Tuesday, 31 December 2013

Ερμηνεία της εικόνας της Περιτομής του Κυρίου


Οκτώ ημέρες μετά την μεγάλη Δεσποτική εορτή των Χριστουγέννων, την μητρόπολη των εορτών σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η Εκκλησία μας γιορτάζει άλλη μία μεγάλη Δεσποτική εορτή, την Περιτομή του Χριστού.

Η εικόνα της εορτής στην οποία θα αναφερθούμε προέρχεται από την Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσσικόν), του Αγίου Όρους. Ο οκταήμερος κατά την Μητέρα, και άναρχος κατά τον Πατέρα, ως βρέφος Χριστός εικονίζεται ξαπλωμένος ανάμεσα στην Παναγία, τον Ιωσήφ, και τούς Ιερείς του ναού να δέχεται από αγάπη και φιλανθρωπία για το ανθρώπινο γένος όχι μόνο την περιβολή των σπαργάνων, αλλά και αυτή την περιτομή της σαρκός.

Η εντολή του Θεού που δόθηκε αρχικά στον Αβραάμ προέβλεπε την περιτομή σε κάθε αρσενικό παιδί, «περιτμηθήσεται ὑμῶν πᾶν ἀρσενικόν, καὶ περιτμηθήσεσθε τὴν σάρκα τῆς ἀκροβυστίας ὑμῶν, καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν καὶ παιδίον ὀκτὼ ἡμερῶν περιτμηθήσεται ὑμῖν, πᾶν ἀρσενικὸν εἰς τὰς γενεὰς ὑμῶν» (Γεν. κεφ. ιζ 10 - 12).

Η περιτομή αν και τρομερά επώδυνη και αιματηρή πράξη, ήταν απαραίτητη για να δηλώση τον πιστό και καθαρό Ισραηλίτη. Ωστόσο ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο γινόταν η περιτομή φαινεται από τον λόγο του Θεού στον Αβραάμ, «καὶ ἔσται εἰς σημεῖον διαθήκης ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν». Έχει να κάνη δηλαδή με συμφωνία, με διαθήκη, ανάμεσα στον Θεό και τούς πιστούς Του. Αλλωστε περιτομή είχαν και άλλοι λαοί, οπως οι ειδωλολάτρες και οι ιερείς των Αιγυπτίων, οι Σαρακηνοί, οι Ισμαηλίτες και άλλοι, αλλά οι περισότεροι από αυτούς δεν την έκαναν από θεοσέβεια, αλλά χάριν συνηθείας (Σεβ. Μητρ. Ιεροθέου: «Οι Δεσποτικές Εορτές»).

Η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος που θα δινόταν με την ενανθρώπηση του Χριστού. Ο Χριστός ήταν εκείνος που έδωσε τον Νόμο στην Παλαιά Διαθήκη, και ο ίδιος έπρεπε να τον εφαρμόσει και στον εαυτό Του. Έτσι ώστε να τον συμπληρώσει και να τον υπερβεί. Είναι πολύ χαρακτιριστικό το πρώτο στιχηρό ιδιόμελο του εσπερινού της εορτής «Συγκαταβαίνων ὁ Σωτήρ, τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων, κατεδέξατο σπαργάνων περιβολήν, οὐκ ἐβδελύξατο σαρκὸς τὴν περιτομήν», διότι δείχνει ότι ο Χριστός δέχτηκε την περιτομή από φιλανθρωπία και αγάπη για τον άνθρωπο, καθώς και για να αποδείξει ότι προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, και όχι όπως υποστήριζαν οι Δοκιτιστές κατά δόκησιν και κατά φαντασίαν.Ο Χριστός απέδειξε με την Περιτομή Του, ότι το Σώμα του δεν ήταν ομοούσιο με την θεότητα. Τό σώμα αφού θεώθηκε από την θεότητα του Λόγου, έγινε ομόθεο όχι όμως ομοούσιο με τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι και το Σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος του Θεού, αλλά δεν έχει την ίδια ουσία με την θεότητα. (Μητροπολίτου Ιεροθέου ένθ. ανωτ.).

Σύνφωνα με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η περιτομή ήταν τύπος του Βαπτίσματος, της αχειροποιήτου δηλαδή περιτομής όπου ο άνθρωπος αποβάλλει την αμαρτία.

Είναι έκδηλη στην εικόνα η ευλάβεια των γονέων αλλά και των ιερέων. Ο ένας από τούς ιερείς κρατά ανοικτό βιβλίο, υποδηλώνοντας έτσι τον νόμο που ήταν δοσμένος από τον Θεό, και ο άλλος με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο πλησιάζει προς τον Ιησού. Η τελετή λαμβάνει χώρα εντός του ναού, ενώ μπροστά από τον Χριστό εικονίζεται ο άγιος Βασίλειος ο Μέγας, που εορτάζει την ίδια μέρα. Είναι ενδεδυμένος με περίτεχνο φαιλόνι όπως και τα άμφια των ιερέων. Φοράει ωμόφορο χρυσοκέντητο, κρατάει χρυσό ευαγγέλιο, ενώ με το άλλο χέρι ευλογεί.

Πρέπει να τονίσουμε την σπουδαιότητα αυτής της μεγάλης Δεσποτικής εορτής, διότι αποτελούσε προεικόνιση του μεγάλου μυστηρίου του Βαπτίσματος. Ο Θεός εδωσε τον νόμο στην Παλαιά Διαθήκη για να προετοιμάση τον λαό για την υποδοχή του Χριστού. Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής λέγει «ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο». Η θέωση του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται διά της εξωτερικής τηρήσεως του νόμου, αλλά διά της κοινωνίας με το Πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού.

Σημειώνη ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πως η περιτομή δεν είχε την δύναμη να καταργήση τον θάνατο, σε αντίθεση με το βάπτισμα όπου ο άνθρωπος γίνεται μέρος του αναστημένου Σώματος του Χριστού, υπερβαίνει τον νόμο και κατατάσσεται στα τέκνα του θεού.

Για το θέμα της περιτομής και της ακροβυστίας έγινε μεγάλο ζήτημα στην Εκκλησία, όταν μετά την Πεντηκοστή τέθηκε ο προβληματισμός για το αν οι προσήλυτοι στον Χριστιανισμό έπρεπε να περιτέμνονται. Εκεί, οι Ιουδαίοι υποστήριζαν ότι άνευ περιτομής «ου δύνασθαι σωθήναι». Η απόφαση της Αποστολικής εκείνης Συνόδου ήταν να μή περιτέμνονται όσοι προσέρχονται εκ των εθνών, αλλά να απέχουν από ειδωλόθυτα, αίμα, πνικτό και πορνεία.. Οδηγήθηκαν σ’ αυτή την απόφαση ακριβώς διότι, εφ όσον η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος προετοιμάζοντας τον λαό για την παρουσία του Σωτήρος, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει.

Η όλη παράσταση διακρίνεται για την λιτότητα και την σεμνότητά της, καθώς και για μία μεγαλοπρέπεια που κρύβεται πίσω από τις κινήσεις των προσώπων, ενώ κεντρικό παραμένει πάντοτε το σώμα του μικρού Χριστού.
Πηγή: ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Monday, 30 December 2013

A New Year's Eve Tale by Photios Kontoglou

 Saint Basil The Great

A tale of Photios Kontoglou

(Describes a visit of St. Basil on the eve of his feast, years after his repose. Translated from the Greek original.*)
The Nativity Feast having passed, St. Basil took his staff and traversed all of the towns, in order to see who would celebrate his Feast Day with purity of heart. He passed through regions of every sort and through villages of prominence, yet regardless of where he knocked, no door opened to him, since they took him for a beggar. And he would depart embittered, for, though he needed nothing from men, he felt how much pain the heart of every impecunious person must have endured at the insensitivity that these people showed him. One day, as he was leaving such a merciless village, he went by the graveyard, where he saw that the tombs were in ruins, the headstones broken and turned topsy-turvy, and how the newly dug graves had been turned up by jackals. Saint that he was, he heard the dead speaking and saying: “During the time that we were on the earth, we labored, we were heavy-burdened, leaving behind us children and grandchildren to light just a candle, to burn a little incense on our behalf; but we behold nothing, neither a Priest to read over our heads a memorial service nor kóllyva, as though we had left behind no one.” Thus, St. Basil was once again disquieted, and he said to himself, “These villagers give aid neither to the living nor to the deceased,” departing from the cemetery and setting out alone in the midst of the freezing snow.

On the eve of the New Year, he came upon a certain hamlet, which was the poorest of the poor villages in all of Greece. The freezing wind howled through the scrub bush and the rocky cliffs, and not a living soul was to be found in the pitch-dark night! Then, he beheld in front of him a small knoll, below which there was secreted away a sheepfold. St. Basil went into the pen and, knocking on the door of the hut with his staff, called out: “Have mercy on me, a poor man, for the sake of your deceased relatives, for even Christ lived as a beggar on this earth.” Awakening, the dogs lunged at him.

But as they drew near him and sniffed him, they became gentle, wagged their tails, and lay down at his feet, whimpering imploringly and with joy. Thereupon, a shepherd, a young man of twenty-five or so, with a curly black beard, opened the door and stepped out: John Barbákos—a demure and rugged man, a sheepman. Before taking a good look at who was knocking, he had already said, “Enter, come inside. Good day, Happy New Year!”

Inside the hut, a lamp was suspended overhead from a cradle that was attached to two beams. Next to the hearth was their bedding, and John’s wife was sleeping. As soon as St. Basil went inside, John, seeing that the old man was a clergyman, took his hand and kissed it, saying, “Your blessing, Elder,” as though he had known him previously and as though he were his father. And the Saint said to him: “May you and all of your household be blessed, together with your sheep, and may the peace of God be upon you.” The wife then arose, and she, too, reverenced the Elder and kissed his hand, and he blessed her. St. Basil looked like a mendicant monk, with an old skoúphia, his rása worn and patched, and his tsaroúchia [a traditional leather slipper, usually adorned with a pompom at the end of the shoe] full of holes; as well, he had an old empty-looking satchel. John the blessed put wood on the fire. Straightway the hut began to glisten, as though seemingly a palace. The rafters seemed to be gilded with gold, while the hanging cheesecloth bags [filled with curing cheese] looked like vigil lamps, and the wooden containers, cheese presses, and all of the accessories used by John in making cheese became like silver, as though decorated by diamonds, as did all of the other humble things that John the blessed had in his hut. The wood burning in the hearth crackled and sang like the birds that sing in Paradise, giving off a fragrance wholly delightful. The couple placed St. Basil near the fire, where he sat, and the wife put down pillows on which he could rest. Then the Elder took the satchel from around his neck, placing it next to him, and removed his old ráson (outside cassock), remaining in his zostikó [inner cassock].

Together with his farmhand, John the blessed went out to milk the sheep and to place the newborn lambs in the lambing pen, and afterwards he separated the ewes that were ready to birth and confined them within the enclosure, while his helper put the other sheep out to graze. His flock was sparse and John was poor; yet, he was blessed. And he was possessed of great joy at all times, day and night, for he was a good man and he had a good wife. Anyone who happened to pass by their hut they cared for as though he were a brother. And it is thus that St. Basil found lodging in their home and settled in, as if it were his own, blessing it from top to bottom. On that night, he was awaited, in all of the cities and villages of the known world, by rulers, Hierarchs, and officials; but he went to none of these. Instead, he went to lodge in the hut of John the blessed.

So, John, after pasturing the sheep, came back in and said to the Saint, “Elder, I am greatly joyful. I wish to have you read to us the writings about St. Basil [i.e., the appointed hymns to the Saint]. I am an illiterate man, but I like all of the writings of our religion [once again, the hymns and services of the Church]. In fact, I have a small book from an Hagiorite Abbot [i.e., from Mt. Athos], and whenever someone who can read and write happens to pass by, I get him to read out of the booklet, since we have no Church near us.”

In the East, it was dimly dawning. St Basil rose and stood, facing eastward, making his Cross. He then bent down, took a booklet from his satchel, and said, “Blessed is our God, always, now and ever, and unto the ages of ages.” John the blessed went and stood behind him, and his wife, having nursed their baby, also went to stand near him, with her arms crossed [over her chest]. St. Basil then said the hymn, “God is the Lord...” and the Apolytikion of the Feast of the Circumcision, “Without change, Thou hast assumed human form,” omitting his own Apolytikion, which states, “Thy sound is gone forth unto all the earth.” His voice was sweet and humble, and John and his wife felt great contrition, even though they did not understand all of the words. St. Basil now said the whole of Matins and the Canon of the Feast, “Come, O ye peoples, and let us chant a song unto Christ God,” without reciting his own canon, which goes, “O Basil, we would that thy voice were present....” Thereafter, he said aloud the entire Liturgy, pronounced the dismissal, and blessed the household. As they sat at the table, having eaten and finished their food, the wife brought the Vasilopeta [a sweet bread or cake baked in honor of St. Basil on the New Year] and placed it on the serving table. Then St. Basil took a knife and with it traced the sign of the Cross on the Vasilopeta, saying, “In the name of the Father and of the Son and of the Holy Spirit.” He cut a first piece, saying, “for Christ,” a second, afterwards, saying, “for the Panagia,” and then “for the master of the house, John the blessed.” John exclaimed, “Elder, you forgot St. Basil!” The Saint replied, “Yes, indeed,” and thus said, “And for the servant of God, Basil.” After this, he resumed: “...and for the master of the house,” “for the mistress of the house,” “for the child,” “for the farmhand,” “for the animals,” and “for the poor.” Thereupon, John the blessed said, “Elder, why did you not cut a piece for your reverendship?” And the Saint said, “But I did, O blessed one!” But John, this blissful man, did not understand.

Afterwards, St. Basil stood up and said the prayer, “O Lord my God, I know that I am not worthy that Thou shouldest enter under the roof of the house of my soul.” John the Blessed then said: “I wonder if you can tell me, Elder, since you know many things, to what palaces St. Basil went this evening? And the rulers and monarchs—what sins do they have? We poor people are sinners, since our poverty leads us into sin.” St. Basil said the same prayer, again—with tears—though changing it: “O Lord my God, I have seen that Thy servant John the simple is worthy and that it is meet that Thou shouldest enter into his shelter. He is a babe, and it is to babes that Thy Mysteries are revealed.” And again John the blissful, John the blessed, understood nothing....

* This well-known and charming short story by Phótios Kóntoglou has appeared in several versions, both in Greek and in what are, unfortunately, largely poor English translations. Kontoglou’s Greek is quite difficult to translate, since he uses many words common to the dialect of Greeks in Asia Minor. Though some of these words are actually derived from ancient Greek, in general they are part of a language spoken today by less literate Greeks. Thus, there is a tendency to render them in English slang, which detracts from the power of Kontoglou’s Greek and his writing and imagery. At other times, translators fail at finding the middle ground between stilted literal translations and translations which add so much to the original Greek texts that Kontoglou’s characteristic literary style is lost. I have used, here, the Greek text published by Harmos Publications (Athens, Greece, 1994) in its collection Diegémata ton Christougénnon, and have tried to capture in my rendering the style, simple eloquence, and sensitivity of the author’s story as it reads in Greek—Archbishop Chrysostomos of Etna.

Sunday, 29 December 2013

ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ο Σιμωνοπετρίτης-Οι Σχέσεις μας με τον Πλησίον

 Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Το θέμα μας σήμερα, «οι σχέσεις μας με τον πλησίον», θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι πρακτικό, αλλά έχει μεγάλη σημασία για την καθημερινή μας ζωή. Ό,τι υπάρχει στον κόσμο, είναι μία εικόνα που ανεβάζει την σκέψι μας, τον νου μας, την καρδιά μας στον ουρανό και μας συνδέει με τον Θεόν. Το θέμα μας δεν είναι απλώς μία εικόνα, αλλά ένα ολόκληρο εικονοστάσιο, το οποίο μας δείχνει πώς ζούσαν οι άγιοι και πώς θέλουν να ζούμε εμείς. Επέλεξα το θέμα αυτό, γιατί σήμερα γιορτάζομε έναν μεγάλο άγιο, τον άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, ο οποίος θα μας δώση τις αφορμές και τις πηγές μιας ζωής όπως την θέλει ο Θεός.
Ο άγιος Ιάκωβος, όπως ξεύρετε, ήταν υιός του μνήστορος Ιωσήφ και επομένως αδελφός του Χριστού. Ήταν τόσο εκλεκτός και τόσο δίκαιος και άγιος, ώστε οι Ιουδαίοι ένοιωθαν μειονεξία, ένοιωθαν δυστυχείς, διότι δεν είχαν άλλον από το γένος τους σαν τον Ιάκωβο. ΄Ετσι, όταν μάλιστα τους κατέκρινε, επειδή δεν δέχθηκαν τον Χριστόν ως τον Μεσσία τους, από αντίδρασι και ζήλεια τον ανέβασαν στο υψηλότερο σημείο του ναού, στο πτερύγιο, και τον έρριξαν κάτω, αλλά εκείνος δεν απέθανε. Τρέχουν τότε με μοχθηρία και τον σκοτώνουν(1)
.
Για μας έχει σημασία όχι μόνον το ότι ήταν μέγας στην πίστι, στην αρετή και στα μαρτυρικά κατορθώματα, αλλά και το ότι ήταν ευγενέστατος. Θα λέγαμε ότι υπήρξε υπόδειγμα κοινωνικής ευγενείας, δηλαδή πώς να συναναστρεφώμεθα με τους ανθρώπους, πώς να διοικούμε ανθρώπους και πώς να υποτασσώμεθα σε αυτούς. Επίσης, πώς να είμεθα αγαπημένοι, πώς να είμεθα μία εικόνα, μία σκηνή, ένα σπίτι, μία καρδιά, μία αγάπη. Επειδή ήταν τόσο λεπτός, τόσο ευγενής, τόσο γλυκύς, δεν υπήρχε ούτε ένας στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων που να μην τον αγαπά και να μην τον εμπιστεύεται. Ο Θεός θέλει να είμεθα στην καθημερινή μας ζωή τέτοιοι, ώστε να μας αγαπούν οι άλλοι και να μας νοιώθουν ευχάριστους. Να μπορούν να επικοινωνούν μαζί μας, να πουν την χαρά τους, την λύπη τους, τα προβλήματά τους. Να νοιώθουν ότι είμαστε καρδιές που ζούμε κοντά η μία στην άλλη και μπορούμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον.

Ενώ υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά την αποστολική εποχή, κανείς δεν είχε διαφορές με τον άγιο Ιάκωβο. Αντιθέτως, και εκείνους που ήταν διηρημένοι -η διαίρεσις είναι ένα σκουλήκι που μπαίνει παντού• ακόμη και στον παράδεισο μπήκε(2)!- ο άγιος Ιάκωβος τους συνέδεε. Ενθυμείσθε ότι η αρχέγονος Εκκλησία, κατά την ανθρώπινη αντίληψι, κινδύνευε να διαλυθή, μαζί και το έργο του Λυτρωτού, του Χριστού. Δεν ήτο δυνατόν όμως να καταστραφή, διότι ο Θεός βρήκε ανθρώπους και επιβίωσε η ευλογημένη κατάστασις που δημιούργησε η σταύρωσις και η ανάστασις του Χριστού. Όπως γνωρίζετε, υπήρχε διαμάχη ανάμεσα στους χριστιανούς τους προερχομένους από τους Ιουδαίους και τους προερχομένους από τους Ελληνιστάς• δεν μπορούσαν να συμβιώσουν. Οι επιδράσεις, των μεν από τον νόμο, των δε από την ελληνική παιδεία, τους δημιουργούσαν διαρκώς δυσκολίες στην μεταξύ των κοινωνία. Ποιος τους συνέδεσε; Ο άγιος Ιάκωβος, ο οποίος στο τέλος επέτυχε να συγκαλέση την Αποστολική Σύνοδο στην οποία προήδρευσε. Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος απόστολος να προεδρεύση παρά μόνον αυτός, διότι ήξευρε να ισορροπή τις καρδιές των ανθρώπων, να καταλαβαίνη τα πνεύματα και να βοηθή τους πιστούς, χωρίς να θυσιάζη την ουσία.

Ακόμη είναι γνωστό ότι συμφιλίωσε και τον Πέτρο με τον Παύλο. Είχαν φθάσει οι σχέσεις τους σε παροξυσμό. Ο απόστολος Παύλος ήθελε να πάη στα Ιεροσόλυμα. Καθυστερούσε όμως, διότι φοβόταν ότι δεν θα τον δέχονταν. Τον θεωρούσαν σχεδόν εθνικό, επειδή δεν τηρούσε τις διατάξεις του νόμου. Ήταν γεμάτη η καρδιά τους από υποψίες εναντίον του. Από την άλλη ο Πέτρος, του οποίου γνωρίζομε τον χαρακτήρα από τα περιστατικά της ζωής του, ήταν ένας αυθόρμητος άνθρωπος και με ορμή θα επέπιπτε στον απόστολο Παύλο, ο οποίος τον είχε ελέγξει στην Αντιόχεια για το θέμα αυτό. Ο άγιος Ιάκωβος όμως τους συμφιλίωσε(3).

Ο άγιος Ιάκωβος ήταν πτωχότατος, ο πιο πτωχός άνθρωπος της εποχής εκείνης. Δεν φορούσε πολυτελή ενδύματα, αλλά έναν χιτώνα λευκό, και περπατούσε ξυπόλυτος. Και αυτό ήταν ένα εξωτερικό σημάδι, το οποίο δεν χώνεψαν ποτέ οι Εβραίοι. Ήταν και αθλητής! Γερός αθλητής, πρώτος στο
αγώνισμα των γονυκλισιών. Τα γόνατά του είχαν γίνει σαν της καμήλας, γεμάτα κάλους. Τόσο πολύ δούλευε νύκτα και ημέρα. Την ημέρα για τις καρδιές των ανθρώπων και την νύκτα ενώπιον του Θεού(4). Ο άγιος Ιάκωβος λοιπόν μας έδωσε τις αφετηρίες της λεπτότητας, της ευγενείας και των κοινωνικών δομών της ανθρωπίνης ζωής, τις οποίες συναντάμε κυρίως στην πιο ωργανωμένη και αρχαιότερη κοινωνία, την μοναχική πολιτεία.

Ο μοναχισμός είναι μία πραγματική κοινωνία, μία σύναξις. Στο μοναστήρι οι μοναχοί δεν είμαστε άτομα και απλά ονόματα, αλλά όλοι μαζί αποτελούμε μία καρδιά, ένα σώμα. Δεν ξεχωρίζομε. Και καθώς τα μοναστήρια, ως επί το πλείστον, έχουν περισσότερους μοναχούς και λιγώτερα κελλιά, ο ένας είναι πλάι στον άλλον και αναπνέει την αγάπη της καρδιάς του. Ό,τι υπάρχει στον μοναχισμό είναι υπόδειγμα του ουρανού. Η Εκκλησία παίρνει τα υποδείγματα αυτά και τα προσφέρει στους πιστούς, όπως έκαναν και οι Πατέρες.

Ο κόσμος νομίζει ότι, όταν κάποιος πάη στο μοναστήρι, φεύγει από την κοινωνία και αγριεύει. Το λέγουν αυτό, διότι αγνοούν ότι οι μοναχοί είναι οι περισσότερο κοινωνικοί άνθρωποι. Να ξεύρετε ότι κανείς δεν μπορεί να γίνη μοναχός, εάν δεν είναι κοινωνικός, εάν δηλαδή δεν μπορή να επικοινωνή με τους ανθρώπους και να αντιμετωπίζη όλες τις κοινωνικές δυσκολίες. Αν δυσκολεύεται να παντρευθή, να δημιουργήση οικογένεια, επίσης δεν μπορεί να γίνη μοναχός. Πρέπει να νοιώθη ασφαλής στην ζωή του. Δεν είναι καταφύγιο τα μοναστήρια. Επομένως, ο μοναχός μπορεί να επιτύχη όλα τα προηγούμενα, τα οποία αγαπά, δεν τα αρνείται, δεν τα κατηγορεί, δεν τα περιφρονεί, αλλά προτιμά κάτι ανώτερο για τον εαυτό του.

Το μοναστήρι είναι μια πολύ ζεστή αδελφότητα. Όλοι είναι μέλη ενός σώματος, του σώματος του Χριστού. Εκεί νοιώθει κανείς αυτό που λέγει ο απόστολος Παύλος στους Κορινθίους, οι οποίοι ήταν διηρημένοι, «είτε πάσχει εν μέλος», παραδείγματος χάριν το αριστερό μου χέρι, «συμπάσχει πάντα τα μέλη»• δηλαδή το μάτι μου θα σκύψη να δη τι έχει το χέρι, και το δεξί μου χέρι θα κοιτάξη να το βοηθήση. Όλα τα μέλη βοηθούν το ένα το άλλο. Εάν πάσχη ένα μέλος, το άλλο λυπάται και το βοηθάει. Εάν χαίρη, εάν δοξάζεται το εν μέλος, συγχαίρουν πάντα τα μέλη(5)• όλο το σώμα μας χαίρει.

Ας πλησιάσωμε τώρα τις κοινωνικές συνθήκες ενός μοναστηριού αρχίζοντας από την ιδιοκτησία, για την οποία κάθε τόσο γίνεται μεγάλη συζήτησις. Πόσοι νόμοι ψηφίζονται και πόσα δικαστήρια γίνονται για την ιδιοκτησία! Στο μοναστήρι δεν υπάρχει ιδιοκτησία. Δεν επιτρέπεται στον μοναχό ούτε για μία μύτη μολυβιού να πη ότι είναι «εμή», δική μου. Το «εμόν» και το «σον» δεν υπάρχει στην μοναχική ζωή. Αγαπούν οι άνθρωποι τα μοναστήρια και από την αγάπη τους κάνουν λάθος και δίνουν δώρα στους μοναχούς, αλλά κανείς δεν κρατάει κάτι. Όλα τα δίνουν στον Γέροντα ή λέγουν στον επισκέπτη να τα δώση εκείνος. Δεν υπάρχει τίποτε δικό μου ή δικό σου. Έχει εξοστρακισθή αυτό, έχει αποβληθή. Οπότε η αφετηρία του μαρασμού -διότι από εκεί ξεκινούν οι μεγάλες έριδες(6)- εκλείπει από το μοναστήρι. Ας πάμε τώρα στο άλλο ζήτημα, που αφορά την εργασία.

Πώς είναι η εργασία στο μοναστήρι; Στον κόσμο τελειώνει κανείς το λύκειο και, για να πάη στο πανεπιστήμιο ή σε κάποια άλλη εργασία, ανταγωνίζεται με εκατοντάδες υποψηφίων. Κουράζεται, αρρωσταίνει, παίρνει φάρμακα, ξεκουράζεται, κουράζεται πάλι, αγωνιά. Μέχρι να γίνη επιστήμων, να έχη την δική του εργασία, πόσα και πόσα δεν έχει τραβήξει! Εάν βεβαίως επιτύχη εκεί που θέλει! Εάν τον ικανοποιή αυτό το επάγγελμα!

Στο μοναστήρι δεν υπάρχει αυτή η αγωνία, διότι δεν υπάρχει επιθυμία. Κανείς δεν λέγει, εγώ θέλω αυτό το διακόνημα. Μπορεί όμως ο μοναχός να πη την γνώμη του, τον λογισμό του, διότι το μοναστήρι δεν είναι φυλακή. Είναι ελεύθερος κόσμος και ο καθένας προσφέρει αυτό που λαχταράει, αυτό που θέλει η δική του η καρδιά. Επομένως, μπορεί να πη τον λογισμό του ως ελεύθερος άνθρωπος, αλλά κανείς δεν είναι ελεύθερος, εάν δεν μπορή να υποτάξη την γνώμη του στην θέλησί του. Έτσι δεν υπάρχει επιθυμία η οποία δημιουργεί δυστυχία στην ζωή μας.

Ακόμη, το κριτήριο δεν είναι η επιτηδειότης. Στον κόσμο ο έξυπνος μπαίνει στο πανεπιστήμιο, όποιος δεν είναι έξυπνος μένει έξω και υποφέρει για να ζήση. Στο μοναστήρι έξυπνος, σοφός, άσοφος, μορφωμένος, κατηρτισμένος, καλός, κακός, αδύνατος, άρρωστος, ο,τιδήποτε και αν είναι, δεν λαμβάνεται υπ' όψιν. Αυτό το οποίο κυρίως λαμβάνεται υπ' όψιν είναι το πνευματικό συμφέρον του μοναχού. Προσπαθεί το μοναστήρι να δη ποιο είναι το συμφέρον της ψυχής, η οποία ήλθε εις τον Χριστόν, για να κερδίση την αιωνιότητα και τον παράδεισο. Αυτό το διακόνημα τον βοηθάει, το άλλο τον κουράζει, θα τον βάλωμε, χωρίς να το ξεύρη, στο διακόνημα που τον βοηθάει.

Επίσης, λαμβάνεται υπ' όψιν το συμφέρον της αδελφότητος. Είδατε ότι ανέφερα την λέξι διακόνημα και όχι επάγγελμα, διότι στο μοναστήρι με την εργασία μου διακονώ τον αδελφό μου, γίνομαι υπηρέτης του, αποκτώ το επάγγελμα του Ιησού Χριστού, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι»(7). Ο μοναχός διακατέχεται από αυτήν την επιθυμία της διακονίας των άλλων. Επομένως, το δεύτερο κριτήριο είναι η διακονία, το συμφέρον της αδελφότητος.

Εν συνεχεία η ειρήνη των μελών. Ας υποθέσωμε ότι έχομε έναν καθηγητή, ο οποίος ευρίσκεται σε διάστασι με τον γυμνασιάρχη. Τι διαπληκτισμοί, τι ύβρεις, τι αμαρτίες, τι απάτες, τι δικαστήρια μπορούν να γίνουν! Στο μοναστήρι όταν δούμε ότι δυο άνθρωποι δεν τα πάνε καλά, ως αδύνατοι που μπορεί να είναι, εάν δεν καταφέρουμε να τους κάνωμε πολύ δυνατούς -και είναι φυσικό να μην είναι όλοι δυνατοί- τότε, όταν έλθη η ώρα να δώσωμε και πάλι τα διακονήματα, ο καθένας θα πάρη διαφορετικό διακόνημα. Τα πάντα λύνονται ειρηνικά.

Βλέπετε ότι η ευθύνη δεν είναι του μοναχού. Αυτός είναι ήρεμος, απηλλαγμένος από κάθε φροντίδα και μέριμνα. Κάνει υπακοή με την οποία διακονεί το σώμα της αδελφότητας και οικοδομεί την ψυχή του. Έχει την καρδιά του χαρούμενη και ελεύθερη, για να μπορή να προσεύχεται.

Μιλήσαμε για την ιδιοκτησία και την εργασία, ας δούμε τώρα την δικαιοσύνη. Λέγουν οι σημερινοί άνθρωποι ότι δεν μας χρειάζεται αγάπη• μας χρειάζεται δικαιοσύνη. Και εμείς λέμε ότι την δικαιοσύνη θα την βρούμε επάνω στον ουρανό• εδώ μας χρειάζεται η αγάπη. Επειδή ξεύρομε ότι η δικαιοσύνη εξαρτάται από την αληθινή αγάπη, η δικαιοσύνη μας οδηγεί και δίνει το σκήπτρο στην αγάπη.

Η αγάπη είναι μία δωρεά του Χριστού προς το σώμα του(8) και, εν προκειμένω, προς την αδελφότητα. Πράγματι, χωρίς αγάπη δεν ζη καμία μοναχική αδελφότητα. Οι μοναχοί ζουν διότι αγαπούν. Η αγάπη είναι μίμησις του Χριστού, διότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς»(9). Επομένως, όταν αγαπώ, σημαίνει ότι έχω πάρει δωρεά, έχω πάρει χάρι από τον Θεόν και ότι μιμούμαι τον Χριστόν.

Η αγάπη αποσκοπεί στο να μπορή ο ένας να δίνη χαρά στον άλλον να στερούμαι εγώ εκουσίως, για να έχη περισσότερα ο άλλος• να θυσιάζω τον εαυτό μου, για να νοιώθη ο άλλος άνετα, να νοιώθη ασφάλεια στην ζωή του. Η αγάπη είναι ένας συνεκτικός δεσμός που μας δένει με την Εκκλησία και ταυτόχρονα με τον Χριστόν. Πώς το πετυχαίνομε αυτό; Με το «ανεχόμενοι αλλήλων εν αγάπη», όπως λέγει ο απόστολος Παύλος(10)• με το να δεχώμεθα τον άλλον όπως είναι. Μουρμουρίζει; Άφησέ τον να μουρμουρίζη. Εάν θέλης να τον κάνης να μη μουρμουρίζη, εκείνος θα μουρμουρίζη πιο πολύ και εσύ θα στενοχωριέσαι και θα φωνάζης. Ο άλλος σηκώνεται, κάνει πολύ θόρυβο και σε ξυπνά. Κάτι ανάλογο θα κάνης και εσύ, αλλά δεν το καταλαβαίνεις. Άφησέ τον, γιατί, αν προσπαθήσης να τον διορθώσης, θα θελήση να διορθώση και εκείνος τα δικά σου σφάλματα. Μόνον ο Γέροντας διορθώνει τους ανθρώπους στο μοναστήρι• ποτέ ο μοναχός, εκτός εάν τον επηρεάζη πονηρό δαιμόνιο, οπότε κάνει παρατηρήσεις, συμβουλεύει, λέγει στον άλλον κάνε αυτό, κάνε εκείνο. Ο αληθής μοναχός ποτέ δεν συμπεριφέρεται έτσι. Στο μοναστήρι ένας είναι ο πατέρας και όλοι οι άλλοι είναι αδελφοί. Βλέπετε με πόση θαλπωρή τα έχει φροντίσει η Εκκλησία μας; Γι' αυτό λείπουν οι θυμοί, οι κραυγές που προέρχονται από τις διαφωνίες, λείπει η κακία, η εκδίκησις και όλοι γίνονται χρηστοί. Τι σημαίνει χρηστός; Εκείνος, του οποίου η απουσία δεν περνάει απαρατήρητη, διότι είναι χρήσιμος και εύσπλαγχνος. Πώς γίνονται όλοι χρηστοί; «Χαριζόμενοι εαυτοίς»(11). Καταλαβαίνω, παραδείγματος χάριν, ότι ο άλλος είναι θυμωμένος μαζί μου. Δεν του μιλώ άσχημα. Του συμπεριφέρομαι με πολλή ευγένεια και αγάπη μιμούμενος τον Κύριον.

Ακόμη, εκφράζομε την αγάπη μας με το να τιμάμε ο ένας τον άλλον. Ποτέ δεν καθόμαστε ενώπιον μεγαλυτέρου, παρά μόνον εάν μας το πη ή εάν πάρωμε την άδειά του. Εάν κάποιος έχη μία αποτυχία, κάνη ένα σφάλμα, έχη έναν πόνο, θα του δείξωμε μεγάλη αγάπη, ώστε να ισορροπήση και να απαλλαγή από τα προβλήματα, φροντίζοντας έτσι «τα ετέρων έκαστος», όπως λέγει και ο απόστολος Παύλος εις τους Φιλιππησίους(12). Ο καθένας μας ας κάνη εκείνο που θέλει ο άλλος. Ο άνδρας, αυτό που θέλει η γυναίκα. Η γυναίκα, αυτό που θέλει ο άνδρας.

Βλέπετε, αδελφοί μου, πόση λεπτότητα υπάρχει στην Εκκλησία και μάλιστα στους αγίους; Οι άγιοι είναι προσεκτικοί, διότι έχουν γευθή την γλυκύτητα και την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος και, εάν δεν τα προσέξουν αυτά, θα χάσουν την ειρήνη. Οι άγιοι προσπαθούν πάντοτε να μη λυπήσουν κανέναν άνθρωπο, ούτε και τα ζώα. Βλέπουν τον άλλον σαν να είναι ο Χριστός(13). Και είναι πράγματι ο Χριστός, διότι είναι εικόνα του Θεού. Επομένως, αγαπούν τον άνθρωπο, επειδή είναι εικόνα του Θεού. Έτσι ο Χριστός και ο άνθρωπος γίνονται ένα στην καρδιά τους, στα έγκατά τους.

Όταν ο άνθρωπος μας δίνη την αγάπη του Θεού, την ευγένεια, την λεπτότητα, αυτό είναι κοινωνία Θεού. Θέλεις να κοινωνάς σώμα και αίμα Χριστού; Κοινώνησε. Υπάρχουν όμως και άλλοι τρόποι κοινωνίας. Να τι λέγει ένας από τους μοναχικούς κανόνες του Μεγάλου Αντωνίου: «Ποτέ μη δυσκολέψης τον άλλον, ποτέ μην προσπαθήσης να επιμείνης στον λόγο σου»(14). Είπες κάτι και ο άλλος σου απαντά: Όχι, δεν είναι έτσι όπως το λες. Μην προσπαθήσης να αποδείξης ότι έχεις δίκαιο, αλλά βρες έναν ευγενή τρόπο να καταλάβη ότι είναι ο νικητής. Διότι, εάν δεν νοιώση ότι αυτός είναι ο νικητής, θα δημιουργηθή μέσα του πικρία, αντίδρασις, φαρμάκι, εκδικητικότης, μειονεξία και τόσα άλλα. Θα υποχωρήσης χωρίς να το δείξης, χωρίς να το καταλάβη, ώστε να νομίση ότι σε έπεισε. Εσύ βεβαίως θα παραμείνης σταθερός στην αλήθεια. Εάν δεν συμπεριφερώμεθα έτσι, θα μας κυβερνά το πονηρόν, όπως συνεχίζει ο κανόνας του Μεγάλου Αντωνίου.

Ας δούμε επίσης τι λέγει ο Μέγας Αθανάσιος για τον Μέγαν Αντώνιο, ο οποίος, παρ' ότι ήταν γέρων, νήστευε κάθε ημέρα. Αυτός, που ζούσε σκληρή ζωή και καθημερινά πάλευε με τους δαίμονες και έμεινε εξάμηνα ολόκληρα χωρίς να τον βλέπη άνθρωπος, όταν επέστρεφε στους ανθρώπους, ήταν «χαρίεις», γεμάτος χάρι, «και πολιτικός», δηλαδή διπλωμάτης με την καλή έννοια της λέξεως. Δεν λέμε ευθέως την αλήθεια. Δεν την αντέχει ο άλλος. Επιστρέφει, επί παραδείγματι, ο σύζυγος στο σπίτι και η σύζυγος έχει κάνει κάποιο λάθος. Τότε της επιτίθεται ο σύζυγος: «Λάθος έκανες. Αυτή είναι η αλήθεια. Η αλήθεια να λέγεται!» Δεν είναι αυτή η αλήθεια. Δεν είναι αυτό αγάπη. Αυτό είναι εγωισμός. Αυτό σημαίνει ότι δεν αγαπάς την γυναίκα σου που την αγκαλιάζεις κάθε ημέρα, αφού της δίνεις μια στο κεφάλι και στην καρδιά της. Πώς συμβιβάζονται αυτά; Το ίδιο ισχύει και για την γυναίκα με τον άνδρα, για τον Γέροντα με τον υποτακτικό, τον υποτακτικό με τον Γέροντα, τον αδελφό με τον αδελφό. Και συνεχίζει ο Μέγας Αθανάσιος: «Τον δε λόγον είχεν ηρτυμένον τω θείω αλάτι». Όταν μιλούσε ο Μέγας Αντώνιος, ένοιωθες μία χάρι, μία γλυκύτητα, μία ευφροσύνη. Εύρισκε τόσο όμορφες λέξεις, τόσο ωραία νοήματα, τέτοιον ωραίο τρόπο, ώστε αναρωτιόσουν: Σοφός είναι; πώς μιλάει τόσο ωραία; Αν κάποιος έχη επισκεφθή τον π.Παΐσιο, συνήντησε έναν τέτοιον άνθρωπο. Είναι χαριέστατος. Όλα όσα λέγει αξίζει να καταγραφούν. «Δι' αυτό», συνεχίζει ο Μέγας Αθανάσιος, «κανείς δεν φθονούσε τον Μέγαν Αντώνιο, ούτε τον ζήλευε, αλλά χαίρονταν και έτρεχαν όλοι κοντά του»(15). Να λοιπόν τι σημαίνει ευγένεια.

Οι άγιοι Πατέρες τονίζουν ότι, για να μπορούμε να είμεθα τέτοιοι άνθρωποι, δεν πρέπει ποτέ να λέμε όχι στον άλλον αλλά μόνον στον εγωισμό μας. Καλώς σου φέρεται ο άλλος; Καλύτερα να φερθής εσύ. Κακώς σου φέρεται ο άλλος; Κάλλιστα να φερθής εσύ, διότι αυτό απαιτεί η άρνησις του εγώ σου. Να νοιώση ο άλλος ότι κάθομαι και τον ακούω με σεβασμό.

Έτσι, αδελφοί μου, η αγάπη γίνεται, κατά τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, ένας «δεσμός άλυτος». Ό,τι και αν κάνης, δεν μπορεί να λυθή. Δένει όλους εμάς που είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι, αλλά γι' αυτό είμαστε χρήσιμοι. Κανένας από εμάς δεν είναι όμοιος με τον άλλον. Αυτή η αγάπη διορθώνει τα πάντα. Και συνεχίζει ο άγιος Ιωάννης που ήταν ερημίτης: «μη πλήξαι αδελφού συνείδησιν έν τινι»(16)• ποτέ μην πληγώσης άνθρωπο, ούτε για καλό ούτε για κακό. Όλα λοιπόν, και η πνευματική πορεία και τα χριστιανικά αθλήματα και η αρετή και η προσευχή, έχουν την αρχή τους στην ευγένεια και την κοινωνικότητα του ανθρώπου.

Ας αναφέρωμε μερικά παραδείγματα από το μοναστήρι, για να δήτε πώς τακτοποιείται εκεί η καθημερινή ζωή των μοναχών, θέλει κάποιος να πάη στο κελλί ενός αδελφού; θα αναλογισθή: Μήπως είναι ώρα προσευχής; Αν είναι ώρα προσευχής, δεν θα πάη, θα τον σεβασθή. Αν καταλάβη ότι εκείνη την ώρα διαβάζει ή κάνει κάτι άλλο, θα κτυπήση την πόρτα και θα πη: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών». Βάζω τους αγίους μπροστά και μπαίνω μέσα, για να είναι οι άγιοι που θα μας ενώνουν. Είδατε πόσο ωραία συνήθεια είναι αυτή;
Επίσης, ο Μέγας Βασίλειος σε έναν κανόνα του για τους μοναχούς λέγει ότι δεν επιτρέπεται ποτέ να αργολογή κανείς εις βάρος άλλου. Συναντιόμαστε, λόγου χάριν, με κάποιον, χαιρετιόμαστε και ρωτάμε: Τι κάνεις; Τι κάνει ο Κώστας; Και απαντά ο άλλος: Α, τον καημένο τι έπαθε! Έτσι κι έτσι... Αυτά που λες για «τον καημένο» είναι αρετή; Είναι έπαινος; Είναι τιμή για εκείνον; Γιατί αναφέρεις το όνομά του, αφού μάλιστα δεν είναι μπροστά σου; Εάν ήταν, θα φοβόσουν να μιλήσης• τώρα που δεν είναι, γιατί δεν σέβεσαι και δεν φοβάσαι τον άγγελό του που είναι παρών, τον Χριστόν που είναι ανάμεσα μας; Και συνεχίζει ο ίδιος κανόνας ότι κανείς δεν επιτρέπεται να γελάση εις βάρος άλλου. Ας υποθέσωμε ότι κάποιος έκανε κάτι άσχημο. Το βλέπω εγώ, κάνω νόημα να το δουν και οι άλλοι για να γελάσουν. Αν κάνης κάτι τέτοιο, έχεις «αφορισμόν μίαν εβδομάδα», λέγει ο Μέγας Βασίλειος(17). Γιατί; Διότι εγέλασες εις βάρος άλλου. Με τον Χριστόν μπορούμε να γελάμε; Με την εικόνα του Χρίστου πώς μπορούμε να γελάμε;

Λέγει ακόμη ο Μέγας Βασίλειος ότι δεν πρέπει κανείς να διορθώνη τον άλλον ή να διαπληκτίζεται. Μου λες εσύ, σου απαντώ εγώ. Ανταπαντάς εσύ, σου φέρνω εγώ επιχειρήματα. Επιμένεις εσύ και σου λέγω: Έλα πάλι αύριο να διαβάσω και να τα ξαναπούμε. Έτσι ούτε άνθρωποι είμαστε, ούτε σε κανένα άλλο βασίλειο ανήκομε. Χρειάζεται να προσέχωμε πολύ. Δείτε και κάτι σχετικό με αυτό. Πας, παραδείγματος χάριν, σε ένα συγγενικό σπίτι, σε μία εξαδέλφη σου, και αρχίζεις και λες, λες... Νυστάζει η καημένη, κοιτάζει πότε θα φύγης, εσύ αρχίζεις πάλι τον λόγο από την αρχή, εκείνη κάνει τον σταυρό της μήπως φύγης, αλλά εσύ επιμένεις. Γίνεσαι φορτικός άνθρωπος. Ποτέ να μην είσαι «φορτικός», λέγει ο Μέγας Βασίλειος που ήταν τόσο μεγάλος ασκητής. Παρ' όλο πού είχε γίνει καμπούρης από την άσκησι, ήταν τόσο κοινωνικός άνθρωπος! Και συνεχίζει: Να είσθε «ευπροσήγοροι εν ταις εντεύξεσι»• όταν κουβεντιάζετε, το πρόσωπο σας να γεμίζη θυμηδία, χαμόγελο. «Γλυκύς εν ταις ομιλίαις»• όταν ομιλής, να ρέη γλυκύτητα, να τρέχη μέλι από το στόμα σου. Και ποτέ να μη μιλήσης σκληρά και βαριά• «ουδαμού το τραχύ, καν επιτιμήσαι δέη»(18)• και αν χρειασθή να κάνης στον άλλον παρατήρησι, να τον διορθώσης, επειδή είσαι δάσκαλος, καθηγητής, πνευματικός, πατέρας, μητέρα, ας τον διορθώσης με μεγάλη γλυκύτητα• γιατί άμα πληγωθή, θα κλείση η καρδιά του και θα γίνη χειρότερα.

Ένας άλλος κανόνας για τους μοναχούς, του αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, λέγει: «Όταν κατηγορήσης έναν άνθρωπο, όταν καταλαλήσης, τέσσερις μήνες ξηροφαγία»(19). Τι σημαίνει ξηροφαγία; Λίγο ψωμάκι και λίγο νεράκι. Βλέπετε πόσο τιμά τον άνθρωπο; Και άλλος κανόνας λέγει: «Ο κατάλαλος σαράντα ημέρες δεν θα κοινωνήση»(20). Και να σκεφθήτε ότι κοινωνούσαν κάθε ημέρα οι μοναχοί. Όταν εμείς κοινωνάμε τέσσερις φορές τον χρόνο, σημαίνει δέκα χρόνια ακοινωνησία. Και κάτι χειρότερο: η εκδίκησις. Μου έκανες ένα κακό και εγώ το θυμάμαι. Μετά από ένα δύο χρόνια έρχεσαι να μου ζητήσης κάτι και σου λέγω: Θυμάσαι που δεν μου είχες δώσει εκείνο που σου ζήτησα; Για την εκδίκησι ο άγιος Νεόφυτος ο έγκλειστος έλεγε στους μοναχούς του: «Εάν εκδικηθής, τότε αφορισμόν δι' όλην σου την ζωήν»(21). Αφορισμός σημαίνει να βγάλουν τον μοναχό από την αδελφότητα και να τρώη ξέχωρα• να μην έχη κοινωνία με τους άλλους. Αυτό είναι πολύ βαρύ!

Ο Μέγας Βασίλειος κάνει και μία άλλη παρατήρησι, ιδιαίτερα για τις γυναίκες. Πολλά λέγει γι' αυτές, αλλά δεν σας τα λέγω, για να μη σας πικράνω. Αναφερόμενος στις μοναχές λέγει: «Η εννεύσασα οφθαλμούς σχήματι πονηρώ προς το λυπήσαι τη πλησίον αφοριζέσθω εβδομάδα μίαν»(22)• οποία κάνει νοήματα με το μάτι, για να λυπήση την άλλη, έχει αφορισμό μία εβδομάδα. Βλέπετε την ευγένεια των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας;

Να πούμε και για τις επισκέψεις που κάνομε στα σπίτια ή μεταξύ μας εμείς οι μοναχοί; Προσέξτε τρία πράγματα που θα σας αναφέρω. Είναι πολύ απλά. Όταν, λέγει ο όσιος Νείλος που ήταν μεγάλος ασκητής και θεολόγος, συναντιέσαι με κάποιον ή όταν πηγαίνης σε ένα σπίτι, «μη αναμένωμεν πρώτοι προσαγορευθήναι»• μην περιμένης να σου πη ο άλλος καλημέρα. Εσύ να πης πρώτος, εσύ να ταπεινωθής• μην περιμένης να ταπεινωθή ο άλλος. «Ημείς πρώτοι αεί προσαγορεύσωμεν είτε φίλον, είτε έχθρόν»(23). Και αν είναι εχθρός, και αν είναι φίλος, εμείς θα συμπεριφερθούμε με τον ίδιο τρόπο.

Ένας άλλος ασκητής, ο αββάς Ησαΐας, λέγει: «Εάν απέλθης επί ξένης εις οίκόν τινος», αν πας στο σπίτι μιας γνωστής σου ή ενός γνωστού σου, «και εξέλθη και εάση σε κατά μόνας», και ο νοικοκύρης βρεθή στην ανάγκη να σε αφήση μόνο σου, μη σηκώσης το πρόσωπό σου και τα μάτια σου και αρχίσης να περιεργάζεσαι τα πάντα. Ούτε να ανοίξης το συρτάρι για να δης τι έχει, «μήτε θυρίδα», ούτε κανένα παράθυρο για να δης μη τυχόν ανοίγη διαφορετικά, «είτε αγγείον, είτε βιβλίον», γιατί μπορεί μέσα στο βιβλίο να έχη ένα γράμμα δικό του. Μπορεί στο αγγείο να έχη κάτι, που δεν θέλει να το δης εσύ. «Είπε δε αυτώ εξερχομένω»• και για να είναι περισσότερο ανυποψίαστος ο νοικοκύρης, όταν φεύγη, πες του: Σε παρακαλώ, έχεις να μου δώσης να κάνω κάτι μέχρι να επιστρέψης(24); Για να νοιώση ότι δεν μένεις μόνος σου, αλλά ότι τον αισθάνεσαι παρόντα.

Ο προηγούμενος άγιος, ο άγιος Νείλος ο ασκητής, λέγει ότι, όταν ευρίσκεσαι με κάποιον, να είσαι τόσο σοβαρός και όμορφος και χαριτωμένος, ώστε να είσαι ιεροπρεπής, να είσαι σεβαστός. Το βάδισμά σου να είναι ανδροπρεπές, έστω και αν είσαι γυναίκα. «Εν τη μεταλήψει το ολιγοδίαιτον»• όταν συναντηθής με κάποιον και σου βάλη να φας, οπωσδήποτε θα σου παράθεση με όλη την καρδιά του τα καλύτερα φαγητά. Μην αρχίσης και τρως λαίμαργα, διότι θα του δημιουργήσης άσχημη εντύπωσι. Μην προσβάλης τον εαυτό σου. Και αν ακόμη πεινάς, να είσαι ολιγοδίαιτος• φάγε λίγο από όλα και αυτό φθάνει. Γιατί λέγει ολιγοδίαιτος; Διότι πρέπει να είσαι μαθημένος να τρως λίγο, για να μπόρεσης να συγκρατηθής. Αν είσαι μαθημένος διαρκώς να τρως, δεν θα μπόρεσης να φας λίγο. «Εν τω καθεύδειν το σύμμετρον»• αν χρειασθή να σε φιλοξενήσουν, μην πέσης εσύ πρώτος να κοιμηθής και οι άλλοι δεν θα ξεύρουν τι να κάνουν μέσα στο σπίτι. Να κοιμηθής λιγώτερο από όσο κοιμάσαι στο σπίτι σου, διότι πρέπει να κάνης παρέα τους ανθρώπους που σε φιλοξενούν, να κουβεντιάσης μαζί τους, να δείξης την αγάπη σου, να δώσης τα δώρα που έφερες και μαζί με αυτά να δείξης «προθυμία και συντονία»(25).
Δηλαδή να τους κάνης να νοιώσουν ότι μπήκε στο σπίτι τους ένας αληθινός άγγελος.

Και ένα τελευταίο, το οποίο αναφέρει ο αββάς Ησαΐας. Παρ' ότι ήταν ασκητής, οι λόγοι του είναι κοινωνικώτατοι και συγχρόνως πνευματικοί και θεολογικοί. Λέγει λοιπόν ότι, εάν κάποιος, ο αδελφός σου ή η μητέρα σου ή η γυναίκα σου, σου ψήση φαγητό και δεν επιτύχη, «μη ειπής αυτώ, ότι κακώς έψησας»• μην πης ότι δεν είναι όπως το περίμενα• «θάνατος γάρ εστι τη ψυχή σου»• είναι θάνατος για την ψυχή σου. Είναι μεγάλο αμάρτημα να πης ότι το φαγητό δεν είναι καλό, διότι η γυναίκα είναι αδύνατος άνθρωπος• μπορεί να έχη κάποιο πρόβλημα, να έχη κάποια δυσκολία. Μπορεί ο αδελφός, ο μοναχός, να ήταν άρρωστος, κουρασμένος, να σκεπτόταν κάτι και να κάηκε λίγο το φαγητό. Δεν χάλασε ο κόσμος. Έτσι ευλογεί ο Θεός το μοναστήρι, έτσι ευλογεί και τα σπίτια μας• διότι και το σπίτι μας είναι μοναστήρι. Πληγώνεται ο άλλος. Γι' αυτό λέγει• «ερεύνησον σεαυτόν ει ης συ ακούσας παρ' άλλου πώς έμελλες θλίβεσθαι, και αναπαύη». Δεν ξεύρεις ότι, αν σου το έλεγαν αυτό εσένα, θα στενοχωριόσουν; Γιατί εσύ στενοχωρείς την γυναίκα σου ή τον αδελφό σου;
Και συνεχίζει ο αββάς Ησαΐας: «Εάν ψάλλητε μετ' αλλήλων», εάν ψάλλετε, εάν τραγουδάτε, «και εις πλανηθή εις λέξιν», και κάποιος κάνει λάθος, «μη ταχέως είπητε αυτώ και ταράξητε αυτόν»(26), μην του πήτε «σώπα, λάθος έκανες», διότι θα τον ταράξετε και όταν θα θελήση να ψάλη ή να τραγουδήση, θα κάνη συνεχώς λάθη. Έτσι δημιουργούνται τα προβλήματα στις ψυχές των ανθρώπων.

Βεβαίως, αυτά ισχύουν για τους μοναχούς, είναι όμως υπόδειγμα και για την οικογένεια που δημιουργούν οι σύζυγοι. Ας δούμε όμως ειδικώτερα την ζωή μας μέσα στον κόσμο.

Κάποτε που ταξίδευα νύκτα με τραίνο και χάλασε και μας κατέβασε άλλου, συνήντησα έναν ηλικιωμένο ιερέα, με μια ιεροπρεπεστάτη γενειάδα. Με πλησιάζει -ήμουν ακόμη νέος, μόλις είχα χειροτονηθή, ούτε γένεια σχεδόν δεν είχα- και με πολύ σεβασμό με ρωτά: Είσθε ιερεύς; Είσθε αρχιμανδρίτης; Αρχιμανδρίτης, του απαντώ, και έσκυψε να μου φιλήση το χέρι αυτός ο άνθρωπος, για τον οποίον έμαθα εκ των υστέρων ότι ήτο άγιος. Τότε τον ερωτώ: Εσείς τι είσθε; Είμαι ηγούμενος δεκατεσσάρων παιδιών, επτά εν τη ζωή και επτά ησφαλισμένων εν τω ουρανώ. Τα επτά τα εξησφάλισα και παλεύω να εξασφαλίσω τα άλλα επτά.

Όλοι μας ζούμε την ίδια ζωή, στην αγκαλιά του Ιησού Χριστού. Υπάρχει όμως μια διαφορά ανάμεσα στο μοναστήρι και στον γάμο. Στο μοναστήρι είναι όλα φτιαγμένα εύκολα, ενώ στον γάμο είναι δύσκολα. Χρειάζεται να γυμνάζωμε πολύ καλά τα μπράτσα μας και τις καρδιές μας, για να αντέχωμε στις δυσκολίες της ζωής. Στο μοναστήρι αλλοιώς ζη, αλλοιώς πορεύεται ο άνθρωπος. Να σας πω ένα παράδειγμα.

Έχομε στο Άγιον Όρος έναν ηγούμενο. Χαριτωμένος άνθρωπος, να του φιλάς και τα δύο χέρια. Είναι απλός, όχι πολύ μορφωμένος. Πώς ήλθε στο Άγιον Όρος; Όταν ήταν δεκαέξι ετών, βλέπει την Παναγία να τον επισκέπτεται και να του λέγη: Θα σου δείξω κάτι που δεν το γνωρίζεις. Θα σου δείξω το Άγιον Όρος. Και σε όραμα του έδειξε όλο το Άγιον Όρος. Ύστερα του έβαλε μπροστά του ένα συγκεκριμένο μοναστήρι και του λέγει: Θέλω να πας σε αυτό το μοναστήρι. Πώς λέγεται, Παναγία μου, το μοναστήρι αυτό; Του είπε το όνομα του μοναστηριού, δεν σας το λέγω όμως, γιατί άμα σας το πω, θα καταλάβετε ποιος είναι. Φεύγει από το σπίτι το παιδί -Θεόκλητος, Μαριόκλητος, Παναγιόκλητος, πώς να τον ονομάση κανείς, αφού τον κάλεσε η Παναγία! - και πάει στο μοναστήρι. Βλέπετε, άλλος είναι ο τρόπος με τον οποίον πηγαίνουν οι μοναχοί στα μοναστήρια, άλλα τα σκιρτήματα, άλλες οι αφετηρίες, άλλα τα βιώματα. Τον καταλαβαίνει ο πατέρας του και τρέχει για να τον προλάβη. Το παιδί μπαίνει σε ένα καράβι για να ταξιδέψη. Ο πατέρας το υποψιάσθηκε και μπαίνει και αυτός. Το παιδί έβλεπε τον πατέρα, αλλά ο πατέρας δεν το έβλεπε. Του σκέπαζε τα μάτια ο Θεός. Στο ίδιο καράβι ήταν, περνούσε ο ένας δίπλα στον άλλον, πήγαιναν να φάνε, ο πατέρας δεν έβλεπε το παιδί. Παραπονιόταν σε όλους, φώναζε: Ένα παιδί και μου φεύγει και αυτό, για να πάη στο μοναστήρι. Όμως δεν τον είδε, διότι τον προστάτευε η Παναγία. Εν συνεχεία, φθάνει σε ένα λιμανάκι, σε έναν δεύτερο αρσανά. Θαύμαζε, διότι όλα του ήταν γνωστά. Του τα είχε δείξει όλα η Παναγία. Τελικά έφθασε στο μοναστήρι, που η Παναγία του χάρισε. Επομένως, το μοναστήρι είναι ένας γάμος μυστικός με τον Χριστόν.

Ο γάμος τι είναι; Είπαμε ότι και ο γάμος είναι ένα άλλο μοναστηράκι. Είναι ένα μυστήριο, διότι με τον γάμο γινόμαστε «σάρκα μία»(27). Τι σημαίνει αυτό; Ότι, όπως εμένα μου δίνει ο Θεός χάρισμα να γίνω μοναχός στο συγκεκριμένο μοναστήρι και να επιτύχω σε αυτό, έτσι δίνει χάρισμα και στον έγγαμο άνθρωπο. Οι δύο γίνονται ένας άνθρωπος ενώπιον του Θεού. Τους αναλαμβάνει ο ίδιος ο Χριστός και τους φορτώνεται στην δική του σάρκα.
Ο απόστολος Πέτρος, αναφερόμενος στο μυστήριο του γάμου και απευθυνόμενος στις γυναίκες, λέγει ότι ο στολισμός της γυναίκας συνίσταται «εν τω αφθάρτω του πραέος και ησυχίου πνεύματος, ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές»(28) Η γυναίκα πρέπει να δείχνη στον άνδρα της πραότητα και ηρεμία. Να μην καυγαδίζη με τον άνδρα, να μην επιτίθεται, να μην εκνευρίζεται, να μη στενοχωριέται. Να είναι πράος άνθρωπος. Γιατί το λέγει αυτό στις γυναίκες, ενώ δεν λέγει στον άνδρα να είσαι πράος, να είσαι ήρεμος; Διότι οι άνδρες είναι διαφορετικοί, έχουν άλλη καρδιά, άλλον ψυχισμό. Αυτοί μπορούν εύκολα να εξάπτωνται, έχουν εγωισμό. Άμα του πη κάτι η γυναίκα, το κρατάει μέσα του και αρχίζει να την υποψιάζεται. Συμβουλεύει λοιπόν την γυναίκα: Να είσαι ήρεμη, να έχης πραότητα, να κάνης ό,τι σου λέγει ο άνδρας σου. Και αν σε κτυπήση, χαμογέλασέ του, φίλησέ τον και θα τον κάνης αρνάκι. Εάν δείξης σταθερότητα, τότε έχεις ένα πολυτιμότατο απόκτημα, έχεις ένα σπουδαίο πλεονέκτημα ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, διότι η συζυγία σας θα είναι καθημερινή αγάπη.

Εν συνεχεία λέγει στους άνδρες: «Οι άνδρες συνοικούντες κατά γνώσιν». Εσύ δηλαδή που απέκτησες γυναίκα και ζης μαζί της, να ζης «κατά γνώσιν». Να ξεύρης τι ζητάει η καρδιά της γυναίκας, να ξεύρης την ιστορία της που σου διηγήθηκε από την πρώτη ημέρα που σε γνώρισε, να μην ξεχάσης τίποτε από όσα σου είπε. Ακόμη, να ξεύρης την ψυχολογία της, διότι ο άνδρας και η γυναίκα δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλα θέλω εγώ, άλλα θέλει εκείνη. Αλλού τρέχω εγώ, αλλού τρέχει εκείνη. Αλλοιώς μας έπλασε ο Θεός. Άρσεν και θήλυ έπλασε, για να συνδέωνται, να συνενούνται τα διαφορετικά και να προκύπτη μία τελειότητα. Επίσης, να δείχνης ότι αγαπάς την γυναίκα σου, ότι την θυμάσαι, ότι προσέχεις κάθε ανάγκη της. Πώς όμως; Όχι με υπερηφάνεια αλλά «ως ασθενεστέρω σκεύει τω γυναικείω απονέμοντες τιμήν»(29). Στην
γυναίκα λέγει να έχη πραότητα προς τον άνδρα. Στον άνδρα λέγει να τιμά την γυναίκα του. Όταν δεν τιμάς την γυναίκα σου, μπορεί να σπάση σαν ένα ποτηράκι, χωρίς μάλιστα να το καταλάβης. Εσύ θα θέλης κάτι, θα επιμένης, θα φωνάζης, θα υβρίζης, θα παρεξηγήσαι, «μα δεν μου το έκανες αυτό, μα δεν μου το έδωσες», αλλά δεν κατάλαβες ότι έσπασε η καρδιά της γυναίκας σου. Και άμα σπάση, έστω και αν ραγίση, δύσκολα αποκαθίσταται. Τι ωραία που τα λέγει ο Απόστολος! Πού τα ήξευραν αυτά οι ευλογημένοι άγιοι; Μα, από την αγιότητα πηγάζουν και απορρέουν αυτά.

Θέλει λοιπόν τιμή η γυναίκα, διότι είναι λεπτή και ευαίσθητη. Πρέπει εσύ, άνδρα, να το κάνης αυτό, διότι «είσθε συγκληρονόμοι χάριτος ζωής», διότι πήρατε ένα χάρισμα και οι δυο μαζί. Το λαχείο που σας έδωσε ο Θεός, δεν είναι μόνον για σένα ή μόνον για εκείνην, είναι και για τους δυο σας. Είσθε συγκληρονόμοι, θα κληρονομήσετε μαζί την αιώνια ζωή. Και όλα αυτά τα λέγει, «εις το μη εγκόπτεσθαι τας προσευχάς υμών»(30). Εάν δηλαδή εσύ, γυναίκα, δεν είσαι πράος άνθρωπος και αν εσύ, άνδρα, δεν σέβεσαι την γυναίκα σου, δεν την τιμάς, δεν θα μπορέσετε ποτέ να κάνετε προσευχή. Διότι η μία σαρξ -«εις σάρκα μίαν έσονται»- γίνεται πολλές σάρκες. Γίνεται μία καταπληγωμένη σάρκα. Και επομένως, έχομε συνεχώς συγκρούσεις, προβλήματα, παράπονα. Έχω παράπονα εγώ από εσένα, εσύ από εμένα. Εγώ θα πάω στον φίλο μου να παραπονεθώ για την γυναίκα μου και συ θα πας στην φίλη σου να παραπονεθής για τον άνδρα σου. Έτσι, επειδή δεν θα έχωμε ηρεμία, χαρά και ειρήνη, δεν θα μπορούμε να προσευχηθούμε και η ζωή μας θα είναι γεμάτη μιζέρια. Αν θέλωμε να φθάσωμε στον Θεόν, λέγει, πρέπει να σκεπτώμεθα κοινωνικά. Βλέπετε ότι το μοναστήρι είναι και μέσα στον κόσμο;

Η μοναχική ζωή είναι υπόδειγμα ανθρωπίνης κοινωνίας. Ούτε η δημοκρατία μπορεί να έχη την τελειότητα αυτή, ούτε η βασιλεία ούτε ο σοσιαλισμός. Κανένα σύστημα δεν επιτυγχάνει την τελειότητα της μοναχικής πολιτείας. Διότι είναι πραγματικά μία κοινωνία αγγελική, θα έλεγα πατερική, δηλαδή όπως ζούσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά και η έγγαμος κοινωνία μας, οι σχέσεις μας στον κόσμο είναι μυστηριακές.

Εάν δεν ζούμε ειρηνικά αλλά με έριδες, «ουχί σαρκικοί εστε;» λέγει ο απόστολος Παύλος(31). Όταν φιλονεικήτε, όταν πληγώνεσθε, δεν είσθε σαρκικοί άνθρωποι; Πόσο βαρύς είναι αυτός ο λόγος του αποστόλου Παύλου!

Για να γίνη λοιπόν κανείς μοναχός, πρέπει να είναι κοινωνικός, χαριτωμένος, να ανέχεται ό,τι κάνουν οι άλλοι, να τιμά τους άλλους, να έχη την προαίρεσι του άλλου, δηλαδή να μην αρνήται την γνώμη των άλλων, έστω και αν έχη εκείνος την ορθή γνώμη. Όμως πολύ περισσότερο πρέπει να είμαστε κοινωνικοί και χαριτωμένοι στον κόσμο, όπου οι άλλοι βιάζονται, κουράζονται, τρώει ο ένας τον άλλον.

Εάν ζούμε σύμφωνα με όσα μας λέγουν οι άγιοι, τότε, θέλομε δεν θέλομε, η καρδιά μας θα γεμίση από ουράνια προσευχή. Επίσης, θα μπορούμε να λέμε για το σπίτι μας, «ο Χριστός εν τω μέσω ημών», ο Χριστός είναι ανάμεσά μας, όπως λέγουν οι ιερείς. Δεν θα το πούμε αυτό, όταν κάνωμε μεγάλες προσευχές, μεγάλες νηστείες, πάμε στην εκκλησία, στα προσκυνήματα, κάνωμε κατηχητικά. Όλα αυτά είναι καλά, αλλά θεμέλιο αυτών είναι όσα μας λέγουν εδώ οι άγιοι. Τελειώνοντας θα σας διαβάσω δυο γραμμές από έναν λόγο του Μεγάλου Βασιλείου: «Προπηδάτω ο της παρακλήσεως λόγος των λοιπών σου ρημάτων, κυρών σου την του πλησίον αγάπην»(32). Εσύ που είσαι στο μοναστήρι, όταν πλησίασης τον αδελφό σου, εσύ που είσαι σύζυγος, όταν πλησίασης τον ή την σύζυγό σου, εσύ που είσαι πατέρας, μητέρα, όταν πλησίασης το παιδί σου, «προπηδάτω ο της παρακλήσεως λόγος». Ό,τι θα του πης, ό,τι σκέπτεσαι να του πης, πες το, αφού πρώτα του πης δυο κουβέντες που θα του δώσουν χαρά, παρηγοριά, μια ανάσα. Να τον κάνης να πη, ανακουφίσθηκα, χάρηκα! Να κάνετε τους άλλους να σας καμαρώνουν, να σας αγαπούν, να χοροπηδούν από την χαρά τους, όταν σας συναντούν. Διότι όλοι οι άνθρωποι στην ζωή τους, στο σπίτι τους, στο σώμα τους και στην ψυχή τους έχουν πόνο, αρρώστιες, δυσκολίες, βάσανα, και ο καθένας κρύβει τον πόνο μέσα στο πουγγί του το κρυφό, μέσα στην καρδιά του, στο σπίτι του, για να μην τον ξεύρουν οι άλλοι. Έτσι εγώ δεν ξεύρω τι πόνο έχεις εσύ και εσύ δεν ξεύρεις τι πόνο έχω εγώ. Μπορεί να γελώ, να φωνάζω, να παίζω, αλλά κατά βάθος πονώ και γελώ και φωνάζω, για να σκεπάσω την λύπη μου. Γι' αυτό δώσε στον άλλον πρώτα ένα χαμόγελο.

Και συνεχίζει: «Τιθέσθω... εν φαιδρώ τω προσώπω, ίνα δως ευφροσύνην τω σοι διαλεγομένω». Αφού κάνης τον άλλον να χαμογελάση, το πρόσωπό σου ας μη σταματήση να είναι χαμογελαστό• αυτό σημαίνει «εν φαιδρώ τω προσώπω». Ήλιος ολόλαμπρος να είναι το πρόσωπό σου, ώστε και κατά την συζήτησι που θα κάνης να συνεχίζη να νοιώθη την ίδια ευφροσύνη. «Εν παντί κατορθώματι του πλησίον σου ευφραίνου»• για όποιο κατόρθωμα και χάρισμα έχει ο πλησίον, να χαίρεσαι μαζί του. «Σα γάρ εισι τα εκείνου κατορθώματα, ως και τα σα εκείνου». Να γίνεσθε ο ένας συμμέτοχος του άλλου.

Με αυτόν τον τρόπο γίνεται η συνάντησις των μοναχών και των εγγάμων, των αγίων και των αμαρτωλών, μέσα σε αυτόν τον κοινωνικό στίβο, ώστε να μας δίνη το δικαίωμα και την δυνατότητα να κάνωμε προσευχή. Και όταν κάνωμε προσευχή, λέγοντας την ευχή, βάζομε όλους τους ανθρώπους μέσα στο «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Τον άνδρα μου πρώτα, τον αδελφό μου, το παιδί μου και όλον τον κόσμο. Βλέποντας ο Θεός αυτήν την αγάπησι, αυτόν τον παράδεισο στην καρδιά μου, η καρδιά μου να τους έχη χωρέσει όλους, τότε ο Θεός είναι αδύνατον να μη χωρέση στον παράδεισο και εμένα και εσάς.



Σημειώσεις

*. Ομιλία στην Λάρνακα Κύπρου, 23 'Οκτωβρίου 1988.

1. Συναξάριον 23ης Οκτωβρίου • ΣΑΒΒΑ ΑΓΌΥΡΙΔΗ, Ιάκωβος Αδελφόθεος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 624-626.

2. Γέν. 3,4.

3. Πράξ. 15• Γαλ. 2, 11-21• βλ. σχετικώς και ΣΑΒΒΑ ΑΓΟΥΡΙΔΗ, «Ιερουσαλήμ», η Αποστολική Σύνοδος, ΘΗΕ, τ. 6, στ. 827-829.

4. Υπόμνημα εις τον άγιον Ιάκωβον Απόστολον και Αδελφόθεον, PG 115, 201ΑΒ• ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Ερμηνεία εις τας επτά καθολικάς αποστολάς», εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 33.

5. Α ' Κορ. 12, 26-27.

6. Βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, «Εις την Γένεσιν ομιλία» 33, 3, PG53, 309.

7. Ματθ. 20, 28.

8. Βλ. Εφ. 5, 25.

9. Α’ Ιω. 4, 19.

10. Εφ. 4, 2.

11. Εφ. 4,32.

12. Φιλιππ. 2,4.

13. «Αποφθέγματα Γερόντων, αββά Απολλώ 3, PG 65, 136Β.

14. Βλ. Μ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ, Το κείμενον των κανόνων 62• ΔΗΜ. Α. ΠΕΤΡΑΚΑΚΟΥ, «Οι μοναχικοί θεσμοί εν τη, Αποστολική Ορθοδόξω Εκκλησία», Εν Λειψία 1907, σελ. 41.

15. Βλ. Μ. ΑθΑΝΑΣΙΟΥ, «Βίος και Πολιτεία του οσίου Αντωνίου 73», PG 26, 945Α.

16. ΙΩΑΝΝΟΥ ΣΙΝΑΪΤΟΥ, «Κλίμαξ 4, Περί της μακαρίας και αειμνήστου υπακοής», PG 88, 685Α.

17. Επιτίμια 5», PG 3 1, 1305D.

18. «Επιστολή 2, 5», PG 32, 229C-232A.

19. Βλ. «Περί εξαγορεύσεως και των ταύτης διαλύσεων κανόνες 3», PG 99, 1724Α.

20. Βλ. «Τα καθημερινά επιτίμια των μοναχών 44», PG 99, 1753Β.

21. Βλ. «Συγγράμματα, Τυπική Διαθήκη, από των επιτόμων του Μεγάλου Βασιλείου κανόνων εκλογή 9», τ. 2, (εκδ.) Ι. Ε. Στεφανής, εκδ. Ι. Μ. Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1998, σελ. 65, στιχ. 15-16.

22. «Έπιτίμια εις τας Κανονικάς 16», PG 31, 1316C.

23. «Επιστολή 2, 312, PG 79, 353Α.

24. Λόγος 3, 4, σσ. 45-46.

25. Επιστολή 4, 41, PG79, 569C.

26. Λόγος 5, σελ. 61

27. Εφ. 5,31.

28. Α ' Πέτρ. 3, 4.

29. Α’ Πετρ. 3, 7.

30. Α' Πέτρ. 3,7.

31. Α’ Κορ. 3,4.

32. Λόγος ασκητικός 8, PG 31, 644Β.

St.John Chrysostom's Commentary On The Nativity of Our Lord and Savior, Jesus Christ

 
The Gospel of Matthew 2:1-12

 “When Jesus was born in Bethlehem of Judæa in the days of Herod the king, behold, there came wise men from the east to Jerusalem, saying, Where is He that is born King of the Jews? for we have seen His star in the east, and are come to worship Him.” 

 We have need of much wakefulness, and many prayers, that we may arrive at the interpretation of the passage now before us, and that we may learn who these wise men were, and whence they came, and how; and at whose persuasion, and what was the star. Or rather, if ye will, let us first bring forward what the enemies of the truth say. Because the devil hath blown upon them with so violent a blast, as even from this passage try to arm them against the words of truth.

What then do they allege? “Behold,” say they, “even when Christ was born a star appeared; which is a sign that astrology may be depended on.” How then, if He had His birth according to that law, did He put down astrology, and take away fate, and stop the mouths of demons, and cast out error, and overthrow all such sorcery?
And what moreover do the wise men learn from the star of itself? That He was King of the Jews? And yet He was not king of this kingdom; even as He said also to Pilate, “My kingdom is not of this world.” At any rate He made no display of this kind, for He had neither guards armed with spear or shield, nor horses, nor chariots of mules, nor any other such thing around Him; but He followed this life of meanness and poverty, carrying about with Him twelve men of mean estate.
And even if they knew Him to be a king, for what intent are they come? For surely this is not the business of astrology, to know from the stars who are born, but from the hour when men are born to predict what shall befall them: so it is said. But these were neither present with the mother in her pangs, nor did they know the time when He was born, neither did they, beginning at that moment, from the motion of the stars compute what was to happen: but conversely, having a long time before seen a star appear in their own country, they come to see Him that was born.
Which circumstance in itself would afford a still greater difficulty even than the former. For what reason induced them, or the hope of what benefits, to worship one who was king so far off? Why, had He been to reign over themselves, most assuredly not even so would the circumstance be capable of a reasonable account. To be sure, if He had been born in royal courts, and with His father, himself a king, present by Him, any one would naturally say, that they, from a wish to pay court to the father, had worshipped the child that was born, and in this way were laying up for themselves beforehand much ground of patronage. But now when they did not so much as expect Him to be their own king, but of a strange nation, far distant from their country, neither seeing Him as yet grown to manhood; wherefore do they set forth on so long a journey, and offer gifts, and this when dangers were sure to 35 beset their whole proceeding? For both Herod, when he heard it, was exceedingly troubled, and the whole people was confounded on being told of these things by them.
“But these men did not foresee this.” Nay, this is not reasonable. For let them have been ever so foolish, of this they could not be ignorant, that when they came to a city under a king, and proclaimed such things as these, and set forth another king besides him who then reigned, they must needs be bringing down on themselves a thousand deaths.
2. And why did they at all worship one who was in swaddling clothes? For if He had been a grown man, one might say, that in expectation of the succor they should receive from Him, they cast themselves into a danger which they foresaw; a thing however to the utmost degree unreasonable, that the Persian, the barbarian, and one that had nothing in common with the nation of the Jews, should be willing to depart from his home, to give up country, and kindred, and friends, and that they should subject themselves to another kingdom.
But if this be foolish, what follows is much more foolish. Of what nature then is this? That after they had entered on so long a journey, and worshipped, and thrown all into confusion, they went away immediately. And what sign at all of royalty did they behold, when they saw a shed, and a manger, and a child in swaddling clothes, and a poor mother? And to whom moreover did they offer their gifts, and for what intent? Was it then usual and customary, thus to pay court to the kings that were born in every place? and did they always keep going about the whole world, worshipping them who they knew should become kings out of a low and mean estate, before they ascended the royal throne? Nay, this no one can say.
And for what purpose did they worship Him at all? If for the sake of things present, then what did they expect to receive from an infant, and a mother of mean condition? If for things future, then whence did they know that the child whom they had worshipped in swaddling clothes would remember what was then done? But if His mother was to remind Him, not even so were they worthy of honor, but of punishment, as bringing Him into danger which they must have foreseen. Thence at any rate it was that Herod was troubled, and sought, and pried, and took in hand to slay Him. And indeed everywhere, he who makes known the future king, supposing him in his earliest age in a private condition, doth nothing else than betray him to slaughter, and kindle against him endless warfare.
Seest thou how manifold the absurdities appear, if we examine these transactions according to the course of human things and ordinary custom? For not these topics only, but more than these might be mentioned, containing more matter for questions than what we have spoken of. But lest, stringing questions upon questions, we should bewilder you, come let us now enter upon the solution of the matters inquired of, making a beginning of our solution with the star itself.
3. For if ye can learn what the star was, and of what kind, and whether it were one of the common stars, or new and unlike the rest, and whether it was a star by nature or a star in appearance only, we shall easily know the other things also. Whence then will these points be manifest? From the very things that are written. Thus, that this star was not of the common sort, or rather not a star at all, as it seems at least to me, but some invisible power transformed into this appearance, is in the first place evident from its very course. For there is not, there is not any star that moves by this way, but whether it be the sun you mention, or the moon, or all the other stars, we see them going from east to west; but this was wafted from north to south; for so is Palestine situated with respect to Persia.
In the second place, one may see this from the time also. For it appears not in the night, but in mid-day, while the sun is shining; and this is not within the power of a star, nay not of the moon; for the moon that so much surpasses all, when the beams of the sun appear, straightway hides herself, and vanishes away. But this by the excess of its own splendor overcame even the beams of the sun, appearing brighter than they, and in so much light shining out more illustriously.
In the third place, from its appearing, and hiding itself again. For on their way as far as Palestine it appeared leading them, but after they set foot within Jerusalem, it hid itself: then again, when they had left Herod, having told him on what account they came, and were on the point of departing, it shows itself; all which is not like the motion of a star, but of some power highly endued with reason. For it had not even any course at all of its own, but when they were to move, it moved; when to stand, it stood, dispensing266all as need required: in the same kind of way as the pillar of the cloud, now halting 36 and now rousing up the camp of the Jews, when it was needful.
In the fourth place, one may perceive this clearly, from its mode of pointing Him out. For it did not, remaining on high, point out the place; it not being possible for them so to ascertain it, but it came down and performed this office. For ye know that a spot of so small dimensions, being only as much as a shed would occupy, or rather as much as the body of a little infant would take up, could not possibly be marked out by a star. For by reason of its immense height, it could not sufficiently distinguish so confined a spot, and discover it to them that were desiring to see it. And this any one may see by the moon, which being so far superior to the stars, seems to all that dwell in the world, and are scattered over so great an extent of earth,—seems, I say, near to them every one. How then, tell me, did the star point out a spot so confined, just the space of a manger and shed, unless it left that height and came down, and stood over the very head of the young child? And at this the evangelist was hinting when he said, “Lo, the star went before them, till it came and stood over where the young Child was.”
4. Seest thou, by what store of proofs this star is shown not to be one of the many, nor to have shown itself according to the order of the outward creation? And for what intent did it appear? To reprove the Jews for their insensibility, and to cut off from them all occasion of excuse for their willful ignorance. For, since He who came was to put an end to the ancient polity, and to call the world to the worship of Himself, and to be worshipped in all land and sea, straightway, from the beginning, He opens the door to the Gentiles, willing through strangers to admonish His own people. Thus, because the prophets were continually heard speaking of His advent, and they gave no great heed, He made even barbarians come from a far country, to seek after the king that was among them. And they learn from a Persian tongue first of all, what they would not submit to learn from the prophets; that, if on the one hand they were disposed to be candid, they might have the strongest motive for obedience; if, on the other hand, they were contentious, they might henceforth be deprived of all excuse. For what could they have to say, who did not receive Christ after so many prophets, when they saw that wise men, at the sight of a single star, had received this same, and had worshipped Him who was made manifest. Much in the same way then as He acted in the case of the Ninevites, when He sent Jonas, and as in the case of the Samaritan and the Canaanitish women; so He did likewise in the instance of the magi. For this cause He also said, “The men of Nineveh shall rise up, and shall condemn:” and, “the Queen of the South shall rise up, and shall condemn this generation:”267because these believed the lesser things, but the Jews not even the greater.
“And wherefore,” one may say, “did He attract them by such a vision?” Why, how should He have done? Sent prophets? But the magi would not have submitted to prophets. Uttered a voice from above? Nay, they would not have attended. Sent an angel? But even him they would have hurried by. And so for this cause dismissing all those means, God calleth them by the things that are familiar, in exceeding condescension; and He shows a large and extraordinary star, so as to astonish them, both at the greatness and beauty of its appearance, and the manner of its course.
In imitation of this, Paul also reasons with the Greeks from an heathen altar, and brings forward testimonies from the poets.268 And not without circumcision doth he harangue the Jews. Sacrifices he makes the beginning of his instruction to them that are living under the law. For, since to every one what is familiar is dear, both God, and the men that are sent by Him, manage things on this principle with a view to the salvation of the world. Think it not therefore unworthy of Him to have called them by a star; since by the same rule thou wilt find fault with all the Jewish rites also, the sacrifices, and the purifications, and the new moons, and the ark, and the temple too itself. For even these derived their origin from Gentile grossness.269 Yet for all that, God, for the salvation of them that were in error, endured to be served by these things, whereby those without were used to serve devils; only He slightly altered them; that He might draw them off by degrees from their customs, and lead them towards the highest wisdom. Just so He did in the case of the wise men also, not disdaining to call them by sight of a star, that He might lift them higher ever after. Therefore after He hath brought them, leading them by the hand, and hath set them by the manger; it is no longer by a star, but by an angel that He now discourses unto them. Thus did they by little and little become better men.
This did He also with respect to them of Ascalon, and of Gaza. For those five cities too (when at the coming of the ark they had been smitten with a deadly plague, and found no deliverance from the ills under which they lay)—the men of them called their prophets, and gathered an assembly, and sought to discover an escape from this divine scourge. Then, when their prophets said that they should yoke to the ark heifers untamed, and having their first calves, and let them go their way, with no man to guide them, for so it would be evident whether the plague was from God or whether it was any accident which brought the disease;—(“for if,” it is said, “they break the yoke in pieces for want of practice, or turn where their calves are lowing, ‘it is a chance that hath happened;’270but if they go on right, and err not from the way, and neither the lowing of their young, nor their ignorance of the way, have any effect on them, it is quite plain that it is the hand of God that hath visited those cities:”)—when, I say, on these words of their prophets the inhabitants of those cities obeyed and did as they were commanded, God also followed up the counsel of the prophets, showing condescension in that instance also, and counted it not unworthy of Himself to bring to effect the prediction of the prophets, and to make them seem trustworthy in what they had then said. For so the good achieved was greater, in that His very enemies themselves bore witness to the power of God; yea, their own teachers gave their voice concerning Him. And one may see many other such things brought about by God. For what took place with respect to the witch,271is again like this sort of dispensation; which circumstance also you will now be able to explain from what hath been said.
With respect to the star, we have said these things, and yet more perhaps may be said by you; for, it is said, “Give occasion to a wise man, and he will be yet wiser:”272but we must now come to the beginning of what hath been read.
5. And what is the beginning? “When Jesus was born in Bethlehem of Judæa, in the days of Herod the king, behold, there came wise men from the east to Jerusalem.” While wise men followed under the auspices of a star, these believed not, with prophets even sounding in their ears. But wherefore doth he mention to us both the time and the place, saying, “in Bethlehem,” and “in the days of Herod the king?” And for what reason doth he add his rank also? His rank, because there was also another Herod, he who slew John: but that was a tetrarch, this a king. And the place likewise, and the time, he puts down, to bring to our remembrance ancient prophecies; whereof one was uttered by Micah, saying, “And thou, Bethlehem, in the land of Judah, art by no means the least among the princes of Judah;”273and the other by the patriarch Jacob, distinctly marking out to us the time, and setting forth the great sign of His coming. For, “A ruler,” saith he, “shall not fail out of Judah, nor a leader out of his loins, until He come for whom it is appointed, and He is the expectation of the Gentiles.”274
And this again is worth inquiry, whence it was that they came to entertain such a thought, and who it was that stirred them up to this. For it doth not seem to me to be the work of the star only, but also of God, who moved their soul; which same kind of thing He did also in the case of Cyrus, disposing him to let the Jews go. He did not however so do this as to destroy their free will, since even when He called Paul from above by a voice, He manifested both His own grace and Paul’s obedience.
And wherefore, one may ask, did He not reveal this to all the wise men of the East? Because all would not have believed, but these were better prepared than the rest; since also there were countless nations that perished, but it was to the Ninevites only that the prophet was sent; and there were two thieves on the cross, but one only was saved. See at least the virtue of these men, not only by their coming, but also by their boldness of speech. For so that they may not seem to be a sort of impostors,275they tell who showed them the way, and the length of their journey; and being come, they had boldness of speech: “for we are come,” that is their statement, “to worship Him:” and they were afraid neither of the people’s anger, nor of the tyranny of the king. Whence to me at least they seem to have been at home also teachers of their countrymen.276 For they who here did not shrink from saying this, much more would they speak boldly in their own country, as having received both the oracle from the angel, and the testimony from the prophet.
6. But “when Herod,” saith the Scripture, “had heard, he was troubled, and all Jerusa 38 lem with him.” Herod naturally, as being king, and afraid both for himself and for his children; but why Jerusalem? Surely the prophets had foretold Him a Saviour, and Benefactor, and a Deliverer from above. Wherefore then was Jerusalem277troubled? From the same feeling which caused them before also to turn away from God when pouring His benefits on them, and to be mindful of the flesh-pots of Egypt, while in the enjoyment of great freedom.
But mark, I pray thee, the accuracy of the prophets. For this selfsame thing also had the prophet foretold from the first,278saying, “They would be glad, if they had been burnt with fire; for unto us a Child is born, unto us a Son is given.”279
But nevertheless, although troubled, they seek not to see what hath happened, neither do they follow the wise men, nor make any particular inquiry; to such a degree were they at once both contentious and careless above all men. For when they had reason rather to pride themselves that the king was born amongst them, and had attracted to Him the land of the Persians, and they were on the point of having all subject to them, as though their affairs had advanced towards improvement, and from the very outset His empire had become so glorious; nevertheless, they do not even for this become better. And yet they were but just delivered from their captivity there; and it was natural for them to think (even if they knew none of those things that are high and mysterious, but formed their judgment from what is present only), “If they thus tremble before our king at His birth, much more when grown up will they fear and obey Him, and our estate will be more glorious than that of the barbarians.”
7. But none of these things thoroughly awakens them, so great was their dullness, and with this their envy also: both which we must with exact care root out of our mind; and he must be more fervent than fire who is to stand in such an array. Wherefore also Christ said, “I am come to send fire on earth, and I would it were already kindled.”280in the same lot with it, even so godly tears are a germ of perpetual and unfading joy. In this way the very harlot became more honorable than virgins when seized by this fire. That is, being thoroughly warmed by repentance, she was thenceforth carried out 39 of herself by her longing desire toward Christ; loosing her hair, and drenching with her tears His holy feet, and wiping them with her own tresses, and exhausting the ointment.281 And all these were outward results, but those wrought in her mind were far more fervent than these; which things God Himself alone beheld. And therefore, every one, when he hears, rejoices with her and takes delight in her good works, and acquits her of every blame. But if we that are evil pass this judgment, consider what sentence she obtained from that God who is a lover of mankind; and how much, even before God’s gifts, her repentance caused her to reap in the way of blessing.
For much as after a violent burst of rain, there is a clear open sky; so likewise when tears are pouring down, a calm arises, and serenity, and the darkness that ensues on our sins quite disappears. And like as by water and the spirit, so by tears and confession are we cleansed the second time; unless we be acting thus for display and vanity: for as to a woman whose tears were of that sort, I should call her justly condemnable, more than if she decked herself out with282lines and coloring. For I seek those tears which are shed not for display, but in compunction; those which trickle down secretly and in closets, and in sight of no man, softly and noiselessly; those which arise from a certain depth of mind, those shed in anguish and in sorrow, those which are for God alone; such as were Hannah’s, for “her lips moved,” it is said, “but her voice was not heard;”283however, her tears alone uttered a cry more clear than any trumpet. And because of this, God also opened her womb, and made the hard rock a fruitful field.
If thou also weep thus, thou art become a follower of thy Lord. Yea, for He also wept, both over Lazarus, and over the city; and touching Judas He was greatly troubled. And this indeed one may often see Him do, but nowhere laugh, nay, nor smile but a little; no one at least of the evangelists hath mentioned this. Therefore also with regard to Paul, that he wept, that he did so three years night and day,284both he hath said of himself, and others say this of him; but that he laughed, neither hath he said himself anywhere, neither hath so much as one other of the saints, either concerning him, or any other like him; but this is said of Sarah only,285when she is blamed, and of the son of Noe, when for a freeman he became a slave.286
9. And these things I say, not to suppress287all laughter, but to take away dissipation of mind. For wherefore, I pray thee, art thou luxurious and dissolute, while thou art still liable to such heavy charges, and are to stand at a fearful judgment-seat, and to give a strict account of all that hath been done here? Yes: for we are to give an account both of what we have sinned willingly, and what against our will:—for “whosoever shall deny me,” saith He, “before men, him will I also deny before my Father:”288—and surely such a denial is against our will; but nevertheless it doth not escape punishment, but of it too we have to give account:—both of what we know, and of what we do not know; “For I know nothing by myself,” saith one, “yet am I not hereby justified:”289—both for what we have done in ignorance, and what in knowledge; “For I bear them record,” it is said, “that they have a zeal of God, but not according to knowledge;”290but yet this doth not suffice for an excuse for them. And when writing to the Corinthians also he saith, “For I fear, lest by any means, as the serpent beguiled Eve through his subtlety, so your minds should be corrupted from the simplicity that is in Christ.”291
The things then being so great, for which thou art to give account, dost thou sit laughing and talking wittily, and giving thyself up to luxury? “Why,” one may say, “if I did not so, but mourned, what would be the profit?” Very great indeed; even so great, as it is not possible so much as to set it forth by word. For while, before the temporal tribunals, be thy weeping ever so abundant, thou canst not escape punishment after the sentence; here, on the contrary, shouldest thou only sigh, thou hast annulled the sentence, and hast obtained pardon. Therefore it is that Christ discourses to us much of mourning, and blesses them that mourn, and pronounces them that laugh wretched. For this is not the theatre for laughter, neither did we come together for this intent, that we may give way to immoderate mirth, but that we may groan, and by this groaning inherit a kingdom. But thou, when standing by a 40 king, dost not endure so much as merely to smile; having then the Lord of the angels dwelling in thee, dost thou not stand with trembling, and all due self-restraint, but rather laughest, oftentimes when He is displeased? And dost thou not consider that thou provokest Him in this way more than by thy sins? For God is not wont to turn Himself away so much from them that sin, as from those that are not awestruck after their sin.
But for all this, some are of so senseless a disposition, as even after these words to say, “Nay, far be it from me to weep at any time, but may God grant me to laugh and to play all my days.” And what can be more childish than this mind? For it is not God that grants to play, but the devil. At least hear, what was the portion of them that played. “The people,” it is said, “sat down to eat and drink, and rose up to play.”292 Such were they at Sodom, such were they at the time of the deluge. For touching them of Sodom likewise it is said, that “in pride, and in plenty, and in fullness of bread, they waxed wanton.”293 And they who were in Noah’s time, seeing the ark a preparing for so many years, lived on in senseless mirth, forseeing nought of what was coming. For this cause also the flood came and swept them all away, and wrought in that instant the common shipwreck of the world.
Ask not then of God these things, which thou receivest of the devil. For it is God’s part to give a contrite and humbled heart, sober, self-possessed, and awestruck, full of repentance and compunction. These are His gifts, forasmuch as it is also of these things that we are most in need. Yes, for a grievous conflict is at hand, and against the powers unseen is our wrestling; against “the spiritual wickednesses”294our fight, “against principalities, against powers” our warfare: and it is well for us, if when we are earnest and sober and thoroughly awakened, we can be able to sustain that savage phalanx. But if we are laughing and sporting, and always taking things easily, even before the conflict, we shall be overthrown by our own remissness.
10. It becometh not us then to be continually laughing, and to be dissolute, and luxurious, but it belongs to those upon the stage, the harlot women, the men that are trimmed for this intent, parasites, and flatterers; not them that are called unto heaven, not them that are enrolled into the city above, not them that bear spiritual arms, but them that are enlisted on the devil’s side. For it is he, yea, it is he, that even made the thing an art, that he might weaken Christ’s soldiers, and soften the nerves of their zeal. For this cause he also built theatres in the cities, and having trained those buffoons, by their pernicious influence he causes that kind of pestilence to light upon the whole city, persuading men to follow those things which Paul bade us flee, “foolish talking and jesting.”295 And what is yet more grievous than these things is the subject of the laughter. For when they that act those absurd things utter any word of blasphemy or filthiness, then many among the more thoughtless laugh and are pleased, applauding in them what they ought to stone them for; and drawing down on their own heads by this amusement the furnace of fire. For they who praise the utterers of such words, it is these above all who induce men so to speak: wherefore they must be more justly accountable for the penalty allotted to these things. For were there no one to be a spectator in such cases, neither would there be one to act; but when they see you forsaking your workshops, and your crafts, and your income from these, and in short everything, for the sake of continuing there, they derive hence a greater forwardness, and exert a greater diligence about these things.
And this I say, not freeing them from reproof, but that ye may learn that it is you chiefly who supply the principle and root of such lawlessness; ye who consume your whole day on these matters, and profanely exhibit the sacred things of marriage, and make an open mock of the great mystery. For not even he who acts these things is so much the offender, as thou art before him; thou who biddest him make a play on these things, or rather who not only biddest him, but art even zealous about it, taking delight, and laughing, and praising what is done, and in every way gaining strength for such workshops of the devil.
Tell me then, with what eyes wilt thou after this look upon thy wife at home, having seen her insulted there? Or how dost thou not blush being put in mind of the partner of thy home, when thou seest nature herself put to an open shame? Nay, tell me not, that what is done is acting; for this acting hath made many adulterers, and subverted many families. And it is for this most especially that I grieve, that what is done doth not so much as seem evil, but there is even applause and clamor, and much laughter, at 41 commission of so foul adultery. What sayest thou? that what is done is acting? Why, for this selfsame reason they must be worthy of ten thousand deaths, that what things all laws command men to flee, they have taken pains to imitate. For if the thing itself be bad, the imitation thereof also is bad. And I do not yet say how many adulterers they make who act these scenes of adultery, how they render the spectators of such things bold and shameless; for nothing is more full of whoredom and boldness than an eye that endures to look at such things.
And thou in a market-place wouldest not choose to see a woman stripped naked, or rather not even in a house, but callest such a thing an outrage. And goest thou up into the theatre, to insult the common nature of men and women, and disgrace thine own eyes? For say not this, that she that is stripped is an harlot; but that the nature is the same, and they are bodies alike, both that of the harlot, and that of the free-woman. For if this be nothing amiss, what is the cause that if thou were to see this done in a market place, thou wouldest both hasten away thyself, and drive thence her who was behaving herself unseemly? Or is it that when we are apart, then such a thing is outrageous, but when we are assembled and all sitting together, it is no longer equally shameful? Nay, this is absurdity and a disgrace, and words of the utmost madness; and it were better to besmear the eyes all over with mud and mire than to be a spectator of such a transgression. For surely mire is not so much an hurt to an eye, as an unchaste sight, and the spectacle of a woman stripped naked. Hear, for example, what it was that caused nakedness at the beginning, and read the occasion of such disgrace. What then did cause nakedness? Our disobedience,296and the devil’s counsel. Thus, from the first, even from the very beginning, this was his contrivance. Yet they were at least ashamed when they were naked, but ye take a pride in it; “having,” according to that saying of the apostle, “your glory in your shame.”297
How then will thy wife thenceforward look upon thee, when thou art returned from such wickedness? how receive thee? how speak to thee, after thou hast so publicly put to shame the common nature of woman, and art made by such a sight the harlots’ captive and slave?298
Now if ye grieve at hearing these things, I thank you much, for “who is he that maketh me glad, but he which is made sorry by me?”299 Do not then ever cease to grieve and be vexed for them, for the sorrow that comes of such things will be to you a beginning of a change for the better. For this cause I also have made my language the stronger, that by cutting deeper I might free you from the venom of them that intoxicate you; that I might bring you back to a pure health of soul; which God grant we may all enjoy by all means, and attain unto the rewards laid up for these good deeds; by the grace and love towards man of our Lord Jesus Christ, to whom be glory and dominion forever and ever. Amen.