Friday, 15 February 2013

Ὁ προσευχόμενος νοῦς ζητᾶ ἕνωση μὲ τὴν καρδιὰ..

Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ

Κλείστηκαν οἱ θύρες τῶν αἰσθημάτων: Ἡ γλώσσα σωπαίνει, τὰ μάτια εἶναι σφαλισμένα, τ’ αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε τίποτε ἀπ’ ὅσα συμβαίνουν γύρω μου. Ὁ νοῦς, ἀποτινάζοντας τὸν ζυγὸ τῶν γήινων λογισμῶν, ντύνεται τὴν προσευχὴ καὶ κατεβαίνει στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς. Ἡ θύρα, ὅμως, τοῦ θαλάμου εἶναι κλειστή. Παντοῦ σκοτάδι, σκοτάδι ἀπροσπέλαστο. Καὶ ὁ νοῦς, καθὼς βρίσκεται σὲ ἀπορία, ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ μὲ τὴν προσευχὴ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς. Στέκεται ὑπομονετικὰ μπροστά της καὶ τὴ χτυπᾶ· περιμένει· πάλι χτυπᾶ· πάλι περιμένει· πάλι προσεύχεται... Καμιὰ ἀπάντηση, καμιὰ φωνὴ δὲν ἀκούγεται! Νεκρικὴ ἡσυχία, ταφικὴ σιωπὴ καὶ ζοφερὸ σκοτάδι. Ὁ νοῦς φεύγει ἀπὸ τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς λυπημένος, θρηνώντας πικρὰ καὶ ζητώντας παρηγοριά. Δὲν τοῦ ἐπιτράπηκε νὰ σταθεῖ μπροστὰ στὸν Βασιλέα τῶν βασιλέων μέσα στὸ ἁγιαστήριο τοῦ ἐσωτερικοῦ θαλάμου τῆς καρδιᾶς.
— Γιατί; Γιατί ἀπορρίφθηκες:

— Ἐπειδὴ ἔχω πάνω μου τὴ σφραγίδα τῆς ἁμαρτίας. Ἡ συνήθεια νὰ σκέφτομαι τὰ γήινα μοῦ ἀποσπᾶ τὴν προσοχή. Δὲν ἔχω μέσα μου δυνάμεις, γιατί δὲν ἔρχεται νὰ μὲ βοηθήσει τὸ Πνεῦμα, τὸ πανάγιο καὶ πανάγαθο Πνεῦμα. Αὐτὸ ἀποκαθιστᾶ τὴν ἑνότητα τοῦ νοῦ, τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ σώματος, ποὺ διασπάστηκε μὲ τὴ φοβερὴ πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Μάταιες εἶναι οἱ προσωπικές μου προσπάθειες μόνες τους, χωρὶς τὴν παντοδύναμη, δημιουργικὴ βοήθεια τοῦ Πνεύματος. Ἐκεῖνο, βέβαια, εἶναι ἀπέραντα φιλάνθρωπο καὶ πολυέλεο, ἀλλὰ ἡ δική μου ψυχικὴ ἀκαθαρσία δὲν Τὸ ἀφήνει νὰ μὲ πλησιάσει. Θὰ λουστῶ, λοιπόν, στὰ δάκρυα, θὰ καθαριστῶ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μου μὲ τὴν Ἐξομολόγηση, δὲν θὰ προσφέρω στὸ σῶμα μου τροφὴ καὶ ὕπνο, ποὺ ἡ πλησμονὴ τους γεννᾶ στὴν ψυχὴ τὸ σαρκικὸ φρόνημα. Ντυμένος ὅλος μὲ τὸν θρῆνο τῆς μετάνοιας θὰ πλησιάσω τὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μου. Ἐκεῖ θὰ σταθῶ ἤ θὰ καθήσω σὰν τὸν τυφλό τοῦ Εὐαγγελίου καί, ὑπομένοντας τὸ βάρος καὶ τὴ θλίψη ποὺ προξενεῖ τὸ σκοτάδι, θὰ φωνάζω δυνατὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ βοηθήσει: «Ἐλέησέ με!» (1).

Κατεβαίνει, λοιπόν, ὁ νοῦς στὸν ἐσωτερικὸ θάλαμο τῆς καρδιᾶς, στέκεται ἐκεῖ μπροστὰ καὶ ἀρχίζει νὰ φωνάζει δυνατὰ μὲ δάκρυα. Μοιάζει μ’ ἕναν τυφλό, ποὺ δὲν βλέπει τὸ ἀληθινὸ καὶ ἀνέσπερο φῶς, καὶ μ’ ἕναν κωφάλαλο, ποὺ δὲν ἔχει οὔτε λαλιὰ οὔτε ἀκοὴ πνευματικὴ (2). Αἰσθάνεται ὅτι εἶναι πραγματικὰ τυφλὸς καὶ κωφάλαλος, ὅτι στέκεται μπροστὰ στὴν πύλη τῆς Ἱεριχώ —τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὴν κατοικοῦν οἱ ἁμαρτίες— καὶ ὅτι περιμένει τὴ θεραπεία του ἀπὸ τὸν Σωτήρα, ποὺ δὲν Τὸν βλέπει, ποὺ δὲν Τὸν ἀκούει καὶ ποὺ ἐντούτοις Τὸν φωνάζει, καθὼς βρίσκεται στὴν τραγικὴ αὐτὴ κατάσταση. Τὸ ὄνομά Του δὲν τὸ γνωρίζει- «Υἱὸ τοῦ Δαβὶδ» (3) Τὸν ὀνομάζει: Ἡ σάρκα καὶ τὸ αἷμα δὲν μποροῦν νὰ τιμήσουν τὸν Θεὸ ὡς Θεὸ (4).

— Δεῖξτε μου τὸν δρόμο ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ περάσει ὁ Σωτήρας!

— Ὁ δρόμος αὐτὸς εἶναι ἡ προσευχή, ὅπως λέει σὲ κάθε ἄνθρωπο ὁ Θεός, τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ στόμα τοῦ προφήτη: «Ἐμένα μὲ δοξάζει ἡ προσφορὰ ὑμνωδίας, καὶ σ’ ὅποιον βαδίζει αὐτὸν τὸν δρόμο θὰ δείξω τὴ σωτηρία μου» (5).

— Πέστε μου, πότε θὰ περάσει ὁ Σωτήρας; Τὸ πρωί, τὸ μεσημέρι ἤ τὸ βράδυ;

— «Νὰ εἶστε ἄγρυπνοι, γιατί δὲν ξέρετε ποιὰ μέρα θὰ ἔρθει ὁ Κύριος σας» (6).

Ὁ δρόμος εἶναι γνωστός, μὰ ἡ ὥρα ἄγνωστη! Θὰ μείνω ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ὄρθιος ἤ καθισμένος στὴν πύλη τῆς πόλης, ἔχοντας στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «Ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ ἐξαγνίσει τὸν λαό Του μὲ τὸ ἴδιο Του τὸ αἷμα, θανατώθηκε ἔξω ἀπὸ τὴν πύλη. Ἂς πᾶμε. λοιπόν, κι ἐμεῖς κοντά Του, ἔξω ἀπὸ τὸ στρατόπεδο (δηλαδὴ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας), καὶ ἂς ὑποστοῦμε τὸν ἴδιο μ’ Αὐτὸν ἐξευτελισμὸ» (7).

Ὁ κόσμος παρέρχεται (8), τίποτα δὲν εἶναι μόνιμο σ’ αὐτὸν οὔτε κἄν μὲ πόλη δὲν πρέπει νὰ τὸν παρομοιάζουμε, ἀλλὰ μᾶλλον μὲ χωριό. Θ’ ἀφήσω, λοιπόν, τὴν περιουσία μου, στὴν ὁποία ἔχω προσκολληθεῖ καὶ τὴν ὁποία ὅλοι ἐγκαταλείπουν ὅταν πεθαίνουν, συχνὰ καὶ πρὶν πεθάνουν. Θ’ ἀφήσω τὶς τιμὲς καὶ τὴ δόξα, ποὺ χάνονται. Θ’ ἀφήσω τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων, ποὺ ἀφαιροῦν κάθε ἱκανότητα γιὰ πνευματικὲς ἀσκήσεις καὶ ἐνασχολήσεις. «Γιατί δὲν ἔχουμε ἐδῶ μόνιμη πολιτεία, ἀλλὰ λαχταροῦμε τὴ μελλοντικὴ» (9), ἡ ὁποία πρέπει νὰ ἀποκαλυφθεῖ ἀπὸ τώρα στὴν καρδιά μου μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τοῦ Σωτήρα μου.

Ὅποιος δὲν ἀνέβει πνευματικὰ στὴ μυστικὴ Ἱερουσαλὴμ πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, αὐτὸς δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει τὴ βεβαιότητα ὅτι θὰ ἐπιτραπεῖ στὴν ψυχή του, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ τὸ σῶμα, νὰ μπεῖ στὴν οὐράνια Ἱερουσαλήμ. Τὸ πρῶτο εἶναι προϋπόθεση τοῦ δευτέρου (10).


1. Λουκ. 18:38, 39.

2. Πρβλ. Μάρκ. 7:32.

3. Λουκ. 18:39.

4. Πρβλ. Α΄ Κορ. 15:50.

5. Ψαλμ. 49:23.

6  Ματθ. 24:42.

7. Ἑβρ. 13:12-13.

8. Α' Ἰω. 2:17.

9. Ἑβρ. 13:14.

10. Πρβλ. Ὁσίου Ἡσυχίου τοῦ Πρεσβυτέρου. Πρὸς Θεόδουλον λόγος ψυχωφελὴς καὶ σωτήριος περὶ νήψεως καὶ ἀρετῆς κεφαλαιώδης, δ', ριζ'.


www.agiazoni.gr

“Μία συγκλονιστική ιστορία Ανθρωπιάς”! ..



Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι.
Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα. Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε.


Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι. Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε.
Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με δυσκολία. Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα. Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις». «Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της.
Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Φταίνε οι δεξιοί», απάντησε η φίλη της. «Παίρνουν από τους φτωχούς και δίνουν στους πλούσιους». «Όχι, φταίνε οι άλλοι», μπήκε στη συζήτηση ένας ασπρομάλλης. Με τα προγράμματα πρόνοιας κάνουν τους πολίτες τεμπέληδες και φτωχούς». «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν ν’ αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση.
Αλλ’ ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν’ αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης.
Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν’ απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα».
Στην επόμενη στάση ένα παλικάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του. Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα.
Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του. Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη.
Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του. «Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά. Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».