Saturday, 15 June 2013

Άγ.Ιωάννης ο Χρυσόστομος- ΟΜΙΛΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗΝ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


«Αὐτά εἶπεν ὁ Ἰησοῦς καί ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν καί εἶπε.Πάτερ, ἦλθεν ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

1. «Αὐτός πού ἐφαρμόζει τάς ἐντολάς σου καί τάς διδάσκει», λέγει, «αὐτός θά ὀνομασθῇ μέγας εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,19). Καί πολύ εὔλογα.διότι τό νά φιλοσοφῇ κανείς μέ λόγια εἶναι εὔκολον, ἐνῷ τό νά παρουσιάζῃ μέ ἔργα αὐτά πού λέγει, εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου γενναίου καί μεγάλου. Διά τοῦτο καί ὁ Χριστός, ὁμιλῶν περί ἀνεξικακίας, ἀναφέρει τόν ἑαυτόν του, προτρέπων ἀπό αὐτόν νά λαμβάνωμεν τά παραδείγματα. Διά τοῦτο καί μετά ἀπό αὐτήν τήν παραίνεσιν, ἔρχεται εἰς τήν προσευχήν, διδάσκων ἡμᾶς κατά τάς δοκιμασίας, ἀφήνοντες κατά μέρος ὅλα, νά καταφεύγωμεν εἰς τόν Θεόν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Εἰς τόν κόσμον θά ἔχετε θλῖψιν» (Ἰω. 16,33), καί ἐνέβαλεν ἀνησυχίαν εἰς τάς ψυχάς των, μέ τήν προσευχήν ἀνιστᾷ πάλιν τό φρόνημά των.διότι μέχρι τότε τόν ἐπρόσεχαν ὡσάν ἄνθρωπον. Καί δι̉ ἐκείνους κάμνει τά ἴδια, ὅπως ἀκριβῶς καί εἰς τήν περίπτωσιν τοῦ Λαζάρου, καί λέγει τήν αἰτίαν, ὅτι δηλαδή «Τό εἶπα διά τό παρευρισκόμενον πλῆθος, διά νά πιστεύσουν ὅτι σύ μέ ἀπέστειλες» (Ἰω. 11,42).

Ναί, λέγει. ἀλλά διά μέν τούς Ἰουδαίους ἐγίνοντο αὐτά πολύ εὔλογα, διά ποῖον λόγον ὅμως ἐγίνοντο καί διά τούς Μαθητάς; Καί διά τούς Μαθητάς ἐγίνοντο κατά πολύ φυσικόν λόγον.διότι αὐτοί, πού μετά ἀπό τόσα ἔλεγον, «Τώρα γνωρίζομεν ὅτι ὅλα τά γνωρίζεις» (Ἰω. 16,30), ἐχρειάζοντο περισσότερον ἀπό ὅλους τήν ἐπιβεβαίωσιν. Ἄλλωστε δέ οὔτε προσευχήν ὀνομάζει ὁ εὐαγγελιστής τό πρᾶγμα, ἀλλά τί λέγει; «Ἐσήκωσε τούς ὀφθαλμούς του εἰς τόν οὐρανόν», καί ἀποκαλεῖ αὐτό μᾶλλον συνομιλίαν μέ τόν Πατέρα. Ἐάν δέ εἰς ἄλλην περίπτωσιν τήν ὀνομάζῃ προσευχήν, καί δείχνει αὐτόν ἄλλοτε μέν νά γονατίζῃ, ἄλλοτε δέ νά ὑψώνῃ τούς ὀφθαλμούς εἰς τόν οὐρανόν, μή θορυβηθῇς. μέ αὐτά διδασκόμεθα τό ἀκατάπαυστον τῆς προσευχῆς, ὥστε καί ὅταν ἱστάμεθα νά βλέπωμεν ὄχι μόνον μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς σαρκός, ἀλλά καί τῆς διανοίας, καί διά νά γονατίζωμεν συντρίβοντες ἔτσι τή καρδίαν μας.διότι ἦλθεν ὁ Χριστός, ὄχι μόνον διά νά μᾶς δείξῃ τόν ἑαυτόν Του, ἀλλά καί νά μᾶς διδάξῃ τήν ἀνεκδιήγητον ἀρετήν. Αὐτός δέ πού διδάσκει πρέπει νά διδάσκῃ ὄχι μόνον μέ λόγια, ἀλλά καί μέ τά ἔργα. Ἄς ἀκούσωμεν λοιπόν τί λέγει ἐδῶ.«Πάτερ, ἦλθε ἡ ὥρα, δόξασε τόν Υἱόν σου, διά νά σέ δοξάσῃ καί ὁ Υἱός σου».

Πάλιν μᾶς δείχνει ὅτι δέν ἔρχεται εἰς τόν Σταυρόν χωρίς τήν θέλησίν Του. Διότι πῶς δέν θά ἤρχετο μέ τήν θέλησίν του αὐτός πού καί εὔχεται αὐτό νά συμβῇ καί δόξαν ὀνομάζει τό πρᾶγμα, ὄχι μόνον αὐτοῦ πού θά ἐσταυρώνετο, ἀλλά καί τοῦ Πατρός; Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε.καθ̉ ὅσον δέν ἐδοξάσθη μόνον ὁ Υἱός, ἀλλά καί ὁ Πατήρ.διότι πρίν ἀπό τόν σταυρόν οὔτε οἱ Ἰουδαῖοι τόν ἐγνώριζον (διότι λέγει «Ὁ Ἰσραήλ δέν μέ ἐγνώρισεν» (Ἠσ. 1,3), μετά ὅμως τόν Σταυρόν ὅλη ἡ οἰκουμένη ἔτρεξε κοντά Του. Ἔπειτα λέγει καί τόν τρόπον τῆς δόξης, καί πῶς θά τόν δοξάσῃ. «Σύμφωνα μέ τήν ἐξουσίαν πού τοῦ ἔδωσες ἐπί ὅλων τόν ἀνθρώπων, ὥστε νά μή χαθῇ κανείς ἀπό αὐτούς πού τοῦ ἔδωσες». Διότι τό νά εὐεργετῇ πάντοτε, ἀποτελεῖ δόξαν διά τόν Θεόν. Τί σημαίνει δέ «Καθώς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Κατ̉ ἀρχήν δείχνει ὅτι τό κήρυγμά του δέν περιορίζεται μόνον μεταξύ τῶν Ἰουδαίων, ἀλλ̉ ἐπεκτείνεται καί εἰς ὅλην τήν οἰκουμένην καί προετοιμάζει τήν κλῆσιν τῶν ἐθνικῶν. Ἐπειδή δηλαδή εἶπεν, «Μή πηγαίνετε πρός τούς ἐθνικούς» (Ματθ. 10,5), πρόκειται εἰς τήν συνέχειαν νά εἰπῇ, «Πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19), δείχνει, ὅτι καί ὁ Πατήρ τό θέλει αὐτό.καθ̉ ὅσον αὐτό ἐσκανδάλιζε πάρα πολύ τούς Ἰουδαίους, ἀλλά καί τούς μαθητάς.διότι οὔτε μετά ἀπό αὐτά ἠνείχοντο εὔκολα νά ἐπικοινωνοῦν μέ τούς ἐθνικούς, μέχρι ὅτου ἔλαβον τήν διδασκαλίαν τοῦ Πνεύματος.καθ̉ ὅσον δέν ἐγίνετο αὐτό μικρόν σκάνδαλον εἰς τούς Ἰουδαίους. Μετά λοιπόν τήν τόσον μεγάλην ἐπίδειξιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐλθών ὁ Πέτρος εἰς τά Ἰεροσόλυμα, μόλις κατώρθωσε νά διαφύγῃ τάς κατηγορίας, ὅταν ἀνέφερε τά σχετικά μέ τήν σινδόνα (Πράξ. κεφ.11). Τί σημαίνει δέ, «Ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός»; Πότε λοιπόν, θά ἐρωτήσωμεν τούς αἱρετικούς, ἔλαβεν αὐτήν τήν ἐξουσίαν; πρίν πλάσῃ αὐτούς ἤ ἀφοῦ τούς ἔπλασεν; Διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγει μετά τήν Σταύρωσιν καί τήν Ἀνάστασιν. Τότε δηλαδή λέγει.«Μοῦ ἐδόθη κάθε ἐξουσία» (Ματθ. 28,18), «πηγαίνετε καί κάμετε μαθητάς μου ὅλα τά ἔθνη» (Ματθ. 28,19).

Τί λοιπόν; δέν εἶχεν ἐξουσίαν ἐπί τῶν ἰδικῶν του ἔργων, ἀλλ̉ ἔδωσε μέν ἐξουσίαν εἰς αὐτούς, ὁ ἴδιος δέ μετά τό γεγονός αὐτό δέν εἶχεν εξουσίαν ἐπ̉ αὐτῶν; (Καί ὅμως φαίνεται ὅλα αὐτός νά τά κάμνῃ καί κατά τήν παλαιάν ἐποχήν, ἄλλους μέν τιμωρῶν ἐπειδή ἡμάρτανον, ἄλλους ἐπιστρέφοντας νά τούς διορθώνῃ.διότι λέγει.«δέν θά κρύψω ἀπό τόν υἱόν μου Ἀβραάμ, αὐτό πού πρόκειται νά κάμω» (Γεν. 18,17), ἄλλους δέ ἐκτελοῦντας τάς ἐντολάς του νά τούς τιμᾷ).ἔπειτα, τότε μέν εἶχεν ἐξουσίαν, μετά δέ τήν ἔχασε καί πάλιν τήν ξαναέλαβεν; Καί ποῖος δαίμων θά ἦτο δυνατόν νά εἰπῇ αὐτά; Ἐάν δέ εἶναι ἡ ἴδια ἐξουσία καί τότε καί τώρα (διότι λέγει.«Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Πατήρ ἀνιστᾷ τούς νεκρούς καί τούς ζωοποιεῖ , ἔτσι καί ὁ Υἱός του ζωοποιεῖ ὅποιους θέλει» (Ἰω. 5,21), τί σημαίνει αὐτό πού ἐλέχθη; Ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη.διά νά μή νομίσουν λοιπόν αὐτό ὡς καινοτομίαν ἐπειδή ἔλεγε. «Δέν ἀπεστάλην δι̉ ἄλλο τίποτε, παρά διά τά χαμένα πρόβατα τοῦ οἴκου Ἰσραήλ» (Ματθ. 5,24), δείχνει ὅτι αὐτό εἶναι ἐπιθυμητόν καί εἰς τόν Πατέρα. Ἐάν δέ τό λέγῃ αὐτό μέ πολύ ταπεινά λόγια, δέν εἶναι καθόλου ἀξιοθαύμαστον.διότι ἔτσι καί ἐκείνους ἐπαίδευε τότε καί τούς μετά ταῦτα, καί, ὅπως προανέφερα, πάντοτε μέ τήν ὑπερβολικήν χρῆσιν ταπεινῶν ἐκφράσεων ἔπειθε πάρα πολύ ὅτι τά λόγια Του αὐτά ἐλέγοντο ἀπό συγκατάβασιν.

2. Τί σημαίνει δέ «πάσης σαρκός»; Διότι, βέβαια, δέν ἐπίστευσαν ὅλοι. Καί ὅμως, ὅσον ἐξηρτᾶτο ἀπό Αὐτόν, ὅλοι ἐπίστευσαν.ἄν δέ δέν ἐπρόσεχαν εἰς τά λεγόμενά Του, ἡ κατηγορία δέν ἀνήκει εἰς τόν διδάσκαλον, ἀλλ̉ εἰς ἐκείνους πού δέν ἐδέχθησαν τά λόγια του. «Ὥστε νά δώσῃ ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα ἀπό ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσες». Ἐάν δέ καί ἐδῶ ὁμιλῇ ἀνθρωπινώτερα , μή θαυμάσῃς.διότι τό κάμνει αὐτό καί διά τούς λόγους πού ἔχομεν εἰπεῖ, καί διότι ἀποφεύγει πάντοτε ὁ Ἴδιος νά λέγῃ κάτι τό σπουδαῖον διά τόν ἑαυτόν Του, ἐπειδή αὐτό θά προσέκρουεν εἰς τήν σκέψιν τῶν ἀκροατῶν του, ἀφοῦ εἰς τήν ἀρχήν δέν ἐφαντάζοντο τίποτε τό ὑψηλόν περί αὐτοῦ. Ὁ Ἰωάννης λοιπόν, ὅταν ὁμιλῇ ἀπό μόνος του, δέν κάμνει τό ἴδιον, ἀλλά ἐκφράζεται κατά ὑψηλότερον τρόπον, λέγων τά ἑξῆς.«Ὅλα δι̉ αὐτοῦ ἔγιναν, καί τίποτε δέν ἔγινε χωρίς αὐτόν» (Ἰω. 1,3), καί ὅτι «ἦτο ζωή» (Ἰω. 1,4), καί ὅτι «ἦτο φῶς» (Ἰω. 1,9), καί ὅτι «ἦλθεν εἰς τούς ἰδικούς του» (Ἰω.1,11).ὄχι ὅτι δέν θά εἶχεν ἐξουσίαν, ἐάν δέν ἐλάμβανεν, ἀλλ̉ ὅτι καί εἰς ἄλλους ἔδωσεν «ἐξουσίαν νά γίνουν τέκνα τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 1,12). Καί ὁ Παῦλος ὁμοίως τόν ὀνομάζει ἴσον μέ τόν Θεόν (Φιλιπ. 2,6). Αὐτός ὅμως παρακαλεῖ τόν Πατέρα ἀνθρωπινώτερον, λέγων τά ἑξῆς.«Διά νά δώσω ζωήν αἰώνιον εἰς τόν καθένα πού μοῦ ἔδωσες. Αὐτή δέ εἶναι ἡ αἰώνιος ζωή, τό νά γνωρίσουν ἐσένα ὡς τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καθώς καί τόν Ἰησοῦν Χριστόν πού ἔστειλες εἰς τόν κόσμον». Τό «Μόνον ἀληθινόν Θεόν» τό λέγει πρός διάκρισιν ἀπό τούς μή πραγματικούς θεούς. καθ̉ ὅσον ἐπρόκειτο νά στείλῃ αὐτούς εἰς τά ἔθνη. Ἐάν ὅμως δέν τό δεχθοῦν μέ αὐτό καί μόνον ἀρνοῦνται τόν Υἱόν ὡς ἀληθινόν Θεόν, προχωροῦντες δέ ἔτσι θ̉ ἀρνηθοῦν καί ὅτι εἶναι Θεός.καθ̉ ὅσον λέγει.«Δέν ζητεῖτε τήν τιμήν πού προέρχεται ἀπό τόν μόνον Θεόν» (Ἰω. 5,44).

Τί λοιπόν; Δέν εἶναι ὁ Υἱός Θεός; Ἐάν δέ ὁ Υἱός εἶναι Θεός καί ὀνομάζεται μόνος τοῦ Πατρός, εἶναι φανερόν ὅτι εἶναι καί ἀληθινός καί ὀνομάζεται μόνος ἀληθινός. Τί δέ; ὅταν ὁ Παῦλος λέγῃ, «Ἤ μόνος ἐγώ καί ὁ Βαρνάβας;» (Α´ Κορ. 14,6), ἆρά γε ἀρνεῖται τόν Βαρνάβαν; Καθόλου.διότι τό «μόνος» χρησιμοποιεῖται πρός διάκρισιν ἀπό ἄλλους. Ἐάν δέ δέν εἶναι ἀληθινός Θεός, πῶς εἶναι ἀλήθεια; (Ἰω. 14,6) διότι ἡ ἀλήθεια δέν διαφέρει τοῦ ἀληθινοῦ. Τί θά εἰποῦμεν ὅτι δέν εἶναι κἄν ἄνθρωπος; Κατά τόν ἴδιον τρόπον, ἐάν ὁ Υἱός δέν εἶναι ἀληθινός Θεός πῶς εἶναι Θεός; πῶς ἐμᾶς μᾶς κάμνει θεούς καί υἱούς, χωρίς νά εἶναι ἀληθής; Ἀλλά δι̉ αὐτά ἐλέχθησαν εἰς ἐσᾶς λεπτομερέστερον εἰς ἄλλους λόγους, διά τοῦτο ἄς προχωρήσωμεν εἰς τήν συνέχειαν. «Ἐγώ σέ δόξασα ἐπάνω εἰς τήν γῆν». Καλῶς εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς». διότι εἰς τόν οὐρανόν εἶχε δοξασθῆ, ἔχων καί εἰς τήν φύσιν Του τήν δόξαν καί προσκυνούμενος ὑπό τῶν Ἀγγέλων. Δέν ὁμιλεῖ λοιπόν δι̉ ἐκείνην τήν δόξαν, πού εἶναι συνηνωμένη μέ τήν οὐσίαν Του (διότι ἐκείνην τήν δόξαν, καί ἄν ἀκόμη κανείς δέν τόν δοξάσῃ, ἐξακολουθεῖ νά τήν ἔχει πλήρη), ἀλλ̉ ὁμιλεῖ δι̉ αὐτήν πού προέρχεται ἀπό τήν λατρείαν τῶν ἀνθρώπων. Ὥστε λοιπόν τό «δόξασόν με» ἔχει αὐτήν τήν σημασίαν.

Καί διά μάθῃς ὅτι αὐτόν τόν τρόπον τῆς δόξης ἐννοεῖ, ἄκουσε τά ἐν συνεχείᾳ.«Τό ἔργον τό ἐτελείωσα πού μοῦ ἔδωσες νά κάνω».μολονότι βέβαια ἀκόμη τό ἔργον του εὑρίσκετο εἰς τήν ἀρχήν, μᾶλλον δέ οὔτε εἰς τήν ἀρχήν. Πῶς λοιπόν λέγει, «ἐτελείωσα»; Ἤ ἐννοεῖ ὅτι ἔκαμα ὅ,τι ἐξηρτᾶτο ἀπό ἐμένα, ἤ ὀνομάζει ὡς νά ἔγινεν ἐκεῖνο πού ἐπρόκειτο νά γίνῃ ἤ αὐτό πού κυρίως ἠμποροῦμεν νά εἰποῦμεν, ὅτι τό πᾶν ἦτο πλέον τετελεσμένον, ἐφ̉ ὅσον εἶχε τοποθετηθῆ ἡ ρίζα τῶν ἀγαθῶν, ἀπό τήν ὁποίαν ὁπωσδήποτε κατ̉ ἀνάγκην ἐπρόκειτο νά προέλθουν οἱ καρποί καί ὅτι θά ἦτο παρών καί συνηνωμένος μέ ἐκείνους πού θά ἤρχοντο εἰς τό μέλλον. Διά τοῦτο πάλιν λέγει μέ τρόπον συγκαταβατικόν.«Αὐτό πού μοῦ ἔδωσες». Διότι, ἐάν βέβαια ἐπερίμενε νά ἀκούσῃ καί νά μάθῃ, θά ἀπεῖχον αὐτά πολύ ἀπό τήν δόξαν του.τό ὅτι λοιπόν αὐτό τό ἔκαμε μέ τήν θέλησίν Του εἶναι φανερόν ἀπό πολλά. Ὅπως, ὅταν λέγῃ ὁ Παῦλος ὅτι «τόσον πολύ μᾶς ἠγάπησεν, ὥστε νά παραδώσῃ τόν ἑαυτόν του πρός χάριν μας» (Ἐφ. 5,2), καί «ἐταπείνωσε τόν ἑαυτόν του, λαβών μορφήν δούλου» (Φιλιπ. 2,7), καί πάλιν.«Ὅπως ἀκριβῶς μέ ἠγάπησεν ὁ Πατήρ μου καί ἐγώ ἠγάπησα ἐσᾶς» (Ἰω. 5,9). «Δόξασέ με, Πάτερ, μέ τήν δόξαν ἐκείνην πού εἶχα πρίν ἀκόμη ὁ κόσμος ἔλθῃ εἰς τήν ὕπαρξιν». Καί πού εἶναι ἐκείνη ἡ δόξα; Ἔστω λοιπόν ὅτι πλησίον τῶν ἀνθρώπων πολύ εὔλογα ἦτο χωρίς δόξαν ἐξ αἰτίας τῆς ἐνδυμασίας Του, πῶς ζητεῖ νά δοξασθῇ πλησίον τοῦ Θεοῦ; Τί λοιπόν ἐννοεῖ ἐδῶ; Ἐδῶ ὁ λόγος γίνεται περί τοῦ ἔργου τῆς θείας οἰκονομίας.διότι ἀκόμη δέν εἶχε δοξασθῆ ἡ ἀνθρωπίνη φύσις του οὔτε εἶχεν ἀπολαύσει ἀφθαρσίας, οὔτε εἶχε λάβει μέρος εἰς τόν βασιλικόν θρόνον. Διά τοῦτο δέν εἶπεν, «Ἐπί τῆς γῆς», ἀλλά «πλησίον σου».

3. Αὐτήν τήν δόξαν θά ἀπολαύσωμεν καί ἡμεῖς κατά τό ἰδικόν μας μέτρον, ἐάν εἴμεθα προσεκτικοί. Διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος λέγει. «Ἐάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, διά νά δοξασθῶμεν μαζί του» (Ρωμ. 8,17). Ἑπομένως εἶναι ἄξιοι μυρίων δακρύων ἐκεῖνοι πού, ἄν καί ὑπάρχει ἔμπροσθέν των τόση δόξα, ἐξ αἰτίας τῆς ὀκνηρίας των καί τῆς ἀδιαφορίας των προκαλοῦν κακά εἰς τόν ἑαυτόν των, καί, ἐάν δέν ὑπῆρχε γέεννα, θά ἦσαν ἀθλιώτεροι ἀπό ὅλους, καθ̉ ὅσον, ἐνῷ ἠμποροῦν νά βασιλεύσουν καί νά δοξασθοῦν μαζί μέ τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀποστεροῦν τόν ἑαυτόν των ἀπό τόσα ἀγαθά.διότι, ἐάν ἐχρειάζετο νά κατασφαγοῦν, ἐάν ἐχρειάζετο νά ὑποστοῦν μυρίους θανάτους, ἐάν ἐχρειάζετο νά παραδώσουν ἀπείρους ψυχάς καί τόσα ἄλλα σώματα καθημερινῶς, δέν ἔπρεπε νά ὑποστοῦν ὅλα αὐτά χάριν τῆς τόσον μεγάλης δόξης; Τώρα ὅμως οὔτε τά χρήματα περιφρονοῦμεν, τά ὁποῖα ἀργότερον θά τά ἀποχωρισθοῦμεν καί χωρίς νά τό θέλωμεν.δέν περιφρονοῦμεν τά χρήματα, πού μᾶς περιβάλλουν μέ ἀμέρτητα κακά, καί πού μένουν ἐδῶ καί δέν εἶναι ἰδικά μας (διότι διαχειριζόμεθα ἐκεῖνα πού δέν εἶναι ἰδικά μας καί ἄν ἀκόμη τά ἔχωμεν ἀπό πατρικήν κληρονομίαν)·ὅταν ὅμως καί γέεννα ὑπάρχῃ καί σκώληξ αἰώνιος καί ἄσβεστον πῦρ καί τρυγμός τῶν ὀδόντων, εἰπέ μου, πῶς θά τά ὑποφέρωμεν αὐτά;

Μέχρι πότε θά εἴμεθα ἀπρόσεκτοι καί θά δαπανῶμεν τό πᾶν εἰς καθημερινάς διαμάχας καί φιλονεικίας καί λόγους ἀνωφελεῖς, τρέφοντες τήν γῆν, παχαίνοντας τό σῶμα, καί ἀδιαφοροῦντες διά τήν ψυχήν, διά μέν τά ἀναγκαῖα μή κάμνοντες κανένα λόγον, διά δέ τά περιττά καί ἀνώφελα δεικνύοντες πολλήν φροντίδα; Καί οἰκοδομοῦμεν μέν λαμπρούς τάφους καί ἀγοράζομεν πολυτελεῖς οἰκίας καί ἀκολουθούμεθα ἀπό ἀγέλας παντός εἴδους ὑπηρετῶν καί ἐπινοοῦμεν διαφόρους οἰκονόμους, ἀγρῶν, οἰκιῶν, διαχειριστάς χρημάτων καί καθιστῶντες ἄρχοντες ἀρχόντων, διά δέ τήν ψυχήν μας πού ἔχει μείνει τελείως ἔρημη δέν δείχνομεν καμμίαν φροντίδα. Καί ποῖο θά εἶναι τό τέλος αὐτῶν; δέν γεμίζομεν μίαν γαστέρα; Δέν ἐνδύομεν ἕνα σῶμα; διατί τόσος πολύς θόρυβος δι̉ αὐτά τά πράγματα; Διατί τέλος πάντων ὅλα αὐτά καί διατί τήν ψυχήν πού ἐλάβομεν τήν κατασφαγιάζομεν, τήν κατασπαράσσομεν μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τάς φροντίδας, ἐπινοοῦντες φοβεράν δουλείαν διά τούς ἑαυτούς μας; Διότι ἐκεῖνος πού ἔχει ἀνάγκην ἀπό πολλά, εἶναι δοῦλος πολλῶν, καί ἄν ἀκόμη φαίνεται ὅτι εἶναι κυρίαρχος αὐτῶν. Διότι καί τῶν ὑπηρετῶν δοῦλος εἶναι ὁ κύριος καί δημιουργεῖ ἄλλον μεγαλύτερον τρόπον ὑπηρεσίας.καί κατ̉ ἄλλον τρόπον δέ εἶναι δοῦλος, διότι δέν τολμᾷ χωρίς ἐκείνους νά μεταβῇ εἰς τήν ἀγοράν οὔτε εἰς τό λουτρόν, οὔτε εἰς τόν ἀγρόν, ἐνῷ αὐτοί πολλές φορές παντοῦ πηγαίνουν χωρίς τόν κύριόν των. Ἀλλ̉ ὁ θεωρούμενος ὅτι εἶναι κύριος, ἄν δέν εἶναι παρόντες οἱ δοῦλοι, δέν τολμᾷ νά βγῇ ἀπό τήν οἰκίαν, ἀλλά καί ἄν ἀκόμη συμβῇ νά βγῇ μόνος ἀπό τήν οἰκίαν, θεωρεῖ τόν ἑαυτόν του ὅτι εἶναι διά γέλια.

Ἴσως μερικοί μᾶς γελοῦν πού λέγομεν αὐτά, ἀλλ̉ ὅμως ἀκριβῶς δι̉ αὐτό θά ἦσαν ἄξιοι μυρίων δακρύων.διότι διά νά διαπιστώσῃς ὅτι αὐτό εἶναι δουλεία, θά σέ ἐρωτοῦσα εὐχαρίστως.ἤθελες νά εἶχεις τήν ἀνάγκην ἐκείνην πού θά ἔθετε τήν τροφήν εἰς τό στόμα σου ἤ θά προσέφερε τό ποτήρι εἰς τά χείλη σου; Δέν θά ἐθεωροῦσες αὐτήν τήν ὑπηρεσίαν ἀξίαν δακρύων; Τί δέ, ἐάν ἐχρειάζεσο μερικούς διά νά σέ βαστάζουν διαρκῶς διά νά βαδίζῃς, δέν θά ἐθεωροῦσες ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τόν ἑαυτόν σου ἐλεεινόν καί ἀθλιώτερον ἀπό ὅλους; Λοιπόν καί τώρα τέτοιαι ἔπρεπε νά εἶναι οἱ διαθέσεις σου.διότι καθόλου δέν διαφέρει, εἴτε νά παθαίνει αὐτά κανείς ἀπό ἄλογα ζῶα εἴτε ἀπό ἀνθρώπους. Τί δέ, εἰπέ μου, δέν διαφέρουν ὡς πρός αὐτό οἱ ἄγγελοι ἀπό ἡμᾶς, τό ὅτι δηλαδή δέν ἔχουν τήν ἀνάγκην τῶν ὅσων ἔχομεν ἡμεῖς; Λοιπόν, ὅσον ὀλιγωτέραν ἔχομεν τήν ἀνάγκην, τόσον περισσότερον πλησιάζομεν πρός ἐκείνους, ὅσον δέ περισσοτέραν, τόσον περισσότερον καταπίπτομεν εἰς αὐτόν τόν φθαρτόν βίον. Καί διά νά μάθῃς ὅτι αὐτά ἔχουν ἔτσι, ἐρώτησε τούς γέρους ποῖον βίον μακαρίζουν, ἐκεῖνον πού ἦσαν τότε ὑποδουλωμένοι εἰς αὐτόν ἤ ἐκεῖνον πού εἶναι σήμερα κυρίαρχοι αὐτοῦ; Διότι ἀκριβῶς δι̉ αὐτό ἀνεφέραμεν ἐκείνους, ἐπειδή ἐκεῖνοι πού εἶναι μεθυσμένοι ἀπό τά τῆς νεότητος οὔτε κἄν γνωρίζουν τό ὑπερβολικόν μέγεθος τῆς δουλείας. Τί δέ, αὐτοί πού πάσχουν ἀπό πυρετόν μακαρίζουν τόν ἑαυτόν των, ὅταν αἰσθάνονται μεγάλην δίψαν καί πολλήν πεῖναν καί ἔχουν ἀνάγκην ἀπό πολλά ἄλλα ἤ ὅταν ἀποκτήσουν τήν ὑγείαν των καί ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ἐπιθυμίαν; Βλέπεις ὅτι παντοῦ εἶναι ἐλεεινόν καί ξένον πρός τήν φιλοσοφίαν καί ἐπέκτασις τῆς δουλείας καί τῆς ἐπιθυμίας τό νά ἔχῃ κανείς ἀνάγκην ἀπό πολλά πράγματα;

Διατί λοιπόν μέ τήν θέλησίν μας μεγαλώνομεν τήν ἀθλιότητα εἰς τόν ἑαυτόν μας; Διότι εἰπέ μου, ἐάν ἦτο δυνατόν νά κατοικῇς χωρίς στέγην καί τοίχους καί χωρίς νά βλάπτεσαι καθόλου, δέν θά ἐπροτιμοῦσες περισσότερον αὐτό; Διά ποῖον λόγον λοιπόν ἐπεκτείνεις τά γνωρίσματα τῆς ἀσθενείας; Δέν μακαρίζομεν δι̉ αὐτό τόν Ἀδάμ, ἐπειδή δέν εἶχεν ἀνάγκην ἀπό τίποτε, οὔτε ἀπό οἰκήματα, οὔτε ἀπό ἐνδύματα; Ναί, λέγει.ἀλλά τώρα εἴμεθα ὑπό τό κράτος τῆς ἀνάγκης. Διατί λοιπόν αὐξάνομεν τήν ἀνάγκην; Διότι, ἐάν πολλοί περικόπτουν πολλά καί ἀπό τά ἀναγαῖα (ἐννοῶ τούς δούλους, τά οἰκήματα καί τά χρήματα), ποίαν δικαιολογίαν θά ἠμπορούσαμεν νά ἔχωμεν, ὑπερβαίνοντες τήν ἀνάγκην; Μέ ὅσον περισσότερα περιβάλλεσαι, τόσον περισσότερον δουλικώτερος γίνεσαι.διότι ὅσον περισσότερα χρειάζεσαι, τόσον περισσότερον μειώνεις τήν ἐλευθερίαν σου.καθ̉ ὅσον ἡ μέν πλήρης ἐλευθερία συνίσταται εἰς τό νά μή ἔχωμεν καμμίαν ἀνάγκην, ἐνῷ ἐκείνη πού ἀκολουθεῖ αὐτήν συνίσταται εἰς τό νά ἔχωμεν τήν ἀνάγκην ὀλίγων πραγμάτων, τήν ὁποίαν ἔχουν οἱ ἄγγελοι πρό πάντων καί οἱ μιμηταί αὐτῶν, ὅμως τό νά τό κατορθώσουν αὐτό ἄνθρωποι πού μένουν μέσα εἰς θνητόν σῶμα σκέψου πόσον μεγάλον ἔπαινον ἔχει αὐτό τό πρᾶγμα. Αὐτό ἔλεγε καί ὁ Παῦλος γράφων πρός τούς Κορινθίους.«Ἐγώ δέ σᾶς λυποῦμαι» (Α´ Κορ. 7,28), καί «Διά νά μή ὑποφέρουν αὐτοί εἰς τήν ζωήν» (Αὐτόθι). Διά τοῦτο ὀνομάζονται χρήματα, διά νά τά χρησιμοποιοῦμεν ὅπου χρειάζονται, ὄχι διά νά τά φυλάσσωμεν καί νά τά κρύπτωμεν μέσα εἰς τήν γῆν.διότι αὐτό δέν δείχνει ὅτι τά ἀπεκτήσαμεν, ἀλλ̉ ὅτι αὐτά ἀπέκτησαν ἡμᾶς.καθ̉ ὅσον ἐάν πρόκειται αὐτό νά σκεπτώμεθα, πῶς αὐτά νά τά κάνωμεν πολλά καί ὄχι διά νά τά ἀπολαύσωμεν εἰς τά ἀναγκαῖα πράγματα, ἀνετράπη ἡ τάξις, καί ἐκεῖνα κατέκησαν ἡμᾶς καί ὄχι ἡμεῖς ἐκεῖνα.
Ἄς ἀπαλλαγῶμεν λοιπόν ἀπό αὐτήν τήν φοβεράν δουλείαν.καί ἄς γίνωμεν κάποτε ἐλεύθεροι. Διατί ἐπινοοῦμεν διά τούς ἑαυτούς μας ἀπείρους καί διαφόρων εἰδῶν δεσμούς; Δέν σοῦ ἀρκεῖ ὁ δεσμός τῆς φύσεως καί ἡ ἀνάγκη τῆς ζωῆς καί τό πλῆθος τῶν ἀπείρων πραγμάτων, ἀλλά πλέκεις καί ἄλλα δίκτυα διά τόν ἑαυτόν σου καί δένεις μέ αὐτά τά πόδια σου; Καί πότε θά σκεφθῇς καί θά φροντίσῃς, διά τόν οὐρανόν καί θά ἠμπορέσῃς νά ἀνεβῇς πρός τό ὕψος ἐκεῖνο; Πρέπει λοιπόν νά θελήσῃ κανείς, νά θελήσῃ νά κόψῃ αὐτά τά σχοινιά διά νά ἠμπορέσῃ νά φροντίσῃ διά τήν οὐράνιον πόλιν.τόσα πολλά ἄλλα ἐμπόδια ὑπάρχουν, πού διά νά τά νικήσωμεν ὅλα πρέπει νά ἀρκούμεθα εἰς τά ὀλίγα. διότι ἔτσι θά φροντίσωμεν καί διά τήν αἰώνιον ζωήν μέ τήν χάριν καί φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τόν Ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

St.Tikhon Of Zadonsk-The Signs Of Love For God

 Saint Tikhon Of Zadonsk

But let us see what the signs of love for God are, so that we may not have a false dream of love instead of love itself. In nothing does a man deceive himself so much as in love. The signs of this love are: 

 1. God Himself indicates this, saying, "He that hath My commandments and keepeth them, he it is that loveth Me" (Jn. 14:21). For the true lover of God will preserve himself from everything that is repugnant to God, and hastens to fulfil everything that is pleasing to God. Wherefore he keeps His holy commandments. From this it follows that those Christians that neglect the commandments have no love for God. Such are the malicious and those that harm others in any way. Such are the profligate, adulterers and all defilers. Such are robbers, bandits, thieves, and all those that unjustly appropriate the goods of others. Such are slanderers and those that curse others. Such are the sly, the crooked, the guileful, deceivers and hypocrites. Such are sorcerers and those that call on them. Such are all evildoers. All such love neither the Law of God nor God himself. They love themselves and their own appetites, but not God or His holy Law.

2. A manifest sign of love for God is a heartfelt gladness in God, for we rejoice in what we love. Likewise love of God cannot exist without joy, and whenever a man feels the sweetness of the love of God within his heart, he rejoices in God. For so sweet a virtue as love cannot be felt without joy. As honey sweetens our throat when we taste of it, so the love of God makes our heart glad when we taste and see that the Lord is good (LXX-Ps. 33:9 [KJV-Ps. 34:8]). Such joy in God is found in many places in Holy Scriptures, and is portrayed most of all in the holy Psalms. This joy is spiritual and heavenly, and is a foretaste of the sweetness of eternal life.

3. The true lover of God disdains the world and all that is in the world, and strives toward God, his most beloved. He counts honor, glory, riches, and all the comforts of this world which the sons of this age seek, as nothing. For him only God, the uncreated and most beloved good, suffices. In Him alone he finds perfect honor, glory, riches and comfort. For him God alone is the pearl without price, for the sake of which he holds everything else as little. Such a one desires nothing in heaven or on earth besides God. Such love is portrayed in the very words of the Psalter, "For what have I in heaven? And besides Thee what have I desired upon earth? My heart and my flesh have failed, O God of my heart, and God is my portion forever" (LXX-Ps. 72:25 [KJV-Ps. 73:25]). He uses food, drink, clothing, and everything else only as needful, and not for sensual pleasure.

From this it follows that whoever loves the world does not love God. According to the witness of the Apostle, "If any man love the world, the love of the Father is not in him" (1 Jn. 2:15). Such are those that find pleasure only in the pride and pomp of this world, in rich homes, in rich carriages, in rich tables, in dressing in rich clothing, to be glorified and admired by all, and so on. Such people love the "lust of the flesh, the lust of the eyes, and the pride of life" (1 Jn. 2:16) which are all repugnant to God, but they do not love God.

4. The true lover of God keeps God ever in mind, and His love toward us and His benefactions. We see this even in human love, for we often remember the one we love. So whoever loves God remembers Him, thinks of Him, and finds consolation in Him, and is enrapt in Him. For wherever his treasure is, there his heart is also (Mt. 6:21). To him the priceless and most beloved treasury is God. Therefore his heart also holds itself inseparably before Him. Whence it is that he also remembers His holy name often and with love. For the heart filled with the love of God reveals outward signs of love. From this we see that those who forget God do not love Him, for forgetfulness is a manifest sign of no love for God. The lover can never forget his beloved.

5. One who loves, desires never to be separated from the one he loves. Many Christians desire to be with Christ the Lord when He is glorified, but they do not wish to be with Him in dishonor and reproach, nor to carry their cross. They entreat Him that they may come into His Kingdom, but they do not wish to suffer in the world, and thereby they show that their heart is not right and that they do not truly love Christ. And to tell the truth, they love themselves more than Christ. For this reason the Lord says, "He that taketh not his cross, and followeth after Me, is not worthy of Me" (Mt. 10:38). A true friend is known in misfortune. He is our true friend and one who loves us who does not forsake us in misfortune. Likewise the true lover of Christ is he who abides with Christ in this world, and cleaves to Him in his heart, and uncomplainingly endures the cross with Him, and desires to be with Him inseparably in the age to come. Such a one says unto Christ, "It is good for me to cleave unto God" (LXX-Ps. 72:28 [KJV-Ps. 73:28]).

6. A sign of the love of God is love for neighbor. He who truly loves God also loves his neighbor. He who loves the lover loves what is loved by him. The source of love for neighbor is love for God, but the love of God is known from love for neighbor. Hence it is apparent that he who does not love his neighbor does not love God either. As the Apostle teaches, "If a man say, I love God, and hateth his brother, he is a liar; for he that loveth not his brother whom he hath seen, how can he love God Whom he hath not seen? And this commandment have we from Him, That he who loveth God love his brother also" (1 Jn. 4:20-21). These are the signs of love for God hidden in the heart of a man.

Dear Christians, let us repent and turn away from the vanity of the world, and cleanse our hearts with repentance and contrition, that the love of God may abide in us. "God is love; and he that dwelleth in love dwelleth in God, and God in him" (1 Jn. 4:16).

Why Should we Love God?

God is the supreme good from Whom every good thing flows, and all blessing that is and ever shall be.

Without God all blessedness is cursedness and woe, life is death, joy and sweetness are bitterness. To live with God is happiness in misfortune, riches in poverty, glory in dishonor, and consolation in sorrow. Without God there cannot be true repose, peace and consolation.

Therefore love Him as your supreme good and blessedness, love Him above every creature, above father and mother, above wife and children, and above your own self. Cleave to Him alone in your heart, and above all, desire Him alone because He is your eternal good and blessedness without Whom there is neither life or blessedness in this age or the next.

Every creature of God is good, but their Creator is incomparably better. Love, then, and desire that good as it is existent, without beginning, without end, everexistent, and without change, from Whom all creatures are created good.

from: Journey to Heaven Counsels On the Particular Duties of Every Christian Our Father Among the Saints, Tikhon of Zadonsk, Bishop of Voronezh and Elets Jordanville, NY: Holy Trinity Monastery, 2004.

«Συμβουλές πνευματικές γιά θάρρος καί προσευχή»


(του αγίου Θεοφάνους του Εγκλείστου)

Ἔχεις ἀκόμη ἀνησυχίες. Πές μου, ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ προέρχονται; Ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ πᾶνε καλά. Ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ τὰ ἔχεις ἐπανεξετάσει καὶ τακτοποιήσει. Τὴν ἀπόφασή σου τὴν ἔχεις πάρει. Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, προέρχονται αὐτὲς οἱ ἀνησυχίες; Ὅλες εἶναι ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὅλες. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ.
Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου μόνη σου, μὲ τὶς δικές σου ἱκανότητες καὶ προσπάθειες; Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ σκέφτεσαι, σὲ συμβουλεύω ν” ἀλλάξεις ἀμέσως γνώμη, ἀλλιῶς δὲν θ” ἀπαλλαγεῖς ἀπό τὴ σύγχυση καὶ τὴν ταραχή.
Ἐξέτασε πάλι τὸν ἑαυτό σου ἤ θυμήσου ὅ,τι σοῦ ἔχω ὑποδείξει καὶ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ μέσα σου σ” ὅλη τη διάρκεια τῆς ἀλληλογραφίας μας. Θυμήσου, ἐπίσης, ποιὰ ἦταν ἡ ἔκβαση τῶν προβληματισμῶν σου γιὰ τὴ ζωή. Τέλος, δῶσε στὴν αὐτοεξέτασή σου τέτοια κατεύθυνση, ὥστε νὰ καταλήξει σὲ μιά σταθερὴ ἀπόφαση ἀμετάκλητης ἐναποθέσεως τοῦ μέλλοντός σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ, λοιπόν, πάρεις αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, προσευχήσου στὸν Κύριο ὁλόθερμα. «Τὸ μέλλον μου», πές Του, «τὸ ἀφήνω μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια Σου. «Ὅπως ξέρεις καὶ ὅπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τὴ ζωή μου, μ” ὅλα τὰ ἀπρόοπτα καὶ μ” ὅλες τὶς δυσκολίες της. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς δὲν θὰ μεριμνῶ καὶ δὲν θ” ἀνησυχῶ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Μιὰ φροντίδα μόνο θὰ ἔχω, νὰ κάνω πάντα ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σ” Ἐσένα».
Ἔτσι νὰ Τοῦ μιλήσεις, ἀλλά καὶ ἔμπρακτα νὰ Τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἔχεις ὁλοκληρωτικὰ ἀφεθεῖ στὰ χέρια Του, ὅτι δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ὅτι ἀποδέχεσαι ἤρεμα καὶ ἀγόγγυστα ὁποιαδήποτε κατάσταση, εὐχάριστη ἡ δυσάρεστη, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει παραχωρηθεῖ ἀπό τὴ θεία πρόνοια. Μοναδική σου μέριμνα ἂς εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ σὲ κάθε περίσταση.
Ὕστερ” ἀπὸ μιά τέτοια ἐσωτερικὴ τοποθέτηση, ὅλες οἱ ἀνησυχίες σου θὰ ἐξανεμιστοῦν. Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τώρα, καθὼς θέλεις ὅλες οἱ περιστάσεις νὰ συντείνουν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ σου σκοποῦ. Καὶ ἐπειδή, φυσικά, ὅλα δὲν γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι – «Αὐτὸ δὲν ἔγινε ἔτσι, ἐκεῖνο δὲν ἔγινε ἀλλιῶς». Ἄν, ὅμως, ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη καὶ δεχθεῖς πὼς ὅ,τι συμβαίνει προέρχεται ἀπ” Αὐτὸν γιὰ τὸ καλό σου, τότε δὲν θ” ἀνησυχεῖς πιά καθόλου. Θὰ κοιτᾶς μόνο γύρω σου, γιὰ νὰ δεῖς τί σοῦ στέλνει ὁ Θεός, καὶ θα ἐνεργεῖς σύμφωνα μ” αὐτὸ ποὺ στέλνει.
Κάθε κατάσταση μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ σὲ κάποια θεία ἐντολή. Νὰ ἐνεργεῖς, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ ἐντολή, ἐπιδιώκοντας τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν σου ἐπιθυμιῶν. Προσπάθησε νὰ καταλάβεις τί λέω καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ ἐφαρμόσεις. Δὲν θὰ τὸ κατορθώσεις, βέβαια, ἀπό τή μιά στιγμὴ στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἀγώνας γι” αὐτό, ἀλλά καὶ προσευχή.
Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλά μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ” ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ” ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μιά πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴ βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ” ἔχει βάλει μέσα σ” ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε. Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ” ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ” ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.
Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσεις χωρὶς συναισθήματα καὶ συγκινήσεις, ἀλλά δὲν εἶναι σωστὸ νὰ ὑποκύπτεις σ” αὐτά. Πρέπει νὰ τὰ συγκρατεῖς μὲ τὴ λογικὴ καὶ νὰ τοὺς δίνεις τὴ σωστὴ κατεύθυνση. Εἶσαι εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη. Ἡ καρδιά σου ξεχειλίζει καὶ χύνεται μέσα στὸ κεφάλι σου.
Προσπάθησε ν” ἀποκτήσεις αὐτοκυριαρχία. Σοῦ ἔχω γράψει ἤδη τί νὰ κάνεις: Νὰ σκέφτεσαι προκαταβολικὰ ποῦ βρίσκεται τὸ πιθανὸ ἐρέθισμα γιὰ κάθε συναίσθημα. Καί, ὅταν τὸ ἐντοπίζεις, νὰ εἶσαι σὲ ἐπιφυλακή, γιὰ ν” ἀντιλαμβάνεσαι ὁποιαδήποτε συναισθηματικὴ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς, ἤ νὰ κρατᾶς τὴν καρδιά σου κάτω ἀπὸ τὸν σταθερὸ ἔλεγχο τοῦ νοῦ. Χρειάζεται ν” ἀσκηθεῖς σ” αὐτό. Μὲ τὴν ἐξάσκηση εἶναι δυνατὸ ν” ἀποκτήσεις πλήρη αὐτοκυριαρχία.
Ὅλα πάντως προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι” αὐτὸ ἂς στρεφόμαστε σ” Ἐκεῖνον μὲ τὴν προσευχή. Καὶ ὅμως, γράφεις ὅτι δὲν προσεύχεσαι. Τί εἶναι τοῦτο πάλι; Μήπως ἔγινες ἄθεη; Τί πάει νὰ πεῖ δὲν προσεύχεσαι; Μπορεῖ νὰ μὴ λὲς τὶς τυπικὲς προσευχές, ἀλλά ν” ἀπευθύνεσαι στὸν Θεὸ μὲ δικά σου λόγια καὶ νὰ Τοῦ ζητᾶς βοήθεια. «Κοίτα, Κύριε, τί συμβαίνει μ” ἐμένα. Ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο… Δὲν μπορῶ νὰ τὰ βγάλω πέρα μόνη μου. Βοήθησέ με, πολυεύσπλαχνε!». Νὰ Τοῦ μιλᾶς γιὰ κάθε σου ἀνάγκη, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ μικρή, καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ διαρκή ἐνίσχυση. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια.
Γιατί ἀκοῦς ἐκεῖνον πού σὲ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν προσευχή; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι κι αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τοῦ ἐχθροῦ; Ναί, ἀναμφίβολα εἶναι. Ψιθυρίζει στὸ αὐτί σου: «Μὴν προσεύχεσαι!». Καὶ μερικὲς φορές, ἀφοῦ κυριαρχήσει σ” ὁλόκληρο τὸ σῶμα σου, σὲ ρίχνει στὸ κρεβάτι καὶ σὲ ἀποκοιμίζει. Δικά του τεχνάσματα εἶναι ὅλα τοῦτα. Μὰ ἐνῶ ὁ πονηρὸς κάνει τὴ δουλειά του, πασχίζοντας νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ καλό σου ἔργο, πρέπει κι ἐσύ νὰ κάνεις τὴ δική σου δουλειά, ἐπιμένοντας σ” αὐτὸ τὸ ἔργο ὥς τὸ τέλος.
Ὁπλίσου, ὅπως τόσες φορὲς σοῦ ἔχω πεῖ, μὲ θάρρος καὶ μὴν ἀκοῦς τὸν ἐχθρό. Καμιὰ προσοχὴ μὴ δίνεις στοὺς ψιθυρισμούς του. Καὶ ἐπιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ τὸν χτυπᾶς κατάστηθα. Ἀμέσως γίνεται καπνός.
Σοῦ εὔχομαι μ” ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρεῖς τελικὰ τὴν εἰρήνη. Ὁ Θεὸς βοηθός!
 Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος, «Ὁ Δρόμος τῆς Ζωῆς»,  Ἐκδ. Παρακλήτου – ἐπιστ. 79, 2006.

πηγή:paterikakeimena