Saturday, 17 August 2013

Ἡ Λειτουργία μετά τήν Λειτουργία


  Άγιος Βασίλειος ο Μέγας
  Λατρεία το Θεο δέν πρέπει νά εναι ἕνα μέρος τς ζως το πιστο λλά λόκληρη ζωή του. Αὐτή λατρευτική προσφορά τῆς ζωῆς μας πρός τόν  Θεόν εἶναι   τό κατ' ἐξοχήν, τό κύριο ἔργο μας ὡς ἀνθρώπων.

Μ' αὐτήν ἐκδηλώνουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας, τήν ἀγάπη μας στόν Κύριο. Ἡ Θεία Λατρεία εἶναι ὁ ὕψιστος βαθμός τῆς ἀγάπης μας πρός τόν Θεό.

 Τήν προσφέρουμε ὅλοι μαζί, ὅλος ὁ λαός πού εἶναι ἐνταγμένος στήν ὀρθόδοξη Ἐκκλη­σία. Γι αὐτό ὅταν κάποιος ἀπουσιάζει ἀδικαιολόγητα ἀπό τήν Θεία Λειτουργία θά πρέπει νά γνωρίζει ὅτι διασπᾶ αὐτή τήν καθολικότητα τῆς προσφορᾶς, αὐτή τήν ἑνότητα τοῦ Θεανθρώπινου Σώματος, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Κολοβώνει κατά κάποιον τρόπο τό σῶμα του Χριστοῦ, ἐπειδή Τοῦ ἀποστερεῖ ἕνα μέλος. (Ὁ καθένας μας πού εἶναι βεβαπτισμένος ὀρθόδοξα εἶναι μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ).

Ἡ Θεία Λειτουργία, τό Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν θεοπαράδοτος τρόπος γιά νά ἐκφράσουμε τήν πρός τόν Θεό εὐχαριστία.

ἴδιος ὁ Θεός μᾶς δίδαξε τήν Θεία Λετουργία. Ἄρχισε  τήν διδασκαλία Του αὐτή  ἀπό τό Μυστικό Δεῖπνο, καί τή συνέχισε κατά τή διάρκεια τῶν 40 ἡμερῶν μετά τήν  Ἀνάστασή Του, ἕως τήν Ἀνάληψή Του. Αὐτές τίς σαράντα ἡμέρες  ὁ Κύριος ἐμφανιζόταν καί δίδασκε τά περί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στούς Ἀποστόλους[1]. Τούς δίδασκε δηλαδή τά περί τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μέ βάση αὐτήν τή διδασκαλία οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι συνέθεσαν καί τελοῦσαν τήν Θεία Λειτουργία. Αὐτήν τήν θεοπαράδοτη Θεία Λειτουργία συνεχίζουμε νά τελοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Ἡ Λατρεία πρέπει νά εἶναι ἀδιάλειπτη. «Ἐν παντί καιρῷ καί τόπῳ».

Ἡ εὐχαριστία πρός τόν Κύριο δέν σταματᾶ μέ τό τέλος τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Τό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς ἄλλης Εὐχαριστίας πρός τόν Θεό πού ἐκπληρώνεται διά τῶν ἔργων μας. Ἡ ἀληθινή εὐχαριστία «διά μέσου τῶν ἔργων ἐκπληρώνεται ἀπό ἐμᾶς» διδάσκει ὁ ἱερός Χρυσόστομος[2].

Τηρώντας τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καθημερινά, εὐχαρι­στοῦμε πραγματικά τόν Θεό γιά ὅλα. Τότε εἶναι πού Τόν εὐχαριστοῦμε πραγματικά καί γιά τό ὑπέροχο δῶρο Του τήν Θεία Λειτουργία πού ζήσαμε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς ἤ καί ὁποιαδήποτε ἄλλη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας.

«Ἄς εὐχαριστοῦμε διότι εἴμαστε ἀπό τούς σωζομένους, καί ἐνῶ δέν ἦταν δυνατόν νά σωθοῦμε ἀπό τά ἔργα μας, σωθήκαμε δωρεάν ἀπό τό Θεό ...

(Ἄς εὐχαριστοῦμε τόν Θεόν) διότι ἄν καί ὑβρίσαμε τόν Βασιλέα (Χριστόν) ἀντί νά δικαστοῦμε τιμηθήκαμε· ἔπειτα (παρ’ ὅλο πού τιμηθήκαμε) πάλι ὑβρίσαμε, (ὁπότε) καί πιαστήκαμε ἔτσι σέ ἔσχατη μορφή ἀχαριστίας. (Ἐφ’ ὅσον συνέβησαν ἔτσι τά πράγματα) θά ἔπρεπε δίκαια νά τιμωρηθοῦμε μέ βαρύτερη καταδίκη, πολύ μεγαλύτερη ἀπό τήν προηγούμενη.  Διότι δέν μᾶς ἀπέδειξε τόσο ἀχάριστους ἡ πρώτη ὕβρις ὅσο αὐτή πού ἔγινε μετά τήν τιμή καί τήν πολλή περιποίηση (πού δεχθήκαμε ἀπό τόν Δεσπότη, μετά τήν πρώτη ὕβρη πού Τοῦ κάναμε). Ἄς ἀποφύγουμε λοιπόν ἐκεῖνα ἀπό τά ὁποῖα ἀπαλλαχτήκαμε, καί ἄς εὐχαριστοῦμε ὄχι μόνο μέ τό στόμα... Διότι πῶς δέν εἶναι ἄτοπο ὅταν οἱ μέν οὐρανοί διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ, ἐσύ δέ, διά τόν ὁποῖον ἔγιναν οἱ οὐρανοί πού δοξάζουν, κάνεις τέτοια πράγματα ὥστε νά βλασφημεῖται ἐξαιτίας σου ὁ Θεός πού σέ ἔπλασε;».[3]

Θά πρέπει νά προσέχουμε ὥστε ὅλη μας ἡ ζωή νά εἶναι μία συνεχής Θεία Λειτουργία (Λειτουργία μετά τήν Λειτουργία). Δέν ὑπάρχουν ὧρες τοῦ Θεοῦ καί ὧρες πού μποροῦμε νά κάνουμε καί κάτι ἄλλο πού νά μήν ἀρέσει καί τόσο στό Θεό... Ὅπως στεκόμαστε μπροστά στόν Θεό, μέ σεβασμό, εὐλάβεια, ταπείνωση, σιωπή, μετάνοια, σεμνότητα, κοσμιότητα, ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας. Ὅπως εἴμαστε  «ἱματισμένοι καί σωφρονοῦντες» μέσα στόν ναό, ἔτσι θά πρέπει νά εἴμαστε πάντα (ἔξω ἀπό τόν ναό,  στό σπίτι μας, στήν ἐργασία μας κ.λ.π.). 

Κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας πρέπει νά ἐμπλουτίζεται καί νά ἁγιάζεται μέ τήν προσευχή, κάθε πράξη μας νά εἶναι γιά τόν Θεό (νά εἶναι μία πράξη ἀγάπης πρός τόν Θεό).

Ὁ Μέγας Βασίλειος γράφει:

«Γιά τήν προσευχή καὶ τὴν ψαλμωδία, ὅπως καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα, κάθε στιγμὴ εἶναι ἡ κατάλληλη·  ὥστε  (πρέπει) νὰ ὑμνοῦμε τὸν Θεὸ καὶ ὅταν ἐργαζόμαστε, καθὼς κινοῦμε τὰ χέρια,  ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ γλώσσα ὅποτε μποροῦμε. Αὐτὸ (τό νά ὑμνοῦμε μέ τήν γλῶσσα) εἶναι ἀκόμη πιὸ ἱκανὸ νὰ δυναμώσει τὴν πίστη μας.  Ἂν ὅμως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχόμαστε δυνατά, τότε ἂς δοξάζουμε τὸν Θεὸ μέσα στὴ καρδιά μας, μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ὅπως λέει ἡ Γραφή.

Ἄς κάνουμε τὴν προσευχή μας τὴν ὥρα ποὺ ἐργαζόμαστε. Μποροῦμε δηλαδὴ νὰ εὐχαριστοῦμε Αὐτὸν, ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ δύναμη τῶν χεριῶν μας στὴν ἐργασία, καὶ τὴν ἱκανότητα τοῦ νοῦ στὴν ἐπιστήμη· Αὐτὸν ποὺ μᾶς χάρισε τὸ ὑλικὸ ἀπ᾽ τὸ ὁποῖο φτιάχνουμε τὰ ἐργαλεῖα  καὶ τὸ ὑλικὸ ποὺ δουλεύουμε στὶς τέχνες μας, ὅποιες κι ἂν εἶναι αὐτές.

(Ἐπίσης πρέπει) καί νὰ προσευχόμαστε ὥστε τὰ ἔργα τῶν χεριῶν μας νὰ μὴν ἔχουν ἄλλο σκοπὸ παρὰ μόνο  τό νὰ εὐχαριστηθεῖ ὁ Θεός...

Δέν πρέπει μέ συλλαβές νά προσευχόμαστε ἀλλά μᾶλλον μέ τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς ...Ὃταν κάθεσαι στό τραπέζι νά προσεύχεσαι· ὃταν σοῦ προσφέρεται τό ψωμί, εὐχαρίστησε Αὐτόν πού στό ἒδωσε. Ἐνῶ στηρίζεις τήν ἀσθένεια τοῦ σώματος μέ τό κρασί, νά θυμᾶσαι Αὐτόν πού σοῦ δίδει τό δῶρο γιά εὐφροσύνη τῆς καρδιᾶς καί παρηγοριά τῶν ἀσθενειῶν. Πέρασε ἡ ἀνάγκη τῶν φαγητῶν; Ἡ μνήμη ὃμως τοῦ Εὐεργέτου ἂς μήν φεύγει.

Ὃταν φορᾶς τόν χιτῶνα νά εὐχαριστεῖς  Αὐτόν πού στόν ἒδωσε.

 Ὅταν ντύνεσαι τό ἱμάτιο αὒξησε τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος καί γιά τό χειμῶνα καί γιά τό καλοκαίρι μᾶς χάρισε κατάλληλα σκεπάσματα, πού μᾶς κρατᾶνε στή ζωή καί κρύβουν τήν ἀσχήμια.

 Τελείωσε ἡ ἡμέρα; Εὐχαρίστησε Αὐτόν πού μᾶς χάρισε τόν ἣλιο ὡς ὑπηρέτη γιά τά ἒργα τῆς ἡμέρας, καί μᾶς ἒδωσε τήν φωτιά γιά νά φωτίζει τήν νύκτα καί νά ὑπηρετεῖ στίς ὑπολοιπες ἀνάγκες τῆς ζωῆς.

Ἡ νύχτα ἂς προξενήσει ἂλλες ἀφορμές προσευχῆς. Ὃταν ρίξεις τό βλέμμα σου στόν οὐρανό καί ἀτενίσεις τίς ὀμορφιές τῶν ἂστρων προσευχήσου στόν Δεσπότη αὐτῶν πού εἶναι ὁρατά καί προσκύνησε τόν ἀριστοτέχνη ὃλων Θεό, ὁ Ὁποῖος ὅλα τά ἐδημιούργησε μέ σοφία. Ὃταν δεῖς ὅλη τήν φύση τῶν ζώων νά ἒχει κυριευτεῖ ἀπό τόν ὓπνο, πάλι προσκύνησε Αὐτόν πού καί ἀκούσια μέσω τοῦ ὓπνου μᾶς γλυτώνει ἀπό τούς συνεχεῖς κόπους καί ἒπειτα ἀπό μικρή ἀνάπαυση μᾶς  χαρίζει ἀκμαία δύναμη».



ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!







[1] Πρ. 2, 11: δι΄ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

[2] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Εἰς τήν Γένεσιν, ΚΣΤ', ΕΠΕ 3, 128-130.

[3] Ἁγ. Ἰωάν. Χρυσοστόμου: Ad In epistulam ad Romanos Μ 60, 579.40

Saint Theophylact of Ochrid-On The Miracle of the Five Loaves and Two Fishes

 Eighth Sunday after Pentecost
The Miracle of the Five Loaves and Two Fishes

Matthew 14:14-22

From The Explanation of the Gospel of St. Matthew

by Blessed Theophylact, Archbishop of Ochrid and Bulgaria

13-14. And when the people had heard thereof, they followed Him on foot out of the cities. And Jesus went forth, and saw a great multitude, and was moved with compassion toward them, and He healed their sick. The multitude show their faith by running to Jesus even as He is departing, for which they receive healing as the reward of faith. Their following on foot and without any provisions are also signs of faith.
15-16. And when it was evening, His disciples came to Him, saying, This is a desert place, and the hour is now late; send the multitude away, that they may go into the villages, and buy food for themselves. But Jesus said unto them, They need not depart; give ye them to eat. The disciples are compassionate and concerned about the multitude, not wanting them to go without food. What, then, does the Saviour do? Give ye them to eat, He says, not in ignorance of the extreme poverty of the apostles—far from it. But so that when they had said, "We do not have," He might appear to proceed to work a miracle out of necessity and not from vainglory.
17-19. And they say unto Him, We have here but five loaves, and two fishes. He said, Bring them hither to Me. And He commanded the multitude to recline on the grass, and took the five loaves, and the two fishes, and looking up to heaven, He blessed. "Bring the loaves here to Me. Though it be evening, I Who created the hours am here. Though it be a deserted place, it is I Who giveth food to all flesh." We learn from this that we must spend in hospitality even the little that we have, just as the apostles gave to the crowds the little that they had. As that little was multiplied, so too will your little be multiplied. He bids the multitude to recline on the grass, teaching frugality, so that you also, O reader, may not take your ease on expensive beds and couches. He looks up to heaven and blesses the loaves, as if both to confirm that He is not opposed to God but that He came from the Father and from heaven, and also to teach us to give thanks when we begin a meal and only then to eat.
19-21. And He brake, and gave the loaves to His disciples, and the disciples gave them to the multitude. And they did all eat, and were filled: and they took up of the fragments that remained twelve baskets full. And they that had eaten were about five thousand men, beside women and children. He gives the loaves to the disciples so that they might always retain the miracle in their memory and not have it fade from their minds, although they did in fact immediately forget. There was food left over lest you think that He performed the miracle only in appearance. There were twelve baskets so that Judas too might carry one and thus remembering the miracle not rush headlong into betrayal. And He multiplies both the loaves and the fish to show that He is the Creator of earth and sea, and the Giver of what we eat everyday, and it is multiplied by Him. He performed the miracle in a deserted place lest anyone think that He bought the loaves from a neighboring town and distributed them to the multitude, for it was deserted. This is the explanation of the literal account.
But in its spiritual sense, learn that when Herod, who represents the fleshly and superficial mind of the Jews (for "Herod" means "fleshly" and "skin-like"), cut off the head of John who was the head and chief of the prophets, it showed that Herod rejected those who prophesied of Christ. Whereupon Jesus withdrew to a desert place, to the nations who were desolate without God, and He healed the sick in soul and then He fed them. If He had not forgiven our sins and healed our sicknesses by baptism He could not have nourished us by giving us the immaculate Mysteries, for no one partakes of Holy Communion who has not first been baptized. The five thousand are those who are sick in their five senses and who are healed by the five loaves. Since the five senses were diseased, there are as many poultices as there are wounds. The two fish are the words of the fishermen. The one fish is the Gospel and the other the Epistles. Some have understood the five loaves to signify the Pentateuch of Moses: Genesis, Exodus, Leviticus, Numbers, and Deuteronomy. Twelve baskets were lifted up and carried by the apostles; for whatever we, the multitude, are unable to eat, that is, to understand, the apostles carried and held, that is, they accepted and understood. Besides women and children. This means, allegorically, that a Christian man, woman, or child, must not in any way be childish, womanly, or unmanly.
22. And straightway Jesus constrained His disciples to get into a boat, and to go before Him unto the other side, while He sent the multitudes away. By using the word constrained, Matthew suggests how inseparable the disciples were from Jesus, for they wanted to be with Him at all times. He sends the multitudes away, not wishing to draw them after Him lest He appear to vaunt in His powers.

ST. MARK THE ASCETIC - On Fighting the Passions


         EPISTLE TO THE MONK NICHOLAS
                      by St. Mark the Ascetic

Beloved Son Nicholas . . . .

-- A man must, above all, strive after knowledge and reason, if he wants to take up his cross and follow Christ, constantly examining his thoughts, taking every care to gain salvation and adhering to God with all his strength. He should also question other servants of God, who are of the same mind and soul and who are doing the same work, in order to know how and where to direct his steps and not walk in the dark without a bright lamp. For a self-reliant man, walking without the knowledge and guidance of the Gospels, often stumbles and falls into many pitfalls and nets of the evil one, frequently goes astray and is subject to many calamities, not knowing where he will arrive in the end. Many have gone through great feats of self- mortification and endured much labor and seat for the sake of God; but their self-will, lack of good judgment and the fact that they did not deem it necessary to seek salutary advice from their brethren, made these labors useless and vain.

-- If you wish, my son, to acquire and possess within yourself your own lamp of mental light and spiritual knowledge, that you may walk without stumbling in the deepest night of this age and have your steps ordered by the Lord (Psalms 118:133), according to the words of the Prophet, you must greatly desire the path of the Gospels, that is, to practise the most perfect Gospel commandments with ardent faith and become a participant in the passion of Christ through desire and prayer; then I will show you a wonderful method to achieve this, consisting of an inner state of the spirit, which demands no physical work or effort, but the most painful labor of the soul, mastery of the mind (over all things within) and attentive thought, together with the fear and love of God. By this state you can easily turn to flight enemy hordes, as did the blessed David who, having slain one alien giant with faith and trust in God, by this very fact put to flight the hordes of the enemies with their peoples.

-- I speak of the three strong and powerful alien giants, on whom are founded all the hostile forces of the mental Holophernes. If they are cast down and slain, all the forces of the evil spirits will be finally defeated. These three giants of the evil one, who seem to be strong, are "ignorance," mother of all ills, "forgetfulness," her sister, aider and abettor, and "laziness" (indifference) which out of darkness weaves a dusky garment and cloak in the soul. This latter strengthens and affirms the former two, gives them substance and makes evil take firm root in a negligent soul and become an essential part of it. For through indifference (laziness), forgetfulness and ignorance the props of all other passions grow and strengthen. Since they mutually help one another and cannot exist independently of one another, they (in their totality) are powerful forces of the enemy and chief generals of the evil one. With their help the hordes of evil spirits fashion their snares in the soul and succeed in carrying out their plans.

-- If you wish to gain victory over passions and easily put to flight the hordes of mental aliens, collect yourself inwardly with God's help by prayer and, descending into the depths of your heart, find there those three strong giants of the devil -- I mean forgetfulness, indifference or laziness, and ignorance, the food on which all other passions feed and act, live and grow strong in self-indulgent hearts and unpunished souls. With strict attention to yourself and a sober mind, and with help from above, you will certainly find these evil passions, unknown and not even suspected by others, yet more pernicious than the rest; you will find them by the weapons of righteousness which are their contrary. These weapons are memory of the good, the source of all blessings, enlightened knowledge, by which a soul kept in sobriety chases away the darkness of ignorance, and a lively zeal, which rouses the soul and leads it to salvation. Thereupon, armed with these weapons of virtue, accompanied by every prayer and supplication, you will manfully and valiantly conquer (completely chase away) these three giants of mental aliens by the power of the Holy Spirit. That is to say, with the help of an excellent godly memory always reflecting on "whatsoever things are true, whatsoever things are honest, whatsoever things are just, whatsoever things are pure, whatsoever things are lovely, whatsoever things are of good report; if there be any virtue, and if there be any praise" (Philippians 4:8), you will chase away wicked forgetfulness; by enlightened heavenly knowledge you will destroy the pernicious darkness of ignorance; and by a lively zeal, ready for every good action, you will drive away godless indifference (laziness), through which evil becomes firmly rooted in the soul. You acquire these virtues not merely by your own will alone, but by the power of God and with the help of the Holy Spirit, with much attention and prayer. Having thus acquired them you will be able, through them, to free yourself from the said three strong giants of the evil one. When through the power of active grace there is formed and carefully preserved in the soul a (tripartite) alliance of true knowledge, memory of the words of God and righteous zeal, then every trace of forgetfulness, ignorance and indifference will vanish from the soul. They will be resolved into nothing, and at last there will reign in the soul the grace of Christ Jesus, our Lord, to Whom be power and glory for ever and ever, Amen.


from E. Kadloubovsky and G. E. H. Palmer, trans., Early Fathers from the Philokalia, (London: Faber & Faber, 1981), pp. 60 - 62.

Άγ.Βασίλειος ο Μέγας-Δεν πρέπει να δανείζουμε με τόκο

Ομιλία εις μέρος του 14ου ψαλμού και κατά των τοκιζόντων
(Μ. Βασιλείου, Ομιλία 3η)
1. Χθες, όταν σας εξηγούσαμε τον 14ο ψαλμό, δεν επετράπη από την ώρα να φθάσουμε στο τέλος του λόγου. Τώρα δε ήλθαμε σαν ευγνώμονες οφει­λέτες για να εξοφλήσουμε τους υπόλοιπους στίχους του ψαλμού. Και αυτό που παραλείψαμε είναι μι­κρό βέβαια στο να το ακούσουμε, ώστε να φανεί έ­τσι δα, και πιθανώς στους πολλούς ακόμη θα διέφυ­γε της προσευχής, ώστε να νομισθεί ότι τίποτε δεν έχει παραλειφθεί από τον ψαλμό. Επειδή όμως κατανοήσαμε καλώς ότι η μικρή αυτή φράση έχει με­γάλη σημασία για τα βιοτικά πράγματα, ενομίσαμε ότι πρέπει να παρουσιάσουμε το χρήσιμο από την εξέταση. 


Δεν πρέπει να δανείζουμε με τόκο

Υπογραμμίζοντας με τον λόγο του ο προφήτης τον τέλειο άνθρωπο, εκείνον που πρόκειται να βαδίσει την σταθερή ζωή, απαρίθμησε μεταξύ των κατορθωμάτων και το: «Να μη δανείζει τα χρήματά του με τόκο». Σε πολλά μέρη της Αγίας Γρα­φής έχει κατηγορηθεί ως αμαρτία αυτό. Και ο Ιεζε­κιήλ μεταξύ των μεγάλων κακών τοποθετεί το να λαμβάνει κανείς τόκο και πλεόνασμα (Ιεζ. 18, 8)΄ και ο νόμος κατηγορηματικώς απαγορεύει: «Δεν θα δανείσεις με τόκο τον αδελφό σου και τον πλησίον σου» (Δευτ. 23, 20). Και πάλιν λέγει: «Δόλος με δό­λο, και τόκος με τόκο» (Ιερ. 9, 6). Και για την πόλη που είναι πλούσια σε πλήθος αμαρτιών τί λέγει ο ψαλμός; «Δεν έλειψε από τις πλατείες αυτής τό­κος και δόλος» (Ψαλμ. 54, 12). Και τώρα χαρακτηριστικό της τελειοποιήσεως του ανθρώπου εθεώρησε αυτό το ίδιο ο προφήτης λέγοντας: «Τα χρήματά του δεν τα εδάνεισε με τόκο».

Ο τόκος είναι υπερβολική απανθρωπία
  Διότι πράγματι είναι υπερβολική απανθρωπία ο μεν ένας να στερείται και των αναγκαίων και να ζη­τεί δάνειο για να παρηγορηθεί στην ζωή, ο δε άλλος να μην αρκείται στο κεφά­λαιο, αλλά να επινοεί από τις συμφορές του πτω­χού νέα κέρδη για τον εαυτό του και να συγκεντρώ­νει πλούτο. Και ο μεν Κύριος λοιπόν σαφέστατα μας διατάσσει λέγοντας: «Και να μη περιφρονήσεις αυτόν που θέλει να δανεισθεί από σένα χωρίς τό­κο» (Ματθ. 5, 42). Ο φιλάργυρος όμως βλέποντας κάποιον άνδρα να λυγίζει από την ανάγκη, να τον ικετεύει μπροστά στα πόδια του -ώστε τί ταπεινό να μη κάνει εμπρός του; τί να μη λέγει με τις παρακλήσεις του;- ακόμη δεν τον ελεεί.

Η περιγραφή της απάτης του τοκογλύφου

Έστω και αν κάνει πράξεις αναξιοπρεπείς, δεν υπολογίζει την φύση, δεν υποχωρεί στις ικεσίες, αλλά στέκεται ά­καμπτος και αμείλικτος΄ δεν υποχωρεί στις δεή­σεις, δεν λυγίζει στα δάκρυα, επιμένει στην άρνη­ση, και ορκίζεται και καταράται τον εαυτόν του, διότι πράγματι ευρίσκεται σε παντελή έλλειψη χρημάτων, και ερευνά και αυτός μήπως εύρει κάποιον από τους δανειστές, και βεβαιώνει με τους όρκους το ψεύδος του, αποκτώντας σαν κακό παρεμπόρευμα της κα­κίας την επιορκία. Και όταν εκείνος που ζητεί το δάνειο υπενθυμίσει τους τόκους, και ομιλήσει για υποθήκες, τότε, αφού κατεβάσει τα φρύδια του και χαμογελάσει, ίσως να θυμηθεί κάποια πατρική φι­λία, και τον αποκαλεί γνώριμο και φίλο, και λέγει: «Θα δούμε εάν έχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Υ­πάρχει όμως κάποια παρακαταθήκη ενός φίλου μου ανδρός, που μου την παρέδωσε για να την τοκίσω. Αλλ” εκείνος δεν ώρισε βαρείς τόκους γι” αυτό. Ε­γώ θα τους ελαττώσω κατά τι, και θα σου τα δώσω με χαμηλότερο τόκο».

Εκείνος που δεν μπορεί να εξοφλήσει τους τόκους, εκουσίως γίνεται δούλος για όλη του την ζωή 
Τέτοια πλάθοντας, και με τέ­τοια λόγια θωπεύοντας και δελεάζοντας τον ταλαί­πωρο, με γραμμάτια προσδένοντάς τον, και μαζί με την φτώχεια που τον κατατυραννεί ακόμη, και α­φού αφαιρέσει επί πλέον και την ελευθερία του αν­δρός, φεύγει. Διότι εκείνος που έκαμε τον εαυτόν του υπεύθυνο σε τόκους των οποίων την πληρωμή δεν μπορεί να εξοφλήσει,    έγινε δούλος με την θέλησή του σε όλη του την ζωή.

Συμπεριφορά των τοκογλύφων απέναντι στους πτωχούς
  Χρήματα, πες μου, και κέρδη επιζητείς από τον πτωχό; Και εάν πλουσιότερο μπορούσε να σε αναδείξει, τί εζητούσε στις θύρες τις δικές σου; Αν και ήλθε για συμμαχία, σε ευρήκε εχθρό. Αναζητώντας φάρμακα, συνάντησε δηλητήρια. Ενώ έπρεπε να παρηγορήσεις την πτώχεια του ανθρώπου, συ πολλαπλασιάζεις την φτώ­χεια του ζητώντας να καρποφορήσει η έρημος. Οπως ακριβώς εάν κάποιος ιατρός που επήγαινε σε ασθενείς, αντί να επαναφέρει την υγεία τους, και την ελαχίστη δύναμη που τους απέμεινε αφαιρούσε, έτσι και συ τις συμφορές των πτωχών ανθρώπων τις κάνεις αφορμή κερδών. Και όπως οι γεωργοί εύχονται βροχές για να πολλαπλασιασθούν οι καρποί, έτσι και συ τις φτώχειες και τις στερήσεις των ανθρώ­πων επιζητείς, για να ενεργοποιηθούν τα χρήματά σου. Αγνοείς ότι μεγαλυτέρα προσθήκη κάνεις στις αμαρτίες, από την αύξηση που επινοείς στον πλούτο σου με τους τόκους; Και εκείνος που ζητεί το δάνειο, ευρισκόμενος εν μέσω αμηχανίας, όταν μεν βλέπει την πενία, απογοητεύεται για την πλη­ρωμή, όταν δε σκεφθεί την παρούσα ανάγκη, κατατολμά το δάνειο. Επειτα, ο μεν ένας ενικήθη διότι υπέκυψε στην ανάγκη΄ ο δε άλλος αναχωρεί αφού εξασφάλισε τον εαυτόν του με γραμμάτια και εγγυ­ήσεις.

Η ζωή του δανειολήπτη είναι αγωνιώδης
2. 
 Αφού δε έλαβε τα χρήματα, την μεν πρώτη ημέρα είναι λαμπρός και περιχαρής, με ξένη λαμ­πρότητα επιχρισμένος, φανερώνοντας την αλλαγή της ζωής του. Δηλαδή το τραπέζι είναι γεμάτο, το ένδυμα πολυτελέστερο΄ δούλοι με αλλαγμένη την εμφάνιση προς το λαμπρότερο, κόλακες, συμποσια­στές, αμέτρητοι των σπιτιών κηφήνες. Καθώς δε τα μεν χρήματα φεύγουν σιγά σιγά, ο δε χρόνος προ­χωρώντας αυξάνει στον εαυτόν του τους τόκους, τότε δεν του φέρουν ανάπαυση οι νύκτες, δεν είναι λαμπρή η ημέρα, δεν είναι ο ήλιος ευχάριστος, αλ­λά δυσχεραίνει την ζωή΄ μισεί τις ημέρες, διότι τον αναγκάζουν προς την προθεσμία΄ φοβάται τους μή­νες, διότι είναι πατέρες των τόκων. Και, αν κοιμά­ται, βλέπει στον ύπνο του τον δανειστή να στέκεται επάνω στο κεφάλι του σαν κακό όνειρο΄ αν είναι ξύπνιος, έννοια σ” αυτόν και φροντίδα είναι ο τό­κος. «Οταν ο δανειστής», λέγει, «και ο χρεωφειλέτης συναντήθηκαν μεταξύ τους, επίσκεψη και των δύο κάνει ο Κύριος» (Παροιμ. 29, 13). Ο μεν όπως ο σκύλος τρέχει στο θήραμα΄ ο δε όπως σαν έτοιμο θήραμα φοβείται την συνάντηση. Διότι η φτώχεια του αφαιρεί το θάρρος. Η απόφαση και των δύο εί­ναι στα δάκτυλα΄ ο μεν ένας χαίρεται για την αύξη­ση των τόκων, ο δε άλλος στενάζει για την προσθήκη των συμφορών. «Πίνε ύδατα από τα δικά σου αγγεία» (Παροιμ. 5, 15)΄ δηλαδή, τις δικές σου αφορμές να εξετάζεις, να μη βαδίζεις σε ξένες πηγές, αλλά από τα δικά σου λιβάδια να μαζεύεις για τον εαυτόν σου τις πα­ρηγορίες της ζωής. Εχεις χαλκώματα, ένδυμα, ζώο, σκεύη διάφορα; Αυτά να αποδώσεις. Ολα να προτιμήσεις να τα χάσεις εκτός από την ελευθερία. «Αλλά ντρέπομαι αυτά να τα βγάλω στην δημοπρα­σία», λέγει. Γιατί λοιπόν; Διότι ύστερα από λίγο άλλος θα μεταφέρει αυτά, και θα σου τα ξεγράψει, και εμπρός στα μάτια σου θα τα διαθέσει σε φθηνή τιμή; Μη βαδίζεις σε ξένες θύρες. «Διότι πράγματι είναι στενό το ξένο πηγάδι» (Παροιμ. 23, 27). Είναι καλύτερα να παρηγορεί κανείς την ανάγκη του λίγο-λίγο με διάφορες επινοήσεις, παρά αφού υψωθεί με μιας με τα ξένα, ύστερα να απογυμνωθεί από όλα τα υπάρχοντά του.

Το δάνειο είναι η αρχή του ψεύδους και των συναφών κακών
  Εάν μεν λοιπόν έχεις για να τα αποδώσεις, γιατί δεν τερματίζεις την παρούσα ανάγκη με αυτά που έχεις; Εάν δε δεν μπορείς να εξοφλήσεις το χρέος σου, θεραπεύεις το κακό με το κακό. Να μη δεχθείς να σε πολιορκήσει ο δανειστής. Να μην ανεχθείς να σε α­ναζητούν και να σε ανιχνεύουν σαν κάποιο άλλο θήραμα. Αρχή ψεύδους είναι το δάνειο΄ είναι α­φορμή αχαριστίας, αγνωμοσύνης, επιορκίας. Αλλα τα λόγια του δανειζομένου και άλλα του δανειστή. «Είθε να μη σε συναντούσα τότε΄ θα εύρισκα πλέ­ον τον τρόπο για να απαλλαγώ από την ανάγκη. Και χωρίς να θέλω μου έβαλες τα χρήματα στο χέ­ρι; Ο χρυσός σου ήταν νοθευμένος με χαλκό, και το νόμισμά σου κίβδηλο». Είτε λοιπόν φίλος είναι ο δανειστής, μη ζημιώσεις την φιλία του΄ είτε είναι εχθρός, μη γίνεις υποχείριος του εχθρού. Αφού καυχηθείς λίγο με τα ξένα, ύστερα θα χάσεις και τα πατρικά. Πτωχός είσαι τώρα, αλλά ελεύθερος. Με το να δανεισθείς δε, ούτε θα πλουτήσεις, και η ε­λευθερία σου θα αφαιρεθεί. Δούλος του δανειστού είναι αυτός που εδανείσθηκε, και δούλος μισθωτός που φέρει την υπηρεσία του σε πέρας κατ” ανάγ­κην. Τα σκυλιά όταν λαμβάνουν την τροφή εξημε­ρώνονται΄ ο δε δανειστής λαμβάνοντας τα δανεικά ερεθίζεται περισσότερο. Διότι δεν σταματά να γαυγίζει, αλλά ζητεί ακόμη περισσότερο. Εάν ορκίζε­σαι, δεν πιστεύει΄ εξετάζει βαθύτερα, περιεργάζεται τις συναλλαγές σου. Εάν βγεις από το δωμάτιο, σε τραβά προς τον εαυτόν του και σε παρασύρει μαζί του. Εάν κρύψεις τον εαυτόν σου μέσα, στέκεται έ­ξω από την οικία σου, και σου κτυπά την θύρα. Εμπρός στην σύζυγό σου σε κατεντροπιάζει, στους φίλους σε υβρίζει, στις αγορές σε πιέζει΄ κακό συνάντημα στην εορτή. Σου κάνει τον βίο αβίωτο. «Αλ­λά είναι μεγάλη», λέγει, «η ανάγκη, και δεν υπάρ­χει κανένας άλλος πόρος χρημάτων».

Το δάνειο είναι μικρή αναβολή της αμηχανίας
  Ποιο είναι το όφελος, αν ξεπεράσεις την σημερινή ημέρα; Διότι πάλιν θα έλθει η φτώχεια σαν καλός δρομέας (Παροιμ. 24, 34), και η ίδια ανάγκη θα παρουσιασθεί με προσθήκη. Διότι το δάνειο δεν σου φέρει παντελή απαλλαγή, αλλά σου παρέχει μικρά αναβολή της αμηχα­νίας σου.

Το δάνειο στον πτωχό με τον τόκο αυξάνει την πτώχεια
  Ας υποφέρουμε σήμερα τις δυσκολίες της στερήσεως, και να μη τις φορτώσουμε στην αυριανή ημέρα. Αν δεν δανεισθείς, θα είσαι το ίδιο πτωχός και σήμερα και στο μέλλον εάν δανεισθείς, θα βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ο τόκος θα σου αυξήσει περισσότερο την φτώχεια. Και τώρα μεν κανείς δεν σε κατηγορεί που είσαι πτω­χός, διότι το κακό είναι αθέλητο. Εάν δε γίνεις υπεύθυνος για τόκους, δεν υπάρχει κανείς που δεν θα σε κατηγορήσει για την απερισκεψία σου.

Εκείνος που εμπιστεύεται στις αβέβαιες ελπίδες έχει νηπιώδη νου
3. Μη λοιπόν επισύρουμε κοντά στα αθέλητα κακά ακόμη και άλλο θεληματικό κακό από την απερισκεψία μας. Είναι νηπίου νου να μη φροντίζει για τον εαυτόν του από εκείνα που διαθέτει τώρα, αλλά να εμπι­στεύεται σε αβέβαιες ελπίδες και να τολμά μια φα­νερή βλάβη και αναντίρρητη. Ηδη σκέψου από που θα πληρώσεις το χρέος. Από εκείνα που παίρ­νεις; Αλλ” αυτά δεν αρκούν και για τις ανάγκες σου και για την εξόφληση. Εάν δε μάλιστα υπολο­γίσεις και τους τόκους, από που θα πολλαπλασια­σθούν τα χρήματα σε τόσο μεγάλο ποσόν, ώστε και να υπηρετήσουν την δική σου ανάγκη, και να εξο­φλήσεις το κεφάλαιο, επί πλέον δε να γεννούν και τόκους; Αλλά δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο από ε­κείνα που παίρνεις. Από άλλους πόρους, λοιπόν; Ας περιμένουμε λοιπόν εκείνες τις ελπίδες, και ας μη πάμε, όπως τα ψάρια, στο δόλωμα. Οπως δηλα­δή εκείνα μαζί με την τροφή καταπίνουν και το αγ­κίστρι, έτσι και εμείς για τα χρήματα αγκιστρωνό­μαστε με τους τόκους. Δεν προξενεί καμμιά αισχύ­νη η φτώχεια. Γιατί λοιπόν να προσθέτουμε στους εαυτούς μας τους ονειδισμούς εξ αιτίας του χρέους μας; Κανείς δεν θεραπεύει τα τραύματα με το τραύ­μα, ούτε ιατρεύει το κακό με το κακό, ούτε επανορθώνεται η φτώχεια με τους τόκους.

Οι πτωχοί δεν έχουν το άγχος των πλουσίων
  Πλούσιος είσαι; Μη δανείζεσαι. Πτωχός είσαι; Μη δανεί­ζεσαι. Διότι εάν είσαι εύπορος, δεν έχεις ανάγκη από δάνειο. Εάν τίποτε δεν έχεις, δεν θα εξοφλήσεις το δάνειο. Να μη σκέπτεσαι με υστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσεις τις ημέρες πριν από το δάνειο. Σε ένα πράγμα διαφέρουμε οι πτωχοί από τους πλουσίους: στην ξεγνοιασιά. Τους κοροϊδεύομε, ό­ταν αγρυπνούν, ενώ οι ίδιοι κοιμώμαστε΄ και ενώ αυτοί συμπλέκονται πάντοτε και μεριμνούν και φροντίζουν, εμείς είμεθα αμέριμνοι και ήσυχοι.

Το άγχος των πλουσίων μεταδίδεται και στον χρεοφειλέτη
  Ε­κείνος λοιπόν που χρεωστεί, και πτωχός είναι και πολλές φροντίδες έχει. Άυπνος είναι την νύκτα, άυπνος την ημέρα, σκεπτικός πάντοτε΄ τώρα μεν κάνει εκτίμηση της ιδικής του περιουσίας, συγχρό­νως δε εκτιμά τις πολυτελείς οικίες και τους α­γρούς των πλουσίων, τα ενδύματα αυτών που συναντά, τα σκεύη αυτών που τρώγουν. «Εάν αυτάήταν δικά μου», λέγει, «θα τα επωλούσα τόσο και τόσο, και θα είχα απαλ­λαγεί από τον τόκο». Αυτές οι σκέψεις και κατά την νύκτα ενεδρεύουν στην καρδιά του, και κατά την ημέρα έχουν καταλάβει τον νου του. Εάν την θύρα κτυπήσεις, ο χρεωφειλέτης κρύπτεται κάτω από την κλίνη. Μπήκε κάποιος ξαφνικά μέσα; Η καρδιά του εκτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ο σκύλος; Αυτός περιλούεται από τον ιδρώτα, και καταλαμβά­νεται από αγωνία, και παρατηρεί μετά προσοχής από που να φύγει. Οταν πλησιάζει η προθεσμία, μεριμνά τι ψεύδη να πει, ποια δικαιολογία να πλάσει, για να αποφύγει τον δανειστή. Να μη σκέπτεσαι μόνον τον εαυτόν σου όταν δανείζεσαι, αλλά και τον δανειστή. Γιατί συνδέεις τον εαυτόν σου με θη­ρίο που γεννά πολλά νεογνά (Δηλ. με τον τόκο. Η λέξη «τόκος» σημαίνει «γέννα», «νεογνό». Τον παρομοιάζει ο Μ. Βασίλειος με πολύτοκο θηρίο); Λέγουν ότι οι λαγοί και γεννούν συγχρόνως και τρέφουν και κυοφο­ρούν (Αυτά λέγονται από τον αρχαίο Αιλιανό στο έργο τουΠερί ζώων, 13, 12). Και στους τοκογλύφους τα χρήματα συγ­χρόνως δανείζονται και γεννούν και βλαστάνουν νέα. Διότι ακόμη δεν τα επήρες στα χέρια σου, και σου εζητήθηκε ο τόκος του παρόντος μηνός.

Ο τόκος του δανείου γεννά πόνους και λύπες
  Και αυτό, πάλιν, το δανεισθέν ποσό, άλλο κακό ανέθρε­ψε, και εκείνο άλλο, και το κακό συνεχίζεται επ” ά­πειρον. Για τούτο, και το είδος αυτό της πλεονε­ξίας έλαβε την ονομασία αυτή. Διότι τόκος, καθώς νομίζω, ονομάσθηκε για την μεγάλη γονιμότητα του κακού. Από που λοιπόν αλλού; Η ίσως τόκος λέγεται για τους πόνους και τις λύπες που εκ φύσεως προξενεί στις ψυχές αυτών που εδανείσθηκαν. Διότι όπως ο πόνος του τοκετού στην γυναίκα,  έτσι  παρουσιάζεται  η  προθεσμία στον χρεωφειλέτη. Τόκος επάνω στον τόκο είναι πονηρό γέννημα πονηρών γονέων. Αυτά ας λέγονται γεννή­ματα εχιδνών, τα γεννήματα των τόκων. Λέγουν ότι οι έχιδνες γεννώνται αφού καταφάγουν την κοιλιά της μητέρας (Αυτά λέγονται από τον αρχαίο Αιλιανό στο έργο του Περί ζώων, 1, 24) των. Και οι τόκοι παύουν να γεννούν αφού καταφάγουν τις οικίες των χρεωφειλετών.

Τα ζώα, όταν γεράσουν, δεν γεννούν. Τα χρήματα όμως των δανειστών, και τα παλαιά και τα νέα, γεννούν
  Τα σπέρματα με τον καιρό φυτρώνουν, και τα ζώα μετά από χρόνο γεννώνται΄ ο τόκος όμως σήμερα γεννάται, και σήμερα αρχίζει να γεννά. Οσα από τα ζώα γεννούν γρήγορα, γρήγορα παύουν να γεννούν΄ τα δε χρήματα, ενώ αρχίζουν γρήγορα να αυξάνουν, α­τελείωτη έχουν την αύξηση. Καθένα από τα ζώα που μεγαλώνει, όταν φθάσει στο δικό του μέγεθος, σταματά την αύξηση΄ τα δε χρήματα των πλεονεκτών αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Τα ζώα, όταν τα παιδιά τους γίνουν ικανά να γεννούν, αυτά σταματούν να γεννούν΄ τα χρήματα όμως των δανειστών και τα νέα γεννούν, και τα παλαιά γίνον­ται νέα. Εσύ λοιπόν να μη λάβεις πείρα του παρα­δόξου αυτού θηρίου.

Προτιμότερο να ζητιανεύεις, παρά να μην επιστρέφεις τα χρήματα
4. 
 Ελεύθερος βλέπεις τον ήλιο. Γιατί φθονείς την ελευθερία της ζωής σου; Κανένας πυγμάχος δεν αποφεύγει τόσον τα κτυπήματα του αντιπάλου του, όσον ο χρεωφειλέτης τις συναντήσεις του δανειστή, κρύπτοντας την κεφαλή στην σκιά των κιόνων και των τοίχων. «Πώς λοιπόν θα ζήσω;», λέγει; Εχεις χέρια, έχεις τέχνη. Δούλευε με μισθό, να υπηρετείς. Πολλές επινοή­σεις υπάρχουν στην ζωή, πολλές ευκαιρίες. Αλλά δεν μπορείς να εργασθείς; Ζητιάνευε από εκείνους που έχουν. Είναι εντροπή να ζητιανεύεις; Βεβαίως, αλλά αισχρότερο είναι να μην επιστρέφεις το δα­νεικό.

Η εργατικότητα των μυρμηγκιών και των μελισσών
  Πάντως αυτά τα λέγω χωρίς να νομοθετώ, αλλά υποδεικνύω ότι όλα σου είναι πιο υποφερτά από το δάνειο. Το μεν μυρμήγκι μπορεί να διατρέφεται χωρίς να ζητια­νεύει, μήτε να δανείζεται΄ και η μέλισσα τα υπόλοιπα από την δική της τροφή τα χαρίζει στους βασιλείς (Εννοεί τις βασίλισσες των μελισσών), στους οποίους ούτε χέρια, ούτε τέχνες έδωσε η φύση. Συ δε, το εφευρετικό ζώο, ο άνθρωπος, μια από όλες τις τέχνες δεν θα βρεις για να ζήσεις; Καίτοι βλέπουμε όχι αυτούς που στερούνται των αναγκαίων να έρχονται στο δά­νειο (διότι δεν τους έχουν εμπιστοσύνη), αλλά δανείζονται άνθρωποι που επιδίδονται σε άσωτες δαπάνες και ανωφελείς πολυτέλειες, οι οποίοι έγιναν δούλοι των γυναικείων ηδυπαθειών. «Εγώ», λέγει, «θέλω ένδυμα πολυτελές και χρυσαφικά, τα παιδιά στολισμένα με ευπρεπή ενδύματα, αλλά και οι δούλοι με λαμπρές και ποικίλες στολές, το τραπέζι μας πλούσιο». Αυτός που υπηρετεί τέτοιες απαιτήσεις της γυναίκας έρχεται στον τραπεζίτη, και, προτού χρησιμοποιήσει αυτά που έλαβε, αλλάζει τον έναν κύριο κατόπιν του άλλου, και αλλάζοντας πάντοτε τους δανειστές, με την συνέχεια του κακού αποφεύ­γει τον έλεγχο της φτώχειας. Και, όπως ακριβώς ε­κείνοι που πάσχουν από υδρωπικία δίδουν την εν­τύπωση της πολυσαρκίας, έτσι και αυτός φαντάζε­ται ότι έχει περιουσία, πάντοτε παίρνοντας, και πάντοτε δίνοντας, και με τα δεύτερα εξοφλώντας ε­κείνα που έληξαν, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη στον εαυτόν του για να λαμβάνει δάνεια εξ αιτίας της συνεχείας του κακού.

Τι παθαίνουν αυτοί που δανείζονται συνεχώς
  Επειτα, όπως εκείνοι που πάσχουν από χολέρα ξερνούν ό,τι έφαγαν προηγουμένως, και πριν καθαρισθούν εντελώς, α­φού λάβουν δευτέρα τροφή, πάλιν ξερνούν με πόνο και σπαραγμούς, έτσι και αυτοί παίρνοντας τόκους από τους τόκους, και πριν να εξοφλήσουν τα πρώτα, οδηγούνται σε δεύ­τερο δάνειο, καμαρώνοντας λίγο χρόνο με τα ξένα, και ύστερα θρηνούν τα δικά τους. Ω, πόσους κατέστρεψαν τα ξένα χρήματα! Πόσοι αφού επλούτισαν στο όνειρο, απήλαυσαν υπερβολικώς την δυστυχία! Αλλά λέγει ότι πολλοί επλούτησαν από τα δάνεια. Περισσότεροι δε, νομί­ζω, ότι επλησίασαν τους βρόγχους. Συ όμως αυτούς που επλούτησαν βλέπεις, τους δε κρεμασμένους δεν μετράς, οι οποίοι μη υποφέροντας την αισχύνη να τους ζητούν τα χρέη, επροτίμησαν «τον δια της αγ­χόνης θάνατον» από το να ζουν με εντροπή. Εγώ είδα ελεεινό θέαμα, παιδιά ελεύθερα να σύρονται για να πωληθούν προς εξόφληση των πατρικών χρεών. Δεν έχεις χρήματα για να αφήσεις στα παι­διά σου; Μη αφαιρείς την ευγένειά τους. Τούτο το ένα διατήρησε σ” αυτά, δηλαδή το κτήμα της ελευ­θερίας, την παρακαταθήκη που παρέλαβες από τους γονείς σου. Κανείς δεν εκλήθηκε στα δικαστήρια για την φτώχεια του πατέρα του΄ χρέος όμως πατρι­κό οδηγεί στην φυλακή. Μην αφήσεις γραμμάτιο, που σαν κατάρα πατρική φθάνει μέχρι τα παιδιά και τα εγγόνια. 

«Ο ελεών τον πτωχό δανείζει τον Θεό»
5. Ακούετε, οι πλούσιοι, ποιες συμβουλές δίδουμε στους πτωχούς, εξ αιτίας της δικής σας απαν­θρωπιάς΄ καλύτερα να υπομένουν τις δυσκολίες, πα­ρά να δέχονται τις συμφορές που δημιουργούν οι τόκοι. Εάν όμως υπακούατε στον Κύριο, ποιά η α­νάγκη των λόγων αυτών; Ποιά λοιπόν είναι η συμβουλή του Δεσπότη; «Να δανείζετε αυτούς από τους οποίους δεν ελπίζετε να λάβετε πίσω τα δανεισθέντα» (Λουκ. 6, 34). «Και ποιό», λέγει, «δάνειο είναι αυτό με το οποίο δεν συνδέεται η ελπίδα της επιστροφής;». Κατανόησε την δύναμη του ρητού, και θα θαυμάσεις την φιλανθρωπία του νομοθέτη. Οταν πρόκειται να δώσεις χρήματα στον πτωχό για τον Κύριο, το ίδιο είναι και δώρο και δάνεισμα΄ δώρο μεν, διότι δεν ελπίζεις στην επιστροφή΄ δάνεισμα δε, για την μεγαλοδωρεά του Δεσπότη, που θα πληρώσει το χρέος αντί για εκείνον΄ αυτός, ενώ έλαβε λίγα διαμέσου του πτωχού, θα σου απο­δώσει πολλά αντί για τα λίγα. Διότι «ο ελεών τον πτωχό, δανείζει τον Θεό» (Παροιμ. 19, 17). Δεν θέλεις να έχεις για τον εαυτόν σου υ­πόλογο τον Δεσπότη των πάντων για την εξόφλη­ση; Η εάν κάποιος μεν από τους πλουσίους της πόλεως σου εγγυηθεί την εξόφληση γι” άλλους, δέ­χεσαι την εγγύησή του;

Απόλυτος εγγυητής είναι ο Κύριος, και όχι ο πλούσιος

Τον δε Θεό, που πληρώνει πλουσιοπαρόχως για τους πτωχούς, δεν τον δέχε­σαι για εγγυητή; Δώσε το χρήμα σου που κάθεται άχρηστο, χωρίς να το επιβαρύνεις με τους τόκους, και θα είναι ωφέλιμο και για τους δύο. Διότι εσύ θα έχεις ασφαλισμένο το χρήμα σου. Εκείνος δε που το παίρνει, κέρδος θα έχει από την χρησιμοποίησή του. Εάν δε ζητείς και τόκους, να αρκεσθείς στα λόγια του Κυρίου. Αυτός θα σου πληρώσει τους τό­κους για τους πτωχούς. Από τον πράγματι φιλάν­θρωπο (Κύριο)  να περιμένεις την φιλανθρωπία.

Η τακτική των τοκογλύφων, που θεωρούν τα κέρδη τους ως φιλανθρωπία, αλλ” είναι μισανθρωπία
Διότι όσα παίρνεις, αυτά δεν υστερούν καθόλου σε υπερβολική μισανθρωπία. Από τις συμφορές κερδίζεις, από τα δάκρυα εισπράττεις χρήματα, τον γυμνό πιέζεις, τον πεινα­σμένο κτυπάς. Ευσπλαγχνία πουθενά΄ καμμία σκέ­ψη ότι είσθε συγγενείς με τον πτωχό που υποφέρει, και τα κέρδη που μαζεύεις μ” αυτόν τον τρόπο τα ο­νομάζεις φιλάνθρωπα «Αλίμονο οι λέγοντες το πι­κρό γλυκύ, και το γλυκύ πικρό» (Ησ. 5, 20), και οι ονομάζοντες την μισανθρωπία φιλανθρωπία. Ούτε τα αινίγματα ήταν τέτοια που επρότεινε ο Σαμψών στους συμποσιαστές του: «Απ” αυτόν που έτρωγε ε­βγήκε φαγητό, και από τον ισχυρό εβγήκε γλυκύ» (Κριτ. 14, 14). Και από μισάνθρωπο βγήκε φιλαν­θρωπία. «Δεν μαζεύουν από τα αγκάθια σταφύλια, ούτε από τα τριβόλια σύκα», ούτε από τους τόκους φιλανθρωπία. «Κάθε δένδρο άχρηστο παράγει καρ­πούς επιβλαβείς ή άχρηστους» (Ματθ. 7, 16-17). Μερικοί είναι εκατοστολόγοι (Τελώνες που μαζεύουν το 1/100, την εκατοστή) και δεκατηλόγοι (Τελώνες που μαζεύουν το 1/10, την δεκάτη) -φοβερά ονόματα και να ακουσθούν-, μηνιαίοι ει­σπράκτορες των τόκων, που επιτίθενται κατά των πτωχών, όπως ακριβώς οι δαίμονες, που κάνουν τις επιληψίες στις περιόδους (φάσεις) της σελήνης (Οπότε παρατηρείται το φαινόμενο της επιληψίας). Το κάνουν αυτό οι δαίμονες γιατί θέλουν να βλασφημούν κατά του Θεού ότι τα κακά προέρχονται από τα δημιουργήματα του Θεού, όπως είναι η σελήνη και οι αστέρες. Αυτή είναι η δοξασία των αστρολόγων, μάγων, σατανιστών κλπ. ακόμη και σήμερα. Το δάνειο αυτό είναι αισχρό και για τους δύο, και σ” αυτόν που δίδει, και σ” αυτόν που παίρνει, διότι στον ένα φέρει ζημιά στα χρήμα­τα, στον άλλον στην ψυχή του. Ο γεωργός, όταν πάρει τον στάχυν, δεν ερευνά πάλιν για τον σπόρο που είναι στη ρίζα, συ όμως, και τους καρπούς έχεις, και δεν αποχωρίζεσαι από τα παλαιά. Χωρίς γη φυτεύεις΄ χωρίς να σπείρεις θερίζεις. Αγνωστο για ποιόν τα συγκεντρώνεις. Εκείνος μεν που κλαίει για τους τόκους είναι φανερός μπροστά μας΄ εκεί­νος δε που πρόκειται να απολαύσει τον πλούτο από τους τόκους, είναι αβέβαιος. Διότι είναι άγνωστο το κακό που εθησαύρισες με την αδικία. Αυτόν τον πλούτο να τον χαρίσεις στους άλλους. «Μήτε λοιπόν να περιφρονήσεις αυτόν να δανει­σθεί από σένα» (Ματθ. 5, 42) και «τα χρήματά σου να μη τα δώσεις με τόκο» (Ψαλμ. 14, 5), ώστε, α­φού διδαχθείς το πνευματικό σου συμφέρον από την Παλαιά και την Νέα Διαθήκη, με αγαθή την ελπίδα να απέλθεις προς τον Κύριο, για να λάβεις εκεί τους τόκους των αγαθών έργων, στον Χριστόν Ιησού τον Κύριό μας, στον οποίον ανήκει η δόξα και το κράτος στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ