Sunday, 31 March 2013

Κανείς δε μπορεί να σωθεί χωρίς τον σταυρό του!




Ο Στάρετς Ζαχαρίας διηγήθηκε ένα περιστατικό, συγκινητικό για το βαθύ περιεχόμενό του, που συνέβη σε κάποιον νέο, τελείως άπειρο από ψεύδος και πονηριά και που διακρινόταν από την παιδική του ηλικία για την αγάπη του προς την αλήθεια. Εδώ φαίνεται η ψυχή ενός καθαρού και τίμιου, αλλά αγράμματου ανθρώπου με πίστη μικρού παιδιού, ακλόνητη και απλή, που είχε καρδιά και θέληση καθαρή και που αγωνιζόταν για τον Θεό, μια ψυχή που τον έκανε πράγματι λίγο μόνο παρακάτω από τους αγγέλους. Όντως είχε γίνει σοφός, ικανός να βλέπει και τα ουράνια και τα επίγεια.

Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα στην Ρωσία, στα απόμερα βάθη της χώρας, σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μιλίων από το πιο κοντινό χωριό. Εκεί ζούσε ένας χωριάτης, ορφανός, τελείως αγράμματος, εργατικός όμως. Πάντοτε εργαζόταν και δεν πέρασε ούτε στιγμή με οκνηρία. Η ψυχή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο. Σε κάθε υπόθεση πάντοτε υπήκουε στην συνείδησή του. Η συνείδησή του ήταν ευθεία, όχι όμως ασθενής, μα πραγματικά ευθεία, ευαίσθητη και αυστηρή. Με τον απλό τρόπο του δεν την κατεπάτησε ποτέ με την παρακοή και έτσι πάντοτε άκουγε την φωνή της. Εάν ένας άνθρωπος παρακούει την συνείδησή του μια φορά, δυο φορές ή και περισσότερο, τότε δεν την ακούει πια.
Ο απλοϊκός αυτός άνθρωπος τηρούσε τις νηστείες και τρεφόταν με το ελάχιστο. Ήταν πάντοτε χαρούμενος και γεμάτο ενθουσιασμό για τη ζωή. Δεν κατέκρινε κανένα ποτέ, θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο και κατώτερο από κάθε άλλον. Μια ημέρα, άκουσε από ένα προσκυνητή πως για να σωθεί κανείς πρέπει να αναλάβει τον σταυρό του και να ακολουθήσει τον Χριστό. Ο απλοϊκός μας άνθρωπος δεν είχε πάει ποτέ σαν μεγάλος στην εκκλησία, αφού ήταν πολύ μακριά από το χωριουδάκι που ζούσε. Είχε βαπτισθεί σαν μωρό, μα δεν το θυμόταν καθόλου.
«Πρέπει να αναλάβεις τον σταυρό σου και να ακολουθήσεις τον Χριστό». Αυτά τα λόγια ο απλοϊκός μας άνθρωπος τα εννοούσε στην κυριολεξία.
Παρήγγειλε ένα τεράστιο ξύλινο σταυρό και αποφάσισε να τον πάρει και να ακολουθήσει τον Χριστό. Η καθαρή ψυχή του ποθούσε τον Θεό, η καρδιά του διψούσε την σωτηρία, αλλά πώς να Τον ακολουθεί; Και πού; Σε ποιό δρόμο; Πού ήταν ο Χριστός; Να ο σταυρός, αλλά πού να τον πάει;
Ο απλοϊκός άνθρωπος άφησε όλα τα λίγα υπάρχοντά του και τη δουλειά του, σήκωσε τον σταυρό του πάνω στους ώμους του και ξεκίνησε. Βάδιζε, όπως λέει η παροιμία, ακολουθώντας τη μύτη του. Βάδιζε, βάδιζε για πάρα πολλή ώρα και επιτέλους, μέσα σ' ένα πυκνό δάσος, συνάντησε ένα ανδρικό μοναστήρι. Χτύπησε την πόρτα.
- «Ποιός είσαι εσύ;», ρώτησε με απορία ο πορτάρης και «πού πας με τον σταυρό σου;»
- «Να εδώ είμαι, βαστάζοντας τον σταυρό μου, αλλά δεν ξέρω πώς να φτάσω στον Χριστό, δεν θα μου δείξεις τον δρόμο;»
- «Πω, πω, βρήκαμε έναν παλαβό. Θα πάω να τα πω στον ηγούμενο».
Πήγε ο μοναχός και τα είπε στον ηγούμενο, ο οποίος έμεινε κατάπληκτος και διέταξε να του φέρουν τον απλοϊκό.
- «Μα δεν έρχεται, επιμένει να μη αφήσει τον σταυρό του και έτσι δεν μπορεί να μπει στο κελλί σας με τον σταυρό, είναι πολύ μεγάλος».
Ο ηγούμενος, λοιπόν, πήγε ο ίδιος στον απλοϊκό. Κουβέντιασε μαζί του και είδε ότι είναι ένας άνθρωπος του Θεού.
- «Λοιπόν εάν θέλεις θα σε βοηθήσουμε να φτάσεις στον Χριστό. Κι εμείς σ' Αυτόν πηγαίνουμε».
- «Τότε που είναι οι σταυροί σας;», απόρησε ο ξένος, «ξέρετε, ότι ο Κύριος δεν θα σας δεχθεί χωρίς ένα σταυρό».
- «Είναι μέσα μας. Εμείς τους βαστάμε μέσα μας», είπε ο ηγούμενος.
- «Μα πώς γίνεται αυτό;», ρώτησε με έκπληξη ο ξένος.
- «Εσύ ο ίδιος θα δεις πως. Αλλά προς το παρόν θα σου δώσω την ευχή μου να μείνεις εδώ και θα έχεις ένα διακόνημα, να καθαρίζεις μέσα στην εκκλησία. Πάρε τον σταυρό σου και φέρε τον κάτω εκεί, στην εκκλησία».
Ο απλοϊκός άνθρωπος μπήκε μέσα στην εκκλησία με πολύ φόβο και άρχισε να καθαρίζει. Σήκωσε το κεφάλι του και πάγωσε. Εκεί ψηλά επάνω του, επάνω από το Ιερό, είχε φτιαχτεί ένας μεγάλος ξύλινος σταυρό και επάνω του εικονιζόταν, σε φυσικό μέγεθος, ο Εσταυρωμένος Κύριος. Ο απλοϊκός μας δεν είχε δει ποτέ τέτοιο πράγμα. Τον κοίταζε και τον ξανακοίταζε. Καρφιά ήταν βαλμένα μέσα στα χέρια και στα πόδια, απ' όπου ανέβλυζε αίμα. Στο στήθος του, επίσης, ήταν αίμα και τραύμα. Και το κεφάλι του ήταν λουσμένο στο αίμα, το δε πρόσωπό του πρησμένο και χτυπημένο. Ποιός ήταν; Ποιός ήταν αυτός; «Άνθρωπε, ποιός είσαι; Και εσύ βάσταξες τον σταυρό σου και δεν χωρίσθηκες από αυτόν; Αλλά πώς γίνεται να είσαι κρεμασμένος στον σταυρό σου;»
Αίμα έσταξε στην καρδιά του απλοϊκού. Ένοιωσε τόση αγάπη και οίκτο γι' αυτόν που έπασχε, που του φαινόταν πως θα έδιδε και την ζωή του, εάν μονάχα θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον πάσχοντα και να τον βοηθήσει.
- «Αλλά πώς μπορείς να κρέμεσαι εκεί συνέχεια χωρίς τροφή; Έλα κάτω, κατέβα από τον σταυρό σου και θα σου δώσω εγώ να φας».
Γονατιστός, ο απλοϊκός άνθρωπος ύψωσε τα χέρια του και προσευχήθηκε....Προσευχήθηκε χωρίς να σταματήσει. «Κατέβα, έλα σε μένα. Δίδαξόν με πώς και πού να βαστώ τον σταυρό μου, μήπως πρέπει κι εγώ να σταυρωθώ επάνω του;».
Έτσι προσευχόταν στον Εσταυρωμένο για μερικές ημέρες και νύχτες, με όλη του την καρδιά. Και έπεσε κάτω μπροστά Του και έγινε μούσκεμα από τα δικά του τα δάκρυα. Και ο Εσταυρωμένος ακούοντας τις προσευχές, υψωμένες προς Αυτόν από τα βάθη μιας καρδιάς, κατέβηκε από τον σταυρό και δίδαξε τον απλοϊκό πώς να βαστά τον σταυρό του για να έλθει στην Βασιλεία των Ουρανών. Κανείς δεν μπορεί να σωθεί χωρίς το σταυρό του.
Ο Κύριος απεκάλυψε στον απλοϊκό το μυστήριο του Τριαδικού Θεού, το μυστήριο της αγάπης της Αγίας Τριάδος, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. «Εγώ είμαι ο Υιός του Ουρανίου Πατρός και έχω λυτρώσει το ανθρώπινο γένος με τον Σταυρό μου. Κανείς δεν θα μπορέσει να εισέλθει στην Βασιλεία των Ουρανών χωρίς τον σταυρό του. Κανείς δεν θα δεχθεί την Χάριν του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά του χωρίς τον σταυρό του Γολγοθά και να πλέξεις γύρω του, σαν τριαντάφυλλα, τα έργα της αγάπης».
Ο απλοϊκός τα άκουγε όλα και δέχθηκε το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του και ο Κύριος του απεκάλυψε πώς εντός ολίγων ημερών θα αναχωρήσει για την Βασιλεία των Ουρανών. Ο απλοϊκός μετά χαράς άρχισε να ετοιμάζεται για τον θάνατο, προσευχόμενος ακαταπαύστως και ευχαριστώντας τον Θεό για όλα. Επίσης απεκάλυψε στον ηγούμενο την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος έχυσε λίγα δάκρυα και τον παρεκάλεσε να πει μερικές προσευχές στον Κύριο και γι' αυτόν. Με όλη του την καθαρή καρδιά ο απλοϊκός άρχισε να μεσιτεύει προς τον Σωτήρα για τον ηγούμενο.
- «Πάρε και αυτόν στην Βασιλεία των Ουρανών, απόλυσέ τον από την πρόσκαιρη τούτη ζωή».
- «Αλλά, γιατί πρέπει να πάρω και αυτόν; Δεν είναι ακόμα έτοιμος».
- «Ω! Πάρε τον, χάριν της αγάπης που μου έδειξε, όταν μου έδωσε διπλή μερίδα ψωμί και που το μισό έφερα σε Σένα. Κάμε αγάπη σ' αυτόν, χάριν της αγάπης που έκαμε σε μένα. Πάρε τον στην Βασιλεία των Ουρανών. Ω Κύριε, Θεέ μας, είσαι ο Σωτήρ μας, που σταυρώθηκες για χάρη μας, επάκουσον της προσευχής μου. Μη τον στερήσεις της ανεκφράστου Σου Χάριτος και χαράς».
Ο Κύριος άκουσε τις προσευχές του απλοϊκού και του απεκάλυψε την ώρα του θανάτου του ηγουμένου και ο απλοϊκός του είπε την ώρα του τέλους του. Ο ηγούμενος άρχισε να ετοιμάζεται για την μετάθεσή του στην αιωνιότητα.
Στην ορισμένη ημέρα και ώρα, ο απλοϊκός εξεδήμησε προς τον Κύριο και μετά από δυο εβδομάδες, στην ορισμένη ημέρα και ώρα, εκοιμήθη και ο ηγούμενος.

Από το βιβλίο «Ο Στάρετς Ζαχαρίας»

Ο γέροντας Παίσιος για τον αγώνα της Μεγ.Σαρακοστής




- Γέροντα, πώς θά μπορέσω τήν Σαρακοστή νά αγωνισθώ περισσότερο στήν εγκράτεια;- Οι κοσμικοί τώρα τήν Σαρακοστή προσέχουν κατά κάποιον τρόπο τήν εγκράτεια, ενώ εμείς οι μοναχοί πάντα πρέπει νά προσέχουμε. Τό κυριώτερο όμως πού πρέπει νά προσέξει κανείς είναι τά ψυχικά πάθη καί μετά τά σωματικά. Γιατί, άν δώσει προτεραιότητα στή σωματική άσκηση καί δέν κάνει αγώνα, γιά νά ξεριζωθούν τά ψυχικά πάθη, τίποτε δέν κάνει.
Πήγε μία φορά σέ ένα μοναστήρι ένας λαϊκός στήν αρχή τής Σαρακοστής καί κάποιος μοναχός τού φέρθηκε απότομα, σκληρά. Εκείνος όμως ο καημένος είχε καλό λογισμό καί τόν δικαιολόγησε. Ήρθε μετά καί μού είπε:«Δέν τόν παρεξηγώ, Πάτερ. Ήταν βλέπεις από τό τριημέρι!». Άν τό τριημέρι πού έκανε ήταν πνευματικό θά είχε μία γλυκύτητα πνευματική καί θά μιλούσε στόν άλλο μέ λίγη καλοσύνη. Αλλά αυτός ζόριζε εγωϊστικά τόν εαυτό του νά κάνει Τριήμερο, καί γι’ αυτό όλα τού έφταιγαν.
- Γέροντα, τί νά σκέφτομαι τήν Σαρακοστή;- Τό Πάθος, τήν θυσία τού Χριστού νά σκέφτεσαι. Άν καί εμείς οι μοναχοί πρέπει συνέχεια νά ζούμε τό Πάθος τού Χριστού, γιατί… μάς βοηθούν σ’ αυτό κάθε μέρα τά διάφορα τροπάρια, όλες οι Ακολουθίες.
Τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας δίνεται η μεγαλύτερη ευκαιρία γιά νά αγωνισθούμε καί νά συμμετέχουμε εντονότερα στό σωτήριο Πάθος τού Κυρίου μας, μέ μετάνοια καί μέ μετάνοιες, μέ εκκοπή τών παθών καί μέ ελάττωση τών τροφών, από αγάπη πρός τόν Χριστό.
Άν αξιοποιήσουμε, όσο μπορούμε, τό πνευματικό αυτό στάδιο μέ τίς πολλές προϋποθέσεις καί δυνατότητες πού μάς δίνονται, γιά νά πλησιάσουμε περισσότερο στόν Εσταυρωμένο Χριστό, γιά νά βοηθηθούμε από Αυτόν καί νά χαρούμε τήν Αγία Ανάσταση αλλοιωμένοι πνευματικά, αφού θά έχουμε ζήσει πνευματικότερα τήν Μεγάλη Σαρακοστή.
Εύχομαι καλή δύναμη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιά νά ανεβείτε στόν Γολγοθά κοντά στόν Χριστό, μαζί μέ τήν Παναγία καί τόν Προστάτη σας Άγιο Ιωάννη τόν Θεολόγο, γιά νά συμμετάσχετε στό φρικτό Πάθος τού Κυρίου μας. Αμήν.
Από τό βιβλίο τού Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι ΣΤ΄, «Περί Προσευχής», εκδόσεις Ιερόν Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 2012, σελ. 199-200.

πηγή:orthodoxigynaika

Saturday, 30 March 2013

Η μετάνοια ως αγάπη




Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για την μετάνοια  και έχουμε διαβάσει πολλά για αυτήν.  Επίσης έχουμε ακούσει και διαβάσει πολλά για την αγάπη. Είναι δύο  πολύ σπουδαίες έννοιες, δύο πολύ σπουδαίες πραγματικότητες της πνευματικής μας ζωής. Η εμπειρία μας από  τους άλλους ανθρώπους και τον εαυτό μας, μας πληροφορεί ότι, ο τρόπος  με τον οποίο οι άνθρωποι μετανοούν  παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον τρόπο που οι ίδιοι άνθρωποι αγαπούν.  Έτσι παρατηρούμε  ότι, οι άνθρωποι  που μπορούν να αγαπήσουν έντονα  τον άλλο, μπορούν να μετανοήσουν εξ ίσου έντονα και ριζικά, ενώ οι άνθρωποι που  είναι κάπως σφιχτοί και επιφυλακτικοί, κλεισμένοι στον εαυτό τους, δυσκολεύονται και να  μετανοήσουν. Επιπλέον άνθρωποι που αγαπούν μεν αλλά με αστάθεια, (δηλαδή  όταν αγαπούν αφοσιώνονται, αλλά όταν  περνάει λίγο ο καιρός  ψυχραίνονται και υπαναχωρούν) μετανοούν και με αστάθεια.  Αυτές οι ομοιότητες οφείλονται στο γεγονός ότι  η ποιότητα και η ποσότητα της μετανοίας, ακολουθούν την αγαπητική δύναμη του  ανθρώπου. Κάθε άνθρωπος έχει από τον Θεό δοσμένη μέσα του  μια αγαπητική δύναμη (στοιχείο του «κατ’ εικόνα»). Όμως, λόγω της μεγάλης ποικιλίας των ανθρώπινων χαρακτήρων και των συνθηκών ζωής, η αγαπητική δύναμη του καθενός  δεν είναι  ίδια, δεν είναι ίδιου βαθμού, ίδιας ποιότητας και σταθερότητας.  Με άλλα λόγια ο βασικός μηχανισμός με τον οποίο ο άνθρωπος μετανοεί, είναι η ικανότητα της αγάπης που διαθέτει. Αν η ικανότητα αυτή είναι πλούσια, τότε πλούσια θα είναι και η  μετάνοια, θα διαθέτει την πληρότητα και την συνέπεια που ο θεός θέλει.  Αν η ικανότητα αυτή θα είναι φτωχή, τότε φτωχή και ελλιπής θα είναι και η μετάνοια. 
Μετάνοια σημαίνει αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο σκέψης, γίνομαι καινούργιος άνθρωπος και επομένως αλλάζω πορεία.  Άρα δεν ακολουθώ αυτό που νόμιζα εγώ ότι είναι το συμφέρον μου, αλλά παραδίδω τον εαυτό μου  στον Θεό για να με καθοδηγήσει. Κι είναι φανερό πως δεν μπορούμε να εμπιστευθούμε  κάποιον εάν δεν τον αγαπάμε.  Μπορεί κάποιες άλλες μικρές πράξεις της καθημερινής μας ζωής να γίνονται  και χωρίς αγάπη. Όταν όμως πρόκειται  να εναποθέσουμε τον εαυτό μας ολόκληρο, τη μία και μοναδική μας ζωή σε κάποιον, τότε χρειάζεται αγάπη για να τον εμπιστευθούμε και να του αυτοπαραδοθούμε. Μετανοώ συνεπώς σημαίνει, ότι επειδή αγαπώ , παραδίδω τον εαυτό μου  στον Θεό, εφαρμόζω και τηρώ τις εντολές Του, όπως εκείνος μας το ζήτησε: «ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών με…. και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ  εμαυτόν»( Ιωάν14:21).  Υπό αυτή την έννοια η παράδοσή μας στον Θεό δια της μετανοίας, δια της αγάπης και της εμπιστοσύνης,  συνεπάγεται απάρνηση του εαυτού μας.  Απαρνιόμαστε αυτό που εμείς έως τώρα ξέραμε, ή αγαπούσαμε, ή βρίσκαμε λογικό, και ερχόμαστε σε συνάντηση  με τον Θεό κατά τον ίδιο τρόπο  που ο Αβραάμ εξήλθε σε συνάντηση μαζί Του, αφού υπάκουσε στην πρόσκληση που του απηύθυνε Εκείνος:  «Φύγε από τη χώρα σου, από τους συγγενείς σου και πήγαινε σε μια χώρα που εγώ θα σου δείξω» (Γεν 12:1). Αυτή η  πρόσκληση στον Αβραάμ, που συνεπαγόταν αλλαγή του τόπου, επαναλαμβάνεται προς εμάς κάθε λεπτό, ως αλλαγή τρόπου:  ο Θεός μας προτρέπει να αφήσουμε πίσω μας αυτά που έχουμε μάθει,  τον τρόπο που ζούμε και σκεφτόμαστε, και να κάνουμε αυτό που Εκείνος λέει, να Τον εμπιστευθούμε και να φύγουμε προς μία νέα χώρα, την χώρα των εντολών Του.  Τέλος, εκείνο που θα ήθελα να τονίσω ακόμα είναι,  ότι αποτέλεσμα της μετανοίας είναι η ευγνωμοσύνη, που αποτελεί μια μορφή αγάπης. Η αγάπη, με άλλα λόγια, είναι το αίτιο και το αποτέλεσμα της  μετάνοιας.  Δεν ξέρω κατά πόσο η αγωγή μας  στην οικογένεια και στην Εκκλησία έχει επικεντρωθεί στη μετάνοια  ως διαδικασία αγάπης. Αντίθετα η μετάνοια  συχνά παρουσιάζεται ως υποχρέωση, που προκύπτει από έναν  σκληρό ή και τιμωρό Θεό, ο οποίος κρατάει έναν μεγεθυντικό φακό για να εντοπίσει τις αμαρτίες μας. Αυτό τον Θεό μεταδίδουμε και στα παιδιά μας. Όμως ο Θεός μας πλησιάζει για να δει κάθε καλό μας, ψάχνει να βρει αφορμή για να μας σώσει. Αυτό τον Θεό μας δίδαξαν οι πατέρες της Εκκλησίας μας.   Ίσως, μετά  από  τα παραπάνω, να διαπιστώσαμε ότι δεν διαθέτει η μετάνοιά μας τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν. Δεν πρέπει να απογοητευθούμε. Υπάρχουν σκαλοπάτια στην ανάβαση  προς τον ουρανό. Ο Θεός είναι φιλάνθρωπος και γνωρίζει  ότι πολλές φορές δυσκολευόμαστε να κάνουμε το πρώτο βήμα.  Δέχεται λοιπόν και άλλες μορφές μετανοίας, πιο ελλιπείς, πιο προβληματικές. Για κάποιους από εμάς  αρχικό κίνητρο για μετάνοια μπορεί να είναι ο φόβος ή η ελπίδα για ανταμοιβή. Όμως, ανεξάρτητα από το πρώτο κίνητρο, ο στόχος πρέπει να είναι πάντοτε η αγάπη.  Η πνευματική ζωή  χρειάζεται  μια συνειδοποίηση της προσωρινότητας του σκαλοπατιού στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, διότι μας καλεί στο επόμενο.


(περίληψη από το  ομώνυμο κεφάλαιο του  βιβλίου του π. Βασιλείου Θερμού,
«Περάσματα στην απέναντι όχθη», εκδόσεις «Εν πλώ»).
Πηγή:faneromenihol

Saint Theophylact of Ochrid-On The Second Sunday of Lent ,The Paralytic Borne by Four

 

Mark 2:1-12

From The Explanation of the Gospel of St. Mark

by Blessed Theophylact, Archbishop of Ochrid and Bulgaria

1-5. And again He entered into Capernaum after some days; and it was heard that He was in the house. And straightway many were gathered together, insomuch that there was no room to receive them, no, not so much as about the door: and He preached the word unto them. And they come unto Him, bringing a paralytic who was borne by four. And when they could not come nigh unto Him for the press, they uncovered the roof where He was: and when they had broken it up, they let down the bed wherein the paralytic lay. When Jesus saw their faith, He said unto the paralytic, Child, thy sins be forgiven thee. What does this mean, after some days? (Theophylact is here interpreting for his contemporary Greek reader of 1100 AD the somewhat difficult New Testament Greek phrase δι᾽ ἠμερῶν.) It means, "when several days had gone by." When Jesus had entered the house, the people heard that He was inside and all came running, hoping that it would be easy to meet Him there. The faith of those men was so great that they even made an opening in the roof through which they lowered the paralytic. Thereupon the Lord healed him, seeing the faith of those who carried him, or of the paralytic himself. For the paralytic would not have agreed to be carried if he himself had not believed that he would be healed. Many times the Lord healed the unbelieving sick on account of the faith of those who brought them. Similarly, He often healed the one brought to Him because of that man᾽s faith, despite the unbelief of those who brought him. First He forgives the sins of the sick man and then He cures the disease, since the most severe illnesses occur for the most part as a result of sins. So it is that the Lord said of the paralytic in John᾽s Gospel that it was as a result of sins that the man had been paralyzed (John 5:5-15). But the paralytic in John᾽s Gospel is not the same one mentioned here. For the man in John᾽s account had no one to help him, while this man had four. And that man was by the Sheep᾽s Pool; this man was in the house. And this one was in Capernaum, while the other was in Jerusalem, to name but a few differences. But know that the paralytic mentioned by Matthew (9:2-8) and the one mentioned here by Mark are one and the same.
6-12. But there were certain of the scribes sitting there, and reasoning in their hearts, Why doth this man thus speak blasphemies? Who can forgive sins but God only? And Jesus, immediately knowing in His spirit that they so reasoned within themselves, said unto them, Why reason ye these things in your hearts? Is it easier to say to the paralytic, Thy sins be forgiven thee; or to say, Arise, and take up thy bed, and walk? But that ye may know that the Son of Man hath authority on earth to forgive sins—He saith to the paralytic—I say unto thee, Arise, and take up thy bed, and go thy way into thine house. And immediately he arose, took up the bed, and went forth before them all; insomuch that they were all amazed, and glorified God, saying, We never saw it on this fashion. When the Lord said that He could forgive sins, the Pharisees falsely accused Him of blasphemy, since God alone can forgive sins. But the Lord gives yet more evidence that He is God, by revealing what was in their hearts. God alone knows what is in the heart of each, for, as the prophet says, Thou alone knowest the hearts of the sons of men. (II Chron. 6:30, III Kings 8:39) Although the Lord had revealed their innermost thoughts, the Pharisees remained senseless, not conceding that He Who knew their hearts could heal their sins as well. By healing the body, the Lord makes credible and certain the healing of the soul as well, confirming the invisible by means of the visible, and the more difficult by what was easier, though it did not appear so to the Pharisees. For the Pharisees thought it was more difficult to heal the body, because it was something visible. And they thought that it was easy to say that the soul had been healed because this healing was invisible. Perhaps they were thinking thoughts like these: "Look at this deceiver. He declined to heal the body which is visible, and instead claims to heal the soul which is invisible, saying, Thy sins be forgiven thee. Certainly, were He able, He would heal the body rather than pretend to do something that cannot be seen." Therefore the Saviour shows them that He is able to do both, saying, "Which is easier? To heal the body or the soul? Certainly it is easier to heal the body, but you think just the opposite. So I will heal the body, which in fact is easy, although it seems difficult to you. By so doing I will confirm the healing of the soul as well, which is difficult although it seems easy because it is invisible and cannot be verified." Then He says to the paralytic, Arise, and take up thy bed, to confirm even more that the miracle was not a phantasy, and also to show that He had not only healed him but had filled him with strength.
The Lord does the same with our spiritual sicknesses. He not only delivers us from our sins, but fills us with strength to do His commandments. Therefore I, too, who am a paralytic can be healed. For Christ at this very moment is in Capernaum, which, interpreted, is the house of comfort and consolation, which is the Church. For the house of the Comforter is the Church. I, too, am a paralytic, for the powers of my soul are inert and will not move to do good. But if I am carried by the four Evangelists and brought to the Lord, then I will hear Him call me, Child, (for by doing His commandments I become a son of God) and my sins will be forgiven me. But how can I be brought to Jesus? If they make an opening in the roof. And what is the roof? It is my mind, which over-arches all that is within me. It is a roof made of many earthen and clay tiles, signifying earthly affairs. But if all these things are pulled away, and the strength of the mind within us is opened up and freed of the weight of earthly things, then I will be lowered, that is, I will be humbled. For I ought not to rise up in pridefulness that I have been unburdened of earthly things; but instead, after I have been unburdened of earthly things, I ought to be lowered, that is, humbled. Then I will be healed and I will take up my bed, which is my body, and employ it to do the commandments. For I should not only be raised up from sin and understand that I sin; I should also take up my bed, that is, get my body up and set it to do good. Then we shall also be able to see with spiritual eyes, so that all our thoughts within us can say, We never saw it on this fashion, which means, "We never understood until now that we were paralytics and have now been healed." Only he who has been cleansed of sins sees things as they truly are.

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ


τού Αρχιμ. Μαξίμου Ματθαίου

Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μαζί με τη νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, είναι οι αρχαιότερες και μόνες νηστείες, που έχουν Οικουμενική κάλυψη, δηλαδή επικυρώθηκαν με Κανόνες Οικουμενικής Συνόδου ( ξθ΄ Αγ. Αποστ., ε΄ της Α΄, β΄, κθ΄ και πθ΄ της ΣΤ΄ ). Οι λοιπές καθιερωμένες νηστείες του έτους, βασίζονται στην Ιερή Παράδοση της Εκκλησίας μας, που κι αυτή είναι ισχυρή και έγκυρη.
Η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ανάγεται ήδη πιο αποστολικούς χρόνους και θεσμοθετήθηκε κατά μίμηση της σαραντάμερης νηστείας του Κυρίου μας ( Ματθ. δ΄, 2 ), ως και των σαραντάμερων νηστειών των Προφητών Μωυσέως ( Εξοδ. λδ΄, 28 ) και Ηλιού ( Γ΄ Βασ. ιθ΄ 8 ).
Η αρχαιότητά της, έγκειται και στο γεγονός, ότι μόνον κατ αυτή, σε αντίθεση με τις άλλες μεταγενέστερες μακρές νηστείες, δεν επιτρέπεται η τέλεση της αναιμάκτου θυσίας (τελείας Λειτουργίας), παρά μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές.
Από νωρίς συνδέθηκε με την αρχαία νηστεία του Πάσχα, της μιάς, δύο και μετά έξι ημερών πρό της Κυριακής του Πάσχα (Μεγάλη Εβδομάδα). Μιά εκδοχή, ότι αρχικά η Τεσσαρακοστή συνδέθηκε με τα Θεοφάνεια, κατά ακριβή μίμηση της σαραντάμερης νηστείας του Κυρίου στην έρημο μετά το Βάπτισμα Του, αρχόμενη από τις 7 Ιανουαρίου, δεν έχει αποκτήσει σταθερά ερείσματα και θεμελιωμένες αποδείξεις.
Αρχικό νόημα
Τό νόημα της νηστείας των σαράντα ημερών, αρχικά ήταν ταυτισμένο με την προετοιμασία των Κατηχουμένων και "τών πρός το άγιον φώτισμα ευτρεπιζομένων", για το βάπτισμά τους, κατά τη νύκτα του Μ. Σαββάτου, στην παννυχίδα - αγρυπνία του Πάσχα. στη "Λειτουργία της Μ. Τεσσαρακοστής", των Προηγιασμένων Δώρων ή Προηγιασμένη, οι σχετικές "δεήσεις", που μέχρι σήμερα έχουν διατηρηθεί ανέπαφες, μαρτυρούν αυτό το αρχικό νόημα. το αυτό μαρτυρεί και η καθημερινή Ανάγνωση, στις Ακολουθίες αυτής της περιόδου, των Βιβλίων, που χρησιμοποιούσε η Αρχαία Εκκλησία για Κατήχηση, ήτοι της Γενέσεως, του Ησαία και των Παροιμιών.
Τό Πάσχα παρέχει τη μεγάλη ιερότητα που έχει το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος, ως συμμετοχή (συνταφή και συνανάσταση) στον εκούσιο Θάνατο και την Ανάσταση του Κυρίου, κατά την θεμελιώδη ερμηνεία του θείου Παύλου: "συνετάφημεν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν" (Ρωμ. ς΄ 4). Η Λειτουργία της Παννυχίδας του Πάσχα ήταν μιά καθαρά "βαπτισματική" Λειτουργία, στοιχεία της οποίας, έχουν μέχρι σήμερα διατηρηθεί στην αντίστοιχή της εσπερινή Λειτουργία του Μ. Σαββάτου (Εσπερινός Αναστάσεως με τη Λειτουργία του Μ. Βασιλείου).
Αυτά είναι:
α) τα 15 Παλαιοδιαθηκικά Αναγνώσματα του ῾Εσπερινού (σήμερα αναγινώσκονται τρία) για την κάλυψη του χρόνου Βαπτίσεως των Κατηχουμένων στο Βαπτιστήριο και σε αναμονή των πιστών για την υποδοχή τους στο Ναό, που γινόταν με την ψαλμωδία του εισοδικού ύμνου "Οσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε...", για την τέλεση της Λειτουργίας,
β) τα Καινοδιαθηκικά Αναγνώσματα (Απόστολος και Ευαγγέλιο), που είναι του Αγίου Βαπτίσματος καί
γ) η ψαλμωδία του βαπτισματικού ύμνου "Οσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε...", σε αντικατάσταση του Τρισαγίου ύμνου.
Περίοδος μετανοίας
Η σταδιακή ατονία του θεσμού των Κατηχουμένων με την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού κατά τον 6ο αιώνα, είχε ως αποτέλεσμα α) την κατάργηση της ομαδικού βαπτίσματος, ως μεγάλου εκκλησιαστικού γεγονότος, συνδεδεμένου με τη Λειτουργία του Πάσχα, β) την τέλεση μεμονομένων πλέον (ιδιωτικών!) βαπτίσεων, αποσυνδεμένων από το Πάσχα ή από άλλες μεγάλες Δεσποτικές εορτές (Χριστούγεννα, Θεοφάνεια, Πεντηκοστή, που όμως μέχρι σήμερα διατηρούν τον βαπτισματικό τους χαρακτήρα στη Λειτουργία), αλλά κυρίως γ) την αλλαγή του νοήματος και του χαρακτήρα της Μ. Τεσσαρακοστής, από "κατηχητικής" περιόδου προετοιμασίας των Κατηχουμένων (καί όλης της εκκλησιαστικής κοινότητος, για το γεγονός της εισόδου "διά του βαπτίσματος" νέων μελών σ αυτήν), σε περίοδο "μετανοίας", προετοιμασίας των πιστών για τον εορτασμό του Πάσχα.
Τό νόημα του Χριστιανικού Πάσχα, ως προσωπικής διαβάσεως του καθενός μας "διά της Εκκλησίας" και μέσα στην Εκκλησία, από το ζοφερό χώρο της δουλείας των παθών και της αιχμαλωσίας του Σατανά, στο χώρο της ελευθερίας των "υιών του Θεού", της Νέας Επαγγελίας, προσφέρει ακριβώς την "ανάληψη" του αγώνα, γι αυτήν την υπέρβαση, στο "στάδιο των αρετών", την Μ. Τεσσαρακοστή. Αυτή η υπέρβαση θά επιτευχθεί με τη μετάνοια, όπως ακριβώς την εξήγγειλε η εκπλήρωση και φανέρωση της πρώτης "επαγγελίας του Πατρός", ο Μεσσίας, στην πρώτη Του διδασκαλία: "Μετανοείτε, ήγγικεν γάρ η βασιλεία των ουρανών". Η μετάνοια είναι άλλωστε το "δεύτερο βάπτισμα" και ταυτίζεται με τον "αγώνα της νηστείας", που είναι η Μ. Τεσσαρακοστή.
Ο νέος αυτός προσανατολισμός της Μ. Τεσσαρακοστής, συνέβαλε, ώστε από τον 9ο κυρίως αιώνα να δημιουργηθεί, με κέντρο τη Μονή του Στουδίου στην Κωνσταντινούπολη και ειδικότερα από τον άγιο Θεόδωρο το Στουδίτη αρχικά, το λειτουργικό βιβλίο της Μ. Τεσσαρακοστής "Τριώδιο", στο οποίο καταχωρήθηκε και διασώθηκε ο τεράστιος και αξεπέραστος υμνολογικός πλούτος, επικεντρωμένος ακριβώς στο νέο νόημα, τη μετάνοια. το βιβλίο αυτό φανερώνει και τον τελικό σύνδεσμο της Τεσσαρακοστής με τη Μεγάλη ῾Εβδομάδα, την προέκταση της αρχαίας νηστείας του Πάσχα.
Διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής
Η περίοδος διάρκειας και ο τρόπος μετρήσεως της Τεσσαρακοστής, μέχρι την τελική διαμόρφωσή της, που ισχύει για μάς σήμερα, παρουσίασε μεγάλη ποικιλία κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες.
Πρόκειται περί του διαφορετικού υπολογισμού των ημερών της μεγάλης αυτής και μακράς Νηστείας, που την διαφοροποιεί κατά τη χρονική διάρκεια και έκτασή της. Συγκεκριμένα, υπήρξε εξ αρχής προβληματισμός στις κατά τόπους Εκκλησίες, ως πρός τό:
Ποιές θά είναι αυτές οι σαράντα μέρες νηστείας;
Τό Σάββατο και η Κυριακή, που είναι ευχαριστιακές και καταλύσιμες ημέρες, θά συμπεριλαμβάνονται στη χρονική διάρκεια;
Η Μεγάλη Εβδομάδα θά συμπεριλαμβάνεται στη μέτρηση των 40 ημερών;
Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Γιά μάς επικράτησε "η μορφή της Κωνσταντινουπόλεως", δηλαδή ο τρόπος μέτρησης που εφαρμόστηκε τελικά στη Βασιλεύουσα μετά τον 8ο αιώνα, όταν οριστικοποιήθηκε το νέο νόημα της Τεσσαρακοστής, με τη διαμόρφωση και του λειτουργικού της βιβλίου του "Τριωδίου".
Κατά την ισχύσασα αυτή "μορφή" στην Μεγ. Τεσσαρακοστή:
δέν συμπεριλαμβάνεται η Μεγάλη Εβδομάδα,
προσμετρούνται όμως τα Σάββατα και οι Κυριακές, πού, άν και δεν είναι μέρες νηστείας, εντάσσονται στη λειτουργική περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής καί
χρειάζονται 6 εβδομάδες για τη συμπλήρωσή της.
Εξι εβδομάδες επί επτά ημέρες κάνουν σαράντα δύο μέρες (65 7=42). Αφαιρούνται οι δύο τελευταίες μέρες, το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαίων και έτσι έχουμε 40 ημέρες.
Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αρχίζει από τη Δευτέρα της Α΄ Εβδομάδος των Νηστειών (Καθαρά Δευτέρα - Καθαρά Εβδομάς) και λήγει την Παρασκευή της ΣΤ΄ Εβδομάδος (πρό των Βαίων). τα τροπάρια αυτής της τελευταίας μέρας στο "Τριώδιο", φανερώνουν "τήν πλήρωσιν της ψυχοφελούς Τεσσαρακοστής" και την αναμονή της "αγίας εβδομάδας του Πάθους".
Αυτός ο υπολογισμός υπονοείται, κατά την ερμηνεία πολλών, και από τις Αποστολικές Διαταγές (κείμενο του τέλους του δ΄ αιώνος), που λέγουν: "Επιτελείσθω δέ η νηστεία αύτη πρό της νηστείας του Πάσχα, αρχομένη μέν Δευτέραν, πληρουμένη δέ εις Παρασκευήν. Μεθ άς απονηστεύσαντες άρξασθε της αγίας του Πάσχα εβδομάδος, νηστεύοντες αυτήν πάντες μετά φόβου και τρόμου".
Τό Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαίων, είναι Δεσποτικές εορτές. Εξ αιτίας του νέου υπολογισμού της Τεσσαρακοστής, που λήγ
ει πρίν τη Μ. Εβδομάδα, η Λειτουργία του Σαββάτου του Λαζάρου, διασώζει στοιχεία βαπτισματικής Λειτουργίας, για την ολοκλήρωση της σαραντάμερης προετοιμασίας των Κατηχουμένων. Αυτό φαίνεται από την ψαλμωδία του βαπτισματικού ύμνου "Οσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε...", σε αντικατάσταση του Τρισαγίου ύμνου, κατά το Σάββατο του Λαζάρου και από το β΄ απολυτίκιο της Κυριακής των Βαίων "Συνταφέντες σοι διά του Βαπτίσματος, Χριστέ ο Θεός, της αθανάτου ζωής ηξιώθημεν τη Αναστάσει σου...", που φανερώνει την ήδη τελεσθείσα Βάπτιση των Κατηχουμένων στη λήξη της Τεσσαρακοστής.
Αρχαίες "Προχαλκηδόνιες" εκκλησίες
Τό ότι αρχικά συμπεριλαμβανόταν η Μεγάλη Εβδομάδα στην Τεσσαρακοστή, φαίνεται καθαρά στον κθ΄ κανόνα της ΣΤ΄ Οικ. Συνόδου (691), κατά τον οποίο η Μ. Εβδομάδα αναφέρεται, ως "υστέρα (εσχάτη) εβδομάς" της Τεσσαρακοστής, καθώς και στο Οδοιπορικό της Αιθερίας (381-384).
Τήν συμπερίληψη της Μ. Εβδομάδος στην Τεσσαρακοστή, διετήρησαν οι αρχαίες "ελάσσονες" εκκλησίες, που απεσχίσθησαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία μετά την "εν Χαλκηδόνι" ( 481 ), συνελθούσα Δ΄ Οικ. Σύνοδο ( Προχαλκηδόνιες ), όπως η Αρμενική, Κοπτική, Αιθιοπική κ.ά.
Κατά την παλαιά μέτρηση δεν συμπεριλαμβάνονται τα Σάββατα και οι Κυριακές, ως καταλύσιμες μέρες. Υπολογίζουν μόνο πέντε ( 5 ) μέρες νηστείας την εβδομάδα, γι αυτό χρειάζονται οκτώ ( 8 ) εβδομάδες για την ολοκλήρωση των 40 ημερών νηστείας ( 55 8=40 ). Αρχίζει η Τεσσαρακοστή δηλαδή, μιά εβδομάδα πρίν από μάς ( Δευτέρα Τυροφάγου ).
Γι αυτό και η εβδομάδα της Τυροφάγου, που για μάς μέχρι σήμερα έχει περιορισμένη νηστεία και πολλά λειτουργικά στοιχεία της Μ. Τεσσαρακοστής, φανερώνει την προσπάθεια συμβιβασμού των 6 ή 8 εβδομάδων, ως πρός τη χρονική διάρκεια της Μ. Τεσσαρακοστής.
Επίσης, παρά τη νέα ρύθμιση, κατά την οποία η Μ. Εβδομάδα είναι εκτός Τεσσαρακοστής, στις Προηγιασμένες Λειτουργίες της Μ. Εβδομάδος, παραμένει ως οπισθάμβωνος ευχή, αυτή που αναφέρεται στη Τεσσαρακονθήμερο νηστεία. δεν υπήρξε πρόβλεψη για αλλαγή της ευχής κατ αυτές τις μέρες, που δεν συμπεριλαμβάνονται στη Μ. Τεσσαρακοστή ( όπως προβλέπει το Τυπικό της Αναστάσεως, κώδ. τ. Σταυρού 43, για την τέλεση της αρχαίας ιεροσολυμίτικης Προηγιασμένης του Αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου, τις ημέρες της Μ. Εβδομάδος ). Δείγμα και αυτό της παλαιάς συμπερίληψης της Μ. Εβδομάδος στη Τεσσαρακοστή. Αλλωστε στη συνείδηση του κόσμου η Μ.Εβδομάδα δεν ξεχωρίζεται από τη Τεσσαρακοστή.
Δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία
Καί η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία διετήρησε τη συμπερίληψη της Μ. ( Εβδομάδος στην Τεσσαρακοστή. Πλήν όμως, από τις αρχές του 3ου αιώνα στη Ρώμη, αργότερα τον 4ο αιώνα στην Ισπανία (Σύνοδος Ελβίρας, καν.26) και οριστικά τον 5ο αιώνα (Ρώμης Ιννοκέντιος ο Α΄, 401-417, επιστ. 25, Migne, 20,555), κατήργησε την κατάλυση του Σαββάτου και αυθαιρέτως εθέσπισε το Σάββατο ως νηστήσιμη ημέρα της εβδομάδος, επεκτείνοντας την ενιαύσια νηστεία του Μ. Σαββάτου, σε εβδομαδιαία, παρά τη ρητή απαγόρευση του ξς΄ αποστολικού κανόνος. Ως αποτέλεσμα αυτής της καινοτομίας, παραμένει η αυστηρή έκδοση του νε΄κανόνος της ΣΤ΄ Οικ. Συνόδου.
Ετσι η Δυτική εκκλησία υπολογίζει 6 μέρες νηστείας την εβδομάδα, αφαιρώντας μόνο την Κυριακή. για την συμπλήρωση των 40 ημερών χρειάζεται 6 εβδομάδες (6 5 6 = 36) και 4 ημέρες. Ετσι η Τεσσαρακοστή για τη Δυτική εκκλησία, αρχίζει ημέρα Τετάρτη (Καθαρά), την αντίστοιχη Τετάρτη της Α΄ (Καθαράς) εβδομάδος των Νηστειών για μάς, άν συμπέσει το Πάσχα κοινό. Γι αυτό και οι Δυτικοί εορτάζουν τις Απόκριες και την (γιά μάς Καθαρά) Δευτέρα και Τρίτη. Ετσι εξηγείται και η παρατηρούμενη, δυστυχώς, εορταστική επέκταση... της περιόδου του Τριωδίου την Καθαρά Δευτέρα, κατά μίμηση ξενικών εορταστικών εθίμων. Η αργία της Καθαράς Δευτέρας, στο Ορθόδοξο Κράτος μας, θεσπίστηκε άραγε για την δυνατότητα απερίσπαστης περισυλλογής "επί τη ενάρξει" της Μεγ. Τεσσαρακοστής ή εξ επιδράσεως της δυτικής αποκριάτικης εορτής;
Ο τρόπος της νηστείας
α) Περίοδος Τριωδίου.
Στήν εβδομάδα της Τυροφάγου, κατάλοιπο της Τεσσαρακοστής των 8 εβδομάδων, προστέθηκαν και άλλες δύο, η "Προφωνήσιμος" και η "Απόκρεως", για να γίνουν τρείς, οι εβδομάδες προετοιμασίας για την είσοδό μας στη Μ. Τεσσαρακοστή. Η περίοδος αυτή ονομάζεται "Τριώδιο".
Στή Νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής εισερχόμεθα σταδιακά, κατά την περίοδο του Τριωδίου, περίοδο πνευματικής προετοιμασίας για την είσοδό μας σ αυτήν.
Κατά την πρώτη εβδομάδα (από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι την Κυριακή του Ασώτου), που καλείται Προφωνήσιμη, επειδή αποτελεί την προαναγγελία της Μ. Τεσσαρακοστής, ή "αρτσιβούριο" ( =προπομπός), έχουμε όλες τις μέρες της εβδομάδος "κατάλυσιν εις πάντα" (απολυτή).
Κατά την δεύτερη εβδομάδα, της Αποκριάς ή Κρεατινής (από την Κυριακή του Ασώτου μέχρι την Κυριακή των Απόκρεω), καταλύουμε εις πάντα, εκτός Τετάρτης και Παρασκευής, ημέρες αυστηρής νηστείας. Η Κυριακή των Απόκρεω, είναι η τελευταία ημέρα, που τρώμε κρέας.
Καί κατά την τρίτη εβδομάδα, την Τυροφάγο ή Τυρινή (από την Δευτέρα μετά την Κυριακή των Απόκρεω μέχρι και την Κυριακή της Τυροφάγου), καταλύουμε απ όλα, όλες τις ημέρες, εκτός από κρέας (λευκή νηστεία). την εβδομάδα αυτή ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης την ονομάζει "προνήστιμον" και η υμνογραφία "προκαθάρσιον", επειδή κατ εξοχήν αυτή μάς προετοιμάζει, για να εισέλθουμε στην Τεσσαρακοστή.
Μέ την Κυριακή της Τυρινής, κλείνει η προπαρασκευαστική περίοδος των τριών εβδομάδων του Τριωδίου και εισερχόμεθα στην Μ. Τεσσαρακοστή.
β) Μ. Τεσσαρακοστή.
Κατά την Μ. Τεσσαρακοστή, η νηστεία είναι αυστηρή, άνευ καταλύσεως "οίνου και ελαίου".
Λάδι και κρασί καταλύουμε μόνο τα Σάββατα και τις Κυριακές (ως λύση της νηστείας), και κατά την εορτή των αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Αν κάποιοι τρώνε λάδι Δευτέρα, Τρίτη και Πέμπτη, αυτό γίνεται για ιδιαίτερους λόγους αδυναμίας ή ασθενείας, με τη διάκριση και έγκριση του Πνευματικού.
Ψάρι καταλύουμε κατά την εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
Η πρώτη εβδομάδα ονομάζεται Καθαρά. Ξεκινάει την Καθαρά Δευτέρα, ημέρα αυστηρής νηστείας, που χαρακτηρίστηκε έτσι, από το ιστορικό πείραμα του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος αποπειράθηκε κατά την ημέρα αυτή να μολύνει τις τροφές των χριστιανών στη Κωνσταντινούπολη. Η πανουργία αυτή αποκαλύφθηκε με τήν, από τον Θεό, επέμβαση του αθλοφόρου αγίου μάρτυρος Θεοδώρου, του προερχόμενου από το Τηρωνικό τάγμα ( Τήρων = νεοσύλλεκτος ), Ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων, διά του Πατριάρχου ΚΠόλεως Ευδοξίου, παρώτρυνε το λαό να τραφεί με κόλλυβα. το παράδοξο αυτό θαύμα γιορτάζεται το Σάββατο της Α΄ αυτής εβδομάδας της Τεσσαρακοστής, επειδή "εν τη Τεσσαρακοστή ου τελούνται μνήμαι μαρτύρων, ει μη εν Σαββάτω και Κυριακή". ῾Η εβδομάδα αυτή τηρείται με ξηροφαγία ή με τριήμερο αποχή (υπέρθεση) από παντός τροφίμου κατά τις τρείς πρώτες μέρες, ή ακόμη με ασιτία μέχρι το Μ. Απόδειπνο της Πέμπτης και τους Χαιρετισμούς της Παρασκευής.
γ) Σάββατο Λαζάρου - Κυριακή Βαίων.
Η Μ. Τεσσαρακοστή πληρούται την Παρασκευή της έκτης εβδομάδος. Ακολουθούν δύο πανηγυρικές ημέρες, δύο Δεσποτικές εορτές (κατά τις οποίες δεν τελούνται μνημόσυνα, όπως όλες τις Δεσποτικές εορτές),
"τής Εγέρσεως του αγίου και δικαίου, φίλου του Χριστού, Λαζάρου του τετραημέρου" το Σάββατο καί
"τής λαμπράς και ενδόξου πανηγύρεως της εις Ιερουσαλήμ εισόδου του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού" την Κυριακή.
Κατ αυτές, για τη λήξη της Νηστείας και το θρίαμβο του Χριστού κατά του θανάτου "πιστουμένου την κοινήν ανάστασιν, πρό του Πάθους Του", το μέν Σάββατο καταλύουμε "έλαιον και οίνον", την δέ Κυριακή των Βαίων "ιχθύας". Ο Θεόδωρος Στουδίτης ώριζε για τους μοναχούς της Μονής Στουδίου κατάλυση ιχθύων και το Σάββατο του Λαζάρου ( Migne, 99, 1791 ).
δ) Μεγάλη Εβδομάδα.
Κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, από τη Μ. Δευτέρα μέχρι και το Μ. Σάββατο, ορίζεται αυστηρή νηστεία με αποχή από λάδι.
Γιά τη Μ. Πέμπτη ειδικότερα, σύμφωνα με το τυπικό της Μονής του ῾Αγίου Σάββα, που έχει καταγραφεί και στο "Τριώδιο", άλλα Τυπικά Εκκλησιών και Μονών,
τη γνώμη του οσιωτάτου Πατριάρχου ΚΠόλεως Νικολάου, καθώς και την ευρύτατα διαδεδομένη παράδοση του λαού μας και τη συνήθεια των χριστιανών, μπορούμε να καταλύουμε λάδι, μετά τη Θεία Μετάληψη, πρός τιμήν της ημέρας του Μυστικού Δείπνου, κατά το οποίο μάς παρέδωσε ο Κύριος το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Γιά το Μ. Σάββατο χρειάζεται προσοχή, γιατί είναι ημέρα αυστηρής νηστείας, το μόνο Σάββατο που νηστεύεται και η νηστεία παρατείνεται μέχρι του μεσονυκτίου, "ότε, επιφωσκούσης της Κυριακής ", εξαγγέλλεται η Ανάστασις του Κυρίου, όπως ακριβώς ορίζουν οι Αποστολικές Διαταγές: "Τώ δέ Σαββάτω μέχρις αλεκτροφωνίας παρατείνοντες απονηστίζεσθε επιφωσκούσης της μιάς Σαββάτων, ήτις εστίν η Κυριακή".

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Αγαπίου ιερομ. και Νικοδήμου μον., Πηδάλιον
Αμ. Αλιβιζάτου, Οι ιεροί κανόνες
Γεωργ. Βεργωτή, Η Νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής
Χρήστου Μ. Ενισλείδου, Ο θεσμός της Νηστείας
Ευαγγ. Θεοδώρου, Η μορφωτική αξία του ισχύοντος Τριωδίου
Συμ. Κούτσα, Αρχιμ., Η Νηστεία της Εκκλησίας
Γ. Ράλλη - Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων
Α. Schmemann, Μεγάλη Τεσσαρακοστή
Τού ιδίου, Εξ ύδατος και πνεύματος
Βασ. Στεφανίδου, Αρχιμ., Εκκλησιαστική ῾Ιστορία
Ιω. Φουντούλη, Λειτουργική
Τού ιδίου, Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας
Τού ιδίου, Λογική Λατρεία
Τού ιδίου, Θείαι Λειτουργίαι

The Significance of Gregory Palamas for Orthodoxy


 Saint Gregory Palamas

We can see quite clearly the great significance of his teaching for Orthodoxy on the important question of epistemology. When we say epistemology we mean the knowledge of God and, to be precise, we mean the way which we pursue in order to attain knowledge of God. The situation in St. Gregory's time was that Orthodoxy was being debased; it was becoming worldly and being changed into either pantheism or agnosticism. Pantheism believed and taught that God in his essence was to be found in all nature, and so when we look at nature we can acquire knowledge of God. Agnosticism believed and taught that it was utterly impossible for us to know God, just because He is God and man is limited, and therefore man was completely incapable of attaining a real knowledge of God.

In the face of this great danger St. Gregory Palamas developed the fundamental teaching of the Church concerning the great mystery of the indivisible distinction between the essence and energy of God. We must underline that this is not the teaching of St. Gregory Palamas alone, but of the Orthodox Church, and therefore this theology cannot be called Palamism. Many fathers have referred to the distinction between essence and energy. We find it in the Bible, in the first Apostolic Fathers, in the Cappadocian Fathers, and especially in Basil the Great and that great dogmatic theologian of the Church, St. John of Damascus. St. Gregory Palamas, with his outstanding theological ability, developed further this already existing teaching and put forward its practical consequences and dimensions.

It is very characteristic that this distinction began to be noted in discussions about the Holy Spirit. The Calabrian philosopher Barlaam maintained that we could not know just what the Holy Spirit is, especially His procession and His being sent by the Son. In the face of the danger of agnosticism St. Gregory Palamas taught that the actual procession of the Holy Spirit from the Father is a different thing from His being sent by the Son. Thus while we do not know the essence of the Holy Spirit, we do know His energy.

All spiritual life is a result and fruit of the energy of the Holy Spirit. Therefore, the saint taught, we cannot participate in God's essence, but we can know and participate in His energies. As the great dogmatic theologian St. John of Damascus teaches, we can see His three unions: union in essence, of the Persons of the Holy Trinity; union in substance, in the Person of Christ between the divine and human natures; and union in energy, between God and man.

In this way St. Gregory preserves the true teaching of the Church. If in the time of Athanasios the Great, men doubted the divinity of Christ, in St. Gregory's time they had doubts about God's energies. They said that His energies are created. Therefore in the dismissal hymn of the saint we sing: "Illuminator of Orthodoxy, supporter and teacher of the Church, spiritual beauty of the monastics, irrefutable champion of the theologians...".

The common mind of the Church recognises St. Gregory Palamas, the Hagiorite saint, as a great Father of the Church, an Ecumenical teacher, and includes him with the Three Hierarchs and the three great theologians of the Church. The characterization of theologian which has been given to him, has made him an elect member of the company of the Holy Fathers. St. Gregory is truly "an invincible champion of the theologians".

But also synodically the Church has characterised him as an unerring father, teacher and theologian. The Synodal Tome of 1347 refers to this great Hagiorite saint, saying:

"But also if anyone else at all is ever caught either thinking or saying or writing against the said most worthy priestmonk Gregory Palamas and the monks with him, or rather against the holy theologians and this Church, we both vote against him for these things and put him under this condemnation, whether he be of the hierarchy or the laity. We have many times proclaimed most worthy this respected priestmonk Gregory Palamas and the monks agreeing with him. They neither write nor think anything that differs from the divine words, having examined them and understood them exactly. And they champion the divine words, or rather our common devotion and tradition in all ways, as is proper, defending them as in every respect higher than what not only they but also the Church of God and the former synodal volume regard as sophistries. And we also declare them to be very safe defenders of the Church and its faith, and its champions and helpers."

This synodal text highlights the three following truths which all Christians should recognise.

First, St. Gregory Palamas is characterised as a simple and safe teacher of the Church.

Second, the teaching of St. Gregory about the distinction of essence and energy, about man’s participation in the uncreated energy of God and about the hesychastic way of life is a teaching of the Church and a canon of godliness and life.

Third, anyone who denies and undervalues St. Gregory Palamas, as well as the hesychastic life which he lived and taught, is excommunicated from the Orthodox Church.

All these things show the great value of St. Gregory, but also the value of the Holy Mountain, with its hesychastic tradition, which is preserved to this day by the Hagiorite Fathers. This tradition of hesychasm is the greatest treasure of the Holy Mountain, a hope for the world and a true life for Christians.

Rejection of the Holy Mountain and the hesychastic tradition is in reality a denial of the Orthodox Tradition and a departure from the "One, Holy, Catholic and Apostolic Church".

Source:Metropolitan Hierotheos Vlachos of Naupaktos, "Saint Gregory Palamas as a Hagiorite", excerpts from Chs. 1 and 13.

Friday, 29 March 2013

Saint Isaac the Syrian on Fasting



The man who during his whole life loves the conversation of this yoke-mate fasting is a friend of chastity. Just as the satisfaction of the belly is the source of all evils, and as the slackness of sleep kindles the lust of fornication, so fasting, vigil, and wakefulness in God’s service by withstanding the sweetness of sleep through crucifying the body throughout the day and night, are God’s holy pathway and the foundation of every virtue. Fasting is the champion of every virtue, the beginning of the struggle, the crown of the abstinent, the beauty of virginity and sanctity, the resplendence of chastity, the commencement of the path of Christianity, the mother of prayer, the well-spring of sobriety and prudence, the teacher of stillness, and the precursor of all good works. Just as the enjoyment of light is coupled with healthy eyes, so desire for prayer accompanies fasting that is practiced with discernment.
When a man begins to fast, he straightway yearns in his mind to enter into converse with God. For the body that fasts cannot endure to sleep upon its pallet all the night through. Fasting naturally incites wakefulness unto God, not only during the day, but also at night. For the empty body of a faster is not greatly wearied by the battle against sleep. And even if his senses are weakened, his mind is wakeful unto God in prayer. It is better for a man to desist from his liturgy because of weakness due to fasting, than because of sloth due to eating. When the seal of fasting is set upon a man’s lips, his thought reflects with compunction, his heart pours forth prayer, gloom lies upon his countenance, shameful thoughts are far removed from him, cheer cannot be detected in his eyes, and he is an enemy of lusts and vain conversations. No one has ever seen a discerning faster enslaved by evil desires. Fasting with discernment is a spacious mansion for every good thing; but he who neglects fasting makes every good totter. For fasting was the commandment that was given to our nature in the beginning to protect it with respect to the tasting of food, and in this point the progenitor of our substance fell. There, however, where the first defeat was suffered, the ascetic strugglers make their beginning in the fear of God as they start to keep His laws.
And the Saviour also, when He manifested Himself to the world in the Jordan, began at this point. For after His baptism the Spirit led Him into the wilderness and He fasted for forty days and forty nights. Likewise all who set out to follow in His footsteps make the beginning of their struggle upon this foundation. For this is a weapon forged by God, and who shall escape blame if he neglects it? And if the Lawgiver Himself fasts, who among those who keep the law has no need of fasting? This is why the human race knew no victory before fasting, and the devil had never experienced defeat from our nature; but this weapon has made him powerless from the outset. Our Lord was the firstborn Leader of victory, so as to set the first crown of victory upon the head of our nature. When the devil, that foe and tyrant, sees a man bearing this weapon, he is straightway frightened and he recollects and considers that defeat which he suffered in the wilderness at the hands of the Saviour; at once his strength is shattered and the very sight of this weapon, given us by our Commander-in-chief, burns him. What weapon is more powerful and gives more boldness to the heart in the time of battle against the spirits of wickedness, than hunger endured for Christ’s sake? For the more the body toils and endures hardship when the phalanx of the demons encompasses a man, the more his heart is given succour by the power of confidence. He who has armed himself with the weapon of fasting is afire with zeal at all times. Elias the zealot also pursued the work of fasting when he was zealous for God’s law. Furthermore, fasting reminds the faster of the commandments of the Spirit and it is an intermediary between the old Law and the grace given us by Christ. He who is negligent with respect to fasting is slothful, heedless, and feeble in the other ascetical struggles as well and he manifests an inception and an evil token of slackness in his soul, thus giving his antagonist an opportunity for defeating him. It is evident that he who enters naked and unarmed into the struggle will retreat from it without gaining the victory; for his limbs were not shielded with the warmth of fasting’s hunger. Such is the nature of fasting, that whoever perseveres in it will possess an unshakeable mind, one ready to encounter and repel all the troublesome passions.
It is said concerning many of the martyrs, that when they foreknew, either by revelation or by information received from one of their friends, the day on which they were to receive the crown of martyrdom, they did not taste anything the preceding night, but from evening till morning they stood keeping vigil in prayer, glorifying God in psalms, hymns, and spiritual odes, and they looked forward to that hour with joy and exultation, waiting to meet the sword in their fast as ones prepared for the nuptials. Therefore let us also be vigilant, we who are called to an unseen martyrdom so as to receive the crowns of sanctification, so that we may never give our enemies a sign of denial with any member or part of our body. 

St Isaac the Syrian, First Collection, from Homily 37.

Saint Theophan The Recluse-On The Rules of Spiritual Warfare

      



Amongst the rules of spiritual warfare that govern a Christian's martial art, some give warning of attacks, others allow for an easier and more successful end to the struggle, another ensures a more steadfast confirmation of the fruits of victory, or of a rapid destruction of all traces of the strike. These are naturally divided into three classes: a) rules to follow before the battle, b) rules to follow during the battle itself, and c) rules to follow after the battle.


Before the Battle.

Before battle a warrior should act in such a way as to either repel oncoming attacks, to give himself the opportunity to notice them at the very beginning, or even to secure a victory in advance. Therefore he should first of all suppress the array of sinful movements and push them all into one place, for by doing this he will not only more easily be able to notice their rebellion, but it will be more apparent where he should direct his forces.

1) The external marks of the array of sinfulness are generally this: from its stronghold in the center of life, the heart, sin penetrates into the soul and body along all its functions, then passes through to all the person's external relationships, and finally throws its veil over everything around it. Now, although it is exiled from the depths of the heart, it still hovers through the surrounding area, feeding on what it always fed on. Faces, things and occurrences can easily arouse the same thoughts and feelings with which the person joined when he worked for sin.

The wise warrior should now guard himself from these external rations of the enemy. For this he must: a) Remodel his entire outer behavior, give a new appearance, new inspiration, new timing and so on to everything in him according the spirit of new life, b) Arrange his time so that not one hour remains without useful occupations. Breaks between duties should be taken up with something, but it should be something that facilitates the mortification of sin and strengthening of the spirit. Anyone can see just how useful certain bodily podvigs are in opposing detected tendencies, c) Bind his senses, especially the eyes, hearing and tongue, which are the most ready conductors of sin from the heart to the outside and from the outside into the heart, d) Think of spiritual substitutes for everything with which it is necessary to come into contact — things, individuals or incidents; and especially, fill his permanent living quarters with [spiritual] things that most elevate the soul, so that living thus externally, the person would live in a sort of school of Divinity. In general we should arrange our entire external environment so that in one respect it would not demand much attention, saving us much fuss over ourselves, and in another respect, that it would not only make us safe from unexpected attacks of sin, but would feed and strengthen our newly arising life in the spirit. Under such circumstances sin will be completely warded off from the outside, and will no longer receive food and support from its old source.

2) If the person now externally uses all his strength to preserve himself in his present state following his first victory, that is, if he will continually kindle those feelings and dispositions that were born in him, then sin will be warded off from the inside and will remain forever without support or substantiality. Sin thus deprived of food and support, if it is not destroyed instantly, will at least become weaker and weaker until it completely exhausts itself. After this the war with sin will obviously cease and all concentration will center on the war with thoughts (which will especially try to disrupt the new order), and rarely on passions and tendencies where it remains only to diligently watch (cf. Mk. 14:38). The warrior for Christ should have two vigilant guards — soberness and good discernment. The first is turned inward and the second is directed outward. The first watches out for movements coming from the heart itself, while the second checks the movements that can invade him from outside influences.

The rule for the first is this: after various thoughts are cast out of the heart by the remembrance of God's presence, stand by the door of the heart and diligently watch over everything that goes into it and comes out of it; especially do not allow the movement to forewarn the senses and desires, for from this comes all evil.

The rule for the second is this: at the beginning of every day, sit and go over all possible meetings and occurrences, and all the possible feelings and movements that they could cause. Fortify yourself within beforehand, so that you will not be confused and fall at some unexpected attack. By the way, in order to more successfully defend yourself at the moment of attack, it is useful to arrange an intentional preliminary mental war. Mentally place yourself in one or another situation, with this or that feeling, with one or another desire, and then invent various methods for keeping yourself within the necessary limits, and observe what particularly helped you in one or another incident. Such a preliminary exercise will develop a warring spirit, teach you to meet the enemy without timidity and to conquer it without any great difficulty, using moves learned through experience.

Furthermore, before we enter into battle we should always first find out when to act aggressively, when to act defensively and when to simply walk away. Besides the fact that we use one or another method of warfare corresponding to our degree of spiritual maturity, at first it is always best to walk away, that is, to place ourselves under God's protection without trying to fight.

Later on, when we know our enemies through experience and have studied their attacks, we can repel them without losing any time. But we should never intentionally allow them to freely arouse passions in us, or place ourselves in situations where they can work with all their might, just so that we can have an opportunity to war and gain a victory. There are particularly passionate stimuli that can only be conquered by one or another method. Thoughts should be cast out without fail; but it is not always possible to do this with tendencies and passions, especially the physical ones. In both situations the victory can be lost due to ignorance alone. Finally, never go into battle without the chief victorious thought — the sign of victory. Just as before it decided the battle between good and evil to the advantage of the former, so now does it easily make us the victors in the struggle with every sinful movement of the soul. The enemy hosts and all defiling thoughts and desires disperse at its appearance. It has the power to inspire and exalt a man above himself — therefore we must bring it to mind and to our senses as often as possible, and confirm forever in our mental stronghold this lamp that drives away the gloom. Nothing can more effectively kindle zeal for conquering sin than this thought of zeal, this rapid flood of living water, which, stirred up but not disturbed, renders unnoticeable all the waves caused by the flying stones of temptation.



During the Battle.

With these forewarnings and rules go forth to battle with good hope, O warrior of Christ. Even during battle itself you should act according to the foregoing rules, so that you do not put your hope in a disordered defense against the attacking enemy. Often one order of action, without any particular force, can crown you with success. Having noticed the enemy approach — the beginning of a stimulus, thought, passion, or tendency — first of all hasten to realize that it is the enemy. It is a great mistake, and a common one, to honor everything that comes up in us as the property of our own blood, for which we take a stand as for our own selves. Everything sinful is something foreign to us, and therefore we should always separate it from ourselves. Otherwise we will be a traitor to our own selves.

Whoever wants to war with himself should divide himself between himself and the enemy that hides in him. Having separated the known defiling movement from your own self and recognized it as the enemy, commit it then to the consciousness and senses, and engender an aversion to it in your heart. This is the most salvific means for expelling sin. Every sinful movement is held in the soul through the sensation of a certain pleasure it stimulates. Therefore, when an aversion is aroused towards it, it is deprived of all support and disappears all by itself.

This however is not always easy or even possible. It is easy to vanquish thoughts with anger, but harder to vanquish desire, and even harder to vanquish passions, for they themselves are movements of the heart. When this does not help and the enemy will not give up without a struggle, courageously enter the battle, but without self-exaltation or self-reliance. Timidity brings the soul to confusion, a certain instability and slackness, and if the soul is not sure of itself it can easily fall. Self-reliance and self-opinion are the very enemies with which we must war. Whoever has let them in has already fallen, and has even predisposed himself to new falls, because they lead a man to inactivity and blunder.

Once the struggle has begun, preserve most of all your heart: do not allow the arising movements into the feelings. Meet them at the soul's very gate and try to defeat them there. To do this you must hasten to build a conviction in your soul that is contrary to the thing on which the confusing thought hangs. Such opposing convictions are not only the shields in mental warfare but also the arrows. They defend your heart and defeat the enemy in the heart itself. From that point on the war will consist in this: approaching sin will always be guarded by thoughts and images that shield it, and the struggler will from his side destroy these strongholds by contrary thoughts and images.

The duration of the war will depend upon the multifarious circumstances, which are impossible to determine. If he does not relax a bit, or incline even intellectually towards the side of the enemy, victory will undoubtedly be his; for sinful movements, as we noted previously, do not have a firm support in us and therefore should naturally soon cease.

If after you have done all this in good conscience the enemy's defensive actions still linger in your soul like a specter and he does not want give to up his territory, then this is a sure sign that it is supported by outside help, and thus you should seek outside help, earthly or heavenly. Reveal it to your spiritual instructor and pray earnestly to the Lord, to the saints and especially to your Guardian Angel. Devotion to God has never been put to shame. You must, by the way, note another thing — war with thoughts is one thing, war with passions is another, and yet another is war with desires. Thought comes from thought, desire from desire, and passion from passion. Particular moves should be used against each one; these should be determined beforehand either by contemplation or ascetic experiences and instructions. But one should not always strictly start fighting — sometimes contempt alone expels the enemy, while fighting only multiplies and irritates him. The enemy should be followed until no traces of him are left. Otherwise, even a simple thought left in the heart like an evil snake brings forth its fruit, imperceptibly inclining the soul to itself. During the battle itself, one should not be using methods meant to prevent future battle. The rules devised for that are always very austere, and therefore it is always necessary to change them, and, it follows, admit the bankruptcy of experience inasmuch as it is harmful to spiritual warfare and tempting to the warrior.



After the Battle.

The battle is over. Thank the Lord for delivering you from defeat, but do not abandon yourself to immoderate joy of salvation, do not allow yourself to grow careless, do not slacken your zeal. The enemy often pretends to be defeated so that when you have abandoned yourself to a feeling of safety, an unexpected fall will more easily overtake you. Therefore do not put down your battle arms and do not forget your preventative rules. Always be a vigorous and vigilant warrior. Better sit and count your spoils; look over the whole process of the battle — its beginning, duration and finally what put an end to it. This will amount to a sort of tribute extracted from the loser, which will make your future victories over him exceedingly easier. This in the final analysis is how spiritual wisdom and ascetical experience are acquired.

Do not tell anyone of the victory — that would greatly irritate the enemy and make you lose your strength. Vainglory, which would be impossible to escape in this case, would open the doors of your spiritual fortress, and after gaining a victory over one enemy you would then have to do battle with a whole mob. If you are overcome, humble yourself; but do not run away from God, and do not be stubborn. Hurry to soften your heart and bring it to repentance. It is impossible not to fall, but we can and should arise after falling. When someone who runs quickly trips over something, he quickly arises and again dashes down his path to the goal. Emulate him. Our Lord is like a mother who leads her child by the hand and does not abandon him, even if he often trips and falls.

Instead of becoming paralyzed by depression, it is better to take heart for new ascetic labors, gleaning from the present fall a lesson of humility and caution not to walk in slippery places where you cannot help but fall. If you do not iron out sin with sincere repentance, then having received a degree of strength within yourself, it will inevitably draw you downward to the bottom of the sea of sin. Sin will possess you, and you will then have to start over again from the first battle. But God knows whether this will even be possible. Perhaps having committed yourself to sin, you will transgress the boundaries of conversion, and maybe you will not find afterwards even one truth that could shock your heart. Perhaps you will not even be granted the grace. Then you will already belong to the ranks of those condemned to eternal torment.



The Rules of Warfare are not the Same for All.

In general about the rules of warfare it must be noted that they are essentially nothing other than an application of all weapons to individual cases, and that is why it is impossible to describe them all. The business of inner warfare is incomprehensible and mysterious. The cases of it vary utterly, and the warring individuals are too different. What will overcome one person is indifferent to another.

Therefore it is decisively impossible to make the same set of rules for everyone. The best devisor of the rules of warfare is every individual for himself. Experience is the best teacher — one only needs to have the zealous desire to conquer himself. The first ascetics did not study from books, but nevertheless they represent the very image of conquerors. Furthermore one should not rely too much on these rules; they represent only external sketches. What makes up the essence of the matter each will know only through experience, when he begins to actually wage war. And in this work his only guides will be his own good sense and his dedication to God.

The inner path of Christian life in each individual brings to mind the ancient underground catacombs, extremely intricate and mysterious. Upon entering them, the tried one receives a few instructions on the catacomb's general features — do this here, do that there, follow a certain sign here, and another there. But then he is left alone amidst the darkness, sometimes with only the weak light of a lamp. Everything will depend upon his presence of spirit, good sense and caution, and upon invisible guidance. There is a similar mysteriousness in inner Christian life. Here each one walks alone, though he be surrounded by a multitude of rules. The promptings of the heart, and especially the hints of grace, are his only constant, undeceiving and inseparable guides in his war with himself. Everything else will abandon him.




Source: "The Path to Salvation" By Saint Theophan the R
ecluse