρούμε με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια.

Η αδιάλειπτη μνήμη του Θεού
 
Θέλεις να μην ξεφεύγει ο νους σου την ώρα της προσευχής και της ακολουθίας; Αγωνίσου να θυμάσαι το Θεό κάθε στιγμή της ημέρας, είτε είσαι μόνος είτε μαζί με άλλους, στο σπίτι, στη δουλειά, στο δρόμο, παντού. Έτσι, και την ώρα της προσευχής ή της ακολουθίας στο ναό, ο νους σου θα είναι συγκεντρωμένος σ’ Εκείνον και ευλαβικά θα επικοινωνεί μαζί Του.

Πότε είναι ευάρεστη στο Θεό η προσευχή μας
 
Θυμηθείτε ότι η προσευχή δεν είναι λόγια και μετάνοιες, αλλά προσήλωση του νου και της καρδιάς στο Θεό. Είναι δυνατό να διαβάσετε όλες τις τακτές ακολουθίες της ημέρας και να εκτελέσετε όλες τις καθορισμένες μετάνοιες, αλλά η επαφή σας με το Θεό να είναι είτε εντελώς ανύπαρκτη είτε ασήμαντη, με το νου σκορπισμένο και την καρδιά κρύα. Έτσι κάνετε τον κανόνα σας, όχι όμως προσευχή. Μια τέτοια «προσευχή» είναι εφάμαρτη. Ο Κύριος να μας φυλάξει!

Με φόβο και τρόμο πρέπει να επιτελούμε τα έργα του Θεού -αυτό να το θυμάστε πάντα. Με κάθε τρόπο και μ’ όλη σας τη δύναμη προσπαθήστε να έχετε το νου σας στα λόγια της προσευχής ή, όπως λέει ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, να κλείνετε το νου σας μέσα στα λόγια της προσευχής. Τη στιγμή που αρχίζετε να προσεύχεστε, πρέπει όλη σας η προσοχή να είναι συγκεντρωμένη στο Θεό και να μην απομακρύνεται απ’ Αυτόν…

Τότε μόνο να θεωρήσετε ότι προσευχηθήκατε καλά, όταν, τελειώνοντας, η ψυχή σας δονείται από συντριβή και αυτομεμψία. Στη διάρκεια της ημέρας προσπαθήστε, με την αδιάλειπτη προσευχή, να βρίσκεστε νοερά ενώπιον του Κυρίου κάθε στιγμή, όπως βρίσκονται οι άγγελοι. Εκείνοι Του προσφέρουν την ακατάπαυστη δοξολογία. Εμείς ας Του προσφέρουμε τη μετάνοιά μας.

Πότε εισακούεται από το Θεό η προσευχή μας
 
Να πως πρέπει να ζητάς κάτι από το Θεό: “Κύριε, Εσύ βλέπεις ότι χρειάζομαι το τάδε πράγμα ή ότι υποφέρω από τη δείνα συμφορά. Βοήθησε με, όπως ξέρεις και όπως θέλεις! Γενηθήτω το θέλημά Σου…”.

Μ’ αυτή την εσωτερική τοποθέτηση, να προσεύχεσαι πολύ. Όχι μια φορά, έστω και παρατεταμένα, ούτε για μια μέρα μόνο, αλλά για εβδομάδες, μήνες, χρόνια… Όλο να ικετεύεις, όλο να κραυγάζεις: “Κύριε, βοήθησε με! Κύριε, λύτρωσε με! ‘Ωστόσο, ας μη γίνει ό,τι θέλω εγώ, μα ό,τι θέλεις Εσύ”. Αυτό ακριβώς έλεγε και ο Χριστός στη Γεθσημανή, όταν προσευχόταν στον Πατέρα Του. Και η χήρα της ευαγγελικής παραβολής βρήκε τελικά το δίκιο της από τον άδικο εκείνο δικαστή, μόνο και μόνο επειδή δεν κουράστηκε να τον παρακαλάει για πολύν καιρό. Κάποιος σοφός είπε το λόγο τούτο: “Πρέπει να γίνεις φορτικός στο Θεό και στους άγιους Του!”.

Η δύναμη της προσευχής
 
Η δύναμη της προσευχής βρίσκεται όχι στον εξωτερικό τύπο της, αλλά στο περιεχόμενο, στο πνεύμα της.

Προσπαθείτε να βιώσετε την προσευχή. Αυτό ακριβώς είναι που χρειάζεται. Κάποιος από τους πατέρες λέει, πως, όταν προσευχόμαστε, πρέπει να αισθανόμαστε όπως οι υπόδικοι μπροστά στο δικαστή.

Ρώτησε κάποιος έναν ασκητή: “Πώς να στέκομαι στην προσευχή;” Κι εκείνος αποκρίθηκε: “Να στέκεσαι σαν σε κριτήριο, με το βλέμμα σου προσηλωμένο στα χείλη του Κυρίου, που την επόμενη κιόλας στιγμή -έτσι να πιστεύεις- θα προφέρουν την τελευταία απόφαση για σένα: “Έλα κοντά μου!’ ή ‘Φύγε μακριά μου’. Και να κραυγάζεις: ‘Κύριε, ελέησον!”.

Νομίζω, ακόμα, πως η ευχή του Ιησού είναι η καλύτερη και δυνατότερη προσευχή για κάθε περίσταση, μόνο που πρέπει να τη λέμε όχι μηχανικά, δίχως συναίσθηση, αλλά με συμμετοχή του νου και της καρδιάς.
(Αγ. Θεοφάνους του Εγκλείστου, «Ο δρόμος της ζωής»-επιλογές, Ι.Μ.Παρακλήτου)

Thursday, 30 January 2014

Lack of faith vs.God’s Providence

 Saint John (Maximovich) of Tobolsk

None of our own attempts and efforts can save us without the help of God, but neither can God’s help be beneficial to us without our own wish for it. No other subject was brought up by the Lord to His disciples so frequently as lack of faith. He warned everyone against lack of faith not only by His words, but also by the multitude of events which amazingly proved the power of faith and the powerlessness of mistrust or doubt in God’s protection and salvation from danger. Lack of faith comes in different forms: some people have little faith in God because He does not punish His enemies; others doubt they would be able to entreat God to grant them their desires, especially when their conscience bothers them with the thought that God will not forgive them their sins; still others fear that God will deprive them of all earthly goods and subsistence. This triple manifestation of lack of faith estranges many people from God and immerses them in various forms of perdition.

The source of our lack of faith is our excessive conceit, i.e. when we think more of ourselves than of God, rely more on our own powers than on God’s help. What is the reason for God allowing the destruction of such a great number of people, who are injured or killed through sorcery? It is not surprising: lack of faith has become so widespread among the people that it merits punishment. Many do not look for other doctors except sorcerers (extrasensorists), nor other pharmaceuticals except deviltry. God justly punishes us by the same means that we use to sin against Him. As our faith and hope in God increase, so increase His mercy and benevolence to us. But woe unto us, that there are so few of us who believe in God with all their heart! If we analyze human customs and habits, we will see that in all places and at all times lack of faith becomes prominent and widespread, which gives rise to empty and false fears. People often fear a shortage of food supplies; sometimes they fear that they will lack necessary items during an illness; at times they fall into despair over ever-growing rumors of war. All of this occurs because they have an erroneous and doubtful understanding of God’s benevolence and His omnipotent strength: this is also the cause of our mind’s poor and sad concern over temporal things, as opposed to a concern for achieving a blessed eternal life.

God’s Providence manifests itself with the greatest wisdom: not every transgression is normally punished straightaway; however, neither is it left totally unpunished. If God never punished vileness, many people would think that there is no Providence. On the other hand, if every transgression were immediately followed by punishment, it would then be thought that there is no reward or punishment after death. Therefore God, by punishing only some people, reveals His Providence; by not punishing others directly after their transgressions, He threatens them with punishment directly after death, in the next life, if they do not repent in this life. Everything is done by God with great wisdom and forethought.

In a like manner, all the contradictory manifestations that we come across in our lives, are all wisely directed by God’s Providence; all earthly misfortunes are transformed by God into a benefit and advantage for us; even sinful transgressions are tolerated in order to bring us to our senses, and to achieve our salvation through repentance. For to do good deeds and to tolerate heinous ones is characteristic exclusively of divine Providence, since God would never allow the existence of evil were He not as mighty and good as to produce good consequences from all evil deeds.

God’s Providence is concealed from us, unfathomable to us, but it comprises an all-encompassing order for ruling the world rationally and justly. We are usually quite observant of the external order of universal and particular events; however, the wondrous and wise Providence of God, which activates the cosmic mechanism and preserves and directs its activity, is hidden from us, and we cannot see it. It is for this reason that many people, seeing a contradiction – from a human point of view – in the well-being of bad persons and the tribulations of good ones, assert that God’s Providence does not exist, but that everything occurs through man’s will and reason, or through blind luck or misfortune. However, all these things are seen and understood quite differently by those who believe in the great wisdom of God and in His Providence, which directs everything to the good. If, seeing how God-fearing people are often humiliated and insulted, while heinous scoundrels prosper, we think that Providence is sleeping, this is because we are looking upon only one side of God’s Providence, while the other side is hidden from us because of our narrow viewpoint, which is unable to extend itself to fully encompass God’s destinies. Only in the second coming of Christ will we learn of God’s just judgment of everyone and everything.

Saint John (Maximovich) of Tobolsk


 The Decisive Hour

 Our constant mistake lies in the fact that we do not treat the current, passing hour of our life seriously, that we live either in the past or in the future, that we keep expecting the arrival of some unique hour, when our life will unfold in all its significance, and we do not notice that our life is slipping away like water between fingers, like precious gain from a poorly tied bag.


Constantly, daily, hourly God sends us people, circumstances, affairs from which our renewal should begin, while we disregard them and thus continuously resist God’s will concerning us. In fact, how can God help us? – Only by sending us certain people and certain confluences of circumstances in our daily lives. If we were to accept each hour of our life as the hour of God’s will concerning us, as the decisive, most important hour of our life – what hitherto hidden sources of joy, love, and strength would be revealed within our souls!

http://www.holy-transfiguration.org/imag_lib/elchaninov.jpg


Priest Alexander Elchaninov

Το Ιερό Αντιμήνσιο.


Το Ιερό Αντιμήνσιο: αντικαθιστά την Αγία Τράπεζα και χωρίς αυτό Θεία Λειτουργία δεν τελείται. Πάνω στο Αντιμήνσιο με το διπλωμένο και συρραμμένο ειλητό, τοποθετείται το Ιερό Ευαγγέλιο, αντι του Σωτήρος Χριστού. Στα χρόνια των Διωγμών, ως Αγία Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ακόμη και το στήθος των Μαρτύρων! Ο Άγιος Μάρτυς Λουκιανός επρόκειτο να πεθάνη μαρτυρικά για την πίστι του Χριστού. Ήταν ήδη φυλακισμένος. Ναός στη φυλακή δεν υπήρχε, αλλά και ο Μάρτυς δεν μπορούσε να μετακινηθή, όχι μόνο γιατί ήταν δεμένος με βαρειές αλυσίδες, αλλά και γιατί την προηγουμένη ημέρα είχε βασανισθή σκληρά, για να υπογράψη και να δηλώση ότι προσκυνά τα είδωλα και αρνείται τον Χριστό. Όπως ήταν, λοιπόν, καταπληγωμένος, ξαπλωμένος κάτω, δεμένος με τις αλυσίδες και επειδή ήταν ιερεύς, ετέλεσε ο ίδιος πάνω στο στήθος του, μέσα σε φρικτούς και δυνατούς πόνους, την φρικτωτάτη Θυσία της Θείας Λειτουργίας, χρησιμοποιώντας τον άρτο και τον οίνο, που του έφεραν κρυφά για τα Τίμια Δώρα εκεί, στη φυλακή. Στη φυλακή όμως δεν ήταν μόνος.Υπήρχαν κι άλλοι χριστιανοί, υποψήφιοι Μάρτυρες κι αυτοί, μελλοθάνατοι για το Χριστό. Όλοι μαζί έκαναν έναν κύκλο γύρο από τον Άγιο Λουκιανό σε σχήμα Ναού, Αγγέλων και Αγίων και κάλυπταν έτσι από πάνω τον Μάρτυρα, για να μην πάρουν είδησι οι ειδωλολάτρες δεσμοφύλακες και οι δήμιοι «τα τελούμενα» της Θείας Λειτουργίας. Φύλαξαν δηλαδή το μεγάλο Μυστήριο από τα βέβηλα μάτια των ειδωλολατρών. (Καλλινίκου Κ. πρωτ.).
Σκεφθήτε, τι σεβασμός! Να  χαμε μάτια, να μπορούσαμε να το δούμε! να μπορούσαμε να το νοιώσουμε!



Ο Άγιος Θεοδώρητος μας πληροφορεί τα εξής για τον Άγιο ερημίτη Μάρι: Όταν ύστερα από τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια εγκλείστου βίου και σκληρών ασκήσεων, θέλησε να λειτουργηθή και να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων (δεν είχε λειτουργηθή τριανταοκτώ ολόκληρα χρόνια! δεν είχε κοινωνήσει εκουσίως αυτά τα χρόνια!) αυτή του την επιθυμία την είπε στον Άγιο Θεοδώρητο, που τον επισκέφθηκε. Διότι, όταν άνοιξε την πόρτα της εγκλείστρας του, για να δεχθή επισκέπτες, δέχθηκε πρώτο τον Άγιο Θεοδώρητο μαζί με δύο διακόνους υποτακτικούς του. Σ  αὐτόν λοιπόν είπε: «Θέλω να τελεσθή η Θεία Λειτουργία και να κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων. Αύριο με καλεί ο Κύριος!»
Τότε ο Άγιος Θεοδώρητος αμέσως και πρόθυμα ετέλεσε την κοσμοσωτήριο Θεία Λειτουργία χρησιμοποιώντας για Αγία Τράπεζα τα χέρια, τις απλωμένες παλάμες των δύο διακόνων! Φρικτός Γολγοθάς και νοητό Θυσιαστήριο τα χέρια και οι παλάμες των δύο διακόνων… (Ο Χριστιανικός Ναός…»ο. π., σελ. 190).
Αυτές βέβαια είναι εξαιρέσεις, που γίνονται σπανιότατα, αλλά απαραίτητες, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν. Αγία Τράπεζα λοιπόν και Αντιμήνσιο έγιναν τα στήθη των Μαρτύρων και οι παλάμες των ιεροδιακόνων. 

Πρωτ. Στεφάνου Κ. Αναγνωστόπουλου
Από το βιβλίο: «ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ»

Πηγή: hristospanagia.gr

Wednesday, 29 January 2014

The demonic stronghold-The characteristics of pride


One of the foremost experts on the depths of the human spirit, St. Isaac the Syrian, says in his 41st homily: “The one who has come to a realization of his sin is higher than the one who raises the dead through prayer; whoever has been able to see his own self is higher than the one who has been granted the vision of angels.” It is for the purpose of self-knowledge that we will examine the matter we have stated in the title.

Pride, and egotism, and vanity, to which we can add - haughtiness, arrogance, conceit - are all different varieties of one basic manifestation - “turning towards oneself.” Out of all these words two have the most concrete meaning: vanity and pride; according to the “Ladder” they are like youth and man, seed and bread, beginning and end.


The symptoms of vanity, this initial sin: intolerance of criticism, a thirst for praise, a search for easy paths, constant orientation upon others - what will they say? how will it appear? what will they think? Vanity sees an approaching audience from afar and makes the wrathful - affectionate, the irresponsible - serious, the distracted - concentrated, gluttons - temperate, and so on - all of this while there are observers around..

The same orientation upon an audience explains the sin of self-justification, which often creeps unnoticeably even into our confession: “I am no more sinful than the rest…. only insignificant sins…. I have not killed anyone or stolen anything.”

The demon of vanity is overjoyed, says St. John of the Ladder, seeing our virtues increase: the more successes we have, the more food for vanity. “When I keep fast, I am vain; when I hide my spiritual labors - I am vain over my piety. If I dress pleasingly, I am vain, and if I put on old clothes, I become even vainer. If I begin to speak - I am consumed by vanity, if I keep silent - I become still vainer. No matter how you turn this prickly plant - it always has its thorns sticking upward.” As soon as a kind feeling or a sincere movement arises in a man’s heart, immediately there appears a vain backward look at oneself, and thus - these most precious movements of the soul disappear, melt like snow under the sun. They melt, which means they die; which means that because of vanity the best in us dies; thus we kill ourselves with vanity and we replace a real, simple and good life with phantoms.

 Increasing vanity gives rise to pride.


Pride is supreme self-confidence, rejecting all that is not of itself, it is a source of rage, cruelty and malice, a refusal to accept God’s help, a “demonic stronghold.” It is an “iron curtain” between ourselves and God (Abba Pimen); it is an enmity towards God, the origin of all sin, it is present in every sin. Every sin constitutes a willing yielding of oneself to one’s vice, a conscious flouting of God’s law, an audacity against God, although “the one who is subject to pride is desperately in need of God, for no man can save such a one” (“The Ladder”).

Where does this vice came from? How does it begin? What does it feed on? Through what stages does it pass in its development? What are the characteristics by which one can recognize it?

The latter is particularly important, because a proud person usually does not see his sin. A wise elder once counseled one of his monastics to shun pride, but the latter, blinded by his intellect, replied: “Forgive me, father, but there is absolutely no pride in me.” The wise elder said to him: “There is no better proof of your pride, child, than such an answer!”

In any case, if a person finds it hard to ask forgiveness of others, if he is easily offended and mistrustful, if he is rancorous and judgmental of others, - all of these are undoubtedly signs of pride.

In the “Homily against pagans” of Saint Athanasius the Great there are the following words: “Men have fallen into self-desire, preferring to contemplate themselves rather than divinity.” This brief definition reveals the essence of pride: man, for whom until now the center and the object of desire was God, has turned away from Him, has fallen into “self-desire,” has come to love himself more than God, has preferred self-contemplation to divine contemplation.

In our life this turning towards “self-contemplation” and “self-desire” has become part of our nature and can often be seen in the mighty instinct for self-preservation, both in our earthly and our spiritual life.

Just as a cancerous growth often begins with a bruise or a continuous irritation of a certain spot, so the spiritual illness of pride often begins either with a sudden shock (for example, due to some calamity), or from a continuous massaging of one’s ego due to success, good fortune, the constant exhibition of one’s talents, etc.

Often you are dealing with a so-called “temperamental” individual, passionate, talented, easily fascinated. Such a person is like an erupting volcano, with his ceaseless activity preventing both God and men from getting near to him. He is full of himself, totally absorbed in himself, intoxicated with himself. He does not see or feel anything except his burning talent, from which he derives great enjoyment and satisfaction. One can hardly do anything with such people until they become played out, until the volcano becomes extinguished. Such is the danger of all talented and gifted people. Talent should be balanced by deep spirituality.

Otherwise, in reverse cases, in situations of great sorrow - there is the same result: the person becomes totally absorbed in his misfortune, in his eyes the surrounding world becomes dull and dark; he cannot think or speak of anything except his sorrow; he wallows in it, he finally holds onto it as the only thing left to him, as the only reason in life.

Often this turning towards oneself becomes developed in people who are quiet, submissive, taciturn, whose personal life had been suppressed from childhood, and this “suppressed subjectivity compensates itself by engendering a tendency towards egocentrism” (Jung, “Psychological types”) in the most diverse manifestations: quickness to take offence, mistrust, coquetry, seeking of attention, and even in the form of direct psychoses such as persecution mania, megalomania, etc.

Thus, a concentration upon oneself leads a person away from the world and from God; he becomes chipped off, so-to-speak, from the general tree trunk of world-outlook and turns into a shaving curled around an empty spot.

 The progression of the spiritual illness


Let us try to outline the major stages of the development of pride, from slight self-satisfaction to extreme spiritual darkness and total destruction.

At first it is seen as frequent attention to oneself, almost normal, accompanied by a good mood bordering on flippancy. A person is satisfied with himself, laughs a lot, whistles, hums, snaps his fingers. He likes to appear original, to amuse others with paradox and wit; he exhibits unusual tastes, is capricious in food. He willingly gives advice and amicably interferes in the affairs of others; he unconsciously manifests his exclusive interest in himself with the following phrases (interrupting the conversation): “no, let me tell you,” or “no, I know a better story,” or “I have the habit of….,” or “I usually follow the rule of….”.

At the same time he is greatly dependent on the approval of others, depending on which he either blossoms or fades and becomes sour. In general, however, at this stage his mood remains fairly bright. This form of egocentrism is usually characteristic of youth, although it is sometimes seen in adults.

Such a person is lucky if at this stage he encounters serious concerns, especially for others (marriage, a family), a job, a project. Or if he becomes entranced with religious life and, attracted by the beauty of spiritual endeavour, realizes his spiritual poverty and becomes desirous of the aid of grace. If this does not occur, the illness progresses further.

There appears in him a sincere belief in his own superiority. Often this is expressed through irrepressible verbosity. What else is verbosity if not, on the one hand, an absence of modesty, and on the other hand - a delight in one’s own self? The egoistic nature of verbosity is not lessened by instances of discussion of serious topics; a proud person can easily prose on humility and silence, can glorify fasting, can debate on the merits of good works versus prayer.

Self-assurance quickly turns into a passion for ordering others around; such a person imposes his will upon others (but is intolerant of his own will being imposed upon), takes charge of others’ attention, time, efforts, becomes impudent and obnoxious. His affairs are important, the affairs of others are of little value. He tries to do everything, interferes in everything.

At this stage the proud person’s mood begins to spoil. In his aggressiveness he naturally meets with opposition and rebuffs; he becomes irritable, stubborn, peevish; he becomes certain that no one understands him, even his spiritual father; his conflicts with the world increase and the proud person makes a final choice: “I” against others (but not yet against God).

The soul becomes dark and cold, becomes the abode of arrogance, contempt, anger, hate. The mind becomes obscured, the differentiation between good and evil becomes muddled, becomes replaced by the differentiation between “mine” and “not mine.” He escapes from all obedience, is intolerable to all segments of society; his purpose is to propagate his own views, to vanquish and shame others; he hungrily seeks fame, even notoriety, revenging himself upon the world for its lack of acknowledgment. If he is a monk - he leaves his monastery which has become intolerable to him, and seeks his own paths. Occasionally this force of self-assertion is directed towards material acquisition, a career, social and political activity; sometimes, if there is talent, it is directed towards creativity, and in such a case, through pushiness, the proud person can even achieve some measure of success. On these same grounds schisms and heresies are created.

Finally, at the last stage, the person separates from God. If previously he sinned out of mischief and mutiny, now he allows himself everything: sin no longer bothers him but becomes a habit; if he feels easy about anything at this stage, it is his easy relations with the demons and his easy access to dark paths. The state of the soul is dismal, hopeless, totally isolated, but at the same time there is a sincere conviction in the rightness of his path and a feeling of complete safety, despite the fact that he is being rushed on black wings to perdition.

 In truth, such a state of mind does not differ greatly from madness.


At this stage the proud person lives in a state of total isolation. Look at how he talks, argues: he either does not hear at all what others say to him, or hears only that which coincides with his own views; if something is said to him contrary to his opinions, he becomes angry as though he were greatly offended, and viciously refutes everything. In those around him he sees only those qualities, which he himself had imposed upon them, so that even in his praises he remains proud, self-centered, impervious to objectivity.

Characteristically the most prevalent forms of psychological illness - megalomania and persecution mania - spring directly from “increased self-awareness” and are totally unthinkable in individuals who are humble, simple and self-sacrificing. Even psychiatrists believe that paranoia is based upon an exaggerated awareness of one’s own self, a hostile attitude towards others, a loss of normal ability for adaptation, an irrationality of beliefs. A classic paranoiac never criticizes himself, in his own eyes he is always right and he is sharply dissatisfied with the people around him and with the conditions of his life.

Here is a perfect illustration of the depth of St. John of the Ladder’s determination: “Pride is extreme poverty of the soul.”

A proud man suffers defeat on all fronts:

Psychologically - anguish, gloom, barrenness.

Morally - solitude, the drying up of love, anger.

Physiologically and pathologically - nervous illness and madness.

From a theological point of view - the death of the soul preceding physical death, the experience of hell while still in this life.

In conclusion it is natural to pose a question: how to struggle against this illness, how to oppose the destruction which threatens those who follow this path? The answer springs from the essence of the question: first of all - humility; then - obedience, in increments - to loved ones, to elders, to the laws of the world, to objective truth, to beauty, to all that is good within us and around us, obedience to the law of God, and finally - obedience to the Church, its rules, its commandments, its mystic sacraments. And to achieve this - follow that which stands at the beginning of the Christian path: “Whosoever wishes to follow Me, must renounce himself.”

Renounce himself…. and must continue renouncing himself every day; every day a person must take upon himself his cross - a cross of enduring affronts, placing oneself last, suffering sorrows and illnesses, silently accepting abuse, offering total and unconditional obedience - immediate, voluntary, joyous, fearless, constant obedience.

And then the path into the kingdom of peace and profoundest wisdom, which destroys all passions, shall become open to him.

Glory be to our God, Who opposes the proud and gives grace to the humble!


Protopriest Alezxander Elchaninov.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος-Φύτεψε στόν οὐρανό τό θησαυρό σου


Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εσύ, αν κάποιος σου δείξει πάνω στη γη ένα μέρος που δεν παραβιάζεται, και αν σε φέρει στην ίδια την έρημο υποσχόμενος ότι τα χρήματά σου θα βρίσκονται σε ασφάλεια, ούτε διστάζεις, ούτε δείχνεις κάποια επιφύλαξη, αλλά δείχνεις εμπιστοσύνη και μεταφέρεις τα χρήματά σου εκεί.
Όταν, όμως, σου υπόσχεται το ίδιο ο Θεός και όχι κάποιος άνθρωπος, και σου προτείνει όχι την έρημο, αλλά τον ουρανό, κάνεις τα αντίθετα. Και όμως, αν αυτά είναι ασφαλισμένα εδώ κάτω χίλιες φορές, ποτέ δεν θα μπορέσεις να ελευθερωθείς από τη φροντίδα. Και αν ακόμη δεν τα χάσεις, δεν θα ελευθερωθείς ποτέ από την αγωνία, μήπως τα χάσεις. Εκεί, όμως, δεν θα υποφέρεις τίποτε από αυτά. Και επί πλέον θα ωφεληθείς, διότι δεν κρύβεις μόνο το χρυσάφι σου, αλλά το σπέρνεις…
Το ίδιο γίνεται θησαυρός και σπόρος και κάτι περισσότερο από τα δύο. Διότι ο σπόρος δεν κρατεί για πάντοτε, ενώ αυτό μένει παντοτινά. Και ο θησαυρός δε βλαστάνει, ενώ αυτό σου δίνει καρπούς αθάνατους.
Και αν μου προβάλεις το χρόνο και την αναβολή της ανταποδόσεως, μπορώ και εγώ να σου δείξω και να σου πω, πόσα κερδίζεις και εδώ. Χωριστά, όμως, από αυτά, θα προσπαθήσω να σου αποδείξω και από αυτές τις βιοτικές φροντίδες, ότι αυτά είναι προφάσεις μάταιες.
Στη ζωή αυτή δημιουργείς πολλά, τα οποία δεν πρόκειται να τα χαρείς εσύ ο ίδιος. Και αν σε κατηγορήσει κάποιος, δικαιολογείσαι ότι έχεις τα παιδιά και τα παιδιά των παιδιών σου και νομίζεις ότι βρήκες κάποια ικανοποιητική δικαιολογία για τους παραπανίσιους κόπους.
Όταν στα βαθειά σου γηρατειά κτίζεις μεγαλόπρεπα σπίτια, που, προτού τελειώσουν, εσύ θα έχεις αναχωρήσει πολλές φορές· και όταν φυτεύεις δένδρα, που θα σου δώσουν καρπό μετά από πολύ χρόνο, και όταν αγοράζεις περιουσίες και κτήματα, την κυριότητα των οποίων θα αποκτήσεις ύστερα από πολύ διάστημα, και όταν δημιουργείς και άλλα πολλά παρόμοια, των οποίων τη χαρά δεν θα δοκιμάσεις εσύ, τα ετοιμάζεις τάχα για τον εαυτό σου ή για τους άλλους;
Δεν είναι, λοιπόν, πάρα πολλή μεγάλη ανοησία, εδώ να μη στενοχωριέσαι καθόλου για την αργοπορία του χρόνου, τη στιγμή, μάλιστα, που από την αργοπορία αυτή, θα χάσεις όλη την αμοιβή σου, για την εκεί, όμως, καθυστέρηση να αδρανείς, τη στιγμή, που αυτή σου δίνει μεγαλύτερο κέρδος, και τα αγαθά δεν τα προορίζει για άλλους, άλλα χαρίζει σε σένα τις δωρεές;
Έκτος από αυτά δεν είναι και μεγάλη η αναβολή. Τα πράγματα έχουν πλησιάσει πολύ και δε γνωρίζουμε, μήπως και στη γενιά μας τελειώσει η ζωή αυτή και φθάσει η φοβερή εκείνη ημέρα, που θα μας παρουσιάσει το φρικτό και αδέκαστο κριτήριο. Τα περισσότερα σημεία έχουν πραγματοποιηθεί. Και το Ευαγγέλιο έχει κηρυχτεί σε όλα τα μέρη του κόσμου και οι πόλεμοι και οι λοιμοί και οι σεισμοί έχουν γίνει και δεν είναι πλέον η απόσταση πολύ μεγάλη.
Δεν βλέπεις τα σημεία; Αυτό ακριβώς είναι το μεγαλύτερο σημείο. Ούτε εκείνοι που ζούσαν στην εποχή του Νώε είχαν διακρίνει τα προμηνύματα της καταστροφής εκείνης· αλλ’ ενώ έπαιζαν και έτρωγαν και παντρεύονταν και έκαναν όλα τα συνηθισμένα της ζωής, τους βρήκε η φοβερή εκείνη τιμωρία. Το ίδιο και στα Σόδομα· ενώ διασκέδαζαν και δεν υποψιάζονταν τίποτε, κεραυνοβολήθηκαν από τους κεραυνούς που έπεσαν….
Όσο έχουμε, λοιπόν, καιρό, ας ετοιμάσουμε για τον εαυτό μας από τώρα για τότε την παρρησία μας πολλή, ας συγκεντρώσουμε άφθονο λάδι, ας τα τοποθετήσουμε όλα στον ουρανό, για να τα απολαύσουμε την κατάλληλη ώρα και όταν τα χρειαζόμαστε, με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού…

Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Κατά Ματθαίον, Κ΄ ΕΠΕ 9,722-726

Tuesday, 28 January 2014

"Sorrows" Why they are sent and how to endure them


Sometimes sorrows are sent to us for the purpose of testing our faith and loyalty to God, and for strengthening us in this faith and loyalty. Many people, when living peacefully, think that they love God with all their hearts. Apostle Peter declared that he would never renounce his Lord; the other disciples wanted to follow Him unto death. But when the time of tribulation came - Peter renounced his Lord and Master; the disciples dispersed. And it was at this point that they realized, despite their heart- felt grief, that they had not yet reached the state in which they would find themselves later on, when they joyously suffered martyrdom and disgrace for Christ.

Without testing even iron looks like steel, pewter looks like silver, bronze looks like gold and plain glass looks like crystal, but tempering shows their true worth. The same happens with people: many appear to be meek and humble, simple and good, religious, etc., while tribulations often reveal them to be malicious, and proud, and cruel-hearted, and greedy, and envious, etc. Tribulations come in the form of loss and deprivation, grief, illness, disgrace, and those who endure the trials are found to be dependable candidates for the Kingdom of God, while those who are unable to endure are not dependable, because they still contain a large admixture of evil. Through suffering and woe in their lives, virtuous people become even more fortified in their virtue.

“Like a goldsmith, upon throwing gold into the furnace, leaves it to melt in the fire until he sees it attain the greatest purity, - says St. John Chrysostome, - so does the Lord allow the souls of men to suffer tribulations until they become pure and shining, and until they acquire great benefit from these temptations. If the goldsmith knows exactly how long he must keep the gold melting in the furnace and when to take it out, and never allows the gold to remain until it is spoiled or burned; even more so does God know, and when He sees that we have become purer, He delivers us from our tribulations, lest we stumble and fall. Let us not grumble and be faint of heart when something unexpected occurs, but let us allow the Lord to purify our soul as long as He wants; for He does it with great mercy and for our benefit.”

Suffering causes us to take stock, to look around, to ponder: are we living properly or have we, perhaps, wandered far away from the life prescribed to us by the Lord in His Gospel? St. John Chrysostome says: “When you see your woes multiplying, do not despair, but take heart. God allows them in order to shatter your indifference, to wake you up from sinful slumber. Because in times of woe everything that is extraneous is cut off, all earthly things are forgotten, man becomes more ardent in his prayer, more earnest in his charity, and passions are more easily vanquished as they flee in the face of sorrow.” “Moreover, - St. John notes elsewhere, - through the punishment and the tribulations which God sends us in this life, our future torment is greatly alleviated. Do you see how God uses all possible means so that we, even though we sin, would suffer a lighter punishment than we deserve, or would be delivered from it altogether?”

Thus, no matter how numerous and varied are the tribulations and sufferings in life, we see that not one of them is sent by chance, without a special purpose known only to Divine Providence. This makes it clear to us that we should endure all the vicissitudes of life patiently, because only in that case will our sorrows be beneficial for us and lead us to salvation. “Let us be thankful to God in all cases, - says St. John Chrysostome, - because that constitutes true gratitude. It is easy to be thankful in times of happiness, but it is noteworthy to be thankful in dire circumstances. If we give thanks for that which others blaspheme, from which others despair, - see the great wisdom in this: firstly, you have made God rejoice; secondly, you have put the devil to shame; thirdly, you have shown that what happened is not a burden to you. And at the moment in which you give thanks, - God takes away your sorrow, while the devil retreats. In other words, if you despair, then the devil, having received what he wants, stand next to you, while God, seeing your blasphemy, leaves you and your woes consequently increase. If, on the other hand, you give thanks, then the devil, not having had any success, leaves you, while God, having been honored by you, rewards you with even greater honor. There is nothing holier than the tongue which gives thanks in misfortune. It truly does not differ from the tongue of martyrs and receives the same crown as the latter. For next to this tongue stands an executioner, forcing it to renounce God through blasphemy, next to it stands the devil, who torments it with painful thoughts and darkens the heart with sorrow. Thus, whoever suffers tribulation and gives thanks to God, receives a martyr’s crown.”

Besides, we must always remember that no matter how great our suffering, it is never sent beyond the scope of our endurance. And even in the throes of the greatest suffering, an Orthodox Christian will find comfort in church and in the Holy Writ. St. John Chrysostome says: “Whatever the sorrow that disturbs our heart, it can easily cease when we come to church, for Christ Himself is present here, and everyone who approaches Him with faith can quickly be comforted.”

St. Tikhon of Zadonsk says: “When a father leaves his son without punishment and lets him live according to his will, then it is seen that the father has rejected his son; thus, when God leaves a person without punishment, this is a sign of his rejection from God’s mercy. One of the holy fathers told the following story: how, when he was in Alexandria, he once came to church to pray and saw a pious woman there. She was dressed all in black and, praying before an icon of the Saviour, she wept and tearfully repeated over and over again: “Thou hast abandoned me, o Lord! Have mercy upon me, o Merciful One!” Why is she crying so? - I thought. She is a widow and is probably being persecuted by someone. I will talk to her and comfort her. Waiting until she had finished praying, I came up to her and said: “Is someone causing you trouble that you are crying so?” - “Oh, no, - she said and began weeping anew, - no, father, you do not know my sorrow. I live among people and am not persecuted in any way. It is for this reason that I am crying: that God has forgotten to visit me and it is already three years that I have not been sent any tribulations. During all this time I myself have not been sick, my son has not been sick, I have not even lost a single chicken from my home. I therefore think that God has abandoned me for my sins, does not send me any woes, and so I am crying before Him, asking Him to have mercy upon me.” So do God-fearing people reason when they are not sent any sorrows for a long time: they think that God has forgotten them; they look upon sorrow as a special mark of attention from God, as a special mercy.”

Thus, dear brothers and sisters, remembering all of the above, let us not despair when we are visited by trials and tribulations.


“Spiritual instruction,” Moscow, 1906.

Μετάνοια- Πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός!



Η συγκλονιστική ιστορία ενός μαύρου ληστού, ο οποίος μετανόησε και μυρόβλυσε
Σε  παλιότερα χρόνια ζούσε ένας μαύρος ληστής.  Ηταν πανύψηλος άνδρας με φοβερό παρουσιαστικό. Λήστευε στα μέρη της Παννέφου (της Αιγύπτου) κι ήταν τόσο τρομερός, ώστε όταν μούγγριζε, πέθαινες από τον φόβο σου.
Μια νύκτα όμως είδε ένα τρομακτικό όνειρο…
Ήταν, λέει, μια απέραντη πεδιάδα κι αυτός στεκόταν στην μέση. Σε μια στιγμή στρέφει το βλέμμα του και βλέπει ένα πύρινο ποταμό, που κυλούσε με πολύ θόρυβο, κι έτρωγε στο διάβα του ακόμη και το χώμα και τις πέτρες.  Έκανε λίγα βήματα πιο κοντά για να δη. Μόλις όμως πλησίασε, βγήκαν τέσσερις φλόγες, τον άρπαξαν από τα μαλλιά και τον τραβούσαν να τον ρίξουν μέσα στο φλεγόμενο ποτάμι, για να τόν κατακάψουν. Του φάνηκε τότε ότι την ώρα που τον έσερναν, ένα πνεύμα του είπε:
« Άθλιε, αν μετανοούσες και γινόσουν Μοναχός δεν θα μπορούσαμε να σε καταποντίσουμε εδώ μέσα».
Ξύπνησε κατατρομαγμένος.
Τον είχε καταλάβει ίλιγγος και φρίκη απ  τὸ φοβερό θέαμα. Τι να σημαίνει;…
αναρωτιόταν. Και καθώς δεν μπορούσε να δώσει εξήγηση, αποφάσισε να πάει σ  ένα αναχωρητή Μοναχό και να τον ρωτήσει τι είναι αυτός ο πύρινος ποταμός, που oνειρεύτηκε.
Παρευθύς πέταξε τα ληστρικά του σύνεργα και πήρε το δρόμο που οδηγούσε στην Πάννεφο. Βάδισε κάμποσο και σε λίγο, ρίχνοντας γύρω του μια ματιά, βλέπει ένα αναχωρητικό κελλί. Πλησίασε και κτύπησε την πόρτα.
Ενας  Γέροντας του άνοιξε αμέσως.
-«Καλώς ήρθες, λεβέντη! Πως και μπήκες σ  αυτὸ  τον κόπο; Μήπως σε θορύβησε ο πύρινος ποταμός και οι τέσσερις φλόγες που σε άρπαξαν να σε ρίξουν μέσα; Τι φοβερή που είναι, παιδάκι μου, η απειλή εκείνου του ποταμού! Θέλεις να γλιτώσεις από τη φρίκη του; Μετανόησε για τα ληστρικά σου κακουργήματα και γίνε Μοναχός. Τότε θα σωθείς».
Ο ληστής άκουσε εμβρόντητος τα λόγια του ασκητή. Πέφτει αμέσως στα πόδια του:
-«Λυπήσου με, τίμιε πάτερ, τον μαύρο στο σώμα και στην ψυχή», παρακάλεσε, «ελέησέ με τον άθλιο και κάνε με ο,τι σε προστάξει ο Θεός».
Με δάκρυα εξακολουθούσε να τον ικετεύει, ώσπου ο άγιος εκείνος Γέροντας τον έκειρε Μοναχό. Και αφού τον δίδαξε όλα τα καθήκοντα της μοναχικής ζωής, του άφησε το κελί του κι εκείνος αποσύρθηκε πιο βαθιά στην έρημο, για να ζήση ανάμεσα στα θηρία…
Εκείνος λοιπόν ο μαύρος με την πολλή άσκηση έφτασε σε τέτοια μέτρα αρετής, ώστε την ώρα που προσευχόταν έμοιαζε ολόκληρος σαν πύρινος στύλος που λαμποκοπούσε. Χιλιάδες, αμέτρητοι δαίμονες ρίχνονταν εναντίον του, αλλ  αὐτὸς τους περιφρονούσε όλους.  Η προσευχή του τους έκαιγε και τους αφάνιζε ολότελα.
Η σοφία του Θεού είχε καταυγάσει τον νου του.  Εγραφε βιβλία κι έστελνε επιστολές στους Πατέρες της Σκήτης και σε πολλούς άλλους.
Ολους τους ωφελούσε διδάσκοντάς τους ανόθευτη και ξάστερη τήν αλήθεια του Χριστού. Και όταν ο μαύρος αυτός πέθανε, το άγιο λείψανό του ανέβλυσε πολύ μύρο, που, καθώς βεβαιώνουν όλοι στα μέρη εκείνα, θεράπευε τους δαιμονισμένους και όλους τους αρρώστους.

Βλ. Πέτρου  Ιερομονάχου,  Ενας  Ασκητὴς  Επίσκοπος –  Αγιος Νήφων  Επίσκοπος Κωνσταντιανής, έκδοσις θʹ, σελ. 72-73,  Εκδοσις  Ιερᾶς Μονής Παρακλήτου,  Ωρωπὸς Αττικής 1987.

Monday, 27 January 2014

Elder Ephraim of Vatopaidi-On War With Sinful Thoughts

 Elder Ephraim of Vatopaidi
Q. What are sinful thoughts and what are their spiritual substance?

A. They are thoughts opposed to God's will and operate in the area of the human intellect either by their own will or not. The mind is restless and it either produces thoughts or external factors are continuously displayed on the screen of the mind.

Q. Where do such thoughts come from?

A. Their source is either the passionate heart of man or demons themselves. Christ Himself reveals: "For out of the heart come evil thoughts, murder, adultery, sexual immorality, theft, false witness, blasphemy" (Matt. 15:19).

The passions of man are produced and fed with sinful thoughts. Demons are certain beings that feed on excessive hatred for humans and impinge in any way the salvation of man. Their main job is to sow evil, wicked, vile, sinful, blasphemous thoughts in the intellect of man.

There are of course divine thoughts as well whose source are in God Himself and the Saints, who encourage the sinner to repentance, and bring consolation in any way to those who are troubled, illuminating the virtuous so that "they can know the deep things of God" (1 Cor. 2:10).

The spiritual advancement of man appears primarily in the quality of one's thoughts. We must cultivate the pure, holy and divine thoughts. We must make our mind into a factory of good thoughts, as the blessed Elder Paisios would say.

Q. How do we identify these thoughts and how do we distinguish them from sinful thoughts?

A. Only with watchfulness (nipsis) can we observe the mind, and be careful to identify our thoughts. Watchfulness is temperance, the attention I impose on my mind.

This is achieved by invoking the all-honorable, majestic and sweet name of our Christ. The prayer, the "Lord Jesus Christ have mercy on me", is the greatest weapon against the demons and passions, and it is able to uphold the mind that is controlled by and observes the thoughts.

Thoughts are like airplanes that fly in the air. It doesn't depend on us if airplanes fly continuously in the air. It does depend on us and we must not allow thoughts to land within us, to accept them, to give them consent.

Q. What is the difference between desire and thought?

A. Desire is the mood we have to do something, to ask for something is a movement of the heart, while thought moves in the area of the intellect.

First we desire and after this desire it is expressed internally through thoughts. Desire is the beginning, the root. By cutting off sinful desires we are essentially freeing ourselves from sinful thoughts.

This is why our Lord emphasized: "But I tell you that anyone who looks at a woman with desire has already committed adultery with her in his heart" (Matt. 5:28). He wanted to cut off the root of the passions.

Saint Gregory Palamas says that the intellect of the believer who struggles in prayer is easily purified of thoughts, just like the heart of a person (which is the power that produces thoughts), cannot be purified unless all the other powers of the soul, the appetitive and spirited, are purified.

Q. Must we confess all of our thoughts?

A. The thoughts that come into our minds daily by the thousands are countless. Most of these thoughts are vain, vile and sinful. The demon knows his job well and cultivates these thoughts. We are liable only when we consent to them, when we implement these thoughts into practice.

Depending on what spiritual state a person is in, so they are judged on how they deal with their thoughts. For example, for the perfect, who have perfect spiritual knowledge and supervision of thoughts, consent to a sinful thought is sinful. For someone who has now begun the spiritual life it may not be sinful.

The person who struggles correctly confesses their thoughts that do not cease to press on them, which through prayer and struggle alone cannot be resisted. It is not possible for someone to confess all their thoughts. This is psychological illness. Many come to confession with a notebook in which is written their thoughts, hundreds of thoughts that pass daily through their intellect. This is not right. They not only tire the Confessor/Spiritual Father but they themselves do not benefit. This is not observing one's thoughts, it is not a fruit of watchfulness and spiritual progress, but it is a situation of illness.

Q. Can we come to the Holy Chalice in a situation where right before Divine Communion there comes to us a sinful thought?

A. Of course we come forward. What do we read from Saint John of Damascus right before Divine Communion?: "I stand before the doors of Thy temple and I still do not forsake my wicked thoughts."

The war with thoughts is described by the Fathers as difficult. In this particular case we need to have contempt for this thought because it was brought by the enemy to rob us of the blessing of Divine Communion. Unless it is a thought connected with a deadly sin that has not been confessed, though I think such a thought would not battle us at that moment, since it would already be rebuked by our conscience.

Q. Are there certain pernicious thoughts that lead to spiritual death?

A. Yes, the thoughts of despair and hopelessness. These thoughts, say the Fathers, are like cutting off the head of a struggler. The believer must never forget the love and mercy of God our Father no matter what depth of sin they have fallen into. They must never forget that hope exists and repentance exists.

Christ did not come to judge the world but to save the world. Christ accepted the repentance of the thief, the villain on the cross who was at the throes of death, saved him, and placed him in Paradise.

Q. Should couples confess to one another the thoughts they have towards each other?

A. I think not. It is better to say their thoughts to their common spiritual father. Be aware that the devil, from the moment when certain people are united with the crowns of marriage, has placed upon them a target to separate them at some point. This is why there is a war that unfortunately most couples do not recognize. While the beginning of marriage is all milk and honey, and love united them both, but then disagreements begin, and quarrels, and "I don't like you", and "I don't love you". All this is war.

Why? What happened after ten years of marriage or more and the one doesn't love the other? It is better in the beginning for a couple to address such problems to their common spiritual father, who through the illumination of the Holy Spirit will guide them accordingly and with his prayer will banish the demonic energy that has come between them to separate them. And by God I am not saying that couples should not discuss things between each other, as this is essential for there to be unity and love, but do not tell each other your sinful thoughts which are sowed by the devil.

Q. How can we fight against thoughts?

A. With watchfulness and the prayer "Lord Jesus Christ have mercy on me". Saint John of Sinai in his book The Ladder says: "The name of Jesus plagued our enemies." Our enemies are our passions, our sinful thoughts, the demons. There is no more effective way, than when the prayer is said with self-reproach and pain of heart.

If you see a thought persists despite your effort and prayers and does not leave you alone, then it is good to bring this thought to confession. Confession is practical humility, and "God gives grace to the humble" (Jam. 4:6). The shame we feel before our spiritual father through the confession of this sinful thought, will justify us before God and God will relieve us from the energy of this passion, this sinful thought.

It is also very good to cultivate good thoughts and despise the sinful ones, or bad thoughts, but this requires much diligence.

The contempt we show towards bad thoughts sown by the devil will make the same devil deflate, be trapped, to flee, because the devil is arrogant, and he wants us to care for him and be occupied with him, and he cannot tolerate being despised.

If you can cultivate in this way, it is the most bloodless, as Saint Porphyrios of Kavsokalyva would say. Let us ask for peace, joy and the love of Christ and not care for our evil selves, our passions, our sinful thoughts. Let us turn our face - our whole being - towards Christ and seek His face, His mercy. Thus slowly, without realizing it, we will be sanctified, and the old man with its desires and thoughts will flee, which bothered us, and we will be clothed with the new which is "created by God" (Eph. 4:24).
Translated by John Sanidopoulos.
www.slavianka.com