Saturday, 28 December 2013

“ΔΩΡΟ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ”. Χριστουγεννιάτικη ιστορία


Εδώ και πολλά χρόνια ο κόσμος γιόρταζε τα Χριστούγεννα με περισσότερη κατάνυξη. Σ’ ένα μακρινό χωριό, λοιπόν, ο παπάς έκανε κάθε χρόνο μια φάτνη στη μέση της εκκλησίας, την παραμονή των Χριστουγέννων.
Οι κάτοικοι πήγαιναν πρώτα πρώτα στην εκκλησία, για ν’ ακούσουν τη θεία λειτουργία, γονάτιζαν κι άναβαν το κεράκι τους μπροστά στη φάτνη. Κάθε κεράκι έπρεπε να σβήσει από μόνο του, λιώνοντας σιγά σιγά, γι’ αυτό γύρω από τη φάτνη ήταν αμέτρητα κεράκια, όσα και οι πιστοί, κι η εκκλησία λαμποκοπούσε κι έφεγγε σαν να ήταν ο ήλιος μέσα της. Όταν η λειτουργία τελείωνε, ο κόσμος πήγαινε στα γύρω κεντράκια, για να φάει και να πιει, να γλεντήσει τη χαρά του για τη γέννηση του Χριστού.
Οι χωριανοί άρχιζαν τις προετοιμασίες για τα Χριστούγεννα εβδομάδες πριν. Οι νοικοκυρές έψηναν κουλούρια, πίτες και γλυκά κι οι άντρες έβαφαν την πλατεία του χωριού, την εκκλησία και τα σπίτια τους. Ο παπάς με τα παιδιά του σχολείου και τους δασκάλους σκάλιζε τα ζώα της φάτνης στο ξύλο, τους τρεις μάγους, τους βοσκούς, το αστέρι, την Παναγία και το Χριστό.
Το βράδυ της παραμονής όλα ήταν έτοιμα κι οι άνθρωποι ντυμένοι τα καλά τους πήγαιναν στην εκκλησιά κι άφηναν μπροστά στη φάτνη ένα δώρο για το Χριστό, ό,τι μπορούσε ο καθένας.
Η Μαρία, που ήταν έξι χρονών, πήγαινε κι αυτή κάθε χρόνο με τους γονείς της στην εκκλησία κρατώντας το καλαθάκι με τα κουλούρια που είχε φτιάξει για το νεογέννητο Χριστό. Εκείνο το χρόνο, όμως, η μητέρα της αρρώστησε, κι ο πατέρας της ταξίδεψε σε μια μεγάλη πόλη για να βρει δουλειά και να τα βγάλει πέρα με τα φάρμακα και τα άλλα έξοδα. Ούτε δραχμή δεν τους περίσσευε, για ν’ αγοράσουν δώρο στο Χριστό.
Πώς να πάει στην εκκλησία η Μαρία με άδεια χέρια;
Την ώρα που χτύπησαν οι καμπάνες, η Μαρία μπήκε δειλά δειλά στην εκκλησία και κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα. Δεν ήθελε να τη δει κανείς με τα χέρια αδειανά. Οι άλλοι προσκυνούσαν το Χριστό, άναβαν το κεράκι τους και του πρόσφεραν το δώρο τους.
Εκείνη γονάτισε κοιτάζοντας τη φάτνη από μακριά και ψιθύρισε:
- Αχ, Παναγίτσα μου, φέτος δε θα έρθω στη λειτουργία. Δεν έχω να χαρίσω τίποτε στο παιδί σου που γεννήθηκε. Η μητέρα μου αρρώστησε. Δεν έχουμε καθόλου χρήματα. Θα το εξηγήσεις στο Χριστό γιατί δεν του έφερα δώρο;
Ο κόσμος είχε αρχίσει να ψάλλει μαζί με τον παπά το «Χριστός γεννάται σήμερον». Τα μάτια της Μαρίας θόλωσαν από τα δάκρυα, βγήκε από την κρυψώνα της κι έτρεξε προς …
το σπίτι της. Δεν είχε κάνει ούτε τρία βήματα, όταν άκουσε πίσω της μια φωνή να τη ρωτάει:
- Γιατί κλαις, κοριτσάκι μου, μια τέτοια χαρούμενη μέρα;
Ήταν μια γριούλα με γλυκό πρόσωπο και μάτια γεμάτα καλοσύνη.
- Κλαίω, γιαγιάκα, γιατί δε μου περισσεύει ούτε μια δεκάρα, για ν’ αγοράσω ένα δώρο στο Χριστό.
- Γι’ αυτό κλαις, Μαρία; Ο Χριστός ευχαριστιέται και μόνο που τον σκέφτεσαι. Και μόνο που τον αγαπάς. Να, κοίταξε εκείνον το θάμνο με τα πράσινα φύλλα. Γιατί δεν κόβεις ένα μπουκέτο να του το πας;
Το κορίτσι σταμάτησε τα κλάματα, έσκυψε, κι άρχισε να κόβει ένα μπουκέτο από κλαδιά. Έκοψε αρκετά, ώσπου η αγκαλιά της δε χωρούσε πια άλλα.
- Φτάνουν αυτά, γιαγιάκα; ρώτησε τη γριούλα κοιτάζοντας πίσω της, αλλά εκείνη είχε εξαφανιστεί.
Η Μαρία με τα κλαδιά στην αγκαλιά της προχώρησε θαρρετά και μπήκε στην εκκλησία μ’ ένα χαμόγελο αγαλλίασης. Όλα έλαμπαν στο φως των κεριών. Ο κόσμος έψελνε με κατάνυξη. Περπάτησε πάνω στο κόκκινο χαλί που απλωνόταν μπροστά στη φάτνη κι απόθεσε το δώρο της.
- Κοιτάτε αυτό το κοριτσάκι, είπε χαμηλόφωνα μια γυναίκα. Φέρνει κλαδιά από θάμνους στο Χριστό. Και μη χειρότερα.
Όταν τελείωσε το τροπάριο ακούστηκαν ψίθυροι στην εκκλησία.
- Κοιτάξτε, κοιτάξτε τα κλαδιά των θάμνων!
Η Μαρία ήταν ακόμα γονατιστή με σταυρωμένα τα χέρια της. Ακούγοντας τις φωνές, σήκωσε το κεφάλι της τρομοκρατημένη και είδε τα κλαδιά, τα δικά της κλαδιά, να έχουν ανθίσει και να έχουν βγάλει κάτι όμορφα κόκκινα λουλούδια που έμοιαζαν με αστέρια.
- Μα τι έγινε;
- Θαύμα!
- Ήτανε θάμνοι κι έβγαλαν λουλούδια!
Ο παπάς και το πλήθος γονάτισαν μπροστά στη φάτνη, δοξολογώντας το Χριστό γι’ αυτό το ανεξήγητο φαινόμενο.
Η γριούλα – ποια να ‘ταν άραγε; – είχε δίκιο. Το δώρο που δίνεται από την καρδιά είναι το πιο αξιόλογο δώρο. Τα φτωχά κλαδάκια ήταν το πιο σημαντικό δώρο που είχε πάρει ο Χριστός εκείνη τη μέρα…
Από τότε, κάθε χρόνο, τις μέρες των Χριστουγέννων, αυτοί οι θάμνοι ανθίζουν με τα αμέτρητα κόκκινα αστράκια τους, κι ο κόσμος τα ονομάζει «λουλούδια των Χριστουγέννων».
Από το μακρινό εκείνο χωριό έφτασαν και στην πατρίδα μας κι ο κόσμος τα ονόμασε «Άστρα του Χριστού».
 
Της Ελένης Χουκ – Αποστολοπούλου
Από το βιβλίο «Να τα πούμε; Να τα πείτε!»
πηγή  http://paramithi-paramithi.blogspot.gr/2011/12/blog-post_25.html

Μιχαλάκης ο έρημος...


Από νωρίς άρχισε ο σταυρός του. Ο πατέρας του, που ήταν αρκετά μεγάλος, πέθανε γρήγορα. Τη μητέρα του, που ήταν μια πολύ απλοϊκή χωρική, την ξαναπάντρεψαν οι δικοί της με το ζόρι σε άλλο τόπο! Τον Μιχαλάκη και την αδελφή του τους έκλεισαν σ  ἕνα ίδρυμα. Όταν μεγάλωσαν τα δύο παιδιά, το μεν κορίτσι το πήρε υπό την προστασία της κάποια πονόψυχη συγγενής, τον δε Μιχαλάκη τον έδιωξε το ίδρυμα, γιατί, λέει, μεγάλωσε! Ο Μιχαλάκης όμως δεν είχε μεγαλώσει και ούτε μπορούσε ποτέ να μεγαλώσει. Κι αυτό, γιατί είχε παιδική καρδιά και απλό μυαλό. Ήταν λογικός, αλλά απονήρευτος και ευκολόπιστος. Όλους τους θεωρούσε καλούς! Αυτή ήταν η «καθυστέρησή» του.Τον βοήθησε το ότι ήταν εργατικός. Τα αφεντικά όμως στα οποία πήγαινε για να βγάλει ένα κομμάτι ψωμί, οι περισσότεροι δεν άφηναν την ευκαιρία να πάει … χαμένη. Τον εκμεταλλεύονταν ασυνείδητα. Και αυτός ο φτωχός, μόλις το καταλάβαινε, προσπαθούσε να βρει άλλη δουλειά, αλλά και πάλι έπεφτε στα ίδια.
Εν τω μεταξύ η αδελφή του μορφώθηκε λιγάκι, βρήκε και μια δουλίτσα και ύστερα έναν σύζυγο. Ποτέ όμως δεν είπε σε κανέναν είτε συγγενή είτε ξένο πως είχε έναν λίγο «καθυστερημένο» αδελφό. Φοβόταν μη χαλάσει ο γάμος της και οι κοινωνικές σχέσεις της. Καμία επαφή, κανένα ενδιαφέρον. Τρόμος την έπιανε, μήπως και μαθευτεί το … τρομερό, κατά τη γνώμη της, μυστικό…
Ο καημένος ο Μιχαλάκης πληγωμένος, ώριμος νέος πλέον κατά την ηλικία, δεν έπαυε να την αγαπάει. Να την πλησιάσει όμως δεν τολμούσε. Ήξερε ότι δεν τον ήθελε. Του το είχαν πει κάποιοι συγγενείς από την πλευρά της μητέρας τους. Πήγαινε όμως στο απέναντι πεζοδρόμιο απ  ἐκεῖ που δούλευε η αδελφή του, για να τη δει έστω και από μακρυά! Και στον γάμο της, όταν έμαθε ότι επ  οὐδενί ήθελε να παρουσιαστεί ο αδελφός της, μαζί με μια συγγενή που τον λυπόταν, ανέβηκε κρυφά στον γυναικωνίτη της Εκκλησίας που θα γινόταν ο γάμος, για να κρυφοκαμαρώσει την αδελφούλα του νύφη!
Ω, πόσες πληγές είχε η ψυχή του πάνω της! Κι όμως, είχε μια παιδικότητα, μια καλωσύνη αγγελική. Δεν παραπονιόταν, δεν θύμωνε, ρωτούσε για όλους τους συγγενείς αν ήταν καλά με μια ήρεμη ανεξίκακη αγάπη. Χαρακτηριστική ήταν η απάντησή του όταν του είπαν πως δεν έπρεπε να πάει στον γάμο της αδελφής του. Είπε σοβαρά και νηφάλια:
» Όχι, δεν θα παρουσιαστώ. Δεν θέλω να κάνω κακό στην αδελφή μου!».
Κι έτσι, με ταπεινώσεις, ταλαιπωρίες και στερήσεις κύλησε η ζωή του κι έφθασε στη μέση ηλικία. Είχε μαζέψει λίγα χρήματα από τις δουλειές που έκανε, αλλά ένας επιτήδειος του είπε ότι δήθεν θα συνεταιρισθούν κάνοντας μαζί κάποια δουλειά και τελικά του τα » έφαγε «. Κι έμεινε ο φτωχός Μιχάλης πάλι χωρίς δουλειά, χωρίς ένα κομμάτι ψωμί. Τότε αναγκάστηκε να πάει να φυλάει τα ζώα κάποιου που είχε κτήμα, φάρμα, έξω από την πόλη. Το πως ζούσε εκεί, που κοιμόταν, τι έτρωγε, ο Θεός το ξέρει.
Αυτό που τελικά μαθεύτηκε είναι το ότι σε μια από τις δυνατές παγωνιές του χειμώνα πριν λίγα χρόνια τον βρήκαν παγωμένο, νεκρό μέσα στην καλύβα των ζώων!
Έτσι έπαψαν όλοι να ντρέπονται για τον φτωχό Μιχαλάκη. Όταν όμως τον δούνε μεθαύριο στον ουρανο να λάμπει σαν μικρός ήλιος, να δούμε αν θα ντρέπονται για τη συμπεριφορά τους όσοι τον εκμεταλλεύτηκαν, όσοι τον πλήγωσαν, όσοι τον αγνόησαν. Όποιος υπομένει για τον Χριστό τις θλίψεις και τις ταλαιπωρίες αυτής της ζωής χωρίς να αγανακτήσει, χωρίς να μνησικακήσει, τον αναμένει η αιώνια μακαριότητα κοντά στον Θεό.
Το μεγάλο όμως αυτό κατόρθωμα, δεν πραγματοποιείται και δεν επιτυγχάνεται αν ο άνθρωπος δεν έχει μυστηριακή ζωή, μέσα στην οποία να ενώνεται με τον Χριστό. Αν ο άνθρωπος δεν εξομολογείται, δεν κοινωνάει, δεν προσεύχεται, δεν αγαπά τον Θεό, δεν τηρεί τις εντολες του Θεού στη ζωή του, δεν είναι δυνατόν να επιτύχει τον εξαγιασμό και την σωτηρία του.
Μερικοί διατυπώνουν την απορία τι θα απογίνουν τόσοι άνθρωποι που δεν γνώρισαν Χριστό. Αυτό, βέβαια, είναι θέμα του Θεού. Αλλά, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος, αυτοί θα κριθούν σύμφωνα με τον έμφυτο ηθικό νόμο, τη συνείδηση που έχει φυτέψει ο Θεός μέσα σε κάθε ανθρώπινη ψυχή(Ρωμ. β : 14).
Αυτοί όμως που γνώρισαν την αλήθεια και τον θείο νόμο, ας προβληματιστούν αν δεν τον σέβονται και δεν τον τηρούν. Σ  ἐκεῖνον που εδόθη πολύ, θα ζητηθεί και πολύ. Εμείς οι Ορθόδοξοι Έλληνες ειδικά, ας αναλογιστούμε τις ευθύνες που έχουμε ενώπιον του Θεού, ενώπιον της ανθρωπότητας, ενώπιον της αθάνατης ψυχής μας.
Είθε!

Από το βιβλίο: «Νεώτερα Θαύματα της Παναγίας στη Βαρνάκοβα
& Ιστορίες για την Αιωνιότητα» 
Εκδόσις: Ιεράς Γυν. Μ. Παναγίας Βαρνάκοβας Δωρίδα 2007
 Πηγή: hristospanagia.gr

Πώς ν'αντέξω;


Πώς ν'αντέξω;
Πες μου πώς... Άνθρωπος είμαι. Με πιάνει το παράπονο...
Αλλιώς τα περίμενα τα πράγματα και αλλιώς γίνονται".
Είναι πολύ δύσκολο.
Ένας άγιος άνθρωπος μου είπε ότι όσο μεγαλύτερες γίνονται οι δυσκολίες
τόσο πιο πολύ μάς προσέχει ο Θεός.
Τόσο μεγαλώνουν οι ευεργεσίες του.
Γι'αυτό, χαμογέλα, Χαρμολύπη η ζωή μας...
Κάνε τον πόνο σου δάκρυ προσευχής. Και θα δεις... Θα δεις που όλα θα πάνε καλά, δεν είναι δυνατόν να μην πάνε καλά!
Ξέρει ο Θεός τι κάνει. Μας δίνει σταυρό προσωπικό.
Μέχρι εκεί που αντέχουμε.
Μέχρι εκεί. Όχι παραπάνω...
Και μην ξεχνάς πως δεν είσαι μόνος. Είμαστε όλοι μαζί. Μαζί πονάμε, μαζί κλαίμε,
μαζί σφουγγίζουμε τα δάκρυα. Μαζί χαμογελάμε! Μια προσευχή βγαίνει απ'όλους μας μαζί και τρέχει προς το Θεό!
Ανεβαίνει με ελπίδα και φόρα στο θρόνο του!
Υπομονή και μην τα παρατάς!
Κάποτε θα γυρίσει η σελίδα. Κάποτε όλα θ'αλλάξουν.