Friday, 8 February 2013

Μία διδακτική ιστορία που άλλαξε την ζωή ενός μοναχού

Η ιστορία έχει ως εξής. Ο π. Μελχισεδέκ πριν πάρει το μεγάλο σχήμα, λεγόταν ηγούμενος Μιχαήλ και όπως όλοι οι ιερείς λειτουργούσε στο μοναστήρι. Ήταν ξυλουργός, ικανός και επιμελής. Στους ναούς και στα κελιά των αδελφών υπάρχουν μπαούλα, αναλόγια, σκαλιστά προσκυνητάρια. καθίσματα, ντουλάπες και πολλά άλλα χρηστικά έπιπλα βγαλμένα από τα χέρια του. Δούλευε μάλιστα από νωρίς το πρωί μέχρι την νύχτα, προς μεγάλη χαρά τής διοίκησης της μονής.
Κάποτε, τού έδωσαν ευλογία να εκτελέσει για τη μονή μια μεγάλη ξυλουργική εργασία. Δούλευε αρκετούς μήνες, χωρίς σχεδόν να βγαίνει από το ξυλουργείο. Κι όταν τελείωσε, ένιωσε τόσο άσχημα που, όπως λένε οι αυτόπτες μάρτυρες, σωριάστηκε και έμεινε στον τόπο. Από τις φωνές των ανθρώπων που ήταν μπροστά έτρεξαν αρκετοί μοναχοί, ανάμεσα τους και ο π. Ιωάννης (Κρεστιάνκιν). 0 π. Μιχαήλ δεν έδινε κανένα σημείο ζωής. Όλοι ήταν σκυμμένοι από πάνω του περίλυποι. Ξαφνικά ο π. Ιωάννης είπε:
«Όχι, δεν είναι μακαρίτης. Θα ζήσει ακόμα!». Και άρχισε να προσεύχεται. Ακίνητος, ο ξαπλωμένος μοναχύς, άνοιξε τα μάτια του και ζωντάνεψε. Όλοι αμέσως σκέφτηκαν ότι κάτι τον είχε συνταράξει βαθιά. Αφού σύντομα συνήλθε, ο π. Μιχαήλ άρχισε να εκλιπαρεί να του φωνάξουν τον προεστώτα. Όταν εν τέλει ήρθε ο προεστώς. ο άρρωστος άρχισε με δάκρυα να ζητεί να του δώσουν το μεγάλο σχήμα.
Λένε ότι μόλις άκουσε αυτή την αυθαίρετη επιθυμία τού μοναχού, ο προεστώς τον νουθέτησε με τον δικό του ιδιαίτερο, τραχύ τρόπο, να σοβαρευτεί και να αναρρώσει σύντομα για να επιστρέψει στη δουλειά του, μια και δεν μπόρεσε να πεθάνει στ` αλήθεια. Το επόμενο πρωί όμως. όπως λέει η ίδια μοναστική παράδοση, ο ίδιος ο προεστώς εμφανίστηκε στο κελί του π. Μιχαήλ απρόσκλητος και τού ανακοίνωσε, εμφανώς συγκλονισμένος, ότι θα λάβει σύντομα το μεγάλο σχήμα.
Αυτή η συμπεριφορά δεν ήταν καθoλου συνηθισμένη για τον τρομερό π. Γαβριήλ και προκάλεσε στην αδελφότητα ίδια έκπληξη με την ανάσταση του κεκοιμημένου. Στο μοναστήρι κυκλοφορούσε η φήμη ότι είχε εμφανιστεί το βράδυ στον προεστώτα ο άγιος προστάτης της Μονής των Σπηλαίων του Πσκωφ, Ιερομάρτυρας Ηγούμενος Κορνήλιος (τον οποίο είχε αποκεφαλίσει με το ίδιο του το χέρι ο Ιβάν ο Τρομερός τον 16° αιώνα) και διέταξε αυστηρά τον προεστώτα να εκπληρώσει χωρίς καθυστέρηση την παράκληση του μοναχού που είχε επιστρέψει από τον άλλο κόσμο.
Αυτό όμως. ξαναλέω, ήταν μια φήμη που κυκλοφορούσε. Όπως και να χει πάντως, σύντομα ο π. Μιχαήλ πήρε το μεγάλο σχήμα και μετονομάστηκε σε Μελχισεδέκ.
Ο γέροντας προεστώς έδωσε στο νέο μεγαλόσχημο το πολύ σπάνιο αυτό όνομα, προς τιμήν ενός αρχαίου και μυστηριώδους βιβλικού προφήτη. Για ποιο λόγο ο προεστώς τον ονόμασε ειδικά έτσι, παραμένει επίσης ένα μεγάλο μυστήριο, δεδομένου ότι ο ίδιος ο π. Γαβριήλ, τόσο κατά την κουρά, όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν, δεν μπόρεσε ούτε μία φορά να προφέρει σωστά το πανάρχαιο όνομα -όσο κι αν πάλευε, το διαστρέβλωνε ανηλεώς. Και εξαιτίας αυτού, μάλιστα, του χάλαγε κάθε φορά η διάθεση, τόσο που εμείς οι δόκιμοι φοβόμασταν μη μας έρθει καμιά αδέσποτη…
Στο μοναστήρι ήξεραν ότι όση ώρα ήταν ο π. Μελχισεδέκ νεκρός, έζησε κάποια εμπειρία που τον επανέφερε στη ζωή άλλον άνθρωπο. Σε μερικούς κοντινούς του συνασκητές και πνευματικά παιδιά είχε διηγηθεί τι έζησε τότε. Αλλά ακόμα και οι απηχήσεις αυτής της διήγησης ήταν υπερβολικά ασυνήθιστες. Γι’ αυτό και, τόσο εγώ, όσο και οι φίλοι μου, θέλαμε να μάθουμε το μυστικό από τον ίδιο τον π. Μελχισεδέκ.

Και να που εκείνη τη νύχτα στο ναό του Αγίου Λαζάρου, πήρα το θάρρος πρώτη φορά να απευθυνθώ στον μεγαλόσχημο ηγούμενο και να τον ρωτήσω ακριβώς αυτό: τι είδε εκεί απ’ όπου συνήθως κανείς δεν επιστρέφει;
Ο π. Μελχισεδέκ άκουσε την ερώτηση μου κι έσκυψε το κεφάλι μπροστά στην Ωραία Πύλη σιωπηλός για πολλή ώρα. Εγώ κοκάλωσα. Μετάνιωνα που το θράσος μου με έσπρωξε να κάνω κάτι τόσο ασυγχώρητο. Στο τέλος όμως. ο μεγαλόσχημος μοναχός, με την αδύναμη από την αχρησία φωνή του, άρχισε να μιλάει.
Διηγήθηκε ότι είδε τον εαυτό του στη μέση ενός τεράστιου πράσινου χωραφιού.
Περπάτησε στο χωράφι χωρίς να ξέρει για πού, μέχρι που του έκλεισε τον δρόμο ένα τεράστιο χαντάκι. Εκεί. μέσα σε λάσπες και χώματα, είδε πλήθος μπαούλα, αναλόγια, προσκυνητάρια. Και υπήρχαν και χαλασμένα τραπέζια, σπασμένες καρέκλες, ντουλάπια. Ο μοναχός έριξε μια ματιά και διαπίστωσε έντρομος ότι ήταν τα αντικείμενα που είχε φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια. Στεκόταν με δέος μπροστά στους καρπούς της μοναστικής του ζωής. Και ξαφνικά, ένιωσε κάποιον δίπλα του. Σήκωσε τα μάτια και είδε την Παναγία. Κοίταζε κι αυτή μελαγχολικά τις πολυετείς εργασίες του καλόγερου.
Μετά του είπε:
«Εσύ είσαι μοναχός. Περιμέναμε από σένα τα σημαντικότερα: μετάνοια και προσευχή. Και εσύ έφερες μόνο αυτό…».
Το όραμα εξαφανίστηκε. 0 πεθαμένος ξύπνησε πάλι στο μοναστήρι.
Μετά από αυτό το περιστατικό, ο π. Μελχισεδέκ μεταμορφώθηκε ολοκληρωτικά. Κύριος σκοπός τής ζωής του έγινε αυτό που του είπε η Υπεραγία Θεοτόκος: μετάνοια και προσευχή. Και οι καρποί των πνευματικών του εργασιών δεν άργησαν να φανερωθούν στη βαθιά του ταπεινοφροσύνη, στα δάκρυα για τις αμαρτίες του. στην ειλικρινή αγάπη του για όλους, στην πλήρη αυταπάρνηση και στα ασκητικά κατορθώματα του, που ξεπερνούσαν τα ανθρώπινα μέτρα. Και κατόπιν, στη σπουδαία του διορατικότητα και στην ενεργή βοήθεια που προσέφερε στους ανθρώπους με την προσευχή του.

Εμείς οι δόκιμοι, βλέποντας πώς ασκούνταν, πλήρως αποξενωμένος από τον κόσμο σε αόρατες και ασύλληπτες για μας πνευματικές μάχες, τολμούσαμε να του απευθυνόμαστε μόνο στις πιο εξαιρετικές περιπτώσεις. Κι επιπλέον τον φοβόμασταν και λιγάκι: στο μοναστήρι ήξεραν ότι ο π. Μελχισεδέκ ήταν πολύ αυστηρός ως πνευματικός. Και είχε αυτό το δικαίωμα. Η σθεναρή απαιτητικότητά του για καθαρότητα της ψυχής του κάθε χριστιανού τρεφόταν μόνο από τη μεγάλη του αγάπη για τους ανθρώπους, τη βαθιά γνώση των κανόνων τού πνευματικού κόσμου και τη συνειδητοποίηση τού πόσο απαραίτητη για τον άνθρωπο είναι η αδιάλλακτη πάλη με τις αμαρτίες.
Αυτός ο μεγαλόσχημος μοναχός ζούσε στον δικό του ύψιστο κόσμο, όπου δεν ανέχονται τους συμβιβασμούς. Και όταν ύμως ο π. Μελχισεδέκ έδινε απαντήσεις, τότε αυτές ήταν εντελώς ασυνήθιστες και σαν γεννημένες από κάποια ιδιαίτερη, πηγαία δύναμη.
Κάποτε, στο μοναστήρι, έπεσε πάνω μου μια χιονοστιβάδα άδικων και σκληρών, όπως μου φαίνονταν, δοκιμασιών. Και αποφάσισα τότε να πάω να συμβουλευτώ τον πιο αυστηρό μοναχό της μονής, τον μεγαλόσχημο ηγούμενο Μελχισεδέκ.
Χτύπησα την πόρτα κι έπειτα από το καθιερωμένο «δι’ ευχών», βγήκε στο κατώφλι τού κελιού ο π. Μελχισεδέκ. Ήταν με τον μοναχικό του μανδύα και το μεγάλο σχήμα -τον πέτυχα ενώ έκανε τον κανύνα τού μεγάλου σχήματος.
Του ανακοίνωσα τις δυσκολίες και τα άλυτα προβλήματα μου. Ο π. Μελχισεδέκ στεκόταν μπροστά μου ακίνητος και άκουγε προσεκτικά τα πάντα, με σκυμμένο το κεφάλι ως συνήθως. Κατόπιν, σήκωσε το βλέμμα του κι έβαλε έξαφνα τα κλάματα…
«Αδερφέ!», είπε με ανείπωτο πόνο και πικρία. «Τι με ρωτάς; Εγώ ο ίδιος χάνομαι!».
0 μεγαλόσχημος γέροντας, εκείνος ο μεγαλειώδης ασκητής με την άγια ζωή, στεκόταν μπροστά μου και έκλαιγε με ειλικρινή θλίψη, ως ο χειρότερος και αμαρτωλότερος άνθρωπος πάνω στη γη! Κι άρχισα να καταλαβαίνω με όλο και περισσότερη σαφήνεια και χαρά ότι η πλειοψηφία των προβλημάτων μου. μαζί με τις δυσκολίες μου, δεν άξιζαν μία!
Και όχι μόνο αυτό, αλλά και τα ίδια τα προβληματα εξορίστηκαν την ίδια στιγμή από την ψυχή μου με τρόπο χειροπιαστό. Δεν είχα πλέον ανάγκη να ρωτήσω ή να ζητήσω
κάτι από τον γέροντα. Έκανε για μένα ότι μπορούσε. Χαιρέτισα με ευγνωμοσύνη και έφυγα.
Όλα όσα μάς τυχαίνουν -τα απλά και τα σύνθετα, τα μικρά ανθρώπινα προβλήματα και το ταξίδι προς τον Θεό τα μυστικά τού τωρινοί) και του μελλοντικού αιώνα- όλα επιλύονται μόνο με ανεξήγητη, ακατανόητα υπέροχη και ισχυρή ταπεινοφροσύνη. Και ακόμα κι αν δεν καταλαβαίνουμε την αλήθεια και το νόημα της. ακόμα κι αν αποδεικνυόμαστε ανίκανοι γι` αυτή τη μυστηριώδη και παντοδύναμη αρετή, αυτή μάς αποκαλύπτεται απύ μόνη της ταπεινά, μέσα από τέτοιους καταπληκτικούς ανθρώπους, που μπορούν να τη δεξιώνονται.

από το βιβλίο: “Σχεδόν Άγιοι”
π Τύχων Σεβκούνωφ

Ο Χερουβικός ύμνος και η ευχή αυτού..

 
 
Ο ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΧΗ ΑΥΤΟΥ
«Οι τα χερουβείμ μυστικώς εικονίζοντες, και τη ζωοποιώ Τριάδι τον Τρισάγιον ύμνον προσάδοντες, πάσαν νυν βιοτικήν αποθώμεθα μέριμναν, ως τον Βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι, ταις αγγελικαίς αοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Αλληλούϊα».
«Εμείς που εικονίζουμε μυστικά τα χερουβείμ και ψάλλουμε στη ζωοποιό Τριάδα τον τρισάγιο ύμνο, ας αφήσουμε εδώ και τώρα κάθε βιοτική φροντίδα για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα των όλων, που αόρατα συνοδεύεται από τις αγγελικές τάξεις. Αλληλούϊα».
Ο Χερουβικός Ύμνος, αγαπητοί αδελφοί, είναι από τους επίσημους ύμνους της θείας Λειτουργίας. Ονομάζεται έτσι, όπως συμβαίνει και με άλλους ύμνους της Εκκλησίας, από τις πρώτες λέξεις με τις οποίες αρχίζει, «Οι τα Χερουβείμ…». Ένας βυζαντινός εξηγητής της θείας Λειτουργίας γράφει τα εξής για τον Χερουβικό Ύμνο: «Ο Χερουβικός Ύμνος προτρέπει όλους τους πιστούς που είναι στη σύναξη, από τώρα ως το τέλος της ιερουργίας να προσέξουν περισσότερο και να αφήσουν κάθε βιοτική μέριμνα, γιατί με τη θεία Κοινωνία μέλλουν να υποδεχθούν τον μεγάλο Βασιλέα».
Ένας άλλος εξηγητής προσθέτει: «Ο Χερουβικός Ύμνος καθώς ψάλλεται από τους ψάλτες και από το λαό, φανερώνει πως μαζί με τους ανθρώπους ψάλλουν και οι Άγγελοι στον ουρανό».
Όταν στα προηγούμενα ο λόγος ήταν για τη Μικρή Είσοδο, είπαμε ότι στη Θεία Λειτουργία προσευχόμαστε και ψάλλουμε οι άνθρωποι μαζί με τις ουράνιες Δυνάμεις. Τότε ζητήσαμε «συν τη εισόδω ημών είσοδον αγίων αγγέλων γενέσθαι». Τώρα οι άνθρωποι μαζί με τους Αγγέλους τελούμε τη θεία Λειτουργία, εκείνη που γίνεται και στον ουρανό. Γιατί, καθώς γράφει ο άγιος Συμεών ο επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ο Ιησούς Χριστός ένωσε την ουράνια και την επίγεια Εκκλησία. Αυτό το λέμε πάντα, κι ίσως πολλοί να το ακούνε παράξενα, ότι δηλαδή ο Ιησούς Χριστός δεν ίδρυσε καμία θρησκεία ούτε καν την Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει πριν από τον κόσμο, κι ο Ιησούς Χριστός γεννήθηκε άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία, και το έργο του είναι ότι φανέρωσε στον κόσμο το μυστήριο της Εκκλησίας, κι όπως γράφει ο άγιος Συμεών, ένωσε τον ουρανό και τη γη σε μία Εκκλησία, «δια γαρ του Χριστού μία γέγονεν Εκκλησία».
Ο Χερουβικός Ύμνος δεν είναι από τους ύμνους της αρχέγονης Εκκλησίας. Άρχισε να ψάλλεται πεντακόσια χρόνια αργότερα σ’ αυτή τη θέση της θείας Λειτουργίας, σαν ένας εισαγωγικός ύμνος, τώρα που πλησιάζουμε και φτάνουμε όλο και πιο κοντά στις μεγάλες στιγμές του θείου μυστηρίου. Όλα όσα προηγήθηκαν στην ιερή ακολουθία, ήταν η αρχή και μία κλιμακωτή προετοιμασία, αλλά τώρα φτάσαμε στην τελευταία ώρα. Ο Χερουβικός Ύμνος μας φέρνει στο νου τι είμαστε τώρα, τι κάνουμε αυτή τη στιγμή και πως και με ποιούς λογισμούς πρέπει να στεκόμαστε μέσα στο ναό και στη λειτουργική σύναξη. Εικονίζουμε μυστικά τους Αγγέλους, και όπως εκείνοι έτσι κι εμείς ψάλλουμε στην αγία Τριάδα τον Τρισάγιο Ύμνο, γι’ αυτό και πρέπει να αφήσουμε κάθε σκέψη μας και έγνοια, για να υποδεχθούμε τον Βασιλέα Χριστό, που τον συνοδεύουν οι αόρατες αγγελικές στρατιές.
Όταν αρχίσει να ψάλλεται ο Χερουβικός Ύμνος, αρχίζει κι ο λειτουργός ιερέας, μπροστά στην αγία Τράπεζα, να διαβάζει «καθ’ εαυτόν» και «υπέρ εαυτού» την ευχή, όπως λέγεται, του Χερουβικού Ύμνου. Είναι μία προσωπική και εξομολογητική ευχή του ιερέα, από τις πιο δυνατές και θεόπνευστες της θείας Λειτουργίας. Στις δύο ευχές των πιστών προηγουμένως πάλι ο λειτουργός ιερέας παρακάλεσε για τον εαυτό του, αλλά τώρα πιο πολύ έχει την ανάγκη να εξομολογηθεί και να μιλήσει «ενώπιος ενωπίω» προς τον Ιησού Χριστό. Είναι από τις λίγες ευχές της θείας Λειτουργίας, που λέγονται προς τον Ιησού Χριστό, και είναι η μόνη απ’ όλες τις ευχές που πρέπει να λέγεται μυστικά, όσο που να ακούνε μόνο οι συλλειτουργοί ιερείς.
Ο λειτουργός αρχίζει με μια συντριπτική ομολογία, με την οποία κάθε ιερέας τοποθετείται ενώπιον του Θεού. Το να υπηρετεί κανείς το Θεό και να τελεί τη θεία Λειτουργία είναι μεγάλο και φοβερό όχι μόνο για τον άνθρωπο, αλλά και γι’ αυτές τις επουράνιες δυνάμεις. Κανένας ιερέας ποτέ δεν πλησιάζει στην αγία Τράπεζα, για να κάνει θεία Λειτουργία, πιστεύοντας στην αγιότητά του. Αν γελαστεί και πιστέψει πως είναι άγιος, δεν πρέπει να λειτουργεί.
Με την ευχή του Χερουβικού ο λειτουργός ιερέας αναγνωρίζει και ομολογεί την αναξιότητά του και το θεϊκό μεγαλείο του μυστηρίου στο οποίο καλείται να διακονήσει. Προχωρεί όμως προς το θυσιαστήριο, ακριβώς επειδή δε στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις αλλά στο έλεος του Θεού. Στηρίζεται στο πέλαγος της θείας φιλανθρωπίας. Διότι από φιλανθρωπία ο Θεός έγινε άνθρωπος και η φιλανθρωπία Του μας δώρισε το μυστήριο της αναίμακτης ιερουργίας. Κι όχι μόνο ήρθε άπαξ και προσφέρθηκε ο Χριστός, αλλά στο διηνεκές έρχεται σε κάθε θεία Λειτουργία και είναι Αυτός που προσφέρει και προσφέρεται, που δέχεται τη θυσία και διαμοιράζεται στους πιστούς.
Ο Χειρουβικός Ύμνος, αγαπητοί αδελφοί, τελειώνει με την ψαλμώδηση της φράσης «ως τον βασιλέα των όλων υποδεξόμενοι» και γίνεται η Μεγάλη Είσοδος. Για τους περισσότερους ερμηνευτές της θείας Λειτουργίας, η φράση αυτή έχει άμεση αναφορά στην υποδοχή της θείας κοινωνίας και έτσι τη μεταφράζουν: «προετοιμαζόμαστε για να μεταλάβουμε το βασιλέα της δόξης». Αμήν

Ἅγιος Λουκᾶς ὁ Ἰατρός:Ὁ θάνατος τῶν ἁμαρτωλῶν καί ὁ θάνατος τῶν δικαίων!


Πριν γίνει ο προφήτης Δαβίδ βασιλιάς του Ισραήλ υπηρετούσε τον βασιλιά Σαούλ. Ο Σαούλ, επειδή γνώριζε ότι ο Δαβίδ θα πάρει το θρόνο, τον καταδίωκε, προσπαθώντας να τον θανατώσει. Μια φορά όταν η ζωή του κινδύνευε, ο προφήτης Δαβίδ είπε σ’ αυτούς που ήταν τότε μαζί του· «Ένα βήμα με χωρίζει από τον θάνατο» (Α’ Βασ. 20, 3).
Θυμήθηκα τώρα αυτά τα λόγια γιατί πριν μία εβδομάδα έπρεπε να τα πω και εγώ. Ένα μόνο βήμα με χώριζε από το θάνατο. Για ένα διάστημα ήμουν σχεδόν πεθαμένος, σχεδόν καθόλου δεν είχα σφυγμό και η καρδιά μου παρά λίγο να σταματήσει να χτυπά. Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε. Και τώρα ακόμα είμαι αδύναμος και μόνο καθισμένος μπορώ να μιλάω με σας.
Θέλω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό, θέλω να σας πω για την μνήμη του θανάτου, διότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στον καθένα μας, όπως ήταν τόσο κοντά σε μένα το προηγούμενο Σάββατο. Ο καθένας από μας μπορεί να πεθάνει ξαφνικά, τότε που δεν περιμένει. Γνωρίζετε ότι η ζωή πολλών ανθρώπων τελειώνει ξαφνικά και απρόοπτα.
Να θυμάστε πάντα, χαράξτε στην καρδιά σας τον λόγο αυτό του Χριστού· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12, 35). Να θυμάστε πάντα τον λόγο αυτό και ποτέ να μην τον λησμονήσετε. Όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται να περπατήσουν ένα μακρύ δρόμο ή να κάνουν μία δύσκολη εργασία δένουν στη μέση τους το ζωνάρι. Και όταν περπατάνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας έχουν μαζί τους λυχνάρια και είναι σημαντικό γι’ αυτούς τα λυχνάρια αυτά να είναι πάντα αναμμένα.
Το ίδιο και στην πνευματική μας ζωή, η μέση μας πρέπει να είναι ζωσμένη και τα λυχνάρια μας αναμμένα. Πρέπει να είμαστε ακούραστοι εργάτες του Θεού και να αγωνιζόμαστε πάντα κατά του διαβόλου, ο οποίος σε κάθε μας βήμα προσπαθεί να μας αποτρέψει από τον Χριστό και να μας θανατώσει με τους πειρασμούς. Γι’ αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας έδωσε αυτή την εντολή· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι».
Ποτέ να μην λησμονείτε ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε για να προετοιμαστούμε για την ζωή την αιώνια και η τύχη μας στην αιώνια ζωή θα κριθεί απ’ αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.
Να είστε πιστοί στον Χριστό, πιστοί με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε στην Αποκάλυψη του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει· «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Απ. 2, 10).
Πρέπει να είμαστε πιστοί στον Θεό, πρέπει ακούραστα κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή να υπηρετούμε τον Θεό. Η ζωή μας είναι σύντομη, δεν μπορούμε να σπαταλάμε άσκοπα αυτές τις λίγες ώρες και ημέρες της ζωής μας, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου.
Όλοι οι άγιοι ασκητές είχαν πάντα στο νου τους την μνήμη του θανάτου. Μέσα στα κελλιά τους είχαν κρανίο για να το βλέπουν και να θυμούνται το θάνατο. Με δάκρυα το κοιτούσαν, σκεφτόμενοι ότι και αυτοί θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Υπηρετούσαν ακούραστα τον Θεό και δούλευαν εις τον Κύριον, όπως το έκανε ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ. Εκείνοι, όπως και εσείς, άκουγαν κάθε μέρα στον εσπερινό τα λόγια του 33ου ψαλμού· «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλ. 33, 22). Όπως και εσείς, άκουγαν και αυτοί· «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των όσιων αυτού» (Ψαλ. 115, 6). Φοβερό θάνατο έχουν οι αμαρτωλοί. Και έχω δει πολλά παραδείγματα. Όμως ένα γεγονός που έχω δει πρίν 40 χρόνια τόσο βαθιά αποτυπώθηκε στη μνήμη μου που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.
Ήμουν τότε επαρχιακός γιατρός και με κάλεσαν στο σπίτι ενός πολύ γνωστού σ’ εκείνη την περιοχή πλούσιου γαιοκτήμονα, που ήταν άνθρωπος πολύ κακός. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι του μού έκανε εντύπωση η ακαταστασία που υπήρχε εκεί. Άνθρωποι έτρεχαν από δω και από κει. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος με πρόσωπο κατακόκκινο που μόλις με είδε άρχισε κυριολεκτικά να ουρλιάζει. Έλεγε· «Γιατρέ, παρακαλώ, σώσε με! Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω».
Πού ήταν πριν εκείνος ο άνθρωπος, τι σκεφτόταν όταν ταλαιπωρούσε τους άλλους; Τι σκεφτόταν όταν τους έπαιρνε όλα τους τα χρήματα; Τώρα ο θάνατος ήλθε, είναι εδώ και είναι αργά πλέον να λες· «Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω». Θα έπρεπε η ζωή σου να ήταν τέτοια ώστε να μην φοβάσαι τον θάνατο.
Ποιος δεν φοβάται τον θάνατο; Μόνο αυτός που ακολουθεί τον Χριστό, που όλη την ζωή του κατευθύνει με σκοπό να τελεί τις εντολές του. Τέτοιοι άνθρωποι δεν φοβούνται τον θάνατο. Γνωρίζουν την υπόσχεση που έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στους μακαρισμούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Μτ. 5, 12).
Τελείως διαφορετικός ήταν ο θάνατος των αγίων. Ο άγιος Σεραφείμ πέθανε γονατισμένος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, στην οποία προσευχόταν πάντα. Έτσι στεκόμενος στα γόνατά του κοιμήθηκε και ήταν τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του.
Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας λέει· «Περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη» (Ιω. 12, 35). Ακόμα έχετε το φως του Χριστού, ακόμα έχετε την δυνατότητα να πηγαίνετε στο ναό, να ακούτε τις εντολές, να ακούτε το Ευαγγέλιο. Να περπατάτε μέσα σ’ αυτό το φως. Γιατί, όταν έλθει ο θάνατος, το φως αυτό θα σβήσει για σας. Πέραν του τάφου δεν υπάρχει μετάνοια και θα πάρετε ανταπόδοση σύμφωνη με όσα έχετε κάνει στη ζωή σας.
Περπατάτε λοιπόν στο φως όσο έχετε το φως, για να μην σας καταλάβει το σκοτάδι, το σκοτάδι το αιώνιο, το σκοτάδι του θανάτου. Ο θείος απόστολος Παύλος λέει· «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β’ Κορ. 6, 2). Τώρα, όσο ζούμε, είναι για μας καιρός ευπρόσδεκτος, καιρός σωτηρίας. Τώρα πρέπει να σκεφτόμαστε την σωτηρία μας και να προετοιμαζόμαστε για την αιώνια ζωή. Αυτό κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλοι όσοι αγαπάνε τον Χριστό.
Πριν 70 χρόνια ζούσε στην Αγία Πετρούπολη ένας γιατρός που λεγόταν Γαάζ. Αυτός υπηρετούσε στις φυλακές και είχε καρδιά αγαθή, καρδιά γεμάτη ευσπλαχνία και αγάπη για τους ανθρώπους. Από την θέση του, του γιατρού των φυλακών, προσπαθούσε όσο μπορούσε να βοηθήσει τους δυστυχισμένους ανθρώπους που κρατιούνταν εκεί. Έβλεπε πως έστελναν στα κάτεργα αλυσοδέσμιους κατάδικους, γνώριζε ότι θα περπατήσουν με τα πόδια χιλιάδες βέρστια μέχρι να φτάσουν στην Σιβηρία και η καρδιά του έσφιγγε από τον πόνο. Για να αισθανθεί τον πόνο τους μια φορά φόρεσε στα πόδια του αλυσίδες και περπατούσε μ’ αυτές ώρες στην αυλή του σπιτιού του. Όταν βρισκόταν στην κλίνη του θανάτου, ο άγιος αυτός άνθρωπος και γιατρός, είπε στους συγκεντρωμένους γύρω του ανθρώπους τα εξής θαυμαστά λόγια, τα οποία πρέπει να τα βάλουμε καλά στο νου μας· «Να βιάζεστε να κάνετε καλό για τους άλλους». Να βιάζεστε γιατί ο θάνατος όλους μάς περιμένει. Να μην είστε επιπόλαιοι, να είστε πιστοί μέχρι θανάτου και θα σας δώσει ο Θεός το στέφανο της ζωής.
Ο προφήτης Ησαΐας είπε ένα λόγο, τον οποίο επίσης πρέπει καλά να θυμόμαστε και που πρέπει βαθιά να αποτυπωθεί στην καρδιά μας· «Έκστητε, λυπήθητε, αι πεποιθυΐαι, εκδύσασθε, γυμναί γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τας οσφύας» (Ησ. 32, 11).
Τρέμετε ανέγνοιαστες, να έχετε την μνήμη του θανάτου, να σκέφτεστε πάντα την ώρα όταν θ’ αφήσετε αυτή την ζωή και ποτέ να μην το ξεχνάτε. Και για να μην το ξεχνάμε, για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την οδό του Χριστού και να μην φοβόμαστε τον θάνατο, χρειαζόμαστε βοήθεια από τον Παντοδύναμο Θεό. Χωρίς αυτή την βοήθεια δεν θα νικήσουμε τους πειρασμούς του διαβόλου, γι’ αυτό πρέπει να ζητάμε να μάς στείλει ο Θεός την χάρη του. Κύριε, ελέησε μας τους αμαρτωλούς, Κύριε, βοήθησε μας!
Πρέπει να Τον ικετεύουμε έτσι όπως Τον ικέτευε η γυναίκα η ειδωλολάτρισσα, για την οποία ακούσατε σήμερα στο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αυτή ήταν Χαναναία και όταν είδε τον Χριστό με τους μαθητές του άρχισε να φωνάζει δυνατά και να Τον ικετεύει· «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυΐδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Μτ. 15, 22). Αλλά ο Κύριος δεν της έδινε σημασία και συνέχιζε σιωπηλά το δρόμο του. Η γυναίκα συνέχιζε να Τον ικετεύει, όμως Εκείνος δεν απαντούσε. Στο τέλος οι μαθητές του Τού είπαν· «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Μτ. 15, 23). Και ο Κύριος απάντησε· «Ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Μτ. 15, 24). Η γυναίκα όμως συνέχιζε να Τον ικετεύει. Τι της είπε τότε ο Κύριος; «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις» (Μτ. 15, 26). Και άκουσε μία απάντηση καταπληκτική για την ταπείνωση και την πραότητα” «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Μτ. 15, 27), – δώσε μου, Κύριε, ένα ψίχουλο από το έλεός σου. Σταμάτησε ο Κύριος, όταν το άκουσε, και της είπε· «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις, και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης» (Μτ. 15, 28).
Πολλοί από μάς έχουν ζωή που δεν αρμόζει στους χριστιανούς. Πολλοί είναι βεβαρημένοι με διάφορες αμαρτίες, πολλοί έχουν ξεχάσει τον λόγο του Θεού· «Το κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α’ Κορ. 15, 56). Ο θάνατος πληγώνει αυτόν που είναι δούλος της αμαρτίας. Τότε, αν είμαστε τόσο αδύναμοι, αν το ένδυμα της ψυχής μας είναι όλο μαύρο από τις αμαρτίες μας, δεν είμαστε και εμείς σαν τα σκυλιά, δεν πρέπει και εμείς να κράζουμε προς τον Θεό, όπως έκραζε εκείνη η Χαναναία γυναίκα; «Κύριε, είμαι σαν το σκυλί, αλλά ελέησόν με!»
«Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι». Αμήν.
ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΜΟΣ Γ’
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Πηγή : Με παρρησία