Monday, 4 February 2013

Are Passions Natural?




What is a passion? They are impulses that move us to action by overcoming our will. Because of this we say they enslave us. They are powerful because they are also desires which cannot be satisfied. They act as a force that goes against what we know to be the proper action and lead us to actions which are counter to the commandments of Christ. There is no single list of these passions, but the following is a common list used in early Christian literature: gluttony, unchastity, avarice, anger, dejection, listlessness, self-esteem and pride.


Their ultimate cause is the forgetting of God. Healing begins with faith.


Not all passions are bad. There are both natural and unnatural passions. Our natural passions are our appetite for food, enjoyment of food, fear and sadness. These are necessary for our the preservation of our nature. They are important animal aspect of our being given to by God. But we are more than animals as we are spiritual. Because of this we have an aspiration for the infinite. Often these natural passions which are intended for earthly preservation are transformed into unnatural passions. They are frequently transformed into a mistaken quest for the infinite in things of this material world. The soul loses control and the passions take over. Out task is to control them so they can be limited to their proper purpose. Then they can channeled to seek divine things.


Saint Maximus says,

The natural passions become good in those who struggle when, wisely unfastening them from the things of the flesh, use them to gain heavenly things. For example they can change appetite into the movement of a spiritual longing for divine things; pleasure into pure joy for the cooperation of the mind with divine gifts; fear into care to evade future misfortune due to sin and sadness into corrective repentance for present evil. So the natural passions are not necessarily bad. When we are thinking of God they are kept to their necessary biological functions. Our task is not to eradicate them but to control them, keeping them within the limits necessary for the preservation of the body. They must continually be watched and controlled. This is the basis of asceticism.


Thoughts from Fr. Dimitru Staniloae:

Asceticism means, in the spirit of Eastern thought, the restraint and discipline of the biological, not a battle for its extermination. On the contrary, asceticism means the sublimation of this element of bodily affectivity, not its abolition.... Natural passions can assume a spiritual character and give an increased accent to our love for God.... Now here is the most important point. By controlling them we increase our spiritual blessings.

Fr. Dimitru says,

By putting a bridle and a limit on the pleasure of material things, a transfer of this energy of our nature takes place, in favor of the spirit; pleasure in spiritual blessings grows. ... The challenge we face is not easy. Is difficulty is increased by our tendency to react in the wrong way. Once a pleasure leaves us we feel a loss. This can be painful. Pain or dissatisfaction always follows pleasure. This pain that follows does not lead us to take action to temper the pleasure, but does the opposite. We seek even more pleasure. The cycle continues without satisfaction.


Fr. Dimitru says,

The pain which follows pleasure, instead of making him avoid pleasure, as its source,...pushes his anew into pleasure as if to get rid of it, tangling him even more in this vicious chain. Asceticism is aimed at breaking this dysfunctional cycle of pleasure and pain, liberating us from the unnatural extension of passions that have a proper role in our bodily preservation. This bodily domination through uncontrolled passions is our main block to union with God.

Reference: Orthodox Spirituality, pp77 - 89

Ἡ ἐκκοπή τοῦ θελήματος καί ἡ κατάθλιψη

 
ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΧΑΛΚΙΝΟ ΤΕΙΧΟΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ (ΑΒΒΑΣ ΠΟΙΜΗΝ)
 
Ὅποιος «ἔχει θέλημα» καί δέν τό καταπολεμᾶ διά τῆς ὑπακοῆς σέ Πνευματικό πατέρα, ζεῖ ζωή ὑπερήφανη, ἐγωιστική, ζεῖ ὑπό τήν ἐπήρρεια τοῦ πονηροῦ πνεύματος καί βασανίζεται. Οἱ ἄνθρωποι ταλαιπωροῦνται καί ταλαιπωροῦν διότι δέν κόβουν τό θέλημά τους ὁ ἕνας στόν ἄλλο, κατά τό «Ὑπακούετε ἀλλήλοις».
Αὐτό, τό θέλημα  εἶναι σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες τό χάλκινο τεῖχος,  πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό διότι μᾶς ἐμποδίζει νά κάνουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Διαβάζουμε στό Γεροντικό: «Ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν εἶπε, ὅτι τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τεῖχος χάλκινο ἀνάμεσα σ᾿αὐτὸν καὶ τὸ Θεό, καὶ πέτρα ποὺ (γυρίζει) καὶ χτυπάει τὸν ἴδιο (τὸν ἄνθρωπο). Ἂν λοιπὸν τὸ ἐγκαταλείψει, θὰ λέει κι αὐτὸς (ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ):«Ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος» (Ψαλμ. 17:30).Ἂν πάλι τὸ δικαίωμα συνεργαστεῖ μὲ τὸ θέλημα, τότε ὁ ἄνθρωπος νικιέται»[1].  

«Αἱματηρός» ἀγώνας ἀπαιτεῖται γιά τήν ἀποβολη τοῦ ἰδίου θελήματος. «Ἡ Πατερικὴ πείρα χαρακτήρισε ...τὸν ἀγώνα (τοῦ ἀνθρώπου) γιὰ τὴν ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος, σὰν μαρτύριο καὶ σταυρό. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς ἀποτελεῖ βασικὸ στοιχεῖο τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας. Διότι ὅταν κανεὶς ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημά του, ἀρχικὰ ἀπολαμβάνει τὴν τέρψη τῆς ἡδονῆς, ἡ ὁποία ὅμως εἶναι ἐφήμερη, παραπλανητικὴ καὶ καταλήγει γρήγορα σὲ ἀπογοήτευση καὶ πίκρα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος ἀξιολογεῖται περισσότερο ἀπὸ τὴ νηστεία καὶ τὴν προσευχή, oἱ ὁποῖες χωρὶς τὴν ὑπακοὴ αὐξάνουν τὸν ἐγωκεντρισμὸ καὶ ἐνισχύουν τὴ φιλαυτία. Αὐτὸς ποὺ ἐπιμένει στὸ θέλημά του ἔχει μεγάλη ἐμπιστοσύνη στὸν ἑαυτό του καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ»[2].
Ὅσοι δέν ἀρνοῦνται τό θέλημά τους νοσοῦν ἀπό ὑπερηφάνεια καί αὐτοπεποίθηση.
« Ὁ ὑπερήφανος» γράφει ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, «δὲν ἀναζητεῖ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ , ἀλλὰ προτιμᾶ νὰ κατευθύνει ὁ ἴδιος τὴ ζωή του (ἐνν. κάνοντας τό θέλημά του) . Καὶ δὲν καταλαβαίνει πώς , χωρὶς τὸν Θεὸ , δὲν ἐπαρκεῖ τὸ λογικό τοῦ ἀνθρώπου γιὰ νὰ τὸν καθοδηγεῖ . Κι ἐγὼ , ὅταν ἐζοῦσα στὸν κόσμο προτοῦ νὰ γνωρίσω τὸν Κύριο καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα , ἐστηριζόμουν στὸ λογικό μου . Ὅταν ὅμως ἐγνώρισα μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστὸ , τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ , τότε παραδόθηκε ἡ ψυχή μου στὸν Θεὸ καὶ δέχομαι ὁ,τιδήποτε θλιβερό μοῦ συμβεῖ καὶ λέω : «Ὁ Κύριος μὲ βλέπει ... Τί νὰ φοβηθῶ ;» Προηγουμένως ὅμως δὲν μποροῦσα νὰ ζῶ κὰτ ‘ αὐτὸν τὸν τρόπο .
Γιὰ ὅποιον παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ ζωὴ γίνεται πολὺ εὐκολότερη , γιατί στὶς ἀρρώστιες , στὴ φτώχεια καὶ στὸ διωγμὸ σκέφτεται: «Ἔτσι εὐδόκησε ὁ Θεὸς καὶ πρέπει νὰ ὑπομείνω γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου»[3] .
Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἀφήνεται στόν Θεό. Κάνει ὑπακοή καί ὅλα τοῦ γίνονται ὅπως τά θέλει, διότι δέν θέλει τίποτα δικό του, ἀλλά πάντα αὐτό πού θέλει ὁ Θεός. Ὅποιος ἔχει θέλημα καί ἐπιθυμίες αὐτός βασανίζεται καί βασανίζει.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος ἦταν πολύ αὐστηρός ἀπέναντι στόν ἄνθρωπο, πού δέν ἤθελε νά κάνει ὑπακοή.
Χαρακτηριστικά ἔλεγε γιά κάποιον «ἀνυπότακτο ὑποτακτικό»: «Εἶχε ἔρθει ὁ … Τόν ἐκάλεσα, γιατί εἶπε ὅτι δέν πηγαίνει στήν ἐκκλησία, διότι στήν ἐκκλησία παθαίνει κακό, ὅταν αισθάνεται κλεισμένο χῶρο καί δέν μπορεῖ.
 -Τοῦ λέω, τώρα τί εἶναι αὐτό, βρέ,! Ἐγώ θέλω νά πᾶς στήν ἐκκλησία, νά σηκωθεῖς πρωί γιά νά ἔρθεις νά φυτέψουμε τά δέντρα. Κι’ ἐσύ μοῦ λές αὐτό;
-Ἄ μπά, λέει, δέν μπορῶ.
Τοῦ λέω, ἄκου νά σοῦ πῶ, νά ξέρεις ὅτι σ’ἔχω ἀφήσει ἐλεύθερο, δέν σοῦ μιλάω, ἀλλά αἰσθάνομαι καί τύψεις, διότι ἐσύ, ἀντί νά συμμορφωθεῖς πιό πολύ ἐγωιστής γίνεσαι, γιατί ὅπου θέλεις πηγαίνεις, ὅπου σοῦ καπνίσει, καί κάνεις καί ὅ,τι θέλεις καί ἔτσι ἰσχυροποίηθηκε τό θέλημά σου καί ζεῖς μέσα στό κακό πνεῦμα καί βασανίζεσαι. Ἐγώ, λέω, θ’ ἀρχίσω νά ἐφαρμόζω κανόνες. Δέν ἔχεις διαβάσει περί ὑπακοῆς;
Λέει, ἔχω διαβάσει.
-Πού διάβασες ;
- Στήν Κλίμακα.
- Ἔ, δέν θυμᾶσαι τί λέει;
- Ἔ, λέει, θυμᾶμαι. Ἀλλά τώρα, ἔτσι πού μοῦ τά λές μ’ἐκβιάζεις καί δέν μπορῶ ἐγώ.
-Ἐγώ, λέω σ’ἐκβιάζω;
- Γιατί μοῦ εἶπες ὅτι θά μοῦ δίνεις τρία παξιμάδια τήν ἡμέρα νά τρώγω καί θά μέ διώξεις ἀπ’ἐδῶ. Δέν εἶναι ἐκβιασμός;
- Ὄχι, εἶναι κανόνας αὐτός, γέροντας εἶμαι, μπορῶ νά σοῦ πῶ αὐτό. Τί θέλεις ἐσύ, νά σέ πηγαίνουμε ὄπα! ὄπα ὄπα; μή μοῦ ἄπτου, καί νά λέμε, πρόσεχε μήν τό στενοχωρέσουμε τό παιδί; Νά μήν τό τραυματίσουμε, νά μήν τοῦ ποῦμε τίποτα καί τό πιάσουν τά νεῦρα του, ἡ μελαγχολία του; Τ’ ἀντιδραστικά του;Δηλαδή, νά κοιτάζουμε ἐσένανε καί νά σέ φοβούμαστε μήπως σοῦ πούμε καμιά λέξη καί στενοχωρηθεῖς. Αὐτό εἶναι μεγάλος ἐγωισμός, τοῦ λέω. Τί μοῦ κουβεντιάζεις;
-Μ’ἐκβιάζεις μοῦ λέει.
-Πῶς σ’ἐκβιάζω;
-Νά πού μοῦ λές αὐτά.
-Δέν εἶμαι πνευματικός σου; Δέν ἔρχεσαι ἐδῶ, δέν ἐξομολογεῖσαι, δέν σοῦ διαβάζω εὐχή καί πηγαίνεις καί μεταλαβαίνεις; Δέν ἔχω ὑποχρέωση νά σοῦ πῶ ἔτσι; Τί θά πεῖ σ’ἐκβιάζω; Πρέπει νά μάθεις νά ὑπακούεις, νά ταπεινώνεσαι»[4].
Ὁ Γέροντας-Πνευματικός Πατέρας ἔχει ὑποχρέωση νά κόβει τό θέλημα τοῦ ὑποτακτικοῦ-πνευματικοῦ του παιδιοῦ προκειμένου νά τόν βοηθήσει πνευματικά. Ἔτσι θεραπεύεται ὁ ἄνθρωπος διότι φεύγει ὁ ἐγωισμός, ἡ φιλαυτία πού εἶναι ἡ ρίζα ὅλων τῶν παθῶν.
Ἔτσι  φεύγει καί ἡ κατάθλιψη. 
 
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
 
[1] Παύλου μοναχοῦ Εὐεργετινοῦ, Μικρός Εὐεργετινός, Κεφ. Νὰ μὴν ἀντιλέγουμε ἐριστικὰ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/mikros_eyergetinos.htm.
[2] π. Γεώργιος Κουγιουμτζόγλου, Λατρευτικὸ Ἐγχειρίδιο. Στοιχεῖα ἀγωγῆς
γιὰ τὴν τάξη καὶ τὴ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδόσεις Συναξάρι, Θεσσαλονίκη 1998, http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/leitoyrgika/glossary.htm
[3] Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ὁ Ἅγιος Σιλουανός, Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐλευθερία, σ.408.
[4] Συνομιλία γιά τήν κατάθλιψη, σελ. 17-18.
 

Ἡ βλασφημία (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)






«Η ΒΛΑΣΦΗΜΙΑ»
Ἁγιου Ἰωάννου του Χρυσοστόμου
Ἀπό τό βιβλίο «ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»
ΤΟΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

“Πάσα ... βλασφημία ἀρθήτω ἀφ’ ὑμῶν σύν πάσῃ κακία”. (Ἐφ. 4, 31)

Πρόλογος

Τήν χαρακτήρισαν ὡς ἐθνικό πάθος· μεγάλο στίγμα καί πληγή κοινωνική. Ἄλλη μιά ἐπίδοση τοῦ νεοέλληνα μέ πρωτοπορία παγκόσμια...
Δυστυχῶς, καί στίς μέρες μας ἡ βλασφημία ἐξακολουθεῖ νά μολύνει μέ τήν παρουσία της τούς δρόμους, τά ἐργοστάσια, τά γραφεῖα, τά σχολεῖα, τά γήπεδα, τό στρατό... Τά ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγιας, ὁ Τίμιος Σταυρός, τά ἱερά καί ὅσια τῆς πίστεώς μας, εὐκαίρως-ἀκαίρως διασύρονται καί σπιλώνονται ἀδιάντροπα. Πρόκειται πράγματι γιά πάθος πού ρυπαίνει τήν κοινωνική ἀτμόσφαιρα καί στιγματίζει τόν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμό μας...

Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας στηλιτεύουν τή βλασφημία ὡς τή χειρότερη ἁμαρτία. Καί τοῦτο γιατί, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «ἐκεῖνος πού ἁμαρτάνει παραβαίνει τόν θεῖο νόμο, ἐνῶ ἐκεῖνος πού βλαστημάει ἀσεβεῖ στόν ἴδιο τόν Θεό».
Στήν Ἀποκάλυψη, ὁ Ἀντίχριστος εἶναι ἐκεῖνος πού βλαστημάει τόν Θεό καί τούς ἁγίους Του: «Καί ἄνοιξε τό στόμα του γιά βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ, γιά νά βλαστημήσει τό ὄνομά Του καί τήν κατοικία Του κι’ ἐκείνους πού κατοικοῦν στόν οὐρανό» (Ἀποκ. 13, 6).
Τό τεῦχος τοῦτο εἶναι μιά σύνθεση ἀπό διάφορες ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, σέ ἐλεύθερη ἀπόδοση, καί ἀπευθύνεται στίς καλοπροαίρετες ψυχές τῶν ἀδελφῶν μας ἐκείνων, πού ἀπό συνήθεια παραμένουν ὑποχείριοι τῆς βλασφημίας.
Ὅσοι πάλι, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀπαλλαγμένοι ἀπό τό φοβερό τοῦτο πάθος, ἐλπίζουμε πώς θά παρακινηθοῦν ν’ ἀναλάβουν μιάν ἱερή ἀντιβλασφημική σταυροφορία.
Εἶναι καιρός πιά ὅλοι ν’ ἀντιδράσουμε, ὅλοι νά ἐπαναστατήσουμε, γιά νά ἐξαλειφθεῖ ἡ κοινωνική αὐτή μάστιγα ἀπό τόν τόπο μας! ...
Εὐχή καί ἐλπίδα μας εἶναι, οἱ ἀδελφοί μας, πού κυριαρχοῦνται ἀπό τό πάθος τῆς βλασφημίας, ἀγνοώντας τό βάρος καί τίς καταστροφικές της συνέπειες, νά φωτιστοῦν καί ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ αὐτήν.
Ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στή διόρθωση, περνάει ἀπό τή μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση, τήν προσευχή, τή θεία Κοινωνία. Εἶναι δρόμος μοναδικός, πού πείθει καί τούς πιό δύσπιστους γιά τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί Πλάστη μας...


Ἡ βλασφημία
Τίποτα χειρότερο!
Δέν ὑπάρχει τίποτα χειρότερο ἀπό τή βλασφημία! Καμία ἁμαρτία δέν συγκρίνεται μαζί της. Οὔτε τίποτ’ ἄλλο παροργίζει τόσο τόν Θεό, ὅσο τό νά βλασφημεῖται τ’ ὄνομά Του. Γι’ αὐτό δέν πρέπει κανείς οὔτε ν’ ἀμελήσει καί νά παρασυρθεῖ ὁ ἴδιος, μά οὔτε καί ν’ ἀδιαφορήσει, ἄν ἀκούσει τό φίλο του ἤ τόν ἐχθρό του νά βλαστημάει. Αὐτή ἡ ἁμαρτία αὐξάνει ὅλα τά κακά, ταράζει καί συγχύζει ὅλη μας τή ζωή καί στό τέλος μᾶς ἑτοιμάζει ἀτέλειωτη κόλαση καί ἀφόρητη τιμωρία.
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀσεβεῖ καί βλαστημάει τόν Θεό, πού ἐναντιώνεται στούς νόμους Του καί δέν θέλει ποτέ νά ἐγκαταλείψει τήν παρανοϊκή αὐτή φιλονικία μοιάζει μέ τόν μεθυσμένο καί τόν τρελλό. Συμπεριφέρεται χειρότερα ἀπό ἐκείνους πού βρίσκονται σέ κατάσταση κραιπάλης καί ἔχουν χάσει τά λογικά τους, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος φαίνεται ὅτι δέν τό αἰσθάνεται.
Ἡ βλασφημία καί ἡ αἰσχρολογια, ἄν καί γεννιοῦνται στήν ψυχή, δέν μένουν ὅμως μέσα της, ἀλλά μολύνουν καί τή γλώσσα πού τίς ξεστομίζει, μολύνουν καί τήν ἀκοή πού τίς ἀνέχεται. Σάν ἄλλα δηλητήρια φαρμακώνουν καί τήν ψυχή καί τό σῶμα.
Γιατί βλαστημᾶς;
Ὑπάρχουν μερικοί, πού μόλις κάνουν κάποιο λάθος ἤ ξαφνικά κάποιος τούς βρίσει ἤ ἀρρωστήσουν ἤ πονέσουν, ἀμέσως βλαστημᾶνε. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ὅμως, οὔτε τό σφάλμα διορθώνουν, οὔτε τόν ὑβριστή τους ἐκδικοῦνται, οὔτε τόν πόνο τῆς ἀρρώστιας τους ἁπαλύνουν, ἀλλά χάνουν ἐπιπλέον καί τό πνευματικό κέρδος τῆς ὑπομονῆς.
Πές μου, ἄνθρωπε, γιά ποιό λόγο βλαστημᾶς καί ξεστομίζεις κακό λόγο; Μήπως θά σοῦ γινει ἐλαφρότερος ὁ πόνος; Ἀλλά κι ἄν ἀκόμα ὑποθέσουμε πώς θά γινόταν ἐλαφρότερος, θά τολμοῦσες νά θυσιάσεις τή σωτηρία τῆς ψυχῆς σου γιά νά πετύχεις τήν παρηγοριά τοῦ σώματός σου;
Τί κάνεις, ἄνθρωπέ μου; Τόν Σωτήρα καί Εὐεργέτη καί Προστάτη καί Κηδεμόνα σου βλαστημᾶς; Ἤ δέν αἰσθάνεσαι ὅτι τρέχεις πρός τόν γκρεμό καί σπρώχνεις τόν ἑαυτό σου στό βάραθρο τῆς χειρότερης καταστροφῆς; Ὁ διάβολος τά πάντα μηχανεύεται γιά νά σέ ρίξει σ’ αὐτό τό βάραθρο. Κι ἄν δεῖ ὅτι μέ τόν πόνο βλαστημᾶς, ἀμέσως θά σοῦ αὐξήσει τόν πόνο καί θά τόν κάνει μεγαλύτερο, ὥστε νά σέ φέρει σέ ἀπελπισία. Ἄν δεῖ ὅμως ὅτι τόν ὑπομένεις γενναῖα καί ὅτι, ὅσο ὁ πόνος αὐξάνεται, τόσο περισσότερο εὐχαριστεῖς τόν Θεό, τότε ἀπομακρύνεται ἀμέσως, ἐπειδή μάταια σέ πολιορκεῖ.
Καί συμβαίνει ὅ,τι μέ τό σκύλο πού στέκεται δίπλα στό τραπέζι: Ἄν αὐτός δεῖ τόν ἄνθρωπο πού τρώει νά τοῦ ρίχνει κάτι ἀπ΄ αὐτά πού εἶναι πάνω στό τραπέζι, μένει ἐκεῖ συνέχεια. Ἄν ὅμως σταθεῖ κοντά μιά καί δυό φορές χωρίς νά πάρει τίποτε, ἀπομακρύνεται πλέον, ἀφοῦ θά εἶναι ἀνώφελο νά περιμένει.
Ἔτσι καί ὁ διάβολος· ἔχει συνεχῶς ἀνοιχτό τό στόμα του σ΄ ἐμᾶς. Ἄν τοῦ ρίξεις, ὅπως ἀκριβῶς στό σκύλο, ἕνα λόγο βλάσφημο, ἀφοῦ τόν πάρει, πάλι θά ἐπιτεθεῖ. Ἄν ὅμως ἐπιμείνεις νά εὐχαριστεῖς τόν Θεό, τόν ἀφάνισες στήν πείνα καί τόν ἀνάγκασες ἀμέσως ν΄ ἀπομακρυνθεῖ.


Ἡ εὐχαριστία ὡς ἀντίδοτο
Ἀντί λοιπόν νά βλαστημᾶς στίς δύσκολες στιγμές, νά εὐχαριστεῖς. Ἀντί νά πέφτεις στήν ἀπελπισία, νά δοξολογεῖς. Ἄνοιξε τήν καρδιά σου στόν Κύριο, φώναζε δυνατά προσευχόμενος, φώναζε δυνατά δοξολογώντας τόν Θεό. Ἔτσι καί ἡ συμφορά σου ἀνακουφίζεται, ἐπειδή ὁ διάβολος φεύγει μακριά μέ τήν εὐχαριστία, καί ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἔρχεται κοντά σου καί σέ προστατεύει.
Ἄν βλαστημήσεις, καί τή συμμαχία τοῦ Θεοῦ θά χάσεις καί τό διάβολο θά κάνεις ἀγριότερο ἐναντίον σου, ἀλλά καί τόν ἑαυτό σου χειρότερα θά βλάψεις.
Κανένα ἀγαθό δέν εἶναι ἴσο μέ τήν εὐχαριστία, ὅπως ἀκριβῶς καί τίποτε δέν εἶναι χειρότερο ἀπό τή βλασφημία. Ἡ εὐχαριστία εἶναι μεγάλος θησαυρός, μεγάλος πλοῦτος, ἀκατάβλητο ἀγαθό, δυνατό ὅπλο. Ἀντίθετα, ἡ βλασφημία τό κακό τό κάνει χειρότερο καί μᾶς στερεῖ ἀκόμα περισσότερο ἀπ’ αὐτά πού χάσαμε.
Ἔχασες χρήματα; Ἄν εὐχαριστήσεις τόν Θεό, ὠφέλησες τήν ψυχή σου καί ἀπόκτησες μεγαλύτερο πλοῦτο, ἐπειδή κέρδισες τήν εὔνοια τοῦ Κυρίου. Ἄν ὅμως βλαστημήσεις, ἐκτός ἀπό τά πράγματα πού ἔχασες, χάνεις καί τή σωτηρία σου. Ἔτσι, κι ἐκεῖνα δέν ξαναβρίσκεις καί τήν ψυχή σου καταστρέφεις.
«Αλλά νά», θά μοῦ δικαιολογηθεῖς, «παρασύρομαι στίς δύσκολες περιστάσεις καί χάνω τόν ἔλεγχο».
Ὄχι, δέν φταῖνε γι’ αὐτό οἱ περιστάσεις, ἀλλά ἡ δική σου ἀδιαφορία.
Μά μήπως φταίει τάχα ἡ φτώχεια;
Οὔτε ἡ φτώχεια εἶναι ἡ αἰτία τῶν βλασφημιῶν. Γιατί τότε ἔπρεπε ὅλοι οἱ φτωχοί νά βλαστημᾶνε. Βλέπουμε ὅμως πολλούς, πού ζοῦν μέ ἀνέχεια καί ὑπερβολικές στερήσεις, συνεχῶς νά εὐχαριστοῦν, ἐνῶ ἄλλους, ἄν καί ἀπολαμβάνουν τόν πλοῦτο καί τήν τρυφή, νά μήν παύουν νά βρίζουν καί νά βλαστημᾶνε.
Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι μᾶς ἀναγκάζουν νά βλαστημᾶμε ἡ φτώχεια καί ἡ ἀρρώστια καί οἱ δύσκολες περιστάσεις. Ὄχι ἡ φτώχεια, μά ἡ ἀνοησία· ὄχι ἡ ἀρρώστια, μά ἡ καταφρόνηση τοῦ Θεοῦ· ὄχι οἱ ἀπανωτές συμφορές, μά ἡ ἔλλειψη εὐλάβειας ὁδηγοῦν καί στή βλασφημία καί σέ κάθε κακία ἐκείνους πού δέν προσέχουν.

Τό παράδειγμα τοῦ Ἰωβ
Ἀπόδειξη γιά ὅλ’ αὐτά εἶναι ὁ μακάριος Ἰώβ, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ βρισκόταν σέ μεγάλη ἐξαθλίωση, ὄχι μόνο δέν βλαστήμησε, ἀλλά δοξολογοῦσε τόν Θεό καί ἔλεγε: «Ὁ Κύριος μοῦ ἔδωσε τά ἀγαθά, ὁ Κύριος μοῦ τά πῆρε. Ὅπως φάνηκε στόν Κύριο, ἔτσι κι ἔγινε. Ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομα τοῦ Κυρίου στούς αἰῶνες» (Ἰώβ 1, 21).
Ὅταν λοιπόν ὁ διάβολος νόμισε ὅτι νίκησε τόν Ἰώβ, τότε κίνησε νά φύγει ντροπιασμένος, χωρίς νά πεῖ λέξη.
«Στάσου, διάβολε! Γιατί φεύγεις; Δέν ἔγιναν ὅλα ὅσα θέλησες; Δέν κατέστρεψες ὅλα του τά κοπάδια; Δέν θανάτωσες τά παιδιά του; Δέν σακάτεψες καί τό δικό του σῶμα; Γιατί λοιπόν φεύγεις;»
«Φεύγω, λέει ὁ διάβολος, γιατί ἔγιναν μέν ὅλα ὅσα θέλησα, ἐκεῖνο ὅμως πού κυρίως ἐπιθυμοῦσα καί γιά τό ὁποῖο σοφίστηκα ὅλα τ’ ἄλλα, δέν τό κατόρθωσα. Φεύγω, γιατί ὁ Ἰώβ δέν βλαστήμησε. Τοῦ προκάλεσα τόσες συμφορές, γιά νά τόν κάνω νά βλαστημήσει. Ἀφοῦ ὅμως αὐτό δέν τό κατάφερα, τίποτα δέν κέρδισα· ἀντί νά τόν ἐξοντώσω, τόν ἔκανα πιό λαμπερό καί πιό ἔνδοξο».
Ὁ Ἰώβ λοιπόν ἐπαινεῖται ὄχι ἐπειδή ἔπαθε τόσα κακά, ἀλλά ἐπειδή ὅλα τά ὑπέμεινε εὐχαριστώντας τόν Θεό. Ἄλλος ἄνθρωπος παθαίνει πολύ λιγότερα, καί ὅμως βλαστημάει, ἀγανακτεῖ, καταριέται ὅλο τόν κόσμο, ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ Θεοῦ... Αὐτός ὁ ἄνθρωπος κατακρίνεται ὄχι γιατί ἔπαθε, μά ἐπειδή βλαστήμησε. Καί δέν τόν ἀνάγκασαν οἱ δυστυχίες νά βλαστημήσει, γιατί τότε θά ‘πρεπε καί ὁ Ἰώβ νά βλαστημήσει. Βλαστήμησε ἐξαιτίας τῆς ἀρρωστημένης του προαιρέσεως.
Ἀνάλογα λοιπόν μέ τή δική μας διάθεση, ὅλα γινονται εἴτε ὑποφερτά εἴτε ἀνυπόφορα.

Μιά κακή συνήθεια
Πολλές φορές ἡ γλώσσα ἀπό συνήθεια ὁρμάει νά πεῖ ἄσχημο λόγο. Τότε λοιπόν, πρίν ξεστομίσει τή βλασφημία, δάγκωσέ την δυνατά μέ τά δόντια σου. Εἶναι προτιμότερο νά τρέξει αἷμα τώρα, παρά νά ἐπιθυμήσει στήν ἄλλη ζωή μιά σταγόνα νέρου καί νά μήν μπορέσει νά πετύχει οὔτε αὐτή τήν παρηγοριά. Εἶναι καλύτερα νά ὑπομείνει τόν πρόσκαιρο πόνο τώρα, παρά νά ὑποστεῖ τήν αἰώνια τιμωρία τότε, ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ γλώσσα τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς, πού ἄν καί φλεγόταν, δέν βρῆκε καμιάν ἀνακούφιση (Λουκ. 16, 24-25).
Καί ποιά συγγνώμη θά ἔχουμε ἤ ποιάν ἀπολογία, ἔστω κι ἄν μύριες φορές προβάλλουμε ὡς δικαιολογια τή συνήθεια;
Λέγεται ὅτι κάποιος ἀρχαῖος ρήτορας (ἐννοεῖ τόν Δημοσθένη) εἶχε τή συνήθεια νά περπατάει κουνώντας συνέχεια τό δεξιό του ὦμο. Νίκησε ὅμως τή συνήθεια αὐτή μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Τοποθέτησε πάνω ἀπό τούς ὤμους του ἀκονισμένα μαχαίρια, κι ἔτσι, ἀπό τό φόβο μήπως κοπεῖ, θεραπεύτηκε ἀπό τήν κακή συνήθεια.
Αὐτόν μιμήσου κι ἐσύ γιά νά δαμάσεις τή γλώσσα σου. Ἀντί ὅμως γιά μαχαῖρι, βάλε ἀπό πάνω της τό φόβο τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ, καί ὁπωσδήποτε θά νικήσεις. Γιατί εἶναι ἀδύνατο νά ἡττηθοῦμε ποτέ, ὅταν φροντίζουμε μέ προσοχή καί ἐπιμέλεια νά κάνουμε αὐτόν τόν ἀγῶνα.

Ἡ μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ
Ὁ Θεός ἔδωσε ἐντολή ν’ ἀγαπᾶς τούς ἐχθρούς σου, κι ἐσύ ἀποστρέφεσαι τόν Θεό πού σ΄ ἀγαπάει; Ἔδωσε ἐντολή νά λές καλά λόγια γι’ αὐτούς πού σέ βρίζουν καί νά δίνεις εὐχές σ΄ ἐκείνους πού σέ κακολογοῦν, κι ἐσύ κακολογεῖς τόν Εὐεργέτη καί Προστάτη σου χωρίς νά ἔχεις ἀδικηθεῖ σέ τίποτα; Μήπως τάχα δέν θά μποροῦσε νά σ’ ἐλευθερώσει ἀπό τή δοκιμασία γιά τήν ὁποία τώρα Τόν βλαστημᾶς; Ὅμως δέν τό ἔκανε, γιά νά γίνεις πιό ἄξιος.
Δέν εἶναι ἄραγε παράλογο, ἐμεῖς νά πιάνουμε στό στόμα μας μέ ἀσέβεια, περιφρόνηση καί γιά τό τίποτα τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τῶν ἀγγέλων, τή στιγμή πού οἱ οὐράνιες Δυνάμεις προφέρουν τό ἅγιο ὄνομά Του μέ τρόμο, μέ ἔκπληξη καί θαυμασμό; «Εἶδα τόν Κύριο», λέει ὁ προφήτης Ἡσαΐας, «νά κάθεται πάνω σέ θρόνο ὑψηλό, καί τά Σεραφείμ νά πετοῦν γύρω Του καί νά φωνάζουν τό ἕνα πρός τό ἄλλο καί νά λένε ὅλα μαζί : «Ἅγιος, ἅγιος ἅγιος Κύριος τῶν δυνάμεων· γεμάτη εἶναι ὅλη ἡ γῆ ἀπό τή δόξα Του» (Ἡσ. 6, 1-3).
Καί ἐνῶ, ἄν χρειαστεῖ νά πιάσεις τό Εὐαγγέλιο, πλένεις πρῶτα τά χέρια σου, κι ὕστερα τό κρατᾶς μέ πολύ σεβασμό καί εὐλάβεια, δέν φρίττεις νά φέρνεις ἄκαιρα πάνω στή γλώσσα σου τόν Δεσπότη τοῦ Εὐαγγελίου καί νά Τόν διασύρεις;
Καί τόν Θεό, βέβαια, κανένας δέν μπορεῖ νά τόν ζημιώσει μέ τίς προσβολές του οὔτε καί νά τόν καταστήσει λαμπρότερο μέ τίς δοξολογιες του. Ὁ Θεός διατηρεῖ πάντοτε τήν ἴδια δόξα, πού οὔτε αὐξάνεται μέ τίς ἐξυμνήσεις οὔτε λιγοστεύει μέ τίς βλασφημίες. Στούς ἀνθρώπους, ἀντίθετα, συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο: Ὅσοι Τόν δοξάζουν, ἀποκομίζουν οἱ ἴδιοι τήν ὠφέλεια ἀπό τή δοξολογια· ἐνῶ ὅσοι Τόν βλαστημοῦν καί Τόν ἐξευτελίζουν, καταστρέφουν τόν ἑαυτό τους.
Εἶπε κάποιος γιά ὅσους βλαστημοῦν τόν Θεό: «Ἐκεῖνος πού πετάει τό λιθάρι πρός τά πάνω, τό ρίχνει στό κεφάλι του» (Σοφ. Σειρ. 27, 25). Ἐκεῖνος δηλαδή πού πετάει μιά πέτρα πρός τά πάνω, δέχεται τελικά δυνατό χτύπημα στό κεφάλι του, γιατί ἡ πέτρα δέν θά μπορέσει νά διασχίσει τόν οὐρανό, ἀλλά θά ἐπιστρέψει σ’ αὐτόν πού τήν πέταξε. Ἔτσι λοιπόν κι ἐκεῖνος πού ἐκτοξεύει βλασφημίες πρός τόν οὐρανό, τόν Θεό δέν θά μπορέσει νά Τόν βλάψει ποτέ καί σέ τίποτε, ἀφοῦ εἶναι πολύ ἀνώτερος καί ὑψηλότερος, ὥστε νά μή δέχεται καμιά βλάβη· μέ τήν πράξη του ὅμως αὐτή ἀκονίζει τό ξῖφος ἐναντίον τῆς ψυχῆς του, δείχνοντας ἀχαριστία πρός τόν Εὐεργέτη του.

Δίκαιη ἡ τιμωρία
«Ἐκεῖνος», λέει ἡ Γραφή, «πού κακολογεῖ τόν πατέρα του ἤ τήν μητέρα του, νά τιμωρεῖται μέ θάνατο» (Ἐξ. 21, 16).
Ἡ ἐντολή αὐτή ἴσχυε στήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅταν ἡ πνευματική ἡλικία τῆς ἀνθρωπότητος ἦταν βρεφική. Τί θά μπορούσαμε νά ποῦμε τώρα γι’ αὐτούς πού, ἐνῶ ζοῦν στήν ἐποχή τῆς χάριτος, δέν κακολογοῦν τόν πατέρα ἤ τή μητέρα τους, ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεό, πού εἶναι ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης ὅλου τοῦ κόσμου;
Ποιά τιμωρία θά ἐπιβληθεῖ σ’ αὐτούς; Ποιά ἀνάλογη κόλαση θά ἐπαρκέσει γιά τήν κακία τους; Ποιός πύρινος ποταμός, ποιό ἀκοίμητο σκουλήκι, ποιό σκότος ἐξώτερο, ποιά δεσμά, ποιός βρυγμός, ποιός κλαυθμός; Ὅλα τά βασανιστήρια, καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα, δέν φτάνουν γιά νά τιμωρήσουν ὅπως πρέπει τήν ψυχή πού ἔφτασε σέ τόση κακία.
Ἀλλά οἱ βλάσφημοι δέν ἀξίζουν οὔτε τόν ἥλιο νά βλέπουν. Ὅσοι δηλαδή βλαστημοῦν τόν Θεό, εἶναι ἀνάξιοι ν’ ἀπολαμβάνουν τά δικά Του δημιουργήματα, τή στιγμή μάλιστα πού τά ἴδια τά δημιουργήματα δοξάζουν καί τιμοῦν τόν Ποιητή τους. Ὅπως κι ἕνας γιός πού βρίζει καί ἀτιμάζει τόν πατέρα του, δέν εἶναι ἄξιος νά ὑπηρετεῖται ἀπό τούς δούλους ἐκείνου. Ἀντίθετα μάλιστα, εἶναι ἄξιος βαριᾶς τιμωρίας.
Κι ἄν πάλι τιμωροῦνται ὅσοι βλαστημοῦν τόν ἐπίγειο βασιλιᾶ, πόσο περισσότερο πρέπει νά τιμωροῦνται ὅσοι βλαστημοῦν τόν Βασιλιᾶ τῶν ἀγγέλων;
«Αλλά γιατί, θά ρωτήσει κάποιος, μερικοί τιμωροῦνται σ’ αὐτή τή ζωή καί μερικοί στήν ἄλλη»;
Πράγματι, ὁ Θεός ἄλλους τιμωρεῖ ἐδῶ κι ἄλλους ὄχι. Τιμωρεῖ, δηλαδή, ἐδῶ κάποιους βλάσφημους, γιά νά σταματήσει τήν κακία τους καί νά ἐλαφρώσει τήν τιμωρία τους στή μέλλουσα ζωή ἤ καί τελείως νά τούς ἀπαλλάξει. Οἱ ὑπόλοιποι βλάσφημοι, βλέποντας τήν παραδειγματική τους τιμωρία, μποροῦν νά γινουν συνετότεροι. Ἄλλους πάλι ὁ Θεός δέν τούς τιμωρεῖ, γιά νά ντραποῦν τή μακροθυμία Του, νά μετανοήσουν καί νά γλυτώσουν καί τήν ἐδῶ τιμωρία καί τήν ἐκεῖ. Ἄν ὅμως ἐπιμείνουν στήν κακία τους, τότε θά ὑποστοῦν μεγαλύτερη τιμωρία γιά τήν πλήρη περιφρόνηση τῆς ἀνεξικακίας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός μᾶς ὑπομένει
Ἄς ἀπέχουμε λοιπόν ἀπό τίς κακολογίες, τίς αἰσχρολογίες καί τίς βλασφημίες. Ἄς μή βλαστημᾶμε οὔτε τόν πλησίον οὔτε τόν Θεό. Γιατί πολλοί ἀπ’ αὐτούς πού κακολογοῦν τούς συνανθρώπους τους, ἔφτασαν καί σ’ αὐτήν ἀκόμα τήν τρέλλα, νά ὑψώνουν τή γλώσσα τους ἐνάντια στόν Κύριο ὅλης τῆς κτίσεως....
Καί παρατηροῦμε νά βρίζεται κάθε μέρα ὁ Θεός, καί κανένας νά μή νοιάζεται. Τί λέω καθέ μέρα; Κάθε ὥρα! Ἀπό πλούσιους καί φτωχούς, ἀπ’ ὅσους εὐτυχοῦν κι ἀπ’ ὅσους θλίβονται, ἀπό κατατρεγμένους κι ἀπό δυνάστες... Καί βρίζεται, ἐνῶ εἶναι παρών καί βλέπει καί ἀκούει! Τόν παροργίζουμε κάθε μέρα χωρίς νά μετανοοῦμε, κι Ἐκεῖνος μᾶς ὑπομένει μέ μεγάλη μακροθυμία.
Πρόσεξε μέ ποιό τρόπο μᾶς μιλάει ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὅταν βρίζεται. Στήν Παλαιά Διαθήκη λέει: «Λαέ μου, τί σοῦ ἔκανα;» (Μιχ. 6, 3). Καί στήν Καινή Διαθήκη: «Σαούλ, Σαούλ γιατί μέ καταδιώκεις;» (Πράξ. 9, 4). Οὔτε κεραυνό ἔριξε, οὔτε πρόσταξε τή θάλασσα νά ξεσηκωθεῖ καί νά καταποντίσει τούς βλάσφημους, οὔτε τή γῆ ν’ ἀνοίξει καί νά τούς καταπιεῖ. Ἀλλά καί τόν ἥλιο ἀνατέλλει καί τή βροχή στέλνει καί ὅλα τά χορηγεῖ ἄφθονα σ’ ἐκείνους πού Τόν βλαστημοῦν.
Ὁ Θεός ἀνέχεται, μακροθυμεῖ καί εἶναι ἕτοιμος νά συγχωρήσει τούς βλάσφημους, ἄν μετανοήσουν καί ὑποσχεθοῦν ὅτι ποτέ πιά δέν θά βλαστημήσουν. Ἀρκεῖ μόνο νά ἐξομολογηθεῖ κανείς τό ἁμάρτημά του, καί θ’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό τή θεία τιμωρία.

Πῶς θά διορθωθεῖς
Κλάψε λοιπόν, στέναξε, δῶσε ἐλεημοσύνη, ἀπολογήσου στόν Θεό καί συμφιλιώσου μαζί Του. Καθάρισε τή γλώσσα σου καί μήν Τόν ἐξοργίζεις. Ἄν κάποιος μέ χέρια γεμᾶτα κοπριά ἔπιανε τά πόδια σου καί σέ παρακαλοῦσε, ὄχι μόνο δέν θά ΄θελες νά τόν ἀκούσεις, ἀλλά καί θά τόν κλωτσοῦσες. Πώς τώρα ἐσύ τολμᾶς νά πλησιάζεις τόν Θεό μέ βρώμικη τή γλώσσα σού; Γιατί ἡ γλώσσα εἶναι τό χέρι ὅσων προσεύχονται καί μ’ αὐτήν ἀκουμποῦν τά γόνατα τοῦ Θεοῦ.
Μήν τή μολύνεις ἑπομένως μέ τίς βλασφημίες, γιά νά μήν πεῖ καί σέ σένα ὁ Θεός: «Ἄν αὐξήσετε τίς προσευχές σας, δέν θά σᾶς ἀκούσω» (Ἠσ. 1, 15), γιατί «ἀπό τή γλῶσσα ἐξαρτᾶται ἡ ζωή καί ὁ θάνατος» (Παροιμ. 18, 21) καί «ἀπό τά λόγια σου θά δικαιωθεῖς καί ἀπό τά λόγια σου θά καταδικαστεῖς» (Ματθ. 12, 37). Φύλαγε τή γλώσσα σου περισσότερο ἀπό τά μάτια σου. Ἡ γλώσσα εἶναι σάν ἄλογο βασιλικό. Ἄν τῆς βάλεις χαλινάρι καί τή μάθεις νά κινεῖται πειθαρχημένα, θά μπορέσει νά καθήσει πάνω της ὁ βασιλιᾶς. Ἄν ὅμως τήν ἀφήσεις χωρίς χαλινάρι νά γυρίζει πέρα-δῶθε καί νά ἀτακτεῖ, τότε γίνεται ὄχημα τοῦ διαβόλου καί τῶν δαιμόνων.
Σκέψου πώς, ὅταν κοινωνᾶς, δέχεσαι στό στόμα σου τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, καί φύλαγε καθαρή τή γλώσσα ἀπό αἰσχρολογίες, βρισιές, βλασφημίες, ἐπιορκίες κ.λπ. Γιατί εἶναι ὀλέθριο πρᾶγμα, τή γλῶσσα πού βάφτηκε μέ τό Δεσποτικό Αἷμα κι ἔγινε χρυσό μαχαίρι, ἐσύ νά τή χρησιμοποιεῖς σέ βλασφημίες. Σεβάσου τήν τιμή μέ τήν ὁποία τήν τίμησε ὁ Θεός καί μήν τήν κατεβάσεις στήν εὐτέλεια τῆς ἁμαρτίας.

Σήκωσε τόν ἀδελφό σου!
Ἐπειδή λοιπόν σᾶς μίλησα γιά τή βλασφημία, θέλω νά ζητήσω ἀπ’ ὅλους σας μιά χάρη: Νά σωφρονίσετε τούς ἀνθρώπους πού βλαστημοῦν στήν πόλη σας. Ἄς περιορίσουμε τή μανία τους. Ἄς συνετίσουμε τή διάνοιά τους. Ἄς φροντίσουμε γιά τή σωτηρία τους. Ἄς σταματήσουμε τήν παραφροσύνη τους αὐτή. Ἄς βάλουμε φραγμό στά στόματά τους, ἄς τά κλείσουμε σάν νά εἶναι θανατηφόρες πηγές κι ἄς τά μεταβάλλουμε στό ἀντίθετο. Καί ἄν χρειαστεῖ νά πεθάνουμε γιά τήν πράξη μας αὐτή, κάτι τέτοιο θά μᾶς ἀποφέρει μεγάλο κέρδος. Ἄς μήν ἀδιαφοροῦμε λοιπόν, ὅταν βλέπουμε νά βρίζεται ὁ κοινός μας Δεσπότης. Ἡ ἀδιαφορία αὐτή θά φέρει μεγάλο κακό σ’ ὅλη τήν πόλη, γιατί βαραίνει ὅλους μας τό ἔγκλημα τῆς βλασφημίας. Εἶναι ἀδίκημα δημόσιο.

Καί μή μοῦ πεῖς τόν ψυχρό τοῦτο λόγο: «Τί μ ἐνδιαφέρει ἐμένα; Ἐγώ δέν ἔχω καμιά σχέση μέ τόν βλάσφημο».
Μόνο μέ τό διάβολο δέν ἔχουμε καμιά σχέση, ἐνῶ μέ ὅλους τούς ἀνθρώπους ἔχουμε πολλά κοινά. Γιατί ἔχουν κι αὐτοί τήν ἴδια φύση μ’ ἐμᾶς, κατοικοῦν στήν ἴδια γῆ, ἔχουν τόν ἴδιο Κύριο καί προορίζονται ν’ ἀπολαύσουν τά ἴδια ἀγαθά μ’ ἐμᾶς. Ἄς μή λέμε λοιπόν ὅτι δέν ἔχουμε τίποτα κοινό μαζί τους, γιατί αὐτός εἶναι σατανικός λόγος καί φανερώνει διαβολική ἀπανθρωπιά.
Δέν εἶναι ἄραγε ἄτοπο, ὅταν δοῦμε στήν ἀγορά συμπλοκή ἀνθρώπων, νά τρέχουμε νά συμφιλιώσουμε τούς διαπληκτιζόμενους, καί -γιατί ν’ ἀναφέρω ἀνθρώπους;- ὅταν δοῦμε κάποιο ζῶο πεσμένο, ὅλοι νά τρέχουμε νά τό βοηθήσουμε νά σηκωθεῖ, ἐνῶ γιά τούς ἀδελφούς μας, πού χάνονται, ν’ ἀδιαφοροῦμε;
Μέ φορτωμένο ζῶο μοιάζει ὁ βλάσφημος, πού ἔπεσε, γιατί δέν μπόρεσε νά βαστάξει τό φορτίο τοῦ θυμοῦ του. Πλησίασε καί σήκωσέ τον. Καί μέ τά λόγια καί μέ τά ἔργα. Καί μέ ἐπιείκεια καί μέ αὐστηρότητα. Ἄς εἶναι ποικίλο τό φάρμακο τῆς θεραπείας.
Ἄν ἔτσι φροντίζουμε γιά τή σωτηρία τοῦ πλησίον, γρήγορα καί οἱ βλάσφημοι θά διορθωθοῦν κι ἐμεῖς θά γινουμε ποθητοί καί ἀξιαγάπητοι. Καί τό σπουδαιότερο, θ’ ἀξιωθοῦμε ὅλοι ν’ ἀπολαύσουμε τά ἀγαθά πού μᾶς ἔχουν ἑτοιμαστεῖ, μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν Ὁποῖο, μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα καί ἡ τιμή στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ

Αγίου Ιγνατίου Μπριατσανίνωφ, “βάλε φωτιά στις σκέψεις μου και στην καρδιά μου”

 
Ξεχύνω τα λόγια της καρδιάς μου, που απαλά σκιρτά από χαρά άφθαρτη κι ανέκφραστη. Αδελφοί, αν εισχωρήσετε στα λόγια μου με καθαρό λογισμό, θα ευφρανθείτε σαν σε συμπόσιο πνευματικό! Η πίστη στο Χριστό είναι ζωή. Όποιος τρέφεται με την πίστη, γεύεται ήδη, στη διάρκεια της επίγειας πορείας του, την αιώνια ζωή, που ετοιμάστηκε για τους δικαίους στο τέλος αυτής της πορείας. Ο Κύριος είπε: «Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, αυτός έχει την αιώνια ζωή».Με την πίστη οι άνθρωποι του Θεού υπέμειναν σκληρές δοκιμασίες. Έχοντας οικειωθεί το πλούτο και την ευφροσύνη της αιώνιας ζωής, θεώρησαν σκουπίδια τα θέλγητρα της πρόσκαιρης. Με την πίστη δέχονταν τις θλίψεις και τις στενοχώριες σαν δώρα του Τριαδικού Θεού, δώρα με τα οποία Εκείνος τους αξίωσε να γίνουν μιμητές και μέτοχοι των παθημάτων ενός από τα πανάγια Πρόσωπά Του, που έστερξε να δεχθεί τη φύση μας και να οικονομήσει τη λύ­τρωσή μας. Η απέραντη ευφροσύνη, που γεννιέται από την πίστη, καταβροχθίζει τη σκληρότητα του πόνου. Έτσι, στη διάρκεια οδυνηρών βασάνων, νιώθει κανείς μόνο τέρψη. Το ομολόγησε ο μεγαλομάρτυρας Ευστράτιος (13 Δεκεμβρίου) λίγο πριν από την τελείωσή του. Τα βασανιστήρια στα οποία με υποβάλλεις, είπε στον ηγεμόνα Αγρικόλα, είναι για μένα ευφροσύνη!.Με την πίστη οι άγιοι βυθίστηκαν στα βάθη της ταπεινοφροσύνης. Με τα καθαρά μάτια της πίστεως είδαν πως οι ανθρώπινες θυσίες στο Θεό δεν είναι παρά τα χαρίσματα του Θεού στον άνθρωπο, χρέη
του ανθρώπου στο Θεό, αχρείαστα σ’ Εκείνον αλλά απαραίτητα και σωτήρια για τον άνθρωπο. «Άκου, λαέ μου», λέει ο Θεός, «γιατί θα σου μιλήσω· άκου, Ισραήλ, γιατί θα διαμαρτυρηθώ σ’ εσένα. Ο Θεός, ο Θεός σου, είμ’ εγώ. Δεν θα σε ελέγξω για τις θυσίες σου… γιατί δική μου είναι όλη η οικουμένη και δικά μου όλα τα πλούτη της», «τί έχεις που να μην το έλαβες; Αφού, λοιπόν, το έλαβες από το Θεό, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο;». «Σ’ οποίον δόθηκαν πολλά, πολλά θα ζητηθούν απ’ αυτόν και σ’ οποίον δόθηκαν περισσότερα, περισσότερα θα ζητηθούν».Οι άγιοι του Θεού θαυματουργούσαν, ανάσταιναν νεκρούς, προέλεγαν το μέλλον, ήταν γεμάτοι από πνευματική γλυκύτητα, αλλά συνάμα και γεμάτοι από ταπεινοφροσύνη. Με απορία, θαυμασμό και φόβο έβλεπαν ότι ο Θεός έστερξε γενναιόδωρα να προσφέρει και να εμπιστευτεί το Άγιο Πνεύμα Του στο χώμα, στη λάσπη. Μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο, ο νους κυριεύεται από φρίκη και σωπαίνει, η καρδιά πλημμυρίζει από ανείπωτη χαρά, ενώ η γλώσσα δεν έχει τη δύναμη να εκφραστεί.Με την πίστη οι άγιοι αγάπησαν τους εχθρούς τους. Τα μάτια του νου τους, φωτισμένα από την πίστη, σταθερά έβλεπαν το Θεό μέσα στη πρόνοιά Του. Σε παραχώρηση αυτής της θείας πρόνοιας απέδιδαν οι άγιοι όλες τις επιθέσεις που δέχονταν. Έτσι ο Δαβίδ, «βλέποντας τον Κύριο παντοτινά μπροστά του», για να μη λιποψυχήσει μπροστά στις τόσες θλίψεις και δοκιμασίες του, αποκρίθηκε, όταν ο Σεμεΐ τον καταριόταν και τον πετροβολούσε: «Ο Κύριος του είπε να καταριέται τον Δαβίδ. Τί δουλειά έχετε εσείς μ’ έμενα, γιοί της Σαρουΐας», λογισμοί της οργής και της εκδικήσεως; «Αφήστε τον να με καταριέται, γιατί ο Κύριος του το είπε… Ίσως ο Κύριος, βλέποντας την ταπείνωσή μου, να μου δώσει αγαθά αντί για την κατάρα…».Η ψυχή δέχεται τη δοκιμασία σαν θεραπεία των ασθενειών της. Ευγνωμονεί το Θεό και Του ψάλλει: «Βάλε με, Κύριε, σε δοκιμασίες, βάλε με σε πειρασμούς, βάλε φωτιά στις σκέψεις μου και στην καρδιά μου». Έτσι ας αντιμετωπίζουμε τις δοκιμασίες. Για τους ανθρώπους και τα άλλα όργανα των δοκιμασιών μας ας μη νιώθουμε καμιά κακία, καμιά εχθρότητα. Η ψυχή που δοξολογεί τον Πλάστη της, η ψυχή που ευγνωμονεί τον ουράνιο Γιατρό, πλημμυρισμένη από ανέκφραστα αισθήματα, αρχίζει να ευλογεί τα μέσα της θεραπείας της.Και να! Ξάφνου ανάβει μέσα της η αγάπη προς τους εχθρούς. Τότε ο άνθρωπος είναι έτοιμος να θυσιάσει και τη ζωή του για τον εχθρό του, θεωρώντας μάλιστα πως αυτό δεν αποτελεί στην πραγματικότητα θυσία αλλά υποχρέωση, υποχρέωση ανάξιου δούλου. Από τώρα ο ουρανός είναι ανοιχτός. Μπαίνουμε στην αγάπη προς τον πλησίον και μέσω αυτής στην αγάπη προς το Θεό. Βρισκόμαστε στο Θεό και ο Θεός βρίσκεται σ’ εμάς. Να τί θησαυρό περιέχει η πίστη, η μεσίτρια και χορηγήτρια της ελπίδας και της αγάπης. Αμήν.Έρημος Άγιου Σεργίου, 1840
(Αγίου Ιγνατίου Μπριατσανίνωφ, «Ασκητικές Εμπειρίες « Α΄. Ι. Μ. Παρακλήτου 2008).