Sunday, 20 January 2013

New Martyr St. Barlaam - On Correctness and Self-Esteem


New Martyr St. Barlaam 1878-1942
 
We are not justified by correcting ourselves, not by good deeds; all this is undermined by our common sinfulness, and in any case we are obliged to do it by our God-like nature. But we are justified by humility and repentance: A sacrifice to God is a broken spirit; a hear that is contrite and humble God will not despise. You will find this somewhere in the letters of Optina Elder Macarius. Therefore, it is good that you have failings and weaknesses; with repentance and contrition they will lead you into Paradise. But if you do not have any, then a trust in your own correctness can hinder you greatly through secret self-esteem and a pharasaical trust in the labors and virtues you have borne: “I have earned it — pay me!”

We are all insane over self-esteem, and therefore when we correct ourselves a little in some way or other, we at once give value to ourselves and unnoticeably become refined pharisees: we praise ourselves for what grace has done, according to God’s mercy, and not because of our achievements. Therefore, in spiritual matters correctness can do us more harm than incorrectness with a feeling of repentance. You will say: “With correctness one can also repent.” Repent of what, if we see ourselves as correct? It is just a step away from deception. True correctness cannot exist. Therefore, the Holy Fathers teach that deeds do not justify us, even if we are obliged to do good deeds (by the power of God), as a bird is obliged to sing, for that is why it is created. We are created to do good deeds; such is our nature. It would be silly to become proud that we have to arms and two legs — such is our nature. And if we do not do good deeds, then we err severley against our nature and God’s will. Therefore, it is good to the deeds, but not in order to boast in our struggles and achievements, but in order to acquire a greater degree of humility and repentance. He who fasts and prays not to acquire humility and repentance, but for pleasing God and self-justification — is quite mistaken. 
(Russia’s Catacomb Saints pp. 277, 280-281)

Σημαντικότεροι Αγιογράφοι Δ”

 
ΚΥΡΙΟΤΕΡΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΗΣ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Παρακάτω αναφέρουμε ενδεικτικά τα ονόματα κάποιων από τους κυριότερους εκπροσώπους της αγιογραφίας, χωρίς φυσικά να εξαντλούμε τον κατάλογο του πλήθους των μαστόρων, που ταπεινά υπηρέτησαν την τέχνη, επωνύμων και ανωνύμων, μικρών και μεγάλων, των οποίων τα ονόματα είναι γραμμένα στη Βίβλο της Ζωής.
Ευαγγελιστής Λουκάς. Βλ. κεφάλαιο «Η πορεία της αγιογραφικής τέχνης στο χρόνο».
Άγιος Λάζαρος ο Ομολογητής. Έζησε στους χρόνους του εικονομάχου βασιλέως Θεοφίλου. Επειδή ήταν αγιογράφος κατηγορήθηκε στον βασιλιά και υπεβλήθει σε φοβερά βασανιστήρια. Έβαλαν οι δήμιοι στις παλάμες του πυρακτωμένα πέταλα και από την μεγάλη βάσανο έμεινε ως νεκρός. Η Χάρις του Θεού όμως τον φύλαξε. Κατόπιν η βασίλισσα παρακάλεσε τον Θεόφιλο να τον ελευθερώσει όπως και έγινε. Ο Άγιος Λάζαρος πήγε κρυφά στον ναό του Αγίου Προδρόμου του Φοβερού και κατοίκησε εκεί. Ενώ ήταν ακόμη με τις πληγές της φωτιάς, ιστόρησε την εικόνα του Αγ. Προδρόμου, η οποία έκανε πολλά θαύματα. Εορτάζουμε την μνήμη του Αγίου Λαζάρου την ΙΖ” του μηνός Νοεμβρίου.
Άγιος Μεθόδιος Μοναχός. Κήρυξε την χριστιανική πίστη στους Βουλγάρους.
Άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω. Στο βίο του αναφέρονται και τα εξής. Ενώ καθόταν με τους υπόλοιπους μοναχούς είπε: «Ιδού έρχονται προς ημάς δύο μοναχοί», και παίρνοντας ένα κομμάτι χαρτί ιστόρησε τις μορφές τους, διότι ήταν πολύ επιτήδειος στη ζωγραφική και τον ένα τον ζωγράφισε με γένια ενώ τον άλλο νεώτερο. Πράγματι την άλλη μέρα ήρθαν στο μοναστήρι δύο διάκονοι. Ο πρώτος που είχε γένια ονομαζόταν Ιάκωβος, ο οποίος έμεινε και ετελειώθη στο μοναστήρι και ο δεύτερος, ο νεώτερος, ονομαζόταν Ηλίας, ο οποίος έγινε ηγούμενος και αργότερα επίσκοπος Πλαταμώνος.
Ευλάλιος. Έζησε τον καιρό του Ιουστίνου του Β’. Ζωγράφισε τον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη
Ηρακλείδης ο Βυζάντιος. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, άγνωστο ποια ημερομηνία. Οι παλαιοί ιστορικοί τον εγκωμιάζουν, λέγοντας ότι εστάθη ισάξιος με τους αρχαίους φημισμένους ζωγράφους Απελλή και Αγάθαρχο.
Παύλος ο μουσειωτής (ψηφιδογράφος). Φιλοτέχνησε θαυμαστή εικόνα του Χριστού στο ναό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη.
Στέφανος Μοναχός. Ήταν ζωγράφος και ομολογητής. Υπέστη βασανιστήρια στους χρόνους του βασιλέως Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, υπέρ των αγίων εικόνων.
Ανδρέας υιός Αρταβάσδου. Ήταν επίσημος αγιογράφος τον καιρό του Κωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου. Φαίνεται ότι καταγόταν από περσικό γένος.
Οι Έλληνες αγιογράφοι εκ Κωνσταντινουπόλεως. Ζωγράφισαν το ΙΑ” αιώνα, κατόπιν θαύματος, τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη φημισμένη Μονή του Σπηλαίου στο Κίεβο, όπου και εμόνασαν μετά το πέρας της αγιογραφήσεως.
Όσιος Αλύπιος ο εικονογράφος. Ο ρωσικής καταγωγής Όσιος Αλύπιος έγινε μοναχός στο φημισμένο μοναστήρι της Πετσέρσκαγια Λαύρας του Κιέβου γνωστό ως Λαύρα των Σπηλαίων. Ως λαϊκός βοηθούσε τους Έλληνες αγιογράφους που ιστορούσαν το καθολικό της μονής. Μετά από ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη κατά τη διάρκεια της αγιογραφήσεως αποφασίζει να μείνει στο μοναστήρι. Εκεί ασκώντας θεαρέστως την τέχνη της αγιογραφίας εκοιμήθη εν Κυρίω περίπου στα μέσα του 12ου αιώνος. Το άγιο λείψανό του βρίσκεται άφθαρτο στα σπήλαια της Λαύρας μαζί με πάνω από εκατό άλλα άφθαρτα λείψανα αγίων.
Παύλος αγιογράφος. Άγνωστο πότε έζησε. Ζωγράφισε τον Αγ. Γεώργιο πάνω στο άλογο και η εικόνα του ανεδείχθη θαυματουργή. Οι ιστορικοί επαινούν αυτόν τον τεχνίτη, γράφοντας: «Παύλος ο ζωγράφων άριστος».
Μιχαήλ ο Αστραπάς και Ευτύχιος. Άριστοι αγιογράφοι και οι δύο. Καταγόταν από την Θεσσαλονίκη και τοιχογράφησαν πολλές Σερβικές εκκλησίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον ναό του Αγ. Κλήμεντος κοντά στην λίμνη της Αχρίδος το 1295 και τον ναό του Αγ. Γεωργίου στο Στάρο Ναγκορίτσινο Σερβίας (1313-1317).
Γεώργιος Καλλιέργης. Επίσημος αγιογράφος, ο οποίος ζωγράφισε τον ναό του Σωτήρος Χριστού στη Βέροια της Μακεδονίας το 1315, όταν εβασίλευε ο Ανδρόνικος ο Παλαιολόγος.
Μανουήλ Πανσέληνος. Κορυφαίος αγιογράφος του ΙΔ” αιώνα, από τους κυριότερους εκπροσώπουςτης Μακεδονικής Σχολής. Δυστυχώς δεν βρέθηκε κάποια πηγή που να μας πληροφορεί για την ζωή του. Σύμφωνα με την παράδοση η καταγωγή του ήταν από την Θεσσαλονίκη. Μόνο ο Διονύσιος ο εκ Φουρνά στο σύγγραμμά του «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης» μας πληροφορεί, ότι οι αγιογραφίες του ναού του Πρωτάτου στο Άγιο Όρος ήταν του κυρ Μανουήλ Πανσέληνου. Ακόμη ο Διονύσιος αναφέρει και για κάποιες φορητές εικόνες του Πανσελήνου, χωρίς όμως να έχουμε κάποια στοιχεία γι” αυτές. Τέλος, η αγιογράφηση του παρεκκλησίου του Αγ. Ευθυμίου στον Άγ. Δημήτριο Θεσσαλονίκης εικάζεται ότι έγινε από τον Πανσέληνο λόγω της έντονης ομοιότητας της τεχνικής σε σχέση με το Πρωτάτο.
Θεοφάνης ο Έλληνας. Βυζαντινός αγιογράφος του ΙΔ” αιώνος και γνωστός από το έργο του στη Ρωσία. Μια επιστολή ενός Ρώσου μοναχού, του Επιφανίου, αναφέρει εκτός των άλλων χαρισμάτων που τον διέκριναν ότι ήταν «ο καλύτερος ζωγράφος ανάμεσα στους εικονογράφους». Είναι άγνωστο το που γεννήθηκε και που έμαθε την τέχνη της αγιογραφίας. Ζωγράφισε πολλούς ναούς στη Ρωσία, κυρίως στη Μόσχα και στο Νόβγκοροντ. Θεωρείται ο δάσκαλος του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου Αγίου Ανδρέα Ρουμπλιώφ. Η κοίμησίς του υπολογίζεται γύρω στα 1410.
Όσιος Ανδρέας Ρουμπλιώφ. Γεννήθηκε στη Ρωσία γύρω στα 1360. Νέος έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Σεργίου Ραντονέζ όπου αγιογράφησε το τέμπλο του Καθολικού καθώς και τον κυρίως ναό. Εκτός από τη μονή του Αγίου Σέργιου σώζονται έργα του και σε άλλους ναούς και μοναστήρια. Ένα από τα αριστουργήματά του είναι η εικόνα της Αγίας Τριάδος. Θεωρείται από όλους τους Ρώσους ζωγράφους ως ο κυριώτερος εκπρόσωπος της αρχαίας ρωσικής τέχνης. Η κοίμησίς του υπολογίζεται γύρω στα 1430. Η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας τον αναγνώρισε επισήμως ως άγιο το 1988.
Νικόλαος Ιωάννου και Καστρίσιος. Κατάγονταν από την Καλαμπάκα Θεσσαλίας. Ζωγράφισαν το έτος 1501 το καθολικό της Μονής Αγ. Στεφάνου στα Μετέωρα.
Θεοφάνης Μοναχός ο Κρης. Κορυφαίος αγιογράφος του 16ου αιώνα και κυριότερος εκπρόσωπος της Κρητικής Σχολής. Ο μοναχός Θεοφάνης Στρελίτζας, ο επιλεγόμενος Μπαθάς, πρέπει να γεννήθηκε στο Ηράκλειο μέσα στην τελευταία δεκαπενταετία του 15ου αιώνα και ακολούθησε το οικογενειακό επάγγελμα της ζωγραφικής. Σε κατάλληλη ηλικία παντρεύτηκε και απόκτησε δύο παιδιά, το Συμεών και το Νίφο-Νεόφυτο. Έπειτα για κάποιο λόγο – ίσως θανάτου της συζύγου – έγινε μοναχός. Η πρώτη μνεία του αγιογράφου Θεοφάνη βρίσκεται στην κτητορική επιγραφή στο καθολικό της Μονής του Αγίου Νικολάου του Αναπαυσά στα Μετέωρα, το 1527. Το 1535 ιστορεί το καθολικό της Ι. Μονής Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, όπου και εγκαταστάθηκε με τους δυο γιούς του. Το 1545, με συνεργάτη το γιο του Συμεών τοιχογραφεί το καθολικό της Ι. Μονής Σταυρονικήτα. Αφού έζησε αρκετά χρόνια στο Άγιο Όρος, επιστρέφει στην πατρίδα του την Κρήτη όπου και πεθαίνει στις 24 Φεβρουαρίου του 1559, την ημέρα που έκανε την διαθήκη του. Το έργο του συνέχισαν οι δύο γιοι του.
Αντώνιος ο Κρης. Αυστηρός και απλότεχνος αγιογράφος. Ζωγράφισε το καθολικό της Μονής Ξενοφώντος Αγίου ΌρουςΤζώρτζης ο Κρης. Άριστος αγιογράφος, μαθητής του Θεοφάνους του Κρητός. Αγιογράφησε το καθολικό της Ι. Μονής Διονυσίου το 1545.
Ευφρόσυνος Ιερεύς. Αγιογράφησε φορητές εικόνες κάποιες από τις οποίες βρίσκονται στην Μονή Διονυσίου Αγίου Όρους (Μεγάλη Δέησις κ.α.). Έζησε τον ΙΣΤ” αιώνα. Πολύ καλός τεχνίτης της Κρητικής Σχολής.
Φράγκος Κατελάνος. Καταγόταν από την Θήβα. Θεωρείται από τους καλύτερους αγιογράφους του ΙΣΤ” αιώνα. Αγιογράφησε το παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους καθώς και το καθολικό της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων. Προέρχεται από την Κρητική Σχολή αλλά έχει δεχθεί έντονες επιδράσεις από την Δύση.
Γεώργιος Ιερεύς και σακελλάριος Θηβών. Λαμπρός τοιχογράφος, ο οποίος ιστόρησε το νάρθηκα του καθολικού της Μονής Βαρλαάμ Μετεώρων το 1566.
Δανιήλ Μοναχός. Αγιογράφησε το καθολικό της Μονής Κορώνης επί της Πίνδου το 1587.
Ανδρέας Ρίτζος. Εικονογράφος, ο οποίος έζησε στο τέλος του ΙΕ” αιώνα. Υπάρχουν έργα του στην Ιταλία και την Πάτμο.
Μιχαήλ Δαμασκηνός ο Κρης. Πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1530-35. Λίγα στοιχεία υπάρχουν για την ζωή και την δράση του και ελάχιστες οι χρονολογημένες εικόνες του. Ήταν άριστος τεχνίτης και το μεγαλύτερο γνωστό σύνολο υπογεγραμμένων έργων του σώζεται στην Κέρκυρα. Η ύπαρξη μεγάλου αριθμού πινάκων Ιταλών καλλιτεχνών στην Κρήτη επηρέασε τους Έλληνες αγιογράφους. Έτσι και ο εν λόγω αγιογράφος χρησιμοποίησε ιταλικά στοιχεία στις αγιογραφίες του, ανάλογα ίσως, με τις επιθυμίες των πελατών του. Ο Δαμασκηνός έχαιρε μεγάλης φήμης και η επίδρασή του στους συγχρόνους και μεταγενεστέρους ζωγράφους ήταν πολύ μεγάλη. Εικονογραφικοί τύποι που αυτός, κατά τα φαινόμενα, εισήγαγε ή αποκρυστάλλωσε, έγιναν εξαιρετικά δημοφιλείς και αντιγράφηκαν μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα.
Όσιος Ποιμήν ο Ζωγραφίτης. Σπουδαίος εικονογράφος και κτήτορας ναών. Γεννήθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας από ευσεβείς γονείς. Έγινε μοναχός στο Άγιον Όρος, στη μονή Ζωγράφου. Σε ηλικία πενήντα πέντε χρόνων, ύστερα από θεοσημία, αναχώρησε για τη Βουλγαρία. Εκεί έκτισε ή ανακαίνισε περίπου τριακόσιους ναούς και δεκαπέντε μονές. Πολλούς τους στόλισε και με τοιχογραφίες από το ίδιο του το χέρι. Αναπαύθηκε εν ειρήνη το 1620 στη μονή Τσερεπίσκι. Το 1942 αναγνωρίστηκε ως προστάτης άγιος των Βουλγάρων ζωγράφων.
Εμμανουήλ Λαμπάρδος. Έζησε στις αρχές του 17ου αιώνα. Αγιογράφησε μόνο φορητές εικόνες, στις οποίες διαπιστώνεται συνειδητή άγνοια των έργων του Δαμασκηνού και του Κλόντζα και επιστροφή σε παλαιολόγεια και πρώιμα κρητικά πρότυπα.
Όσιος Νείλος ο Μυροβλύτης. Γεννήθηκε στη Πελοπόννησο από ευσεβείς γονείς περί το 1601. Μόνασε στη μονή Παναγίας της Μαλεβής. Ο πόθος της ασκήσεως τον έφερε στο Άγιον Όρος. Κατοίκησε κοντά στο σπήλαιο του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου όπου έκτισε κελλί με ναό προς τιμή της Υπαπαντής, τον οποίο κόσμησε με εικόνες, που ο ίδιος αγιογράφησε, γιατί ήταν καλός αγιογράφος. Μετά την οσιακή κοίμησή του, στις 12-11-1651, το σώμα του ανέβλυσε ευωδιαστό μύρο.
Άγγελος ο Κρης. Άριστος αγιογράφος, ο οποίος ιστόρησε μόνο φορητές εικόνες και έζησε στις αρχές του 17ου αιώνα.
Ιερεμίας Παλλαδάς, Ιερομόναχος. Ένας από τους πιο φημισμένους αγιογράφους της εποχής του. Ήταν σιναΐτης ιερομόναχος αλλά ζούσε στον Χάνδακα, από όπου και καταγόταν. Έχαιρε μεγάλης φήμης μεταξύ των συγχρόνων του, που τον θεωρούσαν άξιο μιμητή των «δοκίμων παλαιών εικονογράφων», εδίδασκε δε την τέχνη σε μαθητευόμενους αγιογράφους. Ήταν προσκολλημένος στην παραδοσιακή τεχνοτροπία και σπάνια χρησιμοποιούσε ιταλικά στοιχεία. Πέθανε πριν το 1660 μ.Χ.
Εμμανουήλ Τζάνες, ιερεύς. Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο γύρω στο 1610 και πέθανε στη Βενετία στις 28 Μαρτίου 1690. Θεωρήθηκε ο σημαντικότερος Κρητικός αγιογράφος της δεύτερης πεντηκονταετίας του 17ου αι. Έζησε την περίοδο του καταστροφικού Κρητικού πολέμου (1645-1669) και αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο της προσφυγιάς. Η Κρήτη σβήνει σαν δημιουργικό καλλιτεχνικό κέντρο και οι ζωγράφοι καταφεύγουν κυρίως στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, από όπου μερικοί πηγαίνουν στη Βενετία. Άλλοτε ακολουθεί βυζαντινά πρότυπα του 14ου και 15ου αιώνα και άλλοτε εμπνέεται από δυτικά έργα ακολουθώντας ορισμένες φορές φλαμανδικές χαλκογραφίες. Υπολογίζεται ότι έχουν σωθεί πάνω από εκατό έργα του Τζάνε
Κωνσταντίνος Κονταρίνης. Από τους παραγωγικότερους αγιογράφους των τριών πρώτων δεκαετιών του 18ου αι. Ζούσε στην Κέρκυρα και ακολουθεί στα περισσότερα έργα του την τεχνοτροπία του π. Εμμανουήλ Τζάνε.
Διονύσιος ιερομόναχος εκ Φουρνά. Γεννήθηκε γύρω στα 1670 στο χωριό Φουρνά της Ευρυτανίας. Τον πατέρα του, που ήταν ιερέας, τον έλεγαν Παναγιώτη Χαλκιά. Αγιογράφησε φορητές εικόνες αλλά και τοιχογραφίες κυρίως στο κελί του Τιμίου Προδρόμου στο Άγιο Όρος, όπου και εγκαταβίωνε. Θαύμαζε τα έργα του Πανσελήνου, τον οποίο και προσπαθούσε να μιμηθεί. Θεωρείται από τους πιο αξιόλογους αγιογράφους της εποχής του αφήνοντας πίσω του ικανούς μαθητές. Έχοντας πόθο να επαναφέρει την βυζαντινή παράδοση, η οποία έφθινε λόγω της επελάσεως της δυτικής τεχνοτροπίας, συνέγραψε την «Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης». Λόγω της προσηλώσεώς του στα παραδοσιακά πρότυπα υπέστη διωγμούς από ομοτέχνους του και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Άγιο Όρος. Ο ακριβής χρόνος του θανάτου του δεν είναι γνωστός.
Γεώργιος Μάρκου. Η γενέτειρά του ήταν το Άργος. Υπήρξε τοιχογράφος παραγωγικότατος. Εργάσθηκε στην περιοχή των Αθηνών. Ιστόρησε το καθολικό της Μονής των Ασωμάτων Πετράκη το 1719. Το τελευταίο και σπουδαιότερο έργο του λόγω του πλήθους των εικονισθέντων Αγίων, είναι η τοιχογράφηση της Μονής Φανερωμένης Σαλαμίνος, το 1735. Οι μαθητές του και οι μαθητές των μαθητών του έφθασαν σχεδόν μέχρι τα τέλη του 18ου αι.
Δημήτριος Ζούκης. Κατήγετο από το χωριό Καλαρρύτες. Ένα από τα έργα του είναι και η ιστόρηση του νάρθηκα της Μονής Υπαπαντής Μετεώρων, το 1784.
Οσιομάρτυς Ιωσήφ. Έγινε μοναχός στη μονή Διονυσίου Αγίου Όρους και ήταν αγιογράφος. Έργο του είναι η εικόνα των Αρχαγγέλων στο τέμπλο του Καθολικού της μονής. Το τέλος του ήταν μαρτυρικό. Βασανίσθηκε σκληρά από τους Τούρκους και απαγχονίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1819.
Ιωάννης Αναγνώστης. Ζωγράφισε το καθολικό της Μονής Σπηλαιωτίσσης κοντά στο χωριό Αρτσίστα Ζαγορίου, το 1810.
Αθανάσιος Παγώνης Βραχιώτης. Ιστόρησε το καθολικό της Μονής Φανερωμένης Καλλιφωνίου στα μέρη της Καρδίτσας το 1840.
Βασίλειος Γρεβενίτης. Αγιογράφησε τον ναό του Αγίου Νικολάου στο χωριό Βαρυμπόμπη Τρικάλων, το 1863.
Όσιος Σάββας ο εν Καλύμνω. Γεννήθηκε στην Ηρακλείτσα της Ανατολικής Θράκης το 1862. Δώδεκα ετών έρχεται στο Άγιον Όρος, στη σκήτη της Αγίας Άννης, όπου μαθαίνει την αγιογραφία. Κατόπιν πηγαίνει στους Αγίους Τόπους και για ορισμένα χρόνια ασκητεύει στα Ιεροσόλυμα, στις μονές του Χοζεβά και του Αγίου Σάββα και στις όχθες του Ιορδάνου. Επιστρέφει και πάλι στην Ελλάδα όπου γνωρίζεται και συνδέεται στενά με τον Άγιο Νεκτάριο. Μετά την κοίμηση του Αγίου Νεκταρίου μένει σαράντα ημέρες κλεισμένος στο κελλί του και με νηστεία και προσευχή αγιογραφεί την πρώτη εικόνα του Θεοφόρου Νεκταρίου. Το έτος 1926 ή 1928 έρχεται στην Κάλυμνο και ζει στη μονή των Αγίων Πάντων μέχρι την οσιακή κοίμησή του το 1948. Κατά την ανακομιδή το άγιο λείψανό του βρέθηκε σώο, αδιάφθορο, εκπέμπον άρρητη ευωδία και επιτελόν πολλά θαύματα.
Φώτης Κόντογλου. Γεννήθηκε στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) της Μικράς Ασίας το 1895. Μετά τον θάνατο του πατέρα του την κηδεμονία αυτού ανέλαβε ο θείος του ιερομόναχος π.Στέφανος Κόντογλου, ηγούμενος της μονής Αγ. Παρασκευής. Το σχολείο το τελείωσε στο Αϊβαλί και ήταν μέλος μιας ομάδας μαθητών που εξέδιδε το περιοδικό «Μέλισσα», το οποίο ο Κόντογλου διακοσμούσε με ζωγραφιές. Γράφτηκε στη σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι (1914), όπου μελέτησε τις διάφορες σχολές ζωγραφικής. Κατόπιν πολλών περιπλανήσεων και ταξιδιών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1923 ταξίδεψε στο Άγιο Όρος, όπου ανακάλυψε την βυζαντινή αγιογραφία και έκτοτε αγωνίσθηκε για την αναβίωση της τέχνης. Την δεκαετία του 1950-1960 βρίσκεται στην κορύφωση της αγιογραφικής του δραστηριότητας. Παρουσίασε διάφορες εκθέσεις ζωγραφικής, εργάστηκε ως συντηρητής εικόνων σε μουσεία, τιμήθηκε με το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για το βιβλίο «Έκφρασις της Ορθοδόξου Εικονογραφίας» και γενικά είχε μία πλούσια προσφορά στον τομέα της τέχνης. Αγιογράφησε πολλές φορητές εικόνες και ιστόρησε τους ναούς Ζωοδόχου πηγής Παιανίας, Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στην Ρόδο, Καπνικαρέας Αθηνών κ.α. Θεωρείται ο αναγεννητής της Ορθοδόξου Αγιογραφίας και υπήρξε πιστό τέκνο της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Οι σύγχρονοι αγιογράφοι του χρωστούν πολλά. Μαθητές του υπήρξαν ακόμη και διακεκριμένοι ζωγράφοι όπως ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Νίκος Εγγονόπουλος, κ.ά. Εκοιμήθη στις 13 Ιουλίου 1965 από τις επιπλοκές που του είχε προκαλέσει ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην περιοχή του Φαλήρου.

Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Μελισσοχώρι

Πηγές και είδη αγιογραφιας Γ”

 
ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Οι ιστορικές και αρχαιολογικές έρευνες απέδειξαν ότι η τέχνη της αγιογραφίας έχει δεχτεί επιδράσεις από:
Α) την τέχνη της αρχαίας Ελλάδoς Β) την τέχνη της Ανατολής Γ) την ελληνιστική τέχνη (πορτραίτα του Φαγιούμ) Δ) την ελληνορωμαϊκή τέχνη (τοιχογραφίες της Πομπηίας)
Συγκεκριμένα, δύο μεγάλοι κλάδοι, ο ανατολικός και ο ελληνιστικός είναι οι κύριοι παράγοντες που επέδρασαν καταλυτικά στην δημιουργία της τέχνης αυτής. Αναλυτικότερα, ο Μ.Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του πέτυχαν μια δημιουργική σύζευξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης με την ήδη υπάρχουσα ανατολική. Αυτός ο καρπός της σύζευξης είναι η ελληνιστική τέχνη. Ερχόμενος ο Χριστιανισμός, επέδρασε επί της ελληνιστικής τέχνης και έτσι διαμορφώθηκε η ορθόδοξη ζωγραφική. Βέβαια ο χαρακτήρας της τέχνης βρήκε την πλήρη διαμόρφωσή του στο Βυζάντιο, όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε το κέντρο του βυζαντινού κράτους. Εκεί έγινε η επιλογή των καλλιτεχνικών στοιχείων των δύο κόσμων (ανατολικού – ελληνιστικού) και δόθηκε ο τελικός χαρακτήρας στη ζωγραφική.
Περιπτώσεις όπου μπορούμε να διακρίνουμε την επίδραση, την οποία δέχτηκε η βυζαντινή τέχνη, είναι οι εξής:
  • - Στις κατακόμβες της Ρώμης, ο ιχθύς και η άμπελος είναι θέματα ανατολικά.
  • - Πάλι στις κατακόμβες, οι παραστάσεις των εποχών, οι διάφορες προσωποποιήσεις (ηλίου, θαλάσσης) κ.ά. , είναι θέματα του ελληνιστικού κλάδου.
  • - Ο Καλός Ποιμήν της Ραβέννας, η Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη και πλήθος άλλων μνημείων είναι χαρακτηριστικά δείγματα ελληνιστικής επιδράσεως.
  • - Από την αρχαία Ελλάδα έχουμε τους πτερωτούς αγγέλους, την μορφή του Χριστού στην παλαιοχριστιανική περίοδο ως νέου αγένειου και πολλές άλλες περιπτώσεις.
Βεβαίως, πρέπει να αναφέρουμε, ότι παρά την επίδραση της Ανατολής, πολλή εντονότερη είναι η επίδραση της ελληνικής τέχνης, του ελληνικού πνεύματος. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψουμε να αναφερθούμε σε ένα πολύ σημαντικό εύρημα του αιώνα μας, τα πορτραίτα της περιοχής Φαγιούμ. Ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, δυτικά του Νείλου και δείγματα υπάρχουν και στο δικό μας Μπενάκειο Μουσείο της Αθήνας. Πρόκειται για οικογενειακές προσωπογραφίες και χρονολογούνται από τον 1ο – 3ο αι. μ.Χ. Έγιναν από Έλληνες ζωγράφους και έχει αποδειχθεί ότι αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τέχνης και της βυζαντινής. Όλα αυτά τα στοιχεία και τις τεχνικές μεθόδους που αναφέραμε, η Ορθοδοξία τα παρέλαβε, τα εξευγένισε, τα μεταμόρφωσε, δίνοντάς τους ένα πνευματικό χαρακτήρα ώστε να μπορούν να εκφράσουν τις υψηλές αλήθειες της πίστεώς μας.
ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑΣ
Την τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας την διακρίνουμε:
Α) Φορητές εικόνες
Οι εικόνες εκτελούνται συνήθως πάνω σε ξύλο και τα χρώματα διαλύονται με τον κρόκο του αυγού. Βεβαίως, φορέας μιας εικόνας μπορεί να καταστεί και κάποια άλλη επιφάνεια όπως κεραμίδια, παλαιά ξύλα, υφάσματα, γύψος κ.ά. φτάνει η επιλογή του υλικού να είναι τέτοια ώστε να μην είναι καταφρονητική προς τα εικονιζόμενα άγια πρόσωπα.
Στις παλαιοχριστιανικές εικόνες συναντούμε την εγκαυστική τεχνική, η οποία κυρίως αναπτύχθηκε τον 6ο αι. μ.Χ. Στην τεχνική αυτή έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με κερί και θέρμανση της επιφάνειας με πυρακτωμένο σίδηρο. Όταν δεν χρησιμοποιείται το πυρακτωμένο σίδηρο, αλλά απλώνεται το χρωματισμένο κερί πάνω στο ξύλο έχουμε τις λεγόμενες κηρόχυτες εικόνες.
Σπουδαία υπήρξε στο Βυζάντιο και η τεχνική του σμάλτου. Η εκτέλεση της εικόνας γινόταν πάνω σε μεταλλική επιφάνεια. Με λεπτά σύρματα σχημάτιζαν τα περιγράμματα των μορφών και μεταξύ των συρμάτων έχυναν τα χρώματα του σμάλτου. Σε αυτά, τα λεγόμενα περίκλειστα σμάλτα, ανήκουν εικόνες, εγκόλπια, άγια ποτήρια, λειψανοθήκες και άλλα είδη μικροτεχνίας.
Β) Τοιχογραφίες
Στη ζωγραφική πάνω στον τοίχο έχουμε δύο τεχνικές. Πρώτη είναι η νωπογραφία (fresco). Στην τεχνική αυτή ο αγιογράφος ζωγραφίζει πάνω σε φρεσκοσοβαντισμένο τοίχο. Μόνο όσο είναι νωπός ο σοβάς μπορεί να έχει επιτυχία το έργο, διότι αν ο σοβάς ξηρανθή δεν μπορεί να γίνει καμία διόρθωση. Δεύτερη τεχνική είναι η ξηρογραφία. Εδώ έχουμε ανάμειξη των χρωμάτων με μια κολλητική ουσία και ζωγραφίζουμε πάνω σε ξηρό τοίχο.
Γ) Ψηφιδωτά – Μωσαϊκά.
Στα ψηφιδωτά αντί για χρώματα χρησιμοποιούσαν μικρές ψηφίδες από μάρμαρο, πέτρες, φίλντισι, υαλόμαζα χρωματισμένη. Ονομάστηκαν και μωσαϊκά διότι με ψηφιδωτά διακοσμούσαν τα τοιχώματα των σπηλαίων που ήταν αφιερωμένα στις Μούσες. Ενώ δεν είναι δυνατόν με το ψηφιδωτό να πετύχουμε την απαλή κλιμάκωση των χρωμάτων, που δημιουργείται στη ζωγραφική, εν τούτοις η φωτεινότητα και ζωηρότητα των ψηφίδων δημιουργούν στον πιστό το αίσθημα της υπέρβασης σε μια άλλη, πνευματικότερη διάσταση. Κλασσικά θεωρούνται τα έργα στον Όσιο Λουκά στην Λειβαδιά, στην Νέα Μονή της Χίου, στη Μονή της Χώρας κ.ά.
Δ) Μικρογραφίες
Η μικρογραφία ή μινιατούρα χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την διακόσμηση των χειρογράφων. Εντυπωσιάζει η ακρίβεια και η τελειότητα των χαρακτηριστικών στα έργα αυτά. Τα χειρόγραφα είναι συνήθως από περγαμηνή και ονομάζονται ιστορημένα χειρόγραφα.

Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Μελισσοχώρι

Το μυστήριο των δακρύων…


Και τώρα, ω Θεέ μου, όλα αυτά είναι μακριά. Ο χρόνος επούλωσε την πληγή μου. Μπορώ άραγε, τείνοντας το αυτί της καρδιάς μου στο στόμα Σου, να μάθω γιατί τα δάκρυα είναι τόσο γλυκά στους δυστυχείς; 
Μολονότι είσαι πανταχού παρών, θα έριχνες τη δυστυχία μας μακριά Σου; Άραγε συσπειρώνεσαι στον εαυτό Σου, τη στιγμή που εμείς συμπαρασυρόμεθα από τα κύματα των δοκιμασιών της ζωής; Αναστεναγμοί, λυγμοί, δάκρυα, οδυρμοί. Πώς συλλέγουμε γλυκό καρπό απ’ αυτές τις πικρίες;
 
Είναι άραγε γλυκός αυτός ο καρπός, επειδή ελπίζομε ότι θα μας ακούσεις; Αυτό γίνεται όσον αφορά τις προσευχές μας, στο βάθος των οποίων υπάρχει ο πόθος να φθάσομε μέχρι τα κράσπεδα του θρόνου Σου. Αλλά μπορεί να το πει κανείς και για τον πόνο, που προξενεί η απώλεια ενός προσώπου που λατρεύομε, για τον πόνο, ο οποίος τότε με βασάνιζε; Δεν ήλπιζα να τον δω ζωντανό. Δεν ζητούσα λοιπόν με τα δάκρυά μου τη νεκρανάσταση του φίλου μου; Έκλαιγα και αναστέναζα γιατί δεν ήμουν πια ευτυχής , γιατί έχασα τη χαρά μου. Μπορούμε να πούμε, ότι τα δάκρυα είναι αυτά καθεαυτά πικρά, αλλ’ ότι είναι συγχρόνως και γλυκά, λόγω της αηδίας που μας προκαλούν τ’ αντικείμενα των πολλών τέρψεών μας και εφόσον δεν αισθανόμεθα παρά μόνο αποστροφή γι’ αυτά;
Αλλά για ποιο λόγο μιλώ για όλα αυτά; Εδώ δεν πρόκειται για λύση προβλημάτων, αλλά για εξομολόγηση προς Εσένα, ω Θεέ μου. Ήμουν λοιπόν δυστυχής. Κάθε ψυχή είναι δυστυχής όταν δεσμεύεται από την αγάπη με εφήμερα πλάσματα και πάσχει φοβερά όταν τα χάνει. Και τότε αισθάνεται την αθλιότητα που την βασανίζει, προτού τα χάσει.
Τέτοια ήταν εκείνη την εποχή η κατάστασή μου. Έχυνα δάκρυα πικρά και έβρισκα απόλαυση στην πικρία. Μέχρι αυτού του σημείου ήμουν δυστυχής. Και όμως αυτή η ζωή με το δράμα του μυστηρίου μου, μου ήταν προσφιλέστερη παρά ο φίλος μου. Επιθυμούσα να την αλλάξω, αλλ’ όχι και να την χάσω, αμφιβάλλω δε, αν συναινούσα χάρη αυτού να μιμηθώ το παράδειγμα του Ορέστη και του Πυλάδη- αν δεν είναι παραμύθι και αυτό – οι οποίοι ήθελαν μάλλον να πεθάνουν παρά να χωρισθούν ο ένας από τον άλλο, διότι ο χωρισμός τους φαινόταν φρικωδέστερος από το θάνατο. Πιστεύω ότι όσο περισσότερο τον αγαπούσα, τόσο περισσότερο μισούσα και φοβόμουν το θάνατο, που τον είχε θερίσει σαν απαίσιο και άσπονδο εχθρό, πρόθυμο να καταβροχθίσει όλους τους ανθρώπους, όπως καταβρόχθισε και τον φίλο μου. Αυτό το συναίσθημα εξουσίαζε τότε την ψυχή μου.
Ω Θεέ μου, να η καρδιά μου και να το μυστικό της. Δες σ’ αυτήν χαραγμένες τις αναμνήσεις μου, ω ελπίδα μου Εσύ, που αποπλύνεις τις κηλίδες τέτοιων αφοσιώσεων, που προσανατολίζεις προς Εσέ τα βλέμματά μου και απελευθερώνεις από αυτές τις αλυσίδες το σώμα μου.
Απορούσα βλέποντας τους άλλους θνητούς ζωντανούς, αφού είχε πεθάνει εκείνος, σαν να επρόκειτο να μην πεθάνει ποτέ, και απορούσα περισσότερο ακόμη να ζω εγώ, αφού εκείνος δεν βρισκόταν πια στη ζωή. Πόσο ωραία είναι η φράση εκείνη του ποιητή, ο οποίος μιλώντας για το φίλο του, τον ονομάζει «ήμισυ της ψυχής του». Ω ναι, αισθανόμουν ότι η ψυχή του και η ψυχή μου ήσαν μία και μόνη ψυχή σε δύο σώματα. Γι’ αυτό η ζωή μου ήταν φρικαλέα. Δεν ήθελα πια να ζω, αφού το εγώ μου είχε μειωθεί κατά το ήμισυ. Για το λόγο αυτό δεν ήθελα να πεθάνω, για να μην πεθάνει ολοσχερώς εκείνος που τόσο αγάπησα.
Από το βιβλίο: «ΙΕΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ»
 
Πηγή:askitikon

Γέροντας Κλεόπας για την Μαγεία..


Ποιες είναι οι συνέπειες της μαγείας;
– Όσοι ασχολούνται με τα μάγια ή τρέχουν στις μαγείες, διαπράττουν μεγάλη αμαρτία ενώπιον του Θεού και εναντίον του Αγίου Πνεύματος, διότι αφήνουν το Θεό και ζητούν βοήθεια από το διάβολο.
Αρνούνται τις προσευχές της Εκκλησίας και μπαίνουν στα σπίτια των μάγων.
Εγκαταλείπουν τους λειτουργούς του Χριστού και πηγαίνουν στους υπηρέτες του σατανά.
Δηλαδή, αφήνουν το ζων ύδωρ, τον ιερέα και τη σωτήρια χάρη της Εκκλησίας και για τα εμπαθή και ανθρώπινα ενδιαφέροντά τους ζητούν τη συμπαράσταση των μάγων, που είναι εχθροί του Χριστού.
Αρνούνται την αλήθεια και δέχονται το ψεύδος, διότι όλα τα μαγικά λόγια και επικλήσεις είναι ψεύδη και δαιμονικές απάτες.
Μια τέτοια μεγάλη αμαρτία δε συγχωρείται στους ενόχους ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε στο μέλλοντα, όπως λέγει ο Χριστός, εάν δεν μετανοήσουν σ’ όλη τους τη ζωή. Εναντίον αυτών των μάγων ξεσπούν κάθε είδους κακίες και κίνδυνοι. Πρώτα πρώτα τους ελέγχει η συνείδηση, διότι άφησαν το Θεό και ακολούθησαν το διάβολο. Κατόπιν κανονίζονται να απέχουν από τη Θεία Κοινωνία πολλά έτη, από 7 έως 15, και ακόμη μέχρι 20. Εκτός εάν τους οικονομήσει διαφορετικά ο πνευματικός, ανάλογα με την ειλικρίνεια της μετάνοιάς τους. Αυτοί που τρέχουν στους μάγους, αποβάλλουν από την ψυχή τους τη χάρη του Χριστού και βάζουν στο σπίτι της καρδιάς τους το πνεύμα του σατανά. Αρνούνται το Χριστό και ενώνονται με το διάβολο. Όλοι αυτοί δεν πρέπει να ονομάζονται χριστιανοί, αλλά αποστάτες. Τιμωρούνται από το Θεό με ασθένειες, και μάλιστα ανίατες, με οικογενειακά προβλήματα, με ζημιές και διενέξεις, με πτωχεία και φοβερό θάνατο. Και εάν δεν εξομολογηθούν με δάκρυα, δε θα σωθούν. Ενώ από την Εκκλησία αποβάλλονται τελείως, δηλαδή χωρίζονται από το Χριστό και παραδίνονται με τη θέλησή τους στα χέρια του νοητού εχθρού. Εάν πεθάνουν στην αμαρτία τους αυτή, δεν κηδεύονται από ορθόδοξο ιερέα, αλλά όπως οι ειδωλολάτρες και οι αρνητές της πίστεως, οδηγούνται στην αιώνια τιμωρία τους, στα βάσανα της κολάσεως. Αυτές λοιπόν είναι ο φοβερές συνέπειες της μαγείας.
(Γέρων Κλεόπας)
Έλεγε ο π. Κλεόπας: «Να μη κάνεις κανένα έργο, χωρίς να το σφραγίζεις με τον Τίμιο Σταυρό! Όταν αναχωρείς για ταξίδι, όταν αρχίζεις το έργο σου, όταν πηγαίνεις να διδάξεις στο σχολείο σου, όταν είσαι μόνος σου ή και με άλλους μαζί, σφράγισε με τον παντοδύναμο Σταυρό το μέτωπό σου, το σώμα σου, την καρδιά σου, τα χείλη σου, τα μάτια σου, τα αυτιά σου  και όλα τα μέλη σου να τα σφραγίζεις με το σημείο της νίκης του Χριστού επί του Άδου. Και τότε μη φοβάσαι από τα μαγικά ή τα ξόρκια και τους μάγους. Διότι όλα αυτά λύνονται από τη δύναμη του Σταυρού, όπως το κερί λιώνει μπροστά στη φλόγα της φωτιάς και όπως φεύγει η σκόνη στον άνεμο!»
Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη

Πηγή:impantokratoros.gr