Sunday, 15 December 2013

Το νόημα του μαρτυρίου των τριών παίδων

(Προοίμιον εορτής Χριστουγέννων και μνήμη Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου)
γέροντος ιωσήφ του ησυχαστή
 
     Θαυμάσια η Εκκλησία μας προβάλλει ήδη από τα προοίμια των εορτών των Χριστουγέννων, τους Τρεις Παίδας και Δανιήλ τον προφήτη, οι οποίοι, αν και δεν ήσαν μέσα στο δένδρο της γενεαλογίας των προπατόρων του Ιησού, εν τούτοις κατηριθμήθησαν εις αυτό, χάριν της εναρέτου ζωήςτων, χάριν της φιλοθεΐας των και ιδίως χάριν του δράματός των, πού ευρίσκομε στο βίο τους. Υπήρξαν πραγματικά η αναπαράστασι και η προαπόδειξι του τρόπου, πώςο Θεός Λόγος θα επιδημήση στον κόσμο. Αλλά γενικά και από την προσωπική τους ζωή, αντλούμε τεράστια παραδείγματα φιλοθεΐας και αυταπαρνήσεως, όπως πολλές φορές ετονίσαμε.
Συνέπεσε να εορτάζεται και ο Άγιος Διονύσιος, ένας εκ των νεωτέρων φωστήρων της εκκλησίας μας, του οποίου το άφθαρτο λείψανο ευρίσκεται στην περιφέρεια των επτανήσων. Και αυτός μας αφήνει από την βιογραφία του άριστα και ενισχυτικά για την ζωή μας παραδείγματα. Ένα δε από τα σπουδαιότερα πού μας προβάλλει είναι το θέμα της αμνησικακίας.
Όπως ενθυμείσθε, όταν ήτο επίσκοπος ο Αγ. Διονύσιος, ένας λαϊκός είχε παρωξυνθή και εσκότωσε τον αδελφό του Αγίου. Τρέχοντας να κρυφθή από την δικαιοσύνη πού τον είχε αντιληφθή, κατέφυγε στο σπίτι του ιδίου του Επισκόπου και εζήτησε άσυλο και στοργή από τον μητροπολίτη, λέγοντάς του. Εγώ, Δέσποτα, εσκότωσα τον τάδε άρχοντα και τώρα με κυνηγούν θέλω να με προστατεύσης. Και αυτόν πού εσκότωσε ήταν ο αδελφός του Αγίου. Και έδειξε τόση αμνησικακία και μεγαλοψυχία ο αληθινός αυτός ποιμένας και δεν εφάνη ότι γνωρίζει τον φονευθέντα, αλλά επροστάτευσε τον φονέα, κρύβοντάς τον στην μονή. Και όταν σε λίγο έφθασε η δικαιοσύνη, αρνήθηκε ο Επίσκοπος να ομολογήση ότι εγνώριζε τίποτε περί του φονέως. Αυτό πραγματικά για μας, οι οποίοι αγωνιζόμεθα μέσα στην πρακτική του πώς να καθαρίσωμε τον εαυτό μας και να απαλλαγούμε από τα πάθη μας και τον παλαιό άνθρωπο, είναι ένα ζωντανό και μεγάλο παράδειγμα, αφού εμείς με την παραμικρή πρόφασι του θύμου εξαγριωνόμεθα και δεν ημπορούμε να συγκρατηθούμε.
Ας επανέλθωμε όμως στο προκείμενο θέμα των μεγάλων προπατόρων του Χριστού μας, όπου εκεί θα βρούμε περισσότερα και λαμπρότερα παραδείγματα αυταπαρνήσεως και ομολογίας, πού ιδίως χαρακτηρίζουν το ιδικόμαςβίωμα. Η περιπετειώδης ζωή αυτών των τεσσάρων φωστήρων της Εκκλησίας της Παραδόσεως, της εκκλησίας του Νόμου, είναι τόσο μεγάλη και ποικίλη, πού δεν μπορεί φυσικά να περιγραφή από μας τους ευτελείς, αλλά θα δανειστούμε ελάχιστα για παραδειγματισμό.
     Ωνομάσθη ο μεν Δανιήλ ανήρ επιθυμιών, γιατί ουδέποτε ηττήθη από καμμία επιθυμία. Αυτός κατήγετο από βασιλική οικογένεια και ένεκα της χάριτος πού του έδωσε ο Θεός, έγινε σύμβουλος των διαφόρων κατακτητών και βασιλέων η συνέχεια δε της ζωήςτου ήτο βασιλική. Ευρισκόμενος στην βασιλική αυτή χλιδή και έχοντας τόση μεγάλη εξουσία, ουδέποτε ηττήθη από κανένα πάθος. Ιδίως στο ζήτημα της ηδονής, τόσο ήτο εγκρατής και τόσο επεβάλλετο στον εαυτό του, ώστε απέκτησε ιδιαιτέρως το χάρισμα να λέγεται ανήρ επιθυμιών. Μαζί με αυτόν ήσαν και τρεις άλλοι Παίδες. Παίδες κατά την γλώσσα του τότε καιρού δεν εσήμαινε παιδιά, ούτε πάλι δούλους. Κατά την τότε συνήθεια των επικρατούντων, εδιάλεγαν εκλεκτά παιδιά από τους αιχμαλώτους, τα οποία ανέτρεφαν βασιλικά και αυτά εζούσαν μέσα στα ανάκτορα και ήσαν θετοί πρίγκηπες και είχαν ιδιαίτερη παρρησία και ηγετικές θέσεις στα βασίλεια.
Εις αυτές τις θέσεις ευρίσκοντο οι τρεις σύντροφοι του Δανιήλ. Ο Ανανίας, ο Αζαρίαςκαι ο Μισαήλ οι οποίοι, χάριν της μεγάλης τους ανδρείας και θεοφιλίας, ωνομάσθησαν από τον Ναβουχοδονόσορα, Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, πού εσήμαινε στην γλώσσα τους, θείες κλήσεις, θείες ιδιότητες. Τότε λοιπόν τους εφθόνησαν οι υπόλοιποι μέσα στην επικράτεια, στην οποία αν και ήσαν ξένοι, είχαν τόση αίγλη και αξία, ώστε ηθέλησαν να τους κακοποιήσουν, αλλά όμως δεν μπορούσαν με κανένα άλλο τρόπο, είμη να εύρουν κάποια μομφή εναντίον τους, ως παραβάτες των νόμων. Έτσι τους κατήγγειλαν ότι δεν δείχνουν σεβασμό εις όσα εσέβετο ή επικροτούσε ο βασιλεύς και αυτό ήταν μια πρόφασι πού ημπορούσε να τουςεπιβάλη τιμωρία. Και έτσι ερεθίσαντεςτον τύραννο, ο οποίος ήτο κοσμοκράτωρ, οι περί αυτόν αυλοκόλακες τον έπεισαν, ότι οι Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώδεν επροσκυνούσαν τους θεούςτους, ούτε τους ελάτρευαν, αλλά ούτε αυτό τον ίδιο υπελόγιζαν. Ο Ναβουχοδονόσορ τότε, είχε στήσει στην πόλι την εικόνα του, την μορφή του, πού ήταν ένα πανύψηλο άγαλμα, ένας ανδριάντας και διέταξε όλους να προσκυνούν και να προσφέρουν θυμίαμα, σαν να επρόκειτο περί κάποιας θεότητος διότι επίστευε ότι, μετέβη πλέον απότην ανθρωπινή στην θεία αξία και ότι, με την παντοδυναμία και ισχύ του κατώρθωσε τα τόσα μεγάλα, με το να καταστρέψη και κατασφάξη τουςλαούς.
Έτσι ευρήκαν αυτή την πρόφασι οι εχθροί, γιατί ήξεραν ότι ήτο αδύνατο να προσκυνήσουν αυτοί- σαν γνήσιοι θεοσεβείς Ιουδαίοι - είδωλα και αγάλματα και εικόνες. Κατήγγειλαν λοιπόν τους Τρεις Παίδες επισήμως ότι·Ιδού, κύριε, τώρα στην εορτή την οποία κάνεις, αυτοί οι τρεις, παρ῏όλο πού τους έχεις άρχοντας και ηγεμόνας, δεν θα προσκυνήσουν. Τότε τουςεκάλεσε ιδιαιτέρως ο βασιλεύς να τους ερωτήση προσωπικά, ει αληθώς ούτωςέχει Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, ότι τη εικόνι τη χρυσή, ην έστησα εν παιδίω Δεηρά, ου προσκυνείτε, ουδέ τους θεούς μου λατρεύετε; (Δαν. 3,14). Προσέξατε μόλις αρχίσουν τα σύμβολα, οι σάλπιγγες, τα μουσικά όργανα και οι χορδές να δίδουν το σύνθημα της προσκυνήσεως και εσείς αμέσως να προσκυνήσετε, αλλοιώς θα σας ρίξω μέσα στην κάμινο του πυρός, την οποία έχω αναμμένη για να τιμωρήσω τους απειθείς.
     Εδώ εφάνη το μεγαλείο εκείνων των ηρωικών ψυχών. Τότε μετά παρρησίας και οι τρεις, οι οποίοι φυσικά δεν ήσαν παίδες, όπως είπα, αλλά μεγάλοι άνδρες, ηγεμόνες, του απήντησαν με υπερηφάνεια, όχι όμως με εγωισμό. Επί του ρήματος τούτου ουκ έχομεν χρείαν αποκριθήναι σοι ω βασιλεύ(Δαν. 3,16).
Έτσι κάθε ευγενής ψυχή αποκρίνεται, όταν κρούουν στην θύρα των αισθήσεών της τα ποικιλόμορφα αίτια της πολύμορφης αμαρτίας. Ανίσταται μεγαλοπρεπώςκαι φωνάζει, "κάτω τα χέρια. Επίτου ρήματοςτούτου ουκ έχομεν χρείαν αποκριθήναι σοι, ω βασιλεύ. Έστιν ο Θεόςημών εν τω ουρανώ ος δύναται εξελέσθαι ημάς εκ των χειρών σου"(Δαν. 3,16-17). Αλλά και αν ο Θεός τον οποίο πιστεύομε και πού είναι παντοδύναμος, δεν μας ελευθέρωση από τα ιδικάσου χέρια και από οτιδήποτε άλλο, γνώριζε πώς δεν θα μας κακοφανή πλην όμως σου λέγομε και τούτο, ότι, και αν ακόμη ο Θεός δεν θελήση να μας απαλλάξη από την παρούσα δοκιμασία, γιατί έτσι θέλει Εκείνος, εμείς ούτε την εικόνα σου προσκυνούμε ούτε τους θεούς σου λατρεύομε. Και αν μας απειλής με την κάμινο και με το πυρ, μόνοι μας θα εισέλθωμε, για να καταλάβης ότι οι πραγματικά θεοφιλείς δεν φοβούνται τον θάνατο". Καμμία περίστασι ούτε κανέναςπαράγων μπορεί να τους αποτρέψη από την φιλοθεΐα και το προς τον Θεό καθήκο τους, εάν όντως είναι ευσεβείς.
Και τότε επλήσθη θύμου και ηλλοιώθη η όψι του και διέταξε να δέσουν ισχυράτους Σεδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, με τις σαρβάρες και τις περικνημίδες και με αυτές να πλησιάσουν την βροντώσαν κάμινο, από την οποία εξεχύνετο σαρανταενιά πήχες η φλόγα. Και έτσι ατάραχοι προσήλθαν και αυτά πού είπαν τα επραγματοποίησαν χωρίς να φοβηθούν. Δεν εδειλίασαν, αλλά επήγαν με προθυμία και όχι μόνο εδέχθηκαν αλλά συνετέλεσαν και οι ίδιοι με το να προχωρήσουν μόνοι τους μέσα στην βροντώσαν κάμινο, πού δεν ημπορούσε να πλησίαση κανείς. Και απέδειξαν πραγματικά ότι δεν προσκυνούν ξένα είδωλα αλλά μόνο τον θείο νόμο, το θείο θέλημα, αυτό πού ανήκει σε κάθε ευσεβή ψυχή.
Ο ίδιος Ναβουχοδονόσορ πού ήταν τότε, είναι και τώρα. Φυσικά, όχι ο ιστορικός εκείνος, αλλά ο νοητός ο οποίος και τότε εις αυτού τον νου ήταν και εν συνεχεία εις όλουςτους κακοήθεις και κακούργους μέχρι δε της συντέλειας, θα είναι μέσα στα όργανα της απείθειας και απώλειας. Αυτός ο νοητός Ναβουχοδονόσορ και σε μας ακριβώς το ίδιο κάνει τώρα και σε κάθε ευγενή ψυχή, είτε μεμονωμένα, είτε συνολικά. Συνεχώς μας απειλεί, μας φοβίζει, μας προκαλεί. Ή θα προσκυνήσωμε το εκάστης προφάσεως και αμαρτίας είδωλο, ειδ᾽άλλως θα εγείρη εναντίον μαςπειρασμό. Αυτό είναι το νόημα. Και εμείς εάν πράγματι είμεθα μαθηταί του Ιησού μας, εάν είμεθα κατά τον Παύλο οι του Χριστού, τότε είμεθα έτοιμοι, ίνα την σάρκα σταυρώσωμεν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις και να μην κλίνωμε γόνυ τω Βάαλ δηλαδή προς την πολύμορφο αμαρτία.
Και κοιτάξετε τα μυστήρια της Χάριτος πώςγίνονται. Επέτρεψε ο Θεός να πειρασθούν. Και όταν τους έρριξαν μέσα στην κάμινο, τότε επαρουσιάσθη η Χάρις. Ενώ μπορούσε και προτύτερα να δείξη την παρουσία της και να φοβήση τους εχθρούς και έτσι να απαλλαγούν από την ατιμία οι πραγματικοί δούλοι του Θεού. Όμως δεν το έκανε, ακριβώς για να αποδείξη ότι η υπερβολή της δυνάμεως εκ Θεού εστί και ουκ εξ ημών (Β᾽Κορ. 4,7).
Επέτρεψε να εισέλθουν στην κάμινο για να αποδειχθή η ομολογία τους και τότε να παρουσιασθή για να τους σώση και να τους μεγαλύνη. Τότε και στους τρείς λύθηκαν τα δεσμά και άρχισαν να περιπατούν μέσα στην κάμινο, και η βροντώσα φλόγα έγινε ως δρόσος. Και άρχισαν εκεί μέσα να εξομολογούνται* και να ψάλλουν. Και πάλι δεύτερο θαύμα, του πρώτου μεγαλύτερο. Μέσα στην αισθητή παρουσία της Χάριτος όντες οι δίκαιοι, δεν υπερηφανεύθησαν, αλλά με βάθος ταπεινοφροσύνης εξομολογούντο στον Θεό και έλεγαν. Πανάγαθε, αυτό πού επάθα με μας άξιζε, γιατί και εμείς και οι πατέρες μας δεν εφυλάξαμε τον νόμο Σου και δικαίως τώρα μας παρέδωσες εις έθνη άπιστα και εις βάρβαρο και αποστάτη άνθρωπο και δικαίως παθαίναμε τις ατιμίες αυτές για τις ιδικές μας αμαρτίες. Και Συ δίκαιος ει, και δικαιοσύνην ηγάπησας, ευθύτητας οίδε το πρόσωπον Σου.
Κοιτάξετε βάθος ταπεινώσεως. Και ύστερα, ενώ έβλεπαν ότι δεν τους κατακυριεύει το πυρ, αυτοί επιζητούσαν να καούν και έλεγαν, προσδεχθείημεν ενώπιόν Σου ως θυσία και έστω η θυσία ημών ως αρνών μυρίων. Άφησέ μας να καούμε και πες ότι τα τόσα και τόσα αρνιά και σφάγια πού έπρεπε να θυσιάσουν οι πατέρες μας για Σένα και τα εγκατέλειψαν από ασέβεια και ραθυμία, άφησε εμάς να ψηθούμε και δέξου την ιδική μας θυσία και εξιλέωσε τους προγόνους μας και ελευθέρωσε την φυλή μας. Κοιτάξετε μεγαλείο. Τους απαλλάσει η Χάρις και αυτοί δεν θέλουν να λυτρωθούν, αλλά θέλουν να καούν και να γίνη η θυσία τους ελευθερία της φυλής. Βλέπετε τις υγιείς ψυχές; Βλέπετε ανδρεία, βλέπετε φιλοθεΐα; Βλέπετε θέωσι; Όπως ο Θεός είναι πάντοτε ευσπλαχνία, πάντοτε παναγαθότης, πάντοτε φιλανθρωπία, έτσι και οι κατά μέθεξι  θεωμένες ψυχές επιθυμούν αυτές οι ίδιες να φθαρούν, για να ζήσουν αντί αυτών οι άλλοι.
Αυτός είναι ο τέλειος όρος της αγάπης για τον οποίο και εμείς επειγόμεθα. Και αυτό απαίτησε ο Ιησούς μας, όταν μας είπε εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους(Ιωάν. 13,34) και εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις(Ιωάν. 13,35).
     Και αυτό θα το κατορθώσωμε, εάν αρχίσωμε από τα μικρά προοίμια, ούτως ώστε να ανεχώμεθα τον βαρύ λόγο του άλλου, να ανεχώμεθα το σκώμμα του, ακόμα και την αφροσύνη του. Και σιγά-σιγάμε την αυτομεμψία, με την σιωπή, με την ανοχή, βαστάζοντες αλλήλων τα βάρη, θα φθάσωμε στην αξία της αληθινής αγάπης και θα εκπληρώσωμε την σκληρότερα μορφή των εντολών, πού είναι να αγαπούμε και τους εχθρούς μας. Είδατε ο Γέρων Σιλουανός πόσο τονίζει την αγάπη προς τους εχθρούς και ότι αυτό είναι το πραγματικό δείγμα της χριστιανοσύνης; Και μάλιστα είπε, ότι κανείς να μην πλανάται πώς έχει θέσι κοντά στο Θεό, εάν δεν έχει εκπλήρωση αυτή την εντολή. Το είπε βέβαια κάπως τολμηρά αλλά αυτή είναι η πραγματικότης. Όπως η κακία όταν εισχωρήση θα φέρη και τα συγγενικά, έτσι και το νόημα της αγάπης, όταν επικρατήση δεν μένει εκεί, αλλά ολοκληρώνεται και φθάνει ακριβώς εις τούτο το πανάγιο τέρμα. Να συγχωρή και τους εχθρούς και να εύχεται για εκείνους πού τον διώκουν.
Αυτά λοιπόν να συνειδητοποιούμε συνεχώς και ιδίως το παράδειγμα των Τριών Παίδων να μην φεύγει καθόλου από την μνήμη μας, διότι πράγματι οι Τρεις Παίδες εξεικονίζουν κάθε ψυχή μέχρι της συντέλειας των αιώνων. Το ίδιο δράμα εκτυλίσσεται και σε μας και θα εκτυλίσσεται έως να εκπνεύσωμε.
Συνεχώς ο νοητός Ναβουχοδονόσορ θα μας απειλή και θα μας αναγκάζη και θα μας γαργαλά και θα μας κολακεύει στο να κλίνωμε γόνυ και να προσκυνήσωμε εικόνες πολύμορφες της ποικίλης αμαρτίας. Αλλά εμείς να είμεθα έτοιμοι να σηκώσωμε το ανάστημά μας και να ειπούμε, Κύριον τον Θεόν ημών προσκυνήσωμεν και Αυτώ μόνω λατρεύσωμεν. Διότι όντως εις Αυτόν ανήκει πάσα δόξα στούς αιώνας.
 Αμήν
 
* εξομολογούμαι = (στη γλώσσα της Αγίας Γραφής) δοξολογώ

Saint Theophylact of Ochrid -The Parable of the Supper

 Twenty-eighth Sunday after Pentecost
The Parable of the Supper

Luke 14:16-24

From The Explanation of the Gospel of St. Luke

by Blessed Theophylact, Archbishop of Ochrid and Bulgaria

16-20. Then said He unto him, A certain man made a great supper, and called many, and sent his servant at supper time to say to them that were called, Come; for all things are now ready. And they all with one accord began to make excuse. The first said unto him, I have bought a piece of ground, and I must needs go and see it: I pray thee have me excused. And another said, I have bought five yoke of oxen, and I go to prove them: I pray thee have me excused. And another said, I have married a wife, and therefore I cannot come. Because the man who sat at table with Him had said, Blessed is he that shall eat bread in the kingdom of God, the Lord teaches him at some length what it means to feast with God, and tells this parable. By a certain man the Lord means His Father, the Lover of man. Whenever Scripture alludes to God's power to punish, He is called a panther, a leopard, or a bear [Hos. 13:7-8]. But whenever it alludes to God's love for man, He is presented as a man, as is the case here. Since the parable treats of God's extreme love for man and the divine economy of the Incarnation which He worked in us, making us sharers of the Flesh of His Son, the parable calls God a man and this divine economy a great supper. It is a supper because the Lord came in the last days, as it were at the evening of this age. And this supper is great because great indeed, we confess, is the mystery of our salvation. [I Tim. 3:16] And he sent his servant at supper time. Who is this servant? The Son of God, Who assumed the form a servant and became man, and as a man is said to have been sent forth. Notice how He did not say "a servant," but instead, using the definite article, the servant [of his.] (1)
Christ is the One and only Servant Who in His human nature was perfectly obedient and pleasing to God. For Christ is pleasing to the Father not only as Son and God, but also as Man. He is the only Sinless One Who carried out all the counsels and commandments of the Father and fulfilled all righteousness, and in this sense is said to serve God the Father. He alone can be called the true Servant of God. He was sent at supper time, that is, at the appointed and proper time. For there was no other time more opportune for our salvation than the reign of Caesar Augustus, when iniquity had reached its peak and it was critical that it be cleansed. Just as physicians allow a festering and malignant boil to burst and release all its foul pus, and only then apply the medication, so too it was necessary that sin first display all its forms, and then the Great Physician applied His medicine. For this very reason the Lord waited for the devil to fill the full measure of iniquity, and then the Son of God took flesh and healed every form of iniquity by every aspect of His holy life. Therefore He was sent at that hour, that is, at that comely and opportune season of which David says, Gird Thy sword upon Thy thigh, 0 Mighty One, in Thy comeliness. (2) Certainly the sword here signifies the Word of God [Heb. 4:12], while the words upon Thy thigh indicate His Nativity in the flesh which was in comeliness, that is, when the time was right and seemly. He was sent to speak to those who had been called. Who are those that were called? Perhaps this refers to all men. For God has called all to the knowledge of Him, by means of the order and harmony of visible creation, and by means of the natural law. But those that were called are also, more specifically, the children of Israel, who were called through the law and the prophets. In the first place, then, the Lord was sent to the sheep of the house of Israel. [Mt. 15:24] The Lord was saying to all the Jews, Come, for all things are now ready, when He proclaimed the good tidings that the kingdom of heaven is at hand [Mt. 4:17], and among you [Lk. 17:21].
And they all with one accord began to make excuse, that is, as if at a signal. For all the leaders of the Jews refused to have Jesus as their King, and thus were found unworthy of the supper, one because of his love of wealth, and another because of his love of pleasure. The man who bought a piece of ground and the man who bought the five yoke of oxen signify those who love wealth, while the man who married a wife signifies those who love pleasure. Furthermore, the man who bought a piece of ground signifies the man who cannot accept the mystery of faith because he is governed by the wisdom of this world. The piece of ground represents the world and, in general, nature, and the man who must go and see his piece of ground is he who sees only nature, and cannot accept what is beyond nature. Therefore the Pharisee, for example, "sees his piece of ground," that is, he looks only at the laws of nature and cannot accept that a Virgin gave birth to God, because that is beyond nature. Because they are examining this "piece of ground," that is, nature, none of those who boast in external wisdom have recognized Jesus Who made nature new. The man who bought five yoke of oxen, and tested them, also represents a man who loves the material world. He has yoked the five senses of the soul to the five senses of the body and has made the soul into flesh. For this reason he is concerned only with the earth and does not desire to commune of the rational Supper, for as Wisdom says, How can he get wisdom that holdeth the plough? [Eccles. (Wis. of Sirach) 38:25] He who stays behind because of a wife is a lover of pleasure who has devoted himself to the flesh, the mate of the soul. By cleaving to the flesh he cannot please God. You may also understand these things literally. We also fall away from God because of fields, because of yokes of oxen, because of marriages, when we become so attached to them that they consume our whole life and we are carried away even to the point of shedding blood over them. Then there is no divine thought or word that we can practice, or even comprehend.
21-24. So that servant came, and declared to his lord these things. Then the master of the house being angry said to his servant, Go out quickly into the streets and lanes of the city, and bring in hither the poor, and the maimed, and the halt, and the blind. And the servant said, Lord, it is done as thou hast commanded, and yet there is room. And the lord said unto the servant, Go out into the highways and hedges, and compel them to come in, that my house may be filled. For I say unto you, That none of those men which were called shall taste of my supper. The rulers of the Jews were rejected, and not one of them believed in Christ. And they even boasted of their malice, saying, Have any of the rulers believed on Him? [Jn. 7:48] Therefore these students of the law and scribes, as the prophet says, became foolish and fell from grace. But the simple from among the Jews are likened to the halt, the blind, and the maimed. It is the foolish of this world, the lowly, who were called. For the multitude marvelled at the words of grace which proceeded from the mouth of Jesus, and they rejoiced in His teaching. But after these had come to Him from the sons of Israel, that is, from the chosen whom God foreordained for His glory, such as Peter, and the sons of Zebedee, and the tens of thousands of those Jews who believed, then God's goodness was poured out also upon the Gentiles. For those who are in the highways and hedges mean the Gentiles. The Israelites were within the city, inasmuch as they had received the lawgiving and inherited a civil and moral way of life. But the Gentiles were strangers to the Covenants, and the lawgiving of Christ was foreign to them. They were not fellow citizens of the saints, and did not travel the one true path, but instead followed many highways of lawlessness and coarseness, and were to be found in the hedges, that is, in sins. For sin is a great hedge and middle wall which separates us from God. By highways He signifies the Gentiles' coarse way of life, which led them to so many false beliefs. By hedges He signifies their life of sins. The master does not command his servant simply to call all those in the highways and hedges, but to compel them to come in, although each man is free whether to believe or not. But He uses the word compel to teach us that it is a sign of God's great power that the Gentiles, who were in such ignorance, came to believe. If the power of the preaching and the might of the word of truth had not been so great, how could men who were crazed with idol worship and practiced unspeakable things have been persuaded all at once to know the true God, and to perfect a spiritual life? He called this "compulsion" to show the miraculousness of their change. One might say that the pagan Greeks did not want to leave their idols and their rich feasting, yet they were compelled to flee from them by the truth of the Gospel. Also, the power of the miracles He worked was a strong force that induced them to be converted to faith in Christ. Every day this Supper is prepared and we are all invited to the kingdom which God prepared for man even before the foundation of the world. But we are not worthy of this Supper—some of us because of useless philosophical musings, others because of love of material things, and yet others because of pleasures of the flesh. But God in His love for man freely bestows this kingdom upon other sinners, upon the blind who have no spiritual vision to perceive the will of God; or if they can perceive it, upon those who are crippled and unable to take a step to do the will of God. And in short He grants the kingdom of heaven to all the poor who have fallen away from the glory above, and even to the maimed who cannot show forth in themselves a blameless life. To invite these sinners to the Supper, who are wandering astray in the streets and broad avenues of sin, the Father sends His Son Who became a Servant according to the flesh, and Who came not to call the righteous, but sinners. All these He feasts liberally, instead of the clever, the rich, and those who indulge the flesh. By the judgments known to Him alone He sends diseases and dangers upon many, causing them, even against their will, to renounce this life. Thus He leads them to His Supper, "compelling" them by means of the dangers. There are many examples of this. Understood in a simpler way, this parable also teaches us to show favor to the poor and the crippled rather than to the rich, just as He exhorted us to do a short while before. [Lk. 14:13-14] It is for this reason that He tells this parable, to confirm that we must give hospitality to the poor. And we may also learn from this that we should be so eager and generous in welcoming our brethren that, even when they are reluctant, we should compel them to partake of our good things. This is also good advice for teachers: teach what is necessary, even when the students are unwilling.

1. The definite article is present in the Greek text, ton doulon autou [the servant of him], but not in the English translation, his servant, because in English the possessive pronoun coming before the noun replaces any articles.
2. Ps. 44:3. The Greek word oraiotetos, rendered here as comeliness, derives from the adjective oraios, which in turn derives from the noun ora, which means "hour." This Greek word for "beautiful," oraios, has a broad range of meanings including, "coming at the right season [ora], seasonable, timely, ripe, at the bloom of youth, beautiful."