Monday, 18 March 2013

Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης(Αριζόνα)-Περί σωτηρίας ψυχής και Παραδείσου.


1) Επιστολή 

Τώρα την Άνοιξιν, που η φύσις φορεί την ωραιοτέραν της στολήν, ανέκφραστος η απόλαυσις, όταν συνοδεύεται με πνευματικήν κατάστασιν. Όντως τα πάντα εν σοφία εποίησεν ο άγιος Θεός! Δεν χορταίνει η ψυχή να θεωρεί το κάλλος της φύσεως, ώ, εάν ανεβάση τον νουν του και υπέρ την γήϊνον ταύτην σφαίραν, εις την άνω Ιερουσαλήμ, εις τα αμήχανα κάλλη του παραδείσου, εκεί πλέον σταματά την ενέργειάν του ο πεπερασμένος και γήϊνος νους.
Εάν εδώ εις την εξορίαν, εις την γην του κλαυθμώνος και της κατάρας, έδωκεν ο άγιος Θεός τοιαύτης καλλονής απόλαυσιν, ποία άραγε έσται εκεί, που κατοικεί Αυτός ο Θεός;
Όντως «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν δόξαν και ευτυχίαν»!
(Ρωμ.8,18 ).
Θέωσις, παιδί μου, εις τους ουρανούς, εκεί αφαιρέσει Κύριος ο Θεός παν δάκρυον εκ των οφθαλμών και λύπην και πόνον και στεναγμόν. Διότι εκεί βασιλεύει πολίτευμα αγγελικόν, όπου το έργον ύμνοι και ωδαί πνευματικαί!
Εκεί Σαββατισμός αιώνιος! Εν χαρά μετά του Πατρός μας Θεού, που μας περιμένει, πότε να γίνωμεν έτοιμοι, δια να μας καλέση δια πάντα πλησίον Του!
Εκεί κάθε σεσωσμένη ψυχή θα ζη μέσα εις άβυσσον αγάπης, γλυκύτητος, χαράς, εκπλήξεως και θάμβους!

 2 ) Επιστολή

Θα έλθη καιρός, θα σημάνη ημέρα, θα έλθη στιγμή, όπου θα κλείσουν αυτά τα μάτια και θα ανοιχθούν τα της ψυχής. Τότε θα ίδωμεν νέον κόσμον, νέας υπάρξεις, καινήν κτίσιν, νέαν ζωήν μη έχουσαν τέρμα. Ο τίτλος της: «Αθανασία άπειρος». Η μεγάλη πατρίς άνω, άφθαρτος, αιώνιος, η άνω Ιερουσαλήμ, η μήτηρ των πρωτοτόκων, ένθα θα σκηνώσουν αι λελυτρωμέναι ψυχαί, τας οποίας απέπλυνεν εκ του ρύπου το αίμα του Αρνίου του ακάκου!
Τις δύναται να εκφράση δια λόγου και γραφίδος την χαράν, την αγαλλίασιν, την ευτυχίαν των σεσωσμένων εκείνων μακαρίων ψυχών; Μακάριοι οι εν Κυρίω αποθανόντες, ότι αναμένει αυτούς ο πλούτος της του Θεού χρηστότητος. Μακάριος όστις κερδίση λαχνόν δια την άνω πανήγυριν, πλούτος αναφαίρετος, δόξα ως Αυτός ο Θεός είπε: «και είπα υιοί υψίστου, τέκνα Θεού, κληρονόμοι Θεού, συγκληρονόμοι Χριστού».
Ο Κύριος προ του πάθους παρεκάλει τον Ουράνιον Πατέρα δια τους μαθητάς Του και δια τους μέλλοντας πιστεύειν δι’ αυτών: «Πάτερ, ους δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου» (Ιωαν. 17,24 ).
Πόση η αγάπη του Ιησού δι’ ημάς! Έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εκρεμάσθη επί του Σταυρού, αποδίδοντας εις ημάς την ελευθερίαν και την εξόφλησιν του χρέους προς τον Ουράνιόν Του Πατέρα, και ως προσφιλέστατος αδελφός, μας αξιώνει της συγκληρονομίας, του απείρου πλούτου, του Ουρανίου Του Πατρός!
Ω, οποία αγάπη προς ημάς! Ω, της ψυχρότητός μας προς Αυτόν! Ω, της αχαριστίας μου προς τον ευεργέτην μου! Θεέ μου, Θεέ μου, λυπήσου με και μη με καταδικάσης ανταξίως των έργων μου!

 3 ) Επιστολή

Είθε ο Θεός καθώς πνευματικώς μας ήνωσεν αρρήκτω δεσμώ, ούτω να μας αξιώση και εις την ουράνιον Αυτού βασιλείαν να είμεθα ομού, ίνα καθήμεθα εις την πνευματικήν Τράπεζαν των Θείων Αυτού αγαθών εντρυφώντες και ενούμενοι με τον Ουράνιον Πατέρα, όπου υπάρχουν εν Αυτώ οι ποταμοί οι αέναοι των θείων Αυτού ναμάτων. Ω, τι μέγας προορισμός! Ω, τι μέγα αποκύημα των προσκαίρων θλίψεων!
Τα τέκνα του Θεού με στολάς ουρανίους, λελαμπρυσμένα θα φαίνωνται τα θεία χαρακτηριστικά εν τω προσώπω αυτών, θα εισέλθουν εις την πατρικήν κληρονομίαν, κατάπαυσιν πλέον αιωνίαν!
Θα περιέρχωνται τα ουράνια εκείνα σκηνώματα και θεωρούντες τον άπειρον εκείνον πλούτον, θα διατελούν εν εκστάσει χωρίς να αντιλαμβάνωνται ότι παρέρχονται αιώνες! Ω, τι μέγας προορισμός δια τον άνθρωπον!
Αλλά εικών θλιβερά αμαυρώνει την αγαθήν θεωρίαν ταύτην, και αύτη εστί ότι πρώτον εγώ δεν θα μετάσχω εις όλην αυτήν την ένδοξον ευτυχίαν, η οποία τώρα μεν είναι θεωρία, κατόπιν θα λάβη σάρκα και οστά, δηλαδή την πραγματοποίησίν της, και δεύτερον, ότι οι άνθρωποι βαδίζουν έχοντες άγνοιαν του μεγάλου τούτου προορισμού, και ως εκ τούτου η άγνοια γεννά τον θάνατον από τον Θεόν!
Η αμαρτία ήτο η αρχική καταστροφή της παραδεισιακής ευτυχίας του ανθρώπου και αύτη συνεχίζει το καταστρεπτικόν της έργον εισέτι επί τούτου. Αλλοίμονον! Ο Άδης ποιμανεί ημάς.
Ω Θεέ μου, Σαβαώθ, φώτισον το σκότος των καρδιών μας, ίνα ίδωμεν Σε, το αληθινόν φως, το μακάριον φως, που φωτίζει και χαροποιεί τας καρδίας των φίλων Σου, φώτισον ημάς, ίνα Σε ακολουθήσωμεν μέχρι της αιωνίου καταπαύσεως. Αμήν.

 4 ) Επιστολή
 
Όλα θα παρέλθουν και εις το μηδέν θα καταλήξουν, ενώ το έργον το εν τω Θεώ ειργασμένον, θα μείνη μαζί με την ψυχή του εργάτου, ίνα εσθίη εξ αυτού ζωήν αιώνιον.
Μακάριοι οι πνευματικοί φιλόσοφοι του Θεού, όπου δίδουν πρόσκαιρα και θησαυρίζουν αιώνια, ίνα, όταν απέλθωσιν, εύρωσιν εις την τράπεζαν του Θεού τους θησαυρούς των συν τόκω. Μακάριοι οι καθαρίζοντες τας καρδίας αυτών από τα ζιζάνια της αμαρτίας γεωργούντες τον αγαθόν σπόρον, διότι θα έλθη καιρός εύθετος, που θα θερίσουν στάχυας αειζωίας! Μακάριοι οι σπείροντες δάκρυα μετά πνευματικής νηστείας, δηλαδή πεινώντες αεί και διψώντες τα καλά έργα, διότι θα θερίσουν χαράν αιωνίαν!

 5 ) Επιστολή
 
Αγαπημένα μου παιδιά, επήρα το γράμμα σας. Η αγάπη σας είναι πολύ μεγάλη. Εγώ δε τελείως ανάξιος και ελεεινός.
Προσεύχομαι παρ’ όλην την αναξιότητά μου, να σας σκεπάζη η χάρις του Θεού και το Πανάγιον Πνεύμα να σας καθοδηγή εις κάθε καλήν πράξιν, ώστε να ευαρεστήσετε τον καλόν μας Θεόν και να αξιωθήτε οικογενειακώς να κατοικήσετε εις τον τόπον του Θεού, εις την άλλην ζωήν, εκεί που στέκουν οι άγγελοι και υμνολογούν ακατάπαυστα, μέσα εις γνόφον απροσίτου θείου φωτός την υπέρθεον αγίαν Τριάδα.
Αυτήν την ουράνιον δόξαν, όλοι οι μεγάλοι άγιοι την επεθύμησαν και ηγωνίσθησαν και την επέτυχαν. Τα εδώ κάτω εν συγκρίσει με τα άνω είναι σκότος. Τα εδώ μάταια, προσωρινά, εφήμερα, αλλοιωτά, τρεπτά, μηδέν. Ενώ τα ουράνια αιώνια, παντοτινά, αναλλοίωτα, δοξασμένα, φωτόλουστα, με θεϊκήν χάριν αρωματισμένα.
Δια τούτο όποιος καταφρονήση τα μάταια του κόσμου πράγματα, δηλαδή εμπαθώς δεν τα επιθυμήση, αυτός θα γίνη μέτοχος των αιωνίων αγαθών!

 6 ) Επιστολή
 
Η ζωή του μοναχού είναι σταυρός καθημερινός. Ο Ιησούς Χριστός, μας καλεί να συσταυρωθώμεν όσοι Τον αγαπώμεν και μετά θα γίνη η ανάστασις της ψυχής, η πνευματική αγαλλίασις. Δριμύς ο χειμών, αλγεινή η πήξις, αλλά γλυκύς ο παράδεισος.
Σηκώσατε τα μάτια σας και ίδετε την άνω Ιερουσαλήμ, εκεί όπου η ευτυχία, η χαρά και η μακαριότης θα διαιωνίζηται εις τους αιώνας των αιώνων! Ω, τι χαρά, τι ευφροσύνη, αιώνια να ζη κανείς πλησίον του Θεού!
Ναι, παιδιά μου, ας αγαπήσωμεν αλλήλους, διότι εκεί είναι όλο αγάπη και όποιος δεν έχει αγάπην, εκεί δεν εισέρχεται.

7 ) Επιστολή
 
Κάθε κόπος και μόχθος και πειρασμός, ευλογημένον μου παιδί, δεν ημπορεί να συγκριθή με την μακαρίαν εκείνην ζωήν. Και μυρίας ζωάς αν είχαμε και όλας εάν τας εθυσιάζαμεν, δεν θα εκάναμε τίποτε το σπουδαίον, εν σχέσει προς την μέλλουσαν δόξαν, εις την οποίαν ο Δεσπότης Χριστός δια του τιμίου και ζωοποιού Αίματος Αυτού επιποθεί να αποκαταστήση ημάς! Δια τούτο ο ουρανοβάμων Απόστολος Παύλος λέγει: «Ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού, προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» ( Ρωμ. 8,18 ). Συλλογίσου ακόμη ότι ο άνθρωπος «ως άνθος μαραίνεται και ως όναρ παρέρχεται», πάλιν δε, «ηχούσης της σάλπιγγος, οι νεκροί ως εν συσεισμώ πάντες αναστήσονται» προς υπάντησιν του Χριστού. Όταν ανοιχθή η θύρα του μέλλοντος αιώνος και όταν καταστραφή ο παρών κόσμος, τότε θα γίνη αποκατάστασις της ημετέρας φύσεως εις την πρώτην κατάστασιν. «Ο Κύριος μετασχηματίσει το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης Αυτού» (Φιλιπ. 3,21 ). Διότι η φύσις η οποία συστενάζει και συνωδίνει, με σφοδράν επιθυμίαν αναμένει την ένδοξον φανέρωσιν των παιδιών του Θεού «Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως, την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται» (Ρωμ. 8,19 ).
Ασύγκριτον το μεγαλείον του ανθρώπου, τον οποίον ο Θεός τον ανεβάζει εις τόσον ύψος και δόξαν! Και ημείς οι αμαρτωλοί και εμπαθείς αγνοούμεν και αδιαφορούμεν δια τον μεγάλον αυτόν πλούτον και έχομεν φρονήματα καθ’ ολοκληρίαν γήϊνα. Το σώμα αυτό, που είναι χώμα και δυσωδία, να καταξιωθή να γίνη σύμμορφον της δόξης του Θεού, να γίνη αγγελικόν! Τώρα οι άνθρωποι είναι υλικοί εν σχέσει προς τους αγγέλους, οι οποίοι είναι υπάρξεις καθαρά πνευματικαί. Οι άγγελοι εν σχέσει προς τον Θεόν έχουν κάποιαν «ύλην». Δεν είναι καθαρά νοεραί υπάρξεις, όπως ο Θεός, που είναι φως απρόσιτον. Έτσι αγγελικοί θα γίνουν και οι άνθρωποι τότε, θα συντελεσθή τότε μία ενότης του πληρώματος της εκκλησίας των πιστών μετά του Χριστού. Πόσον τρυφερά και πατρικά το λέγει ο Κύριός μας: «Πάτερ, λέγει προς τον Πατέρα Του, ους δέδωκάς μοι θέλω, ίνα όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ’ εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ην δέδωκάς μοι» (Ιωαν. 17, 24 ).
Συγκρίνεται ο εγκόσμιος πλούτος με αυτά τα λόγια του Θεού; Να είμεθα ημείς εκεί, όπου είναι ο Κύριός μας! Εκεί που φρίττουν και δεν τολμούν οι άγγελοι να πλησιάσουν!
Ω Σοφία κεκρυμμένη και πλούτος Θεού άπειρος!

 8 ) Επιστολή
 
Μη ξεχνάς, παιδί μου, τον σκοπόν σου. Κοίταξε εις τον ουρανόν τα κάλλη που μας περιμένουν, τι είναι τα παρόντα; Ουχί τέφρα και σκόνη και όνειρον; Ουχί ορώμεν τα πάντα υποκείμενα εις την φθοράν; Ενώ τα άνω αιώνια, του Θεού η βασιλεία είναι ατελεύτητος και μακάριος όστις κατασκηνώση εν αυτή, διότι θα βλέπη την δόξαν του θείου προσώπου! Παιδί μου να μη ξεχνάς ότι είμεθα προσωρινοί εις αυτόν τον κόσμον και ότι η ζωή μας κρέμεται εις μίαν κλωστήν και ότι όλα τα καλά του κόσμου είναι μάταια. Όταν λοιπόν έχωμεν αυτήν την γνώσιν της αληθείας, φυσικά θα στρέφωμεν συνεχώς κάθε στιγμήν τα μάτια της ψυχής μας προς την αιώνιον ζωήν, προς την άνω Ιερουσαλήμ, εκεί όπου οι χοροί των αγγέλων ψάλλουν τα απερινόητα εις γλυκύτητα και σοφίαν άσματα του Θεού. Ω, παιδιά μου, πόσην δόξαν θα έχουν αι ψυχαί σας, όταν μετά θάνατον θα ανέλθουν εις τους ουρανούς και θα συναριθμηθούν με τους αγγέλους του Ουρανού!

 9 ) Επιστολή
 
Ας δοξάσωμεν τον αναστάντα Κύριον, που μας ηξίωσε να εορτάσωμεν την αγίαν Ανάστασίν Του ευχόμενοι, ίνα μας αξιώση ο Θεός να εορτάσωμεν και τον αιώνιον Σαββατισμόν εις τους ουρανούς, εις την νέαν Ιερουσαλήμ, εις την αιωνίαν χαράν, «και την χαράν ταύτην, ουδείς αίρει αφ’ ημών». Ναι, παιδί μου, διότι την επίγειον την διαδέχονται και πάλιν θλίψεις, αίτινες δύνανται να την εκμηδενίζουν, ενώ εκείνην όχι, ρέουσά εστιν αενάως ως από πηγής αστειρεύτου και ζωηφόρου.
Ας βιαζώμεθα εις τα χριστιανικά μας καθήκοντα, ίνα επιτύχωμεν να εορτάσωμεν το αιώνιον Πάσχα, πλησίον του Χριστού μας και να Τον βλέπωμεν πρόσωπον προς πρόσωπον προς μακαρίαν απόλαυσιν χωρίς να την διακόπτουν πλέον πειρασμοί και απογνώσεις.

 10 ) Επιστολή
 
Σας έστειλα μίαν επιστολήν, όπου έγραφα ολίγα περί παραδείσου, πιστεύω πως θα χαρήκατε. Αχ, και που να βλέπατε ολίγον από τον παράδεισον! Και να ακούγατε και κάτι από ό,τι ψάλλουν οι γλυκείς άγγελοι, που λάμπουν από φως ουράνιον και ευωδιάζουν παραδεισένια! Αχ, τι ομορφιά και τι κάλλος! Δυστυχώς ημείς έχομεν μεσάνυκτα από όλα αυτά. Εκεί λάμπουν όλα από ευτυχίαν χωρίς μέτρον. Και ο θρόνος του Χριστού τι σου λέγει! Κάθεται ο Δεσπότης Χριστός επί θρόνου και από το φως Του δεν ημπορεί κανείς να διακρίνη το ιερόν και γλυκύτατον πρόσωπόν Του. Α! τι γλύκα και τι ομορφιά! Τι ωραιότερον τούτου! Αυτός είναι πραγματικός παράδεισος, η θεωρία του προσώπου του Ιησού μας! Δόξα, Κύριε, τω Σταυρώ σου και τη Αναστάσει σου.
Ω, βάθος σοφίας Θεού! Ω μυστήρια της τρισηλίου Θεότητος! Μακάριος όστις ταπεινώση τον εαυτόν του ως το παιδίον υπακούων εν ακακία ψυχής εις όλα τα προστασσόμενα δι’ αγάπην Θεού! Και αλλοίμονον εις εκείνον ο οποίος θα κρατήση τον εγωϊσμόν του, ως εγώ, οποίων θείων δωρεών θα στερήση τον εαυτόν του!
Τρέξατε, παιδιά μου, με ταπείνωσιν, να φθάσετε τον δι’ ημάς ταπεινώσαντα εαυτόν Κύριον, γλυκύτατον, φιλούμενον και εράσμιον Χριστόν μας, το φως της πτωχής μας ψυχής. Βλέπετε τι ομορφιά μας περιμένει! Να βλέπατε τι ωραία που είναι! Τα πάντα θα παραβλέπατε, σκουπίδια θα εγίνεσθε, μόνον να μη στερηθήτε όσα μας έχει ετοιμάσει η γλυκειά αγάπη του Ιησού μας! Τέτοια μας έλεγε ο Γέροντάς μου και σας τα μεταφέρω, δια να γλυκανθήτε, τελειώνω, συγχωρήσατέ με!

 11 ) Επιστολή
 
Σκέπτομαι και πάλιν, εγώ δεν είμαι δια τον παράδεισον, διότι τα έργα μου με προειδοποιούν, ότι μόνον δια την κόλασιν είμαι.
Ο Απόστολος Παύλος μας ομιλεί δια τον παράδεισον πολύ ωραία. Αυτός ηρπάγη μέχρι τρίτου ουρανού και είδε τα κάλλη της βασιλείας των ουρανών και εξεστηκώς ανεφώνησε: Πόσον ωραία και πάγκαλος είναι η βασιλεία του Θεού, όπου δεν συγκρίνεται με τίποτε το ωραίον της γης!
Τέτοια ομορφιά έχει ο παράδεισος, που μάτι ανθρώπου δεν ημπόρεσε να ίδη τέτοια ωραιότητα, επίσης αυτί ανθρώπου δεν ήκουσε ποτέ γλυκυτέρας υμνωδίας, καθ’ ότι εις τον παράδεισον ψάλλουν αγγελικαί χορωδίαι, ασυγκρίτως γλυκύτερα από τα πιο καλλίφωνα αηδόνια!
Συνεχίζων ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι ουδέποτε συνέλαβεν ο άνθρωπος με την γνώσιν του το τι έχει ετοιμάσει ο Θεός δια τα παιδιά Του εις τον ουρανόν, εις τον παράδεισον. Πράγματι είναι αλήθεια ότι, εάν εγνωρίζαμεν τας πνευματικάς απολαύσεις του παραδείσου, εις πάντα θα εκάναμεν υπομονήν, όπως τον κερδίσωμεν, ενώ τώρα λόγω αγνωσίας πράττομεν τα αντίθετα και ούτω φεύγομεν μακράν Αυτού!
Ω, και να ηξεύραμεν τι είναι ο παράδεισος! Νους ανθρώπου δεν δύναται να συλλάβη το μέγεθος της ωραιότητος αυτού! Εκεί ψάλλουν οι χοροί των αγγέλων και των αγίων ψυχών χωρίς τέλος. Ένα Πάσχα αιώνιον, ατέρμον!
Εκεί αι ψυχαί συνομιλούν με αγαλλίασιν, συζητούν το πώς διήλθον εις αυτήν την ματαίαν ζωήν και πόσον ο Θεός τους εβοήθησε και διέφυγαν την κόλασιν και κατέπαυσαν εις αυτόν τον μακάριον τόπον του Θεού! Ατελειώτους ευχαριστίας αναπέμπουν εις τον Θεόν δια την μεγίστην ταύτην ελεημοσύνην Του, της αποκτήσεως του παραδείσου!
Ο παράδεισος τι είναι; Είναι τόπος γεμάτος άνθη αμάραντα, μεστός αρωμάτων θείων, απόλαυσις αγγελική, ζωή πασχαλινή, έρως θείος, ακατάπαυστος δοξολογία του Θεού και βιοτή αιώνιος!
Δια τούτο λοιπόν αξίζει να αγωνισθώμεν, και τι είναι ο δικός μας αγών, εμπρός εις αυτόν τον «μυθικόν»--τρόπος του λέγειν—παράδεισον!
Αχ, Παράδεισε, τι όμορφος που είσαι! Τα κάλλη σου με θέλγουν, με κάνουν άλλον άνθρωπον. Διατί όμως να μη προσπαθώ αγωνιζόμενος καλώς να σε κερδίσω;
Θεέ μου, Κύριέ μας, γλύτωσέ μας από την χειρίστην υπερηφάνειαν, ώστε με οδηγόν την αγίαν ταπείνωσιν, να γίνωμεν οι κάτοικοι του γλυκυτάτου Παραδείσου! Αμήν, γένοιτο.

Πηγή-Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης  "Πατρικαί Νουθεσία"

Elder Ephraim of Arizona-On Warfare with the Demons.


My child, always be careful, both when you are happy and when you are sad. When you are happy you should not lose control through vivacity and laughter, nor when you are sad should you be so gloomy that it shows. The reason why is that Satan shoots thoughts at us like arrows, but he cannot tell if our heart is receptive to them. But since he is an expert, once he shoots an arrow—that is, once he assaults us with an evil thought—he observes our face and all the movements of our body, and based on them, he gauges how well the arrow struck our heart. If he sees that the soul is hit, then he shoots more arrows there to kill it. But if he deduces from the exterior signs that the soul is not wounded, he changes his attack, and so on. Therefore, when you are happy, you should conceal it within yourself, so that he does not discover it through your carelessness and rob you of it with some temptation. Likewise, when you are sad, do not let it show lest he augments your grief after discerning the reason for your sadness. If you maintain a balanced state when you are happy and when you are sad, the devil does not know exactly what is happening inside you, and thus does not know how to fight you.

2. We are passing through the midst of many traps, so it is not permissible to proceed neglectfully if we want to avoid the snares. Let us keep our eyes wide open, imitating the many-eyed Cherubim, so that we may deride the clumsy tricks of Satan and ascend with the wings of divine thoughts through the spiritual ether. Thus we may offer the health of our souls as a fragrant incense to God, Who dwells in the heavens. Just as the health of children brings joy to their parents, likewise our good Father—God—rejoices to see our souls healthy.

3. I am always praying to the Lord that He will give you sound judgment. Think before you speak. You are still inexperienced in the wiles of the devil, whose goal is never to let you have peace. Sometimes from the right and sometimes from the left; sometimes with your own affairs and sometimes with other people’s he keeps you busy so that your soul is never calm and you are unable to see its depths, where there is still much rubbish. Do not occupy yourselves with anything other than yourselves. Become stupid to become smart; become ignorant for the Lord to reveal His wisdom to you.

4. Do not think that it escapes the devil’s notice or that he doesn’t care that you have formed a synodia, in other words, a bastion to fight him from. No; he has observed it carefully and has cunningly prepared himself with the guile of a fox and the power of a wolf, as much as he could. He has entered your sheepfold and is ravaging your souls. Do not leave him inside any longer; arise and be united with love which paralyzes his strength. Reflect that you have left everything for Christ; you have sacrificed your youth; you have despised all worldly joys to obtain Christ. Pity your souls. Reflect that the devil is vigilantly seeking to devour someone. The abysmal dragon cannot stand to see you trampling upon him and not obeying him! He is jealous, and so as a cunning fox he causes discord and arguments so that he may succeed in destroying the brotherhood, and then hurl you into various pits of sin.

5. Without the Lord’s assistance, we are unable to do anything good. Therefore, we need much humility to find repose for our souls. The evil one will never cease shooting at us with his flaming arrows and trying to overcome and dominate us. But we also have many deadly weapons. In particular, the prayer “Lord Jesus Christ, have mercy on me” literally burns him. This is why he tries to fight us in an indirect manner. But our Christ enlightens us with His holy commandments to fight him. The devil is using that person to fight you and make you transgress God’s holy commandments, and in this way to harm not only you, but primarily to grieve and fight God through your transgressions. Whereas, on the contrary, if we struggle to keep the word of God persistently, we not only save our souls, but also we become the means by which God is glorified. “Those who glorify me shall I glorify” (1 Kings 2:30 ). Therefore, my child, struggle with love, patience, and humility to disable the traps of the devil with God’s help. Perhaps through you, He will enlighten this person to repent. “Overcome evil with good” (Rom. 12:21 ).


6. Do not think that it was you who thought such things about your Elder. No, my child, it was from the devil. Your soul is pure. The devil is dirty and he brings them to your mind. He tries to convince us that we thought them on our own in order to grieve us. The proof that this grief is diabolical is the ensuing negligence we have for our spiritual duties. For if it were from God, we would be eager in everything. You have not grieved your Elder, as you imagine, for he knows from experience that it is from the demons and not from you. It seemed to you like that so that you would grieve and not have the courage to reveal to him your thoughts. No; no matter how many times such thoughts come, go and freely tell them to him. For the tempter brings such thoughts to make us feel ashamed and not reveal and confess them so that he may devour us whole. Be careful not to conceal your thoughts, or you will fall into a trap.


7. We must pass our days with great caution. The devil is very crafty and is always on the lookout to ensnare us at a time of spiritual drowsiness and render us accountable to God and our conscience. May God abolish him so that he cannot harm us! But since He is just, He does not remove the free will of man. And this is why we—and first of all, I—voluntarily follow the suggestions of the devil, and we sin.

8. Even in the eleventh hour, our all-good God accepts us as long as we realize He awaits our return. But the sly enemy of our soul does not remain inactive; nothing escapes his notice. For this scoundrel knows the inestimable value of time and endeavors through vain cares and allurements and comforts of the world to establish steadfast ignorance and forgetfulness, so as to bring complete despair at a man’s last hour, and win the immortal souls for which Christ died on the Cross!

9. Do not grieve because of your warfare. Do not fear, but take courage. The demons do not have the authority to harm you. It is from the hand of God; through it the eyes of your soul will be opened, and it will set you on the right path. It takes extremely bitter medicines to heal difficult passions. Entreat God: “Lead us not into temptation” (Mt. 6:13 ). This warfare, as St. Isaac the Syrian says, is due to pride, conceit, and hardness of heart. The remedy is humility, the recognition of one’s incorrect judgment, and obedience and trust in one’s spiritual father. Humble yourself, my child; only this medicine will save you. God has sent these temptations to you out of love to frighten you, so that you pull yourself together, come to your senses, humble yourself, and ask for forgiveness. The demons get angry when you pray, because these evil ones see that you are beginning to break their nets, and they are afraid that you might escape from them. They want to make you despair or lose heart. Therefore, arm yourself with trust and hope in God and with the conviction that they are not allowed to do anything without the higher command of God. Know that if you are patient in this warfare and humble yourself before God and your brethren, God will give you much grace and enlightenment; the eyes of your soul will be opened, and you will see in what great darkness you were. The courage you have is due to the grace of God which helps you in these temptations. For without courage and hope and faith, there is grave danger in such temptations. Do not be afraid of anything; have all your hope in God. Cry out the prayer without stopping and you will see how much help you will receive. Fear God—not the demons. Fear God and His judgments, for when He decides to punish us with some kind of penance for our pride, who is able to stop Him? Therefore, when the evil is still small, let us take care to remedy it. For once it has grown worse, you will not be able to be delivered even if others help you. So love God more, since He has sent you the medicine for your illness—that is, patience, humility, and courage—and see to it that you take it.

10. Do not be afraid of invisible enemies since you have put on Christ. But you should tremble when you do not see grace protecting you because of your sins. Even then, “every evil has a tinge of good”. See to it that you serve God with fear and trembling, for the crafty devil, who trips up those who struggle, waits for a period of negligence, and then he furiously leaps out—may God abolish him—and tries, if possible, to drag us down into hell alive.

11. The devil is the source of every lie and deception and cunning and evil. This is why all thoughts aimed against Christians are in essence a lie and deception. He promises to the young every kind of prosperity through fanciful thoughts and beguiles them through illusory dreams with riches, pleasure, delights, eternal life, etc. (for this is the devil’s plan: to keep man from remembering death, since this ruins his plans ), until he trusts him as his best and most intimate friend. Then, once he entwines him in his webs as a spider its prey, with great ease he sucks up all his spiritual substance and renders him dead in relation to God.

12. Unbelief and blasphemy proceed from the envy of the devil. There is only one remedy: to disregard such thoughts as if they were only the barking of a dog. One is not held accountable for them. Other people who did not know this fasted and kept vigil and wept to be delivered. But blasphemous thoughts leave a person only if he disregards them. Abba Agathon was also fought by blasphemous thoughts. He entreated God to deliver him and heard a voice telling him: “Agathon, Agathon! Take care of your sins, and let the devil bark as much as he wants. You are not accountable for those thoughts”. If you do not disregard them, you will never be delivered.

Taken from the book "Counsels from the Holy Mountain" By Elder Ephraim of Arizona+Philotheou(Mt.Athos) 

St. Dorotheos of Gaza: On the Great Lenten Fast

By St. Dorotheos of Gaza
In the Law, God laid down that the sons of Israel should each year give tithes of all they possessed, and if they did so they were blessed in all their works. The holy Apostles, knowing this to be for the help and advancement of our souls, resolved to fulfil it in a better and higher way, namely, for us to deliver up a tithe of the very days of our lives as if to consecrate them to God, so that we may be blessed in all our works, and each year to be unburdened of the whole year’s sins. They elected to consecrate out of the three hundred and sixty-five days of the year, seven weeks of fasting, and so they ordained; but our Fathers, in their time, thought it advisable to add another week, both to train and better prepare themselves to enter on the labor of fasting and to honor with their fasting the holy number of forty days which our Lord fasted. The eight weeks, subtracting Saturdays and Sundays, makes forty days, but we honor Holy Saturday with a fast because it is a very holy day and the only Saturday fast of the year.

The seven weeks, without Saturdays, gives thirty-five days, and if we finally add the half of the brilliant and light-giving night, this makes thirty-six and a half, which is exactly a tenth of three hundred and sixty-five. For thirty is the tenth of three hundred, six is the tenth of sixty, and the tenth of five is one half. Here then, are the thirty-six and a half days, the very tithing of the whole year as one might say, which the holy Apostles consecrated to penance for the cleansing of our sins of the whole year. Whoever, therefore, keeps careful guard over himself, as is fitting during these holy days, will be rewarded with blessings, brothers, even if it happens that, being a man, he has sinned either through weakness or carelessness. You see, God gave us these holy days so that by diligence in abstinence, in the spirit of humility and repentance, a man may be cleansed of the sins of the whole year and the soul relieved of its burden. Purified, he goes forward to the holy day of the Resurrection, and being made a new man through the change of heart induced by the fast, he can take his part in the Holy Mysteries and remain in spiritual joy and happiness, feasting with God the whole fifty days. Paschal time, as has been said, is the resurrection of the soul and the sign of this is that we do not kneel in church during the whole season up to Pentecost.

Everyone who wants to purify himself of the sins of the whole year during these days must first of all restrain himself from the pleasure of eating. For the pleasure of eating, as the Fathers say, caused all men’s evil. Likewise he must take care not to break the fast without great necessity or to look for pleasurable things to eat, or weigh himself down by eating and drinking until he is full.

There are two kinds of gluttony. There is the kind which concerns taste: a man does not want to eat a lot but he wants it to be appetizing. It follows that such a person eats the food that pleases him and is defeated by the pleasure of it. He keeps the food in his mouth, rolling it round and round, and has not the heart to swallow it because he enjoys the taste. This is called fastidiousness. Another man is concerned about satisfying himself. He doesn’t ask for fancy food nor does he care especially about whether the taste is nice or not, he only wants to eat and fill his stomach. This is gluttony. I will tell you how it gets its name: margainein means to rage furiously, to be mad; according to the profane, margos is the name given to the man who rages furiously or is mad. When this disease or mania for packing his belly full of food comes upon a man, therefore, it is called gastromargia, the madness of the stomach, whereas laimargia is the madness of the palate. These must be guarded against and abandoned seriously by the man who desires to be cleansed of his sins. They accord not with the needs of the body, but with its vicious inclinations, and if they are tolerated, they lead a man into sin. As is the case with legitimate marital union and fornication, the practice is the same but the object is different. In the one case, there is copulation in order to raise a family, in the other, to satisfy a desire for pleasure. The same is true with feeding: in one case it is a question of the body’s needs and in the other of eating for pleasure. The intention is what makes it a sin. A man eats to satisfy a need when he lays down how much he will take each day and, if what he has determined on overloads him, takes a little less, or if he is not overloaded and his body is weakened, adds a little. And so he estimates exactly his need and he bases his conclusion not on pleasure but on preserving the strength of his body. And what he takes he receives with prayer, deeming himself unworthy of that comfort and he is not on the look out to see if others, as is likely, because of special need or necessity are given special attention, lest he himself hankers for that comfort or think it a trivial thing for the soul to be at rest.

One day when I was in the monastery, I went to see one of the elders–and there were many great men among the elders there. I discovered that his disciple sat down to eat with him, and in private I said to the young man: You know, brother, these elders whom you see eating and taking a little recreation are like men who had deep purses and kept at work, always putting something into them until they filled them up. And after sealing them up they went on working some more and amassed another thousand crowns, so as to have something to draw on in time of need, and so they preserved what was sealed up in the purse. And so it is with these elders. They persevered in their labors, always storing up treasures for themselves, and after sealing up the treasure they worked a little more, and they hold these treasures in reserve for times of sickness and old age so they have something to draw on, and still preserve the treasures they have stored up. But we haven’t even a purse to draw on!

As I was saying, therefore, we ought, even if we take food out of necessity, to consider ourselves unworthy of any kind of special relief or even of monastic life itself–and not take food purely for pleasure, and in this way food will not bring our condemnation.

Enough about sobriety in eating. We must not only keep a sharp watch over our diet, but keep away from all other kinds of sin so that as our stomach keeps fast, so also may our tongue as we abstain from calumny, from deceit, from idle talk, from railing and anger and all other vices which arise from the tongue.

So also let our eyes keep fast. No looking for trivialities, no letting the eyes wander freely, no impudent lying in wait for people to talk to. The same with the hands and feet, to prevent them from doing anything evil. Fasting in this way, as Saint Basil says, is an acceptable fast and, leaving behind all the evil to which our senses are inclined, we may come to the holy day of the Resurrection, renewed and clean and worthy to share in the Holy Mysteries, as we have already said.

First we go out to meet our Lord and receive him with palms and olive branches and seat him on the colt and come with him into the Holy City. What does this mean, sitting on a colt? He is seated on a colt that he may convert the soul (which, as the Prophet says, has become irrational and is compared to senseless beasts) into an image of God, and subject it to his own divinity. What does it mean, going to meet him with palms and olive branches? When someone marches out to war against an adversary and returns victorious, all his own people go before him with palm branches to mark his victory. The palm-branch is the symbol of victory. Again, when one man is injured by another, he desires to approach an authority who can vindicate him. He carries an olive branch and calls out, asking to be heard and helped. The olive branch is the symbol of mercy. Therefore, we go out to meet our Master Christ with palms because he is victorious–for he conquered our enemy–and with olive branches–for we are asking his mercy. May we, by asking, conquer through him and be found carrying the emblems of his victory, not only the victory by which he won for us, but also the victory which we won also through him by the prayers of all the Saints. Amen.