Friday, 5 July 2013

Metropolitan Athanasios of Limassol-On Curing the Illness of Pharisaism



            Metropolitan Athanasios of Limassol

Having promised yesterday, I will say a few words on the topic of Pharisaism.

All these things that take place—everything that we do—our pilgrimages, our candles, our night-vigils, our prayers, our fasts, our gestures of charity—everything that we do in our life—are for what purpose and what is the reason that we do them? The answer to this question is very important, because correctness about our spiritual life is dependent on it.
Let me give you an example: I ask children at our summer camps: "what is God’s greatest commandment? What is God’s most important commandment, my children?" And all the children—all of them—quote various commandments: do not steal... do not lie... do not be unjust to your fellow-man... respect your parents... love your neighbor... However, none of the children suspect that not a single one of these is God’s first commandment. I suspect that the same is likely true among most grown ups as well.
God’s first and only commandment—all others are in reality the result of this first one—is to love God with all of your heart. Christ Himself said that the first commandment is: Thou shalt love the Lord thy God with all thy heart, and with all thy soul, and with all thy mind, and with all thy strength: this is the first commandment. (Mk 12:30)
And a second commandment, similar to the first—which springs from within the first commandment—is the one that says love thy neighbor. Everything else is a result of these. If you love your neighbor, you will not rob him, you will not lie to him, you will not be unjust with him, you will not take his things, you will not tamper with his wife, you will not interfere with his home, you will not censure him... That is what we mean by "it springs from the first commandment." The love thy neighbor is likewise a result of the first commandment. If you truly love God, it is impossible to not love your neighbor. Therefore, the first and only commandment by God is to love God Himself with all our heart. Subsequently, whatever we do in church, has that precise purpose. And that is why we go to pilgrimages, why we fast, why we pray, why we go to confession, why we light candles, why we read the lives of saints, ... It is our way of loving Christ.

Γ.Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης:Τα πάντα μπορούν να μας οδηγήσουν στον Χριστό!

 https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjDg0j-li9VsHU617O-cjF0B-aGpCvaa__HIDWlqs0h-HCken5_8hgA7jw2oxltG48WC4-SzFBkJV3K_kfH6BTgGteE2_0szcmtbo1MvOUTrTBuSoFDNG0PGD0Xecedxdpx_RHz7RqeoO4m/s640/paidi-mana+edited.jpg

Το σκοτάδι, ως συνέπεια της πτώσεως του ανθρώπου, δεν βγάζει ποτέ στο φως. Το φως διαλύει το σκοτάδι, διότι το σκοτάδι είναι ανυπόστατο, δεν έχει ουσία. Υπάρχει όμως μία περίπτωσις την οποία πανσόφως εκμεταλλεύεται ο παντουργός Θεός για το καλό μας, βγάζοντας και από το κακό καλό, από το σκοτάδι φως. Πώς; Δια της μετανοίας. Βλέπω την κακία μου, την αμαρτία μου,μετανοώ, κλαίω, θρηνώ, οδηγούμαι στον Θεόν, αναλαμβάνω τις ευθύνες μου, νήφω, καρτερώ, και μέσα μου καλλιεργείται ο καινούργιος άνθρωπος που βγαίνει από την μετάνοια. Άρα, το καλό δεν βγαίνει από το κακό, αλλά από την μετάνοια, που είναι άλλος νους, ο νους που τον παρέχει ο Θεός μέσα στην καρδιά.
Όταν ανησυχεί, λόγου χάριν, ο πατέρας ή η μητέρα, επειδή αμαρτάνει το παιδί, και το κτυπά, οπωσδήποτε θα βγάλει αντίθετο αποτέλεσμα. Διότι, εάν το παιδί κάνη αμαρτίες, σημαίνει ότι ζητάει την αμαρτία και θα τα βάλει με σένα, που γίνεσαι κήρυξ της αρετής. Και τώρα μεν φοβάται να αμαρτήσει, αλλά μόλις απελευθερωθεί από σένα, θα οδηγηθεί αμέσως στο κακό. Η βία, το κακό, δεν μπορεί να βγάλει καλό.
Πες λοιπόν στο παιδάκι σου το καλό, μάθε του τι είναι ο Θεός. Μίλησέ του από το πλήρωμα της δικής σου καρδιάς, φώτισέ του λίγο την συνείδηση με την δική σου λαχτάρα και θεία εμπειρία,και μπαίνοντας μέσα του ο Θεός, θα τον αγαπήσει. Μπορεί να βρίζει, μπορεί να κάνη αμαρτίες, αλλά έχοντας τα σπέρματα του Θεού, που είναι τόσο ισχυρά, ο Θεός τα καλλιεργεί και βγαίνει η καινούργια φύτρα, το καινούργιο βλαστάρι, το οποίο δίδει καινούργια ζωή. Αυτή είναι η μετάνοια.
Το παιδί δηλαδή αυτό, επειδή το αφήνεις ελεύθερο, επειδή το σέβεσαι, επειδή του είπες την αλήθεια, επειδή του απεκάλυψες τι έχει η καρδούλα σου και τι κόσμοι υπάρχουν μέσα σε αυτήν,λέγει μετά: Μα, τί φρικτή ζωή που κάνω! Τί είναι αυτή η αμαρτία! «Αναστήσομαι και επιστρέψω εις τον Πατέρα» (Λουκ. 15, 18). Και ο βλαστός της μετανοίας βγάζει τον καρπό της καινής ζωής. Έτσι τα καταφέρνει ο Θεός να βγάζει και από το στόμα του λύκου την σωτηρία.
Ο Ιώβ, από την κατάρα στην οποία είχε πέσει, έβγαλε την ευλογία του Θεού και ανεκαινίσθη. Ο Μωυσής ο Αιθίοψ, από τα εγκλήματα και τις ληστείες, έβγαλε την καινούργια ασκητικώτατη ζωή και έγινε αγνώριστος. Δεν τον γνώρισαν καν οι παλαιοί σύντροφοί του και οι άλλοι ληστές΄ τόσο «ανεκαινίσθη ως αετού η νεότης του» (Ψαλμ. 102, 5), έγινε καινούργια η ζωή του.
Επομένως, μπορούμε να πούμε: Όποιος είναι θυμώδης, ας στρέψη όλον τον θυμό, όλη την εσωτερική ένταση του προς τη αγάπη του Θεού, προς την ειρήνη, προς τα σωτήρια λόγια, προς το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, τον αμαρτωλόν», χρησιμοποιώντας όποιον τρόπο τον βοηθεί. Κάποιος το έλεγε, κτυπώντας τα χέρια του. Τον είδα και τον ρώτησα: Τί κάνεις εκεί; Και μου απήντησε: Είχα μάθει με τα μηχανήματα να κουνώ τα χέρια μου και δεν μπορώ τώρα να κάνω αλλοιώς. Μπράβο, του λέγω, συγχαρητήρια. Βλέπετε πως το κακό, ο θόρυβος, που είναι το χειρότερο κακό, μπορεί να βγάλει και καλό; Κάποιος θαλασσινός το έλεγε, έχοντας την εντύπωση ότι έπιανε τα κουπιά, γι” αυτό και κουνούσε τα χέρια του. Πραγματικά έπιανε το κουπί, τον Χριστόν.
Άρα, το παν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε. Ό,τι μας δίνει ο Θεός, ότι μας κάνουν οι άλλοι, ότι παθαίνουμε μέσα μας και γύρω μας, όλα είναι μεταγωγικά προς τον Θεόν. Τόσο απέραντη είναι η αγάπη του Θεού. Μόνον τα αποβράσματα του εγώ μας δεν είναι σωτήρια. Αυτά μας απομακρύνουν από τον Θεόν.
Πηγή:imverias

Η ομορφότερη καρδιά...

 
Κάποτε ένας νεαρός είχε σταθεί στη μέση της πόλης και φώναζε ότι είχε την ομορφότερη καρδιά σʼ όλη την περιοχή. Μεγάλο πλήθος μαζεύτηκε, κι όλοι θαύμαζαν την καρδιά του, που ήταν τέλεια. Δεν υπήρχε ούτε σημάδι, ούτε το παραμικρό ψεγάδι πάνω της. Κι όλοι τότε συμφώνησαν ότι αυτή ήταν η πιό όμορφη καρδιά που είχαν δεί ποτέ τους.
Ο νεαρός μας ήταν πολύ περήφανος και κορδωνόταν φωνάζοντας για την ωραία του καρδιά. Ξάφνου ένας γέρος στάθηκε μπροστά στον κόσμο κι είπε, “Ομως η καρδιά σου δεν πλησιάζει την ομορφιά της δικής μου καρδιάς.”
Ο κόσμος, αλλά και το παλικάρι, κοίταξαν την καρδιά του γέροντα. Χτυπούσε δυνατά, όμως ήταν γεμάτη ουλές. Υπήρχαν σημεία όπου φαινόταν ότι είχαν κοπεί κομμάτια και στη θέση τους είχαν τοποθετηθεί άλλα, που όμως δεν ταίριαζαν καλά με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές δαντελλωτές άκρες. Κι αλλού υπήρχαν σημεία με βαθιά χάσματα, απʼόπου έλειπαν και ολόκληρα κομμάτια.
Οι άνθρωποι κοίταζαν ο ένας τον άλλο - πως είναι δυνατόν να ισχυρίζεται αυτός ότι η καρδιά του είναι ωραιότερη, σκέφτονταν ;
Ο νέος κοίταξε την καρδιά του γέρου, είδε τα χάλια της και γέλασε.
-”Πλάκα μας κάνεις ;” είπε. “Για κάνε σύγκριση ανάμεσα στη δικιά σου και στη δικιά μου καρδιά. Η δικιά μου είναι τέλεια, ενώ η δικιά σου είναι ένα μάτσο ουλές και δάκρυα.”
-”Μάλιστα” είπε ο γέροντας, “η δική σου δείχνει τέλεια, όμως δεν θʼ άλλαζα ποτέ μου τη δική μου καρδιά με τη δική σου. Κοίταξε, κάθε ουλή αντιπροσωπεύει κάποιον που του έδωσα την αγάπη μου - κόβω ένα κομμάτι της καρδιάς μου και του το δίνω, και συχνά μου δίνει ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς για να πάει στη θέση του άδειου μέρους της καρδιάς μου, αλλά επειδή τα κομμάτια δεν είναι ακριβώς ίδια, έχω μερικές αγκαθωτές άκρες, που όμως τις λατρεύω γιατί μου θυμίζουν την αγάπη που μοιραστήκαμε.”
“Μερικές άλλες φορές έχω δώσει κομμάτια της καρδιάς μου, και ο άλλος δεν μου έδωσε πίσω ένα κομμάτι της δικής του καρδιάς. Αυτά είναι τα άδεια χάσματα - ξέρεις, το να προσφέρεις την αγάπη σου έχει και κάποιο ρίσκο. Παρʼ όλο που αυτά τα χάσματα πονούν, παραμένουν ανοιχτά και μου θυμίζουν την αγάπη που έχω και γιαυτούς τους ανθρώπους, κι ελπίζω πως κάποια μέρα θα γυρίσουν κοντά μου και θα γεμίσουν τους χώρους που τους έχω άδειους να περιμένουν. Βλέπεις λοιπόν τι θα πεί πραγματική ομορφιά ;”
Ο νεαρός στάθηκε σιωπηλός, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του. Προχώρησε προς τον γέροντα, άπλωσε το χέρι του μέσα στην τέλεια, νεανική και όμορφη καρδιά του, και ξέσκισε ένα κομμάτι της. Το πρόσφερε στο γέροντα με χέρια που έτρεμαν. Ο γέρος τότε πήρε αυτή την προσφορά, την έβαλε στην καρδιά του, και μετά πήρε λίγη από την κατακομματιασμένη του καρδιά και την έβαλε πάνω στην πληγή της καρδιάς του νέου. Ταίριαζε βέβαια, αλλά όχι και απόλυτα, κι έτσι έμειναν κάποιες άγριες άκρες.
Και το παλικάρι κοίταξε την καρδιά του, που δεν ήταν πιά τέλεια, ήταν όμως ομορφότερη από οποιαδήποτε άλλη αφού η αγάπη από την καρδιά του γέροντα ξεχείλιζε τώρα και στη δική του καρδιά.