Wednesday, 22 May 2013

Η φρόνησις που πρέπει να έχουµε στην αγάπη προς τον πλησίον, για να µη µας προκαλέση ενόχλησι στην ειρήνη αυτή

Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης
 
Ο Κύριος µας είπε στο Ευαγγέλιο ότι ήλθε να βάλη την φωτιά της αγάπης του στη γη, δηλαδή στην καρδιά και µας έδειξε πόσο θέλει και επιθυµεί να ανάβη αυτή: «Ήλθα να βάλλω φωτιά πάνω στη γη, και δε θέλω τίποτε άλλο παρά να είναι αναµµένη αυτή» (Λουκ. 12,29). Έτσι (όθεν) η αγάπη του Θεού δεν έχει όριο, όπως δεν έχει όριο και µέτρο και ο ίδιος ο Θεός που αγαπάται, η αγάπη όµως προς τον πλησίον πρέπει να έχη.  Γιατί αν δεν την χρησιµοποιήσης µε το µέτρο που πρέπει, µπορεί να σε χωρίση από την αγάπη του Θεού, να σου προξενήση µεγάλη ζηµία και να καταστρέψης τον εαυτό σου, για να κερδίσης άλλους.  Ναι, να αγαπάς τον πλησίον σου, αλλά µέχρι το σηµείο που δεν θα ζηµιώσης την ψυχή σου.  Είσαι υποχρεωµένος βέβαια να του δίνης το καλό παράδειγµα, δεν πρέπει όµως ποτέ να κάµνης κάθε πράγµα µόνον γι’ αυτό.  ∆ιότι µε τον τρόπο αυτόν, δεν θα έκαµνες τίποτε άλλο, παρά θα προξενούσες ζηµία στον εαυτό σου.  Να κάµνης όλα τα πράγµατα σωστά και άγια, χωρίς να αποβλέπης πουθενά αλλού, παρά µόνο στο να αρέσης στον Θεό.

 

Ταπεινώσου σε  όλα  σου  τα  έργα,  και  θα  καταλάβης πόσο  λίγο µπορείς µε αυτά να ωφελήσης τους άλλους.  Σκέψου ότι δεν πρέπει να έχης τόση πολλή θερµότητα και ζήλο της ψυχής σου, σε σηµείο που γι’ αυτό να χάνης την ησυχία και την ειρήνη της καρδιάς116: να διψάς πολύ και να επιθυµής δυνατά να γνωρίσουν όλοι την αλήθεια, όπως την καταλαβαίνεις και την εννοείς εσύ, και να µεθύσουν από το κρασί εκείνο που υπόσχεται και χαρίζει στον καθένα ο Θεός χωρίς πληρωµή:  «Και θα αγοράσετε χωρίς χρήµατα κρασί και λίπος» (Ησ. 55,1).  Αυτήν την δίψα για την σωτηρία του πλησίον πρέπει να την έχης πάντοτε. Αλλά πρέπει να προέρχεται από την αγάπη που έχεις προς τον Θεό και όχι από τον αδιάκριτο ζήλο σου.  Ο Θεός είναι εκείνος που µπορεί να φυτέψη την αγάπη αυτήν στη νοητή µοναξιά της ψυχής σου, και όταν θέλη, να συγεντρώση τον καρπό.  Εσύ από µόνος σου µην σπείρης τίποτε, αλλά πρόσφερε στον Θεό την γη της ψυχής σου αγνή και καθαρή από κάθε πράγµα, και αυτός τότε, όπως θέλει, θα σπείρη µέσα της τον σπόρο, και έτσι θα καρποφορήση.

 

Να θυµάσαι πάντοτε ότι ο Θεός θέλει την ψυχή σου αυτήν µόνη και ελεύθερη από κάθε δεσµό, για να την ενώση µε τον εαυτό του.  Μόνον άφησέ τον να σε εκλέξη και µη τον εµποδίσης µε το ελεύθερο αυτεξούσιο που έχεις.  Να κάθεσαι χωρίς να έχης κανένα λογισµό για τον εαυτό σου, εκτός από εκείνον που πρέπει να αρέσης τον Θεό, αναµένοντας να σε καλέσουν για να εργάζεσαι.  Γιατί ο οικοδεσπότης ήδη βγήκε από το σπίτι του  και  ψάχνει  να  βρή  εργάτες  για  το  αµπέλι του,  σύµφωνα µε  την παραβολή του Ευαγγελίου.  ∆ιώξε µακριά σου κάθε φροντίδα και λογισµό, απογυµνώσου από κάθε µέριµνα του εαυτού σου και από κάθε αγάπη για τα πρόσκαιρα πράγµατα, για να σε ντύση ο Θεός µόνος του και να σου χαρίση εκείνο που δεν µπορείς να φαντασθής.  Λησµόνησε όσο µπορείς εντελώς τον εαυτό σου και ας ζη στην ψυχή σου µόνον η αγάπη του Θεού.

 

Ακόµη µε κάθε φροντίδα πρέπει να καταπραύνης τον ζήλο και την θέρµη που έχεις για τους άλλους, για να σε φυλάη ο Θεός µε κάθε ειρήνη και γαλήνη. (Στοχάσου)  Φρόντισε να µη στερηθή η ψυχή σου από το δικό της κεφάλαιο (που είναι η ειρήνη της καρδιάς), για να το βάλη χωρίς διάκρισι στη θέσι των άλλων. ∆ιότι µόνη πανήγυρις κατά την οποία πρέπει να εµπορεύεσαι για να γίνης πλούσιος, είναι η υποταγή της ψυχής σου στον Θεό, ελεύθερη από κάθε πράγµα.  Πλήν όµως και αυτό να το κάµνης χωρίς να το αποδίδης στον εαυτό σου ή να έχης την εντύπωσι ότι κάνεις κάποιο πράγµα, γιατί ο Θεός τα κάµνει όλα και από τον εαυτό σου δεν θέλει τίποτε, παρά να ταπεινώνεσαι µπροστά του και να του προσφέρης ελεύθερη εντελώς από τα επίγεια την ψυχή σου, επιθυµώντας µέσα σου να γίνεται σε όλα στην τελειότητα και για όλα το θέληµα του Θεού.

 

***************************************************
116   Για παράδειγµα:  όπως είναι µερικοί ευλαβείς και που κατανύσσονται εύκολα, όπως οι γυναίκες, και όσοι έτυχε από την φύσι τους να έχουν ιδιοσυγκρασία απαλή.

Πηγή-

Τί συμβολίζουν όλα όσα γίνονται στο βάπτισμα;


(Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Β’ Μυσταγωγική Κατήχηση)

Α’. Είναι πολύ χρήσιμες και ωφέλιμες για σας οι καθημερινές Κατηχήσεις και οι νέες διδασκαλίες, που σας γνωρίζουν νέες πραγματικότητες και δυνατότητες και σας τροφοδοτούν με καινούρια στοιχεία πάνω στην πίστη. Ιδιαίτερα είναι ωφέλιμες σε σας, που αναγεννηθήκατε από την παλαιά ζωή της αμαρτίας στη νέα ζωή της Χάριτος. Είναι λοιπόν αναγκαίο να σας μιλήσω σχετικά με όσα έρχονται σαν συνέχεια της χθεσινής Κατήχησης, για να μάθετε τί συμβόλιζαν αυτά που κάνατε χθες, μέσα στο Βαπτιστήριο.


Β’. Αμέσως, μόλις μπήκατε στο Βαπτιστήριο βγάλατε το χιτώνα σας. Και αυτό συμβολίζει ότι ξεντυθήκατε τον παλαιό άνθρωπο και τις πράξεις του (Πρβλ. Κολ. 3, 19). Όταν βγάζατε τον χιτώνα, παραμείνατε γυμνοί, μιμούμενοι έτσι και μ’ αυτό τον Χριστό που γυμνώθηκε στο Σταυρό. Εκείνον, που με τη γύμνωσή Του απογύμνωσε τις αρχές και τις εξουσίες του σκότους και τις κατατρόπωσε με ολοφάνερη γενναιότητα, πάνω στο ξύλο του Σταυρού (Πρβλ. Κολ, 2, 15). Επειδή λοιπόν στα μέλη του σώματός μας ήταν φωλιασμένες και κατοικούσαν οι δυνάμεις του «αντικειμένου», γι’ αυτό και δεν πρέπει πλέον, μετά το Βάπτισμα, να φοράτε τον παλαιό εκείνο χιτώνα, δεν εννοώ βέβαια τον αισθητό, αλλά εννοώ τον παλαιό άνθρωπο, αυτόν που φθείρεται από τις απατηλές επιθυμίες (Πρβλ. Εφ. 4, 22). Αυτόν, μη γένοιτο, να τον ξαναφορέσει εκείνη η ψυχή, που μια φορά τον ξεντύθηκε. Αλλά να λέει πάντα, όπως η νύμφη του Χριστού στο Άσμα Ασμάτων: «Ξεντύθηκα κι έβγαλα το χιτώνα μου, πώς να τον ξαναφορέσω;» (Ασμ. 5,3). Ω πράγμα θαυμαστό! Στεκόσαστε γυμνοί μπροστά σε όλους και δεν ντρεπόσαστε, επειδή πραγματικά, εκείνη τη στιγμή, είσαστε όπως ο πρωτόπλαστος Αδάμ, ο οποίος ήταν μέσα στον Παράδεισο γυμνός και δεν ντρεπόταν (Πρβλ. Γεν. 2, 25).

Γ’. Έπειτα αφού ξεντυθήκατε, χριστήκατε με το επορκιστό έλαιο, απ’ την κορφή ως τα νύχια των ποδιών. Και έτσι γίνατε κοινωνοί της ήμερης και καρποφόρας ελιάς, του Ιησού Χριστού. Γιατί, αφού αποκοπήκατε από την αγριελιά και μπολιαστήκατε στην ήμερη και καρποφόρα ελιά, γίνατε και σεις ήμεροι και καρποφόροι, δηλαδή αποκτήσατε τα δικά της χαρακτηριστικά γνωρίσματα (Πρβλ. Ρωμ.11, 24). Το επορκιστό έλαιο λοιπόν, ήταν σύμβολο της βαθύτερης και πραγματικής κοινωνίας σας με το Χριστό. Και ακόμα ήταν αποδιωχτικό κάθε ίχνους δύναμης του «αντικειμένου» πάνω σας. Όπως ακριβώς λοιπόν τα εμφυσήματα των αγίων ανθρώπων και η επίκληση του Ονόματος του Θεού καίει, σαν σφοδρή και αδυσώπητη φλόγα, και διώχνει τους δαίμονες, έτσι και το επορκιστό αυτό έλαιο, με την επίκληση του Θεού και την προσευχή παίρνει τέτοια δύναμη ώστε, όχι μόνο καίει και καθαρίζει τα ίχνη των αμαρτημάτων, αλλά διώχνει μακριά και τις αόρατες δυνάμεις του πονηρού.

Δ’. Μετά από αυτά σας πήραν από το χέρι και σας οδήγησαν στην άγια κολυμβήθρα, όπως κατέβασαν το Χριστό από το Σταυρό και τον έφεραν στο μνήμα, που βλέπουμε εδώ εμπρός μας. Στη συνεχεία, σας ρώτησαν χωριστά τον καθένα, αν πιστεύει στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και ομολογήσατε τη σωτήρια ομολογία και κάματε τρεις καταδύσεις στο νερό και τρεις αναδύσεις από το νερό, δηλώνοντας και μ’ αυτό, συμβολικά, την τριήμερη ταφή του Χριστού. Όπως, λοιπόν, ακριβώς και ο Σωτήρας μας, έμεινε τρεις μέρες και τρεις νύχτες θαμμένος στα έγκατα της γης (Πρβλ. Ματθ. 12, 40), έτσι κι εσείς. Με την πρώτη ανάδυση μιμηθήκατε την πρώτη ημέρα και την πρώτη νύχτα της ταφής του Χριστού. Γιατί, όπως ο άνθρωπος δεν βλέπει καθόλου τη νύχτα, ενώ την ημέρα ζει στο φως, έτσι κι εσείς κατά την κατάδυση δεν μπορούσατε να δείτε τίποτα, κατά την ανάδυση όμως πάλι ξαναγυρίζατε στη ζωή της ημέρας. Την ίδια στιγμή πεθάνατε και γεννηθήκατε. Κι εκείνο το σωτήριο νερό σας έγινε τάφος και μητέρα. Εκείνο που είπε ο Σολομώντας, σε άλλη βέβαια περίπτωση, «υπάρχει ορισμένος καιρός για τοκετό και άλλος, ορισμένος για το θάνατο» (Εκκλ. 3, 2), θα εφαρμοζόταν και σε σας, αλλά με την αντίστροφη σειρά. Υπήρξε για σας καιρός κατάλληλος για θάνατο και καιρός κατάλληλος για αναγέννηση. Με τη διαφορά, ότι στην περίπτωσή σας, στον ίδιο χρόνο, έγινε και ο θάνατος και η αναγέννησή σας (δηλαδή τον ίδιο καιρό τελεσιουργήθηκε και ο θάνατος του παλαιού ανθρώπου και η γέννηση του καινού, του νέου), γιατί η αναγέννησή σας την ίδια στιγμή πορεύτηκε τον ίδιο δρόμο με το θάνατό σας.

Ε’. Πρωτάκουστο και παράδοξο πράγμα! Ούτε πεθάναμε, ούτε ενταφιαστήκαμε στην πραγματικότητα. Ούτε αληθινά σταυρωθήκαμε και αναστηθήκαμε. Αλλά, ενώ έγινε συμβολικά και μυστηριακά, μυστικά, η μίμηση της Σταύρωσης και της Ανάστασης, όμως συντελέστηκε αληθινά η σωτηρία. Ο Χριστός, πραγματικά, σταυρώθηκε, ενταφιάστηκε και αναστήθηκε. Κι όλα αυτά τα χάρισε σε μας ώστε, όταν συμβολικά, μυστηριακά και μυστικά μιμηθούμε τα πάθη Του, να κερδίσουμε πραγματικά τη σωτηρία. Ω μέγεθος φιλανθρωπίας! Ο Χριστός τρυπήθηκε στα άχραντα χέρια Του με καρφιά και πόνεσε σφοδρά και σε μένα, χωρίς να πονέσω και χωρίς να κοπιάσω, μόνο με την κοινωνία μαζί Του, μου δίνεται χάρισμα η σωτηρία.

ΣΤ’. Ας μη νομίζει λοιπόν κανείς ότι το Βάπτισμα γίνεται πρόξενο μόνο της αφέσεως των αμαρτιών και της «εν Χριστώ» υιοθεσίας, όπως το βάπτισμα του Ιωάννου του Προδρόμου γινότανε μόνο για να δίνει την άφεση των αμαρτιών. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε καλά ότι όπως το Βάπτισμα γίνεται πρόξενο του καθαρισμού των αμαρτιών μας και της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, έτσι είναι και αντίτυπο των παθημάτων του Χριστού. Γι’ αυτό και ο Απόστολος Παύλος, στο χωρίο που διαβάσαμε, είπε μεγαλόφωνα: «Ή μήπως αγνοείτε ότι όσοι βαπτιστήκαμε στο Όνομα του Ιησού Χριστού, στο θάνατο Του βα-πτιστήκαμε; Ενταφιαστήκαμε λοιπόν μαζί Του, διά του βαπτίσματος» (Ρωμ. 6,3-4). Αυτά ίσως να τα είπε για όσους νομίζουν ότι το Βάπτισμα εξαλείφει μόνο τις αμαρτίες και μας κάνει υιούς του Θεού, όχι όμως ότι μας κάνει συμβολικά και μυστικά και συγκοινωνούς των πραγματικών παθημάτων του Χριστού.

Ζ’. Για να μάθουμε, λοιπόν, ότι όσα υπέμεινε ο Χριστός για μας και για τη σωτηρία μας, τα έπαθε πραγματικά και όχι φανταστικά, και ότι με το Βάπτισμα γινόμαστε και εμείς κοινωνοί στα παθήματά Του, ο Απόστολος Παύλος, πολύ χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα, κήρυξε: «Διότι εάν, σαν τα δέντρα, που είναι μαζί φυτεμένα και θρεμμένα, έχουμε γίνει ένα με το Χριστό στο Βάπτισμα, που είναι ομοίωμα του θανάτου Του, κατά φυσική συνέπεια, θα γίνουμε ένα και στην Ανάστασή Του» (Ρωμ. 6, 5), Καλά και εσκεμμένα χρησιμοποιείται η εικόνα των δέντρων που είναι μαζί φυτεμένα και θρεμμένα, γιατί και εδώ έχει φυτευθεί η Άμπελος η αληθινή, ο Χριστός. Και εμείς, επειδή μέσα στο Βάπτισμα, που είναι ομοίωμα του θανάτου Του, κοινωνούμε στο θάνατό Του, έχουμε γίνει σαν άλλα δέντρα που φυτεύτηκαν και τράφηκαν μαζί Του. Συγκέντρωσε τώρα όλη την προσοχή του νου σου στα λόγια του Αποστόλου. Δεν είπε ότι έχουμε γίνει σύμφυτοι με το θάνατό Του, αλλά με το ομοίωμα του θανάτου Του. Διότι ο θάνατος του Χριστού, υπήρξε πραγματικός θάνατος. Χωρίστηκε η ψυχή από το σώμα Του, και η ταφή Του ήταν πραγματική. Το πραγματικό Άγιο Σώμα Του τυλίχτηκε στο καθαρό σεντόνι και όλα τα άλλα, όσα διαδραματίστηκαν στα Πάθη Του και στην Ταφή Του, συνέβηκαν πραγματικά. Εμάς όμως το βάπτισμα μας κάνει συμβολικά και μυστικά κοινωνούς των παθημάτων και του θανάτου του Χριστού, αλλά τη σωτηρία δεν μας τη χαρίζει συμβολικά και μυστικά, αλλά πραγματικά.

Η’. Παρακαλώ να κρατάτε γερά στη μνήμη σας όλα αυτά που διδαχθήκατε με σαφήνεια και πληρότητα, ώστε και εγώ ο ανάξιος να μπορώ να λέω για σας: «Σας αγαπώ, γιατί πάντοτε με θυμάστε και διατηρείτε καθετί που σας έχω παραδώσει» (Πρβλ. Α’ Κορ. 11,2). Και είναι αναμφισβήτητα δυνατός ο Θεός. Εκείνος που σας ανέστησε από το θάνατο της αμαρτίας και σας χάρισε τη νέα ζωή (Πρβλ. Ρωμ. 6,13) να σας χαριτώσει, ώστε να διανύσετε το δρόμο της νέας αυτής ζωής, με συνέπεια και ακρίβεια (Πρβλ. Ρωμ. 6, 4), γιατί σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα και η δύναμη τώρα και στους αιώνες. Αμήν.

Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, «Κατηχήσεις», εκδ. Ετοιμασία Ι.Μ.Τιμίου Προδρόμου – Καρέα, σ. 425-429)

Το άλογο του Θεού (C.V. Gheorghiu)


Κάθε φορά που φαντάζομαι τον πατέρα μου, τον βλέπω με τον ζυγό γύρω από το λαιμό του, ζευγμένον με το επιτραχήλι. Τον βλέπω ζευγμένον, σαν ένα άλογο του Ιησού Χριστού. Ποδεμένον με τις πεταλωμένες μπότες του, να τρέχει από τη μια στην άλλη άκρη της ενορίας, τριάντα ορεινά χιλιόμετρα, που έπρεπε να διατρέξει δύο φορές τη μέρα μερικές φορές. Γι’ αυτό ήταν πάντα αποκαμωμένος. Έτοιμος να σωριαστεί απ’ την κούραση. Όπως κάθε ζευγμένο πλάσμα. Κι όμως δε σταματούσε ποτέ.
Ο πατέρας μου λοιπόν αναχωρούσε, χωρίς καμιά καθυστέρηση, μαζί με τον χριστιανό που ερχόταν να τον ζητήσει. Έβγαινε από το πρεσβυτέριο, πριν ακόμη ο άνθρωπος χτυπήσει την πόρτα. Διότι πάντα ήταν κάτι το επείγον: κάπου ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τον Θεό. Και ο πατέρας μου βιαζόταν. Ο πατέρας μου βάδιζε δίπλα στον άνθρωπο μέχρι την πόρτα. Βγαίνοντας απ’ τον περίβολο, τον ιερό χώρο, ο άνθρωπος που είχε έλθει να ζητήσει τον πατέρα μου ανέβαινε στο άλογο. Και ο πατέρας μου βάδιζε πίσω απ’ το άλογο.
Ένας ιερεύς ποτέ δεν ανεβαίνει στο άλογο. Αυτή είναι η παράδοση στα ορεινά μέρη μας. Ο πατέρας μου λοιπόν μεταφέροντας τον σάκο, μέσα στον οποίο βρίσκονταν το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χριστού, ο σταυρός και ο «ζυγός», οδοιπορούσε πίσω από τον άνθρωπο που πήγαινε καβάλα. Οδοιπορούσε ο φτωχός μου πατέρας, αν και ήταν τόσο εύθραυστος, τόσο αδύνατος, βάδιζε σαν ένα άλογο, πίσω από τον έφιππο άνθρωπο. Ακολουθώντας τις οπλές του αλόγου με τις πεταλωμένες μπότες του, χωρίς να μένει πίσω καθόλου.
Μερικές φορές, πολύ σπάνια, έλεγε σε μας τα παιδιά, χαμογελώντας:
- Είμαι το άλογο του Ιησού Χριστού. Ο Θεός καβαλικεύει πάνω μου, σαν σε άλογο…
Κι έλεγε την αλήθεια. Γιατί αυτό δεν ήταν ένα αστείο, όπως εμείς το παίρναμε, όταν ήμασταν μικροί. Ο πατέρας μου μετέφερε το Αίμα και το Σώμα του Θεού, όπως ένα άλογο μεταφέρει τον καβαλάρη του. Παντού. Μέρα και νύχτα. Ο Θεός καβαλίκευε πάνω στους ώμους του πατέρα μου, κάθε στιγμή και πήγαινε μέχρι τα βάθη των σκοτεινών δασών με τα έλατα και μέχρι τη σιωπηλή καρδιά των άγριων βουνών.
- Δεν σ’ αγαπούν οι γυιοι και οι θυγατέρες σου εν Χριστώ, έλεγα στον πατέρα μου, βλέποντάς τον τσακισμένο απ’ την κούραση. Μόλις επέστρεψες στο πρεσβυτέριο κι ήλθαν ξανά να σε φωνάξουν. Μόλις ξάπλωσες και έφτασαν. Σε ξυπνούν. Σε αναγκάζουν να βγαίνεις έξω οποιαδήποτε στιγμή, με οποιονδήποτε καιρό και σε κάνουν να περπατάς ώρες και ώρες με τα πόδια πίσω τους, ενώ εκείνοι προχωρούν καβάλα. Σε σέρνουν έξω χωρίς σταματημό, μέσα στη νύχτα, μέσα στη βροχή, μέσα στη λάσπη και το χιόνι. Οι πιστοί σου σ’ αγαπούν λιγότερο απ’ τα ζώα τους. Διότι ποτέ δε ζητούν απ’ τα κτήνη τους αυτό που ζητούν απ’ τον πατέρα τους, τον ιερέα τους. Γιατί δε σε λυπήθηκαν ποτέ; Γιατί δε σε ευσπλαχνίσθηκαν ποτέ;
- Η ευσπλαχνία ταιριάζει συνήθως στους ανθρώπους, τα ζώα, τα πράγματα, μα όχι στον «ιερέα», απάντησε ο πατέρας μου. Θα ’ταν κουτό, παράλογο και ασεβές μαζί να τον λυπούνται οι άνθρωποι. Κάθε χριστιανός χτυπώντας την πόρτα του ιερέως, χτυπά στην πραγματικότητα, την πόρτα του Θεού. Διότι ο ιερεύς είναι «αφωμοιωμένος τω υιω του Θεού» (Εβρ. ζ΄ 3). Δεν μπορεί να έλθει στη σκέψη ενός χριστιανού αυτή η ασεβής ιδέα πως ο Θεός κουράστηκε, πως ο Θεός νυστάζει, πεινάει ή του πονούν τα πόδια. Απ’ τον Θεό μπορεί κανείς να ζητάει τα πάντα οποιαδήποτε ώρα και χωρίς να χτυπά την πόρτα.
- Όμως ο ιερεύς είναι κι αυτός άνθρωπος, είπα.
- Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι άνθρωπος, αλλά η θυσία ενός ανθρώπου, που προστίθεται στη θυσία του Θεού. Κι αυτό είναι η ιερωσύνη.
Η απάντηση ήταν ωραία. Έξοχη. Κοκκίνισα απ’ την ευχαρίστηση. Αλλά πρόσθεσα:
- Ωστόσο, πρέπει να ’χεις μερικές ώρες τουλάχιστον για ανάπαυση.
- Όχι, απάντησε ο πατέρας μου. Ο ιερεύς δεν είναι όπως είναι κανείς γεωργός, υπάλληλος ή τεχνίτης. Δε γίνεται κανείς ιερεύς για να έχει ώρες γραφείου με διαλείμματα και μέρες αδείας. Είναι κανείς ιερεύς μόνιμα. Χωρίς διακοπή. Χωρίς ρεπό. Χωρίς καμιά ανάπαυλα. Μέρα και νύχτα. Και όπως μπορεί κανείς να απευθύνεται στον Θεό οποτεδήποτε, οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας και για οποιοδήποτε αίτημα, χωρίς φόβο να τον ενοχλήσει, έτσι μπορεί να ’ρθει στο σπίτι του ιερέως οποτεδήποτε και για οποιοδήποτε λόγο. Βέβαια δεν φθάνομε στο σημείο να έχωμε ιερείς που να μην κοιμούνται, να μην τρώνε και να μην τους πονούν τα πόδια. Αλλά αυτό είναι μια ατέλεια που οφείλομε να τη δεχθούμε όπως είναι, διότι η λατρεία δεν είναι παρά μια εικόνα, μια σκιά των ουρανίων πραγματικοτήτων, όπως αποκαλύφθηκε και στον Μωυσή, όταν επρόκειτο να κατασκευάσει τη Σκηνή. Κοίταξε, του ελέχθηκε, θα φτιάξεις τα πάντα σύμφωνα με το υπόδειγμα που σου φανερώθηκε πάνω στο βουνό (Εβρ. η΄ 5).
Η ιερωσύνη, μίμηση της ιερωσύνης του Χριστού, αποκλείει τις διακοπές. Ισχύει μόνιμα και για την αιωνιότητα (Εβρ. στ΄ 7). Ούτε και ο φυσικός θάνατος του ιερέως δεν μπορεί να τη διακόψει. Και αφού η ιερωσύνη δεν μπορεί να διακοπεί με τον θάνατο, πώς θέλεις να τη διακόψει  η πείνα, ο κόπος ή ο ύπνος;
- Είναι κανείς ιερεύς κι ύστερα απ’ τον θάνατο; ρώτησα την πρώτη φορά που το άκουσα αυτό.
- Είναι κανείς ιερεύς για την αιωνιότητα, Assimilatus filio dei, manet sacerdos in aeternum.-
Αφωμοιωμένος τω υιω του Θεού, μένει ιερεύς εις το διηνεκές. (Εβρ. ζ΄ 3)
Επειδή λοιπόν ο ιερεύς είναι αφωμοιωμένος με τον Θεό, δεν μπορεί να πεθάνει. Μένει ιερεύς και μέσα στο θάνατο και παρά τον θάνατο. Στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό ακριβώς και ενταφιάζουν τον ιερέα ντυμένον με όλα τα ιερατικά του άμφια, που φορεί όταν τελεί την θεία Λειτουργία. Ο ιερεύς ενταφιάζεται με τον Σταυρό, με το Επιτραχήλι, το Φελόνι, το Στιχάρι, τα Επιμανίκια… Όλα και ολόκληρη τη στολή, όπως γίνεται για την πιο επίσημη ακολουθία. Διότι ο νεκρός ιερεύς θα πάει να λειτουργήσει στην αληθινή ουράνια Εκκλησία, με τον επίσκοπό του, τον Χριστό. Για κάθε ιερέα ο θάνατος είναι μια προαγωγή. Περνάει απ’ τη μικρή του επίγεια εκκλησία στον καθεδρικό ναό του ουρανού, για να τελεί την παγκόσμια λειτουργία γύρω απ’ τον Χριστό. Ποτέ λοιπόν δεν πρέπει να θρηνείται ο θάνατος ενός ιερέως. Διότι δεν πεθαίνει ποτέ. Ο θάνατος είναι ο προβιβασμός του.
Και επειδή ο ιερεύς μένει ιερεύς παρά τον φυσικό θάνατο, όταν τον βάζουν στον τάφο, ντυμένον με τα άμφια που φοράει  για την τέλεση της Λειτουργίας, καλύπτουν το πρόσωπό του με τα ιερά Καλύμματα ή τον Αέρα, το πανί εκείνο με το οποίο καλύπτουν κατά τη λειτουργία το Άγιο Ποτήριο, που περιέχει το Σώμα και το Αίμα του Θεού. Ο Αήρ συμβολίζει τον λίθο, που έκλεινε τον τάφο του Ιησού Χριστού. Η πέτρα αυτή που έκλεισε τον τάφο του Χριστού, σφραγίζει επίσης και τον τάφο κάθε ιερέως. Διότι κάθε ιερεύς είναι αφωμοιωμένος με τον Υιό του Θεού.
Ακούγοντάς τον, άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν πάνω στο άγιο χέρι του πατέρα μου, που έσκυψα και το φίλησα ευλαβικά. Έτσι .λοιπόν κατάλαβα γιατί ο Φραγκίσκος της Ασσίζης διηγείται πως αν συναντούσε στο δρόμο έναν άγγελο ή έναν ιερέα, να βαδίζουν ο ένας πλάι στον άλλον, θα γονάτιζε πρώρα εμπρός στον ιερέα, φιλώντας του το χέρι και μόνον ύστερα θα γονάτιζε εμπρός στον άγγελο, για να τον χαιρετίσει. Διότι οι άγγελοι είναι κατώτεροι  απ’ τους ιερείς σε τούτο, στο ότι δεν μπορούν να μεταμορφώσουν το ψωμί και το κρασί σε σάρκα και αίμα του Θεού. Τα χέρια όμως του ιερέως το μπορούν…
Παρά την ασύγκριτη ευτυχία να είναι υπηρέτης στον ουρανό, ο πατέρας μου ζούσε την επίγεια ζωή του μέσα σε αφάνταστη σκληρότητα και οδύνη. Κάθε χρόνο ο πατέρας μου γινόταν πιο αδύνατος. Πιο άσαρκος. Πιο άυλος. Στα τριάντα του χρόνια τα μαλλιά του πατέρα μου είχαν ασπρίσει. Στα τριάντα χρόνια ο πατέρας μου είχε γεράσει. Τα δόντια του έπεφταν. Εξ αιτίας της αθλιότητας, εξ αιτίας του υποσιτισμού, εξ αιτίας του κόπου και του μόχθου.
Αντίθετα όμως το βλέμμα του γινόταν κάθε χρόνο πιο όμορφο, πιο φωτεινό, πιο ακτινοβόλο και τόσο έντονο ώστε το κεφάλι του έμοιαζε να φωτίζεται μ’ ένα φωτοστέφανο. Παρακολουθούσα ένα ασυνήθιστο γεγονός: όταν ο πατέρας μου παρατηρούσε κάτι τι, το φώτιζε με το βλέμμα του, σαν με κάποιους μυστικούς προβολείς. Βλέποντας αυτό ένοιωσα για πρώτη φορά το γεγονός ότι οι άγιοι, παρατηρώντας τον κόσμο, τον φωτίζουν και τον αγιάζουν.
- Τι κοιτάζεις, ρώτησε ο πατέρας μου, βλέποντάς με βυθισμένον στις σκέψεις.
- Είσαι φωτεινός σαν μια εικόνα, του είπα, κοκκινίζοντας.
Ο πατέρας μου γέλασε. Δεν ήταν ούτε υπερήφανος ούτε ταπεινός. Για να ’σαι υπερήφανος ή ταπεινός πρέπει πρώτα να ’σαι ένα γήινο πλάσμα. Και εκείνος ήταν όλο και λιγότερο γήινος. Γέλασε γιατί η φωνή μου έφθασε στα αυτιά του κι αυτό τον είχε ευχαριστήσει. Ο πατέρας μου σπάνια γελούσε. Όταν κανείς είναι κουρασμένος δεν μπορεί να γελάσει. Μα τώρα είχε χαμογελάσει. Κι’ όταν ο πατέρας μου χαμογελούσε έβλεπε κανείς πως είχε χάσει σχεδόν όλα του τα δόντια. Η καρδιά μου σφιγγόταν. Λυπόμουνα τόσο πολύ για την αθλιότητά του που μόλις μπορούσα να κρατήσω τα δάκρυά μου. Και έλεγα πως αν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αποφάσιζε μια μέρα να προσφέρει στον ιερέα του, που ήταν και άλογό του μαζί, τον π. Κωνσταντίνο Gheorghiu, που υπέφερε σ’ όλη του τη ζωή απ’ την πείνα, την δυνατότητα να έχει ξαφνικά ψωμί πάνω στο τραπέζι του, ο προλετάριος πατέρας, ο σεβαστός μου πατέρας θα συνέχιζε – παρά το θαύμα- να πεινάει, όπως και στο παρελθόν. Διότι κι αν είχε κάτι δε θα μπορούσε να το φάει, γιατί δεν είχε πια δόντια… Και ούτε σκέψη πως θα μπορούσε να βάλει ξένα. Ήμαστε τόσο φτωχοί που ούτε στο όνειρό μας δεν θα τολμούσαμε να πάμε στον οδοντογιατρό.

Ἅγ.Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος Ὅσοι μὲ τρῶνε θὰ πεινάσουν κι' ἄλλο, καὶ ὅσοι μὲ πίνουν θὰ διψάσουν κι' ἄλλο


1. Οἱ ψυχὲς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀλήθεια, δὲν ὑποφέρουν οὔτε τὴν παραμικρὴ ἐλάττωση τοῦ ἔρωτά τους πρὸς τὸν Κύριο. Ἀλλὰ καρφωμένες ὁλοκληρωτικὰ στὸ σταυρό Του αἰσθάνονται μέσα τους τὴν Πνευματικὴ προκοπή. Πληγωμένες λοιπὸν ἀπὸ τὸν πόθο Του, κι ἄν ἀκόμη ἀξιωθοῦν Θεία μυστήρια καὶ μετάσχουν εὐφροσύνης καὶ Χάριτος, δὲν ἔχουν πεποίθηση στὸν ἑαυτό τους, οὔτε νομίζουν ὅτι εἶναι τίποτε. Ἀλλὰ ὅσο ἀξιώνονται πνευματικὰ χαρίσματα τόσο ἐπιζητοῦν τὰ οὐράνια. Καὶ ὅσο περισσότερη προκοπὴ αἰσθάνονται, τόσο πιὸ λαίμαργες γίνονται γιὰ τὰ θεῖα. Καὶ ἐνῶ εἶναι πνευματικὰ πλούσιες, κάνουν σὰν νὰ εἶναι φτωχές. «Ὅσοι μὲ τρῶνε θὰ πεινάσουν κι' ἄλλο, καὶ ὅσοι μὲ πίνουν θὰ διψάσουν κι' ἄλλο», λέει ἡ Θεία Γραφή.
2. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ ψυχὲς ἀξιώνονται νὰ λάβουν τὴν τέλεια ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη καὶ ν' ἀποκομίσουν τὴν ἔλλαμψη καὶ τὴν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὴν πληρότητα τῆς Χάρης. Ὅσες ὅμως εἶναι ὀκνηρές καὶ ἀποφεύγουν τοὺς κόπους καὶ δὲν ἐπιζητοῦν τὸν ἁγιασμὸ τῆς καρδιᾶς ἀπὸ αὐτὴ ἐδῶ τὴ ζωή, ὄχι ἐν μέρει, ἀλλὰ ὁλοκληρωτικά. Αὐτὲς ἄς μὴ ἐλπίζουν νὰ κοινωνήσουν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ν' ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὰ πάθη τῆς κακίας• αὐτὲς κι' ἄν ἀξιωθοῦν τὴ Θεία Χάρη, ἐπειδὴ ξεγελιοῦνται ἀπὸ τὴν κακία, ἀφήνουν κάθε πνευματικὴ φροντίδα, διότι ἀπολαμβάνουν ὀλίγη πνευματικὴ γλυκύτητα. Ἔτσι οἱ ψυχὲς αὐτὲς εἶναι εὔκολο νὰ πέσουν σὲ ἔπαρση, διότι δὲν ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν τὴν τέλεια ἀπάθεια. Καὶ καθὼς ἀρκοῦνται στὴ λίγη αὐτὴ ἐνίσχυση τῆς Χάρης καὶ προκόβουν ὄχι στὴν ταπείνωση, ἀλλὰ στὴν ἔπαρση, ἀπογυμνώνονται κάποτε κι' ἀπὸ τὸ χάρισμα ποὺ ἔλαβαν. Γιατὶ ἡ ψυχή, ποὺ ἀγαπάει ἀληθινὰ τὸν Θεό, κι' ἄν ἀκόμη μυριάδες ἀρετὲς κατορθώσει, ἔχει τέτοια μετριοφροσύνη, σὰν νὰ μήν ἔχει ἀρχίσει ἀκόμη νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νοιώθει ἀπληστία καὶ ἔρωτα γιὰ τὴ Θεία ἀγάπη ποὺ ἐμπνέει ὁ Δεσπότης Χριστός.
3. Στὰ πνευματικὰ αὐτὰ μέτρα οὔτε μονομιᾶς οὔτε εὔκολα μπορεῖ νὰ φτάσει κανείς, ἀλλὰ ἀφοῦ προηγηθοῦν πολλοὶ κόποι καὶ ἀγῶνες καὶ περάσουν χρόνια μὲ δοκιμασίες καὶ ποικίλους πειρασμούς, μέχρι τὸ τέλειο μέτρο τῆς ἀπάθειας. Ἔτσι, ἀφοῦ δοκιμασθεῖ μὲ πόνους καὶ κόπους καὶ ὑποφέρει μὲ γενναιοψυχία ὅλους τοὺς πειρασμούς ποὺ προξενεῖ ἡ κακία, ἀξιώνεται νὰ λάβει τὶς μεγάλες τιμές καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὸν Θεϊκὸ πλοῦτο. Ἔπειτα γίνεται καὶ κληρονόμος τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

ST. THEOPHAN THE RECLUSE - Humility and Love


WHERE HUMILITY AND LOVE ARE ABSENT, EVERYTHING SPIRITUAL IS ABSENT

You say that you have no humility or love. So long as these are absent, everything spiritual is absent. What is spiritual is born when they are born and grows as they grow. They are the same for the soul as mastery of the flesh is for the body. Humility is acquired by acts of humility, love by acts of love.


THE MEASURE OF HUMILITY

Keep both eyes open. This is the measure of humility: if a man is humble he never thinks that he has been treated worse than he deserves. He stands so low in his estimation that no one, however hard they try, can think more poorly of him than he thinks himself. This is the whole secret of the matter.


DEFECTS OF CHARACTER

 
The Lord sometimes leaves in us some defects of character in order that we should learn humility. For without them we would immediately soar above the clouds in our own estimation and would place our throne there. And therein lies perdition.


THE PATH TO HUMILITY -- OBEDIENCE

 
There is no need for me to repeat to you that the invincible weapon against all our enemies is humility. It is not easily acquired. We can think ourselves humble without having a trace of true humility. And we cannot make ourselves humble merely by thinking about it. The best, or rather, the only sure way to humility is by obedience and the surrender of our own will. Without this it is possible to develop a satanic pride in ourselves, while being humble in words and in bodily postures. I beg you to pay attention to this point and, in all fear, examine the order of your life. Does it include obedience and surrender of your will? Out of all the things you do, how many are done contrary to your own will, your own ideas and reflections? Do you do anything unwillingly, simply because you are ordered, through sheer obedience? Please examine it all thoroughly and tell me. If there is nothing of this type of obedience, the kind of life you lead will not bring you to humility. No matter how much you may humble yourself in thought, without deeds leading to self-abasement humility will not come. So you must think carefully how to arrange for this.


CONCEIT AND CENSORIOUSNESS

 
Humbling oneself is not yet humility, but only the desire and search for humility. May the Lord help you acquire this virtue. There is a spirit of illusion which in some unknown way deceives the soul by its guile. It so confuses our thoughts that the soul thinks itself humble, whereas inwardly it conceals an arrogant and conceited opinion of its own worth. So we have to go on looking carefully into our heart. External relationships which lead us to humility are the best means here.
You have been somewhat negligent. The fear of God left you, and soon after that attention left you too, and you fell into the habit of censuring people. You say that you have sinned inwardly, and this is true. Repent quickly and beg God's forgiveness. Such a fault as that brings its own retribution: the fault is inward, and so is the punishment. We can condemn others not only in words but also with an inner movement of the heart. If the soul, when thinking of someone, criticizes them adversely, then it has already condemned them.


TAKING OFFENSE, AND TURNING THE OTHER CHEEK

 
You say that you are offended. To be offended at lack of attention is to consider oneself worthy of attention, and consequently to set a high value upon oneself in the heart; in other words, to have a heart swollen with pride. Is this good? Is it not our duty to endure wrongful accusation? Certainly it is. How then shall we start practicing this duty? After all, when we are commanded to endure, we have to endure every unpleasantness without exception, and endure gladly, without losing our inward peace. The Lord told us, when smitten on one cheek, to turn the other also, but we are so sensitive that if a fly so much as brushes us with its wing in passing we are immediately up in arms. Tell me, are you prepared to obey this commandment of the Lord about being smitten on the cheek? You will probably say, Yes, you are prepared. Yet the instance you describe in your letter is precisely an occasion where this commandment applies. Being smitten on the cheek should not be taken literally. We should understand by it any action of our neighbor in which, it seems to us, we did not receive due attention and respect -- any action by which we feel degraded, and our honor, as people call it, wounded. Every deed of this kind, however trivial -- a look, an expression -- is a blow on the cheek. Not only should we endure it, but we should also be ready for some greater degradation which would correspond to turning the other cheek. What happened in your case was a very light slap on one cheek. And what did you do? Did you turn the other? No; so far from turning it, you retaliated. For you have already retaliated; you have made the other person feel that you are somebody, as though saying, "Keep your hands off me!" But what are we good for, you and I, if we do this? And how can we be regarded as disciples of Christ if we do not obey His commandments? What you should have done is to consider: do I deserve any attention? If you had had this feeling of unworthiness in your heart you would not have taken offense.


TAKE UP THE SWORD OF HUMILITY

 
Spiritual unrest and passions harm the blood and effectively damage our health. Fasting and a general abstinence in our daily life are the best way to preserve our health sound and vigorous.
Prayer introduces the human spirit into God's realm where the rock of life dwells; and the body also, led by the spirit, partakes of that life. A contrite spirit, feelings of repentance, and tears -- these do not diminish our physical strength but add to it, for they bring the soul to a state of comfort.

You wish that contrition and tears would never leave you, but you had better wish that the spirit of deep humility should always reign in you. This brings tears and contrition, and it also prevents us from being puffed up with pride at having them. For the enemy manages to introduce poison even through such things as these.

There is also spiritual hypocrisy which may accompany contrition. True contrition does not interfere with pure spiritual joy, but can exist in harmony with it, concealed behind it.

And what of self-appreciation? Take up the sword of humility and meekness, hold it always in your hand, and mercilessly cut off the head of our chief foe. 

from E. Kadloubovsky and E. M. Palmer (trans), "The Art of Prayer," (London: Faber & Faber, 1966), pp. 271 - 274