Δεῖτε τὴν ὁμιλία ποὺ ἐκφώνησε ὁ χαρισματικὸς ἁγιορείτης γέροντας Νίκων ἀπὸ τὴν Νέα Σκήτη Ἁγίου Ὅρους, τὴν Κυριακὴ 14 Ἀπριλίου, στὸν ναὸ τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος στὴ Θεσσαλονίκη. Ἀναπτύσσει διάφορα θέματα ὅπως αὐτὸ τῆς μεταθανάτιας ζωῆς, τῆς τελικῆς κρίσεως, τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καὶ τῆς ὠφέλειας τῶν μνημοσύνων ἐνῶ μπορεῖτε νά δεῖτε στὰ ἑπόμενα βίντεο παρακάτω καὶ τὴν συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε μὲ τὶς ἐρωτήσεις ποὺ τοῦ ὑπέβαλλαν οἱ πιστοί....
Tuesday, 16 April 2013
Γιατί πιστεύουμε στην Mεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού
Γιατί πιστεύουμε στην μεταβολή.
Σε αυτό το πρώτο άρθρο θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια σύντομη απάντηση σχετικά με την πίστη μας στην μεταβολή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα Χριστού, μέσα από την Αγία Γραφή και την Πατερική μαρτυρία.
Όπως γράφει ο π. Ν. Σκρέττας· «Αυτής της Εκκλησίας είναι ανενδοίαστη διαχρονικά η πίστη ότι τα καθαγιασμένα δώρα, κατά την άκτιστη ενέργεια της Αγίας Τριάδος, είναι αυτό το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου, στα οποία μετέχουν οι πιστοί με τη Θεία μετάληψη. Αυτή δε η μετουσία και η ένωση δεν είναι ούτε νοερή, ούτε εγκεφαλική, ούτε φανταστική, ούτε ενοραματική, ούτε μία οποιαδήποτε, δια των δυνατοτήτων του νου, μυστηριώδης θέαση του Χριστού, αλλά οντολογική και υπαρξιακή, σωματοειδής και πνευματική, περιγραπτή και απερίγραπτη, πραγματική πάντως ένωση και σύγκραση με το σχηματόγραπτον Σώμα και Αίμα του Χριστού» («Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής», σελ. 68).
Στο δεύτερο άρθρο που θα ακολουθήσει, θα εξηγήσουμε γιατί χρησιμοποιείτε ο όρος «αντίτυπα» στα Πατερικά κείμενα περί των τιμίων δώρων, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με δήθεν σύμβολα, όπως επίσης γιατί λέγεται το Σώμα και το Αίμα του Χριστού «πνευματικό».
Η πίστη στην μεταβολή των τιμίων δώρων σε αληθινό Σώμα και Αίμα Χριστού στηρίζεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. Ο Λόγος του Θεού έγινε πραγματικά άνθρωπος για την σωτηρία μας. Με το σώμα Του έπαθε, με το Σώμα Του πέθανε, και με τον ένδοξο Σώμα της Αναστάσεως (το οποίο και κοινωνούμε) εγέρθηκε εκ νεκρών. Η σωτηρία μας, εν ολίγοις, οφείλεται στην ενανθρώπηση του Λόγου. «Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν» (Εβραίους, β 14-15).
Ο καθηγητής Χρήστος Ανδρούτσος, αναφέρει στην δογματική του· «…η μεν ευχαριστία δια την πραγματικήν παρουσίαν υπελήφθη ως συνέχεια άμα και επέκτασις του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως, αποτελούσα μετά του δόγματος της αγίας Τριάδας και του της ενσαρκώσεως το ύψιστον και αγιώτατον της Χριστιανικής θρησκείας μυστήριον» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 346).
Έτσι, ο άγιος Ιγνάτιος, του οποίου η θεολογία «φέρει τη σφραγίδα του μεγάλου έργου, είναι γνήσια κι έγινε φρόνημα, ήθος και Παράδοση της Εκκλησίας’’ (Α’ τόμος Πατρολογίας Παπαδόπουλου, σελ. 174), αντιμετωπίζοντας τους Γνωστικούς Δοκήτες οι οποίοι δεν δέχονταν ότι ο Ιησούς έλαβε πραγματικά σώμα, γράφει· «Καταμάθατε τους ετεροδοξούντας εις την χάρην Ιησού Χριστού την εις ημάς ελθούσα, πως ενάντιοι εισί τη γνώμη του Θεού. Περί αγάπης ου μέλει αυτοίς, ου περί χήρας, ου περί ορφανού, ου περί θλιβομένου, ου περί δεδεμένου ή λελυμένου, ου περί πεινώντος ή διψώντος. Ευχαριστίας και προσευχής απέχονται δια το μη ομολογείν, την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, την υπέρ ημών παθούσα, ην τη χρηστότητι ο Πατήρ ήγειρε…» (Αποστολικοί Πατέρες άπαντα τα έργα, τόμος 4ος, προς Σμυρναίους, VI- VII).
Οι ετεροδοξούντες Δοκήτες, δεν πίστευαν ότι η Ευχαριστία είναι η αναστημένη Σάρκα του Κυρίου διότι δεν πίστευαν στην ενανθρώπησή Του. Ο καθηγητής πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλος αναφέρει σχετικά· «…στη θεολογία του ευχαριστιακού ρεαλισμού φθάνει ο Ιγνάτιος, αντιμετωπίζοντας τις δοκητικές αντιλήψεις, που είχαν εισχωρήσει σε κύκλους εκκλησιαστικούς και που σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός έπαθε φαινομενικά μόνο. Η πραγματικότης του πάθους και της αναστάσεως του Κυρίου είναι απαραίτητη προϋπόθεση της πραγματικής παρουσίας αυτού στην Ευχαριστία». (Α' τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 175).
Τα ίδια αναφέρει στην Δογματική του και ο Ανδρούτσος· «Προς τους Δοκήτας αρνουμένους μετά της σωματικής φύσεως του Κυρίου και την Ευχαριστίαν οι Πατέρες παρατηρούσιν ότι η Ευχαριστία είναι η σάρξ η εκ Μαρίας συλληφθείσα…» (Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, σελ. 350).
Ο άγιος Ειρηναίος της Λυών, στηρίζει επίσης την μεταβολή στην ενανθρώπηση του Λόγου, χάρη στην οποία υπάρχει Ανάσταση σωματική. Ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας, ο οποίος αποτελεί έναν από τους «γνησιώτερους και σημαντικώτερους θεολογικούς σταθμούς στην πορεία της Παραδόσεως των δύο πρώτων μεταποστολικών αιώνων», κατά τον Στ. Παπαδόπουλο
(Ά τόμος πατρολογίας, σελ. 294), γράφει: «…και προσλαμβανόμενα τον λόγον του Θεού, ευχαριστία γίνεται, όπερ εστί το σώμα και αίμα του Χριστού• ούτω και τα ημέτερα σώματα εξ αυτής τρεφόμενα, και τεθέμενα εις την γην, και διαλυθέντα εν αυτή, αναστήσεται εν τω ιδίω καιρώ, του Λόγου του Θεού την έγερσιν αυτοίς χαριζομένου εις δόξαν Θεού και Πατρός» (ΒΕΠΕΣ 5, σελ.161).
Όπως σχολιάζει ο Παπαδόπουλος για την θεολογία του αγίου Ειρηναίου, «Ο ρεαλισμός του Ειρηναίου εκτείνεται σε όλα τα θέματα που αφορούν την σωτηρία, ακριβώς διότι βασίζεται στο πρόσωπο του Χριστού. Έτσι πχ, η Θεία Ευχαριστία συνιστά γεγονός απόλυτα ρεαλιστικό, γι’ αυτό και καθιστά δυνατή την ανάσταση των νεκρών. Διότι δηλαδή γίνεται πραγματική μεταβολή του άρτου και του οίνου σε σώμα και αίμα Χριστού κατά την Ευχαριστία και διότι ο άνθρωπος κοινωνεί και μετέχει του πραγματικού Χριστού, είναι αληθινή η ανάσταση των νεκρών» (Α’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ. 298- 299).
Αλλά και ο άγιος Ιουστίνος ο Μάρτυρας ομολογεί ότι η Θεία Ευχαριστία είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στηριζόμενος και αυτός στην ενανθρώπηση. «Ον τρόπον δια λόγου Θεού σαρκοποιηθείς Ιησούς Χριστός, ο σωτήρ ημών και σάρκα και αίμα υπέρ σωτηρίας ημών έσχεν, ούτως και την δι’ ευχής λόγου του παρ’ αυτού ευχαριστηθείσαν τροφήν, εξ ης αίμα και σάρκες κατά μεταβολήν τρέφονται ημών, εκείνου του σαρκοποιηθέντος Ιησού και σάρκα και αίμα εδιδάχθημεν είναι [Α' Απολογία, 66]».
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, τον μεγαλύτερο ερμηνευτή της αρχαίας Εκκλησίας, ο Χριστός μας τρέφει με το ίδιο Του το Σώμα για να μας πείσει ότι έλαβε την δική μας σάρκα.
«Ενί εκάστω των πιστών αναμίγνυσιν εαυτόν δια των μυστηρίων, και ους εγέννησεν, εκτρέφει δι’ εαυτού, και ουκ άλλω εκδίδωσι, και τούτω σε πείθων, ότι σάρκα έλαβε την σην». Και συνεχίζει· «Ουκ εστί ανθρωπίνης δυνάμεως έργα τα προκείμενα. Ο τότε ταύτα ποιήσας εν εκείνω τω δείπνω, ούτος και νυν αυτά εργάζεται, Ημείς υπηρετών τάξιν επέχομεν, ο δε αγιάζων αυτά και μετασκευάζων, αυτός». Δηλαδή, «Δεν είναι έργα ανθρωπίνης δυνάμεως όσα προτίθενται. Εκείνος ο οποίος έκαμε αυτά τότε εις εκείνο το Δείπνον, αυτός τελεί και τώρα τα μυστήρια αυτά. Εμείς επέχομεν θέσιν υπηρετών, ενώ εκείνος που τα αγιάζει και τα μεταβάλλει είναι Αυτός» (Ομιλία πβ στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 12).
Το χωρίο του ευαγγελιστή Ιωάννη «η γαρ σάρξ μου αληθής εστί βρώσις και το αίμα μου αληθής εστί πόσις», ερμηνεύεται από τον Χρυσόστομο ως εξής:
«πιστώσασθαι αυτούς περί των ειρημένων, ώστε μη νομίζειν αίνιγμα είναι το ειρημένον και παραβολήν, αλλ’ ειδέναι ότι πάντως δει φαγείν το σώμα».
Μετάφραση: «θέλει να τους κάμει να πιστεύσουν εις τα λόγια του, ώστε να μη νομίζουν ότι αυτά είναι αίνιγμα και παραβολή, αλλ’ ότι πρέπει να ξεύρουν, ότι θα φάγουν το σώμα του οπωσδήποτε» (Έργα Χρυσοστόμου, ΕΠΕ 13 Α, Ομιλία ΜΖ).
Αλλά και κατά τον μεγάλο νηπτικό μας Πατέρα, άγιο Γρηγόριο Νύσσης, πιστεύουμε ότι ο άρτος μεταποιείτε σε Σώμα Χριστού επειδή ενανθρώπησε ο Λόγος. «Καλώς ουν και νυν τον τω λόγω θεού αγιαζόμενον άρτον εις σώμα του Θεού Λόγου μεταποιείσθαι πιστεύομεν. Και γαρ εκείνο το σώμα άρτος τη δυνάμει ην, ηγιάσθη δε τη επισκηνώσει του λόγου σκηνώσαντος εν τη σαρκί. Ουκούν όθεν ο εν εκείνω τω σώματι μεταποιηθείς άρτος εις θεία μετάστη δύναμιν, δια του αυτού και νυν το ίσον γίνεται» (37ο κατηχητικός λόγος).
Η φράση του Κυρίου Ιησού Χριστού, όταν παρέδιδε το Μυστήριο στους αποστόλους, «λαβετε φαγετε τουτο εστιν το σωμα μου» και « τούτο γαρ εστιν το αίμα μου» (Ματθαίος, κη 26-28), κατανοείται από την αρχαία Εκκλησία ακριβώς όπως ειπώθηκε από τον Κύριο. «Αυτό είναι το Σώμα μου, αυτό είναι το Αίμα μου». Δεν είπε ότι είναι σύμβολα, ούτε είπε ότι είναι ‘’δια της πίστεως’’, αλλά είναι πραγματικά το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Όταν λέμε ότι κάτι είναι, σημαίνει ότι είναι πραγματικά.
Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «μια από τας μεγάλας μορφάς της αρχαίας Εκκλησίας, των οποίων η επίδρασις εις τον εκκλησιαστικόν βίον και την χριστιανικήν διδασκαλίαν υπήρξε αποφασιστική», κατά τον καθηγητή πατρολογίας Π. Χρήστου (Δ’ τόμος πατρολογίας, σελ. 339), γράφει: «Δεικτικώς είπε, τούτο μου εστί το σώμα και τούτο μου εστί το αίμα, ίνα μη νομίσεις τύπον είναι τα φαινόμενα, αλλά δια τινός αρρήτου του πάντα ισχύοντος Θεού μεταποιείσθαι εις σώμα και αίμα Χριστού κατά το αληθές τα παρενηνεγμένα» (Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).
Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύει: «Επεί ουν ο λόγος φησί, «τούτο εστί το σώμα μου», και πειθώμεθα και πιστεύωμεν, και νοητοίς αυτό βλέπωμεν οφθαλμοίς. Ουδέν γαρ αισθητόν παρέδωκεν ημίν ο Χριστός· αλλ’ εν αισθητοίς μεν πράγμασι, πάντα δε νοητά». Δηλαδή, «Όταν λοιπόν λέγει «τούτο εστιν το σωμά μου’’ (Ματθαίος, κστ 26), ας πειθώμεθα και ας πιστεύωμεν και ας το βλέπομεν με τους νοητούς οφθαλμούς μας. Διότι τίποτε το αισθητόν δεν μας παρέδωκεν ο Χριστός, αλλά με αισθητά μεν πράγματα, όλα όμως νοητά». Και στην συνέχεια αναφέρει: «Πόσοι νυν λέγουσι, εβουλόμην αυτού την μορφήν ιδείν, τον τύπον, τα ιμάτια, τα υποδήματα. Ιδού αυτόν οράς, αυτού άπτη, αυτόν εσθίεις. Και συ μεν ιμάτια επιθυμείς ιδείν, αυτός δε εαυτόν σοι δίδωσιν, ουκ ιδείν μόνον, αλλά και άψασθαι, και φαγείν, και λαβείν ένδον», που σημαίνει: «Πόσοι τώρα λέγουν· «ήθελα να ιδώ την μορφήν Του, τα χαρακτηριστικά Του, τα ενδύματα, τα υποδήματα! Να, τον βλέπεις, τον εγγίζεις, τον τρώγεις. Και συ μεν επιθυμείς να ιδείς ενδύματα, ενώ αυτός σου δίδει τον εαυτό Του, όχι μόνον να τον ιδής, αλλά και να τον πιάσεις και να τον φάγης και να τον πάρης μέσα σου». (Χρυσόστομος, ΠΒ ομιλία εις τον Ματθαίον, ΕΠΕ 12).
Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, που κατά τον καθηγητή Π. Χρήστου είναι «ο πλέον διακεκριμένος επίσκοπος Ιεροσολύμων κατ’ αυτήν την περίοδον, τα δε συγγράμματα του τον τοποθετούν εις την πρώτην σειράν των οικουμενικών διδασκάλων» (Δ’ τόμος της πατρολογίας, σελ. 480), σχολιάζει το χωρίο ως εξής: «Αυτού αποφηναμένου και ειπόντος περί του άρτου· Τούτο μου εστί το σώμα, τις τολμήσει αμφιβάλλειν λοιπόν; Και αυτού βεβαιωσαμένου και ειρηκότος· Τούτο μου εστί το αίμα, τις ενδοιάσει ποτέ λέγων μη είναι αυτού το αίμα;» (Άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων, Δ’ Μυσταγωγική Κατήχηση, PG 33, 1097).
Τέλος, ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας και ο Ζηγαβηνός, αναφέρουν: «Ου γαρ είπε, τούτο εστίν αντίτυπον, αλλά τούτο εστί το σώμα μου• αρρήτω γαρ ενεργεία μεταποιείται, καν φαίνηται ημιν άρτος. Επεί γαρ ασθενείς έσμεν και ουκ αν εδεξάμεθα κρέας εσθίειν ωμόν και ανθρώπου σάρκα, δια τούτο άρτος μεν ημίν φαίνεται, σάρξ δε τω όντι εστί» (Θεοφύλακτος Βουλγαρίας-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).
«Ταύτα εισίν αυτό το σώμα και αυτό το αίμα. Ώσπερ γαρ υπερφυώς εθέωσε την προσληφθείσα σάρκα• ούτως απορρήτως μεταποιεί και ταύτα εις αυτό το ζωοποιών αυτού σώμα και εις το τίμιον αυτού αίμα» (Ζηγαβηνός-Υπόμνημα Εις το Κατά Ματθαίον, Π.Τρεμπέλα, σελ. 461- 462).
Πηγή- http://exprotestant.blogspot.gr/2012/08/blog-post_28.html
Τι είναι ο Μεγάλος Κανόνας, πότε ψάλλεται και γιατί ονομάστηκε έτσι
Η
Πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών είναι το λειτουργικό αποκορύφωμα της
Τεσσαρακοστής. Οι ακολουθίες είναι μακρότερες και εκλεκτότερες. Στη
συνήθη ακολουθία των λοιπών εβδομάδων θα προστεθούν δυο νέες μεγάλες
ακολουθίες· Την Πέμπτη ο Μεγάλος Κανόνας και το Σάββατο ο Ακάθιστος
Ύμνος. Κανονικά το αποκορύφωμα αυτό θα έπρεπε να αναζητηθεί στην
επόμενη, στην Έκτη εβδομάδα των Νηστειών, που είναι και η τελευταία της
περιόδου αυτής. Αλλά όλα στη λατρεία μας έχουν τακτοποιηθεί από τους
πατέρες με πολλή μελέτη και περίσκεψη. Με «διάκριση» κατά την
εκκλησιαστική έκφραση. Μετά από την τελευταία εβδομάδα ακολουθεί η Μ.
Εβδομάδα, με πυκνές και μακρές ακολουθίες, ανάλογες προς τα μεγάλα
εορτολογικά θέματα. Μεταξύ αυτής και του αποκορυφώματος της
Τεσσαρακοστής έπρεπε να μεσολαβήσει μια περίοδος σχετικής αναπαύσεως,
μια μικρή ανάπαυλα. Το τόσο λοιπόν ανθρώπινα αναγκαίο μεσοδιάστημα είναι
η τελευταία εβδομάδα και την έξαρση του τέλους βαστάζει η πρότελευταια.
Πότε ψάλλεται ο Μ. Κανόνας;
Ο
Μ. Κανόνας ψάλλεται τμηματικά στα απόδειπνα των τεσσάρων πρώτων ημερών
της Α΄ Εβδομάδας των Νηστειών και ολόκληρος στην ακολουθία του Όρθρου
της Πέμπτης της Ε΄ εβδομάδας. Στις ενορίες συνήθως ψάλλεται ανεξάρτητα
από τον όρθρο, σαν μικρή αγρυπνία, το βράδυ της Τετάρτης μαζί με την
ακολουθία του αποδείπνου. Έτσι διευκολύνονται περισσότερο οι χριστιανοί
στην παρακολούθησή του. Μπορεί να τον βρει κανείς μέσα στο λειτουργικό
βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες της Τεσσαρακοστής, το Τριώδιο, καθώς
και σε μικρά αυτοτελή φυλλάδια. Η παρακολούθηση του Κανόνα αυτού κατά
την ώρα της ψαλμωδίας του είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα νοήματα είναι
πυκνά και ο ρυθμός της ψαλμωδίας γρήγορος. Για τους λόγους αυτούς τα
εγκόλπια αυτά είναι ιδιαίτερα απαραίτητα για όσους θέλουν να γνωρίσουν
καλύτερα τον ύμνο αυτό. Τα παρακάτω ας αποτελέσουν μια σύντομη εισαγωγή
και βοήθεια για την κατανόησή του και μια παρακίνηση για την
παρακολούθηση της ψαλμωδίας του εκλεκτού αυτού λειτουργικού κειμένου.
Ποιός ο ποιητής – δημιουργός του Μ. Κανόνα;
Τον
Μ. Κανόνα συνέθεσε ο άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης. Γεννήθηκε στη
Δαμασκό το 660 μ. Χ. από ευσεβείς γονείς. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών η
αγάπη του τον φέρνει στα Ιεροσόλυμα όπου οι γονείς του τον αφιερώνουν
στον Ναό της Αναστάσεως. Στα Ιεροσύλυμα απόκτησε μεγάλη παιδεία, την
«θύραθεν» και τη θεολογική. Ανκαι το έργο του έγινε στην
Κωνσταντινούπολη και την Κρήτη φέρει τον τίτλο του «Ιεροσολυμίτη» επειδή
πέρασε από την αγία πόλη. Μοναχός της Μονής του Αγίου Σάββα στα
Ιεροσόλυμα εγινε γραμματέας του Πατριάρχη Θεόδωρου. Το 685 ήλθε στην
Κωνσταντινούπολη για εκκλησιαστική αποστολή. Εκεί παρέμεινε για είκοσι
χρόνια και ανέλαβε διάφορες εκκλησιαστικές θέσεις και τέλος γύρω στο 711
ή 712 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κρήτης.
Στη
Κρήτη συμμετέχει στις ταλαιπωρίες του ποιμνίου του που οφείλονταν στις
Αραβικές επιδρομές. Εμψυχώνει το λαό στις θλίψεις και προσεύχεται για τη
σωτηρία του. Με τις προσευχές του σταματά τη μεγάλη ανομβρία και
σταματά τη μάστιγα της πείνας. Ιδρύει μεγάλο «Ξενώνα» στον οποίο
περιθάλπονται οι γέροντες και οι άρρωστοι, φιλοξενούνται οι ξένοι και οι
φτωχοί διακονώντας ο ίδιος. «Με τα χέρια του υπηρετούσε τους ασθενείς
και τους έπλενε τα πόδια και το κεφάλι, καθάριζε τις πληγές τους και τα
τραύματα τους. Σ’ αυτό το σημείο τον οδηγούσε η αγάπη του πρός τον Θεό
και τον πλησίον» σημειώνει ο βιογράφος του.
Ο
άγιος Ανδρέα ο Κρήτης είχε μεγάλη ευλάβεια και ιδιαίτερη αγάπη του πρός
την Παναγία. Αφιέρωσε πλήθος ύμνων και εγκωμιαστικών λόγων στις εορτές
της. Έκτισε δε μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν της Θεοτόκου που τον ονόμασε
«Βλαχέρνες». Φρόντισε δε για την επισκευή των παλαιών και παραμελημένων
ναών τους οποίους «ευπρεπώς κατεκόσμησε». Πέθανε στις 4 Ιουλίου 740 στην
Ερεσό της Λέσβου, είτε επιστρέφοντας στην Κρήτη μετά από ένα ταξίδι
στην Κωνσταντινούπολη, είτε και εξόριστος εκεί – ήταν υποστηρικτής των
αγίων εικόνων. Στην παραλία της Ερεσού τιμάται μέχρι σήμερα ο τάφος του,
μια μεγάλη σαρκοφάγο, που βρίσκεται πίσω από το άγιο βήμα της
ερειπωμένης βασιλικής της Αγίας μάρτυρος Αναστασίας, όπου κατά τους
βιογράφους του είχε ταφεί. Η καθιέρωση του ως Αγίου έγινε πολύ νωρίς.
Ο
Ανδρέας ήταν λόγιος κληρικός, εκκλησιαστικός ρήτορας και υμνογράφος. Η
φιλολογική και υμνογραφική του παραγωγή είναι αξιόλογη Οι λόγοι του
είναι κυρίως εγκωμιαστικοί. Σώζονται όμιλίες στις Θεομητορικές και
Δεσποτικές εορτές και σε διαφόρους αγίους. Στις ομιλίες του φαίνεται η
ρητορική του τέχνη, η άριστη γνώση της αττικής γλώσσας, η βαθιά γνώση
της βίβλου, ιδιαίτερα της Π.Δ που ερμηνεύει αλληγορικά. Χαρακτηρίζεται
ως ο καλύτερος εκκλησιαστικός ρήτορας της Βυζαντινής εποχής. Τα
χαρακτηριστικά των λόγων του είναι η «έντεχνος ρητορική επεξεργασία και
τα υψηλά θεολογικά νοήματα». Το υμνογραφικό του έργο είναι πλουσιότερο
των ρητορικών του λόγων. Εφεύρε το είδος των Κανόνων που ψάλλονται μέχρι
σήμερα και διακρίνονται για την σαφήνεια και το διδακτικό τους
χαρακτήρα. Το σπουδαιότερο όμως υμνογραφικό του έργο είναι ο Μ. Κανόνας.
Τον έγραψε, όπως φαίνεται από διάφορες ενδείξεις, περί το τέλος της
ζωής του, κατά δε την μαρτυρία ενός συναξαρίου, στην Ερεσό, λίγο πριν
πεθάνει. Αν η πληροφορία αυτή είναι αληθινή, ο Μ. Κανόνας είναι το
κύκνειο άσμα του υμνογράφου μας.
Για
να καταλάβουμε την ποιητική του δομή πρέπει να κάνουμε μια μικρή
παρέκβαση. Το έργο αυτό ανήκει στο ποιητικό είδος των κανόνων, που κατά
πολλούς έχει την αρχή του σ’ αυτόν τον ίδιο τον Ανδρέα. Είναι δε οι
κανόνες ένα σύστημα τροπαρίων, που γράφονταν για ένα ορισμένο
λειτουργικό σκοπό: να διακοσμήσουν τη ψαλμωδία των 9 ωδών του Ψαλτηρίου,
που στιχολογούνταν στον όρθρο. Όλος ο κανόνας ψάλλεται σε ένα ήχο. Κάθε
όμως ωδή παρουσιάζει μια μικρή παραλλαγή στη ψαλμωδία κατά τρόπο, που
να διατηρείται μεν η μουσική ενότητα στον όλο κανόνα, αφού όλος ψάλλεται
στον ίδιο ήχο, αλλά και να σπάει και η μονοτονία με τις παραλλαγές στην
ψαλμωδία που παρουσιάζει κάθε μια ωδή.
Γιατί ονομάζεται «Μεγάλος»;
Ο
Μ. Κανόνας στην μορφή του έχει μια χαρακτηριστική ιδιορρυθμία. Η
ιδιορρυθμία του συνίσταται στο ότι συγκρινόμενος προς τους άλλους
ομοίους του κανόνες, είναι «μέγας». Μέγας στην απόλυτη του έννοια.
Μεγαλύτερος δεν μπορούσε να υπάρξει· και τούτο γιατί ο ποιητής θέλησε να
συνθέσει όχι τρία ή τέσσερα τροπάρια για την κάθε ωδή, όπως συνήθως
έχουν οι άλλοι κανόνες, αλλά πολύ περισσότερα: τόσα, όσα είναι και όλοι
οι στίχοι των ωδών, έτσι ώστε στον καθένα στίχο να αντιστοιχεί και να
παρεμβάλλεται κατά την ψαλμωδία από ένα τροπάριο. 250 είναι οι στίχοι
των ωδών, 250 και τα τροπάρια του Μ. Κανόνα, ενώ οι συνήθης κανόνες
έχουν γύρω στα 30. Σήμερα τα τροπάρια του Μ. Κανόνα είναι κατά 30
περίπου περισσότερα από τα αρχικά. Μεταγενέστεροι υμνογράφοι πρόσθεσαν
τροπάρια για την οσία Μαρία την Αιγυπτία και για τον ίδιο τον Ανδρέα.
Ποιο είναι το περιεχόμενο του Μ. Κανόνα;
Ο
Μ. Κανόνας παρουσιάζει το τραγικό γεγονός της πτώσεως του ανθρωπίνου
γένους που κατάστρεψε τη δυνατότητα της κοινωνίας του με τον Θεό. Στον
Μ. Κανόνα ο ποιητής θεωρεί και βιώνει το γεγονός της πτώσεως προσωπικά.
Με την καθημερινή αμαρτία του ταυτίζεται με τον πρωτόπλαστο Αδάμ του
οποίου γίνεται μιμητής. Η ψυχή του ακολουθεί τη πορεία της Εύας.
«Αλίμονο, ταλαίπωρη ψυχή! Γιατί μιμήθηκες την πρώτη Εύα; Κοίταξες πονηρά
και πληγώθηκες πικρά». Ο άγιος αναφέρεται στην ύπαρξη που κληρονομήσαμε
μετά τη πτώση που συνδέεται με τη φθορά και το θάνατο. Με τους
πρωτόπλαστους έχουμε οντολογική αλληλεγύη. Η συναίσθηση της
αμαρτωλότητας και η ομολογία της σφραγίζει ολόκληρο τον Μ. Κανόνα.
Είναι
ένα κύκνειο άσμα, ένας θρήνος προθανάτιος, ένας μακρύς θρηνητικός
μονόλογος, είναι ο Αδαμιαίος θρήνος. Ο ποιητής βρίσκεται στο τέλος της
ζωής του. Αισθάνεται ότι οι ημέρες του είναι πια λίγες, ο βίος του έχει
περάσει. Αναλογίζεται τον θάνατο και την κρίση του δίκαιου κριτή, που
τον αναμένει. Και έρχεται να κάνει μια αναδρομή, μια ανασκόπηση του
πνευματικού του κόσμου. Κάθεται να συζητήσει με τη ψυχή του. Ο
απολογισμός όμως δεν είναι ενθαρρυντικός. Ο βαρύς κλοιός της αμαρτίας
στον συμπνίγει. Η συνείδηση τον ελέγχει. Και ο ποιητής θρηνεί διαρκώς
για την άβυσσο των κακών τους πράξεων. Στον θρήνο αυτό συμπλέκεται η
αναδρομή στην Αγία Γραφή. Αυτό κυρίως δίνει την μεγάλη έκταση στο
ποίημα. Ο σύνδεσμος όμως του θρήνου με την Γραφή είναι πολύ φυσικός. Σαν
άνθρωπος του Θεού ο ποιητής, ανοίγει το βιβλίο του Θεού για να
αξιολογήσει τα πεπραγμένα του. Εξετάζει ένα προς ένα τα παραδείγματα του
ιερού βιβλίου. Στις οκτώ πρώτες ωδές παίρνει τα παραδείγματα του από τη
Παλαιά Διαθήκη. Στη εννάτη ωδή από την Καινή Διαθήκη. Το αποτέλεσμα της
συγκρίσεως είναι κάθε φορά τρομερό και αιτία νέων θρήνων. Έχει μιμηθεί
όλες τις κακές πράξεις όλων των ηρώων της ιεράς ιστορίας, όχι όμως και
τις καλές πράξεις των αγίων. Δεν του μένει παρά η μετάνοια, η συντριβή
και η καταφυγή στο έλεος του Θεού. Και εδώ ανοίγει η αισιόδοξη προοπτική
του ποιητή. Βρήκε την πόρτα του παραδείσου, την μετάνοια. Καρπούς
μετανοίας δεν έχει να παρουσιάσει· προσφέρει όμως στον Θεό τη
συντετριμμένη του καρδιά και την πνευματική του φτώχια. Τα βιβλικά
παραδείγματα του Δαυίδ,του προφήτη Ιερεμία, των βασιλέων Μανασσή και
Εζεκία από την Π. Δ και του Πέτρου, της Μάρθας και της Μαρίας, της
Χαναναίας, του τελώνη, της πόρνης και του ληστή τον ενθαρρύνουν. Πολλές
φορές επανέρχεται χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της μετάνοιας της πόρνης
και παρακαλεί τον Κύριο να δεχθεί τα δικά του δάκρυα όπως δέχθηκε και
τα δικά της και να του συγχωρήσει τις αμαρτίες του. Ο κριτής θα
ευσπλαχνισθεί και αυτόν, που αμάρτησε πιο πολύ από όλους τους ανθρώπους.
Ψάλλεται σε ήχο πλ. του β΄. Είναι ήχος γλυκός, κατανυκτικός και
εκφραστής του πένθους και της συντριβής.
Μέσα
στο πλαίσιο της κατανυκτικής περιόδου της Μ. Τεσσαρακοστής ο γεμάτος
κατάνυξη Μ.Κανόνας προσφέρει ένα συγκλονιστικό βίωμα. Μπαίνει στο στόμα
του πιστού σαν φωνή, σαν εγερτήριο, σαν αφυπνιστικός σεισμός. Σαν
αποστροφή στην κοιμωμένη και ραθυμούσα ψυχή του. Τούτο ανακαιφαλαιώνει
το θαυμαστό προοίμιο του Ρωμανού του Μελωδού που συμψάλλεται με τον Μ.
Κανόνα:
«Ψυχή μου, Ψυχή μου, ανάστα τι καθεύδεις;
Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι·
ανάνηψον ουν, ίνα φείσηται σου Χριστός ο Θεός,ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών».
Πηγή:
Ι. Μ. Φουντούλη, Λογική Λατρεία, Θεσ/κη, 1971 και Μητρ. Νέας Σμύρνης
Συμεών, Αδαμιαίος Θρήνος, Ο Μέγας Κανών Ανδρέου του Κρήτης, Εκδ. Αποστ.
Διακονίας – Εισαγωγή – Κείμενο – Μετάφραση – Σχόλια).