The icon of the Transfiguration constitutes the key to Orthodox theology on the vision of God. The light which appeared to the Apostles was the expression of the Divine brilliance, of the timeless and uncreated glory, the recognition of the two natures of Christ, the divine and the human. At the same time, it was a prototype, an icon of the transfigured human nature and of the theosis (deification) which is granted by the redemptive work of Christ. The Transfiguration of Christ on mount Tabor is the corresponding event in the New Testament of the event in the Old Testament in which God is revealed to Moses on Mount Horeb. Already from the first Christian centuries we have indications that the Transfiguration of Christ was celebrated in the Church, while from the end of the 6th century of the Christian era the date of this celebration was fixed to be the 6th of August. It is from the same period that we derive the first examples of the iconographic art.
Sunday, 4 August 2013
An Interpretation of the Icon of the Transfiguration of the Lord
The icon of the Transfiguration constitutes the key to Orthodox theology on the vision of God. The light which appeared to the Apostles was the expression of the Divine brilliance, of the timeless and uncreated glory, the recognition of the two natures of Christ, the divine and the human. At the same time, it was a prototype, an icon of the transfigured human nature and of the theosis (deification) which is granted by the redemptive work of Christ. The Transfiguration of Christ on mount Tabor is the corresponding event in the New Testament of the event in the Old Testament in which God is revealed to Moses on Mount Horeb. Already from the first Christian centuries we have indications that the Transfiguration of Christ was celebrated in the Church, while from the end of the 6th century of the Christian era the date of this celebration was fixed to be the 6th of August. It is from the same period that we derive the first examples of the iconographic art.
Η ΓΙΑΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Μιά φορά ήταν μιά γριά καί κάθε πρωΐ έβγαινε στός δάσος καί μάζευε ξύλα
γιά τή φωτιά της καί χορταράκια, γιά νά φάει. Καθώς εγύριζε μιά μέρα
φορτωμένη στόν ώμο τά ξύλα καί στήν ποδιά της τά χόρτα, στό δρόμο
συναντάει τόν χάροντα. -Γειά καί χαρά σου, χάροντα, τοϋ λέει, γιά ποιόν
μέ τό καλό;
-Γιά του λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας. Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω. -Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ; - Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας. Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση. Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά. Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει: -Ε, ετοιμάστηκες θειά; -Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου; -Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή; -Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία. Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί. -Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας. - Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα; Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί. Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει. Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά. Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά. Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι; "Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο. -Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο. Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας. -'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου. Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.
-Γιά του λόγου σου θειά, τής λέει ό χάροντας. Αντε, ετοιμάσου νά σέ πάρω. -Τώρα, τοϋ λέει, νά πάω σπίτι νά ξεφορτωθώ καί νά ετοιμασθώ. Καί γιά νάχω καλό ρώτημα, σάν πώς θέλεις νά ετοιμασθώ; - Οπως θέλεις εσύ, άπαντάει ό χάροντας. Τότε ή γριά πηγαίνει στό σπίτι, άνάβει τό τζάκι καί βάζει νά βράσει τά χόρτα. Υστερα έπιασε νά ζημώσει ψωμιά, έφτιαξε καί κουλούρια γιά συγχώρεση. Υστερα έστρωσε τραπέζι καί περίμενε νά ψηθοϋν τά ψωμιά. Τότε παρουσιάσθηκε o χάροντας καί τή ρωτάει: -Ε, ετοιμάστηκες θειά; -Περιμένω γιέ μου νά βράσουν τά χόρτα, νά ξεφουρνίσω τό ψωμί καί νά φαμε. Δέν κάθεσαι καί του λόγου σου νά φας μαζί μου; -Μά δέν μ' έχεις κακία θειά, πού θά σου πάρω τήν ψυχή; -Μπά, γιατί νά σού΄χω κακία. Όπου τήν πας τήν ψυχή μου, θάρχομαι κι εγώ μαζί. -Καί τό κορμάκι σου, που θά τάφήσεις εδώ; ξαναρωτάει ό χάροντας. - Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση, απαντάει ή γριά. Εγώ θά τό παραδώσω στόν Θεό καί θά μου τό φυλάει. Είδες πού βάζομε σταυρό πάνω απ' τά μνήματα; Απάνω στήν ώρα έβρασαν καί τά χόρτα, μύρισε καί τό ψωμί στό φουρνο καί ή γριά κατέβασε τό φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στό τραπέζι δυό πιάτα χόρτα καί κάμποσες φέτες ψωμί. Ό χάροντας όμως φαίνονταν στενοχωρημένος καί δέν ήθελε νά φάει. Δέν μου κάνει κέφι νά παίρνω ανθρώπους, πού δέν κλαίνε, λέει στή γριά. Καί δεν μου λές κι εμένα τό λόγο; λέει ή γριά. Τί σημασία έχει άν κλαίνε ή όχι; "Οταν κλαίνε καί θρηνουνε, μόνο τότε είναι δικοί μου καί τούς πάω στήν κόλαση. Οταν είναι ευχαριστημένοι καί ήσυχοι, μου τούς παίρνει o Θεός καί τούς πάει ίσια στόν Παράδεισο. -Γι' αυτό κι έχεις κακό όνομα, του λέει ή γριά. Φάε λίγο νά ζεσταθεί ή ψυχή σου, νά κάνεις τό σταυρό σου, μήπως καί πάψεις νά κολάζεις τόν κόσμο. Τότε o χάροντας έσκασε απ' τό κακό του, πετιέται επάνω καί φεύγει λέγοντας. -'Εσένα έτσι κι έτσι χαμένη σ' έχω. Τί κάθομαι καί χασομερώ μαζί σου. Ετσι έφυγε o χάροντας κι ή γριά ζει ακόμα καί ποιος ξέρει πόσο ακόμα θά ζει καί θά 'ναι καί ευχαριστημένη καί καλόγνωμη.