Saturday, 23 February 2013

π. Συμεών Κραγιόπουλου: Τι σημαίνει "περίοδος Τριωδίου"; (σχόλιο στην Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου)


«Τριώδιο»: Η ετυμολογία της λέξεως
 Σήμερα, όπως τό ξέρουμε όλοι, είναι η Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, και αρχίζει το Τριώδιο. Είναι η Κυριακή που μας εισάγει στο Τριώδιο, στην περίοδο του Τριωδίου.

Καίτοι τα έχουμε πει και άλλη φορά, με πολύ λίγα λόγια να σας πω τι σημαίνει Τριώδιο, και από που πήρε αυτήν την ονομασία η περίοδος αυτή, για να το γνωρίζετε και να μην μπερδεύεστε. Οι περισσότεροι θα το ξέρετε, αλλά ίσως μερικοί δεν το ξέρετε. Γιατί αρκετοί όταν ακούν Τριώδιο, εννοούν χορούς και τέτοια. Ακόμη και το ραδιόφωνο και η τηλεόραση αναφέρονται στην περίοδο του Τριωδίου σαν περίοδο χορών και διασκεδάσεων.

Η περίοδος αυτή είναι ειδική περίοδος και έχει ειδικό σκοπό. Ονομάζεται Τριώδιο από το βιβλίο που η Εκκλησία μας άρχισε να χρησιμοποιεί από χθες το απόγευμα στον εσπερινό. Μαζί με την Παρακλητική, που έχει τα αναστάσιμα, χρησιμοποίησε η Εκκλησία μας χθες στον εσπερινό και σήμερα στον όρθρο το βιβλίο που λέγεται Τριώδιο. Από σήμερα μέχρι το Μέγα Σάββατο χρησιμοποιεί η Εκκλησία μας το Τριώδιο. Επομένως, όλη αυτή η περίοδος, από σήμερα μέχρι το Μέγα Σάββατο, είναι περίοδος Τριωδίου.
Λέγεται Τριώδιο το βιβλίο, όπως το είπαμε και άλλη φορά, αλλά πιθανόν μερικοί ή να μη θυμούνται ή και να μην το έχουν ακούσει, διότι οι κανόνες που περιέχονται στο βιβλίο αυτό έχουν συνήθως τρεις ώδές. Δηλαδή σε κάθε όρθρο, είτε είναι Κυριακή είτε είναι καθημερινή, διαβάζουμε τον έξάψαλμο, ψάλλουμε τα καθίσματα, την «Τιμιωτέραν», τους αίνους, την δοξολογία, αλλά ψάλλουμε και κανόνες. Οι κανόνες είναι μία ομάδα τροπαρίων, και σε κάθε ορθρο μπορεί να λέγονται δύο-τρεις κανόνες. Ο κάθε κανόνας έχει εννέα ωδές. Δηλαδή τρία-τέσσερα τροπάρια αποτελούν την πρώτη ωδή. Άλλά τόσα τροπάρια αποτελούν τη δευτέρα ωδή. Άλλα τόσα τροπάρια την τρίτη ωδή μέχρι και την ενάτη ωδή. Οι ωδές αυτές έγιναν με βάση τις ωδές της Παλαιάς Διαθήκης.
Ωδή θα πει ύμνος. Ο Μωυσής, αν θυμάστε, μόλις πέρασαν την Ερυθρά θάλασσα δόξασε τον Θεό. Η αδελφή του η Μαριάμ πήρε τις γυναίκες, και αυτός είχε τους άνδρες, και όλοι μαζί έψαλαν και δόξασαν και ύμνησαν τον Θεό. Τότε έκαναν έναν ύμνο. Αυτός ο ύμνος είναι η πρώτη ωδή. Αργότερα έγινε άλλος ύμνος -πάλι στην Παλαιά Διαθήκη- και είναι η δευτέρα ωδή, σε μια άλλη περίπτωση άλλος ύμνος που είναι η τρίτη ωδή κλπ. Δηλαδή οι οκτώ πρώτες ωδές είναι κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και αυτά τα κείμενα είναι ποιητικά, είναι ύμνοι, είναι προσευχή και ψαλμωδία στον Θεό. Τελευταία ωδή είναι της Παναγίας: "Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου...».
Με βάση λοιπόν αυτές τις ωδές γίνονται τα πρώτα τροπάρια όλων των κανόνων. Γι' αυτό τα τροπάρια της πρώτης ωδής πάντοτε αναφέρονται στο γεγονός αυτό της διαβάσεως της Ερυθράς θαλάσσης. «Υγράν διοδεύσας ωσεί ξηράν και την Αιγυπτίαν μοχθηρίαν διαφυγών, ο Ισραηλίτης...» «Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσέ ποτε...» «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι...» Το πρώτο τροπάριο της δευτέρας ωδής των κανόνων αναφέρεται στο γεγονός εξ αφορμής του οποίου έγινε η δευτέρα ωδή της Παλαιάς Διαθήκης. Και ούτω καθεξής της τρίτης ωδής, της τετάρτης, της πέμπτης, της έκτης, εβδόμης, ογδόης. Το πρώτο τροπάριο της ενάτης ωδής όλων των κανόνων αναφέρεται στην Παναγία, επειδή η ενάτη ωδή είναι η ωδή της Παναγίας.
Οι κανόνες λοιπόν έχουν εννέα ωδές. Όμως όλοι οι κανόνες που είναι στις ακολουθίες έξω από το βιβλίο αυτό που λέγεται Τριώδιο, δηλαδή οι κανόνες που είναι στο βιβλίο Παρακλητική και οι κανόνες που είναι στα Μηναία έχουν οκτώ ωδές. Πάντοτε λείπει η δευτέρα ωδή, η οποία είναι λυπητερή ωδή.
Στο βιβλίο αυτό που λέγεται Τριώδιο υπάρχουν στους κανόνες συνήθως τρεις ωδές. Γι' αυτό ονομάζεται το βιβλίο Τριώδιο. Και επειδή είναι το βιβλίο που περιέχει τα τροπάρια αυτά τα κατανυκτικά που ψάλλονται αυτήν την περίοδο, και όλη η περίοδος ονομάστηκε Τριώδιο. Δηλαδή: κάθε μέρα στους κανόνες υπάρχει η ογδόη και ενάτη ωδή και επιπλέον μία από τις άλλες ωδές. Τη Δευτέρα, ας πούμε, έχουν πρώτη ωδή, ογδόη και ενάτη. Την Τρίτη έχουν δευτέρα ωδή. Τώρα στο Τριώδιο επειδή είναι Σαρακοστή, είναι περίοδος μετανοίας και καλούμαστε σε πένθος, έχουν δευτέρα ωδή που, όπως είπαμε, είναι λυπητερή. Την Τρίτη λοιπόν οι κανόνες έχουν δευτέρα ωδή, ογδόη και ενάτη. Την Τετάρτη· τρίτη ωδή, ογδόη και ενάτη. Την Πέμπτη· τετάρτη ωδή, ογδόη, ενάτη. Την Παρασκευή· πέμπτη ωδή, ογδόη, ενάτη. Το Σάββατο έχουν συνήθως τέσσερις ωδές· έκτη, εβδόμη, ογδόη και ενάτη. Σπάνια, πολύ σπάνια οι κανόνες έχουν δύο ή οκτώ ή εννέα ωδές.
Όταν λέμε περίοδος Τριωδίου, εννοούμε την περίοδο αυτήν που χρησιμοποιούμε αυτό το βιβλίο, το οποίο περιέχει τα τροπάρια που μιλούν για την ταπείνωση, για τη μετάνοια, για το πένθος, που μιλούν για την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό, για τον φόβο του Θεού, για την κατάνυξη, που μιλούν για τη νηστεία και για όλον εκείνο τον κόπο που πρέπει να καταβάλλει ο άνθρωπος, για να ξαναγυρίσει στον Θεό, για να ευαρεστήσει στον Θεό. Αυτό λοιπόν σημαίνει Τριώδιο, και σ' αυτήν την περίοδο μπήκαμε από σήμερα.
Πρέπει νά τό πάρουμε απόφαση
Λέγαμε και με τα παιδιά προηγουμένως ότι εμείς οι χριστιανοί πρέπει να το πάρουμε απόφαση· δεν μπορούμε να είμαστε όπως είναι οι άλλοι άνθρωποι, που πιστεύουν σε κάτι άλλο και ζουν σύμφωνα μ' αυτό. Αυτοί πιστεύουν απλώς στη ζωή αυτή, απλώς στη διασκέδαση, απλώς στους χορούς και στα παρόμοια. Σ' αυτά πιστεύουν και αυτά κάνουν. Εμείς όμως οι χριστιανοί υποτίθεται ότι πιστεύουμε σ' αυτό που διδάσκει η Εκκλησία. Δεν γίνεται επομένως σ' εμάς τους χριστιανούς, oι οποίοι γνωρίζουμε ότι από σήμερα εισερχόμεθα στο Τριώδιο, η περίοδος αυτή, η λέξις αυτή «Τριώδιο», αντί να μας θυμίζει ότι πρέπει να μετανοήσουμε, πρέπει να ταπεινωθούμε, πρέπει να συγχωρηθούμε με τους άλλους, να μην έχουμε με κανέναν έχθρα και κακία, να μας φέρνει στον νου χορούς και διασκεδάσεις. Ενώ γνωρίζουμε ότι ετσι είναι για μας τα πράγματα, επηρεαζόμαστε από τους άλλους, με αποτέλεσμα και για μας Τριώδιο να σημαίνει ότι θα κάνουμε χορούς.
Πήραμε αφορμή και τα είπαμε στα παιδιά από το ότι στο Γυμνάσιο θα διοργανώσουν χορό αυτήν την εβδομάδα. Αυτά ξέρουν. Και στα σχολεία αυτά ξέρουν και τα ραδιόφωνα αυτά ξέρουν. Εντάξει· όσοι πιστεύουν έτσι, ας κάνουν έτσι. Όσοι όμως πιστεύουμε αλλιώς, όσοι θέλουμε να πιστεύουμε αλλιώς, να ζήσουμε κι εμείς σύμφωνα με την πίστη μας. Δηλαδή μόνο οι άνθρωποι των κομμάτων θα κάνουν, ας πούμε, αυτό το οποίο λέει η ιδεολογία του κόμματος τους με κάθε θυσία; Μόνο oι αιρετικοί θα ζουν σύμφωνα με την αίρεσή τους, με την πίστη την αιρετική που έχουν; Όλοι οι άλλοι δηλαδή να είναι συνεπείς προς την πίστη τους, προς τις αρχές τους, και μόνο οι χριστιανοί, οι ορθόδοξοι χριστιανοί, να είμαστε τόσο χαλαροί, και απλώς να πιστεύουμε ορισμένα πράγματα, όμως η ζωή μας πιο πολύ να επηρεάζεται από το τι πιστεύουν οι άλλοι και όχι από το τι πιστεύουμε εμείς;
Θα παρακαλούσα, όσοι τουλάχιστον έρχεσθε εδώ· και για να έρχεσθε εδώ τώρα, οπωσδήποτε κάτι υπάρχει μέσα στη ψυχή σας· για να έρχεσθε εδώ, σας φέρνει ο Θεός· δεν μπορεί να έλθετε αλλιώς. Όσοι λοιπόν ερχόμαστε εδώ, θα παρακαλούσα φέτος, από σήμερα κιόλας, να το προσέξουμε αυτό. Δηλαδή κάθε μέρα να το αισθανόμαστε ότι είμαστε σ' αυτήν την περίοδο που λέγεται Τριώδιο. Βέβαια, τις πρώτες τρεις εβδομάδες προετοιμαζόμαστε. Δεν είναι τόσο σφιχτά τα πράγματα. Προετοιμαζόμαστε για την κυρίως περίοδο του Τριωδίου που είναι η Σαρακοστή, η οποία αρχίζει από τη Κυριακή της Τυρινής το απόγευμα και τελειώνει το Μέγα Σάββατο. Να μην αφήνουμε να περνάει η ημέρα, χωρίς να το ενθυμούμαστε αυτό, ότι είμαστε μέσα σ' αυτήν την περίοδο.
Ο Φαρισαίος και ο τελώνης
Το πρωί στην εκκλησία η ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε ήταν παραβολή. Την έφτιαξε δηλαδή ο Κύριος. Δεν μας αναφέρει ένα γεγονός, αλλά ο Κύριος κάνοντας αυτήν την παραβολή παρουσιάζει σαν γεγονός τη μετάβαση του τελώνου και του Φαρισαίου στον ναό, για να προσευχηθούν. Και μιλήσαμε το πρωί παίρνοντας αφορμή από τα λίγα λόγια που έβαλε ο ίδιος ο Κύριος στο στόμα του τελώνου. «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Τίποτε άλλο ο τελώνης, αυτός ο μεγάλος αμαρτωλός, τίποτε άλλο δεν κάνει παρά κάθεται σε μια γωνιά του ναού και λέει αυτές τις λέξεις. 
Ενώ ο Φαρισαίος προχωρεί, πηγαίνει μπροστά μπροστά, σε καλή θέση και, κομπορρημονεί και μεγαλαυχεί. Ο Φαρισαίος, ας πούμε, σκέφτεται φαρισαϊκά, εκδηλώνεται φαρισαϊκά, προσεύχεται φαρισαϊκά, υποτιμάει και τον τελώνη: «Δεν είμαι ούτε σαν αυτόν εδώ τον τελώνη». Τον οποίο βλέπει κάπου εκεί σε μια γωνιά.
Ο τελώνης, όπως είπα και το πρωί, ούτε και με τον Φαρισαίο τα βάζει. Θα ήθελα να το προσέξουμε αυτό. Είναι μερικοί που λένε: «Αυτός ο Φαρισαίος- αυτοί που κάνουν τους μεγάλους σταυρούς και τις μεγάλες μετάνοιες». Αυτοί που μιλούν έτσι τάχα για Φαρισαίους σημερινούς, αν ήταν εκεί στο ναό και έβλεπαν τον τελώνη να κάνει αυτά που έκαμνε, φοβούμαι ότι θα τον έλεγαν Φαρισαίο. «Για κοίταξέ τον πώς...». 
Γιατί ο τελώνης κάθισε εκεί κάπου, κτυπούσε, λέει, και το στήθος, ούτε τα μάτια του δεν σήκωνε ψηλά και έλεγε: «Ο Θεός, Ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». Αν ήταν κανένας από τους σημερινούς μη Φαρισαίους, θα τον έλεγε Φαρισαίο. Ο τελώνης λοιπόν ούτε με τον Φαρισαίο δεν τα βάζει, μολονότι ο Φαρισαίος τον κατηγόρησε και -πως να πούμε;-πολύ τον περιφρόνησε. Τίποτε. Ίσως ούτε καν θα τον πρόσεξε ο τελώνης, δεν θα κατάλαβε καλά, δεν θα έδωσε καν σημασία. Ξέρει μόνο αυτό: «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ». «Θεέ μου, γίνε ίλεως. Σπλαγχνίσου με, ελέησέ με τον αμαρτωλό».
Η δικαίωση του τελώνου
Ο τελώνης, όπως τον παρουσιάζει ο Κύριος, σαν να τα συγκεντρώνει όλα σ' αυτές τις λίγες λέξεις, σ' αυτήν την μικρή προσευχή που κάνει. Αλλά, όπως λέγαμε και το πρωί, μέσα σ' αυτές τις λίγες λέξεις είναι και όλα τ' άλλα. Δηλαδή δεν μπορούμε να πούμε ότι ο τελώνης εκείνη την ώρα απλώς λέει αυτά τα λόγια. Ο τελώνης εκείνη την ώρα είναι ταπεινός, είναι μετανοημένος, έχει φόβο Θεού μέσα του, έχει κατάνυξη μέσα στη ψυχή του, πενθεί, αν δεν έχει δάκρυα εξωτερικά, οπωσδήποτε έχει μέσα του δάκρυα, και συγχρόνως θεωρεί τον εαυτό του ως τον τελευταίο των ανθρώπων.
Έχει συναίσθηση της αμαρτωλότητός του, δεν έχει διάθεση να διασκεδάσει, να φάει και να κάνει φαγοπότια και τέτοια, αλλά συγχρόνως έχει ελπίδα στον Θεό, έχει πίστη στον Θεό. Αλλιώς, δεν θα πήγαινε εκεί. Έχει ένα κάτι μέσα του που τον έσπρωξε να πάει ως εκεί είναι πιασμένος απ' αύτήν την ελπίδα και περιμένει το έλεος του Θεού. Ο τελώνης λοιπόν είναι αυτός ο οποίος δικαιώνεται, είναι αυτός τον οποίο άκουσε ο Θεός, ελέησε ο Θεός, πρόσεξε την προσευχή του ο Θεός και τον δικαίωσε με την έννοια ότι τον έκανε δίκαιο, δηλαδή ενάρετο. Σήμερα όταν λέμε τον δικαίωσε, αλλιώς το εννοούμε.
Ενώ ο τελώνης δεν είχε καμιά αρετή, δεν έχει να πει τίποτε, ο Φαρίσαίος λέει τόσα· έκανα τούτο, έκανα εκείνο. Και κατεβαίνει ο Φαρισαίος όχι δικαιωμένος, δηλαδή γυμνός από την Χάρη του Θεού. Δεν έχει τίποτε ο Φαρισαίος, ενώ ο τελώνης είναι αυτός που τα έχει όλα τώρα· του τα 'δωσε ο Θεός. Διότι ο Θεός δέχεται τη μετάνοιά του, ακούει την προσευχή του, τον περιβάλλει με το έλεός του, γεμίζει την καρδιά του με την Χάρη του, συγχωρεί τις αμαρτίες του, τον καθαρίζει, τον αγιάζει, τον κάνει δικό του και αισθάνεται ο τελώνης -όχι απλώς του το λέει ο Θεός, αλλά και το αισθάνεται κιόλας- ότι είναι παιδί, του Θεού. «Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα». Δηλαδή πάει εκείνη η μέχρι τότε ζωή.
Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τόν αμαρτωλό
Όπως ο Κύριος παρουσιάζει τον τελώνη σ' αυτήν την παραβολή, ο τελώνης δεν κάνει τίποτε άλλο παρά αυτό το μικροπραγματάκι: λέει τη σύντομη προσευχή «ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», μέσα όμως στην οποία είναι όλα τα άλλα και δικαιώνεται, με την έννοια που είπαμε. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή απ' αυτό -το λέγαμε και το πρωί, το λέμε και τώρα- τουλάχιστον αυτό να κρατήσουμε όλη αυτήν την περίοδο, και νομίζω κανένας δεν μπορεί να παρουσιασθεί και να πει «εγώ δεν μπορώ να το κάνω». Δεν υπάρχει κανείς που δεν μπορεί να το κάνει αυτό: Και οι δυνατότεροι και οι λιγότερο δυνατοί και οι μεγάλοι και οι μικροί και οι μεν και οι δε, οι πάντες μπορούμε να λέμε «Ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», που ελεγε ο τελώνης ή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλόν»- τη γνωστή αυτή προσευχή, την οποία μπορεί κανείς να λέει παντού και πάντοτε, αλλά να τη λέει όμως μ' αυτήν τη συναίσθηση του τελώνου.
Δεν μπορεί δηλαδή να λες την ευχή και από την άλλη πλευρά να κακολογείς τους άλλους, να περιφρονείς τους άλλους, να κατακρίνεις τους άλλους, να μελετάς πως θα τους αδικήσεις, να μελετάς πως θα τους ξεπεράσεις. Ή, δεν μπορείς να λες την ευχή αυτήν και να υπερηφανεύεσαι, να λες την ευχή αυτήν και να είναι η ψυχή σου πέτρα, να λες την ευχή αυτήν και να αυθαδιάζεις ενώπιον του Θεού, να λες την ευχή αυτήν και να μην ανέχεσαι τους άλλους, να τα βάζεις έστω και με τους αμαρτωλούς κλπ. και να τους λες Φαρισαίους. Δεν συμβιβάζονται αυτά. Ή να λες την ευχή και να τσακώνεσαι με τη σύζυγό σου, επειδή δεν σου έκανε φαγητό ή επειδή έκανε νηστήσιμο φαγητό... Κατά τα άλλα λες την ευχή. Δεν γίνεται.
Θυμάμαι, κάποιον ο οποίος έλεγε την ευχή, μάλιστα κλεινόταν στο δωμάτιό του και για πολλή ώρα έλεγε την προσευχή, ενώ η γυναίκα του από την άλλη πλευρά μαράζωνε, καθώς αυτός δεν έδινε σημασία, σαν να μην ήταν παντρεμένος. «Ευλογημένε, παντρεμένος είσαι, έχεις τη γυναίκα σου- θα πρέπει να την περιβάλλεις με αγάπη, θα πρέπει να την περιβάλλεις με στοργή, θα πρέπει να δεις τι κάνει, πως πηγαίνει, να της πεις έναν γλυκό λόγο, να την παρηγορήσεις, να τη στηρίξεις, να σε αισθανθεί ότι είσαι ο άνδρας της». Γίνονται αυτά τα πράγματα; Εκείνος λοιπόν που λέει την ευχή, οπωσδήποτε έχει και τα άλλα. Δεν μπορεί να μην τα έχει τα άλλα· διότι αλλιώς δεν θα λέει σωστά την ευχή, θα την λέει εντελώς τυπικά την ευχή, δηλαδή αυτήν την προσευχή.
Ένα αίτημα
Ωστόσο όμως παρακαλώ, και επιτρέψτε μου να πω ότι το ζητώ από όλους: Αυτήν τη φετινή περίοδο του Τριωδίου από σήμερα κιόλας, όπως είπαμε στην αρχή, όλοι να ενθυμούμαστε κάθε μέρα ότι είναι περίοδος Τριωδίου και ότι καλούμαστε σε πνευματικό αγώνα. Αυτό θα μας το θυμίζει η προσευχή αυτή.
Ξύπνησες τό πρωί. Όπως κι αν έχει το πράγμα, μπαίνοντας - βγαίνοντας θα προλάβεις να πεις μερικές φορές την ευχή. Δεν χρειάζεται οπωσδήποτε να σταθεί κανείς σε στάση προσευχής, για να πει αυτήν τη σύντομη προσευχή. Μπορεί κανείς, φορώντας τα παπούτσια του και καθώς πλύνεται και καθώς ξυρίζεται, να λέει την ευχή, αντί να λέει άλλα πράγματα. Και ωσότου πάει στη δουλειά και ωσότου γυρίσει, από τη δουλειά και καθώς πιέζεται στη δουλειά και δεν ξέρει τι να κάνει και ξεφυσάει και στενοχωριέται και του 'ρχεται να πει και καμιά κακή κουβέντα, τι τον πειράζει να θυμηθεί την ευχή;
Πρώτον· κάνει προσευχή ενώπιον του Θεού. Δεύτερον ξεχνάει την κακία του. Τρίτον αφού κάνεις προσευχή, ο Θεός το έχει υποσχεθεί: πριν τον καλέσουμε, έρχεται κιόλας.  Πριν του το ζητήσουμε, ο Κύριος επεμβαίνει και μας βοηθάει.
Να κρατήσουμε λοιπόν αυτό. Πως, ας πούμε, έχει κανείς το δαχτυλίδι στο χέρι και θυμάται ότι είναι παντρεμένος. Όπως κι αν έχει το πράγμα, δεν μπορεί να το ξεχάσει Το δαχτυλίδι του το θυμίζει. Έχει κανείς κάτι άλλο και αυτό τον κάνει να θυμάται κάτι άλλο που θέλει να θυμάται. Να λέμε λοιπόν την ευχή, την προσευχή αυτή, οπουδήποτε και οποτεδήποτε και να αξιοποιούμε όλα τα κενά που έχουμε μέσα στο εικοσιτετράωρο. Η ευχή αυτή έχει, να προσπαθούμε να έχει, όλα αυτά: τη μετάνοια, την ταπείνωση, την επιστροφή στον Θεό, τη ζήτηση, τον πόθο για τον Θεό. «Θεέ μου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Λένε μερικοί «δεν μπορώ να την πω». Ή, πώς θα την πεις; Δεν είναι εδώ μαγνητόφωνο, ας πούμε, να το βάλεις να την πει. Λαχταράει η ψυχή σου το έλεος, ακριβώς διότι αισθάνεσαι πολύ αμαρτωλός, πολύ αδύνατος, διότι αισθάνεσαι να πιέζεσαι, να είναι βαριά η ψυχή σου από τις πτώσεις σου, διότι αισθάνεσαι την κακία των ανθρώπων γύρω σου, διότι αισθάνεσαι ότι έχεις ανάγκη από τον Θεό. Όταν τα αισθάνεσαι αυτά, μπορείς να μην τη λές; Και να σε εμποδίζουν, εσύ θα τη λες. Κραυγάζεις, δηλαδή φωνάζεις και λές «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Λέγοντας λοιπόν την ευχή, και θα ενθυμούμαστε ότι είμαστε μέσα στην περίοδο αυτή του Τριωδίου και θα προσευχόμαστε. Και καθώς θα προσευχόμαστε, μέσα σ' αυτήν την προσευχή θα έχουμε και όλα τ' άλλα. Ή, καθώς θα ενθυμούμαστε ότι είμαστε στην περίοδο του Τριωδίου, θα προσπαθούμε να έχουμε και όλα τα άλλα, τα οποία βρίσκουμε με κάθε λεπτομέρεια, θα έλεγε κανείς, μέσα στα βιβλία της Εκκλησίας και μάλιστα στο βιβλίο αυτό που λέγεται, όπως είπαμε, Τριώδιο.
Ο πόθος: αυτό που προσέχει ο θεός
Σας είχα πει την περασμένη φορά ότι υπάρχουν και βιβλία κατάλληλα για την περίοδο αυτή. Ένα βιβλίο γραμμένο από τον π. Σμέμαν για τη Μ. Τεσσαρακοστή, που είναι πορεία προς το Πάσχα. Ο μακαρίτης ο Φραγκόπουλος έχει γράψει με κάθε λεπτομέρεια για όλα αυτά τα θέματα. Για τις τρεις πρώτες εβδομάδες το βιβλίο το τιτλοφορεί «Η θύρα της μετανοίας». Το δεύτερο βιβλίο που αναφέρεται στις εβδομάδες της κυρίως Σαρακοστής το τιτλοφορεί «Το στάδιο των αρετών». Αλλά και άλλα βιβλία.
Γενικά το βιβλίο του Σμέμαν είναι πολύ καλό. Αρχίζει από την Κυριακή που αναγινώσκεται η ευαγγελική περικοπή η οποία αναφέρεται στο περιστατικό του Ζακχαίου. Λέει ο Σμέμαν ότι ο Ζακχαίος επιθυμεί να δει τον Κύριο. Και αυτή η επιθυμία τον κάνει να ξεπεράσει τις δυσκολίες που έχει και κυρίως το ότι ήταν κοντός· ξεπερνάει δηλαδή τον εαυτό του. Εάν δεν επιθυμούσε τόσο πολύ να δει τον Κύριο, θα έλεγε «δεν μπορώ, δεν γίνεται, είναι τόσος κόσμος» κλπ. Επειδή λοιπόν επιθυμούσε τον Κύριο, μηχανεύτηκε η μάλλον η επιθυμία αυτή τον έκανε να μηχανευθεί, να βρει έναν τρόπο. Ανέβηκε στη συκομορέα και είδε τον Κύριο και ο Κύριος αμέσως ανταποκρίθηκε. Ο Κύριος ως Θεός είδε την επιθυμία που υπήρχε μέσα στην καρδιά του Ζακχαίου και δεν τον άφησε έτσι. 
Θα λέγαμε, ο Θεός προσέχει πάρα πολύ αυτό: την επιθυμία. Αν δηλαδή κανείς έχει πόθο μέσα του, αν έχει επιθυμία μέσα του, αν έχει λαχτάρα, αν αγαπά τον Θεό. Βέβαια, είναι δώρο του Θεού αυτό, αλλά είναι κάτι που είναι και από τον άνθρωπο. Βλέπετε, όταν κι εμείς κάτι το λαχταρούμε, το ποθούμε πολύ, όλοι να τα βάλουν μαζί μας, όλοι να παρεμβάλουν εμπόδια, εμείς θα βρούμε τρόπο να φθάσουμε σ' αυτό το οποίο θέλουμε. Αρχίζει λοιπόν ο πατήρ Σμέμαν την πορεία προς το Πάσχα από τον πόθο. Η πορεία  αυτή δεν είναι απλώς να γιορτάσουμε το Πάσχα, αλλά είναι να έλθει το Πάσχα στην ψυχή μας. Δηλαδή σκοπός είναι να αναστηθεί η ψυχή. Γι' αυτό αναστήθηκε ο Χριστός. Ανασταινόμενος ο Χριστός ανασταίνει εμάς· όχι για μας, αλλά ανασταίνει εμάς. 
Ένας που ποθεί τον Χριστό, αγαπά τον Χριστό, ενώνεται με τον Χριστό, είναι αδύνατο να μη σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό και να μην αναστηθεί με τον Χριστό. Μερικοί όταν συναντήσουν δυσκολίες στη ζωή και ζορισθούν, στενοχωριούνται, αποθαρρύνονται, τρομοκρατούνται και το βάζουν στα πόδια. Δεν ποθείς τον Χριστό; Δεν επιθυμείς τον Χριστό; Δεν λαχταράει η ψυχή σου τον Χριστό; Ε, αφού αυτό υπάρχει μέσα στην καρδιά σου, αυτό σημαίνει πώς ό,τι έγινε με τον Χριστό, θα γίνει και με σένα. Καθώς είσαι μαζί με τον Χριστό, είναι αδύνατο να μην περάσεις από τον σταυρό που πέρασε εκείνος, είναι αδύνατο να μη συσταυρωθείς με τον Χριστό, για να συναναστηθείς με τον Χριστό. 
Προετοιμασία για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Επίσης κάτι που τονίζει ο π. Σμέμαν και χρειάζεται νομίζω να το σημειώσουμε αυτήν την ώρα είναι ότι η Εκκλησία δεν μας βάζει κατευθείαν μέσα στη Μ. Τεσσαρακοστή. Ας πούμε, χωρίς να παρεμβάλλονται οι τρεις εβδομάδες προετοιμασίας, την Κυριακή, που λέγεται σήμερα Κυριακή της Τυρινής, να μας έλεγε ότι από την άλλη μέρα, από αύριο Δευτέρα, μπαίνουμε στην Τεσσαρακοστή.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί απότομα από τη μιά κατάσταση στην άλλη, και η Εκκλησία, που γνωρίζει καλά τη φύση του ανθρώπου, την ψυχολογία του ανθρώπου, τον προετοιμάζει. Ας πούμε, αρχίζει από σήμερα το Τριώδιο, Κυριακή τελώνου και Φαρισαίου -είπαμε, με το περιστατικό του Ζακχαίου μας τονίζει την επιθυμία- και μας τονίζει την ταπείνωση, μας τονίζει την προσευχή που γίνεται με ταπείνωση. Μας τονίζει τη μετάνοια, την επιστροφή του ανθρώπου στον Θεό με την παραβολή του ασώτου υιού που θα ακούσουμε την άλλη Κυριακή.
Έχετε ακούσει και εγώ πρέπει να έχω ξαναπεί αυτό που λέγεται, ότι εάν δεν είχε διασωθεί τίποτε από τα Ευαγγέλια και είχε διασωθεί μόνο η παραβολή του ασώτου υιού, μας έφθανε, για να καταλάβουμε ποιος ήταν αυτός ο Χριστός που ήλθε στη γη, τι είναι ο Θεός μας, πόσο αγαπά ο Θεός τον άνθρωπο, πόσο περιμένει τον άνθρωπο να γυρίσει, να επιστρέψει, να του δώσει τα αγαθά εκείνα που έχασε, να τον συγχωρήσει. Περιμένει ο Θεός και είναι έτοιμος να συγχωρήσει τον άνθρωπο και είναι έτοιμος να του δώσει «τον μόσχον τον σιτευτόν», που είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και μόνο η παραβολή αυτή να είχε διασωθεί, μας έφτανε· θα ξέραμε τι είναι Ευαγγέλιο.
Η Εκκλησία λοιπόν μας προετοιμάζει για τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή με την παραβολή του τελώνου και Φαρισαίου, με την παραβολή του ασώτου υιού, όπου τονίζεται η επιστροφή στον Θεό, με την παραβολή της Κρίσεως -παραβολή είναι η περικοπή που αναγινώσκεται την Κυριακή της Απόκρεω- οπότε στήνεται το τελικό δικαστήριο και ο Χριστός κρίνει τους ανθρώπους με βάση την αγάπη. Δηλαδή ο άνθρωπος επιθυμεί, ποθεί, ταπεινώνεται, μετανοεί, επιστρέφει στον Θεό -«ελθών εις εαυτόν» ο άσωτος, κατάλαβε τι έγινε και γυρίζει στον Θεό, επιστρέφει στον Θεό- και φθάνει στην αγάπη.
Όπως λέει ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής καί όπως τονίζουν όλοι οι Πατέρες, το τέλος της αρετής, η τελειότητα της αρετής, η ατέλεστος τελειότης είναι η αγάπη. Ξεκινάει κανείς με τη μετάνοια, με την κάθαρση, με τον φωτισμό και φθάνει στην αγάπη. Αγαπά κανείς τον Χριστό, αγαπά την Αγία Τριάδα, αγαπά τον άνθρωπο, αλλά αγαπά όπως λέει ο Κύριος: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ με». «Εγώ, εγώ». Ο Χριστός πείνασε, ο Χριστός δίψασε, ο Χριστός ήταν στη φυλακή. Αυτό σημαίνει ότι δεν φθάνει ν' αγαπήσεις τον άλλο, απλώς για να τον εξυπηρετήσεις. Όχι. Πρέπει να ανακαλύψεις μέσα στον άλλο αυτό, που αξίζει όσο δεν αξίζει όλος ο κόσμος· να ανακαλύψεις αυτό το ιδιαίτερο που έχει ο καθένας στη ψυχή του, αλλά και η ψυχή του καθενός είναι κάτι το ιδιαίτερο. Όχι απλώς βοήθησα τον Γιώργο, βοήθησα τον Γιάννη, εξυπηρέτησα τον Βασίλη ή προσφέρθηκα και βοήθησα την Άννα και τη Βασιλική ή μια ομάδα ανθρώπων κλπ. Αυτός ο άνθρωπος είναι πρόσωπο· δεν είναι απλώς άτομο.
Αν δούμε τον Χριστό μέσα στον καθένα...
Σήμερα όλος ο κόσμος είναι άτομα. Όλοι είναι ατομιστές. Ο καθένας όμως είναι πρόσωπο. Και ο άνθρωπος γίνεται πρόσωπο, όταν είναι μέσα του ο Χριστός. Χωρίς τον Χριστό δεν μπορεί ο άνθρωπος να γίνει πρόσωπο. Γι' αυτό λέει «επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν». Δηλαδή ο Χριστός δεν είναι μέσα στον κάθε άνθρωπο, δυνάμει όμως είναι μέσα, διότι ο Χριστός έγινε άνθρωπος για όλους, απέθανε για όλους και από κάποια πλευρά είναι μέσα στη ψυχή του καθενός. Αν δούμε τον Χριστό μέσα στον καθένα, τότε βλέπουμε αληθινά τον άνθρωπο, τότε βλέπουμε αυτόν τον αληθινό άνθρωπο που πεινάει. Πεινάει, γιατί ακόμη δεν ένιωσε ότι δυνάμει μέσα του είναι ο Χριστός, δεν βρήκε ακόμη τον Χριστό· πεινάει, διψάει, είναι γυμνός, είναι φυλακισμένος. Και αρχίζει ο άνθρωπος να αγαπά, να αγαπά αληθινά.
Αγαπά και τον εαυτό του. «Αγαπήσεις τον πλησίον σον ως σεαυτόν». Δεν εξαιρείται ο εαυτός μας. Ν' αγαπήσεις τον αληθινό εαυτό σου. Να τον αγαπήσεις πραγματικά τον εαυτό σου όχι κατά φίλαυτο τρόπο. Οπότε βρίσκεις και τον άλλο και τον αγαπάς. Τον αγαπάς ως πρόσωπο, ως συγκεκριμένο πρόσωπο, όχι σαν μάζα. Η αγάπη δεν είναι θέμα κοινωνικό, η αγάπη δεν είναι θέμα κομματικό, η αγάπη δεν είναι θέμα απλώς να τακτοποιηθούν ορισμένα προβλήματα των ανθρώπων.
Ναι! Πόσοι, πόσοι διψούν! Μπορεί η ίδια σου η γυναίκα να διψάει αγάπη, αληθινή αγάπη, και δεν της την έδωσες ακόμη. Ο άνδρας σου να θέλει αυτήν την αγάπη την αληθινή και ακόμη δεν ένιωσε ότι τον αγάπησες ως πρόσωπο συγκεκριμένο, αλλά σαν τον άνθρωπο ο οποίος σε εξυπηρετεί, ο οποίος σου έδωσε ένα όνομα, ο οποίος σε στεγάζει κάτω από ένα σπίτι, ο οποίος φέρνει τα προς το ζην κλπ., για να περνάτε όμορφα και ωραία. Αλλά ακόμη δεν ένιωσε ότι ανακάλυψες αυτό το βαθύτερο είναι του. Δεν υπάρχει κανείς άνθρωπος, νομίζω, που, όταν δούμε αυτό το βαθύτερο που είναι ο καθένας και τον αγαπήσουμε, δεν θα το νιώσει αυτό και δεν θα συνεπαρθεί απ' αυτό και δεν θα πάρει διαφορετικότερη στάση απέναντί μας.
Έτσι λοιπόν με το να μας τονίζει η Εκκλησία την επιθυμία, την ταπείνωση, την επιστροφή, τη μετάνοια, την προσευχή την απλή, μας οδηγεί στην αγάπη. Στην αγάπη, με βάση την οποία θά κριθούμε· στην αγάπη, μ' αυτήν την έννοια. Και έτσι μας προετοιμάζει.
Πριν προσευχηθείς...  
Επανέρχομαι πάλι. Αυτό είναι που τονίζει ο π. Σμέμαν, ότι μας προετοιμάζει η Εκκλησία, για να μπούμε στη Σαρακοστή· δεν μας βάζει απότομα. Και θέλω εδώ να τονίσω αυτό που είπαμε σε άλλη περίπτωση: οτιδήποτε κι αν κάνεις, πρέπει να προετοιμάζεσαι. Πας στην εκκλησία το πρωί. Μην πας απλώς. Χρειάζεται μια προετοιμασία και στο σπίτι και καθ' οδόν. Προετοιμάσου λιγάκι, ώστε να μπεις κάπως έτοιμος μέσα στον ναό. Αλλιώς θα τον δεις τον άλλο, αλλιώς θα τον νιώσεις, αλλιώς θα αισθανθείς το όλο μυστήριο που γίνεται εκεί.
Λέγαμε, αν ενθυμείσθε μερικοί, ότι πας να προσευχηθείς το βράδυ ή το πρωί. Στάσου λίγο πρώτα- μην αρχίζεις αμέσως. Λίγα δευτερόλεπτα να σταθείς και να σκεφθείς ότι «θα κάνω προσευχή· εμφανίζομαι ενώπιον του Θεού. Εγώ είμαι σκουλήκι, ο τελευταίος από τους αμαρτωλούς, ο ανάξιος». Αυτά όλα μπορείς να τα σκεφθείς μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα· ούτε δέκα δευτερόλεπτα. Αυτό όμως θα σε βοηθήσει να πεις μετά «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού...». Εάν δεν κάνεις αυτήν την προετοιμασία, εάν δεν σταθείς λιγάκι να σκεφθείς κάπως έτσι, η προσευχή σου θα χωλαίνει.
Έναν καιρό που καίγαμε μαζούτ, χρειαζόταν η προθέρμανση· δεν γινόταν αλλιώς. Χωρίς την προθέρμανση, όσο μαζούτ κι αν είχε η δεξαμενή, όσο καλός και αν ήταν ο καυστήρας, δεν γινόταν δουλειά. Χρειαζόταν εκείνο το κουτάκι που γινόταν η προθέρμανση του μαζούτ. Έτσι λοιπόν χρειάζεται μια προετοιμασία. Όταν γίνει, λές «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού...», λες «"Αγιος ο Θεός...» και αλλιώς τη -νιώθεις την προσευχή. Όταν δεν γίνει, αρχίζεις και συνεχίζεις την προσευχή σαν σιδηρόδρομος «Άγιος ο Θεός...» Δηλαδή η ίδια η προσευχή σου όχι μόνο δεν είναι προσευχή, αλλά ούτε καν προετοιμασία για προσευχή δεν είναι.
Είναι πολύ σπουδαία αυτή η παρατήρηση που κάνει ο π. Σμέμαν ότι γενικότερα ο άνθρωπος έχει ανάγκη από προετοιμασία, και η Εκκλησία, ας πούμε, τον προετοιμάζει, για να μπει στη Μ. Τεσσαρακοστή. Είναι σπουδαία η παρατήρηση, και ας την εφαρμόσουμε λοιπόν αυτήν την αλήθεια. Μπορεί να κάνεις μόνο ένα λεπτό προσευχή. Όμως, αν πρώτα πέντε δευτερόλεπτα συμμαζευτείς λιγάκι, θα δεις ότι θα κάνεις ένα λεπτό προσευχή και θα θέλεις να κάνεις ακόμη ενα και ακόμη άλλο ένα κλπ., αλλά θα είναι και σωστότερη η προσευχή σου.
Κάτι για τη νηστεία
Αυτήν την εβδομάδα, όπως ίσως θα ξέρετε, που είναι η πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, έχει κατάλυση εις πάντα και την Τετάρτη και την Παρασκευή. Είπαμε κι άλλη φορά ότι παλαιότερα υπήρχε λόγος που είχε κατάλυση· τώρα δεν υπάρχει, κανείς λόγος, αλλά οι χριστιανοί κάτι τέτοια τα θεωρούν ως κεκτημένα δικαιώματα και δεν τα χάνουν εύκολα.
Παλιά, όπως λέει ο άγιος Νικόδημος, όχι παντού αλλά σα κάποια περιοχή όπου ζούσαν και αιρετικοί Αρμένιοι, οι οποίοι είχαν αυστηρή νηστεία αυτήν την εβδομάδα, η Εκκλησία, ακριβώς για να μην παρασυρθούν οι ορθόδοξοι από τους αιρετικούς, είπε ότι όλη αυτήν την εβδομάδα οι χριστιανοί δεν θα νηστεύουν καθόλου. Και ενώ αυτό είχε τοπικό και καιρικό χαρακτήρα, τελικά επικράτησε σ' όλη την Εκκλησία να μην έχει νηστεία την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου. Εν πάση περιπτώσει και τα επίσημα βιβλία της Εκκλησίας, το Ημερολόγιο που κάθε χρόνο εκδίδει η Ιερά Σύνοδος γράφει ότι έχει κατάλυση εις πάντα. Επομένως, μπορείτε να φάτε ελεύθερα Τετάρτη και Παρασκευή την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου. Εφόσον είναι γενικό, ο Θεός θα μας το συγχωρήσει. Αν κανείς θέλει να νηστεύσει, μπορεί να νηστεύσει.
Για το θέμα της νηστείας θα μιλήσουμε πάλι, αλλά από τώρα λέω ν' αφήσουμε κατά μέρος αυτά που λέμε «δεν μπορώ και δεν γίνεται». Όλοι μπορούμε να νηστεύσουμε, εκτός από ελάχιστες, πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις. Όλοι οι άλλοι μπορούμε να νηστεύσουμε και μάλιστα θα χαρούμε και την υγεία μας. Είμαστε άρρωστοι, επειδή δεν νηστεύουμε, όχι επειδή νηστεύουμε.
Πηγή http://www.agiameteora.net/index.php/triodiou/916-p-symeon-kragiopoulou-ti-simainei-periodos-triodiou-sxolio-stin-kyriaki-tou-teloni-kai-tou-farisaiou

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος- Φαρισαίος και Τελώνης


«...Έχεις όμως και τρίτη οδό μετάνοιας. Κι ανέφερα πολλές οδούς μετάνοιας, για να σου κάνω με την ποικιλία των οδών εύκολη τη σωτηρία. Ποιά είναι αυτή η τρίτη οδός;  Η ταπεινοφροσύνη. Έχε ταπεινό φρόνημα και εξάλειψες το πλήθος των αμαρτιών. Έχεις και γι᾽ αυτήν απόδειξη από τη θεία Γραφή, από την ανάγνωση της παραβολής του Τελώνη και του Φαρισαίου (Λουκα 18, 10 εε. ). Ανέβηκαν, λέγει, ο Φαρισαίος και Τελώνης στο ναό να προσευχηθούν και άρχισε ο Φαρισαίος ν᾽ απαριθμεί τις αρετές του. Εγώ δεν είμαι, λέγει, αμαρτωλός όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτος ο Τελώνης. Άθλια και ταλαίπωρη ψυχή, όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί λύπησες και τον πλησίον σου; Δεν σού άρκεσε η οικουμένη, κι έφτασες να καταδικάσεις και τον Τελώνη; Όλους λοιπόν τους κατηγόρησες και δεν λυπήθηκες ούτε τον ένα αυτον άνθρωπο. «Δεν είμαι εγώ όπως όλος ο κόσμος, ούτε όπως αυτος ο Τελώνης: Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, δίνω το δέκατο από τα υπάρχοντα μου στους φτωχούς.» Είπε λόγια αλαζονικά. Άθλιε άνθρωπε, καλά όλη την οικουμένη την καταδίκασες, γιατί κατηγόρησες και τον πλησίον σου Τελώνη; Δεν χόρτασες με την κατηγορία της οικουμένης, αλλά κατέκρινες κι εκείνον που ήταν μαζί σου;

Τί έκαμε λοιπόν ο Τελώνης; Όταν τ᾽ άκουσε αυτά δεν είπε: «Συ ποιός είσαι που λες αυτά εναντίον μου; Από πού γνωρίζεις το βίο μου; Δεν έμεινες μαζί μου. Δεν ζήσαμε μαζί. Γιατί υπερηφανεύεσαι τόσο πολύ; Ποιός είναι μάρτυρας των δικών σου αγαθοεργιών; Γιατί παινεύεις τον εαυτό σου; Γιατί κάνεις χάρη στον εαυτό σου;» Όμως τίποτε απ' αυτά δεν είπε ο Τελώνης, αλλ᾽, αφού έσκυψε, προσκύνησε και είπε: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με τον αμαρτωλό», και με την ταπεινοφροσύνη που έδειξε ο Τελώνης δικαιώθηκε. Αντίθετα ο Φαρισαίος κατέβηκε από το ναό στερημένος τη δικαίωση, ενώ ο Τελώνης κατέβηκε πετυχαίνοντας τη δικαίωση. Κι έτσι τα λόγια νίκησαν τα έργα. Γιατί ο ένας έχασε τη δικαίωση από τα έργα, ενώ ο άλλος με τον ταπεινό λόγο και λογισμό πέτυχε τη δικαίωση. Αν και βέβαια ούτε ταπεινοφροσύνη ήταν εκείνο. Γιατί ταπεινοφροσύνη είναι όταν κανείς, ενώ είναι μεγάλος, ταπεινώνει τον εαυτό του. Αυτό που είπε ο Τελώνης δεν ήταν λόγος ταπεινοφροσύνης, αλλά ήταν η αλήθεια. Γιατί ήταν αληθινά τα λόγια. Ήταν πραγματικά αμαρτωλός. 
Πραγματικά πες μου, τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη; Είναι πραγματευτής ξένης σοδειάς, και μοιράζεται ξένους κόπους. Και τον κόπο βέβαια δεν τον προσέχει, ενώ το κέρδος το μοιράζεται. Ώστε η αμαρτία του Τελώνη είναι η χειρότερη. Γιατί τίποτε άλλο δεν είναι ο Τελώνης, παρά σκέτος εκβιασμός. Εκβιασμός χωρίς φόβο, αμαρτία νόμιμη, εύσχημη πλεονεξία. Πραγματικά τι υπάρχει χειρότερο από τον Τελώνη που κάθεται στο δρόμο και τρυγάει τους ξένους κόπους; Όταν είναι η ώρα των κόπων, καμιά φροντίδα εκ μέρους του, όταν όμως φτάνει η στιγμή του κέρδους, από εκείνα που δεν κόπιασε παίρνει τη μερίδα. Ώστε, εάν ο Τελώνης, ενώ ήταν αμαρτωλός, πέτυχε τόση μεγάλη δωρεά με την ταπεινοφροσύνη του, πόσο πιο μεγάλη δεν θα επιτύχει εκείνος που είναι ενάρετος και ζει ταπεινά; Ώστε, αν εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου και ταπεινωθείς, γίνεσαι δίκαιος. Θέλεις να μάθεις και ποιός είναι ταπεινόφρονας; Πρόσεχε τον Παύλο τον δάσκαλο της οικουμένης, τον πνευματικό ρήτορα, το σκεύος της εκλογής, το λιμάνι το ακύμαντο, τον πύργο τον ασάλευτο, εκείνον που με το μικροκαμωμένο σώμα του περικύκλωνε την οικουμένη και σάν κάποιος φτερωτός περιέτρεξε αυτήν. Πρόσεχε εκείνον που έχει ταπεινό λογισμό, τον αμαθή και φιλόσοφο, τον φτωχό και πλούσιο. Εκείνον ονομάζω πραγματικό ταπεινόφρονα, εκείνον που υπέμεινε αμετρήτους κόπους, που έστησε αμέτρητα τρόπαια κατά του διαβόλου, που κήρυττε και έλεγε «η χάρη Του προς εμένα δεν ήταν χωρίς αποτέλεσμα, αλλά περισσότερο απ᾽ όλους κοπίασα» (Α' Κορ. 15, 10). Εκείνος που υπέμεινε φυλακές και πληγές και μαστιγώματα, εκείνος που σαγήνευσε μ᾽ επιστολές την οικουμένη, εκείνος που κλήθηκε με ουράνια φωνή. Εκείνος ταπεινοφρονεί, λέγοντας:«Γιατί εγώ είμαι ο πιό ασήμαντος απ᾽ όλους τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος» (Α' Κορ. 15, 9).
Είδες μέγεθος ταπεινοφροσύνης, είδες τον Παύλο που ταπεινοφρονεί, που ονομάζει ελάχιστο τον εαυτό του; Γιατί λέγει, «εγώ είμαι ο πιό ασήμαντος από τους αποστόλους, και δεν είμαι ικανός να ονομασθώ απόστολος». Γιατί αυτό πραγματικά είναι ταπεινοφροσύνη, το να ταπεινώνεται σ᾽ όλους και να ονομάζει τον εαυτό του ελάχιστο...»
 
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, απόσπασμα από την ομιλία Β', περί μετανοίας

Saint Gregory Palamas-Homily On the Publican and the Pharisee


 Saint Gregory Palamas
 
1. THE unseen patron of evil is full of evil ingenuity. Right at the beginning he can drag away, by means of hopelessness and lack of faith, the foundations of virtue already laid in the soul. Again, by means of indifference and laziness, he can make an attempt on the walls of virtue’s house just when they are being built up. Or he can bring down the roof of good works after its construction, by means of pride and madness. But stand firm, do not he alarmed, for a diligent man is even more ingenious in good things, and virtue has superior forces to deploy against evil. It has at its disposal supplies and support in battle from Him Who is all-powerful, Who in His goodness strengthens all lovers of virtue. So not only can virtue remain unshaken by the various wicked devices prepared by the enemy, but it can also lift up and restore those fallen into the depths of evil, and easily lead them to God by repentance and humility.

2. Here is an example and a clear proof. The Publican, as a publican, dwells in the depths of sin. All he has in common with those who live virtuously is one short utterance, but he finds relief, is lifted up and rises above every evil. He is numbered with the company of the righteous, justified by the impartial Judge Himself. If the Pharisee is condemned by his speech, it is because, as a Pharisee, he thinks himself somebody, although he is not really righteous, and utters many arrogant words which provoke God’s anger with their every syllable.

3. Why does humility lead up to the heights of righteousness, whereas self-conceit leads down to the depths of sin? Because anybody who thinks he is something great, even before God, is rightly abandoned by God, as one who thinks that he does not need His help. Anybody who despises himself, on the other hand, and relies on mercy from above, wins God’s sympathy, help and grace. As it says, “The Lord resisteth the proud: but he giveth grace unto the lowly” (Prov. 3:34 LXX).

4. The Lord demonstrates this in a parable, saying. “Two men went up into the temple to pray, the one a Pharisee, and the other a publican” (Luke 18:10). Wanting to set clearly before us the gain that comes from humility and the loss from pride, he divided into two groups all who went to the Temple, or, rather, those who went up into the Temple, who are the ones who go there to pray. This is the nature of prayer, it brings a man up from the earth into heaven and, rising above every heavenly name, height and honor, sets him before the God Who is over all (cf. Rom. 9:5). The ancient Temple was set in a high place, on a hill above the city. Once when a deadly epidemic was destroying Jerusalem, David saw the Angel of Death on this hill, stretching out his sword against the city. He went up there and built an altar to the Lord, on which he offered a sacrifice to God, and the destruction ceased (2 Sam. 24:15-25). All these things are an image of the saving ascent of the spirit during holy prayer and of the forgiveness it brings - for these things all

foreshadowed our salvation. They can also be an image of this holy church of ours, which is indeed set in a high place, in another angelic country above the world, where the great, bloodless sacrifice, acceptable to God, is offered for the forgiveness of the whole world, the destruction of death and abundance of eternal life.

5. So the Lord did not say, “Two men went to the temple”, but “went up” into the Temple. Even now there are some who come to the holy church without going up. Instead they bring down the church, the image of heaven. They come for the sake of meeting each other and talking, or to buy and sell goods, and they resemble each other, for the latter offer goods, the former words, and all receive a fair exchange. As in those days the Lord drove them completely out of the Temple saying, “My house shall be called the house of prayer; but ye have made it a den of thieves” (Matt. 21:13), so He also drove them away from their conversations as they did not really go up into the Temple at all, even if they came there every day.

6. The Pharisee and the Publican went up into the Temple, both with the aim of praying. But the Pharisee brought himself down after going up, defeating his aim by the way he prayed. Both had the same aim in going up, both went up to pray, but they prayed in opposite ways. One made the ascent broken and contrite, for he had learned from the Psalmist and Prophet that “a broken and a contrite heart, O God, thou wilt not despise” (Ps. 5 1:17). The Prophet says of himself, with the knowledge of experience, “I was brought low and the Lord helped me” (Ps.11 6:6). But why am I talking about the Prophet, when the God of the prophets, Who for our sake became like us, humbled himself. “Wherefore”, as the Apostle says, “God hath highly exalted him” (Phil. 2:9). The Pharisee, by contrast, goes up bloated with pretensions to justify himself in the presence of God, although all our righteousness is like a filthy rag before Him (cf. Is. 64:6). He had not heard the saying, “Everyone that is proud in heart is an abomination to the Lord” (Prov. 16:5), or, “God resisteth the proud” (Prov. 3:34 LXX), or, “Woe unto them that are wise in their own eyes, and prudent in their own sight” (Isa. 5:21).

7. The two were different not only in their manner and way of praying but also in their type of prayer, for there are two kinds. Prayer is not only a matter of entreaty but also of thanksgiving. Of those who pray, one goes up to the Temple of God praising and thanking God for what he has received from him. Another asks for what he has not yet received, including, in the case of those of us who sin all the time, remission of sins. When we piously promise to offer something to God, that is not called prayer but a vow, as shown by the one who said, “Vow, and pay unto the Lord your God” (Ps. 76: 11), and the other who said, “Better is it that thou shouldest not vow, than that thou shouldest vow and not pay” (Eccles. 5:4).

8. However, these two kinds of prayer can both be unprofitable for the unwary. Faith and contrition make prayer and supplication for the remission of sins effective, once evil deeds have been renounced, but despair and hardness of heart make it ineffectual. Thanksgiving for the benefits received from God is made acceptable by humility and not looking down on those who lack them. It is rendered unacceptable, however, by being conceited, as if those benefits resulted from our own efforts and knowledge, and by condemning those who have not received them. The Pharisee’s behavior and words prove he was afflicted with both these diseases. He went up to the Temple to give thanks, not to make supplication and, like a wretched fool, mingled conceit and condemnation of others with his thanksgiving. For he stood and prayed thus with himself: “God, I thank thee, that I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers” (Luke 18:11).

9. Instead of the attitude of a servant, the Pharisee’s stance displays shameless self-exaltation, the opposite of that other man who, in his humility, did not dare to lift up his eyes to heaven. It stands to reason that the Pharisee prayed to himself, for his prayer did not ascend to God, although it did not escape the notice of Him Who sits upon the Cherubim and observes the lowest depths of the abyss. When he said “I thank thee”, he did not go on to say, “because in Thy mercy Thou didst freely deliver me, weak and unable to fight as I am, from the snares of the devil”. For he is spiritually courageous who manages to take refuge in repentance when caught in the snares of the enemy and fallen into the nets of sin. The circumstances of our lives are directed by a higher providence and often, with little or no effort on our part, by God’s help we have stayed out of reach of many great passions, delivered by His sympathy for our weakness. We should acknowledge the gift and humble ourselves before the Giver, not be conceited.

10. The Pharisee says, “I thank thee, God”, not because I have received any help from Thee, but “because I am not as other men are”. As though it was from his own resources and through his own ability that he was not an extortioner or unjust or an adulterer - if, indeed, he really was not. He did not pay attention to himself, or he would not have said he was righteous. He was looking more at everyone else than at himself and, in his madness, despised them all. Only one seemed to him to be righteous and chaste: himself. “I am not”, he says, “as other men are, extortioners, unjust, adulterers, or even as this publican” (Luke 18:11). Anyone could point out to him how foolish he was, by saying to him, “If all except yourself are unjust and extortioners, then who are the victims of extortion and injustice? What about this Publican, and the extra words you added about him? Since he is one of the rest, surely he was included in your general, your universal, condemnation? Or did he have to be condemned twice over because he was in your sight, even though he was standing far away from you. You knew he was unjust because he was obviously a publican, but how did you know he was an adulterer? Or perhaps you are entitled to treat him unjustly and insult him since he treated others unjustly?” But it is not so. With a humble mind he bears your arrogant accusation and, reproaching himself, he offers supplication to God and is delivered by Him from the condemnation of having treated others unjustly. You, however, will be rightly condemned for having arrogantly made accusations against him and all men, and deemed only yourself righteous. “I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers.”

11. These words show the Pharisee’s disdain for God and for everybody, but also for the standards of his own conscience. He openly despises everybody and ascribes his abstention from evil not to God’s strength but to his own. If he says that he thanks God, it is only because he considers all men apart from himself to be licentious, unjust and extortioners, as though God saw fit to grant virtue to him alone. However, if everyone were like that, all the Pharisee’s goods would be in their possession as loot. But this is not so, for he adds, “I fast twice in the week, I give tithes of all that I gain” (Luke l8:12). He does not say that he gives tithes of all that he possesses, but of all that he gains, meaning the additions and increases to his fortune. So he kept what he possessed and also took without hindrance as much as he could over and above that. How could all except himself be extortioners and unjust? This is how self-confuting and self-deceiving evil is! Madness is always mixed with lies.

12. He put forward the fact that he gave tithes of his wealth to prove his righteousness; for if someone gives tithes of his own wealth how can he be an extortioner of other people’s? He put forward fasting to show off his chastity because fasting gives rise to purity. For argument’s sake, then, let us say you are chaste, righteous, wise, sensible, brave, and whatever else you wish. If this has come from yourself and not from God, why do you deceitfully pretend to pray? Why do you go up into the Temple and give thanks in vain? But if it has come from God, you did not receive it so as to boast but for the edification of others to the glory of the Giver. You should have humbly rejoiced and given thanks both to Him Who gave and to those for whose sake the gifts were given. The lamp receives light for those who see it, not for itself. For “week” the Pharisee uses the word “Sabbath”, but he means not the seventh day but the seven days, on two of which he brags that he fasts. He is unaware that such fasts are mere human virtues, whereas pride is demonic. When pride is linked with fasting, however genuine, it annuls and destroys the virtues, and how much more so if the fasting is a sham.

13. These are the words of the Pharisee. By contrast, the Publican “standing afar off, would not lift up so much as his eyes unto heaven, but smote upon his breast saying, God be merciful to me a sinner” (Luke 18:13). See the extent of his humility, faith and self-reproach. See the utter abasement of his thoughts and feelings, and, at the same time, contrition of heart mingled with this publican’s prayer. When he went up into the Temple to pray for the remission of his sins, he brought with him good advocates before God: unashamed faith, un-condemned self-reproach, contrition of heart that is not despised and humility that exalts. He linked attention to prayer most excellently. It says, “The publican standing afar off’. Not “stood”, as in the case of the Pharisee, but “standing”, to show that he was standing for a long time continuously praying and asking for mercy. Without any other intention or thought he paid attention only to himself and God, turning over and repeating the supplication of a single thought,’ the most effective of all prayers.

14. “And the publican, standing afar off, would not lift up so much as his eyes unto heaven” (Luke 18:13). As he stood he bowed down, and his bearing was not only that of a lowly servant, but also of a condemned man. It also proclaims a soul delivered from sin. Although still far from God, without the boldness towards Him that comes from good works, it hopes to draw near to him because it has already renounced evil and is intent on good. “Standing afar off the publican would not lift up so much as his eyes unto heaven”, showing his self- condemnation and self-reproach’ by his manner and appearance. He saw himself as unworthy either of heaven or of the earthly Temple, so he stood on the threshold of the Temple, not daring even to turn his gaze towards heaven, still less towards the God of heaven. In his intense contrition he smote upon his breast to show he was worthy of punishment. He sighed in deepest mourning, bowing his head like a condemned man, calling himself a sinner and begging with faith for forgiveness, saying, “God be merciful to me a sinner”. For he believed Him Who said, “Turn ye unto me, and I will turn unto you” (Zech. 1:3), and the Prophet who bore witness, “I said, I will confess my transgressions unto the Lord, and thou forgavest the iniquity of my heart” (cf. Ps. 32:5).

15. What happened then'? “This man”, says the Lord, “went down to his house justified rather than the other, for every one that exalteth himself shall be abased; and he that humbleth himself shall be exalted” (Luke 18:14). As the devil is conceit itself and pride is his own particular evil, it defeats and swallows up any human virtue with which it is mixed. Whereas humility is the virtue of the good angels, and defeats any human evil that comes upon fallen mankind. Humility is the chariot by which we ascend to God, like those clouds which are to carry up to God those who would dwell for endless ages with Him, as foretold by the Apostle: “We shall be caught up in the clouds to meet the Lord in the air: and so shall we ever be with the Lord” (I Thess. 4:17). Humility is the same as such a cloud. It is formed by repentance, releases streams of tears; brings out the worthy from among the unworthy and leads them up to unite them with God, justified by His free gift for the gratitude of their free disposition.

16. At first the Publican evilly appropriated other people’s goods; later he renounced dishonesty and by not justifying himself, was justified. The Pharisee did not lay claim to other people’s possessions, but by justifying himself he was condemned. What will befall those who do lay claim to other people’s possessions and attempt to justify themselves?

17. Let us leave them, as the Lord does, for words will not convince such people. Sometimes it happens that we humble ourselves when we pray, and we may imagine that we shall be rewarded with the same justification as the Publican. But it is not so. We must consider the fact that the Publican was despised by the Pharisee to his face, even after he had abandoned sin, and he condemned himself with contempt, not only not contradicting the Pharisee but joining in with his accusations against him.

18. When you abandon your evildoing, do not contradict those who despise or reproach you because of it. Join them in condemning yourself for what you are like and, through contrite prayer, take refuge in the forgiveness of God alone, realizing that you are a rescued publican. Many have called themselves sinners, and so do we, but dishonor tests the heart. The great Paul is far removed from pharisaic boasting, but he wrote to those in Corinth who were speaking in tongues, “I thank my God, I speak with tongues more than ye all” (1 Cor. 14:18). (He who elsewhere calls himself the off-scouring of all things, writes these words to restrain those who look down on those who did not have this gift, cf. 1 Cor. 4:13). If therefore Paul, who is far removed from pharisaic boasting, can write such words, it is also possible for someone to say the same words as the Publican and be humble in speech like him, but not to be justified as he was. To the Publican’s words must be added his renunciation of evil, his soul’s disposition, his contrition and his patience. David shows us by his actions that anyone who considers himself guilty before God and repents must believe that the reproach and contempt of others towards him is just and to be endured. After he had sinned, when he heard Shimei speaking ill of him, he said to those who wanted to retaliate, “Let him curse, because the Lord hath said unto him, Curse David” (2 Sam. 16:10). According to him, God’s forgiveness of David’s sin against him had posted the man there. Yet David was struggling at that time with a great and terrible calamity, as Absalom had just risen up in revolt against him (2 Sam. 15:7ff).

19. Leaving Jerusalem against his will and with unbearable grief, he fled as far as the foot of the Mount of Olives. There, to make the calamity worse, he met Shimei throwing stones at him, cursing him mercilessly and insulting him shamelessly (2 Sam. 16:5ff). He called him a bloodthirsty man and a criminal, as if to remind the King, to his disgrace, of the incident with Bathsheba and Uriah (2 Sam. 11:3-15). He did not stop after cursing him once or twice and throwing a few stones, and words that strike harder than stones. It says the King with all his men went on with Shimei going along the mountainside following the King, cursing him, throwing stones from the side and spattering him with mud. The King did not lack men to stop him. Abishai, his commander, unable to endure it, said to the King, “Why should this dead dog curse my lord and king? let me go over, I pray thee, and take off his head” (2 Sam. 16:9). But David restrained him and all his servants, saying to them, “Let him curse. It may be that the Lord will look on my affliction, and that the Lord will requite me good for his cursing this day” (2 Sam. 16:12).

20. The happenings which took place in those days are shown in the parable of the Publican and the Pharisee, fulfilled for ever by righteousness. If someone really accounts himself guilty of eternal punishment, he will courageously endure not just dishonor but also harm, disease and, in fact, every kind of misfortune and ill-treatment. He who shows such patience, as though in debt and guilty, is delivered by a very light condemnation, temporary and ephemeral, saved from truly grievous, unbearable and unending punishment.16 Sometimes he may even he delivered from dangers threatening him now, because God’s kindness begins from that point, due to his patience. Someone chastened by God said, “I will bear the chastening of the Lord, because I have sinned against him” (cf. Micah 7:9 LXX).

21. May we, chastened not by the Lord’s wrath and anger hut by His mercy, not be cast down by God’s punishment, but like the Psalmist may we be raised up at the end by the grace and love towards mankind of Our Lord Jesus Christ, to Whom be glory, might, honor and worship, together with the Father and the life-giving Spirit, now and for ever and unto the ages of ages. Amen.

Sunday of the Publican and the Pharisee


Two men went up into the temple to pray; the one a Pharisee, and the other a publican. The Pharisee stood and prayed thus with himself, God, I thank thee, that I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers, or even as this publican. I fast twice in the week, I give tithes of all that I possess. And the publican, standing afar off, would not lift up so much as his eyes unto heaven, but smote upon his breast, saying, God be merciful to me a sinner. I tell you, this man went down to his house justified rather than the other: for every one that exalteth himself shall be abased; and he that humbleth himself shall be exalted. (Luke 18, 10-14)



The Parable of the Publican and the Pharisee


Continuing to denounce His adversaries, especially the Pharisees, Christ utters a parable that supplements the preceding two - those of the lost sheep and the prodigal son. The following parable - of the publican and the Pharisee - is recorded in the eighteenth chapter of the Gospel according the Luke:
Two men went up into the temple to pray; the one a Pharisee, and the other a publican. The Pharisee stood and prayed thus with himself, God, I thank thee, that I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers, or even as this publican. I fast twice in the week, I give tithes of all that I possess. And the publican, standing afar off, would not lift up so much as his eyes unto heaven, but smote upon his breast, saying, God be merciful to me a sinner. I tell you, this man went down to his house justified rather than the other: for every one that exalteth himself shall be abased; and he that humbleth himself shall be exalted.

Two men went up into the temple to pray, - thus does the Lord begin the parable. In their prayer, Christ discloses the state of both the one and the other. "Prayer is a mirror of one's spiritual disposition", say the holy Fathers of the Church, - "Look into this mirror, look at how thou prayest - and thou wilt be able to say unerringly what thy spiritual disposition is". In prayer, our good and dark sides, our spiritual abasement and spiritual growth are revealed most fully. It is not by chance that "The Lenten Triodion" (the Church book containing all the ivine services, beginning with the Sundays preparatory to Great Lent and ending with Great Saturday) opens with the very significant sticheron: "Brethren, let us not pray as the Pharisee…"

In the parable itself, the Pharisee stands before us as the incarnation of absolute self-satisfaction. The Pharisee - the fulfiller of the law, who observes all the religious rules - comes and prays in thanksgiving: God, I thank thee, that I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers, or even as this publican. I fast twice in the week, I give tithes of all that I possess and here I am coming and thanking Thee.

It must be said that the Pharisee had some grounds for being satisfied with himself. After all, he was a representative of the intellectual stratum of society, he was in his own way religious, educated and well-read; to all appearance, he firmly preserved the religious beliefs and traditions, fulfilled the religious prescriptions, gave a tenth part of his possessions for the needs of his religion. Evidently, being a religious man in his own way, he did nothing obviously evil, and it is entirely possible that, in the worldly sense, he was not a bad man, whom many, perhaps, regarded with great respect.

But the self-satisfaction of the Pharisee was, as it were, the dominate feature of his spiritual state; it was so dominant that it completely obscured from him the genuine picture of what was taking place in his soul. Self-satisfaction, not limited by anything, had seized him to such an extent, that he completely forgot that all his so-called virtues lose all their value and meaning before God's judgment.

But now let us turn to the other - the publican, the tax collector. In the ancient world, this profession was held in general contempt. To all appearance, the publican does not fulfill anything from the law; but, sensing his worthlessness, he only beats his breast and prays: God be merciful to me a sinner! The modest publican concentrated his spiritual powers on his sinfulness, on his imperfectness before the face of God. He understood all the futility of justification by outward works.

These, then, are the two different states - on the one hand, there is the prayer beginning with thanksgiving: God, I thank thee that I am not as other men are. This is seemingly an invocation of God, but in actual fact it is a confirmation of his "ego", for the core of pride, according to Venerable John Climacus, is "the shameless parade of our labours". The Lord, after all, knows the heart of the Pharisee; but he says: I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers, and degrading his neighbor as well - I am not …as this publican.

The Pharisee seemingly both believes in the Lord and loves Him, seemingly seeks His help, but in actual fact degrades his neighbor and shamelessly exalts himself; he is already approaching the greatest degree of pride - rejection of God.

What does he need God for, when he has fulfilled everything and only boasts of his virtues before God. John Climacus writes that the passion of pride "finds food in gratitude". For now, the Pharisee is still praying, but in a little while he will stop praying, because prayer is striving toward God in order to receive help from Him.

"I have seen people", says Venerable John Climacus, "who thank God with their mouth, but mentally magnify themselves. And this is confirmed by that Pharisee who said ironically: O God, I thank Thee."

The self-satisfied Pharisee seriously thinks that he has attained perfection, that he knows everything. He who thinks that there is nothing more for him to learn, will also never learn anything more. Moreover, he is sliding backwards. The Pharisee also slid backwards, and his greatest fall turned out to be that he began to condemn others. Then love inevitably dries up in him, and in its place condemnation of others and contempt for them appear. Self-satisfaction blinds and forces one to be satisfied with little; it makes a man to be morally a minimalist, who is satisfied with his easy outward successes and thinks about the quantity, and not the quality, of his good works. And so the Pharisee also cites figures: I fast twice in the week, I give tithes…

God does not need these calculations. He needs our heart. To think about the quantity of good works leads to legalism, to formalism. All this was characteristic of those who belonged to the sect of the Pharisees. The Lord says, That except your righteousness shall exceed the righteousness of the scribes and Pharisees, ye shall in no case enter into the kingdom of heaven (Matthew 5:20). It is important to note here the Saviour's words except your righteousness shall exceed. With these words, the Lord points out the limitedness of the Pharisees and of their approach to spiritual life.

But there is also another approach. Abba Antony once said to Abba Poemen: "A man's work consists of laying his sins on his own head before God". This is the approach to God of one who needs Him in order to cleanse his sins. Therefore, the publican also prays: God, be merciful to me a sinner. He needs God; he begs, understanding that he has not yet done anything; he also does not proclaim the virtues that he perhaps possesses; he does not lay them, but "his sins on his own head before God".

"Pride is the annihilation of virtue", says John Climacus. In ancient books and in old popular prints one may encounter a depiction of the publican and the Pharisee. The Pharisee is depicted racing along in a chariot, and the publican, walking on foot - they both are striving toward the Kingdom of Heaven. The Pharisee races along in the chariot and hopes to arrive at the Kingdom of Heaven in it. His chariot is furnished with everything necessary for attaining this end; but at the last moment it breaks down, and we see in the ancient pictures that the publican on foot overtakes him.

For real spiritual life one must train oneself to maintain a balance between the manifestations of inward and outward religiosity. It is essential to keep the law - the commandments of God and the regulations of the Church. But this is not enough. If we began to work for the Lord in this way, then in this work we would be like a man, who, according to the words of Climacus, thinks to swim out of the deep using one hand. It is necessary to possess the humility of the publican as well.

It is necessary to hate the exaltation of the Pharisee and the fall of the publican. The publican went out from the temple more justified; but this does not yet mean that he is in the Kingdom of Heaven. Ephraim the Syrian, the teacher of repentance, the author of the Great-Lenten prayer "O Lord and Master of my life", commands us in this prayer to see our own transgressions, and not to judge our brother.

Prayer and good works are in vain if they are performed not for God, but for the world, for our vainglory. Every good work done for show is vain.

According to the unanimous definition of the Fathers of the Church, vainglory is fundamentally "trust in one's own efforts", "a rejection of God", "a driving away of His help". For, in doing something for show, I do it not at all in order to render to God what is due, to return the talent to Him multiplied - this is Thine - but in order that men would praise me. By this, I only assert my own "ego", for I need men here only so that they might render me praise. This is a

"visible" idol, according to the definition of the Holy Fathers. I am not serving God here, but men; but I am also serving them not for their sake, but for my own. The Pharisee already rejects God. He comes to the temple and says: I thank thee, that I am not as other men are, extortioners, unjust, adulterers, or even as this publican. I fast twice in the week, I give tithes of all that I possess. Therefore, I am good. Thou didst create me; I still thank Thee. Perhaps Thy help is still needed by the publican, but not by me. I still worship Thee, but Thou art no longer necessary for me. This is the attitude of a man who puts his "ego", his virtue at the head of his life.

The Pharisee fulfills the law, and the law is difficult, for it is not easy to follow all the prescriptions of the law, even if only that of the Old Testament; but this is in vain, for he has no humility.

The devil met a certain Holy Father and said to him: "I am like thee in all things, except one: thou dost not sleep, and I keep vigil; thou fastest, and I eat nothing; but thou vanquishest me with humility". The faithful followers of Christ are known, not by works, but by humility. I can feed someone in God's name, not ascribing anything to myself - and in this instance I shall have done a truly Christian work. However, if I should do the same thing, but for any other reason, for any other aim -whatever it might be - this work will not be Christ's…

The parable of the publican and the Pharisee is Christ's call to think and to uproot the Pharisaism that lives in each of us. The Church hastens to our aid. On the first Sunday preparatory to Great Lent, the Church says to us in Her Divine services: Come, learn from both the Pharisee and from the publican. From the one learn his works, but by no means his pride; for the work by itself means nothing and does not save. But remember that the publican also is not yet saved, but is only more justified before God than the Pharisee, who was adorned with virtues.

Let us firmly remember Christ's words: Every one that exalteth himself shall be abased; and he that humbleth himself shall be exalted (Luke 18:14).