Monday, 19 August 2013

ST. GREGORY OF SINAI On How to Partake of Food


HOW TO PARTAKE OF FOOD
 
-- What shall I say about the belly, the queen of the passions? If you can deaden or half-deaden it, do not relent. It has mastered me, beloved, and I worship it as a slave and vassal, this abettor of the demons and dwelling-place of the passions. Through it we fall and through it -- when it is well-disciplined -- we rise again. Through it we have lost both our original divine status and also our second divine status, that which was bestowed on us when after our initial corruption we are renewed in Christ through baptism, and from which we have lapsed once more, separating ourselves from God through out neglect of the commandments, even though in our ignorance we exalt ourselves. We think that we are with God, but it is only by keeping the commandments that we advance, guarding and increasing the grace bestowed upon us.
-- As the fathers have pointed out, bodies vary greatly in their need for food. One person needs little, another much to sustain his physical strength, each according to his capacity and habit. A hesychast, however, should always eat too little, never too much. For when the stomach is heavy the intellect is clouded, and you cannot pray resolutely and with purity. On the contrary, made drowsy by the effects of too much food you are soon induced to sleep; and as you sleep the food produces countless fantasies in your mind. Thus in my opinion if you want to attain salvation and strive for the Lord's sake to lead a life of stillness, you should be satisfied with a pound of bread and three or four cups of water or wine daily, taking at appropriate times a little from whatever victuals happen to be at hand, but never eating to satiety. In this way you will avoid growing conceited, and by thanking God for everything you will show no disdain for the excellent things He has made. This is the counsel of those who are wise in such matters. For those weak in faith and soul, abstinence from specific types of food is most beneficial; St. Paul exhorts them to eat herbs (Romans 14:2), for they do not believe that God will preserve them.
-- What shall I say? You are old, yet have asked for a rule, and an extremely severe one at that. Younger people cannot keep to a strict rule by weight and measure, so how will you keep to it? Because you are ill, you should be entirely free in partaking of food. If you eat too much, repent and try again. Always act like this -- lapsing and recovering again, and always blaming yourself and no one else -- and you will be at peace, wisely converting such lapses into victories, as Scripture says. But do not exceed the limit I set down above, and this will be enough, for no other food strengthens the body as much as bread and water. That is why the prophet disregarded everything else and simply said, "Son of man, by weight you will eat your bread and by measure you will drink water" (Ezekiel 4:16).
-- There are three degrees of eating: self-control, sufficiency and satiety. Self-control is to be hungry after having eaten. Sufficiency is to be neither hungry nor weighed down. Satiety is to be slightly weighed down. To eat again after reaching the point of satiety is to open the door of gluttony, through which unchastity comes in. Attentive to these distinctions, choose what is best for you according to your powers, not overstepping the limits. For according to St. Paul only the perfect can be both hungry and full, and at the same time be strong in all things (Philippians 4:12).


from The Philokalia: Volume IV, edited and translated by G. E. H. Palmer, Philip Sherrard, and Bishop Kallistos Ware, (London: Faber and Faber, 1995), pp. 280 - 281.

Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης, αρχιμ.: Συνοπτική ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας


Την χαρήκαμε, αγαπητά μου παιδιά, πραγματικά την λειτουργία μας σήμερα. Ακόμη δεν έχει φέξει και τελειώσαμε. Είναι ευκαιρία τώρα να πούμε δυο σκέψεις, διότι πολλές φορές παραπονείσθε ότι δεν μπορείτε να χαρήτε την λειτουργία, δεν την ευχαριστιέστε, δεν την καταλαβαίνετε, δεν μπορείτε να προσευχηθήτε. Άλλες όμως φορές χαρούμενες μου λέτε: Σήμερα λειτουργήθηκα πολύ καλά· την έζησα την λειτουργία.


Άραγε πότε μπορούμε να πούμε ότι την ζήσαμε και πότε το λέμε χωρίς να είναι αλήθεια; Προσευχόμεθα εις την λειτουργίαν, αλλά τι πρέπει να ζητούμε; Ή μάλλον τι μας παρέχει η θεία λειτουργία, για να το ζητήσωμε και, όταν το λάβωμε, να έχωμε την βεβαιότητα ότι εισακούσθηκε η προσευχή μας;

Αναμφιβόλως ο τελικός σκοπός της θείας λειτουργίας είναι η συμμετοχή μας εις την θείαν ζωήν, είναι η δόσις και η αντίδοσις, να δώσωμε και να πάρωμε. Τι να δώσωμε; Τα δώρα, «τα σα εκ των σων». Είναι δώρα του Θεού και τα δίνομε εις αυτόν. Είναι δικά του και του τα προσφέρομε. Του προσφέρομε άρτον και οίνον.

Γιατί άραγε; Με τας θυσίας που προσέφερον οι «παλαιοί», οι Ιουδαίοι, προσέφερον πάντοτε και δώρα, όπως χρυσά και αργυρά σκεύη, απαρχάς, δηλαδή τους πρώτους καρπούς της γης, ή «ζώα των εδωδίμων», από αυτά που τρώει ο άνθρωπος.

Εμείς δεν κάνομε τοιαύτας προσφοράς· προσφέρομε άρτον και οίνον, τα οποία έχει εις την διάθεσίν του αποκλειστικώς ο άνθρωπος και είναι κύρια διατροφή του. Είναι εκείνα τα οποία του εξασφαλίζουν την επίγειον ζωή. Προσφέροντας λοιπόν άρτον και οίνον, αυτά που κατ' εξοχήν αρμόζουν εις την ζωή του ανθρώπου, είναι σαν να προσφέρωμε την ίδια μας την ζωή, την επίκηρον, την επίγειον, την προσωρινήν. Προσφέρομε κάτι το πρόσκαιρο, για να πάρωμε κάτι το αιώνιο, την αιώνιον ζωήν. Εις την δόσιν την ιδικήν μας έρχεται η αντίδοσις του Χριστού· μας παρέχει την ιδικήν του ζωήν, το σώμα του και το αίμα του.

Τι ωραία το λέγει ο Καβάσιλας»· «προίκα δίδωσιν ημίν ο Θεός πάντα τα άγια, και ουδέν αυτών προεισφέρομεν, αλλ' ατεχνώς εισι χάριτες». Ο,τιδήποτε μας χαρίζει ο Θεός, και οι επιτυχίες εις τον αγώνα μας και οι αρετές και οι ευσεβείς σκέψεις και τα πάντα, όλα τα άγια, «παν δώρημα τέλειον», είναι «προίκα», δωρεά, και «ατεχνώς χάριτες του Θεού», αποκλειστικώς και μόνον δώρα χαρισμένα από τον Θεόν. Εμείς δεν έχομε τίποτε να προσφέρωμε, τίποτε ενώπιον αυτού να συνεισφέρωμεν· τα πάντα προέρχονται εξ αυτού.

Για να μπορέσει όμως να γίνει αυτή η αντίδοσις που είναι ο τελικός σκοπός της θείας λειτουργίας, για να γίνει και σε μας αυτό που έγινε εν τω προσώπω του Χριστού εις το οποίον δια μιας τοιαύτης περιχωρήσεως και αντιδόσεως ηνώθη η θεία και η ανθρώπινή φύσις, πρέπει να προπαρασκευασθώμεν. Χωρίς προπαρασκευήν, μπορούμε να πούμε ότι ματαίως γίνεται η λειτουργία. «Αλλά το γε επιτηδείους γενέσθαι προς τό δέξασθαι αυτά και φυλάξαι εξ ανάγκης απαιτεί παρ' ημών και ούκ άν μεταδοίη του αγιασμού μη ούτω διατεθείσιν», λέγει πάλι ο Καβάσιλας· ναι, όλα μας τα δίνει ο Θεός, αλλά θέλει να γίνωμε ικανοί, ώστε να δεχθούμε τον αγιασμόν του και τα δώρα του, και άξιοι να τα φυλάξωμε. Αναγκαστικώς λοιπόν, για να μας τα μεταδώσει, πρέπει να διατεθούμε και ημείς καταλλήλως. Επειδή «ούτως αναγκαίον ην προς την τεύξιν των μυστηρίων το ευ έχοντας απαντήσαι και παρεσκευασμένους», δια τούτο ο ιερός συγγραφεύς, ο ερμηνευτής της θείας λειτουργίας, μας λέγει ότι η προετοιμασία ουσιαστικώς και μυστικώς γίνεται εις την θείαν λειτουργίαν. Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με τις ευχές, με τους ψαλμούς, με τα αγιογραφικά αναγνώσματα, με όλα τα λεγόμενα και τα τελούμενα εν αυτή.

Εις τι συνίσταται η προπαρασκευή; Εις την προετοιμασίαν της καρδίας μας, ώστε να γίνει χωρητική της θεότητος. Πώς μας προετοιμάζει, τι προσφέρει η λειτουργία; Τι πρέπει να ζητούμε από τον Θεόν και, όταν το λάβωμε, τότε είμεθα παρεσκευασμένοι, έτοιμοι, να δεχθούμε το σώμα και το αίμα του Χριστού;

Αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει σήμερα, παιδιά μου. Και για να εκφράσωμε μερικές σκέψεις, θα μας βοηθήσουν ο συγγραφεύς τον οποίον αναφέραμε προηγουμένως, ο ιερός Καβάσιλας, το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα και η σημερινή ακολουθία.

Το πρώτον, το οποίο επιτυγχάνομεν εις την θείαν λειτουρ-γίαν, είναι η άφεσις των αμαρτιών μας. Πραγματικά την κερδίζο-με. Πώς; Κατ' αρχάς, με τις ευχές οι οποίες αναφέρονται προς τον Θεόν εκ μέρους μας δια των χειλέων του ιερέως και έχουν μιαν δύναμη. Τα ωραιότατα νοήματά τους συντρίβουν την καρδιά μας, και αν ακόμη αυτή είναι πέτρινη. Μας κάνουν να νοιώσωμε την αμαρτωλότητά μας. Αναπεμπόμενες δε και ανερχόμενες οι ευχές εις τον Θεόν τον καθιστούν ίλεων. Δέχεται την παράκλησή μας, διότι έχει υποσχεθεί ότι θα ακούει την προσευχή μας. Εις όλες τις ευχές παρακαλούμε να μας συγχωρήσει ο Θεός. Επομένως, είναι δυνατόν να μη μας ακούσει, την ώρα μάλιστα εκείνην την φρικτήν του μυστηρίου; Μας ακούει και δι' αυτό ακριβώς μας παρέχει την άφεσιν των αμαρτιών. Να σκεπτώμεθα λοιπόν την αμαρτωλότητά μας και να αγωνιζώμεθα να συντριβεί η σκληρότης της καρδίας μας, ούτως ώστε να επέλθει η άφεσις.

Το δεύτερον, το οποίο κερδίζομε, είναι μία μετάθεσις του νου και της καρδίας εις τον ουρανόν· δεν ζούμε πλέον εις την γην την ώρα της λειτουργίας. Προσέξατε τι έλεγε ένα τροπάριο των αίνων, που ψάλαμε; «Δια του σταυρού σου Χριστέ, μία ποίμνη γέγονεν, αγγέλων και ανθρώπων, και μία Εκκλησία· ουρανός και η γη αγάλλεται· Κύριε δόξα σοι». «Δια του σταυρού σου Χριστέ» — ο σταυρός υψώνεται χωρίς χύσιμο αίματος εις την θείαν λειτουργίαν, η οποία είναι μία αναπαράστασις ακριβώς της ζωής του Χριστού, του σταυρικού του θανάτου — «διά του σταυρού σου» και δια της λειτουργίας σου επομένως, όλα γίνονται «μία ποίμνη και μια Εκκλησία». Άγγελοι, αρχάγγελοι και άνθρωποι, ουρανός και γη συμμετέχουν. Όλα γίνονται ένας ουρανός. Οι πάντες και τα πάντα συγχωνεύονται και όλοι και όλα μαζί δοξάζουν τον επί του θρόνου του καθήμενον Χριστόν.

Η λειτουργία μας λοιπόν είναι μία σύναξις των ποιημάτων, των δημιουργημάτων του Θεού και μάλιστα του αγγελικού, του πνευματικού και του ανθρωπίνου κόσμου. Είναι δημιουργία ενός πνευματικού ουρανού, μπροστά στην ομορφιά του οποίου ο επίγειος κόσμος, οι ορατοί ουρανοί ωχριούν.

Όταν ζει κανείς αυτήν την αλήθεια εις την λειτουργίαν, αυτόν τον πνευματικόν ουρανόν, αυτήν την παράστασι του σώματος του Χριστού, τότε πλέον δεν νοιώθει άνετα εις τον κόσμο αυτόν. Όποιος μπορεί να χωρέσει και εις την ζωή αυτήν και εις τον κόσμο αυτόν, όποιος μπορεί να βολευτεί, αυτός δεν είναι «εύθετος εις την βασιλείαν του Θεού». Όταν είσαι εις την λειτουργίαν, νοιώθεις ότι είσαι ξένος πλέον για τον κόσμο. Χαίρεσαι, διότι είσαι γεγραμμένος εις την βασιλείαν των ουρανών. Ανάβει η επιθυμία στην καρδιά σου να γίνεις και συ πολίτης της βασιλείας του Θεού. Είναι δύσκολο; Είναι υπόθεσις του Θεού.

Όταν οι μαθηταί του Χριστού έτρεξαν, όπως αναφέρεται εις το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, χαρούμενοι εις τον Κύριον διότι έκαναν θαύματα, ευηγγελίζοντο, εκέρδιζαν ψυχές, έβγαζαν δαιμόνια και του είπαν «και τα δαιμόνια υποτάσσεται ημίν, Κύριε», τι απήντησεν εκείνος; Μη χαίρετε δι' όλα αυτά, αλλά να χαίρετε διότι τα ονόματά σας εγράφησαν εν ουρανοίς· «ότι τα ονόματα υμών εγράφη εν τοις ουρανοίς». Αυτό είναι το δύσκολο να επιτύχει κανείς· είναι το πραγματικό κέρδος που θα μπορούσε να έχει.

Η λειτουργία είναι σαν να μας λέγη: Γίνε και συ εκλεκτός, που θα συγκαταριθμηθείς εις αυτήν την πολιτείαν του Θεού. Να νοσταλγείς πάνω από όλα την βασιλείαν των ουρανών, την κοινωνίαν των αγγέλων και των ανθρώπων, εκεί όπου όλα αγάλλονται, όλα δοξολογούν τον Θεόν.

Το τρίτον, το οποίο κερδίζομε ως αποτέλεσμα του προηγουμένου, είναι ο αγιασμός μας. Μόνον σε αγίους μπορεί να επαναπαυθεί ο Θεός και μόνον με αυτούς μπορεί να επικοινωνεί· «Ότι άγιος ει, ο Θεός ημών, και εν αγίοις επαναπαύη». Γι' αυτό και του ζητούμε συνεχώς να μας αγιάση. Τι είναι λοιπόν ο αγιασμός και πώς επιτυγχάνεται; Είναι ακριβώς η αποκοπή μας από τον κόσμο και τα του κόσμου. Άγιος είναι ο ξεχωρισμένος, ο αφωρισμένος, ο δοσμένος εις τον Θεόν. Επομένως, γινόμεθα ξένοι δια τον κόσμο και επιθυμούμεν πλέον να ανήκωμεν ολοκληρωτικά εις τον Θεόν. Αυτή μας η επιθυμία μας αγιάζει. Γίνεται μία προϋπόθεσις, για να μπορέσωμε να αποκτήσωμε και κάθε άλλην αρετή, απαραίτητη για τον αγιασμόν μας.

Η λειτουργία μας λοιπόν είναι ένα δόσιμο, μία προσφορά του εαυτού μας εις τον Κύριον ή καλύτερα μία επανάληψις της προσφοράς μας, μία ανανέωσις της συνθήκης που έχομε υπογράψει μαζί του, τότε που εβαπτιζόμεθα και εχριόμεθα. Κάθε φορά που πηγαίνομε εις την λειτουργίαν υποσχόμεθα και πάλι: Κύριε, σου ξαναδίνω τον εαυτόν μου.

Ο αγιασμός μας αυτός όμως γίνεται και με την συμμετοχήν μας εις το σώμα του και εις την ζωήν του. Εν τη λειτουργία γίνεται η σύναξις του λαού του Θεού. Συμμετέχομεν και ημείς. Επομένως, επικοινωνούμεν άμεσα με τον Θεόν. Αυτό σημαίνει ότι οι χυμοί του Θεού, η αγιότης του ρέουν μέσα μας, γινόμεθα μέλη Χριστού, γινόμεθα Χριστός. Εκείνος η κεφαλή και εμείς τα μέλη. Αφού η κεφαλή είναι αγία και εμείς γινόμεθα άγιοι ως «μέλη εκ μέρους», ως «σαρξ εκ της σαρκός του και οστά eκ των οστέων του».

Συμμετέχομεν εις την ζωήν του. Τι σημαίνει αυτό; Η λειτουργία ουσιαστικώς δεν είναι προσευχή· είναι δόσις και αντίδοσις. Είναι όμως και μία ανάμνησις και μία επανάληψις, μία δράσις. Ο Χριστός ζει τώρα μπροστά μας. Δι' όλων «ορώμεν τον Χριστόν τυπούμενον και τα υπέρ ημών αυτού έργα και πάθη· και γαρ εν τοις ψαλμοίς και ταις αναγνώσεσι και πάσι τοις υπό του ιερέως δια πάσης της τελετής πραττομένοις, η οικονομία του Σωτήρος σημαίνεται».

Επομένως, ολόκληρη η θεία μυσταγωγία είναι εικόνα του ιδίου του σώματος του Χριστού. Ολόκληρη η θεία λειτουργία είναι μία εν χρόνω και εν χώρω επανάληψις της ζωής του Χριστού· σαν να ζει τώρα μπροστά μας ο Χριστός. Διότι αυτά που γίνονται εις την θείαν λειτουργίαν, «εις την του Σωτήρος οικονομίαν αναφέρεται πάντα, ίνα ημίν η αυτής θεωρία προ των οφθαλμών ούσα τας ψυχάς αγιάζη και ούτως επιτήδειοι γινώμεθα προς την υποδοχήν των ιερών δώρων». Κατά την επίγειον ζωή του ο Χριστός εχάρισε την ανάστασίν του εις όλον τον κόσμο. Τώρα «φιλοπόνως θεωρούμενη» η ζωή του Χριστού καθιστά και ημάς ικανούς να ανιστάμεθα εις την ιδικήν του ζωή.

Όλα, όσα λέγονται και πράττονται εις την θείαν λειτουργίαν, αρχικώς είχον ένα πρακτικόν σκοπόν άλλα και ένα δεύτερον: να τυπούν τον Χριστόν· δύο έργα δηλαδή μπορούν να επιτελούν. Η περιφορά, παραδείγματος χάριν, του Ευαγγελίου είχε ένα πρακτικόν σκοπόν. Ταυτοχρόνως όμως είναι και μία τύπωσις και μία δήλωσις και μία φανέρωσις του ιδίου του Χριστού. Επίσης, όπως τα ενδύματα μας καλύπτουν μίαν πρακτικήν ανάγκην, καλύπτουν την γυμνότητα μας και προφυλασσόμεθα από την θερμότητα ή από το κρύο, αλλά συγχρόνως αποκαλύπτουν την ηλικίαν μας, το αξίωμά μας, τον χαρακτήρα μας, υποδηλώνουν τον άνθρωπον, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα άμφια της θείας λειτουργίας. Υπάρχουν τέλος πράξεις και λόγοι, που έχουν αποκλειστικώς και μόνον συμβολικόν χαρακτήρα, δηλωτικόν της ζωής του Χριστού.

Δι' αυτό εις την λειτουργίαν πρέπει οι οφθαλμοί της διανοίας μας να είναι συνεχώς εις τα νοούμενα και εις τα τελούμενα, ούτως ώστε, συμμετέχοντες μυστικώς εις την ζωήν του Κυρίου, να γινώμεθα ικανοί να συμμετέχωμεν και μυστηριακώς εις αυτήν. Δι' όλων λοιπόν των μέσων «καλλίω... και θειοτέραν εργάζεται την ψυχήν» ή θεία λειτουργία και μας καθιστά αξίους προς υποδοχήν του σώματος και του αίματος του Χριστού.

Ένα τέταρτον, το οποίον προσφέρει η θεία λειτουργία, είναι η άνευ ορίων αγάπη προς τους άλλους, προς τους αδελφούς μας. Το αποστολικό ανάγνωσμα έλεγε· «Ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγάπης». Ένα τέτοιο φίλημα έκαναν οι αρχαίοι χριστιανοί. Σε μας κατηργήθη. Μπορεί όμως να είναι εσωτερικό· με ένα βλέμμα της καρδίας να αγκαλιάζει τρόπον τινά ο ένας όλους τους άλλους. Εν πάση αγάπη και εν πλήρει ενότητι μετά των άλλων πρέπει κανείς να έρχεται εις την λειτουργίαν και ταυτοχρόνως να το ζητεί, για να γίνει μία αύξησις. Πώς μπορεί κανείς να ενωθεί με τον Χριστόν, εάν δεν είναι ενωμένος με το κάθε μέλος του σώματος αυτού;

Τέλος, η θεία λειτουργία με την προετοιμασία που κάνει μέσα μας δημιουργεί πίστιν και εναπόθεσιν των ελπίδων, των δυσκολιών, των προβλημάτων μας εις Εκείνον. Εις την λειτουργίαν δεν πηγαίνομε για να ζητήσωμε αυτό ή το άλλο, δηλαδή να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Πηγαίνομε να ζητήσωμε αποκλειστικώς και μόνον Εκείνον. Αφήνομε εις τον Θεόν τα υπόλοιπα, «πάσαν την μέριμναν υμών επιρρίψαντες επ' αυτόν», κατά το σημερινόν αποστολικόν ανάγνωσμα, όπως εκείνος που ρίχνεται στην θάλασσα και αφήνεται να άγεται και να φέρεται από τα κύματά της. Αποκτούμε τότε θάρρος, δικαιώματα· κατακτούμε την ελευθερίαν εις την θείαν λειτουργίαν να μπορούμε να αφηνώμεθα εις τον Θεόν. Διότι, έφ' όσον αφηνόμεθα εις αυτόν και έχομε το δικαίωμα να γίνωμε κάτι το θεϊκό, είναι φυσικό, αφού Εκείνος έχει αρχίσει την ζωή μέσα μας, Αυτός να την φέρη και εις πέρας, να τακτοποιήσει κάθε πρόβλημα εξωτερικό αλλά και πνευματικό. «Ο δε Θεός πάσης χάριτος, ο καλέσας υμάς εις την αιώνιον αυτού δόξαν εν Χριστώ Ιησού ολίγον παθόντας, αυτός καταρτίσει υμάς, στηρίξει, σθενώσει, θεμελιώσει». Ο Χριστός αναλαμβάνει πλέον αυτός ο ίδιος την ζωή μας, να μας δώση σθένος, να μας στηρίξει, να μας καταρτίσει και να μας τελειοποιήσει. Τα πάντα αναλαμβάνει Εκείνος.

Είδαμε λοιπόν ότι εις την λειτουργίαν κερδίζομε την άφεσιν των αμαρτιών, γίνεται μία μετάθεσις του νου και της καρδίας μας εις τον ουρανόν, επιτυγχάνομεν τον αγιασμόν, ενούμεθα εν απολύτω, εν πλήρει αγάπη με όλους τους άλλους, η πίστις ενισχύεται και τα πάντα εναποτίθενται εις τον Θεόν.

Όλα αυτά τα επιτυγχάνομεν με τις ευχές, όπως λέγαμε στην αρχή. Δεν βοηθούν όμως μόνον οι ευχές. Βοηθούν και οι ψαλμοί — ιδίως οι ψαλμοί των αντιφώνων, των οποίων όμως σήμερα δεν διαβάζονται παρά μόνον ωρισμένοι στίχοι — και οι ψαλμωδίες, διότι και αυτά ομιλούν περί του Χριστού. Οι μακαρισμοί εν συνεχεία και τα αναγνώσματα που ομιλούν για την αγάπη του Θεού και το έργο του, μας ανάβουν τον πόθο και την επιθυμία να τηρούμε τις εντολές του.

Τοιουτοτρόπως, δι' όλων των δρωμένων και των τελουμένων εν τη λειτουργία, επιτυγχάνομεν να κάνωμε την ψυχήν μας καλυτέραν, ωραιοτέραν. Δι' αυτόν τον λόγον ο ιερός συγγραφεύς της ερμηνείας της λειτουργίας μας προτρέπει- «Ούτω... αιδεσθώμεν τον ούτως ελεήσαντα, τον ούτω σώσαντα και πιστεύσωμεν αυτώ τας ψυχάς», ας του εμπιστευθώμεν τις ψυχές μας, «και παραθώμεθα την ζωήν, και φλέξωμεν τας καρδίας τω πυρί της αγάπης αυτού· και τοιούτοι γενόμενοι, τω πυρί των μυστηρίων ομιλήσωμεν ασφαλώς και οικείως». Όταν του εμπιστευθώμεν τας ψυχάς μας, όταν του παραθέσωμεν την ζωήν μας, όταν φλέξωμεν τας καρδίας μας με το πυρ της αγάπης του, τότε πλέον είμεθα έτοιμοι και μπορούμε να «ομιλήσωμεν τω πυρί των μυστηρίων ασφαλώς και οικείως», να έλθωμεν εις επαφήν, να αποκτήσωμεν πλέον εμπειρικήν συνάφειαν με το πυρ των μυστηρίων του. Τότε μόνον η εν τη πράξει, η εμπειρική αυτή αίσθησις, η πραγματική αυτή εκζήτησις της ζωής τού Χριστού γίνεται βίωμά μας. Και η μετάληψις των τιμίων δώρων, η μετάληψις της θεότητος και η θέωσίς μας, έρχεται ως απόρροια όσων μας χαρίζει η θεία λειτουργία.

Το τεμάχιο του άρτου, το οποίο πρόκειται να γίνει σώμα Χριστού, το βγάζομε από το πρόσφορο. Δεν προσφέρομε ολόκληρο το πρόσφορο εις τον Κύριον, αλλά ένα τεμάχιό του. Το πρόσφορο εικονίζει την ανθρωπίνην φύσιν, το ημέτερον φύραμα, το ανθρώπινο γένος. Εξήλθε ο Χριστός εκ του ημετέρου φυράματος δια να θεώσει αυτό. Ας εξέλθωμεν και ημείς εκ μέσου των ανθρώπων, δια να θεωθώμεν, δια να προσφερθώμεν εις τον Θεόν. Διότι, προσφέροντας αυτό το αντίτυπον, προσφέρομεν τον εαυτόν μας. Τα αντίτυπα του τιμίου σώματος και του αίματος του Χριστού πρώτα τα εναποθέτομεν ως δώρα εις τον Κύριον επί της αγίας Προσκομιδής και εν συνεχεία τα προσφέρομεν ως θυσίαν επί του αγίου θυσιαστηρίου.

Ας καταστήσωμεν τον εαυτόν μας δώρο διαλεγμένο, δώρο ξεχωρισμένο, δώρο που θα το αφήσωμε μια για πάντα στα χέρια Εκείνου και δεν θα θελήσωμε ποτέ να το πάρωμε πίσω. Όταν προσφερθούμε εις Αυτόν ως δώρο, τότε μόνον θα μπορούμε, πλησιάζοντες και κυκλούντες καθ' εκάστην το θυσιαστήριόν του και προσεδρεύοντες εις αυτό, να προσενέγκωμεν ολόκληρο το είναι μας, τον εαυτόν μας — νουν, ψυχήν και καρδίαν— θυσίαν ζώσαν και ευάρεστον. Το είναι μας μας το εχάρισε Εκείνος· το οφείλομεν εις Εκείνον, ο οποίος δεν θα παύση να είναι το κέντρο και το τέλος, ο σκοπός της ζωής μας.

πηγή: αρχιμ. Αιμιλιανού (Σιμωνοπετρίτου), Κατηχήσεις και λόγοι (4) - Θεία Λατρεία, Προσδοκία και όρασις Θεού, εκδ. Ορμύλια 2001