Monday, 1 April 2013

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία καί η άκτιστος Θεία Χάρις




Tην πέμπτη Κυριακή των Νηστειών, μνήμη της Οσίας μητρός ημών Μαρίας της Αιγυπτίας, που εκοιμήθη εν ειρήνη την πρώτην Απριλίου.

Ολόκληρη η Θεία Λειτουργία χριστιανοί μου, είναι μια δοξολογική προσφορά των πάντων, στον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, στον Θεόν Πατέρα και στο Άγιον Πνεύμα. Είναι όμως και μια συνεχής ευχαριστία για όλα τα αγαθά πού ακόμα και χωρίς να το γνωρίζουμε μας παρέχει η αγάπη Του. Ιδιαίτερα για την δυνατότητα που μας δίνει ο Θεός, μέσα από τα Πανάχραντα Μυστήρια, να ξαναγίνουμε και πάλι παιδιά του, να μπορούμε να μετέχουμε πλούσια στη Θεία Του Χάρη.

Έτσι και η Οσία Μαρία η Αιγυπτία κατάπληκτη από το μεγαλείο της μακροθυμίας, και της αγάπης του Θεού, δεν έπαψε ούτε για μια στιγμή να μην εκφράζει την ευγνωμοσύνη και ευχαριστία της προς την άπειρη ευσπλαχνία Του.
Σαράντα οκτώ ολόκληρα χρόνια σκληρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, και πνευματική λατρεία.
Μέσα στην έρημο, ηγωνίζετο σκληρά η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, και η έρημος πλημμύριζε από ζωή. Η άμμος γέμιζε από λουλούδια και η φοβερή (ζέστη) και ο άρρητος εκείνος καύσωνας μεταβάλλονταν σε ουράνια δροσιά.
Για φίλους και συντροφιά, είχε τα άγρια θηρία. Και τα πάντα γύρω της πλημμύριζαν από το φως της τρισηλίου Θεότητος. Γι’ αυτό και ζούσε μέσα το αρχαίον κάλλος των Πρωτοπλάστων, πριν από την πτώση τους.
Και έτι περισσότερον ζούσε στη φυσική εκείνη κατάσταση, που με τα μάτια της ψυχής της ανοικτά, μέσα από την πνευματική διαφάνεια του φωτισμένου νοός της, εβίωνε και ησθάνετο με την καρδιά της την ενέργειαν και τους ανασασμούς του Παναγίου Πνεύματος.
Έτσι ζούσε η Οσία Μαρία. Τα πάντα γύρω της και μέσα της ήταν Παράδεισος. Η αμαρτία όμως πολεμήθηκε σώμα με σώμα. Ιδιαίτερα στην πάλη με τους λογισμούς, μέσα στο νου. Και ειδικότερα τα πρώτα δεκαεπτά χρόνια, τα οποία ήσαν και τα σκληρότερα στην άσκησή της.
Εμείς όλοι άραγε οι σημερινοί Νεοέλληνες χριστιανοί πως ζούμε; Ακούμε τη φωνή της αρετής ή τη φωνή της αμαρτίας; Ακούμε την φωνή του Ευαγγελικού λόγου, ή τα συνθήματα του κόσμου του σημερινού της αμαρτίας;
Με την κάθε μας αμαρτία, με την κάθε μας δηλαδή άρνηση, στο να ακούσουμε, τη φωνή του Χριστού και της Εκκλησίας Του, που απευθύνεται στις καρδιές μας από τους αντιπροσώπους Του επί της γης, δηλαδή τους επισκόπους και πρεσβυτέρους, είναι σα να βρίζουμε τον εν Τριάδι Θεόν, να προσβάλλουμε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες και να υποτιμάμε ακόμα και τους ίδιους τους εαυτούς μας, επειδή είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν δική Του. Αν με πείσμα και με τη θέλησή μας παραβλέπουμε τις εντολές του Θεού, και ικανοποιούμε εγωιστικά τις επιθυμίες των διαφόρων παθών μας, τότε είμεθα άξιοι κολάσεως. Είμεθα άξιοι της μαύρης χάριτος. Όταν μας παρασέρνουν χριστιανοί μου τα διάφορα συνθήματα των ημερών μας, δαιμονοκρατούμεθα, και δεχόμεθα το σκοτάδι σαν φως και το φως σαν σκοτάδι.
Πρώτη έρχεται σε αξία η Εκκλησία και ύστερα η πολιτεία με τους νόμους της. Διότι πρώτα είμεθα πολίτες της Βασιλείας των ουρανών, και ύστερα πολίτες αυτής της γης. Η Αγία Γραφή που είναι η αδιάψευστος αλήθεια, μας βεβαιώνει ότι «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει».
Κάθε αμαρτία είναι όχι μόνον μια βρισιά στην ανθρώπινη φύση μας που πλάστηκε κατ’ εικόνα Θεού, αλλά και φανερή ανταρσία κατά του Αγίου Θεού. Η φυσική όμως κατάσταση του βαπτισμένου ανθρώπου, είναι να ζει σύμφωνα με το Πανάγιο Θέλημα του Θεού, διότι Αυτός τον έπλασε. Όπως εκφράζεται από τους Αποστόλους, τους διαδόχους των Αποστόλων, τους διαδόχους αυτών και τους διαδόχους αυτών, μέχρι και σήμερα που είμεθα εμείς οι ιερωμένοι, με γνώμονα πάντοτε το Ευαγγέλιο και τους ιερούς κανόνες, που πηγάζουν μέσα από το πηδάλιον της Εκκλησίας.
Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, πρότυπο μετανοίας μέσα στους αιώνες, προτίμησε να υποστεί αφάνταστες ταλαιπωρίες, κακουχίες και στερήσεις μέσα στην έρημο, παρά να βρεθεί ξανά δούλη στην φρικτή αμαρτία.
Γιατί είναι όντως η αμαρτία φρικτή και πηγή κάθε δυστυχίας για τον κάθε Ορθόδοξο χριστιανό που με αυτήν βρωμίζει τον Χριστό και την πίστη Του. Η αμαρτία είναι κρίσις με τον Θεόν. Είναι ανταρσία κατά του Θεού. Η αμαρτία λερώνει και κουρελιάζει τον χιτώνα του Αγίου Βαπτίσματος. Γι’ αυτό και απαιτείται η μετάνοια που αποκαθιστά τις σχέσεις μας με τον Θεόν, μας δικαιώνει μέσα από το έμπρακτο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως, και μας καθιστά πάλι παιδιά του, παιδιά της Βασιλείας των Ουρανών.
Η Εκκλησία μας αδελφοί μου, μέσα στην πατρίδα μας αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, ιδιαίτερα όμως σε μας, έχει ναούς, ναούς και ναούς και εξωκκλήσια και παρεκκλήσια σε κάθε γωνιά της γης μας. Έχει όμως αρχιερείς, έχει πρεσβυτέρους, έχει διακόνους, έχει τα πανάγια σωστικά μυστήρια, αλλά έχει και ιερούς κανόνας, όπως και την Ιεράν Παράδοσιν. Έχει το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, έχει Αγίους, έχει μάρτυρας, ιεράρχες και οσίους. Και όλως ιδιαιτέρως έχει το Αίμα του Ιησού Χριστού, το εκχυθέν υπέρ του κόσμου ζωής και σωτηρίας. Όποιος χριστιανός τα αρνείται όλα αυτά που είπαμε, είναι σαν να προδίδει τον Χριστόν, όπως ο Ιούδας.
Η Οσία όμως Μαρία δεν πρόδωσε το Βάπτισμά της. Αγωνίστηκε γενναία, υπέφερε απερίγραπτους πειρασμούς, και δυσκολίες, ακριβώς για να μην ολιγοψυχήσει, και γυρίσει πίσω στην αμαρτία, στον ίδιον ξέραμα. Γι’ αυτό πόνεσε, ίδρωσε, έλειωσε, μάτωσε και υπέφερε μέχρι εξαντλήσεως. Όχι για μια μέρα, όχι για μια βδομάδα για ένα μήνα, για ένα χρόνο, αλλά για σαράντα οχτώ ολόκληρα χρόνια. Τα έδωσε όλα, ακόμα και τη ζωή της, για να μην προδώσει τον Χριστόν, με κάποια αμαρτία έστω και μέσα στο μυαλό, με τη σκέψη και με τον λογισμό της. Έδωσε το αίμα της, και έλαβε την χάριν του Αγίου Πνεύματος. Το βεβαιώνουν και οι Πατέρες, «Δώσε αίμα και λάβε πνεύμα». Και αυτή η Θεία Χάρη που παίρνει ο κάθε χριστιανός με το Άγιον Βάπτισμα, είναι η ίδια που τον φρουρεί, που τον φωτίζει, που τον οδηγεί στη σωστή πίστη, στο ορθό δόγμα, στις ορθές πράξεις, στην άσκηση, στο αγγελικό πολίτευμα ή στον σώφρονα γάμο, στην ομολογία, ακόμα και στο μαρτύριο. Αυτή η Χάρις, είναι η άκτιστη Θεία Χάρις του εν Τριάδι Θεού. Αυτή η άκτιστη Χάρις είναι το φως εκείνο το γλυκύτατο, που καταυγάζει και φωτίζει ψυχές και σώματα ακόμα δε και αυτήν την άψυχον κτίσιν. Ιδιαιτέρως καταυγάζει τις ψυχές και τα σώματα, εκείνων εκ των αγωνιζομένων πιστών χριστιανών, που όχι μόνον αγαπούν και ποθούν ειλικρινά τη Βασιλεία των Ουρανών, αλλά είναι έτοιμοι να χύσουν και το αίμα τους για την αγάπη του Χριστού την Αγία.
Αυτή η Θεία Χάρις αδελφοί μου, είναι αναστάσιμη χαρά, που προσφέρει πνεύμα ζωής, και τροφή αθανασίας. Είναι δύναμις πνευματική, που με χαρά υπομένει θλίψεις, στεναχώριες, αρρώστιες, βάσανα, πρόωρους θανάτους και αναπηρίες και πειρασμούς της ζωής. Είναι φως στο δρόμο της ζωής μας. Είναι σιγουριά και ασφάλεια στις επιθέσεις της κακίας του κόσμου και στο φθόνο των δαιμόνων. Και όλα αυτά που είπαμε, δεν είναι κάποια έτσι ωραία λόγια, για να κάνουμε καλή εντύπωση και να πούμε «τι ωραία τα είπε ο παπάς», ή έτσι τα είπαμε για να περάσει η ώρα, και να πούμε ότι κάναμε ένα κήρυγμα δήθεν σπουδαίο, όχι. Όλα αυτά είναι πνευματικές εμπειρίες με θεία γνώση, που προσφέρει η Εκκλησία μας, μέσα από την κάθε Θεία Λειτουργία, όπως την προσέφερε και σήμερα, και θα την προσφέρει σε λίγο με την Θεία Κοινωνία. Έτσι αποφεύγοντες την αμαρτία, - πόσοι από μας την αποφεύγουμε –ζούμε από τώρα τον αρραβώνα της τελειότητος της Βασιλείας των Ουρανών. Γι’ αυτό άλλωστε ερχόμεθα στην Εκκλησία, για να λάβουμε την παντοδυναμία και τον φωτισμό της Θείας Χάριτος, ώστε αποτελεσματικά να αντιμετωπίσουμε το τριπλό κακό της ζωής. Τον κόσμο, τη σάρκα, το διάβολο. Και πολεμώντας ειδικά το διάβολο, πολεμούμε και όλους τους εχθρούς της πίστεως, με την μάχαιρα του πνεύματος ό εστί ρήμα Θεού, δηλαδή, ο φωτεινός και κοφτερός πνευματικός λόγος του Θεού.
Η Θεία Χάρις είναι ακόμα χριστιανοί μου, και ουράνια πνευματική αφή, διότι όπως κάποιος αισθάνεται τα ρούχα που φοράει επάνω του, και όλοι μας αισθανόμαστε τα ρούχα που φοράμε επάνω μας αυτή τη στιγμή και γω μαζί με τα ρούχα και τα ιερά άμφια, έτσι και ο χαριτωμένος χριστιανός αισθάνεται ντυμένος από το ένδυμα της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, και είναι όλος φως.
Σε κάποια ιδιαίτερη στιγμή πνευματικής προσευχής, και ειδικότερα της νοεράς καρδιακής προσευχής, ή και της θείας μεταλήψεως ύστερα από λίγο, αισθάνεται βιωματικά την ακατάληπτη αυτή ουράνια αφή, ως άλλο ένδυμα να τον καταλαμβάνει ολόκληρο. Είναι σαν να ενδύεται λαμπερά ενδύματα φωτός, σαν και αυτά που φορούσε η Οσία Μαρία η Αιγυπτία στην έρημο, τα τελευταία 30 χρόνια της ζωής της.
Αυτό το θείον άκτιστο φώς, η δόξα και η βασιλεία και η μεγαλοσύνη, του θεανθρωπίνου προσώπου, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που περιέλαμψε και τους τρείς μαθητάς, στο όρος Θαβώρ, τον Πέτρο τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, την ώρα της μεταμορφώσεως, είναι το ίδιο που συνοδεύει όπως προείπαμε την ασκητική ζωή της Οσίας Μαρίας, που φώτιζε το δρόμο της ερήμου και που της έδινε δύναμη και πίστη για να υπομένει αγόγγυστα τους πειρασμούς και τις θλίψεις, και προπαντός την ατέλειωτη μοναξιά μέσα στον αφόρητο καύσωνα της ερήμου.
Είναι το ίδιο άκτιστο φως, που την δρόσιζε την ημέρα και την θέρμαινε την νύχτα, όχι όμως χωρίς κόπο και δάκρυα.
Είναι το ίδιο που της έτρεφε το μαραμένο σώμα και της γλύκαινε τα διψασμένα χείλη της.
Είναι εκείνο το ίδιο που διαποτίζει και τα ιερά λείψανα και τα ενδύματα των αγίων, για προσέξτε το, γιατί όταν προσκυνάμε και ασπαζόμεθα τα Ιερά Λείψανα, μπορεί η ψυχή απ’ αυτά να έχει φύγει, έμεινε όμως η άκτιστος χάρις του Παναγίου Πνεύματος, και προσκυνούντες αυτά τα ιερά λείψανα, ή το ιερό σκήνωμα ενός αγίου, προσκυνούμε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και ευωδιάζουν.
Είναι το ίδιο φως, που και σε όλους εμάς που είμεθα γνήσια παιδιά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δίνει ζωή και δύναμη, κουράγιο και νόημα, νόημα της αληθινής εν Χριστώ ζωής στην ύπαρξή μας. Γιατί μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι χριστιανοί δεν καλούνται να γίνουν μόνον καλοί άνθρωποι, καλούς ανθρώπους έχουμε πολλούς, δόξα σοι ο Θεός, και πιστεύω ότι όλοι μας εδώ μέσα, είμαστε πολύ καλοί άνθρωποι. Αμ δέν χρειαζόμαστε καλούς ανθρώπους. Θέλουμε αγίους χριστιανούς, που να γίνουν θεοφόροι και πνευματοφόροι. Καλούνται δηλαδή να γίνουν συμμέτοχοι στο θεομένο Σώμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και συμμέτοχοι στο Σώμα της Εκκλησίας.
Και έτσι να τρέφονται απ’ την αστείρευτη πηγή του Θείου Λόγου, το Ιερόν Ευαγγέλιον, και να αναπνέουν το άκτιστο οξυγόνο της αιωνιότητος, τη Χάρη δηλαδή του Αγίου Πνεύματος, που μεταδίδεται ειδικότερα από το ιερό μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως, της Θείας Ευχαριστίας, της Θείας Μεταλαβιάς. Και όταν κοινωνούν τα παιδιά σας, κοινωνάτε και σεις. Είστε το ίδιο αίμα..
Για προσέξτε καλά τους λογισμούς, και τις σκέψεις σας εκείνη τη στιγμή. Ο ιερεύς στέκεται μπροστά στην Ωραία Πύλη, ή στο πλάι και μεταδίδει την Θεία Κοινωνία. Προσέξτε σας παρακαλώ. Πόσο πολύ εύκολα φεύγει η Χάρις του Παναγίου Πνεύματος απ’ το Άγιο Ποτήριο και μπορεί να εισέλθει στις ψυχές σας. Αρκεί να φωνάζετε το «ήμαρτον» και το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Η σημερινή εορταζομένη Αγία Μαρία η Αιγυπτία, καλεί όλους τους σημερινούς νεοέλληνες Ορθοδόξους χριστιανούς, και μας, εδώ που είμαστε σήμερα εκκλησιαζόμενοι στο ναό της Αγίας Βαρβάρας να την μιμηθούμε. Όχι βέβαια στην ασκητική ζωή της ερήμου, αλλά στην πνευματική ζωή, στον πνευματικό αγώνα κατά των παθών και των δαιμόνων, και ιδιαιτέρως να την μιμηθούμε στην μετάνοια. Διότι μόνον με την μετάνοια, θα γεμίσουμε από φως και Θεία Χάρη. Η μετάνοια αληθινή θα ανοίξει τον δρόμο της σωτηρίας.

Χριστιανοί μου, μετανοείτε, μετανοείτε,
ήγγικεν γαρ η Βασιλεία των Ουρανών.
Χριστιανοί μου, ο Κύριος εγγύς,
Αμήν.

Απομαγνητοφωνημένα (και ηχητικά) κηρύγματα του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου

Άγ.Νικόδημος ο Αγιορείτης-Πῶς πρέπει νὰ ἐτοιμαζώμαστε γιὰ τὴν κοινωνία, γιὰ νὰ παρακινηθοῦμε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.



Γιὰ νὰ παρακινηθῇς μὲ τὸ ἐπουράνιο αὐτὸ μυστήριο στὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, θὰ σκεφθῇς μὲ τὸ λογισμό σου τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει πρὸς ἐσένα ὁ Θεός, σκεπτόμενος ἀπὸ τὸ προηγούμενο βράδυ ὅτι ἐκεῖνος ὁ Μεγάλος καὶ Παντοκράτορας Θεὸς δὲν ἀρκέσθηκε μόνο στὸ ὅτι σὲ ἔπλασε κατ᾿ εἰκόνα καὶ καθ᾿ ὁμοίωσι καὶ ὅτι ἔστειλε στὴ γῆ τὸν Μονογενῆ του Υἱὸ νὰ περπατήσῃ τριάντα τρία χρόνια, γιὰ νὰ σὲ ζητήσῃ καὶ γιὰ νὰ ὑποφέρῃ σκληρότατα πάθη καὶ τὸν βασανιστικὸ θάνατο τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ σὲ ἐξαγοράση ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ ἀκόμη θέλησε νὰ σοῦ τὸν ἀφήσῃ γιὰ τὴν ἀνάγκη καὶ γιὰ τὴν τροφή σου σὲ αὐτὸ τὸ θειότατο Μυστήριο. Σκέψου καλά, παιδί μου, τὰ ἀκατανόητα μεγαλεῖα αὐτῆς τῆς ἀγάπης, ποὺ τὴν κάνουν σὲ ὅλα της τὰ μέρη πάρα πολὺ τέλεια καὶ ὑπέροχη.

Α´) Διότι ἂν σκεφθοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγάπησε αἰώνια καὶ ἄναρχα, καὶ ὅσο εἶναι αὐτὸς αἰώνιος κατὰ τὴν Θεότητά του, ἄλλο τόσο αἰώνια εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη του, μὲ τὴν ὁποία πρὸ πάντων τῶν αἰώνων ἀποφάσισε νὰ μᾶς δώσῃ τὸν Υἱό του μὲ αὐτὸν τὸν θαυμάσιο τρόπο! Γι᾿ αὐτό, εὐφραινόμενος ἐσωτερικά, μπορεῖς νὰ πῇς τὰ ἑξῆς μὲ πνευματικὴ χαρά: Λοιπὸν σὲ ἐκείνη τὴν ἄβυσσο τῆς αἰωνιότητας ἦταν ἡ μικρότητά μου, τόσο ψηφισμένη (ὑπολογισμένη) καὶ ἀγαπημένη ἀπὸ τὸν ἀπόλυτο Θεό, σὲ τέτοιο τρόπο ποὺ αὐτὸς σκεπτόταν γιὰ μένα καὶ ἐπιθυμοῦσε μὲ θέλησι τῆς ἀνεκδιήγητης ἀγάπης του νὰ μοῦ δώσῃ γιὰ βρῶσι τὸν Μονογενῆ του Υἱό;

Β´) Ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες τοῦ κόσμου, ὅσο μεγάλες κι ἂν εἶναι, ἔχουν κάποιο μέτρο καὶ ὅριο καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐπεκταθοῦν περισσότερο. Ἀλλὰ μόνον αὐτὴ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι χωρὶς μέτρο.
Καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλοντας ὁ Θεὸς νὰ θεραπευθῆ ἐντελῶς, ἔδωσε τὸν Υἱό του, ἴσο στὴν μεγαλειότητα καὶ ἀπειρία μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μιᾶς καὶ τῆς ἴδιας οὐσίας καὶ φύσεως. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν τόση μεγάλη εἶναι ἡ ἀγάπη του, ὅσο εἶναι καὶ τὸ χάρισμα, καὶ ἀντίστροφα τόσο εἶναι τὸ χάρισμα, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἀγάπη. Καὶ τὸ ἕνα καὶ τὸ ἄλλο εἶναι τόσο μεγάλα, ὥστε μεγαλύτερο μέγεθος δὲν μπορεῖ νὰ φαντασθῇ κανένας κτιστὸς νοῦς.

«Εκ πίστεως εις πίστιν»


Ως χριστιανοί πιστεύουμε σε έναν προσωπικό και ζώντα Θεό και όχι σε κάποιου είδους μακρινό και εγωκεντρικό Θεό, βυθισμένο στη φίλαυτη ενατένιση του εαυτού του και ανίκανο να εισέλθει σε κοινωνία με τα κτιστά όντα. Για μας η απόδειξη της υπάρξεως του Θεού είναι η ενέργειά Του, η χάρη Του, με την οποία μετέχουμε στη ζωή Του. Ακόμη και όταν ο άνθρωπος είναι γεμάτος αμφιβολίες, το άγγιγμα της θείας χάριτος στην καρδιά του διασκορπίζει όλα τα νέφη και ενεργοποιεί μέσα του τη θεία ζωή. Η ζωή αυτή δεν είναι εκ του κόσμου τούτου, και κανένας ανθρώπινος συλλογισμός δεν μπορεί να της αντιταχθεί. Η πρώτη πίστη του ανθρώπου στρέφει την ύπαρξή του προς τον Θεό, ενσταλάζει μέσα του τον φόβο του Θεού και αιχμαλωτίζει την καρδιά.
Πράγματι, αυτός ακριβώς ο φόβος του Θεού βοηθεί την καρδιά μας να αναδυθεί. Η Γραφή αναφέρεται στη «βαθεία καρδία» (Ψαλμ. 62,7) του ανθρώπου, στην οποία απευθύνεται η επισκοπή του Θεού από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωί (Ιώβ 7,18). Όταν ο Ιώβ ρωτά: «τί εστιν άνθρωπος, ότι εμεγάλυνας αυτόν;» (Ιώβ 7,17), η Αγία Γραφή δίνει την ακόλουθη χαρακτηριστική απάντηση: ο άνθρωπος είναι «κατεντευκτής Θεού» (Ιώβ 7,20). Δηλαδή ο άνθρωπος εκείνος, του οποίου η καρδιά έχει γίνει στόχος του Θεού, παρίσταται ενώπιόν Του και συνομιλεί μαζί Του επί ίσοις όροις, μεσιτεύοντας για τη σωτηρία όλου του κόσμου, γιατί ο Θεός του απένειμε την τιμή αυτή. Ο Θεός ποθεί αυτή την ισότητα επικοινωνίας με τον άνθρωπο· δεν τον θεωρεί ως ένα κτίσμα που απλώς το έφερε στο είναι, αλλά ως «εικόνα» Του, ως κάποιον ίσο με Αυτόν με τον οποίο μπορεί να συνδιαλέγεται.
Σε όλη τη Γραφή βρίσκουμε αναρίθμητα περιστατικά, όπου ο Θεός απευθύνεται στον άνθρωπο ως προς ίσο Του: «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10,32-33). Αν με τη χάρη του Πνεύματός Του εισέλθουμε σε προσωπική σχέση μαζί Του, τότε Τον ομολογούμε, όχι τόσο με λόγια, όσο με την αίσθηση της παρουσίας Του μέσα μας. Γιατί τότε Εκείνος εισδύει στην καρδιά μας και εκεί μαρτυρεί τη σωτηρία μας με τη χάρη Του. Ο άγιος Σιλουανός επιβεβαιώνει την παράδοξη αυτή αλήθεια, όταν λέει ότι το Πνεύμα μαρτυρεί στην καρδιά μας για τη σωτηρία μας .
Ένας άλλος τρόπος, όπου γίνεται φανερό ότι ο Θεός μας ομιλεί επί ίσοις όροις, είναι ο λόγος Του: «Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος» (Ματθ. 6,14). Η ισότητα αυτή επιβεβαιώνεται περαιτέρω στην Κυριακή Προσευχή: «Άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» (Ματθ. 6,12). Εκ πρώτης όψεως η άρνηση της συγχωρήσεως Του φαίνεται ίσως αυστηρή. Αν όμως λάβουμε υπ’ όψιν ότι Αυτός είναι ο Δημιουργός και εμείς απλώς τα πλάσματά Του, τότε διαπιστώνουμε ότι οι όροι των λόγων Του είναι οι πλέον άνισοι: ο Θεός είναι απίστευτα οικτίρμων στην κρίση Του!
Ο Θεός στην επιθυμία Του να καταστήσει τον άνθρωπο αληθινά ίσο με Αυτόν, ομοίωσή Του, κατευθύνει προς αυτόν την «επισκοπή» Του και αναζητεί τη βαθεία καρδία του. Ποθεί να αποκτήσει η καρδιά του ανθρώπου «νοερά και θεία αίσθηση» (Παροιμ. 15,14), δηλαδή όχι απλώς τη λειτουργία της σκέψεως, αλλά ακριβώς αυτή τη μορφή εσωτερικής ζωής που ανυψώνει την ύπαρξή του πάνω από εκείνη των ζώων. Ο ορθός λόγος μας διαφοροποιεί από αυτά. Αν όμως υπηρετεί μόνο τη φυσική μας ευζωΐα, τότε ελάχιστα υπερβαίνουμε το επίπεδο των αυτοσυντηρούμενων ζώων. Αν επιπλέον η εσωτερική μας ζωή εκδαπανάται στις μέριμνες του κόσμου αυτού, θα καταλήξει σίγουρα στο μνήμα μαζί με το σώμα μας. Όπως όμως προαναφέραμε, η θεία κλήση μας είναι πολύ ανώτερη. Ο Θεός επιθυμεί να επισκεφθεί τη βαθειά καρδιά του ανθρώπου με τη ζωηφόρο, νοερή και θεία αίσθηση της παρουσίας Του. Όταν ο άνθρωπος αποκτήσει συναίσθηση του θησαυρού αυτού στην καρδιά του, τον επισκιάζει ο φόβος του Θεού.
Μόλις η καρδιά μας αιχμαλωτισθεί από το ιερό αυτό δέος και αρχίσουμε να αισθανόμαστε τη ζωοποιό ενέργεια του Θεού, εισερχόμαστε σε προσωπική κοινωνία με τον προσωπικό Θεό· Εκείνον που αποκάλυψε τον Εαυτό Του, τον Θεό-Πατέρα, τον Θεό-Υιό και τον Θεό-Άγιο Πνεύμα. Η σχέση αυτή συνιστά γεγονός που υπερβαίνει κάθε ανθρώπινη διάνοια. Κάποιοι αλλόθρησκοι αντιτείνουν: «Δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον Χριστιανισμό. Πώς μπορεί να υποστηρίζει ότι ο Θεός είναι συγχρόνως Τρεις και Ένας; Η δική μας θρησκεία είναι λογικότερη, γιατί πρεσβεύει ότι ο Θεός είναι ένας, παντοδύναμος, έχει αυτό το χαρακτηριστικό, αυτό το ιδίωμα κλπ.». Αποδίδοντας όμως οι αλλόθρησκοι στον Χριστιανισμό το στοιχείο του υπέρλογου, απλώς επιβεβαιώνουν τον χαρακτήρα της θείας Αποκαλύψεως, που φέρει η πίστη μας, και συνεπώς την αλήθειά της. Η αποκεκαλυμμένη αλήθεια δεν υπόκειται στην ανθρώπινη λογική, αλλά την υπερβαίνει. Εμπιστεύονται έναν ορισμό της πίστεως, που αποτελεί προϊόν του ανθρώπινου ορθολογισμού. Με την επιμονή στη λογική της πίστεώς τους τελικά την απαξιώνουν, καταδεικνύοντας την απουσία από αυτήν του αληθινού χαρακτήρα της αποκαλύψεως, η οποία ξεπερνά κατά πολύ την ανθρώπινη αντίληψη.
Εισερχόμενοι σε κοινωνία με τον προσωπικό Θεό, με εμπιστοσύνη σε Αυτόν, που η ουσία και η φύση Του είναι απρόσιτες, ασύλληπτες και αψηλάφητες, Τον υποχρεώνουμε με την πίστη μας να μας επισκεφθεί με την άφθαρτη χάρη Του. Με την άκτιστη ενέργειά Του, που απορρέει από το Ίδιο το Είναι Του, θα γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στην προαιώνια και άκτιστη ουσία Του και το περιορισμένο, πλην όμως λογικό, πλάσμα Του.
Ο Θεός αναζητεί ακατάπαυστα την καρδιά του ανθρώπου. Αυτός όμως με την εσφαλμένη χρήση της ελευθερίας του υποδουλώνεται σε πολλές προσκολλήσεις. Έτσι παρεμποδίζει την είσοδο της θείας χάριτος στην καρδιά του και την παραμονή της εκεί. Εντούτοις τα αμαρτήματα μας είναι ως μηδαμινά μπροστά στην ευσπλαχνία του Θεού. Στα μάτια Του φαίνονται σαν επιφανειακή σκόνη που εξαφανίζεται με ένα απλό φύσημα. Μόλις ο φόβος του Θεού κυριεύσει την καρδιά μας, αντιλαμβανόμαστε πόσο ανήμποροι είμαστε να καλλιεργήσουμε αληθινή σχέση με τον Θεό και διαπιστώνουμε ότι μόνο η χάρη Του μας καθιστά ικανούς γι’ αυτό.
Έτσι ο άνθρωπος εισέρχεται σε μια απίστευτα δημιουργική περιπέτεια με τον Θεό. Τώρα κατανοεί ότι αυτός είναι ο μοναδικός σκοπός για τον οποίο δημιουργήθηκε· ότι αυτό υπήρξε το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για το ανθρώπινο γένος και ότι ο αληθινός και τελικός προορισμός του είναι η ένωσή του με τον Θεό. Αλλά η σχέση αυτή με τον Θεό τον υποχρεώνει να διακινδυνεύσει την παραίτησή του από όλα. Αντιλαμβάνεται ότι η παρούσα κατάστασή του με τις ποικίλες προσκολλήσεις του αποτελεί εμπόδιο για τη διάβασή του στην απέναντι όχθη του ποταμού. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί ακόμη να ενωθεί με τον Θεό, καθώς «ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν Αυτού παν κοινόν» (Αποκ. 21,27). Κατανοεί ότι, αν θέλει να σωθεί, πρέπει να αναλάβει το έργο του εξαγιασμού του, «ού χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον» (Εβρ. 12,14). Για την επίτευξη του σκοπού αυτού επενδύει ολόκληρο το τάλαντο της επίγειας αυτής ζωής που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, χωρίς να παρακρατήσει τίποτα, έτσι ώστε να το πολλαπλασιάσει επί τριάντα, εξήντα ή εκατό (Μάρκ. 4,8, 20).
Τότε ακριβώς ο άνθρωπος εισάγεται στη γνώση του δεύτερου είδους πίστεως, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως «ελπίδα παρ’ ελπίδα». Όταν, ανθρωπίνως μιλώντας, εκλείψει μέσα του κάθε ελπίδα σωτηρίας, ο άνθρωπος κρεμά τα πάντα στο έλεος του Θεού και εναποθέτει όλη την εμπιστοσύνη του σε Αυτόν, τον μόνο ικανό να ανιστά και τους νεκρούς (Ρωμ. 4,17). Για παράδειγμα, ο απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός επέτρεψε να εγγίσει στο κατώφλι του θανάτου, «για να μην έχει την πεποίθηση στον εαυτό του, αλλά στον Θεό που ζωοποιεί ακόμη και τους νεκρούς» (Β’ Κορ. 1,9).
Όταν ο άνθρωπος διακατέχεται από αυτή την πίστη που είναι τόσο ευάρεστη στον Θεό, μπορεί να προοδεύσει πολύ. Ο Θεός ανταποκρίνεται, και η σχέση του ανθρώπου μαζί Του εντείνεται. Μερικοί ψαλμοί και ευχές, για παράδειγμα στην Ακολουθία του Μεσονυκτικού, περιλαμβάνουν την ικεσία: «Σος ειμι εγώ, σώσον με» (Ψαλμ. 118,94). Αλλά ανάξιοι όντες να εκφέρουμε τον λόγο αυτό: «είμαι δικός Σου, σώσε με», οφείλουμε πρώτα να αποδείξουμε στον Θεό ότι είμαστε δικοί Του, ενεργώντας σύμφωνα με τον χαρισματικό αυτό τύπο πίστεως.
Η πίστη αυτή συνδέεται με τη χαρισματική απόγνωση , που είναι ικανή να μας οδηγήσει αληθινά να διακινδυνεύσουμε τα πάντα για να ευαρεστήσουμε τον Θεό. Τέτοια απόγνωση είναι η μόνη αυθεντική οδός προς την παρ’ ελπίδα ελπίδα σε Αυτόν μόνο.
Συναντούμε πολλά παραδείγματα αυτού του είδους της πίστεως στις Γραφές. Εντυπωσιακή είναι η περίπτωση του Αβραάμ, για τον οποίο γράφεται ότι πίστεψε στον Θεό που ζωοποιεί τους νεκρούς και καλεί τα μη όντα ως όντα (Ρωμ. 4,17) με τέτοια πίστη, που τον κατέστησε στη συνέχεια ικανό να πιστέψει «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι» (Ρωμ. 4,18). Έχει μεγάλη σημασία για μας να διεισδύσουμε στην πίστη του, αφού είναι ο πατέρας όλων εκείνων που πίστεψαν μετά από αυτόν. Πρωτίστως ο Αβραάμ πίστεψε στον Θεό ως τον ζώντα Θεό, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα φέρει τα πάντα από το μη όν στο είναι και ζωοποιεί τους νεκρούς. Επιπλέον, στην εποχή του, η ανθρώπινη λογική έβλεπε μόνο την απόλυτη απελπισία, γεγονός που υπογραμμίζει την αυθεντικότητα της ελπίδας του Αβραάμ. Ήταν θεμελιωμένη σε ολοκάρδια πίστη που δεν ήταν απλώς διανοητική αποδοχή του μυστηρίου της θείας δυνάμεως. Γι’ αυτό του ενέπνευσε τέτοια εσωτερική πεποίθηση, που τον ενδυνάμωσε να παραδώσει όλη την ύπαρξή του στον λόγο του Θεού και να εγκαταλείψει όλη τη ζωή του στο θέλημά Του.
Η εξαιρετική αυτή πίστη δικαίωσε τον Αβραάμ ενώπιον του Θεού και τον κατέστησε πατέρα όλων των πιστών. Όταν ο Θεός τον πρόσταξε: «Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου και ακολούθει μοι», ο Αβραάμ δεν ρώτησε πού επρόκειτο να πάει. Ο Θεός του είπε: «Δεύρο εις την γην, ήν αν σοι δείξω» (Γέν. 12,1), χωρίς να του υποδείξει τη χώρα. Ο Αβραάμ έχοντας αγαπήσει τον Θεό με όλη την καρδιά του, χωρίς να υποβάλει καμία ερώτηση αλλά με απόλυτη υπακοή και τέλεια πίστη, Τον ακολούθησε με εμπιστοσύνη σε κάθε Του λόγο. Τότε Εκείνος του υποσχέθηκε ότι θα αποκτήσει απογόνους, παρά το προχωρημένο του γήρατός του. Πάλι, αψηφώντας την ηλικία του, πίστεψε ακλόνητα ότι ο Θεός που εγείρει τους νεκρούς θα μπορούσε να είναι και ο Δοτήρ της ζωής ανεξάρτητα από τις περιστάσεις. Έτσι τόσο πολύ ευαρέστησε στον Θεό, ώστε θεωρήθηκε άξιος να λάβει φοβερές υποσχέσεις από Αυτόν, όπως η ευλογία όλων των εθνών της γης μέσω του σπέρματός του (Γέν. 17,4-8). Αρχή της εκπληρώσεως της διαθήκης αυτής αποτέλεσε και η σύλληψη του υιού του Ισαάκ. Η Γραφή λέει στη συνέχεια πως ο Αβραάμ αγάπησε τον Ισαάκ (Γέν. 22,2), ώστε να μας προετοιμάσει για την παράδοξη παρέμβαση του Θεού που ακολουθεί παρακάτω, όταν ο Θεός τον προστάζει: «Λάβε τον Ισαάκ, πορεύθητι εφ’ έν των ορέων και ανένεγκον αυτόν εκεί εις ολοκάρπωσιν». Δηλαδή: «Θυσίασε τον υιό σου που είναι η θαυμαστή υπόσχεσή μου σε εσένα, τον υιό του θαύματος, με τον οποίο η Σάρρα λύθηκε από τα δεσμά της στειρότητάς της!» Εδώ κρύβεται μεγάλο μυστήριο. Ο Αβραάμ, πλήρως αφοσιωμένος στον Θεό, απολάμβανε όλη την εύνοιά Του. Όταν όμως απέκτησε τον υιό, κατά την υπόσχεση που του δόθηκε, η καρδιά του προσκολλήθηκε σε αυτόν και ως εκ τούτου μοιράσθηκε. Για να ελευθερώσει την καρδιά του, ο Θεός τον υπέβαλε σε φοβερή δοκιμασία, ζητώντας από αυτόν να θυσιάσει τον αγαπημένο υιό του. Ο Αβραάμ υπάκουσε χωρίς δισταγμό. Όταν ο Θεός είδε ότι η καρδιά του είχε αποκατασταθεί στην πρώτη αγάπη της προς Αυτόν μέσα από την υπακοή και την ετοιμότητά του να προσφέρει θυσία τον υιό του, απέδωσε τον Ισαάκ πίσω σε αυτόν, που είχε αναθέσει όλη την εμπιστοσύνη του στον Θεό.
Ο δεύτερος αυτός βαθμός πίστεως συνέχει τη συνειδητή καρδιά του ανθρώπου, που ζωοποιήθηκε ήδη από το πρώτο στάδιο. Ο άνθρωπος έχει παραδώσει τώρα τον εαυτό του στα χέρια του ζώντος Θεού. Δεν οδηγείται πια προς κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση, αλλά, όπως ο Αβραάμ, αρχίζει να δορυφορείται γύρω από τον Ήλιο της δικαιοσύνης, εναποθέτοντας όλη την εμπιστοσύνη του στον Θεό που εγείρει τους νεκρούς. Τέτοια πίστη επιτρέπει στον άνθρωπο να παραμένει στην παρουσία του Θεού, αφού έχει επιστηρίξει την ελπίδα του στην παντοκρατορική ισχύ και στον λόγο Του.
Κάθε άνθρωπος ωστόσο που έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του στον Θεό με πνεύμα πίστεως θα δοκιμασθεί διαφορετικά, κάποτε μάλιστα σκληρά. Ορισμένοι ενδέχεται να απειληθούν ακόμη και με θάνατο. Αλλά αν τη στιγμή της δοκιμασίας μείνουν ακλόνητοι αποδίδοντας δόξα και ευχαριστία στον Θεό, τότε η πίστη τους, όπως αυτή του Αβραάμ, υπερβαίνοντας όχι μόνο τον κόσμο αλλά τον ίδιο τον θάνατο, θα αναδειχθεί πιο ισχυρή από αυτόν. Γι’ αυτό τον λόγο είναι τόσο σημαντική η κατανόηση της πίστεως ως «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι», ώστε αν αξιωθούν μιας τέτοιας ευκαιρίας, με σωστή αντιμετώπιση να κερδίσουν τον Χριστό και όλη την αιωνιότητα. Πράγματι, οποιοσδήποτε παραδοθεί ολόψυχα στο Πνεύμα του Θεού, θα οδηγηθεί από τον Θεό μέσα από τη στενή οδό. Θα απεκδυθεί τον παλαιό του άνθρωπο, για να μπορέσει να εισέλθει καθαρός στη Βασιλεία Του: «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματθ. 5,8).
Έχει λεχθεί ότι «ο Θεός φως εστι» (Α’ Ιωάν. 1,5), και όταν Τον δούμε, θα γίνουμε κι εμείς φως όπως Εκείνος (Α’ Ιωάν. 3,2). Αλλά χρειάζεται προηγουμένως να καθαρθούμε, για να γίνουμε άξιοι της μακαρίας οράσεως του αληθινού Θεού. Αυτός εποπτεύει σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ιδιαίτερα στρέφει την προσοχή Του σε όσους επιδεικνύουν προθυμία και ετοιμότητα να παραδώσουν τον εαυτό τους στα χέρια Του. Επιποθεί να περιποιείται τον καθένα μας ξεχωριστά, όπως έκανε με τον Αβραάμ και όλους τους εκλεκτούς Του. Πράγματι, ολόκληρη η Γραφή, που είναι η ιστορία των σχέσεων του Θεού με τον άνθρωπο, οφείλει να ανακεφαλαιωθεί στη ζωή κάθε προσώπου χωριστά. Όταν ο Θεός δει ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζει με σοβαρότητα το θέμα της σωτηρίας του, θέτει ένα εμπόδιο ενώπιον του, για να τον δοκιμάσει και να ενισχύσει την προθυμία και αποφασιστικότητα του. Τον εξετάζει και τον παιδεύει, όπως θα έκανε ένας πατέρας με τον αγαπημένο υιό του (Εβρ. 12,6-11). Διερχόμενος ο άνθρωπος τη δοκιμασία αυτή της πίστεώς του, διδάσκεται πώς να υπερπηδήσει το πρώτο αυτό πρόσκομμα. Τότε ο Θεός τοποθετεί μεγαλύτερα εμπόδια ενώπιόν του, ώστε να τον εκπαιδεύσει σε ακόμη υψηλότερα άλματα πίστεως προς Αυτόν. Με τον τρόπο αυτό ο Θεός τιμά τον άνθρωπο, απονέμοντάς του το προνόμια να επιδείξει, όπως ο Ιώβ, το είδος της πίστεως που θα τον καταστήσει κληρονόμο όλων των αγαθών του Παραδείσου Του. «Πάντα τα εμά σα εστιν», λέει ο πατέρας στον μεγαλύτερο αδελφό του ασώτου υιού (Λουκ. 15,31). Γι’ αυτό είναι μακάριος εκείνος που εγκαρτερεί σε καιρό δοκιμασίας και παραμένει ακλόνητος από τον πειρασμό, ακόμη και από την απειλή του θανάτου.
«Παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι» είναι ο ακριβής ορισμός της πίστεως εκείνης, με την οποία υπερπηδώνται και τα ανυπέρβλητα ακόμη εμπόδια. Αυτή η πίστη συγκεντρώνει όλες τις σκέψεις μας και τις δυνάμεις της καρδιάς μας σε ένα μοναδικό σημείο και με έναν σκοπό. Αυτό εφαρμόζεται επίσης στην τελειότητα της πνευματικής ζωής, όπου αγωνιζόμαστε να ενώσουμε τον νου με την καρδιά. Συσπειρώνουμε όλη την ύπαρξή μας στην καρδιά, ώστε να μπορούμε να προσευχόμαστε με μία μόνο σκέψη, σύμφωνα με τη διδασκαλία της ησυχαστικής μας παραδόσεως. Έτσι αποφασίζουμε να παλέψουμε ακόμη και μέχρι θανάτου, με τη βοήθεια του Θεού, για να υπερπηδήσουμε κάθε δυσκολία. Και πρέπει να το κάνουμε, γιατί από την υπέρβαση αυτή εξαρτάται η σωτηρία μας. Στο σημείο αυτό η καρδιά του ανθρώπου γίνεται ένας σφιχτός κόμπος, όπου έχει συγκεντρωθεί όλη του η ύπαρξη, και ο ίδιος ο άνθρωπος κρεμά τα πάντα στο έλεος του Θεού. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουμε να πιστεύουμε, όπως είπε ο απόστολος Παύλος για τον Αβραάμ, «παρ’ ελπίδα επ’ ελπίδι». Πιστεύουμε ότι ο Θεός «δύναται ημάς εγείραι τέκνα τω Αβραάμ» (Ματθ. 3,9), και ότι «παρά τω Θεώ πάντα δυνατά εστι» (Ματθ. 19,26). Βαθμηδόν γινόμαστε έτοιμοι να προβούμε ακόμη και στο φοβερό εκείνο άλμα της πίστεως που υπερνικά τον θάνατο.
Η χαρισματική πίστη, όπως αυτή του Αβραάμ, μας διαβιβάζει από την όχθη της κτιστής πραγματικότητας στην όχθη της άκτιστης, γεφυρώνοντας το χάσμα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Και όταν ο άνθρωπος επιδείξει τέτοια πίστη, θα βρει τον ασφαλή λιμένα της αγάπης, γιατί ο Θεός είναι αγάπη. Η πρόσκαιρη ζωή του θα ενωθεί με την αθάνατη και αιώνια θεία ζωή, γεγονός που συνιστά το μεγαλειωδέστερο θαύμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Θεός εκτιμά την ανθρώπινη ζωή ως άξια για την ένωση με τη δική Του ζωή, με το δικό Του Είναι, με τη βοήθεια της χάριτος.
Η εκπλήρωση του δεύτερου αυτού βαθμού της πίστεως προϋποθέτει μεγάλη προσπάθεια που απαιτεί να ενθυμούμαστε την πρώτη μας αγάπη προς τον Θεό, να παραμένουμε προσηλωμένοι στην αγάπη αυτή με σταθερότητα, πιστότητα και εμπιστοσύνη. Στο βιβλίο της Αποκαλύψεως διαβάζουμε: «Και υπομονήν έχεις, και εβάστασας διά το όνομά Μου, και ου κεκοπίακας. Αλλά έχω κατά σου, ότι την αγάπην σου την πρώτην αφήκας. Μνημόνευε ούν πόθεν πέπτωκας, και μετανόησον και τα πρώτα έργα ποίησον» (Αποκ. 2,3-5). Την ημέρα της Κρίσεως, όταν ο Κύριος μας θέσει ενώπιόν Του, μερικοί με τόλμη θα πουν: «Κύριε, Κύριε, ου τω Σω ονόματι προεφητεύσαμεν, και τω Σω ονόματι δαιμόνια εξεβάλομεν, και τω Σω ονόματι δυνάμεις εποιήσαμεν;» (Ματθ. 7,22) και «εφάγομεν ενώπιον Σου και επίομεν, και εν ταις πλατείαις ημών εδίδαξας;» Και ο Κύριος θα αποκριθεί: «Λέγω υμίν, ουκ οίδα υμάς πόθεν εστέ· απόστητε απ’ εμού πάντες οι εργάται της αδικίας» (Λουκ. 13,26-27). Πώς είναι δυνατόν οι άνθρωποι να θαυματουργούν στο Όνομά Του και όμως ο Κύριος να μην τους αναγνωρίζει; Όλοι μας, είτε για μερικά χρόνια προς το τέλος της ζωής μας είτε για μία μόνο ημέρα ή ακόμη και για μία στιγμή, θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αρκετή δύναμη και να πιστέψουμε στον Θεό με όλη μας την καρδιά. Έχοντας το πνεύμα αυτό της πίστεως θα ήταν δυνατόν να αισθανθούμε την παντοδυναμία του Θεού και με τη βοήθειά της να επιτελέσουμε ακόμη και θαύμα. Ο Θεός όμως δεν αποδίδει αρκετή σημασία σε αυτό, γιατί περιμένει από εμάς σπουδαιότερα πράγματα. Αν επιθυμούμε να είμαστε δίκαιοι και ευάρεστοι ενώπιόν Του –εφόσον, όπως λέει ο Απόστολος, «ο δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται» (Ρωμ. 1,17· Γαλ. 3,11· Εβρ. 10,38)–, τότε η πίστη μας οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή δναμική αύξηση, ώστε να αναγόμαστε «εκ πίστεως εις πίστιν» (Ρωμ. 1,17).
Με άλλα λόγια, οι δίκαιοι θα στέκονται «καλώς» στον δεύτερο αυτό βαθμό της χαρισματικής πίστεως. Θα στηρίζουν το καθετί στο έλεος του Θεού, διακινδυνεύοντας τα πάντα για χάρη Του, προκειμένου να κερδίσουν τα πάντα και να βλέπουν ακατάπαυστα το θείο θαύμα στη ζωή τους. Θα πολιτεύονται αταλάντευτοι με το είδος αυτό της πίστεως έως τέλους. Ο Απόστολος όμως μας προειδοποιεί: «Εάν [ο δίκαιος] υποστείληται, ουκ ευδοκεί η ψυχή μου εν αυτώ» (Εβρ. 10,38). «Υποστέλλω» σημαίνει ενδίδω στη νωθρότητα και την υπερηφάνεια, παραδίδομαι σε αμελή τρόπο ζωής, ελαττώνομαι ως προς την πνευματική ανδρεία. Αντιθέτως, η οδός της πίστεως είναι οδός δυναμικής αυξήσεως στην εν Θεώ ζωή (Α’ Κορ. 3,7· Κολ. 2,19), που μας οδηγεί από πίστη σε πίστη.
Ο πιο βαθύς πόθος του καθενός μας είναι να διατηρούμε ζωντανή τη σχέση μας με τον Θεό και να απολαμβάνουμε τα Τίμια Δώρα Του. Ακόμη και το ελάχιστο άγγιγμα της θείας χάριτος στην καρδιά μας είναι «κρείσσον υπέρ ζωάς» (Ψαλμ. 62,4), όπως βεβαιώνει ο ψαλμωδός· είναι πραγματικά πολυτιμότερο από πολλές ζωές. Εισερχόμαστε ωστόσο συνειδητά στη σοβαρή αυτή κοινωνία με τον Θεό, υπό τον όρο ότι θα επιδείξουμε τη σταθερότητα των δικαίων, δηλαδή θα ζούμε εφεξής «εκ πίστεως».
Η πίστη μας οφείλει διαρκώς να κραταιώνεται, ωσότου φθάσει στον τρίτο βαθμό της πίστεως των δικαίων· στην πιστή αφοσίωση που μας καθιστά ικανούς να στεκόμαστε ακέραιοι και αταλάντευτοι καθ’ όλη τη διάρκεια του σταδίου της παιδείας του Θεού. Ο υψηλότατος αυτός βαθμός πίστεως είναι τόσο τέλεια σταθερός, ώστε δεν αφήνει περιθώριο και για το ελάχιστο ίχνος αμφιβολίας· είναι αδύνατον τέτοια πίστη να ελαττωθεί ή να υποχωρήσει από την πηγή της ζωής. Ο άνθρωπος ζει την κάθε ημέρα ως νέο γεγονός· ως νέα ευκαιρία που του χορηγεί η θεία χάρη. Στο πιο ώριμο αυτό στάδιο, το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτεται πολύ λεπτό και ευαίσθητο, ταυτόχρονα όμως και πολύ απαιτητικό.
Στην αρχή ωστόσο ο Θεός εμφανίζεται πολύ επιεικής. Ο άνθρωπος αποκτά εμπειρία της πνευματικής ανέσεως και χαράς που συνοδεύουν την πρώτη χάρη. Παρότι μετέχει ακόμη σε ρυπαρότητα, αδυναμία και άγνοια, η χάρη δεν παύει να ευφραίνει την καρδιά του και να τον ωθεί προς τα εμπρός – εξαιτίας της αθωότητάς του. Ο Θεός είναι οικτίρμων και επιποθεί πρώτα απ’ όλα να του διδάξει πώς εργάζεται η χάρη Του μέσα στην ψυχή. Το Άγιο Πνεύμα όμως θα υποχωρήσει από τον άνθρωπο εκείνον που δεν συμμορφώνεται προς τα προστάγματά Του. Η προς Εβραίους επιστολή αναφέρεται εκτενώς σε όσους δέχθηκαν μεγάλα δώρα, γνώρισαν τη δύναμη του λόγου του Θεού καθώς επίσης και την αναγέννηση της υπάρξεώς τους, αλλά εξέπεσαν στην πορεία. Διαβάζουμε στη Γραφή ότι είναι σχεδόν ακατόρθωτο «να ανακαινισθούν πάλιν εις μετάνοιαν» (Εβρ. 6,4-6), δηλαδή να αποκατασταθούν ξανά από τον Θεό μετά την πτώση τους. Με άλλα λόγια, όσο προσεγγίζουμε περισσότερο στον Θεό, τόσο πιο απαιτητικό γίνεται το Πνεύμα του Θεού, ώστε να ζούμε όσο το δυνατόν πλησιέστερά Του και να είμαστε αιώνια ενωμένοι μαζί Του. Όπως προαναφέρθηκε, ο Θεός επιθυμεί να συμπεριφέρεται στον άνθρωπο ως προς ίσο Του, ως προς εικόνα Του. Τον έχει προικίσει με μεγάλες δωρεές και δυνατότητες, ώστε να μπορεί να παρίσταται ενώπιον του Θεού και να προσλαμβάνει όλο τον πλούτο της θείας ζωής. «Πάντα τα εμά σα εστιν» (Λουκ. 15,31).
Όταν περάσουμε τους δύο πρώτους βαθμούς πίστεως (εισαγωγική πίστη και χαρισματική πίστη συνδυασμένη με τη χαρισματική απόγνωση), θα φθάσουμε στην πίστη που διακρίνεται από την εσωτερική σταθερότητα και αντανακλά την πιστότητα των δικαίων. Τότε θα έχουμε πείσει τον Θεό ότι είμαστε δικοί Του, ενώ Εκείνος θα μας απαντήσει με τον λόγο Του που μένει στην αιωνιότητα. Ο Θεός θα συνάψει μαζί μας οριστική διαθήκη αγάπης, η οποία, όπως γνωρίζουμε από τη Γραφή, θα είναι αιώνια. Με τις ίδιες ακριβώς λέξεις που απηύθυνε στον Μονογενή Του Υιό θα Τον ακούσουμε να μας αποκρίνεται, όχι μόνον: «εμός εί συ» (Ησ. 43,1), αλλά επίσης, «υιός μου εί συ, εγώ σήμερον γεγέννηκά σε» (Ψαλμ. 2,7). Αυτή είναι η μία και μοναδική αληθινή κλήση μας: να γίνουμε όμοιοι με τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού.
Ερωτήσεις και Απαντήσεις
Ερώτηση 1: Τί σημαίνει η έκφραση «χαρισματική απόγνωση», που αναφέρατε;
Απάντηση 1: Η χαρισματική απόγνωση συνοδεύεται από ορμή για αδιάλειπτη προσευχή. Χαρισματική είναι μόνο η απόγνωση που γεννά προσευχή που μας ωθεί να προσκολληθούμε με τέλεια εμπιστοσύνη στον Θεό και να στρεφόμαστε προς Αυτόν συνεχώς, επειδή κανένας άλλος εκτός από Εκείνον δεν μπορεί να μας βοηθήσει. Όταν η απόγνωση είναι νοσηρή, δεν είμαστε σε θέση να προσευχηθούμε. Αν όμως υπάρχει προσευχή, η απόγνωση είναι θαυμάσια. Όσοι άνθρωποι προσεύχονται με απόγνωση δρέπουν καρπούς στη ζωή τους.
Ερώτηση 2: Έχει η χαρισματική απόγνωση στοιχεία κατάθλιψης μέσα της;
Απάντηση 2: Η χαρισματική απόγνωση είναι καρπός της χάριτος. Όταν βλέπουμε πόσο άσπιλη, άμωμη και μεγαλειώδης είναι η αγάπη του Θεού, απελπιζόμαστε τελείως από την κατάστασή μας, γιατί γνωρίζουμε ότι στον Θεό πρέπουν όλα τα άγια, τα τίμια και προσφιλή, όπως τα απαριθμεί ο Απόστολος (Φιλιπ. 4,8). Συνειδητοποιούμε, πόσο υστερούμε από αυτά, και έστι φθάνουμε στη χαρισματική απόγνωση. Αλλά η απόγνωση αυτή προέρχεται από τον Θεό, γιατί ενεργοποιείται από τη χάρη.

(Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου) «Πιστοί στη διαθήκη της αγάπης», Ι.Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2012, σ. 20-36)
Βλ. Αρχ. Σωφρονίου, Ο ΑΓΙΟΣ ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ, Ι. Σ. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, εκδ. 2010, σσ. 362, 367, 376, 393, 464, 507, 540, 589.
2Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, ΟΨΟΜΕΘΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΚΑΘΩΣ ΕΣΤΙ, Ι.Σ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, εκδ. 2010, σ. 92· Αρχιμ. Σωφρονίου, ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ, Ι.Σ.Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, εκδ. 2009, σ. 104.

Πηγή:pemptousia

Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ-Ομιλία μοναχού Χριστοφόρου Ιβηρίτου στη Νάουσα 2013

Ομιλία του μοναχού Χριστοφόρου Ιβηρίτη στον ιερό μητροπολιτικό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Ναούσης το Σάββατο 30 Μαρτίου 2013